ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ  

(Συνεκδ. Υποθέσεις αρ. 1833/2017 και 1834/2017)

 

16 Ιανουαρίου 2024

[ΓΑΒΡΙΗΛ, Δ.Δ.Δ.]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ AΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

(Υπόθ. αρ. 1833/2017)

 

Γ. Μ.,

Αιτητής,

v.

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ ΚΥΠΡΟΥ

Καθ’ ης η αίτηση.

__________________________________

(Υπόθ. αρ. 1834/2017)

Π. Ι.,

Αιτητής,

v.

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ ΚΥΠΡΟΥ

Καθ’ ης η αίτηση.

……………………………

Αφροδίτη Τοφαρίδου, για Ηλίας Χρίστου Δ.Ε.Π.Ε., για τους αιτητές.

Φοίβος Χριστοφίδης, για Άντης Τριανταφυλίδης & Υιοί Δ.Ε.Π.Ε., για την καθ’ ης η αίτηση.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΓΑΒΡΙΗΛ, Δ.Δ.Δ.: Με την υπό εκδίκαση προσφυγή, ο αιτητής στην προσφυγή 1833/17, αξιώνει από το Δικαστήριο την εξής θεραπεία:-

«Δήλωση ή/και Απόφαση ή/και Διάταγμα του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των Καθ΄ων η Αίτηση ημερομηνίας 06 Φεβρουαρίου 2017, η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή στις 18 Οκτωβρίου 2017 (τεκμήριο Α της παρούσης) με την οποία επιβάλλεται σε αυτόν πρόστιμο ύψους €25.000,00 είναι άκυρη, πεπλανημένη, παράνομη, αντίθετη με τον Νόμους και τους Κανονισμούς ή/και Ευρωπαϊκές Οδηγίες ή/και Κοινοτικό Κεκτημένο, στερείται νομίμου αποτελέσματος και είναι σε κάθε περίπτωση καταχρηστική.»  

 

  Ανάλογη θεραπεία αξιώνει και ο αιτητής στην προσφυγή 1834/17. Οι δύο προσφυγές συνεκδικάστηκαν, κατόπιν έκδοσης σχετικού διατάγματος του Δικαστηρίου, ημερομηνίας 18.6.2021, λόγω κοινού πραγματικού και νομικού υποβάθρου.

 

  Σύμφωνα με τα γεγονότα που περιγράφονται με επάρκεια στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από της καθ’ ης η αίτηση, οι δύο αιτητές, κατά τον ουσιώδη χρόνο, διατελούσαν εκτελεστικοί διοικητικοί σύμβουλοι της εταιρείας Pegase Capital Ltd. Ο μεν αιτητής στην προσφυγή 1833/17, για την περίοδο από 8.4.2014 μέχρι τις 17.3.2016. ο αιτητής στην προσφυγή 1834/17, για την περίοδο από 5.6.2015 – 17.3.2016.

 

  Η εν λόγω εταιρεία κατείχε άδεια λειτουργίας ως ΚΕΠΕΥ (Κυπριακή Εταιρεία Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών), δυνάμει του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζομένων Αγορών Νόμου του 2007, Ν. 144(Ι)/2007, ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο. Για την εν λόγω εταιρεία, η καθ’ ης η αίτηση Επιτροπή, κατά τη συνεδρία της ημερομηνίας 12.10.2015, αποφάσισε πως δεν συμμορφωνόταν με τις υποχρεώσεις της, όπως αυτές απορρέουν εκ της σχετικής νομοθεσίας, ως επίσης και εκ της σχετικής Οδηγίας 1 (Οδηγία 1444-2007-1), με αποτέλεσμα την επιβολή προς την εταιρεία διοικητικού προστίμου ύψους €300.000. Επιπρόσθετα, η καθ’ ης η αίτηση, χορήγησε προς την εταιρεία, τρίμηνη προθεσμία για συμμόρφωση με τις σχετικές νομοθετικές πρόνοιες. Με την πάροδο της πιο πάνω χρονικής περιόδου, η εταιρεία δεν έλαβε ικανοποιητικά μέτρα προς συμμόρφωση και στις 29.2.2016, η Επιτροπή αποφάσισε την άμεση αναστολή της άδειας λειτουργίας της. Ακολούθως, η εταιρεία, με επιστολή της ημερομηνίας 13.5.2016 παραιτήθηκε, η ίδια, ρητώς, από την άδεια λειτουργίας της.

 

  Ενόψει των ανωτέρω, ανέκυψε ζήτημα κλήσης των  διοικητικών συμβούλων της εταιρείας, σε παραστάσεις. Κατά την περίοδο της επιτόπιας έρευνας και του επιτόπιου ελέγχου  στα γραφεία της εταιρείας (Ιούλιος και Νοέμβριος 2015), οι αιτητές υπήρξαν εκτελεστικοί διοικητικοί σύμβουλοι της εταιρείας, μαζί με τρίτο πρόσωπο, ο οποίος ήταν και ο μοναδικός μέτοχος της εταιρείας (100%), όπως επίσης και  δύο άλλα πρόσωπα, μη εκτελεστικοί διοικητικοί σύμβουλοι.

 

  Η καθ’ ης η αίτηση Επιτροπή, κατά τη συνεδρία της ημερομηνίας 11.7.2016, αποφάσισε, κατ΄ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 38 του περί Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Νόμου, Ν. 73(Ι)/2009, όπως καλέσει όλους τους διοικητικούς συμβούλους της εταιρείας, συμπεριλαμβανομένων των αιτητών, σε παραστάσεις για ενδεχόμενη μη συμμόρφωσή τους με την παράγραφο 9(1) της Οδηγίας 144-2007-01 (Οδηγία 1) και Οδηγία 144-2007-02 (Οδηγία 2), σε σχέση με την επαγγελματική συμπεριφορά των Εταιρειών Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών και των απασχολούμενων σε αυτήν φυσικών προσώπων.

 

  Η εν λόγω απόφαση της καθ’ ης η αίτηση, γνωστοποιήθηκε στους αιτητές με επιστολές ημερομηνίας 12.8.2016. Οι αιτητές απέστειλαν τις γραπτές τους παραστάσεις, μέσω των δικηγόρων τους, με επιστολή ημερομηνίας 14.9.2016.

 

  Η καθ΄ης η αίτηση, κατά τη συνεδρία της ημερομηνίας 6.2.2017 κατάληξε πως οι αιτητές δεν είχαν συμμορφωθεί με τις διατάξεις της παραγράφου 9(1) της Οδηγίας 1, καθότι ως εκτελεστικοί σύμβουλοι της εταιρείας, κατά τον ουσιώδη χρόνο, δεν προέβαιναν σε περιοδική αξιολόγηση κι επανεξέταση της αποτελεσματικότητας των πολιτικών, των ρυθμίσεων και των διαδικασιών που η εταιρεία είχε θεσπίσει για τη συμμόρφωση της με τις υποχρεώσεις της που απορρέουν εκ της σχετικής νομοθεσίας και Οδηγιών 1 και 2 και επέβαλε διοικητικό πρόστιμο ύψους €25.000 σε ένα έκαστο αιτητή.

 

  Η νομιμότητα της πιο πάνω διοικητικής αποφάσεως, αποτελεί το αντικείμενο των υπό εκδίκαση προσφυγών.

 

  Θα πρέπει να λεχθεί, πως μεσολάβησε η καταχώρηση ενδιάμεσης αίτησης για έκδοση προσωρινού διατάγματος αναστολής εκτέλεσης, αίτηση ημερομηνίας 4.5.2022, εκ μέρους τους αιτητή στην προσφυγή 1834/17, η οποία με την ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου, ημερομηνίας 18.11.2022, είχε απορριπτική κατάληξη.

 

  Προς ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης, η ευπαίδευτη συνήγορος των αιτητών, προώθησε ισχυρισμό περί ύπαρξης πλάνης περί τα πράγματα, υποστηρίζοντας πως η καθ’ ης η αίτηση, δεν έλαβε υπόψη της τις ενέργειες στις οποίες είχαν προβεί οι αιτητές προς συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις της εταιρείας, οι οποίες όμως δεν μπορούσαν να υλοποιηθούν πλήρως, λόγω του ότι τις αποφάσεις λειτουργίας της εταιρείας, τις λάμβαναν ο – επίσης - διοικητικός σύμβουλος και μοναδικός μέτοχος της εταιρείας, μαζί με τον αντιπρόσωπό του, οι οποίοι παρέλειπαν και/ή αμελούσαν να συμμορφωθούν με τις υποχρεώσεις τους. Παρέπεμψε σε σχετική αλληλογραφία η οποία επισυνάφθηκε στις έγγραφες παραστάσεις τους που υπέβαλαν προς την Επιτροπή, προκειμένου να καταδείξει την επιμέλεια και επαγγελματισμό των αιτητών, υποστηρίζοντας πως οι αιτητές υπήρξαν απλοί υπάλληλοι της εταιρείας και δεν ελάμβαναν τις τελικές αποφάσεις της εταιρείας, έγγραφα που δεν διερευνήθηκαν, κατά τις εισηγήσεις τους.

 

  Διατείνονται επίσης οι αιτητές πως, στην περίπτωσή τους, υπήρξε παράβαση της αρχής της ισότητας, σε σχέση με την μεταχείριση που έτυχαν οι ίδιοι, συγκρινόμενοι με τους άλλους δύο μη εκτελεστικούς διοικητικούς συμβούλους, στους οποίους δεν επιβλήθηκε διοικητικό πρόστιμο, το ύψος του οποίου παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας και είναι δυσανάλογο με τον επιδιωκόμενο σκοπό.

 

  Κατά τις εισηγήσεις, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιτιολόγητη, ενώ σύμφωνα με τις θέσεις τους, υπήρξε παράβαση του δικαιώματος ακρόασης, αφού οι ίδιοι στερήθηκαν της δυνατότητας λήψης αντιγράφων των γραπτών παραστάσεων που υπέβαλαν οι δύο μη εκτελεστικοί διοικητικοί σύμβουλοι, οι οποίοι επέρριπταν ευθύνη στους αιτητές, ενώ αυτές (οι παραστάσεις) ζητήθηκαν με την επιστολή των δικηγόρων τους προς την Επιτροπή, ημερομηνίας 10.9.2019.

 

  Πρόσθετος ισχυρισμός άπτεται παράβασης της αρχής της αμεροληψίας, λόγω της συγκέντρωσης των ιδιοτήτων του κατηγόρου και κριτή, εκ μέρους της Επιτροπής, κατά τρόπο που οδηγεί σε μεροληψία.

 

  Τέλος, προβάλλουν οι αιτητές ισχυρισμό περί πάσχουσας σύνθεσης της Επιτροπής, κατά την συνεδρία της ημερομηνίας 11.7.2016, ήτοι της αρχικής συνεδρίας της Επιτροπής, κατά την οποία ελήφθη απόφαση να κληθούν οι αιτητές να προβούν σε γραπτές παραστάσεις, λόγω της απουσίας της Προέδρου της Επιτροπής, αλλά και της μη ύπαρξης απαρτίας της Επιτροπής προκειμένου να συνεδριάσει νόμιμα, κατ’ επίκληση των διατάξεων του άρθρου 18(8)(α) του Ν. 73(Ι)/2009. Σημειώνεται, πως ισχυρισμός περί αντισυνταγματικότητας της διάταξης του άρθρου 38 του Ν. 73(Ι)/2009 απεσύρθη, κατά το στάδιο των προφορικών διευκρινίσεων.

 

  Από την πλευρά της καθ’ ης η αίτηση Επιτροπής, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι υποστήριξαν πλήρως τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης διοικητικής απόφασης, παραπέμποντας με ιδιαίτερη λεπτομέρεια στα γεγονότα που προηγήθηκαν της εδώ επίδικης αποφάσεως. Ειδική αναφορά στις προβαλλόμενες θέσεις, θα ακολουθήσει, εκεί που ενδείκνυται, αμέσως πιο κάτω.

 

  Ως αναφέρεται πιο πάνω και δεν αμφισβητήθηκε, οι αιτητές υπήρξαν κατά τον ουσιώδη χρόνο, εκτελεστικοί διοικητικοί σύμβουλοι της εταιρείας Pegase Capital Ltd, εταιρεία που κατείχε άδεια λειτουργίας ως ΚΕΠΕΥ, της οποίας οι υποχρεώσεις ρυθμίζονταν από την ειδική νομοθεσία, ήτοι τον περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμο, Ν. 144(Ι)/2007 και των βάσει αυτού Οδηγιών 1 και 2 (Οδηγία 144-2007-1 και Οδηγία 144-2007-2). Έχει αναφερθεί το ιστορικό που προηγήθηκε της έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης. Η εδώ επίδικη διαδικασία διερεύνησης της ενδεχόμενης μη συμμόρφωσης, εκ μέρους των αιτητών, ως εκ της θέσεως τους στο Διοικητικό Συμβούλιο της εταιρείας, με τις υποχρεώσεις τους που πηγάζουν εκ του πιο πάνω αναφερόμενου νομοθετικού πλαισίου, ξεκίνησε κατά τη συνεδρία της Επιτροπής, ημερομηνίας 11.7.2016.

 

  Εγέρθηκε από τους αιτητές, ισχυρισμός περί πάσχουσας συγκρότησης της Επιτροπής κατά την εναρκτήρια συνεδρία της, ημερομηνίας 11.7.2016, λόγω αφενός, απουσίας της Προέδρου της Επιτροπής και αφετέρου, λόγω μη ύπαρξης απαρτίας, ενόψει της παρουσίας τριών Μελών, αντί τεσσάρων, ως απαιτείται στις διατάξεις του άρθρου 18(8)(α) του Νόμου.

 

  Ο προβαλλόμενος ισχυρισμός θα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Όπως πολύ ορθά υπέδειξε ο ευπαίδευτος συνήγορος της καθ’ ης η αίτηση, κατά τον ουσιώδη χρόνο, σε ισχύ ήταν οι διατάξεις του άρθρου 18 του περί Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Νόμου, Ν. 73(Ι)/2009, ως αυτές ίσχυαν με τον τροποποιητικό Ν. 135(Ι)/2015, στις οποίες αναφέρονται τα εξής:-

 

«18.-[…] (7) Στις συνεδρίες του Συμβουλίου προεδρεύει ο Πρόεδρός του ή, σε περίπτωση απουσίας ή άλλου προσωρινού κωλύματος αυτού, ο Αντιπρόεδρός του ή, σε περίπτωση απουσίας ή άλλου προσωρινού κωλύματος και των δύο, ένας εκ των λοιπών µελών του Συμβουλίου που επιλέγεται προς τούτο από τα παριστάμενα κατά τη συνεδρία µέλη.

(8)(α) Ο προεδρεύων της συνεδρίας και δύο άλλα µέλη παριστάμενα στη συνεδρία συνιστούν απαρτία, οι δε αποφάσεις λαμβάνονται κατά πλειοψηφία και, σε περίπτωση ισοψηφίας, επικρατεί η ψήφος του προεδρεύοντος της συνεδρίας.»

 

  Εκ των πιο πάνω αναφερόμενων νομοθετικών διατάξεων, προκύπτει πως, η απουσία της Προέδρου δεν δημιουργούσε οποιοδήποτε ζήτημα πάσχουσας σύνθεσης, αφού ως προεδρεύων της συνεδρίας, ορίστηκε ο Αντιπρόεδρος της Επιτροπής. Επίσης, διαπιστώνεται και η ύπαρξη απαρτίας για τη συνεδρία, με την παρουσία του προεδρεύοντος Αντιπροέδρου και την παρουσία τριών Μελών, ως το νομοθετικό πλαίσιο που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο. Η απαίτηση για την παρουσία τεσσάρων Μελών, για την ύπαρξη απαρτίας,  ως οι θέσεις των αιτητών, προστέθηκε στην σχετική νομοθεσία αργότερα, με τον τροποποιητικό Ν. 137(Ι)/2018, νομοθεσία όμως, εκτός ουσιώδους χρόνου. Για τους πιο πάνω λόγους, η σύνθεση της Επιτροπής κατά τη συνεδρία της ημερομηνίας 11.7.2016, κρίνεται ως νόμιμη.

 

  Οι αιτητές προβάλλουν ισχυρισμό περί ύπαρξης πλάνης και ελλιπούς έρευνας, ως προς την κατάληξη της Επιτροπής, περί μη συμμόρφωσης τους με τις πρόνοιες της Οδηγίας 1 και ειδικότερα της παραγράφου 9(1) αυτής, αφού διατείνονται πως ενήργησαν με επιμέλεια, ως απλοί υπάλληλοι της εταιρείας, πως έλαβαν όλα τα μέτρα για συμμόρφωση της εταιρείας με τις υποχρεώσεις της νομοθεσίας, ως αυτή η προσπάθεια προκύπτει και από τη αλληλογραφία που επισύναψαν στις γραπτές τους παραστάσεις, πλην όμως, τις τελικές αποφάσεις δεν τις ελάμβαναν οι ίδιοι, αλλά ο μοναδικός μέτοχος και εκτελεστικός διοικητικός σύμβουλος της εταιρείας, μαζί με τον αντιπρόσωπό του.

 

  Παρατηρώ πως αυτός ο ισχυρισμός είχε προβληθεί από τους αιτητές και στις γραπτές τους παραστάσεις που υπέβαλαν προς την καθ’ ης η αίτηση, ισχυρισμός που εξετάστηκε από την Επιτροπή, όπως προκύπτει από τις σελίδες 3-21 της καταληκτικής συνεδρίας της Επιτροπής ημερομηνίας 6.2.2017. Αποδόθηκε στους αιτητές, μη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις της παραγράφου 9(1) της Οδηγίας 1, στην οποία ορίζεται, ρητώς, πως εταιρεία δραστηριότητας ΚΕΠΕΥ, οφείλει:-

«[…] να διασφαλίζει ότι, κατά την εσωτερική κατανομή των αρμοδιοτήτων, τα ανώτερα διευθυντικά στελέχη και το διοικητικό συμβούλιο, ευθύνονται για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης της ΚΕΠΕΥ με τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει του Νόμου.

Ειδικότερα, τα ανώτερα διευθυντικά στελέχη και το διοικητικό συμβούλιο υποχρεούνται να αξιολογούν και να επανεξετάζουν περιοδικά την αποτελεσματικότητα των πολιτικών, των ρυθμίσεων και των διαδικασιών που έχουν θεσπιστεί για τη συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στο Νόμο και στην παρούσα Οδηγία και να λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα για τη διόρθωση τυχόν αδυναμιών.»

 

  Μία εταιρεία, λειτουργεί και εκφράζεται, δια μέσου των διοικητικών της συμβούλων, οι οποίοι οφείλουν να διασφαλίζουν την εύρυθμη και νόμιμη λειτουργία της εταιρείας. Σημειώνεται πως, σε σχέση με την ίδια την εταιρεία, είχε ήδη διαπιστωθεί η ύπαρξη σωρείας παραβάσεων, τόσο του Ν. 144(Ι)/2007, όσο και των σχετικών Οδηγιών 1 και 2, εξ ου και όπως λέχθηκε, υπεβλήθη σ’ αυτήν συνολικό διοικητικό πρόστιμο ύψους €300.000. Οι διοικητικοί σύμβουλοι της εταιρείας, υπέχουν δική τους, ξεχωριστή ευθύνη για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης της ίδιας της εταιρείας με τις υποχρεώσεις της που απορρέουν εκ του Νόμου και αυτό προδιαγράφεται από τις πρόνοιες της παραγράφου 9(1) της Οδηγίας, βάσει της οποίας, ευλόγως, υπό τις πιο πάνω αναφερόμενες περιστάσεις, διαπιστώθηκε η παράβαση.

 

  Πρόσθετα, τα όσα λέχθηκαν στην προσφάτως εκδοθείσα απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στην Α.Ε. 7/2016 Φιλιππίδου ν. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου, ημερομηνίας 10.5.2023, στην οποία με παρέπεμψε ο ευπαίδευτος συνήγορος της καθ’ ης η αίτηση, επιβεβαιώνουν την ευθύνη που υπέχουν οι διοικητικοί σύμβουλοι μίας εταιρείας, προς τήρηση των υποχρεώσεων της ίδιας της εταιρείας, στην οποία αυτοί μετέχουν.

 

  Το δε γεγονός της μη λήψης αποφάσεων από τους ίδιους, παρά μόνον από τον μοναδικό μέτοχο (100%) και/ή τον αντιπρόσωπό του, λήφθηκε υπόψη ως μετριαστικός παράγοντας του ύψους του διοικητικού προστίμου που τους επιβλήθηκε. Όπως αναφέρεται στη σελίδα 12 και 20-21 της προσβαλλόμενης απόφασης της Επιτροπής, ανάμεσα στους μετριαστικούς παράγοντες που λήφθηκαν υπόψη για τον καθορισμό του ύψους του διοικητικού προστίμου, ήταν το γεγονός πως πέραν της θέσης τους, ως εκτελεστικοί διοικητικοί σύμβουλοι της εταιρείας, δεν κατείχαν οποιαδήποτε άλλη ιδιότητα και δη μετοχική συμμετοχή και πως οι ουσιαστικές αποφάσεις, σε σχέση με την εταιρεία, λαμβάνονταν από τον μοναδικό της μέτοχο.

 

  Δεν μπορώ να συμφωνήσω, ούτε και με τον έτερο ισχυρισμό που προβλήθηκε από τους αιτητές, περί παράβασης της αρχής της ίσης μεταχείρισης σε σχέση με τους άλλους δύο μη εκτελεστικούς διοικητικούς συμβούλους, για τους οποίους, διαπιστώθηκε επίσης παράβαση της παραγράφου 9(1) της Οδηγίας 1, πλην όμως δεν επιβλήθηκε σ’ αυτούς διοικητικό πρόστιμο, αλλά τους επιστήθηκε η προσοχή στην εν λόγω παράλειψη. Η ίδια η Επιτροπή, στη σελίδα 34 και 38-39 της προσβαλλόμενης απόφασης, παραθέτει τους λόγους για τους οποίους κατέληξε στη μη επιβολή σ’ αυτούς διοικητικού προστίμου.

 

  Όπως αναφέρθηκε (από σελίδα 34 προσβαλλόμενης απόφασης:-

«- Πέραν της θέσης της ως μη εκτελεστικός διοικητικός σύμβουλος της Εταιρείας, δεν κατείχε οποιαδήποτε άλλη ιδιότητα σε αυτήν και δη μετοχική συμμετοχή.

- Λόγω της θέσης της ως μη εκτελεστική διοικητικός σύμβουλος, ως ανέφερε στις γραπτές παραστάσεις της, βασιζόταν στις αναφορές και στην πληροφόρηση που ελάμβανε από τους εκτελεστικούς διοικητικούς συμβούλους της Εταιρείας για τη συμμόρφωση της Εταιρείας με τη νομοθεσία.

- Λόγω της μη άσκησης οποιονδήποτε ειδικών καθηκόντων εκ μέρους της ή άλλης ιδιότητας της στην Εταιρεία, έγινε δεκτός ο ισχυρισμός της κας […] στις γραπτές παραστάσεις της ότι, λάμβανε όλα τα αναγκαία μέτρα προς συμμόρφωση της Εταιρείας με τις πρόνοιες της νομοθεσίας και με τις υποδείξεις της Επιτροπής.»

 

  Από τα πιο πάνω, συνάγεται πως οι αιτητές, δεν τελούσαν υπό τις ίδιες συνθήκες με τους δύο μη εκτελεστικούς διοικητικούς συμβούλους, οι οποίοι τελούσαν υπό διαφορετικές συνθήκες, όπως αυτές καταγράφηκαν λεπτομερώς στην απόφαση της Επιτροπής. Συνεπώς, ο αντίστοιχος ισχυρισμός, απορρίπτεται ως αβάσιμος.

 

  Ομοίως αβάσιμος κρίνεται κι ο ισχυρισμός περί παράβασης του δικαιώματος ακρόασης των αιτητών, λόγω του ότι δεν είχαν δοθεί στους δικηγόρους τους αντίγραφα των γραπτών παραστάσεων των δύο μη εκτελεστικών διοικητικών συμβούλων, αίτημα που υπεβλήθη από τους δικηγόρους των αιτητών, με επιστολή ημερομηνίας 10.9.2019. Αναφέρεται δε, επιπροσθέτως, πως το εν λόγω αίτημα υπεβλήθη εκτός ουσιώδους χρόνου, αφού η προσβαλλόμενη απόφαση ελήφθη κατά τη συνεδρία της Επιτροπής ημερομηνίας 6.2.2017, κατά δεύτερον, όλα τα σχετικά με την επίδικη απόφαση, περιλαμβάνονται μέσα στους διοικητικούς φακέλους, τους οποίους οι αιτητές είχαν το δικαίωμα να επιθεωρήσουν. Συνεπώς, ουδέποτε τους στερήθηκε το δικαίωμα γνώσης των παραστάσεων των δύο αυτών προσώπων, ως ο αβάσιμος ισχυρισμός τους.

 

  Αναφορικά με τον ισχυρισμό περί αναιτιολόγητης απόφασης της καθ’ ης η αίτηση, θα πρέπει να λεχθεί πως από το ίδιο το σώμα της απόφασης ημερομηνίας 6.2.2017, προκύπτουν πλήρως τα γεγονότα, καθώς επίσης και το ιστορικό της διαδικασίας, αρχικά με την έρευνα και διαπίστωση μη συμμόρφωσης της ίδιας της εταιρείας Pegase Capital Ltd, με τις υποχρεώσεις της ως ΚΕΠΕΥ, τόσο εκ της νομοθεσίας, όσο και των σχετικών Οδηγιών 1 και 2 και στη συνέχεια της ευθύνης των ανώτερων διευθυντικών στελεχών και του διοικητικού συμβουλίου προς συμμόρφωση της εταιρείας με τις σχετικές νομοθετικές υποχρεώσεις. Στην προσβαλλόμενη απόφαση, έγινε λεπτομερής αναφορά στον τρόπο λειτουργίας της εταιρείας και στον τρόπο παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, λειτουργία η οποία δεν ήταν συνάδουσα με τις υποχρεώσεις της, ως ΚΕΠΕΥ, μετά από σχετική επιτόπια έρευνα, η οποία έλαβε χώρα σε δύο χρονικές περιόδους (Ιούλιο και Νοέμβριο του 2015). Αυτά, είχαν ως αποτέλεσμα την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 9(1) της Οδηγίας 1, σε σχέση με την ευθύνη των αιτητών, ως εκτελεστικοί διοικητικοί σύμβουλοι της εταιρείας, κατά τον ουσιώδη χρόνο.

 

  Στην επίδικη απόφαση καταγράφονται πλήρως οι λόγοι για τους οποίους η Επιτροπή κατέληξε στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, με την οποία κατέληξε πως υπήρξε εκ μέρους τους μη συμμόρφωση με τις διατάξεις της παραγράφου 9(1) της Οδηγίας 1 και αφού η Επιτροπή έλαβε υπόψη της, ως μετριαστικούς παράγοντες, το γεγονός πως οι ίδιοι, καίτοι κατείχαν τη θέση εκτελεστικού διοικητικού συμβούλιο της εταιρείας, εντούτοις, δεν κατείχαν οποιαδήποτε άλλη μετοχική συμμετοχή, τη συνεργασία τους με την επιτροπή για την παροχή στοιχείων, καθώς και το γεγονός πως οι τελικές αποφάσεις λαμβάνονται από τον μοναδικό μέτοχο της εταιρείας και όχι από τους ίδιους, κατέληξε στην επιβολή διοικητικού προστίμου, ύψους €25.000 σε ένα έκαστο αιτητή.

 

  Σημειώνεται, βεβαίως, πως το ύψος του επιβληθέντος διοικητικού προστίμου, δεν αποτελεί ζήτημα προς εξέταση από το παρόν Δικαστήριο, καθότι αυτό εκφεύγει του αναθεωρητικού δικαστικού ελέγχου, αφού η κρίση του διοικητικού οργάνου, εδώ της Επιτροπής, σχετικά με τη βαρύτητα της παραβίασης, ανήκει στο ανέλεγκτο της κρίσης του (Αντέννα Λίμιτεδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης (2011) 3Α Α.Α.Δ 124).

 

  Τέλος, σε σχέση με τον τελευταίο ισχυρισμό που προβλήθηκε, περί παράβασης της αρχής της αντικειμενικής αμεροληψίας, λόγω της ταυτόχρονης συγκέντρωσης των αρμοδιοτήτων του κατήγορου και κριτή στην ίδια την Επιτροπή, διαπιστώνω πως αυτός, δεν εγείρεται στα νομικά σημεία της προσφυγής, ως η απαίτηση της νομολογίας και ως εκ τούτου, είναι έκθετος σε απόρριψη. Σύμφωνα με τη νομολογία, η αιτιολόγηση των νομικών σημείων είναι απαραίτητη, εφόσον οποιαδήποτε αοριστία ή ασάφεια επηρεάζει αναπόφευκτα την ορθότητα της νομικής βάσης με αποτέλεσμα να είναι ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης (Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598 και Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστημίου Κύπρου, Α.Ε. 95/12, ημερομηνίας 6.7.2018), ECLI:CY:AD:2018:C344.

 

  Εντούτοις, παρά την πιο πάνω διαπίστωση, για σκοπούς πληρότητας, θα περιοριστώ στα νομολογηθέντα στην Sigma Radio T.V. Ltd ν. Αρχής Ραδιοτηλεοράσεων Κύπρου (2004) 3 Α.Α.Δ. 134, επίκληση της οποίας έγινε από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου και στην Jupiwind Ltd κ.ά. ν. Διοικητή Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, Α.Ε. 91/2012, ημερομηνίας 18.1.2018, ECLI:CY:AD:2018:C29, στην οποία λήφθηκε υπόψη πως επρόκειτο περί διαδικασίας διοικητικού οργάνου και όχι δικαστηρίου και πως σε τέτοιες περιπτώσεις, το διοικητικό όργανο, σκοπό έχει την προώθηση των στόχων και σκοπών της σχετικής νομοθεσίας, χωρίς να τίθεται αντιμέτωπο με ζήτημα αμεροληψίας ή ανεξαρτησίας, επειδή συγκεντρώνει ορισμένες εξουσίες στο ίδιο πρόσωπο, εφόσον το Δικαστήριο θα εξετάσει ισχυρισμούς στη βάση των αρχών του διοικητικού δικαίου.

 

  Για όλους τους πιο πάνω λόγους, καταλήγω πως η προσβαλλόμενη απόφαση της καθ’ ης αίτηση Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου, υπήρξε ορθή και νόμιμη, η οποία και επικυρώνεται.

 

  Υπό το φως των πιο πάνω, οι υπό εκδίκαση προσφυγές απορρίπτονται, με έξοδα εναντίον των αιτητών και υπέρ της καθ’ ης αίτηση, ως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

  Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, δυνάμει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.                 

 

 

 

                                       Γαβριήλ, Δ.Δ.Δ.

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο