ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

Υπόθεση αρ. 1850/2018

31 Ιανουαρίου, 2024

[Α. ΖΕΡΒΟΥ, Δ.Δ.Δ.]

Αναφορικά με τα Άρθρα 9, 28, 29, 35 και 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

Κ. Δ.

Αιτητής,

ΚΑΙ

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1.

ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ

2.

ΠΡΟΙΣΤΑΜΕΝΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΕΠΙΔΟΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΙΑΣ

Καθ’ ων η αίτηση.

------------

 

Μ. Μαλάη (κα), για Ανδρέας. Σ. Αγγελίδης δ.ε.π.ε., για αιτητή.

Μ. Καλογήρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για καθ’ ων η αίτηση.

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Α. ΖΕΡΒΟΥ, Δ.Δ.Δ.:   Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής αιτείται τις ακόλουθες θεραπείες:

 

«Α. Διαταγή και/ή απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία να κηρύσσεται άκυρη, παράνομη και χωρίς νομικό αποτέλεσμα η απόφαση της καθ’ ης η αίτηση που στάληκε στον Αιτητή με επιστολή ημερομηνίας 12.11.2018 (Παράρτημα Α) και με την οποία απέρριψε την ένσταση του που υπέβαλε κατά της απόφασης της Υπηρεσίας Διαχείρισης Επιδομάτων Πρόνοιας που αφορά στην απόρριψη της αίτησής του και/ή τον τερματισμό παροχής ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος.

 

Β. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση της καθ' ης η αίτηση αρ. 2 η οποία στάληκε στον Αιτητή με επιστολή ημερομηνίας 12.10.2018 (Παράρτημα Β) και με την οποία ζήτησε από τον Αιτητή όπως «επιστρέψει» το χρηματικό ποσό (€16.476,84) που του καταβλήθηκε ως ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα και έκτακτα επιδόματα για την περίοδο από το Μάιο του 2015 μέχρι και τον Απρίλιο του 2018 γιατί θεώρησε η καθ’ ης η αίτηση 2 αυθαίρετα ότι, ο Αιτητής παράλειψε να αποκαλύψει ότι συζεί δήθεν, με την αρραβωνιαστικιά του είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.

 

Γ. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η παράλειψη της καθ’ ης η αίτηση αρ. 1 να εξετάσει την ένσταση που υπέβαλε ο Αιτητής μέσω των Δικηγόρων του στις 7.11.2018 (Παράρτημα Γ) εναντίον της απόφασης της καθ’ ης η αίτηση αρ. 2 ημερομηνίας 12.10.2018 να απαιτήσει από τον Αιτητή την επιστροφή του χρηματικού ποσού του συνολικού ύψους €16.476,84 ως πιο πάνω που του καταβλήθηκε για την περίοδο Μάιο του 2015 μέχρι τον Απρίλιο του 2018 είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος και πως ότι παραλείφθηκε να διαταχθεί να γίνει.».

 

Ο αιτητής, γεννηθείς το 1985, υπέβαλε στις 16.03.2015 στην Υπηρεσία Διαχείρισης Επιδομάτων Πρόνοιας (Υ.Δ.Ε.Π.) αίτηση για παροχή ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος (Ε.Ε.Ε.) συμφώνως των προνοιών του Ν.109(Ι)/2014[1], δηλώνοντας, για ότι εδώ ενδιαφέρει, άγαμος και ότι διαμένει με τους γονείς του σε συγκεκριμένη διεύθυνση στη Λάρνακα.

 

Με επιστολή ημερομηνίας 22.07.2015 η Προϊσταμένη της Υ.Δ.Ε.Π. (εφεξής η «Προϊσταμένη»), πληροφόρησε τον αιτητή ότι έχει εγκριθεί η παροχή σε αυτόν Ε.Ε.Ε. από την 01.07.2015.  Με την ίδια επιστολή ο αιτητής ενημερώθηκε για την υποχρέωσή του, συμφώνως του άρθρου 26 του Ν.109(Ι)/2014, να ενημερώσει την Προϊσταμένη, σε προκαθορισμένο για το σκοπό αυτό έντυπο, για τυχόν διαφοροποιήσεις στα στοιχεία που είχε δηλώσει με την αίτησή του, εντός προθεσμίας 15 ημερών από την ημερομηνία που επήλθε η διαφοροποίηση.  Ο αιτητής έλαβε Ε.Ε.Ε. για την περίοδο 05/2015 -4/2018, συνολικού ύψους €16.476,84.

 

Όπως προκύπτει από μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, ημερομηνίας 30.03.2018, το οποίο εντοπίζεται στον διοικητικό φάκελο (Τεκμήριο 1, Ερ. 80), οι καθ’ ων η αίτηση δέχτηκαν καταγγελία ότι ο αιτητής είναι αρραβωνιασμένος με την Μ.Α., με την οποία συζεί και η οποία εργάζεται, γεγονός το οποίο παρέλειψε να δηλώσει ώστε να συνεχίσει να λαμβάνει Ε.Ε.Ε.. Με επιστολή της Προϊσταμένης, ημερομηνίας 04.04.2018, ζητήθηκε από τον αιτητή η υποβολή πρόσθετων στοιχείων, τόσο για τον ίδιο όσο και για την Μ.Α., σε σχέση με την εργασία, τα εισοδήματα, των αρραβώνα και τη διαμονή τους.  Την 19.04.2018 ο αιτητής υπέβαλε τα ζητηθέντα στοιχεία, μεταξύ αυτών δημοσίευση υπόσχεσης γάμου στην εφημερίδα Η Μάχη, ημερομηνίας 26.02.2017, καθώς και ιατρική βεβαίωση ημερομηνίας 11.04.2018 ότι η Μ.Α. είναι έγκυος και η πιθανή ημερομηνία τοκετού είναι η 05.08.2018. 

 

Στη βάση των προσκομισθέντων στοιχείων η Προϊσταμένη αποφάσισε τον τερματισμό της παροχής Ε.Ε.Ε. στον αιτητή.  Η απόφαση του κοινοποιήθηκε με επιστολή ημερομηνίας 25.04.2018, στην οποία αναφέρεται ότι «[…] η παροχή ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος τερματίζεται λόγω απόκρυψης πληροφοριών που αφορούσαν την οικογενειακή σας κατάσταση και την διαμονή σας.  Σύμφωνα με τα στοιχεία που λήφθηκαν στην ΥΔΕΠ συμβιώνατε με την κ. Μ.Α. στην πιο πάνω διεύθυνση από το Μάρτιο του 2017» (ο τονισμός είναι του Δικαστηρίου).

 

Εναντίον της εν λόγω απόφασης ο αιτητής, με επιστολή του ημερομηνίας 10.05.2018, υπέβαλε ένσταση στην Υπουργό Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων (εφεξής η «Υπουργός»), συμφώνως των προνοιών του άρθρου 32 του Ν.109(Ι)/2014.  Με την επιστολή του ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι έχει προσκομίσει όλα τα στοιχεία που του ζητήθηκαν και αναγνώρισε ότι διαμένει με την αρραβωνιαστικιά του σε νέα διεύθυνση, πλην όμως, ως ανέφερε, αντιμετωπίζει συγκεκριμένα προβλήματα υγείας για τα οποία απαιτείται να ακολουθεί ειδική διατροφή και ο ίδιος δεν έχει εισοδήματα, ενώ τα εισοδήματα της αρραβωνιαστικιάς του δεν επαρκούν.

 

Σε σχετικό σημείωμα, ημερομηνίας 08.06.2018, το οποίο επισυνάπτεται στην Ένσταση ως Παράρτημα 10 και στο οποίο αναγράφεται χειρόγραφη σημείωση ότι απεστάλη με φαξ στην Υπουργό, ο Λειτουργός Χ.Δ., αναφερόμενος στην ένσταση του αιτητή, κατέγραψε, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα (η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου):

«Μετά από σχετική διερεύνηση διαπιστώθηκε ότι ο αιτητής είναι αρραβωνιασμένος με την κ. Μ.Α. από 02/6/2010Επισυνάπτεται η δημοσίευση του αρραβώνα στην Εφημερίδα καθώς και οι ασφαλιστικοί λογαριασμοί της Συμβίας, η οποία την περίοδο που ο αιτητής λάμβανε Επίδομα από μόνος του ήταν πλήρως εργαζόμενη με μισθούς περί τα €850.

Με βάση τα στοιχεία που είχαμε ενώπιον μας ο αιτητής σκόπιμα απέκρυψε πληροφορίες από την ΥΔΕΠ προκειμένου να εξασφαλίζει το Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα.

Πέραν του τερματισμού έχει αρχίσει η διαδικασία ανάκτησης όλου του ποσού που έλαβε».

 

Ακολούθως, πριν την εξέταση της ένστασης από την Υπουργό, η Προϊσταμένη απέστειλε στον αιτητή δεύτερη επιστολή, ημερομηνίας 12.10.2018, πληροφορώντας τον ότι, συνεπεία της διαπίστωσης ότι συμβιώνει χωρίς να το έχει δηλώσει, οφείλει, βάσει των άρθρων 28 και 29 του Νόμου 109(Ι)/2014, να επιστρέψει εντός προθεσμίας 60 ημερών από τη λήψη της επιστολής, το ποσό των €16.476,84, το οποίο έλαβε από τον Μάιο του 2015 μέχρι και τον Απρίλιο του 2018.

 

Σύμφωνα με το Παράρτημα 12 της Ένστασης, προς το σκοπό αξιολόγησης της ένστασης του αιτητή και λήψης απόφασης από την Υπουργό, ετοιμάστηκε στις 25.10.2018 σχετική Έκθεση Γεγονότων από τον λειτουργό Α.Α., με το ακόλουθο συγκεκριμένα περιεχόμενο (η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου – παραλείπονται, ως αχρείαστες για τους σκοπούς της παρούσας, οι αναφορές στα συγκεκριμένα προβλήματα υγείας που ο αιτητής δήλωσε ότι αντιμετωπίζει):

 

«Λόγος απόρριψης αίτησης ΕΕΕ: Ο αναφερόμενος, σύμφωνα με τα στοιχεία της καταχώρησης είναι ηλικίας 33 ετών, είναι άγαμος και μονήρης. Μετά από καταγγελία η ΥΔΕΠ απέρριψε την αίτηση του κου […] και τον ενημέρωσε μέσω επιστολής, ημερομηνίας 25/04/2018, (ερ. 13, 10, 9) λόγω απόκρυψης πληροφοριών εν σχέση με την οικογενειακή του κατάσταση και τη διεύθυνση διαμονής του αφού σύμφωνα με την έρευνα που έγινε και τα στοιχεία που λήφθηκαν στην ΥΔΕΠ συμβίωνε με την κα […] στην διεύθυνση […] και όχι στην […] αντί της δηλωθείσας σύμφωνα με τα στοιχεία της αίτησης του (ερ 13, 5). Επιπρόσθετα και εν συνεχεία σημειώνεται ότι αποστάλει προς τον αναφερόμενο επιστολή από την ΥΔΕΠ για ανάκτηση ποσού που αφορά Ε.Ε.Ε., με ημερομηνία 12/10/2018, ύψους €16.476,84 (ερ. 12, 11). Θα πρέπει να αναφερθεί ότι με βάση τη δημοσίευση της υπόσχεσης γάμου του, στην εφημερίδα Η ΜΑΧΗ, ημερομηνίας 26/02/2017, οι παραβιάσεις των διατάξεων της σχετικής Νομοθεσίας ισχύουν από τον Μάρτιο 2017, σύμφωνα με απόφαση της ΠΥΔΕΠ, ως και η ημερομηνία έναρξης για το ανακτηθέν ποσό (ερ. 8).

 

Ισχυρισμοί αιτητή: Ο αναφερόμενος στην επιστολή του, με ημερομηνία παραλαβής 10/05/2018 (ερ. 6), αναφέρει ότι έχει προσκομίσει όλα τα στοιχεία που του ζητήθηκαν μετά την απόρριψη. […] Αναφέρει επιπλέον ότι είναι άνεργος εδώ και χρόνια και δεν έχει εισοδήματα εκτός από αυτά που λαμβάνει η αρραβωνιαστικιά του από την εργασία της ως μισθωτή.

Κατά πόσο οι ισχυρισμοί ευσταθούν: Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που υπήρχαν στο φάκελο της αίτησης του κου […] και του φακέλου της αίτησης της ΥΔΕΠ (ερ. 23) διαφάνηκε ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο που έλαβε απόφαση για απόρριψη της αίτησης του η ΠΥΔΕΠ όντως δεν είχε ενημερώσει για τα σχετικά. Επιπρόσθετα δεν επισυνάπτει οποιοδήποτε στοιχείο το οποίο να διαφοροποιεί την ουσία της παρούσας.

Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι η μη γνώση των προνοιών της Νομοθεσίας από δικαιούχους/αιτητές ΕΕΕ δεν μπορεί να γίνεται αποδεκτή ως αιτιολογία κατά την ιεραρχική εξέταση των αποφάσεων που λαμβάνει η ΥΔΕΠ. Επιπρόσθετα αναφέρεται ότι σύμφωνα με το άρθρο 31 της σχετικής Νομοθεσίας οποιοδήποτε πρόσωπο κατά την παροχή οποιωνδήποτε πληροφοριών ή/και στοιχείων ή/και εγγράφων που απαιτούνται για τους σκοπούς της νομοθεσίας-(i) προβαίνει σε οποιαδήποτε δήλωση που γνωρίζει ότι είναι ψευδής ή/και αναληθής σε σχέση με οποιοδήποτε στοιχείο· ή/και (ii) απερίσκεπτα προβαίνει σε δήλωση που είναι αναληθής σε σχέση με οποιοδήποτε στοιχείο· ή/και (iii) αποκρύπτει οποιαδήποτε πληροφορία ή/και στοιχείο ή/και έγγραφο που απαιτείται για σκοπούς της νομοθεσίας· ή/και (ίν) επιτρέπει την παρουσίαση ή/και παροχή πληροφοριών ή/και στοιχείων ή/και εγγράφων που απαιτούνται για σκοπούς της νομοθεσίας τα οποία είναι ψευδή ή/και αναληθή σε οποιοδήποτε στοιχείο διαπράττει ποινικό αδίκημα και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δύο (2) χρόνια ή/και σε πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις είκοσι χιλιάδες ευρώ (€20,000) ή και στις δύο αυτές ποινές.

Εισήγηση: Βάσει των ανωτέρω συνάγεται το συμπέρασμα ότι η απόρριψη της αίτησης του ενισταμένου από την ΠΥΔΕΠ, που έλαβε χώρα την 25/04/2018, ήταν ορθή και υποβάλλεται εισήγηση για απόρριψη της ένστασης του.».

Η Υπουργός υιοθέτησε την εισήγηση και στις 29.10.2018 αποφάσισε την απόρριψη της ένστασης.  Η απόφαση κοινοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή, ημερομηνίας 12.11.2018.

 

Ο δικηγόρος του αιτητή, με επιστολή ημερομηνίας 07.11.2019, αιτήθηκε από την Υπουργό την ανάκληση της απόφασης ημερομηνίας 12.10.2018.

 

Με απαντητική επιστολή ημερομηνίας 26.11.2018, ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών πληροφόρησε τον δικηγόρο του αιτητή ότι η ένσταση εξετάστηκε και απορρίφθηκε για τους λόγους που αναφέρονται στην προς τον αιτητή επιστολή ημερομηνίας 12.11.2018.

 

Ο αιτητής καταχώρισε στις 10.12.2018 την παρούσα προσφυγή και διατείνεται, καταρχάς, ότι τόσο η απόφαση για τερματισμό του Ε.Ε.Ε., όσο και η απόφαση της Υπουργού να απορρίψει την ένστασή του, πάσχουν λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας και επαρκούς αιτιολογίας, πλάνης περί το νόμο και τα πράγματα, παραβίασης του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης και παραβίασης των αρχών της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης.  Επιπρόσθετα, ο αιτητής προωθεί ως λόγο ακύρωσης της απόφασης της Υπουργού να απορρίψει την ένστασή του τον ισχυρισμό ότι, αντί να ασκήσει η ίδια η Υπουργός σχετική έρευνα για να αποφανθεί επί της ένστασης, εντούτοις η έρευνα, ανεπίτρεπτα κατά την εισήγηση, διενεργήθηκε από έναν λειτουργό, χωρίς ωστόσο να έχει παρουσιαστεί σχετική προς τούτο εξουσιοδότηση της Υπουργού.  Ως προς την απόφαση ημερομηνίας 12.10.2018, ο αιτητής υποβάλλει ότι, δοθέντος πως η μεταβολή των προσωπικών του περιστάσεων επήλθε το 2017, οι καθ’ ων η αίτηση παρανόμως απαίτησαν την επιστροφή του συνολικού ποσού που αυτός έλαβε ως Ε.Ε.Ε. από τον Μάιο του 2015.  Τέλος, ο αιτητής διατείνεται ότι η Υπουργός, παρά τις υποδειχθείσες παρατυπίες της Υ.Δ.Ε.Π. ως προς την απαίτηση για ανάκτηση του Ε.Ε.Ε. που καταβλήθηκε στον αιτητή, εντούτοις  παρέλειψε να εξετάσει το αίτημα αναθεώρησης της απόφασης, το οποίο υποβλήθηκε με την επιστολή του δικηγόρου του ημερομηνίας 07.11.2018.

 

Οι καθ’ ων η αίτηση απορρίπτουν τους λόγους ακύρωσης και αντιτείνουν ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις έχουν ληφθεί ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις διατάξεις της σχετικής νομοθεσίας, κατόπιν δέουσας έρευνας και ορθής ενάσκησης των εξουσιών τους και αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης, είναι δε επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένες.

 

Έχω μελετήσει με προσοχή τις εκατέρωθεν θέσεις και ισχυρισμούς, βάσει των προνοιών της ισχύουσας νομοθεσίας και των στοιχείων του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης και καταλήγω στα ακόλουθα:

 

Αξιολογώντας καταρχάς την απόφαση της Προϊσταμένης, ημερομηνίας 25.04.2018, να τερματίσει την παροχή Ε.Ε.Ε. στον αιτητή, διαπιστώνω ότι η απόφαση περιορίζεται στην καταγραφή του πραγματικού γεγονότος το οποίο λήφθηκε υπόψη, ήτοι τη μη αποκάλυψη εκ μέρους του αιτητή της συμβίωσής του με την Μ.Α. από τον Μάρτιο του 2017, πλην όμως στην απόφαση δεν καταγράφεται ποια συγκεκριμένα είναι η νομική βάση της απόφασης για τερματισμό της παροχής.

 

Επισημαίνεται ότι η αιτιολογία μίας διοικητικής πράξεως συνίσταται στην έκθεση τόσο των πραγματικών όσο και των νομικών λόγων, που οδήγησαν τη διοίκηση στην απόφαση της, καθώς και στην παράθεση των κριτηρίων βάσει των οποίων άσκησε η διοίκηση τη διακριτική της ευχέρεια, με την ανάγκη της αιτιολογίας των ατομικών διοικητικών πράξεων να απορρέει από την έννοια του κράτους δικαίου.  Αιτιολογία που δεν παρέχει στον δικαστή τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για την διακρίβωση της νομιμότητας της διοικητικής πράξης ή είναι τόσο αόριστη και ασαφής ώστε να καθιστά ανέφικτο τον δικαστικό έλεγχο, δεν είναι νόμιμη και οδηγεί στην ακύρωση της πράξης.  Τότε μόνον είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη η διοικητική πράξη όταν παρέχεται στον ακυρωτικό δικαστή η δυνατότητα να αντιληφθεί επί τη βάσει ποιων στοιχείων κατέληξε η Διοίκηση στο συμπέρασμα που έγινε δεκτό (Φράγκου ν Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270).

 

Εν προκειμένω, είναι μεν παραδεκτό από τον αιτητή ότι το 2017 επήλθε μεταβολή των στοιχείων που αναφέρθηκαν στην αίτησή του, μεταβολή την οποία πράγματι παρέλειψε να γνωστοποιήσει, πλην όμως οι καθ’ ων η αίτηση δεν έχουν υποδείξει γιατί η εν λόγω μεταβολή, δίχως άλλο, δεν τον καθιστούσε πλέον δικαιούχο για παροχή Ε.Ε.Ε. συμφώνως της ισχύουσας νομοθεσίας. 

 

Δεν παραγνωρίζω ότι, συμφώνως του άρθρου 12 του Ν.109(Ι)/2014, το εισόδημα που λαμβάνεται υπόψη για να κριθεί κατά πόσον ένα πρόσωπο καθίσταται, βάσει του άρθρου 5(3) του Νόμου, δικαιούχος για Ε.Ε.Ε., περιλαμβάνει τα μηνιαία εισοδήματα τόσο του αιτητή ή δικαιούχου όσο και των μελών της οικογενειακής του μονάδας, στην οποία περιλαμβάνεται, βάσει του άρθρου 15 του Νόμου, ο/η σύζυγός του, εφόσον διαμένει στην ίδια κατοικία με αυτόν.  Συμφώνως δε του ερμηνευτικού άρθρου 2, για τους σκοπούς του Ν.109(Ι)/2014, ο όρος «σύζυγος» περιλαμβάνει πρόσωπα τα οποία δεν έχουν τελέσει γάμο αλλά συζούν ως σύζυγοι, ως δηλαδή η περίπτωση του αιτητή με την Μ.Α..  Εντούτοις, η διασύνδεση των κριτηρίων του νόμου με τα πραγματικά δεδομένα της υπόθεσης, η υπαγωγή δηλαδή του πραγματικού υλικού στις πρόνοιες του νόμου μέσω της αιτιολογίας της υπό αμφισβήτηση διοικητικής πράξης, αποτελεί θεμελιώδη υποχρέωση του διοικητικού οργάνου και δεν δύναται να ασκηθεί πρωτογενώς από το Δικαστήριο.  Η Προϊσταμένη είχε η ίδια την υποχρέωση να επεξηγήσει, στη βάση των προνοιών της νομοθεσίας, πώς η συμβίωση του αιτητή επενεργεί στο δικαίωμά του για λήψη Ε.Ε.Ε., λαμβανομένων υπόψη και των λοιπών πραγματικών περιστάσεων και αναγκών του, ήτοι των προβλημάτων υγείας που ο ίδιος αντιμετωπίζει και της εγκυμοσύνης της αρραβωνιαστικιάς του.

 

Συνακόλουθα, ελλείψει της αναγκαίας διασύνδεσης του πραγματικού με το νομικό μέρος της υπό κρίση περίπτωσης και η διατύπωση του διατακτικού της απόφασης της Προϊσταμένης, χωρίς όμως οιανδήποτε αναφορά στις πρόνοιες της νομοθεσίας ώστε ο δικαστικός έλεγχος να είναι εφικτός, καθιστά ακυρωτέα τη ληφθείσα απόφαση λόγω μη επαρκούς αιτιολογίας. 

 

Την ίδια πλημμέλεια εντοπίζω και στην απόφαση της Υπουργού ημερομηνίας 29.10.2018 να απορρίψει την ένσταση του αιτητή, δοθέντος ότι ούτε στην Έκθεση Γεγονότων, την οποία η Υπουργός υιοθέτησε, καταγράφονται οι νομοθετικές πρόνοιες βάσει των οποίων επικυρώθηκε η ορθότητα της απόφασης της Προϊσταμένης για διακοπή της παροχής Ε.Ε.Ε. στον αιτητή λόγω της συμβίωσής του με την αρραβωνιαστικιά του. 

 

Η διαπίστωση της ανωτέρω πλημμέλειας καθιστά ακυρωτέα και την απόφαση της Προϊσταμένης ημερομηνίας 12.10.2018, για ανάκτηση του ποσού που είχε καταβληθεί στον αιτητή. 

 

Εν πάση, όμως, περιπτώσει, ακόμα και αν ήθελε θεωρηθεί ότι η συμβίωση του αιτητή με την Μ.Α. ορθώς κρίθηκε ότι δεν τον καθιστά πλέον δικαιούχο για παροχή Ε.Ε.Ε., εντούτοις, σε συμφωνία με την πλευρά του αιτητή, διαπιστώνω ότι η απόφαση για ανάκτηση ολόκληρου του ποσού που του είχε καταβληθεί, ήτοι από τον Μάιο του 2015, είναι σε διάσταση με την απόφαση της Προϊσταμένης ημερομηνίας 25.04.2018 να τερματίσει την παροχή.  Συγκεκριμένα, ενώ στην εν λόγω απόφαση ρητώς καταγράφεται και έτσι αναγνωρίζεται ότι η μεταβολή στα στοιχεία του αιτητή επήλθε από τον Μάρτιο του 2017, αναγνώριση η οποία επισημαίνεται και στην Έκθεση Γεγονότων προς την Υπουργό, εντούτοις, χωρίς οιανδήποτε περί τούτου αιτιολογία, απαιτήθηκε από τον αιτητή η καταβολή ολόκληρου του ποσού που του είχε καταβληθεί, ήτοι και αυτού που του καταβλήθηκε πριν την μεταβολή των στοιχείων του.  Ως προκύπτει από το σημείωμα ημερομηνίας 08.06.2018, αλλά και τον διοικητικό φάκελο της υπόθεσης, στον οποίο εντοπίζεται σχετική ηλεκτρονική επικοινωνία μεταξύ διαφόρων λειτουργών των καθ’ ων η αίτηση, θεωρήθηκε, συνεπεία αναρτήσεων του αιτητή και της Μ.Α. σε συγκεκριμένο μέσο κοινωνικής δικτύωσης, ότι αυτοί ήταν αρραβωνιασμένοι από τον 02.06.2010 (πριν δηλαδή την αίτηση για παροχή Ε.Ε.Ε.).  Η εν λόγω θεώρηση, όμως, η οποία μάλιστα επαναλαμβάνεται και στο πλαίσιο της γραπτής αγόρευσης των καθ’ ων η αίτηση, βρίσκεται σε προφανή αντίφαση τόσο με την προσκομισθείσα από τον αιτητή δημοσίευση υπόσχεσης γάμου στην εφημερίδα Η Μάχη, ημερομηνίας 26.02.2017, όσο και με την απόφαση της ίδιας της Προϊσταμένης να θεωρήσει τον Μάρτιο του 2017 ως το χρονικό σημείο μεταβολής των στοιχείων του αιτητή.

 

Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, εάν η Διοίκηση, κατά την άσκηση της διακριτικής της εξουσίας, στηρίζεται σε πραγματικά γεγονότα και προϋποθέσεις που είναι εξ αντικειμένου ανύπαρκτα, ενεργεί υπό πλάνη περί τα πράγματα, η δε πλάνη θεωρείται ουσιώδης και καθιστά την πράξη παράνομη εάν έχει επηρεάσει την απόφαση του διοικητικού οργάνου (άρθρο 46 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, Ν.158(Ι)/1999).

 

Επισημαίνεται δε ότι στα γενικά ελαττώματα της αιτιολογίας μίας διοικητικής πράξη περιλαμβάνεται και η αντιφατική αιτιολογία, η οποία συνίσταται στην παρείσφρηση αντιφάσεων κατά τη διαμόρφωση των συλλογισμών που επενδύουν την αιτιολογία της πράξης, οι οποίες επιδρούν στη νομιμότητά της καθότι υποδηλώνουν σφάλματα κατά την εκτίμηση και αποτύπωση στοιχείων του πραγματικού.[2]

 

Συνακόλουθα, τόσο η απόφαση της Προϊσταμένης ημερομηνίας 25.04.2018 να τερματίσει την παροχή Ε.Ε.Ε. στον αιτητή, όσο και η απόφαση της Υπουργού ημερομηνίας 12.11.2018 να απορρίψει την ένστασή του, ακυρώνονται λόγω έλλειψης επαρκούς αιτιολογίας.  Η απόφαση της Προϊσταμένης ημερομηνίας 12.10.2018 για ανάκτηση του συνολικού ποσού που καταβλήθηκε στον αιτητή, ακυρώνεται λόγω έλλειψης επαρκούς αιτιολογίας και πλάνης περί τα πράγματα. 

 

Ως εκ τούτου, η εξέταση των λοιπών λόγων ακύρωσης αλλά και της αιτούμενης, υπό την παράγραφο (Γ) της προσφυγής, θεραπείας, για ισχυριζόμενη παράλειψη της Υπουργού να εξετάσει το υποβληθέν διά της επιστολής ημερομηνίας 07.11.2018 αίτημα για αναθεώρηση της απόφασης ημερομηνίας 12.10.2018, υπό τις περιστάσεις, παρέλκει.

 

Υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθ’ ων η αίτηση επιδικάζονται έξοδα ύψους €1.800, πλέον ΦΠΑ.

 

Α. ΖΕΡΒΟΥ, Δ.Δ.Δ. 



[1] Ο περί Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος και Γενικότερα περί Κοινωνικών Παροχών Νόμος του 2014.

[2] Μιχάλη Ν. Πικραμένου, «Η αιτιολογία των διοικητικών πράξεων και ο ακυρωτικός δικαστικός έλεγχος», Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2012, σελ. 307.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο