ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                                    

(Υπόθεση Αρ. 183/2022)

 

 31 Ιανουαρίου 2024

[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

                        Κ. Π.                                                                                              Αιτητής

                                                  ΚΑΙ

  ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ

 

 

Καθ’ ων η Αίτηση

 

Α. Παπαμιχαήλ και Ε. Γεωργίου (κα), για Α. Παπαμιχαήλ & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για Αιτητή

Π. Βασιλείου, Δικηγόρος, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Kαθ’ ων η Αίτηση

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Με την υπό κρίση προσφυγή, που καταχωρήθηκε στις 25.1.2022, ο αιτητής αξιώνει-

«1. Δήλωση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των Καθ’ ων η Αίτηση που περιέχεται στην επιστολή τους ημερομηνίας 19/11/21 με αρ. φακέλου 375067 με την οποία τερμάτισαν την παροχή σύνταξης αναπηρίας στον Αιτητή για την περίοδο από 1/11/2019 μέχρι 30/9/2021 είναι άκυρη, παράνομη και εστερημένη [sic] παντός έννομου αποτελέσματος.

 

2. Δήλωση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή η απόφαση των Καθ’ ων η Αίτηση που περιέχεται στην επιστολή τους ημερομηνίας 19/11/21 με αρ. φακέλου 375067 με την οποία ζητούν την επιστροφή της καταβληθείσας σύνταξης αναπηρίας στον Αιτητή ύψους €25,448.24 η οποία δήθεν καταβλήθηκε αντικανονικά, για την περίοδο 1/11/2019 μέχρι 30/9/2021 είναι άκυρη, παράνομη και εστερημένη [sic] παντός έννομου αποτελέσματος.».

 

Ο αιτητής, ο οποίος υπηρετούσε στην Εθνική Φρουρά και αφυπηρέτησε κατά το έτος 2006 με το βαθμό του Συνταγματάρχη, υπέβαλε αίτηση για παροχή σύνταξης και/ή επιδόματος λόγω αναπηρίας που προήλθε από σωματική βλάβη, συνεπεία τροχαίου ατυχήματος που επεσυνέβη στις 30.4.1988. Στο πλαίσιο εξέτασης της αίτησης, ο αιτητής εξετάστηκε από δυο ιατροσυμβούλια και κρίθηκε ανίκανος προς εργασία κατά 40%, αναφορικά με βλάβη στο μάτι του, 10% για ανοσμία και 10% για βαρηκοΐα και εμβοές. Η αίτηση εγκρίθηκε κατά το έτος 1988 και ο αιτητής λάμβανε το ποσό των €1070 ως σύνταξη αναπηρίας, η οποία όμως τερματίστηκε στις 31.10.2019, καθότι, ως τού αναφέρθηκε με την επίδικη επιστολή ημερομηνίας 19.11.2021, αυτός είχε εξασφαλίσει δικαίωμα σε θεσμοθετημένη σύνταξη από 11.10.2019, σε μεγαλύτερο ύψος από αυτό της σύνταξης αναπηρίας.

 

Σημειώνεται, συναφώς, ότι στις 13.8.2020, ο αιτητής υπέβαλε αίτηση για θεσμοθετημένη σύνταξη, με δήλωση έναρξης καταβολής της σύνταξης το 65ο έτος της ηλικίας του. Η εν λόγω αίτηση εγκρίθηκε στις 5.4.2022, με αναδρομική ισχύ από 11.10.2019, για το ποσό των €1.678,23 (στο οποίο δεν περιλαμβάνεται η εισφορά στο ΓΕ.Σ.Υ.).

 

Ως εκ των πιο πάνω, σύμφωνα και με την προαναφερθείσα επιστολή, όπου και περιέχεται η επίδικη απόφαση, οι καθ’ ων η αίτηση, κατ’ επίκληση του άρθρου 65(1) του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου (Ν.59(Ι)/2010), ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο («ο Νόμος»), αποφάσισαν τον τερματισμό της σύνταξης αναπηρίας του αιτητή. Ως αναφέρεται στην εν λόγω απόφαση, καταβλήθηκε αντικανονικά προς τον αιτητή, σύνταξη αναπηρίας για την περίοδο από 1.11.2019 μέχρι 30.9.2021 για το ποσό των €25.448,24, το οποίο και θα διευθετείτο με τον Κλάδο Θεμοσθετημένης Σύνταξης.

 

Ο αιτητής προωθεί δια της γραπτής του αγόρευσης ισχυρισμούς περί μη διενέργειας της δέουσας έρευνας εκ μέρους των καθ’ ων η αίτηση και συνακόλουθης πραγματικής και νομικής πλάνης, έλλειψης επαρκούς και/ή της δέουσας αιτιολογίας, καθώς και ότι η επίδικη απόφαση είναι προϊόν αλλότριου σκοπού, η οποία παραβιάζει τα δικαιώματα του αιτητή, τους κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης και την αρχή της ίσης μεταχείρισης.

 

Οι καθ’ ων η αίτηση αντιτείνουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε ορθά και σύννομα, μετά από διενέργεια της δέουσας έρευνας, κατ’ ορθή ενάσκηση της διακριτικής τους εξουσίας, είναι δε αυτή πλήρως αιτιολογημένη και ουδεμία πλάνη εμφιλοχώρησε κατά τη λήψη της. Ειδικότερα ως προς την απόφαση τερματισμού της σύνταξης αναπηρίας του αιτητή, όπως αναφέρεται στο δικόγραφο της ένστασης, κατά τον τερματισμό της εν λόγω σύνταξης, αναδρομικά από 1.11.2019, προέκυψε υπερπληρωμή ίση με το ποσό των €25.448,24. Δημιουργήθηκε επίσης και υποπληρωμή στη σύνταξη που καταβαλλόταν στον αιτητή από το Γενικό Λογιστήριο. Το ποσό των €15.117,72 μεταφέρθηκε από το Γενικό Λογιστήριο στο κονδύλι των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων μετά από γραπτή συναίνεση του αιτητή, προς μερική εξόφληση του ποσού που όφειλε στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων, η δε διαφορά που είχε προκύψει όσον αφορά τα πιο πάνω ποσά, ανακτήθηκε με την πρώτη καταβολή της θεσμοθετημένης σύνταξης.

 

Περαιτέρω, και σε άμεση συνάρτηση με τα αμέσως πιο πάνω, οι καθ’ ων η αίτηση ήγειραν δια της γραπτής τους αγόρευσης, προδικαστική ένσταση, ισχυριζόμενοι ότι στερείται ο αιτητής του απαιτούμενου εννόμου συμφέροντος προς προώθηση της, δια του αιτητικού 2 της αιτήσεως ακυρώσεως, αξιούμενης θεραπείας, εφόσον αυτός αποδέχτηκε και/ή αναγνώρισε ελεύθερα και ανεπιφύλακτα το χρέος και/ή την οφειλή του έναντι των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Με παραπομπή στο παράρτημα 5 του δικογράφου της ένστασης και στην εκεί περιεχόμενη χειρόγραφη δήλωση του αιτητή, οι καθ’ ων η αίτηση υποβάλλουν ότι ο αιτητής έχει αποδεχθεί κατά τρόπο ρητό και αδιαμφισβήτητο την εν λόγω προσβαλλόμενη πράξη.

 

Αντικρούοντας τα πιο πάνω, η πλευρά του αιτητή προβάλλει ότι η αποδοχή του αιτητή δεν ήταν ανεπιφύλακτη.

 

Η προδικαστική ένσταση ευσταθεί.

 

Πράγματι, όπως προκύπτει από την εν λόγω χειρόγραφη δήλωση του αιτητή προς τον Γενικό Λογιστήριο της Δημοκρατίας, ημερομηνίας 23.11.2021 (παράρτημα 5 στην ένσταση), αυτός συγκατατέθηκε ανεπιφύλακτα και/ή χωρίς αίρεση όπως «μεταφερθεί το ποσό του αναλογικού από το Γενικό Λογιστήριο προς εξόφληση του χρέους που έχω στις κοινωνικές ασφαλίσεις και αφορά την σύνταξη ανικανότητας/αναπηρίας». Εγείρεται, ως εκ τούτου, ζήτημα ύπαρξης της απαιτούμενης νομιμοποίησης του αιτητή.

 

Το ζήτημα της ύπαρξης του απαιτούμενου έννομου συμφέροντος και η κρίση για την ύπαρξη ή έλλειψη νομιμοποίησης, ως ζήτημα δημόσιας τάξης, εξετάζεται σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, ακόμη και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (The Onisi Ltd ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 202A/2010, ημερ. 13.2.2017, Πανεπιστήμιο Κύπρου ν. Κοινοπραξίας Φυσικών και Νομικών Προσώπων Αντωνίου, Πίττα, Σκουρής, Μαραθοβουνιώτης, Μαύρου, Πίττας, Παπαχριστοφόρου, SKP Soteriou, Kyrzis Partners, Nicolaou & Konides Quantity Surveyors, εγγεγραμμένης ως ΕΡΓΟ ΣΥΝ - ΠΑΓΚ, Α.Ε. 139/2012, ημερ. 8.6.2018 και Παπαδόπουλος κ.α. ν. ΡΙΚ κ.α. (1996) 3 Α.Α.Δ.1). Συνεπώς, δεν συμφωνώ με την εισήγηση των συνηγόρων του αιτητή ότι το εν λόγω ζήτημα δεν μπορεί να εξεταστεί από το Δικαστήριο στο παρόν στάδιο, επειδή δεν έχει περιληφθεί στο δικόγραφο της ένστασης.

 

Περαιτέρω, όπως λέχθηκε στην The Onisi, ανωτέρω, στην οποία παραπέμπει και η μεταγενέστερη απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Παπαθεοδώρου κ.α. ν. Συμβούλιο Υδατοπρομήθειας Λεμεσού, Α.Ε. 99/12, ημερ 16.10.2018, το έννομο συμφέρον θα πρέπει να υπάρχει σε όλα τα στάδια της διαδικασίας, από την έγερση της προσφυγής, μέχρι την εκδίκαση της και την έκδοση της σχετικής απόφασης, εξαλείφεται δε αυτό, αν ο αιτητής αποδεχθεί την προσβαλλόμενη πράξη και η αποδοχή του είναι ελεύθερη και ανεπιφύλακτη και όχι αποτέλεσμα πίεσης ή απειλής επέλευσης επιβλαβών συνεπειών σε αυτόν.

 

Εν προκειμένω, στη βάση των ενώπιον μου τεθέντων στοιχείων, και δη από το προαναφερθέν παράρτημα 5 της ένστασης, δε χωρεί αμφιβολία ότι ο αιτητής αποδέχθηκε ανεπιφύλακτα την απόφαση των καθ’ ων η αίτηση και/ή συγκατατέθηκε όπως το προαναφερθέν ποσό της υπερπληρωμής, μεταφερθεί από το Γενικό Λογιστήριο προς το αντίστοιχο κονδύλι των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων, προς εξόφληση του ποσού και/ή χρέους που όφειλε ο αιτητής προς το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων και αφορούσε στη σύνταξη ανικανότητας και/ή αναπηρίας. Από την εν λόγω δήλωση, δεν προκύπτει οτιδήποτε που να καταδεικνύει, έστω ακροθιγώς, την διατύπωση οποιουδήποτε όρου ή/και οποιασδήποτε επιφύλαξης εκ μέρους του αιτητή.

 

Αυτή δε ακριβώς η ανεπιφύλακτη, οικειοθελής και κατ’ ελεύθερη βούληση αποδοχή, οδηγεί στην εξάλειψη του απαιτούμενου εννόμου συμφέροντος του αιτητή για καταχώρηση και προώθηση της παρούσας προσφυγής, τουλάχιστον ως προς την περιεχόμενη στο αιτητικό 2 θεραπεία. Δια της ανεπιφύλακτης και ελεύθερης αποδοχής της απόφασης, ως αυτή περιέχεται στην επιστολή του αιτητή προς το Γενικό Λογιστήριο, ημερομηνίας 23.11.2021, ο αιτητής απέκοψε τον ειδικό δεσμό, conditio sine qua non της ίδιας της έννοιας του εννόμου συμφέροντος, μεταξύ αυτού και μιας νόμιμης κατάστασης, δυνάμει του οποίου θα μπορούσε να αναμένει και/ή να αντλήσει ωφέλεια (βλ. και τις αποφάσεις του Δικαστηρίου τούτου στις Μ.Χ. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1084/2020, ημερ. 24.3.2023 και CYBARCO LTD-S.K. EUROMARKET LTD-MEKEL LTD AQWISE JV ν. Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών, Υποθ. Αρ. 272/2015, ημερ. 31.1.2019, όπου εξετάστηκε παρόμοιο ζήτημα και ακολουθήθηκε η ίδια προσέγγιση, καθώς και Επ. Σπηλιωτόπουλου «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», 5η έκδοση, σελ. 433).

 

Στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Δώρα Ανδρέα Κούππα ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 151/06, ημερ. 2.4.2009, επαναβεβαιώθηκε η θέση ότι «Για να μπορεί να εξετασθεί θέμα νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, προέχει η διατήρηση εννόμου συμφέροντος». Σε εκείνη την περίπτωση, η αποδοχή εκ μέρους της εφεσείουσας, όρων που είχε εισηγηθεί η Πολεοδομική Αρχή στην αίτησή της, για πολεοδομική άδεια, της αφαιρούσε το έννομο συμφέρον να αμφισβητήσει τη νομιμότητά της. Παρομοίως, και στην υπό κρίση υπόθεση, η υπό του αιτητή ανεπιφύλακτη και ελεύθερη αποδοχή, ως έχει εκτεθεί πιο πάνω, επιφέρει το ίδιο νομικό αποτέλεσμα, που συνίσταται στην έλλειψη νομιμοποίησής του (Δημοκρατία ν. Pharmanet Ltd κ.α. (2011) 3 Α.Α.Δ. 1).

 

Συνακόλουθα, η εκ μέρους του αιτητή ελεύθερη και ανεπιφύλακτη αποδοχή της πιο πάνω απόφασης οδηγεί στην εξάλειψη του απαιτούμενου εννόμου συμφέροντος για άσκηση προσφυγής ως προς το αιτητικό 2 της αίτησης ακυρώσεως.

 

Κατά συνέπεια, η προσφυγή, ως προς το αιτητικό 2 της αίτησης ακυρώσεως, απορρίπτεται ως απαράδεκτη.

 

Προχωρώντας στην εξέταση της πρώτης προτασσόμενης αξιούμενης θεραπείας, δαπιστώνω τα εξής:

 

Είναι σαφές ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε στη βάση του άρθρου 65(1) του Νόμου. Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη-

 

«Όταν ένα πρόσωπο θεµελιώνει ταυτόχρονα δικαίωµα για δύο ή περισσότερες περιοδικές παροχές µε βάση τη δική του ασφάλιση δυνάµει του παρόντος Νόµου, δικαιούται µόνο την παροχή που καταβάλλεται στο µεγαλύτερο ύψος και, σε περίπτωση που οι εν λόγω παροχές καταβάλλονται στο ίδιο ύψος, την παροχή που του χορηγήθηκε πρώτα:».

 

Αποτελεί παραδεκτό γεγονός ότι από 11.10.2019, ο αιτητής είχε εξασφαλίσει δικαίωμα σε θεσμοθετημένη σύνταξη, σε μεγαλύτερο ποσό (€1.678,23) από αυτό της σύνταξης αναπηρίας (€1.070). Συνεπώς, κατ’ εφαρμογή της αμέσως πιο πάνω διάταξης, οι καθ’ ων η αίτηση ορθώς αποφάσισαν τον τερματισμό της σύνταξης ανικανότητας του αιτητή. Είναι δε σαφές ότι η πιο πάνω διάταξη είναι επιτακτικού χαρακτήρα και το λεκτικό της δεν επιδέχεται πολλαπλής ερμηνείας. Με αυτό ως αφετηρία, δεν εντοπίζεται ούτε κενό έρευνας, αλλ’ ούτε και να έχει εμφιλοχωρήσει οποιαδήποτε πλάνη κατά τη λήψη της επίδικης απόφασης. Δεν έχει στοιχειοθετηθεί με την απαιτούμενη επάρκεια από την πλευρά του αιτητή που έγκειται η έλλειψη δέουσας έρευνας. Αντιθέτως, προκύπτει ότι, στη βάση των ενώπιον τους τεθέντων στοιχείων, οι καθ’ ων η αίτηση σύννομα έλαβαν την επίδικη απόφαση, κατ’ ορθήν ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων του Νόμου και δη αυτών του άρθρου 65(1).

 

Ως εκ των πιο πάνω, απορρίπτονται ως αβάσιμοι οι ισχυρισμοί περί μη διενέργειας της δέουσας έρευνας και περί εμφιλοχωρήσασας πλάνης.

 

Ούτε κενό αιτιολόγησης εντοπίζεται. Από το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου, προκύπτει με σαφήνεια τόσο η νομική βάση της απόφασης, αλλά και η υπό των καθ’ ων η αίτηση υπαγωγή σε αυτήν των γεγονότων της υπόθεσης και, γενικότερα, το σκεπτικό που ακολουθήθηκε από το αποφασίζον όργανο, κατά τρόπο που καθίσταται ευχερής η διενέργεια του απαιτούμενου δικαστικού ελέγχου (Στέφανος Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270). Σύμφωνα με το άρθρο 28(1) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν.158(Ι)/1999), «η αιτιολογία μιας διοικητικής πράξης πρέπει να είναι σαφής, ώστε να μην αφήνει αμφιβολίες ως προς το ποιος ήταν ο πραγματικός λόγος που οδήγησε το διοικητικό όργανο στη λήψη της απόφασης». Με άλλα λόγια, η αιτιολογία πρέπει να παρέχει στο Δικαστήριο τα απαραίτητα εκείνα, ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία, που να οδηγούν στη διακρίβωση της νομιμότητας της διοικητικής πράξης. Πρέπει να εκτίθενται σε αυτήν οι πραγματικοί και νομικοί λόγοι που οδήγησαν στην έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης και να παρατίθενται τα κριτήρια με βάση τα οποία λήφθηκε η εν λόγω απόφαση, ώστε να καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος (L.A.S. BOATING LTD ν. Δημοκρατίας, ΕΔΔ 37/2017, ημερ. 26.10.2023, Λ. Σκυλλουριώτης v. Δήμου Λευκωσίας, ΕΔΔ 38/2016, ημερ. 1.7.2022, Eurofarm (P. Neophytou) Ltd ν. Δημοκρατίας Α.Ε.142/2015, ημερ. 4.4.2023, ECLI:CY:AD:2023:A121 και ANDRELIA PAPHOS LTD ν. Δημοκρατίας, ΕΔΔ 49/2019, ημερ. 23.10.2023).

 

Εν προκειμένω, στη βάση των προαναφερθέντων και υπό το φως των πιο πάνω νομολογιακών κατευθυντήριων, οι ισχυρισμοί της πλευράς του αιτητή περί έλλειψης επαρκούς αιτιολόγησης της επίδικης πράξης, δεν έχουν έρεισμα και απορρίπτονται.

 

Τέλος, στη βάση των πιο πάνω διαπιστώσεων, δεν εντοπίζεται οποιοδήποτε έρεισμα για στοιχειοθέτηση των ισχυρισμών του αιτητή περί απόφασης λήφθεισας καθ’ υπέρβαση εξουσίας και κατά παραβίαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης. Δεν έχει καταδειχθεί που έγκειται η παραβίαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης. Περαιτέρω δε, δεδομένης της ύπαρξης και εφαρμογής του προεκτεθέντος, ειδικού, νομοθετικού πλαισίου, ήτοι των διατάξεων του Νόμου, οι οποίες ως ειδικότερες υπερισχύουν αυτών του Νόμου 158(Ι)/1999, κρίνω ότι οι καθ’ ων η αίτηση ενήργησαν και έλαβαν την επίδικη απόφαση κατ’ ορθήν ενάσκηση της διακριτικής τους ευχέρειας. Οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί του αιτητή, κρίνονται αβάσιμοι και απορρίπτονται. Συναφώς, κατά το στάδιο των διευκρινίσεων, η ευπαίδευτη συνήγορος για τον αιτητή ισχυρίστηκε ότι τυγχάνουν εν προκειμένω εφαρμογής οι διατάξεις του άρθρου 53[1] του Νόμου 158(Ι)/1999. Δεν μπορώ να συμφωνήσω με τη θέση αυτή: εν πρώτοις, ο εν λόγω ισχυρισμός δεν έχει δικογραφηθεί, εφόσον δεν περιέχεται σε κανένα από το έξι νομικά σημεία της αίτησης ακυρώσεως. Πέραν όμως τούτου, η συγκεκριμένη διάταξη του άρθρου 53, ως εκ του ιδίου του λεκτικού της, δεν τυγχάνει εφαρμογής στην υπό εξέταση περίπτωση, εφόσον δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι παρήλθε ο εύλογος χρόνος για την υπό των καθ’ ων η αίτηση αναζήτηση του ποσού της σύνταξης αναπηρίας που καταβλήθηκε στον αιτητή για την περίοδο από 1.11.2019 μέχρι 30.9.2021. Υπενθυμίζεται ότι η επίδικη επιστολή, στην οποία περιέχεται η επίδικη απόφαση, φέρει ημερομηνία 19.11.2021. Επιπρόσθετα δε, τονίζεται εκ νέου ότι η υπό κρίση περίπτωση ρυθμίζεται από ειδικότερη πρόνοια: δεδομένης της ύπαρξης του προεκτεθέντος, συγκεκριμένου, νομοθετικού πλαισίου, στη βάση του οποίου ορθώς ενήργησαν οι καθ’ ων η αίτηση για τη λήψη της επίδικης απόφασης, ούτε ο ισχυρισμός περί παραβίασης της χρηστής διοίκησης ευσταθεί.

 

Καταλήγω ότι δεν στοιχειοθετείται λόγος ακύρωσης και, συνακόλουθα, δεν χωρεί επέμβαση του Δικαστηρίου.

 

Κατά συνέπεια, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται, με €1200 έξοδα υπέρ των καθ’ ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, συμφώνως του Άρθρου 146(4)(α) του Συντάγματος.

 

 

 

                                                                                                    Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.



[1] Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, «Αντίκειται προς τις αρχές της χρηστής και της εύρυθμης διοίκησης η µετά πάροδο εύλογου χρόνου αναδροµική αναζήτηση χρηµάτων που η διοίκηση κατέβαλε παράνοµα και που έλαβαν καλόπιστα οι πολίτες, όπως αποδοχές ή συντάξεις.».


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο