ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                                                        

 

(Υπόθεση Αρ. 1918/2023 (i-Justice))

 

 25 Ιανουαρίου 2024

 

[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

                                             Μ. Χ. Π.                           

                                                                             Αιτήτρια

                                                  ΚΑΙ

                           Σ. Α. Π.

Καθ’ ου  η Αίτηση

 

Σ. Μάος, για Γιάννης Πολυχρόνης Δ.Ε.Π.Ε., για Αιτήτρια

Ρ. Ιάσωνος (κα), για CHRYSSES DEMETRIADES & CO LLC, για Καθ’ ου η Αίτηση

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Αντικείμενο της υπό κρίση προσφυγής, αποτελεί η νομιμότητα και εγκυρότητα της απόφασης του καθ’ ου η αίτηση, Σ. Α. Π. («το Συμβούλιο»), η οποία περιέχεται σε σχετική επιστολή του προς την αιτήτρια, ημερομηνίας 2.11.2023 και σύμφωνα με την οποία η αιτήτρια τέθηκε σε διαθεσιμότητα για περίοδο τριών μηνών, κατά τη διάρκεια της εναντίον της πειθαρχικής έρευνας, σε σχέση με πιθανή διάπραξη αδικημάτων υπεξαίρεσης χρημάτων από το ταμείο του Συμβουλίου.

 

Η αιτήτρια εργάζεται στο Συμβούλιο ως Ταμίας και έχει ευθύνη για την είσπραξη τελών.

 

Κατά τις αρχές Οκτωβρίου του έτους 2023, κατόπιν παραπόνου που υπεβλήθη στο Συμβούλιο από δικηγόρο που ενεργούσε για συγκεκριμένες εταιρείες, το καθ’ ου η αίτηση διαπίστωσε εκ πρώτης όψεως παρατυπία αναφορικά με τον τρόπο είσπραξης τελών και έκδοσης αποδείξεων από την αιτήτρια. Ως εκ τούτου, διενεργήθηκε εσωτερικός έλεγχος στο Συμβούλιο, από τον οποίο προέκυψε εκ πρώτης όψεως σφάλμα στη διαδικασία διεκπεραίωσης των καθηκόντων της αιτήτριας.

 

Το όλο θέμα τέθηκε προς συζήτηση στη συνεδρία του Συμβουλίου, ημερομηνίας 2.11.2023, κατά την οποία ο Πρόεδρος και τα μέλη του Συμβουλίου ενημερώθηκαν από τον Αν. Γεν. Διευθυντή του Συμβουλίου για πιθανά αδικήματα υπεξαίρεσης χρημάτων από το ταμείο του Συμβουλίου και πιο συγκεκριμένα για διαπίστωση, μετά από παράπονα που έγιναν από φορολογούμενους αναφορικά με ορισμένες πράξεις και/ή καταθέσεις, ελλείμματος στο ταμείο του Συμβουλίου, «το οποίο η Ταμίας κα Μ. Χ. δεν μπόρεσε μέχρι σήμερα να δικαιολογήσει.».

Κατά την ίδια συνεδρία, λήφθηκε η επίδικη απόφαση διαθεσιμότητας της αιτήτριας. Ειδικότερα, όπως αναγράφεται στο σχετικό πρακτικό της συνεδρίας ημερομηνίας 2.11.2023-

 

«Το Συμβούλιο αποφάσισε ομόφωνα όπως:

 

1. Το Λογιστήριο του Συμβουλίου ξεκινήσει σχετική για το πιο πάνω θέμα έρευνα, και εξουσιοδότησε τον κ. Κ. όπως στην περίπτωση που χρειάζεται περαιτέρω βοήθεια για την επίσπευση της έρευνας, να ζητήσει βοήθεια από άλλα Συμβούλια [.] τα οποία γνωρίζουν το λογισμικό που χρησιμοποιεί το Συμβούλιο και/ή τις διαδικασίες είσπραξης των τελών και/ή από ελεγκτικούς οίκους:

 

2. Το Συμβούλιο αποφάσισε στην διαθεσιμότητα της κας Μ. Χ.. Περαιτέρω το Συμβούλιο αποφάσισε όπως συντρέχουν οι εξαιρετικές περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 85 (1B) του N. 1/90, οι οποίες δικαιολογούν την άμεση διαθεσιμότητα της υπαλλήλου Μ. Χ., αφού η παρουσία της και η μη απομάκρυνσή της από το χώρο εργασίας της κρίνεται ότι θα επηρεάσει την ομαλή διεξαγωγή της έρευνας.

 

3. Επιπρόσθετα το Συμβούλιο αποφάσισε για τους λόγους που ανέφερε ο κ. Κ. πιο πάνω, όπως η διαθεσιμότητα της υπαλλήλου διαρκέσει για χρονική περίοδο τριών μηνών. Η περίοδος διαθεσιμότητας μπορεί να παραταθεί στην περίπτωση που συντρέχουν σοβαροί προς τούτο λόγοι και το δημόσιο συμφέρον το απαιτεί.

 

4. Το Συμβούλιο αποφάσισε όπως καταβάλλεται προς την κα Χ. το 50% του μισθού της μέχρι την άρση της διαθεσιμότητας της.

5. Το Συμβούλιο εξουσιοδότησε τον κ. Κ. όπως επιδώσει άμεσα σχετική επιστολή στην κα Χ. γνωστοποιώντας της την απόφαση του Συμβουλίου. Ο κ. Κ., να εξηγήσει σ’ αυτήν τη φύση του υπό διερεύνηση αδικήματος και τα δικαιώματα της. Συγκεκριμένα ο κ. Κ. να αναφέρει στην υπάλληλο το λόγο για τον οποίο τίθεται σε διαθεσιμότητα, τη χρονική διάρκεια αυτής και το λόγο που η χρονική διάρκεια αφορά στους τρεις μήνες. Να αναφέρει επίσης στην υπάλληλο ότι κατά τη διάρκεια που αυτή θα είναι σε διαθεσιμότητα θα απολαμβάνει το 50% των απολαβών της, και ότι διατηρεί το δικαίωμα αμφισβήτησης της απόφασης αυτής το αργότερο εντός 4 εργάσιμων ημερών από την ημέρα της επίδοσης της απόφασης είτε με γραπτή ένσταση είτε μέσω δικηγόρου σύμφωνα με το άρθρο 85(1)(β) του Περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου 1/1990.».

 

Στις 15.11.2023, καταχωρήθηκε η υπό κρίση προσφυγή.

 

Βασικό άξονα της επιχειρηματολογίας της αιτήτριας, αποτελεί ο ισχυρισμός ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε κατά παράβαση των διατάξεων του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου (Ν.1/1990), ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο («ο Νόμος»), αλλά και αυτών του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν.158(Ι)/1999). Κατά τη σχετική εισήγηση, δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις του άρθρου 85 του Νόμου, περί διαθεσιμότητας υπαλλήλου, που εφαρμόζεται κατ’ αναλογία στην παρούσα και σύμφωνα με το οποίο, απαραίτητη προϋπόθεση για να τεθεί σε διαθεσιμότητα δημόσιος υπάλληλος, είναι όπως αυτό επιβάλλεται από το δημόσιο συμφέρον.

Περαιτέρω, και σε άμεση συνάρτηση με τα πιο πάνω, εγείρεται ο ισχυρισμός περί παραβίασης του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης της αιτήτριας, αντίθετα με τα όσα προβλέπονται στο άρθρο 43 του Νόμου 158(Ι)/1999, εφόσον ουδέποτε παρασχέθηκε σε αυτήν το δικαίωμα να ακουστεί αναφορικά με την απόφαση διαθεσιμότητάς της.

 

Τα πιο πάνω, σύμφωνα με την πλευρά της αιτήτριας, θεμελιώνουν και πρόσθετο λόγο ακύρωσης της πράξης, ο οποίος έγκειται στην παραβίαση της αρχής της χρηστής διοίκησης, εφόσον παραβιάστηκε από το καθ’ ου η αίτηση το δικαίωμα της αιτήτριας για ανεμπόδιστη άσκηση της υπηρεσίας της.

 

Από την πλευρά της, η συνήγορος για το καθ’ ου η αίτηση αντιτείνει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε ορθά και νόμιμα, κατ’ ορθήν ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων του Νόμου, κατόπιν δέουσας έρευνας και κατ’ ορθήν ενάσκηση των εξουσιών που παρέχει ο Νόμος στο Συμβούλιο, είναι δε αυτή επαρκώς και/ή δεόντως αιτιολογημένη και λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά με την περίπτωση στοιχεία και έγγραφα. Στη βάση δε της ορθής εφαρμογής του οικείου νομοθετικού πλαισίου απο το Συμβούλιο, προβάλλει η κα Ιάσωνος, δεν μπορούν να εγείρονται ισχυρισμοί περί παραβίασης του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης της αιτήτριας, δεδομένου ότι ο Αν. Γενικός Διευθυντής του Συμβουλίου ενημέρωσε την αιτήτρια για το δικαίωμά της να υποβάλει γραπτή ένσταση εντός τεσσάρων ημερών, σε περίπτωση που επιθυμούσε να αμφισβητήσει την επίδικη απόφαση.

 

Έχω εξετάσει το σύνολο των στοιχείων που συνθέτουν την υπό εξέταση περίπτωση μέχρι και την έκδοση της επίδικης απόφασης, λαμβάνοντας βεβαίως υπόψη και την εκατέρωθεν επιχειρηματολογία των συνηγόρων των διαδίκων.

 

Αποτελεί παραδεκτό γεγονός ότι στην υπό κρίση περίπτωση, λόγω της απουσίας ειδικότερου νομοθετικού/κανονιστικού πλαισίου αναφορικά με τη λειτουργία του Συμβουλίου, εφαρμόζονται οι διατάξεις του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου (Ν.1/1990), όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται. Αυτό αναγράφεται και στο πρακτικό της επίδικης συνεδρίας του καθ’ ου η αίτηση, ημερομηνίας 2.11.2023, σύμφωνα με το οποίο, το Συμβούλιο, με απόφασή του ημερομηνίας 26.2.2010, αποφάσισε να εφαρμόζει κατ’ αναλογία τις διατάξεις του Νόμου, περιλαμβανομένων βεβαίως και των διατάξεων για διαθεσιμότητα και διεξαγωγή πειθαρχικής διαδικασίας.

 

Εν προκειμένω, κρίσιμες είναι οι πιο κάτω διατάξεις του άρθρου 85 του Νόμου, με πλαγιότιτλο «Διαθεσιμότητα» (η έμφαση έχει προστεθεί):

«(1) Αν διαταχθεί έρευνα πειθαρχικού παραπτώματος, δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (β) του άρθρου 81, εναντίον κάποιου υπαλλήλου ή µε την έναρξη αστυνομικής έρευνας µε σκοπό την ποινική δίωξη εναντίον του, η Επιτροπή µπορεί, αν το δηµόσιο συμφέρον το απαιτεί, να θέσει σε διαθεσιμότητα τον υπάλληλο κατά τη διάρκεια της έρευνας και σε τέτοια περίπτωση ενεργεί δυνάμει του εδαφίου (1Α), εκτός σε εξαιρετικές περιπτώσεις που ενεργεί δυνάμει του εδαφίου (1Β): […]

(1Α) Αν η Επιτροπή προτίθεται να θέσει τον υπάλληλο σε διαθεσιµότητα τον ενηµερώνει για την πρόθεσή της αυτή και ταυτόχρονα τον καλεί, αν επιθυµεί, να υποβάλει, εντός τεσσάρων εργάσιµων ηµερών, γραπτές παραστάσεις και αφού τις µελετήσει, αν υποβληθούν, αποφασίζει ευθύς αµέσως κατά πόσο θα θέσει ή µη τον υπάλληλο σε διαθεσιµότητα.  

(1Β)(α) Παρά τις διατάξεις του άρθρου 43 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόµου του 1999, η Επιτροπή δύναται, σε εξαιρετικές περιπτώσεις προκειµένου να διασφαλιστεί ότι δε θα επηρεαστεί µε οποιονδήποτε τρόπο η οµαλή διεξαγωγή της έρευνας, να θέσει αµέσως τον υπάλληλο σε διαθεσιµότητα δυνάµει του εδαφίου (1), χωρίς να προβεί στις ενέργειες που αναφέρονται στο εδάφιο (1Α), παρέχοντας ταυτόχρονα στον υπάλληλο αυτό το δικαίωµα να υποβάλει, αν το επιθυµεί, το αργότερον εντός τεσσάρων εργάσιµων ηµερών από την ηµέρα της επίδοσης της απόφασής της, γραπτή ένσταση για την απόφασή της να τον θέσει σε διαθεσιµότητα.».

 

Ο πρώτος εγειρόμενος λόγος ακύρωσης, ο οποίος αποτελεί ουσιαστικά τον πυρήνα της επιχειρηματολογίας της αιτήτριας, έγκειται στον ισχυρισμό ότι πάσχει η επίδικη απόφαση λόγω μη διενέργειας της δέουσας έρευνας, αλλά και ως αναιτιολόγητη και/ή μη δεόντως αιτιολογημένη, καθότι δεν έχει συγκεκριμενοποιηθεί το δημόσιο συμφέρον και/ή οι λόγοι δημοσίου συμφέροντος που επέβαλλαν την διαθεσιμότητά της, ως επιτάσσει το άρθρο 85 του Νόμου, σύμφωνα με το οποίο, απαραίτητη προϋπόθεση για να τεθεί σε διαθεσιμότητα δημόσιος υπάλληλος, είναι όπως αυτό επιβάλλεται από το δημόσιο συμφέρον.

 

Εν προκειμένω, σύμφωνα με την πλευρά της αιτήτριας, καμία αναφορά και, πολύ περισσότερο, καμία συγκεκριμενοποίηση δεν έγινε από το καθ’ ου η αίτηση στους λόγους δημοσίου συμφέροντος που επέβαλλαν τη διαθεσιμότητα της αιτήτριας. Όφειλε το καθ’ ου, σύμφωνα με το Νόμο και τη νομολογία, να εξηγήσει για ποιούς λόγους κρίθηκε ότι ήταν αναγκαία και ανάλογη, ως μέτρο, η διαθεσιμότητα της αιτήτριας και πώς το δημόσιο συμφέρον εξυπηρετείται με την εν λόγω απόφαση. Επιπρόσθετα, κατά την αιτήτρια, δεν αναφέρεται ποιο είναι το πειθαρχικό αδίκημα που «δικαιολογεί» τη διαθεσιμότητά της, ούτε και αναγράφεται ο χρόνος της διαθεσιμότητας.

 

Στην υπό κρίση περίπτωση, το καθ’ ου η αίτηση έκρινε, κατ’ εφαρμογή του προεκτεθέντος άρθρου 85(1) του Νόμου, ότι συνέτρεχαν λόγοι δημοσίου συμφέροντος για να τεθεί η αιτήτρια σε διαθεσιμότητα.

 

Κατά πάγια νομολογία, και σε συμβατότητα με την πιο πάνω διάταξη, το δημόσιο συμφέρον είναι ο μόνος λόγος, για τον οποίο ένας υπάλληλος μπορεί να τεθεί σε διαθεσιμότητα κατά τη διερεύνηση πειθαρχικών αδικημάτων εναντίον του, προς αποφυγή του ενδεχόμενου επηρεασμού της ομαλής διεξαγωγής της έρευνας. Η δε επίκληση του δημοσίου συμφέροντος, θα πρέπει να συγκεκριμενοποιείται με αναφορά σε περιστατικά, κατά τρόπο που να αποκτά τα απαραίτητο περιεχόμενο, να αποκαλύπτεται ο συλλογισμός του αποφασίζοντος οργάνου και να επιτρέπεται ο δικαστικός έλεγχος (Κυριάκος Αρσιώτης ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 5687/2013, ημερ. 26.4.2016, Πέτρος Μάτσας ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1059/2015, ημερ. 19.11.2015, Panayiotis Georghiou (Catering) Ltd v. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 221, Seco Ltd v. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λευκωσίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 553, Κυνηγού κ.α. ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2111/18.6.98, Ζίττης κ.α. v. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 198). Όπως συναφώς λέχθηκε στην Βαρβάρα Περικλέους ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Αγίας Νάπας (1993) 3 Α.Α.Δ. 579,-

 

«Για τον προσδιορισμό του δημοσίου συμφέροντος, ώστε να τεθεί ένας υπάλληλος σε διαθεσιμότητα κατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας και μέχρι την τελική εκδίκαση της πειθαρχικής υπόθεσης εναντίον του, είναι απαραίτητη η αποκάλυψη της αληθούς φύσης των παραπτωμάτων και των στοιχείων που τα συνθέτουν, ώστε το δημόσιο συμφέρον να εξειδικεύεται με αναφορά σε συγκεκριμένα περιστατικά και να προσδιορίζεται με τρόπο που να καθιστά εφικτό το δικαστικό ταυ έλεγχο (βλ. σχετικά. P. Adamides v. R. (1982) 3 CLR 343. Kazamias ν. R. (1982) 3 CLR 239, Σκαρπάρης ν. Ε.Α.Υ., Υπ. Αρ. 263/92, ημερ. 5.3.93, Π. Νικολάου ν. E.Δ.Y. (ανωτέρω) και Θεόδουλος Χαραλαμπίδης ν. Ε.Δ.Υ., Υπ. Αρ. 61/93, ημερ. 17.11.93).».

 

Περαιτέρω, σύμφωνα πάντα με τη νομολογία, κατά τον έλεγχο των γεγονότων και της κρίσης της Διοίκησης ως προς το τί συνιστά δημόσιο συμφέρον, το Δικαστήριο δεν υποκαθιστά την κρίση της Διοίκησης με την δική του άποψη (βλ. ενδεικτικά Μάτσας, ανωτέρω). Όπως λέχθηκε στην Λευκή Βρυωνίδου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1114/2013, ημερ. 3.9.2015, υπόθεση που επίσης αφορούσε σε διαθεσιμότητα, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στην ουσιαστική κρίση του αρμοδίου οργάνου και στην εκτίμηση των γεγονότων που βρίσκονται ενώπιον του. 

 

Λαμβανομένων υπόψη των ενώπιον μου τεθέντων στοιχείων και υπό το φως των πιο πάνω νομολογιακών κατευθυντήριων, κρίνω εν πρώτοις ότι στην υπό κρίση περίπτωση, η υπό του Συμβουλίου επίκληση του δημοσίου συμφέροντος συγκεκριμενοποιείται, με αναφορά σε ιδιαίτερα και/ή εξειδικευμένα περιστατικά της υπόθεσης, ώστε η απόφαση να αποκτά το απαραίτητο περιεχόμενο, αποκαλύπτοντας ταυτόχρονα και τη συλλογιστική του καθ’ ου η αίτηση και επιτρέποντας ωσαύτως τη διενέργεια του απαιτούμενου δικαστικού ελέγχου. Άμεσα σχετική είναι η απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου στην Μ.Π. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1744/2022(i-Justice), ημερ. 26.1.2023 (βλ. και Βρυωνίδου, ανωτέρω και Adamides ν. The Republic (1982) 3 C.L.R. 343).

Στη βάση του συνόλου των στοιχείων που είχε ενώπιον του, περιλαμβανομένων των τριών εσωτερικών σημειωμάτων προς τον Αν. Γεν. Διευθυντή του Συμβουλίου, ημερομηνίας 9.10.2023, 10.10.2023 και 18.10.2023, αντίστοιχα, αλλά και της γνωμάτευσης των νομικών του συμβούλων, ημερομηνίας 2.11.2023, στη οποία γίνεται επίσης αναφορά στο δημόσιο συμφέρον (παράρτημα Α στο δικόγραφο της ένστασης),  το καθ’ ου η αίτηση, ως αναφέρεται στο πρακτικό λήψης της επίδικης απόφασης, ημερομηνίας 2.11.2023 (βλ. παράρτημα Β στην ένσταση), έκρινε ότι η διερευνώμενη υπόθεση αφορά σε ενδεχόμενη διάπραξη αδικημάτων υπεξαίρεσης δημόσιου χρήματος, η οποία θα πρέπει να διερευνηθεί τόσο ποινικά, όσο και πειθαρχικά. Συνεπώς, σύμφωνα πάντα με το σχετικό πρακτικό, και με δεδομένη την έναρξη της απαιτούμενης έρευνας, το Συμβούλιο έκρινε ότι δικαιολογείται η διαθεσιμότητα της αιτήτριας για σκοπούς δημοσίου συμφέροντος. Κατ’ επίκληση δε του άρθρου 85(1Β) του Νόμου, το καθ’ ου η αίτηση αποφάσισε ότι συνέτρεχαν εξαιρετικές περιστάσεις που δικαιολογούσαν την άμεση διαθεσιμότητα της αιτήτριας, αφού η μη απομάκρυνσή της από το χώρο εργασίας της θα επηρέαζε την ομαλή διεξαγωγή της έρευνας.

 

Δεδομένης της φύσης των υπό διερεύνηση πειθαρχικών παραπτωμάτων και της άμεσης διασύνδεσής τους με το δημόσιο χρήμα, σε συνάρτηση με την υπηρεσιακή θέση που κατείχε η αιτήτρια, την ανάγκη εξασφάλισης της αποτελεσματικότητας των ερευνών, και λαμβανομένου υπόψη του κινδύνου επηρεασμού της ομαλής διεξαγωγής της πειθαρχικής έρευνας, είτε μέσω επηρεασμού μαρτύρων, είτε μέσω αλλοίωσης μαρτυρικού υλικού, εύλογα το καθ’ ου η αίτηση έκρινε ότι συνέτρεχαν λόγοι δημοσίου συμφέροντος που δικαιολογούσαν τη διαθεσιμότητα. Το αιτιολογικό, το οποίο παρατίθεται από το Συμβούλιο στο πρακτικό της επίδικης συνεδρίας της, συνιστά επαρκή συγκεκριμενοποίηση του δημοσίου συμφέροντος.

 

Δεν μπορεί παρά να ληφθεί σοβαρά υπόψη, όπως εξάλλου φαίνεται ότι λήφθηκε υπόψη και από το καθ’ ου η αίτηση, το στοιχείο του επηρεασμού της διενεργούμενης έρευνας, είτε μέσω του επηρεασμού μαρτύρων ή/και της αλλοίωσης ή/και εξαφάνισης μαρτυρικού υλικού. Αυτό το στοιχείο, όπως χαρακτηριστικά λέχθηκε και στη Βρυωνίδου, ανωτέρω, συνιστά τον σκληρό πυρήνα κατά τη διάγνωση του κατά πόσον ένας υπάλληλος θα πρέπει να παραμείνει εκτός του χώρου εργασίας και της άσκησης των καθηκόντων του, εκκρεμούσης της έρευνας.

 

Ως εκ των πιο πάνω, η κρίση του Συμβουλίου ότι συνέτρεχαν λόγοι δημοσίου συμφέροντος για την απόφαση διαθεσιμότητας της αιτήτριας, δικαιολογείται, τόσο υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, όσο και από τα στοιχεία που είχαν τεθεί ενώπιόν του, εκτίθενται δε με επαρκή σαφήνεια στην επίδικη απόφαση, τόσο το σκεπτικό του καθ’ ου η αίτηση, όσο και οι λόγοι που το οδήγησαν στη διαμόρφωση της συγκεκριμένης κατάληξής του. Συνεπώς, δεν εντοπίζεται σφάλμα ως προς την υπό του Συμβουλίου εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 85(1) του Νόμου.

 

Ωστόσο, πρόβλημα διαπιστώνεται ως προς την υπό του Συμβουλίου εφαρμογή των προνοιών του άρθρου 85(1Β) του Νόμου, στη βάση (και) του οποίου ενήργησε το Συμβούλιο, όπως προκύπτει από το πρακτικό λήψης της επίδικης απόφασης, αλλά και ως η ίδια η συνήγορος του καθ’ ου η αίτηση αναφέρει στη γραπτή της αγόρευση. Επ’ αυτού, η πλευρά της αιτήτριας ισχυρίζεται ότι δεν δόθηκε στην αιτήτρια το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης και ότι, εν πάση περιπτώσει, δεν της παρασχέθηκε το δικαίωμα να υποβάλει γραπτή ένσταση κατά της επίδικης απόφασης, εντός τεσσάρων εργάσιμων ημερών, όπως προβλέπεται στην εν λόγω διάταξη.

 

Εν πρώτοις, θα πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι, κατά τη νομολογία, η διαθεσιμότητα δεν συνιστά μέρος της πειθαρχικής διαδικασίας ούτε και αποτελεί τιμωρητική ενέργεια. Είναι ένα ανεξάρτητο διοικητικό μέτρο, το οποίο λαμβάνεται για το συμφέρον της υπηρεσίας, έστω και αν σχετίζεται με πειθαρχική διαδικασία (P.I.K. v. Κέττηρος (2007) 3 Α.Α.Δ. 555, Veis & Others ν. Republic (1979) 3 C.L.R. 390. Ρayiatas ν. Republic (1984) 3 C.L.R.  1239). H αρχή ότι κανένας δεν μπορεί να ενεργεί ως κριτής της υπόθεσης του αποτελεί έναν από τους βασικούς κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης. Ωστόσο, οι κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης έχουν εφαρμογή σε ποινικές και πειθαρχικές διαδικασίες, όχι όμως σε περιπτώσεις καθαρά διοικητικών θεμάτων (Kontemeniotis ν. Cyprus Broadcasting Corporation (1982) 3 C.L.R.1027). Απόφαση δε της Διοίκησης δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως πειθαρχικής φύσεως απλώς και μόνον επειδή είναι δυσμενής για τον επηρεαζόμενο (Lyssiotou v. Republic (1979) 3 C.L.R. 460). Εν προκειμένω, οι κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης δεν τυγχάνουν εφαρμογής, εφόσον η απόφαση για διαθεσιμότητα δε σχετίζεται με την αθωώτητα ή την ενοχή της αιτήτριας, αλλά λαμβάνεται για να διευκολυνθεί η ομαλή και απρόσκοπτη διεξαγωγή της διαταχθείσας έρευνας.

 

Ως εκ των πιο πάνω, απορρίπτεται ως αβάσιμος ο ισχυρισμός περί παραβίασης του άρθρου 43 του Νόμου 158(Ι)/1999 και του εκεί προβλεπόμενου δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης.

 

Ωστόσο, το όλο ζήτημα δεν τελειώνει εδώ. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 85(1Β)(α) του Νόμου (η έμφαση έχει προστεθεί)-

 

«Παρά τις διατάξεις του άρθρου 43 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόµου του 1999, η Επιτροπή δύναται, σε εξαιρετικές περιπτώσεις προκειµένου να διασφαλιστεί ότι δε θα επηρεαστεί µε οποιονδήποτε τρόπο η οµαλή διεξαγωγή της έρευνας, να θέσει αµέσως τον υπάλληλο σε διαθεσιµότητα δυνάµει του εδαφίου (1), χωρίς να προβεί στις ενέργειες που αναφέρονται στο εδάφιο (1Α), παρέχοντας ταυτόχρονα στον υπάλληλο αυτό το δικαίωµα να υποβάλει, αν το επιθυµεί, το αργότερον εντός τεσσάρων εργάσιµων ηµερών από την ηµέρα της επίδοσης της απόφασής της, γραπτή ένσταση για την απόφασή της να τον θέσει σε διαθεσιµότητα.».

 

Εν προκειμένω, από πουθενά δεν φαίνεται να παρασχέθηκε το δικαίωμα στην αιτήτρια να υποβάλει, εφόσον το επιθυμούσε, γραπτή ένσταση κατά της επίδικης απόφασης, εντός τεσσάρων εργάσιµων ηµερών από την ηµέρα της επίδοσής της σε αυτήν, όπως η αμέσως πιο πάνω διάταξη επιτάσσει. Ούτε στην ίδια την επιστολή που περιέχεται η επίδικη απόφαση, ημερομηνίας 2.11.2023, αναφέρεται οτιδήποτε σχετικό, ενώ ούτε από το διοικητικό φάκελο, αλλ’ ούτε και από τα παραρτήματα της ένστασης προκύπτει οτιδήποτε που να στοιχειοθετεί ένα τέτοιο γεγονός. Δεν παραγνωρίζω ότι στο προεκτεθέν πρακτικό του Συμβουλίου, ημερομηνίας 2.11.2023, αναφέρεται ότι το καθ’ ου η αίτηση εξουσιοδότησε τον Αν. Γεν. Διευθυντή, κ. Κ., «όπως επιδώσει άμεσα σχετική επιστολή στην κα Χ. γνωστοποιώντας της την απόφαση του Συμβουλίου» και όπως «εξηγήσει σ’ αυτήν τη φύση του υπό διερεύνηση αδικήματος και τα δικαιώματα της», καθώς και «το λόγο για τον οποίο τίθεται σε διαθεσιμότητα». Ωστόσο, αυτή η αναφορά από μόνη της δεν είναι αρκετή και από πουθενά δεν προκύπτει να έχει όντως υλοποιηθεί. Δεν μου διαφεύγει, επίσης, ότι και η συνήγορος του καθ’ ου η αίτηση αναφέρει στη γραπτή της αγόρευση ότι «ο κ. Κ. ανέφερε στην Αιτήτρια το λόγο για τον οποίο τέθηκε σε διαθεσιμότητα, τη χρονική διάρκεια αυτής και το λόγο που η χρονική διάρκεια αφορά στους τρεις μήνες. Ο κ. Κ. ανέφερε επίσης στην Αιτήτρια ότι κατά τη διάρκεια που αυτή θα είναι σε διαθεσιμότητα θα απολαμβάνει το 50% των απολαβών της, και ότι διατηρεί δικαίωμα αμφισβήτησης της απόφασης αυτής το αργότερο εντός 4 ημερών από την ημέρα της επίδοσης της απόφασης είτε με γραπτή ένσταση είτε μέσω δικηγόρου σύμφωνα με το άρθρο 85(1Β) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου». Εντούτοις, τα όσα αναφέρει η κα Ιάσωνος, πέραν του ότι συνιστούν ανεπίτρεπτη μαρτυρία, η οποία βεβαίως και δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή, ούτε και να ληφθεί υπόψη, πουθενά δεν βρίσκουν έρεισμα. Ούτε και το τεκμήριο της κανονικότητας, το οποίο επικαλείται η κα Ιάσωνος, διαθέτει την εμβέλεια να ενδύει με τον μανδύα της νομιμότητας όσα ο ίδιος ο Νόμος επιτάσσει όπως συντελεστούν, προκειμένου να διενεργηθεί νόμιμα η διαθεσιμότητα.

 

Συνεπώς, καταλήγω ότι στοιχειοθετείται λόγος ακύρωσης, εφόσον πράγματι, επίδικη απόφαση λήφθηκε κατά παράβαση των διατάξεων του Νόμου και δη αυτών του άρθρου 85(1Β)(α).

 

Η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται. Επιδικάζονται €1900 έξοδα υπέρ της αιτήτριας και εναντίον του καθ’ ου η αίτηση, πλέον Φ.Π.Α..

 

 

                                                                                                    Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο