ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                          

                                                 Υπόθεση Αρ. 1848/2019

                                             

    23 Ιανουαρίου, 2024

 

[Φ. ΚΑΜΕΝΟΣ, ΔΔΔ.]

 

ΑΝΑΦOΡΙΚΑ ΜΕ Τ0 ΑΡΘΡO 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

                       Κ. Κ.,

 

Αιτήτρια

                          Και

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπουργείου Εργασίας Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων

 

                                                      Καθ' ων η Αίτηση

......... 

 

 

Δημήτρης Χρυσάνθου για Αντριάνα Κλαΐδη,  Δικηγόρος για Αιτήτρια

Νικολέττα Νικολάου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Δικηγόρος για τους Καθ' ων η αίτηση

                                               

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Φ. Καμένος, ΔΔΔ.:  Με την προσφυγή της η Αιτήτρια αιτείται ακύρωση της απόφασης των Καθ' ων η Αίτηση ημερ. 29/10/2019, με την οποία απέρριψαν την αίτηση της Αιτήτριας ΕΕΕ 74144 για Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα-αναπηρικό επίδομα.

 

Τα γεγονότα ως προκύπτουν από τα δικόγραφα και τους διοικητικούς φακέλους, είναι τα ακόλουθα:

 

Η Αιτήτρια είναι κύπρια υπήκοος και μέχρι το 1989 διέμενε στη Νότιο Αφρική. Πάσχει εκ γενετής από σύνδρομο Turner και άλλες παθήσεις.

 

Από το 2005 η Αιτήτρια ήταν λήπτρια δημόσιου βοηθήματος, το οποίο στις 31.03.2007 διεκόπη λόγω ότι το διμελές ιατροσυμβούλιο του Νοσοκομείου Λάρνακας με έκθεσή του ημερ. 18.01.2007, την έκρινε ικανή για εργασία. Σημειώνεται ότι στην εν λόγω έκθεση ουδέν αναφέρεται ως προς τα προβλήματα υγείας της Αιτήτριας παρά μόνο καταγράφεται το συμπέρασμα του ιατροσυμβουλίου περί της ικανότητας της Αιτήτριας προς εργασία.

 

Περί τις 09.05.2007, η Αιτήτρια επανήλθε με νεώτερη αίτησή της στο Επαρχιακό Γραφείο Ευημερίας Λάρνακας ζητώντας να λάβει εκ νέου δημόσιο βοήθημα καθώς και να επαναξιολογηθεί η κατάσταση της υγείας της, επισυνάπτοντας ιατρική βεβαίωση από ιατρό του (παλαιού) Νοσοκομείου Λάρνακας ημερ. 23.04.2007, στην οποία βεβαιωνόταν ότι η κατάσταση της υγείας της έχει επιδεινωθεί και είναι διά παντός ανίκανη για εργασία.

 

Στις 01.08.2007, το Επαρχιακό Γραφείο Ευημερίας Λάρνακας παρέπεμψε εκ νέου την Αιτήτρια σε ιατροσυμβούλιο. Το τριμελές ιατροσυμβούλιο του Νοσοκομείου Λάρνακας αφού εξέτασε την Αιτήτρια στις 21.08.2007 γνωμάτευσε ομόφωνα ότι η Αιτήτρια: «πάσχει από εκ γενετής σύνδρομο Turner, υποθυρεοειδισμό, ανεπάρκεια μιτροειδούς και οστεοπόρωση. Όλα αυτά τα προβλήματα επιδείνωσαν την κατάσταση της υγείας της τον τελευταίο χρόνο. Ως εκ τούτου, τα μέλη του Ιατροσυμβουλίου κρίνουν ότι είναι μόνιμα ανίκανη για εργασία». Κατόπιν τούτων, περί τον Σεπτέμβριο 2007, το αρμόδιο τμήμα ενέκρινε δημόσιο βοήθημα υπέρ της Αιτήτριας.

 

Στα πλαίσια των απαραίτητων συναντήσεων της Αιτήτριας με λειτουργούς των υπηρεσιών κοινωνικής ευημερίας, η Αιτήτρια προσκόμισε περαιτέρω ιατρική βεβαίωση ημερ. 20.10.2008 από ιατρό του Παλαιού Νοσοκομείου Λάρνακας [Κ.48 του διοικητικού φακέλου που κατατέθηκε ως τεκμήριο 2 στη διαδικασία (ο εν λόγω διοικητικός φάκελος εφεξής θα αναφέρεται ως «Τεκμήριο 2»)], στην οποία αφού απαριθμούνται τα προβλήματα υγείας της Αιτήτριας, καταλήγει ότι «καθίσταται ως μόνιμα ανάπηρο άτομο». Στη σχετική έκθεσή των λειτουργών των υπηρεσιών κοινωνικής ευημερίας καταγράφονται τα ακόλουθα συμπεράσματα:

 

ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΣ:

Στις 10/11/2008 πραγματοποιήθηκε συνάντηση στο γραφείο με την κα Κχχχχχχχ. Σκοπός της συνάντησης ήταν η συζήτηση σχετικά με τα σοβαρά προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει. Υπάρχει σχετική ιατρική βεβαίωση στο κ48, βάσει της οποίας η αναφερόμενη παρουσιάζει το εκ γενετής σύνδρομο Turners, μετεγχειρητικό υποθυρεοειδισμό από το 1989, μικρού βαθμού ανεπάρκεια μιτροειδούς βαλβίδος, διαφραγματοκύλη, ευερέθιστο έντερο και οστεοπόρωση και καθίσταται ως μόνιμα ανάπηρο άτομο. Μετά από μελέτη του φακέλου, διαπίστωσα ότι στο κ45 υπάρχει γνωμάτευση του Ιατροσυμβουλίου ημερομηνίας 21/8/2007 και η οποία αναφέρει ότι η κα Κατερίνα είναι μόνιμα ανίκανη για εργασία. Παρόλ' αυτά δεν έγινε κάποια εισήγηση για παροχή αναπηρικού επιδόματος από τότε, ούτε εστάλη δεύτερη επιστολή ζητώντας διευκρίνιση κατά πόσο πρόκειται για αναπηρία. Τα προβλήματα υγείας της είναι εμφανή. Το σύνδρομο από το οποίο πάσχει από την ημέρα που γεννήθηκε, περιόρισε τη σωματική της ανάπτυξη, καθώς επίσης και όλα της τα λειτουργικά όργανα. Είναι 55 ετών και έχει τον σωματότυπο ενός 10χρονου. Η κατάσταση αυτή σε συνδυασμό με όλα τα παραπάνω προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει η αναφερόμενη προκαλεί μόνιμο σωματικό και ψυχολογικό περιορισμό και μειώνει ουσιωδώς τη δυνατότητα εκτέλεσης δραστηριοτήτων και λειτουργιών που θεωρούνται ως φυσιολογικές και απαραίτητες για την ποιότητα ζωής του κάθε ατόμου.

 

Σύμφωνα με τα πιο πάνω και βάσει του άρθρου 2 εισηγούμαι έγκριση αναπηρικού επιδόματος με αναδρομική ισχύ από 21/8/2007, ημερομηνία γνωμάτευσης του Ιατροσυμβουλίου κατά την οποία η αναφερόμενη κρίθηκε μόνιμα ανίκανη για εργασία (κ45).

         

ΕΠΟΠΤΗΣ:

Συμφωνώ κατ’ αρχή με τις απόψεις της ΚΛ. Όμως λόγω του ότι δεν πρόκειται για ξεκάθαρης μορφής αναπηρία ζητείται και η δική σας τοποθέτηση για τα περαιτέρω.

 

Β.Ε.Λ.Ε:

Εγκρίνεται η αναφερομένη ως ανάπηρο άτομο σύμφωνα με το άρθρο 2 του Νόμου Δ.Β. 95[1]2006 με αναδρομική ισχύ από τές 21/8/2007, ημερομηνία κατά την οποία εκρίθηκε από το Ιατροσυμβούλιο μόνιμα ανίκανη για εργασία σύμφωνα με την Έκθεση του κ.45. Πρόκειται για 54χρόνη η οποία σύμφωνα με την έκθεση του Ιατροσυμβουλίου κ.45 αλλά και την ιατρική βεβαίωση κ.48 υποφέρει από 4 ασθένειες η οποία σύμφωνα και με την περιγραφή της λειτουργού μειώνουν την όλη λειτουργικότητα της. Να σταλεί υπενθύμιση στο Κτηματολόγιο».

 

Κατόπιν των πιο πάνω, η Αιτήτρια έλαβε και το αναπηρικό επίδομα, μέχρι και τις 01.07.2013, που αποφασίστηκε αυτό να διακοπεί, όμως να συνεχίσει να λαμβάνει δημόσιο βοήθημα λόγω της ανικανότητάς της για εργασία βάσει του άρθρου 3(1) του περί Δημόσιων Βοηθημάτων Νόμων (Κ. 65 του Τεκμηρίου 2). Ακολούθως, περί τον Ιούνιο 2014 λόγω της αναχώρησης της Αιτήτριας για το εξωτερικό αποφασίστηκε η διακοπή του δημοσίου βοηθήματος από 01.07.2014. Σημειώνεται ότι το Τεκμήριο 2 περιέχει διάφορα έγγραφα, από τα οποία διαπιστώνεται ότι η αιτήτρια δεν διέθετε οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο ή εισόδημα ενώ διέμενε σε υποστατικό, το οποίο ενοικίαζε.

 

Περί τον Οκτώβριο 2015 η Αιτήτρια υπέβαλε αίτηση για παροχή Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος, στην οποία, ως αναφέρεται σε σχετική επιστολή των Καθ’ ων η αίτηση, έλαβε αρ. αίτησης ΕΕΕ 74144 και στην οποία η Αιτήτρια δήλωσε ότι είναι άτομο με αναπηρία. Σημειώνεται ότι η αίτηση της Αιτήτριας (ή αντίγραφό της) δεν επισυνάφθηκε στην Ένσταση των Καθ’ ων η αίτηση ούτε βρίσκεται στους διοικητικούς φακέλους, τους οποίους κατέθεσαν οι Καθ’ ων η αίτηση.

 

Στον διοικητικό φάκελο, ο οποίος αποτελείται από δύο υποφακέλους που κατατέθηκαν ως Τεκμήριο 1 στην ακροαματική διαδικασία, ανευρίσκονται βεβαιώσεις των ιατρών του νοσοκομείου Λάρνακας Ερ. 38, Ερ. 7 και Ερ. 8 του δεύτερου υποφακέλου, ο οποίος φέρει πρόθεμα «30» και τον αριθμό ταυτότητας της Αιτήτριας (εφεξής θα αναφέρεται ως Τεκμήριο 1.2), στις οποίες καταγράφονται τα ανωτέρω προβλήματα υγείας της Αιτήτριας καθώς και ότι είναι ανίκανη για εργασία (ιατρική βεβαίωση ιατρού του παλαιού νοσοκομείου Λάρνακας ημερομηνίας 13.04.2015 ερ. 38 του Τεκμηρίου 1.2).

 

Στις 16.11.2015, η Υπηρεσία Διαχείρισης Επιδομάτων Πρόνοιας παρέπεμψε την Αιτήτρια στο Τμήμα Κοινωνικής Ενσωμάτωσης Ατόμων με Αναπηρίες. Η αξιολόγηση της αναπηρίας της διενεργήθηκε από τριμελή Επιτροπή Αξιολόγησης η οποία αποτελούνταν από Ορθοπεδικό, Νευροχειρούργο και Παθολόγο στις 21.01.2016.

 

Κατά την αξιολόγηση πιστοποιήθηκε η αναπηρία της Αιτήτριας ως Μέτρια Κινητική και Μέτρια Άλλη Σωματική Αναπηρία με μόνιμη περίοδο ισχύος του ολοκληρωμένου πορίσματος Αξιολόγησης Αναπηρίας και άρα δεν κρίθηκε δικαιούχος σύμφωνα με τον ορισμό του δικαιούχου «ατόμου με αναπηρία» στον Περί Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος και γενικότερα περί Κοινωνικών Παροχών Νόμο του 2014 ως έχει τροποποιηθεί (εφεξής ο «Νόμος»).

 

Στις 19.04.2016 το Τμήμα Κοινωνικής Ενσωμάτωσης Ατόμων με Αναπηρίες έλαβε επιστολή ένστασης μαζί με νέα ιατρική βεβαίωση (ερ. 36-38 του Τεκμηρίου 1.2) και η Αιτήτρια αξιολογήθηκε στις 11.7.2016 από τριμελή επιτροπή αξιολόγησης η οποία αποτελούνταν από δύο παθολόγους και καρδιολόγο. Στην αξιολόγηση πιστοποιήθηκε η αναπηρία της Αιτήτριας ως Ήπια Κινητική κα Μέτρια Άλλη Σωματική Αναπηρία με Μόνιμη περίοδο ισχύος του Ολοκληρωμένου Πορίσματος Αξιολόγησης Αναπηρίας άρα και δεν κρίθηκε δικαιούχος σύμφωνα με τον ορισμό του δικαιούχου «ατόμου με αναπηρία» στο Νόμου.

 

Στις 05.02.2019 το Τμήμα Κοινωνικής Ενσωμάτωσης Ατόμων με Αναπηρίες παρέλαβε νέα παραπομπή από την Υπηρεσία Διαχείρισης Επιδομάτων Πρόνοιας. Η Αιτήτρια προσκόμισε αναφορά θεράποντος, ιατρική βεβαίωση και επιστολή της ίδιας που περιέγραφε την κατάσταση της υγείας της την συγκεκριμένη περίοδο. Η αξιολόγηση της αναπηρίας της διενεργήθηκε εκ νέου από τριμελή επιτροπή αξιολόγησης η οποία αποτελούνταν από δύο παθολόγους και έναν ογκολόγο στις 05.04.2019. Κατά την αξιολόγηση πιστοποιήθηκε η αναπηρία της ως Μέτρια Άλλη Σωματική Αναπηρία με Μόνιμη περίοδο ισχύος του Ολοκληρωμένου Πορίσματος Αξιολόγησης Αναπηρίας και ως εκ τούτου και πάλι δεν κρίθηκε δικαιούχος.

 

Στις 28.08.2019 υποβλήθηκε νέα επιστολή ένστασης και ιατρικά πιστοποιητικά από το θεράποντα γιατρό της ημερομηνίας 14.06.2019 και 27.08.2019, ιατρική έκθεση αναφορικά με την αίτηση για παροχή του Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος και ακτινογραφία. Στο ιατρικό πιστοποιητικό του θεράποντος ιατρού της ημερ. 27.08.2019, το οποίο αποτελεί ερ. 34 του δεύτερου υποφακέλου, ο οποίος φέρει πρόθεμα «50» και τον αριθμό ταυτότητας της Αιτήτριας (εφεξής θα αναφέρεται ως Τεκμήριο 1) καταγράφονται τα προβλήματα υγείας της Αιτήτριας και καταλήγει ότι η Αιτήτρια:

 

«κρίνεται ανάπηρη με κινητικές δυσκολίες καθώς και δυσχέρεια στην ανταπόκριση των καθημερινών της αναγκών.

 

Η ΑΣΘΕΝΗΣ ΕΙΝΑΙ ΜΟΝΙΜΑ ΑΝΑΠΗΡΗ.

 

Η αναπηρία της ασθενούς διαμέσου του χρόνου θα επιδεινώνεται και θα χειροτερεύει»

 

Η Αιτήτρια αξιολογήθηκε εκ νέου στις 02.10.2019 από τριμελή επιτροπή αξιολόγησης, η οποία αποτελούνταν από Παθολόγο, Ορθοπεδικό κα Καρδιολόγο όπου πιστοποιήθηκε η αναπηρία της Αιτήτριας ως Ήπια Κινητική κα Μέτρια Άλλη Σωματική Αναπηρία με Μόνιμη περίοδο ισχύος του Ολοκληρωμένου Πορίσματος Αξιολόγησης Αναπηρίας κα ως εκ τούτου κα πάλι δεν κρίθηκε δικαιούχος σύμφωνα με τον ορισμό του δικαιούχου «ατόμου με αναπηρία» στον Νόμο.

 

Με επιστολή ημερομηνίας 29.10.2019 η Αιτήτρια ενημερώθηκε για την απόφαση απόρριψης της αίτησής της. Στην εν λόγω απόφαση η οποία έφερε τίτλο «Απόφαση για Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα με βάση το Άρθρο 2 του Περί Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος και Γενικότερα Περί Κοινωνικών Παροχών Νόμων του 2014 έως 2018-Αρ. αίτησης ΕΕΕ 74144», αναφερόταν μεταξύ άλλων η «απόρριψη της αίτησης για ΕΕΕ-αναπηρικό επίδομα» πληροφορώντας την αιτήτρια ότι μετά την ολοκλήρωση της αξιολόγησης της δεν πιστοποιείται ως ανάπηρη όπως ο ορισμός αυτός καθορίζεται στον Νόμο.

 

Η παρούσα προσφυγή στρέφεται εναντίον της ως άνω απόφασης, η οποία κοινοποιήθηκε στην Αιτήτρια με την επιστολή ημερομηνίας 29.10.2019.

 

Η Αιτήτρια μέσω της αγόρευσης των ευπαιδεύτων συνηγόρων της βάλλει κατά της επίδικης απόφασης θεωρώντας ότι είναι αναιτιολόγητη, προϊόν πλημμελούς έρευνας, ότι παραβιάζει τις αρχές της ισότητας-μη διάκρισης, χρηστής διοίκησης, δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, καλής πίστης, φυσικής δικαιοσύνης αλλά και ότι παραβιάζει τις πρόνοιες του Νόμου και δη των άρθρων 2-3 αυτού.

 

Προδικαστικές ενστάσεις δεν εγείρονται με την ένσταση της ευπαίδευτης συνηγόρου των Καθ’ ων η αίτηση, η οποία, υπεραμύνεται της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Έχοντας μελετήσει το σύνολο των ισχυρισμών και λαμβάνοντας υπόψη τα γεγονότα, ως προκύπτουν από τους διοικητικούς φακέλους (πλείστα ουσιώδη ειρημένα ανωτέρω), θεωρώ ότι ο ισχυρισμός της Αιτήτριας περί το αναιτιολόγητο της προσβαλλόμενης απόφασης ευσταθεί.

 

Από τα έγγραφα, στα οποία παρέπεμψα ανωτέρω στα γεγονότα, διαπιστώνω την απουσία δέουσας αιτιολογίας ώστε να είναι κατανοητό για ποιον λόγο η Αιτήτρια, παρά τις περί του αντιθέτου διαχρονικές γνωματεύσεις τόσο των (ιδιωτών όσο και υπηρετούντων σε δημόσια νοσηλευτήρια) θεραπόντων ιατρών της όσο και της ίδιας της Διοίκησης (τουλάχιστον στο παρελθόν), δεν θεωρείται δικαιούχος του επίδικου βοηθήματος. Δεν αιτιολογείται λοιπόν καταρχάς η πιο πάνω κρίση σε αντιπαραβολή με τις γνωματεύσεις των θεραπόντων ιατρών της Αιτήτριας, οι οποίοι την χαρακτήρισαν όχι μόνο στο απώτερο παρελθόν αλλά τόσο πριν όσο και μετά την υπό κρίση αίτησή της, ως ανίκανο προς εργασία[1] και μόνιμα ανάπηρο άτομο[2].

 

Αν και δεν αγνοώ ότι η Αιτήτρια είχε χαρακτηριστεί από τη διοίκηση ως ανάπηρο πρόσωπο στη βάση του άρθρου 2 του περί Δημόσιων Βοηθημάτων Νόμου του 2006 (Ν. 95(I)/2006), λόγω των ιατρικών γνωματεύσεων περί της μόνιμης ανικανότητάς της προς εργασία, ενώ πλέον αξιολογείται στα πλαίσια του Νόμου, εντούτοις, ακόμα και ενόψει των διαφορετικών ορισμών της αναπηρίας στα πλαίσια των δύο νόμων, από τα έγγραφα που παρουσιάστηκαν ενώπιόν μου είναι αδύνατον να διαπιστώσω για ποιον λόγο οι Καθ’ ων η αίτηση καταλήγουν στην επίδικη απόφασή τους. Αυτό διότι δεν αιτιολογείται πώς, μια χαρακτηριζόμενη ως διαρκώς επιδεινούμενη πάθηση[3], η οποία σε συνδυασμό με τις λοιπές παθήσεις της Αιτήτριας, οδήγησε στο παρελθόν και την ίδια τη Διοίκηση στον χαρακτηρισμό της Αιτήτριας ως μόνιμα ανίκανης προς εργασία[4] και μόνιμα ανάπηρης[5], χαρακτηρισμοί, κατά την άποψή μου ιδιαίτερα απόλυτοι λόγω της χρήσης του επιρρήματος «μόνιμα», και οι οποίοι θα ενέτασσαν την Αιτήτρια σε δικαιούχο δυνάμει των ορισμών του αναπήρου ατόμου βάσει και των δύο πιο πάνω νόμων, βρέθηκε έτη μετά να χαρακτηρίζεται ως ήπια προς μέτρια ανάπηρη και μη δικαιούχος των επίδικων βοηθημάτων.

 

Στην απόφαση Κουρσάρος v. Aρχής Λιμένων Κύπρου (1999) 3 ΑΑΔ 345, όπου σχολιάζεται η μεταστροφή στάσης της Διοίκησης με αναφορά στο καθήκον της για ειδική αιτιολόγηση της στάσης αυτής, αναφέρθηκε:

 

«Στην παρούσα υπόθεση το Συμβούλιο της Αρχής έχει εκδώσει δύο αποφάσεις σε σχέση με τη γενική εντύπωση από την προφορική εξέταση.  Με την πρώτη απόφαση, η οποία λήφθηκε από την Ολομέλεια του Συμβουλίου της Αρχής, η απόδοση των δύο υποψηφίων κρίθηκε "ως πολύ καλή". Με τη δεύτερη απόφαση, η οποία λήφθηκε από την πλειοψηφία του Συμβουλίου, το Ε.Μ. κρίθηκε ότι υπερέχει του εφεσείοντα. Επομένως η δεύτερη απόφαση αποτελεί απόφαση αντίθετη προς παλαιότερη του ιδίου οργάνου. Σε τέτοια περίπτωση το Συμβούλιο της Αρχής έπρεπε να αιτιολογήσει την απόκλιση του από την προηγούμενη απόφαση (Βλ. Δαγτόγλου, πιο πάνω, παραγ. 642: "Πράξεις αντίθετες προς προηγούμενες πράξεις του ιδίου οργάνου είναι αιτιολογητέες εκ φύσεως. Η διοίκηση μπορεί κατ' αρχήν να μεταβάλλει τις απόψεις και την τακτική της, αλλά οφείλει να αιτιολογήσει την αλλαγή της πορείας της")».

 

Σχετική είναι και η Απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Αναθ. Έφεση Αρ. 148/2007 Ηροδότου ν. Δημοκρατίας (2010) 3 ΑΑΔ 220, όπου αποδοκιμάστηκε η αναιτιολόγητη αλλαγή στάσης της διοίκησης ως προς τον χαρακτηρισμό του εκεί αιτητή ως ανίκανου προς εργασία[6]. Η πληρότητα αιτιολογίας κάθε απόφασης της Διοίκησης κρίνεται αναλόγως των δικών της δεδομένων και στην παρούσα περίπτωση με τα ως άνω δεδομένα και ιδίως την προηγούμενη στάση της Διοίκησης και χαρακτηρισμούς της αναφορικά με την κατάσταση υγείας αλλά και την ικανότητά προς εργασία της Αιτήτριας καθώς και  τις περί του αντιθέτου διαχρονικές γνωματεύσεις των θεραπόντων ιατρών της Αιτήτριας, δεν έχω αμφιβολία ότι η Διοίκηση αστόχησε να ενδύσει τη συγκεκριμένη απόφασή της με την απαραίτητη αιτιολογία.

 

Πέραν των ανωτέρω, το Ολοκληρωμένο Πόρισμα Αξιολόγησης Αναπηρίας και η Γνωμάτευση της Επιτροπής Αξιολόγησης Αναπηρίας ημερομηνίας 02.10.2019 (Ερ. 45 και 48 του Τεκμηρίου 1), που προηγήθηκαν της προσβαλλόμενης (και επί των οποίων αυτή στηρίχθηκε και παραπέμπει), είναι και αυτά αναιτιολόγητα.

 

Ενδεικτικά αναφέρω ότι η Γνωμάτευση της Επιτροπής Αξιολόγησης Αναπηρίας, η οποία δεν αποτελεί μια συνήθη ιατρική γνωμάτευση αλλά τυποποιημένο έντυπο όπου απαριθμούνται 19 περιπτώσεις και η Επιτροπή κυκλώνει κατά πόσο ο αξιολογούμενος εμπίπτει ή όχι σε αυτές, τα συμπεράσματα της Επιτροπής δεν μπορούν να οδηγήσουν σε ασφαλές συμπέρασμα περί της κρίσης της Επιτροπής επί της κατάστασης αναπηρίας της Αιτήτριας. Στο σημείο 13 (Σχέδιο Παροχής Τεχνικών Μέσων με Δανεισμό) η Αιτήτρια χαρακτηρίζεται ως «Άτομο με σοβαρές κινητικές, αισθητηριακές ή άλλες αναπηρίες» ενώ στο σημείο 17 (Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα-αναπηρικό επίδομα) η Αιτήτρια δεν πιστοποιείται ως πρόσωπο με «σοβαρή ή ολική αναπηρία». Από τον φάκελο δεν προκύπτει ποιο είναι το κριτήριο του Σχεδίου Παροχής Τεχνικών Μέσων με Δανεισμό για να χαρακτηριστεί κάποιο άτομο ως  έχον «σοβαρές κινητικές, αισθητηριακές ή άλλες αναπηρίες» συνεπώς οι ως άνω δύο χαρακτηρισμοί είναι εμφανώς αντιφατικοί εφόσον με τον ένα η Αιτήτρια, ελλείψει σχετικού ορισμού και κατά την γραμματική ερμηνεία του, χαρακτηρίζεται ουσιαστικά ως σοβαρά ανάπηρη ενώ με τον άλλον όχι.

 

Από την άλλη μεριά στο Ολοκληρωμένο Πόρισμα Αξιολόγησης Αναπηρίας η  αξιολόγηση της αναπηρίας, γίνεται με μία απλή σημείωση σε κουτιά, η οποία κατανέμεται αόριστα και χωρίς αιτιολογία για την κατάληξη της ως ήπιας, μέτριας, σοβαρής ή ολικής. Στην απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου στην Προσφυγή Αρ. 1859/19 Α.Σ ως μητέρα και φυσική κηδεμόνας του ανήλικου Ν.ΧΡ ν. Δημοκρατίας, μέσω του Υπουργείου Εργασίας, Προνοίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων ημερομηνίας 20.09.2022, όπου μεταξύ άλλων ελλείψεων, υπήρχαν ελλείψεις ως στην παρούσα, αναφέρθηκε:

 

«Η ίδια αοριστία και συσκότιση, παρατηρείται και στην έκθεση του Ολοκληρωμένου Πορίσματος Αξιολόγησης Αναπηρίας. Αντιθέτως, αυτό δεν συνιστά πόρισμα. Πουθενά δεν φαίνονται οι απόψεις, αλλά και εισηγήσεις των ειδικών που προέβησαν σε εξέταση του αιτητή, ούτε και προκύπτει να έγινε εξέταση των ιατρικών πιστοποιητικών που ο ίδιος προσκόμισε, ή αντίκρουσή τους.

 

Η «πιστοποίηση» της όποιας αναπηρίας, γίνεται με μία απλή σημείωση σε «κουτάκια», η οποία κατανέμεται αόριστα και χωρίς καμία περαιτέρω αιτιολογία για την όποια κατάληξη και απόδοσή της ως ήπια, μέτρια, σοβαρή ή ολική.

 

Ομοίως αόριστη και ελαττωματική, παρουσιάζεται και η διαδικασία επαναξιολόγησης του προσώπου που υποβάλλει ένσταση.

 

Δεν έχει υποδειχθεί προς το Δικαστήριο η διαδικασία που ακολουθείται και που ακολουθήθηκε στην προκείμενη περίπτωση, προκειμένου να διαπιστώσει η Επιτροπή Αξιολόγησης το κατά πόσον ο αιτητής ήταν ή όχι δικαιούχος λήψης της παροχής του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος και του επιδόματος αναπηρίας».

 

Συμφωνώ με τα ανωτέρω ευρήματα, τα οποία υιοθετούνται και στην παρούσα. Σχετικές επίσης είναι και οι πρόσφατες αποφάσεις του Διοικητικού Δικαστηρίου στην Προσφυγή Αρ.1625/17 Η.Ι ανήλικος δια των γονέων και φυσικών κηδεμόνων του Ν.Ι και Ε.Ο v Δημοκρατίας ημερομηνίας 25.05.2023 και στην Προσφυγή Αρ. 568/2019 Χ.Μ, ανηλίκου μέσω της μητέρας του Χ.Χ, ασκώσα τη γονική μέριμνα ν. Δημοκρατίας, μέσω του Υπουργείου Εργασίας, Προνοίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και/ή Υπηρεσίας Διαχείρισης Επιδομάτων Προνοίας, ημερ. 17.10.2023,  στις οποίες υπήρξαν παρόμοια ευρήματα ως προς τον αναιτιολόγητο τρόπο σύνταξης του πορίσματος.

 

Η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται.

 

Επιδικάζονται 1.800 ευρώ έξοδα πλέον Φ.Π.Α. υπέρ της Αιτήτριας και εναντίον των Καθ΄ων η αίτηση.

 

Φ. Καμένος, ΔΔΔ

 



[1] Βλ. ιατρική βεβαίωση ιατρού παλαιού νοσοκομείου Λάρνακας ημερ. 13.04.2015/ερ. 38 του Τεκμηρίου 1.2

[2] Βλ. ιατρικό πιστοποιητικό ιδιώτη θεράποντος ιατρού ημερ. 27.08.2019/ερ. 34 του Τεκμηρίου 1

[3] Ως ανωτέρω

[4]  Βλ. Γνωμάτευση Τριμελούς Ιατροσυμβουλίου Νοσοκομείου Λάρνακας ημερ. 21.08.2007.

[5]  Βλ. Έκθεσή Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας (Κ49 Τεκμηρίου 2) και  ιατρική βεβαίωση ημερ. 20.10.2008 από ιατρό του Παλαιού Νοσοκομείου Λάρνακας (Κ.48 Τεκμηρίου 2).

[6] Εκεί αναφέρθηκαν μεταξύ άλλων:

 

 «Ανεξάρτητα όμως τούτου, και την πρώτη φορά που εξετάστηκε από το Ιατρικό Συμβούλιο και κρίθηκε ανίκανος για την άσκηση της εργασίας του οικοδόμου, ο εφεσείων εργαζόταν στην οικογενειακή επιχείρηση του εκτελώντας εργασία βάσει των δυνατοτήτων του. Τι μεσολάβησε από την πρώτη εξέταση του εφεσείοντα μέχρι την επανεξέταση του που η κατάσταση της υγείας του να έχει βελτιωθεί σε τέτοιο βαθμό ώστε από ανίκανος προς εκτέλεση του επαγγέλματος του οικοδόμου να κριθεί ικανός; Παραμένει άγνωστο. Η μονολεκτική αρνητική απάντηση στο ερώτημα «Είναι ο αιτητής σήμερα ανίκανος για την άσκηση του επαγγέλματος του;», έστω και με την λακωνική διευκρίνιση, στην απουσία καθορισμού ποσοστού ανικανότητας του εφεσείοντα και λεπτομερούς αιτιολογημένου πορίσματος και διάγνωσης, κάθε άλλο παρά επαρκής αιτιολογία μπορεί να κριθεί.

 

Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω ο πέμπτος λόγος έφεσης επιτυγχάνει».

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο