ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                          

                                                 Υπόθεση Αρ. 200/2018

                                             

   19 Ιανουαρίου, 2024

 

[Φ. ΚΑΜΕΝΟΣ, ΔΔΔ.]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ Τ0 ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

Χ. Τ., Αστυνομικού και άλλων, ως ο Πίνακας Α

 Αιτητών

και

Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω Αρχηγού Αστυνομίας

Καθ' ων η Αίτηση

......... 

 

Ε. Τσολάκη (κα) για Δ. Στεφανίδη για Αιτητές

Κ. Παπαδοπούλου (κα), Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για τους Καθ' ων η αίτηση.

                                               

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Φ. Καμένος, ΔΔΔ.: Με την προσφυγή τους οι Αιτητές αιτούνται:

 

«Α. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των καθ' ων η αίτηση να μην παραχωρηθούν αναδρομικές μισθολογικές αυξήσεις στους αιτητές που προήχθησαν την 1.11.2014 στην Κλίμακα Α7+2, ήτοι μετά το τεθέν όριο της ημερομηνίας 20.6.2014, απόφαση άγνωστης ημερομηνίας, της οποίας έλαβαν γνώση με την πραγμάτωση της στις μισθολογικές καταστάσεις του Νοεμβρίου και Δεκεμβρίου 2017, οι οποίες είναι ακυρωτέες, διαζευκτικά ή/και σωρευτικά, χωρίς όμως να λάβουν μισθολογικές αυξήσεις για τη χρονική περίοδο από 20.06.2014 μέχρι τις 31.12.2016 στην Κλίμακα Α7+2, παρά μόνο από την 1.1.2017, είναι άκυρη/ες, παράνομη/ες και στερημένη/ες οπουδήποτε εννόμου αποτελέσματος».

 

Τα σχετικά με την παρούσα διαφορά γεγονότα, είναι τα ακόλουθα:

 

Στις 18/07/1997 στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας με Αρ. 3168 και αριθμό γνωστοποίησης 3057, έγινε η προκήρυξη για την πρόσληψη 250 Αστυνομικών.

 

Για την εν λόγω διαδικασία, στις 18/10/1997 πραγματοποιήθηκε γραπτή εξέταση, στην οποία από τους υποψηφίους που παρακάθησαν πέτυχαν 416 (εφεξής η «προηγούμενη διαδικασία»). Στις 11/11/1997, έγινε η πλήρωση των 250 θέσεων και τις κατέλαβαν οι 250 υποψήφιοι που αναφέρονταν στον «Πίνακα επιτυχόντων για πρόσληψη στην Αστυνομία» (εφεξής «οι διορισθέντες στις 11/11/1997»). Οι Αιτητές, αν και ήταν εντός των επιτυχόντων, δεν συγκαταλέγονταν στους 250 διορισθέντες στις 11/11/1997.

 

Σύμφωνα με τις πρόνοιες της νομοθεσίας, ως ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο, ο Πίνακας επιτυχόντων εξακολουθούσε να ισχύει για ένα χρόνο από την ημερομηνία ανάρτησης του και οποιεσδήποτε νέες θέσεις μέσα στην περίοδο του ενός χρόνου, θα πληρούνταν από τον εν λόγω Πίνακα.

 

Ακολούθως, και κατόπιν των απαραίτητων εγκρίσεων και διαδικασιών, ο Αρχηγός της Αστυνομίας, προέβη σε διορισμό 64 νέων μελών, στις 02/10/1998 και σε αυτούς περιλαμβάνονται όλοι οι Αιτητές πλην του Αιτητή Τ. Λ., ο οποίος για λόγους που τον αφορούσαν κατέστη δυνατόν να διοριστεί ένα μήνα μετά τους υπολοίπους και έτσι διορίστηκε στις 02/11/1998.

 

Σημειώνεται εδώ ότι, όσα μέλη είχαν προσληφθεί στην Αστυνομία μέχρι και τις 25/07/2002, είχαν προσληφθεί στη Συνδυασμένη Θέση Αστυφύλακα/Πυροσβέστη με Κλίμακα Α3-Α5 με προαγωγή στην Κλίμακα Α7 και η διαδικασία ανέλιξης τους είχε καθοριστεί με την απόφαση του Υπουργικό Συμβουλίου με Αρ. 23.126, ημερομηνίας 12/05/1983 (η «Απόφαση ΥΣ»). Η διαδικασία ανέλιξης προέβλεπε, μεταξύ άλλων, και την ακόλουθη πρόνοια [η οποία εφεξής θα καλείται η «πρόνοια Β(α) της Απόφασης ΥΣ»]:

 

«Β. Ανέλιξη Αστυφύλακα/Πυροσβέστη στο βαθμό στην Κλίμακα Α7

 

Αστυφύλακες/Πυροσβέστες κάτοχοι του κατώτερου βαθμού της συνδυασμένης θέσεως τους στις Κλίμακες Α3 και Α5, προάγονται στον ανώτερο βαθμό στην Κλίμακα Α7 αφού:

 

(α) συμπληρώσουν 16 χρόνων υπηρεσία από την ημερομηνία διορισμού τους στον κατώτερο βαθμό της οργανικής θέσεως τους από τα οποία 4 τουλάχιστο στην Κλίμακα Α5 και

(β)(…) (η έμφαση του Δικαστηρίου)»

 

Οι Αιτητές, οι οποίοι είχαν διοριστεί στις 02/10/1998 και είχαν ανελιχθεί στην Κλίμακα Α5 την 01/10/2010, συμπλήρωσαν την αναφερόμενη ανωτέρω πρόνοια Β(α) της Απόφασης ΥΣ στις 01/10/2014 (πλην του ενός που ως ανέφερα διορίστηκε στην υπηρεσία ένα μήνα αργότερα άρα και συμπλήρωνε την πρόνοια Β(α) της Απόφασης ΥΣ στις 01/11/2014).

 

Στις 30/12/2011 ετέθη σε ισχύ ο Περί της μη Παραχώρησης Προσαυξήσεων και Τιμαριθμικών Αυξήσεων στους Μισθούς των Αξιωματούχων και Εργοδοτουμένων και στις Συντάξεις των Συνταξιούχων της Κρατικής Υπηρεσίας και του Ευρύτερου Δημόσιου Τομέα Νόμος του 2011 (Ν. 192(I)/2011) (εφεξής ο «Βασικός Νόμος»).  

 

Σύμφωνα με τα άρθρα 3 και 4 του Βασικού Νόμου (οι τονισμοί και υπογραμμίσεις είναι του Δικαστηρίου):

 

«3. Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου ή Κανονισμών ή διοικητικών ρυθμίσεων ή πρακτικών που ρυθμίζουν θέματα καταβολής απολαβών και σύνταξης, κατά την περίοδο ισχύος του παρόντος Νόμου, οι μισθοί των αξιωματούχων και των εργοδοτουμένων παραμένουν στο ύψος της 31ης Δεκεμβρίου 2011 και, τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, η περίοδος από 1η Ιανουαρίου 2012 έως 31η Δεκεμβρίου 2013 δεν λαμβάνεται υπόψη για σκοπούς συμπλήρωσης της απαραίτητης υπηρεσίας για σκοπούς παραχώρησης προσαυξήσεων:

 

Νοείται ότι, η περίοδος υπηρεσίας αξιωματούχου ή εργοδοτούμενου πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος Νόμου λαμβάνεται υπόψη για σκοπούς συμπλήρωσης δωδεκάμηνης υπηρεσίας, ώστε να παραχωρηθεί προσαύξηση μετά τη λήξη της ισχύος του παρόντος Νόμου, σύμφωνα με τον κατά περίπτωση νόμο ή Κανονισμό ή διοικητική ρύθμιση ή πρακτική.

 

4.-(1) Σε περίπτωση προαγωγής εργοδοτουμένου κατά τη διάρκεια ισχύος του παρόντος Νόμου, παραχωρείται σε αυτόν προσαύξηση σύμφωνα με τον κατά περίπτωση νόμο ή Κανονισμό ή διοικητική ρύθμιση ή πρακτική που ίσχυε πριν τη ψήφιση του παρόντος Νόμου, με τις ακόλουθες εξαιρέσεις, όπου αυτό εφαρμόζεται:

 

(α) για σκοπούς υπολογισμού της κατάλληλης προσαύξησης στην κλίμακα της θέσης του υπαλλήλου πριν την προαγωγή θα λαμβάνεται υπόψη η υπηρεσία που κερδήθηκε μέχρι την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου και

 

(β) για σκοπούς υπολογισμού της υπηρεσίας υπαλλήλου επί του ανώτατου σημείου της κλίμακας της θέσης πριν την προαγωγή ή, ανάλογα με την περίπτωση, επί πάγιου μισθού, θα λαμβάνεται υπόψη η υπηρεσία που κερδήθηκε μέχρι την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου.

 

(2) Τόσο κατά τη διάρκεια της ισχύος του παρόντος Νόμου όσο και μετά τη λήξη αυτού, για σκοπούς θεμελίωσης προσόντων για προαγωγή σε θέση για την οποία απαιτείται ελάχιστη υπηρεσία στην ανώτερη κλίμακα των συνδυασμένων κλιμάκων της κατώτερης θέσης, υπάλληλος ο οποίος διαφορετικά θα έφτανε στην ανώτερη κλίμακα, θα λογίζεται ότι υπηρέτησε στην ανώτερη κλίμακα των συνδυασμένων κλιμάκων της κατώτερης θέσης για αντίστοιχο χρονικό διάστημα ως εάν να μην τύγχανε εφαρμογής η μη παραχώρηση προσαύξησης που ορίζεται στο άρθρο 3 του παρόντος Νόμου.

 

Το ανωτέρω άρθρο 3 του Βασικού Νόμου τροποποιήθηκε με τον τροποποιητικό Ν. 185(1)/2012 και, μεταξύ άλλων τροποποιήσεων, επεξέτεινε [αναδρομικά, βάσει του άρθρου 7(γ) του Ν. 185(1)/2012], την περίοδο ισχύος του μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2016. Ο Βασικός Νόμος τροποποιήθηκε περαιτέρω με τον τροποποιητικό Ν. 73(I)/2014, ο οποίος ετέθη σε ισχύ από 20/06/2014 και μεταξύ άλλων τροποποιήσεων αντικατέστησε το άρθρο 4 ως ακολούθως (οι τονισμοί και υπογραμμίσεις είναι του Δικαστηρίου):

 

4.-(1) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου ή κανονισμών ή διοικητικών ρυθμίσεων ή πρακτικών που ρυθμίζουν θέματα καταβολής απολαβών ή συντάξεων, κατά τη διάρκεια της ισχύος του παρόντος Νόμου, προαγωγή εργοδοτουμένου σε θέση προαγωγής ή σε θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής συνεπάγεται ότι η μισθοδοσία αυτού παραμένει η ίδια με τη μισθοδοσία που καταβαλλόταν σε αυτόν αμέσως προ της προαγωγής αυτού:

 

Νοείται ότι, σε περίπτωση αφυπηρέτησης του εν λόγω εργοδοτουμένου κατά τη διάρκεια της ισχύος του παρόντος Νόμου, η ανωτέρω αναφερόμενη μισθοδοσία αυτού, αποτελεί τις συνταξιοδοτικές απολαβές του, που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό των συνταξιοδοτικών ωφελημάτων του κατά την αφυπηρέτησή του.

 

(2) Επιδόματα παραστάσεως, φιλοξενίας, οδοιπορικών και τηλεφώνου της θέσης διορισμού ή προαγωγής εξακολουθούν να καταβάλλονται κατά τη διάρκεια της ισχύος του παρόντος Νόμου.

 

(3) Μετά τη λήξη της ισχύος του παρόντος Νόμου, εργοδοτούμενος, ο οποίος κατά τη διάρκεια της ισχύος του παρόντος Νόμου προήχθη σε θέση προαγωγής ή σε θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής, θα τοποθετηθεί μισθοδοτικά, από την ημερομηνία που ακολουθεί την ημερομηνία της λήξης της ισχύος του παρόντος Νόμου, σύμφωνα με τη θέση διορισμού ή προαγωγής αυτού και με βάση τον κατά περίπτωση νόμο ή κανονισμούς ή διοικητικές ρυθμίσεις ή πρακτικές που ίσχυαν πριν τη ψήφιση του παρόντος Νόμου, και για σκοπούς υπολογισμού-

 

(α) της κατάλληλης προσαύξησης στη μισθοδοτική κλίμακα της θέσης προαγωγής του εργοδοτουμένου, θα λαμβάνεται υπόψη η κατάλληλη προσαύξηση που ίσχυε κατά την ημερομηνία της προαγωγής του,

 

(β) της κατάλληλης προσαύξησης στη μισθοδοτική κλίμακα της θέσης του εργοδοτουμένου πριν την προαγωγή του, θα λαμβάνεται υπόψη η υπηρεσία του που είχε κερδηθεί μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2011· και

 

(γ) της υπηρεσίας εργοδοτουμένου επί του ανώτατου σημείου της κλίμακας της θέσης που κατείχε κατά το χρονικό σημείο αμέσως πριν την προαγωγή του ή, ανάλογα με την περίπτωση, επί παγίου μισθού, θα λαμβάνεται υπόψη η υπηρεσία αυτού που είχε κερδηθεί μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2011.

 

(4) Κατά τη διάρκεια της ισχύος του παρόντος Νόμου όσο και μετά τη λήξη της ισχύος αυτού, για σκοπούς θεμελίωσης προσόντων και μόνο για σκοπούς διορισμού ή προαγωγής σε θέση για την οποία απαιτείται ελάχιστη υπηρεσία στην ανώτερη μισθοδοτική κλίμακα των συνδυασμένων μισθοδοτικών κλιμάκων της κατώτερης θέσης, εργοδοτούμενος, ο οποίος μη ισχύοντος του παρόντος Νόμου θα έφτανε στην ανώτερη μισθοδοτική κλίμακα, θα λογίζεται ότι υπηρέτησε στην ανώτερη μισθοδοτική κλίμακα των συνδυασμένων μισθοδοτικών κλιμάκων της κατώτερης θέσης για αντίστοιχο χρονικό διάστημα, ως εάν να μην ετύγχαναν εφαρμογής οι διατάξεις του άρθρου 3 αναφορικά με την μη παραχώρηση προσαυξήσεων.

 

Μετά και τη λήψη γνωμάτευσης από τη Νομική Υπηρεσία αποφασίστηκε η έναρξη της διαδικασίας αναδρομικής προαγωγής των μελών της Αστυνομίας (και της Πυροσβεστικής) κατά την ημερομηνία που πληρούσαν τους όρους και τις προϋποθέσεις που θέτει η Απόφαση ΥΣ και ταυτόχρονα να παραχωρηθούν αναδρομικές μισθολογικές αυξήσεις στα μέλη που προήχθησαν πριν από τις 20/06/2014, πριν δηλαδή τη θέση σε ισχύ του ανωτέρω τροποποιητικού Ν. 73(I)/2014. Εντός αυτών ήταν οι διορισθέντες στις 11/11/1997, οι οποίοι συμπλήρωναν την πρόνοια Β(α) της Απόφασης ΥΣ πριν τις 20/06/2014, ήτοι στις 10/11/2013.

 

Όσον αφορά τα μέλη της Αστυνομίας/Πυροσβεστικής που η ημερομηνία κατά την οποία πληρούσαν την πρόνοια Β(α) της Απόφασης ΥΣ μετά τις 20/06/2014, περιλαμβανομένων άρα των Αιτητών, η μισθοδοσία τους παρέμεινε η ίδια μέχρι την 31 Δεκεμβρίου 2016 ήτοι μέχρι τη λήξη της ισχύος του Βασικού Νόμου, όπως αυτός τροποποιήθηκε με τις πιο πάνω τροποποιήσεις (ο Βασικός Νόμος ως τροποποιήθηκε θα αναφέρεται εφεξής ως ο «Νόμος»).

 

Ως εκ των πιο πάνω, οι Αιτητές, προήχθησαν μεν στην κλίμακα Α7 με ισχύ από 01/11/2014, χωρίς όμως να λάβουν αναδρομικά τις προσαυξήσεις και τιμαριθμικό επίδομα για την περίοδο 01/11/2014-31/12/2016, περίοδο κατά την οποία ήταν ήδη σε ισχύ ο Ν. 73(I)/2014. Τη μη λήψη των εν λόγω αναδρομικών προσβάλλουν με την παρούσα προσφυγή τους οι Αιτητές.

 

Με τη γραπτή αγόρευση του ευπαιδεύτου συνηγόρου τους οι Αιτητές προτάσσουν και αναπτύσσουν ότι η προσβαλλόμενη για κάθε Αιτητή πράξη εξεδόθη κατά λανθασμένη ερμηνεία του Νόμου ερμηνεία που απολήγει σε παράβαση της κατοχυρωμένης αρχής της ισότητας, και ειδικότερα της μισθολογικής ισότητας, και τις αρχές της αναλογικότητας, κατ' Άρθρο 52 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, Ν. 158(Ι)/1999, της νομιμότητας, του κράτους δικαίου, της αξιοκρατίας, της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης. Αυτό σε αντιπαραβολή με τη διαφορετική μεταχείριση που έτυχαν οι συνάδελφοί τους διορισθέντες στις 11/11/1997, οι οποίοι έλαβαν αναδρομικά τα επίδικα ωφελήματα.

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ΄ ων η αίτηση υπεραμύνεται της νομιμότητας των επίδικων αποφάσεων και προτάσσει επιπλέον προδικαστική ένσταση περί έλλειψης εννόμου συμφέροντος των Αιτητών στη βάση  του ισχυρισμού της ότι οι προσαυξήσεις δεν αποτελούν μέρος του μισθού αλλά και ότι οι Αιτητές δεν μπορούν να εγείρουν ισχυρισμούς αναφορικά με τον διορισμό των διορισθέντων στις 11/11/1997, καθότι εκείνος ο διορισμός περιβάλλεται πλέον με τεκμήριο νομιμότητας.

 

Εξέτασα με ιδιαίτερη προσοχή τα επιχειρήματα των συνηγόρων και καταλήγω στα ακόλουθα:

 

Ξεκινώντας από την προδικαστική ένσταση των Καθ’ ων η αίτηση, δεν θεωρώ ότι αυτή μπορεί να ευδοκιμήσει. Αν και συμφωνώ βεβαίως με τη θέση της συνηγόρου των Καθ΄ων η αίτηση ότι οι Αιτητές δεν μπορούν να προσβάλλουν με την παρούσα προσφυγή τους μια άλλη διοικητική πράξη ήτοι τον διορισμό των διορισθέντων στις 11/11/1997 άρα και κατ’ επέκταση ούτε και να διαμαρτύρονται αναφορικά με το πραγματικό γεγονός ότι οι εν λόγω συνάδελφοι τους διορίστηκαν ενωρίτερα αυτών, εντούτοις, η παρούσα προσφυγή εμφανώς δεν στρέφεται εναντίον του διορισμού των διορισθέντων στις 11/11/1997 αλλά στη μισθολογική μεταχείριση των Αιτητών, η οποία δεν αμφισβητείται ότι κοινοποιήθηκε σε κάθε ένα από αυτούς με τις καταστάσεις μισθοδοσίας τους Νοεμβρίου και Δεκεμβρίου 2017.  

 

Το αν, τώρα, μπορεί να γίνει από το παρόν Δικαστήριο εύρημα άνισης μεταχείρισης έναντι των εν λόγω συναδέλφων τους, δε θεωρώ ότι άπτεται του εννόμου συμφέροντος των Αιτητών αλλά αφορά ζήτημα ουσίας σε συνάρτηση πάντα με τη Νομοθεσία και γενικές αρχές που δικογραφούν και ειδικότερα αναπτύσσουν με τις αγορεύσεις τους οι Αιτητές με δοσμένη και δεδομένη όμως τη νομιμότητα του χρονικά πρωθύστερου διορισμού των συναδέλφων τους έναντι των αιτητών.

 

Ούτε όμως με βρίσκει σύμφωνο η θεώρηση περί έλλειψης εννόμου συμφέροντος των Αιτητών στη βάση του ισχυρισμού, με παραπομπή στην απόφαση στις Εφ. ΔΔ 177/2018 Δημοκρατίας ν. Αυγουστή ημερομηνίας 10.04.2020 (και ειδικότερα στην απόφαση του Έντ. Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου Γ. Γιασεμή), ότι οι προσαυξήσεις και το τιμαριθμικό επίδομα δεν αποτελούν μέρος του μισθού. Στην εν λόγω απόφαση δεν υπήρξε εύρημα έλλειψης εννόμου συμφέροντος των Αιτητών αλλά το Δικαστήριο διαπίστωσε, μεταξύ άλλων, ότι δεν μπορεί να θεωρηθούν ότι τα εν λόγω οικονομικά ωφελήματα καταβάλλονται δικαιωματικά αλλά μόνον αν πληρούνται οι νόμιμες για κάθε υπάλληλο προϋποθέσεις (που εκεί δεν πληρούνταν).  Και στην παρούσα λοιπόν υπόθεση και υπό το ειδικότερο πλέγμα των συνθηκών που τη συνοδεύουν και των επιχειρημάτων των Αιτητών, το αν πληρούνται ή όχι οι νόμιμες προϋποθέσεις για τους Αιτητές για να λάβουν προσαυξήσεις και τιμαριθμικό επίδομα είναι ακριβώς ζήτημα ουσίας και όχι εννόμου συμφέροντος τους.

 

Συνεπώς με έννομο συμφέρον και παραδεκτά μπορούν οι Αιτητές να προσβάλλουν τις επίδικες πράξεις ως εκ τούτου η προδικαστική ένσταση απορρίπτεται και θα προχωρήσω να εξετάσω τους εγειρόμενους λόγους ακυρότητας.

 

Εξ αρχής διαπιστώνω ότι οι Αιτητές δε θέτουν ζήτημα αντισυνταγματικότητας οποιασδήποτε πρόνοιας του Νόμου (περιλαμβανομένων των προνοιών του Ν.73(Ι)/2014, με τον οποίο ετέθη η πρόνοια ότι εφεξής η μισθοδοσία του προαχθέντος παραμένει η ίδια με τη μισθοδοσία που καταβαλλόταν αμέσως προ της προαγωγής) αλλά ισχυρίζονται ότι οι Καθ΄ ων η αίτηση, ερμηνεύοντας εσφαλμένα τον Νόμο αυτόν, εξέδωσαν τις προσβαλλόμενες αποφάσεις σε αντίθεση με τις νομοθετικές πρόνοιες αλλά και αντίθετα με τις αρχές της νομιμότητας, αναλογικότητας, κράτους δικαίου, αξιοκρατίας, καλής πίστης και χρηστής διοίκησης αλλά και σε αντίθεση με το συνταγματικά προστατευόμενο δικαίωμά τους σε ισότητα μισθού έναντι στους συναδέλφους τους διορισθέντες στις 11/11/1997.  Συγκεκριμένα, ως το θέτουν οι Αιτητές μέσω της γραπτής αγόρευσης των ευπαιδεύτων συνηγόρων τους (οι υπογραμμίσεις του Δικαστηρίου):

 

«Συνεπεία της παραβίασης της πιο πάνω νομοθετικής πρόνοιας οι καθ' ων η αίτηση δημιούργησαν, κατά παράβαση της αρχής της ισότητας, δύο ή περισσότερες ομάδες εργοδοτουμένων, που ενώ έχουν τον ίδιο εργοδότη, ασκούν ίδια καθήκοντα και αρμοδιότητες που στους οποίους εφαρμόσθηκε κατά τον ίδιο τρόπο ο νόμος περί παγοποίησης των προσαυξήσεων, εντούτοις, σε μία ομάδα εξ αυτών προσμετρήθηκαν όλα τα χρόνια της παγοποιημένης περιόδου, ενώ στις υπόλοιπες ομάδες όχι.

 

Η εν λόγω αναφορά γίνεται καθώς, όπως προαναφέρθηκε, οι πρόνοιες του άρθρου 4(4) εφαρμόστηκαν σε σειρά άλλων εργοδοτουμένων του κράτους οι οποίοι τελούν κάτω από τις ίδιες ή παρόμοιες συνθήκες με τους εργοδοτουμένους εδώ.

 

Ο νόμος όμως δεν προβαίνει σε τέτοιες διακρίσεις και όπως εφαρμόστηκε γενικά σε όλους τους εργοδοτουμένους του δημόσιου και ευρύτερου δημόσιου τομέα, έτσι πρέπει να εφαρμοστεί και κατά τη λήξη του σε όλα τα πρόσωπα που επηρεάστηκαν.

 

(..)

 

Με πιο απλά λόγια εάν η θέση του εργοδοτουμένου είναι συνδυασμένη θα λογίζεται, για σκοπούς θεμελίωσης του προσόντος για προαγωγή στην ανώτερη θέση, ότι υπηρέτησε στην κατώτερη θέση ως εάν να μην ετύγχανε εφαρμογής η μη παραχώρηση προσαυξήσεων κατά τα έτη 2012 έως 2016. έστω και εάν κατά τα έτη αυτά δεν ανελίχθηκε μισθοδοτικά σε ανώτερη κλίμακα.

 

Συνεπώς, ο εν λόγω νόμος δεν δημιουργεί τη διάκριση στην οποία προέβησαν οι καθ' ων η αίτηση και η Δημοκρατία, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι ο νόμος έληξε κατά την 31/12/2016, θα έπρεπε να καταβάλει σε κάθε επηρεαζόμενο εργοδοτούμενο από 01/01/2017 τον αντίστοιχο μισθό, της αντίστοιχης κλίμακας και βαθμίδας που ο εργοδοτούμενος θα κατείχε εάν δεν τύγχαναν εφαρμογής οι πρόνοιες του πιο πάνω νόμου».

 

Έχω ήδη αναφέρει ότι η νομιμότητα του διορισμού των διορισθέντων στις 11/11/1997 δεν μπορεί να αμφισβητηθεί άρα είναι δεδομένο και νόμιμο το γεγονός της πρωθύστερης κτήσης της θέσης στην υπηρεσία πριν από τους Αιτητές. Νομίμως άρα και κατά λογική συνοχή, οι συνάδελφοί τους αυτοί  συμπλήρωναν την πρόνοια Β(α) της Απόφασης ΥΣ  στις 10/11/2013 πριν τις 20/06/2014,  σε χρόνο άρα που δεν ίσχυε ακόμα ο Ν. 73(Ι)/2014. Ο εν λόγω Ν. 73(Ι)/2014 επέφερε τη σημαντική για τα δικαιώματα των Αιτητών τροποποίηση του άρθρου 4(1), βάσει του οποίου από τη θέση σε ισχύ του Ν. 73(Ι)/2014 (και όχι αναδρομικά ώστε να καλύπτει τους  διορισθέντες στις 11/11/1997) δεν παρέχονται προσαυξήσεις και τιμαριθμικό επίδομα σε περίπτωση προαγωγής του υπαλλήλου.

 

Η διαφοροποίηση άρα μεταξύ των Αιτητών και των διορισθέντων στις 11/11/1997 συναδέλφων τους ήταν ακριβώς ότι ενώ οι πρώτοι θεωρήθηκαν προαχθέντες μετά τη θέση σε ισχύ του Ν. 73(Ι)/2014, εφόσον τότε πληρούσαν την πρόνοια Β(α) της Απόφασης ΥΣ, οι δεύτεροι θεωρήθηκαν προαχθέντες πριν την θέση σε ισχύ του Νόμου αυτού ακριβώς λόγω συμπλήρωσης της πρόνοιας Β(α) της Απόφασης ΥΣ πριν τη θέση σε ισχύ του Ν. 73(Ι)/2014.

 

Η διαφοροποίηση όμως αυτή, ενέτασσε τους Αιτητές στην απαγόρευση πλέον παροχής των επίδικων ωφελημάτων για όσο χρόνο ο Νόμος βρισκόταν σε ισχύ, ενώ τους συναδέλφους τους σε δικαιούχους των ωφελημάτων αυτών εφόσον διέπονταν ήδη με το «προνομιακό» καθεστώς του Βασικού Νόμου, ο οποίος προέβλεπε την υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, παροχή των ωφελημάτων αυτών σε περίπτωση προαγωγής [βλ. πιο πάνω το άρθρο 4(1) του Βασικού Νόμου πριν την τροποποίηση του Ν. 73(Ι)/2014].

 

Το ότι ο Ν. 73(Ι)/2014 επέφερε τη δραστική αυτή διαφοροποίηση στα δικαιώματα των διορισθέντων σε συνδυασμένες θέσεις, έχει ήδη σημειωθεί και από τη νομολογία. Στην πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Αναθ. Έφεση Αρ. 148/2015 Χριστοφορίδης κ.α ν. Κεντρικής Τράπεζας ημερομηνίας 03.02.2023, ECLI:CY:AD:2023:D38 αναφέρθηκε (η έμφαση και υπογράμμιση είναι του παρόντος Δικαστηρίου):

 

 «Εν πάση περιπτώσει, είναι σημαντικό να τονισθεί ότι στο Ν.192(Ι)/2011, - όπως επεσήμανε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, - καμιά ειδική πρόνοια δεν συμπεριλαμβάνεται που να ρυθμίζει και ειδικότερα να προνοεί ρητά ότι αυτός εφαρμόζεται και στην συγκεκριμένη περίπτωση προαγωγής σε συνδυασμένες θέσεις, ώστε να δικαιολογείται νομοθετικά η προαγωγή των Εφεσειόντων, χωρίς οποιαδήποτε μισθολογική αναβάθμιση.

 

 Το δε σχετικό Άρθρο 4(1) του Ν. 192(Ι)/2011, τροποποιήθηκε μεταγενέστερα του ουσιώδους χρόνου, με τον τροποποιητικό Νόμο Ν. 73(Ι)/2014, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ στις 20.6.2014Το εν λόγω τροποποιημένο άρθρο είναι που ρύθμισε μεταγενέστερα την περίπτωση της προαγωγής εργοδοτούμενου και αποτέλεσε την συγκεκριμένη νομοθετική διάταξη, δυνάμει της οποίας «η μισθοδοσία αυτού παραμένει η ίδια με την μισθοδοσία που καταβαλλόταν σε αυτόν αμέσως προ της προαγωγής αυτού.

 

  Η εν λόγω μεταγενέστερη τροποποίηση, προφανώς καταδεικνύει την ανάγκη που προέκυψε για ρύθμιση της συγκεκριμένης περίπτωσης με ειδική νομοθετική διάταξη,  η οποία, όπως αναφέρθηκε, δεν συμπεριλαμβανόταν στο Ν.192(Ι)/2011.

 

  Συνακόλουθα, το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι, παρά την ανυπαρξία ειδικής αναφοράς στον Ν.192(Ι)/2011 στη συγκεκριμένη ομάδα θέσεων, αυτός εφαρμόζεται και στους Αιτητές.  Στην υπόθεση Λοΐζου κ.ά ν. Δημοκρατίας, Αναθ. Έφεση αρ. 172/2011, ημερ. 18.7.2018, με αναφορά στην υπόθεση DIAS United Publishing Co Ltd v. Δημοκρατίας (1996) 3 ΑΑΔ 550, αποφασίστηκε ότι «η ανυπαρξία θετικής νομοθετικής διάταξης δεν μπορεί να αναπληρωθεί με δικαστική απόφαση, γιατί σε τέτοια περίπτωση ο συνταγματικός έλεγχος που ασκεί το Ανώτατο Δικαστήριο θα μετατρεπόταν σε μέσο αναμόρφωσης ή συμπλήρωσης της νομοθεσίας».

 

  Για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει, ο 1ος λόγος Έφεσης δέον να επιτύχει.  Η δε ενασχόληση μας με τον 2ο και 3ο λόγο Έφεσης, ενόψει της πιο πάνω κατάληξης μας, κρίνεται αχρείαστη.».

 

Συνεπώς, η τυχούσα μη παροχή προσαύξησης και επιδόματος σε όσους κατόχους συνδυασμένης θέσης κατοχύρωναν προαγωγή πριν ο τροποποιητικός Ν. 73(Ι)/2014 τεθεί σε ισχύ, έχει κριθεί αποδοκιμαστέα από το Ανώτατο Δικαστήριο. Το ακυρωτικό αυτό εύρημα θα αφορούσε κατ’ αναλογία το υποθετικό σενάριο, στο οποίο οι συνάδελφοι των Αιτητών, ενώ είχαν κατοχυρώσει την προαγωγή τους εξ απόψεως των προϋποθέσεων της Απόφασης ΥΣ πριν τον τροποποιητικό Ν. 73(Ι)/2014, δεν ελάμβαναν τα αντίστοιχα ωφελήματα. Εν προκειμένω βέβαια (και σε αρμονία με το τι ακολούθως αποφασίστηκε στη Χριστοφορίδης) οι εν λόγω συνάδελφοί τους, τελικώς τα έλαβαν.

 

Ως όμως ανέφερα ήδη, όταν οι Αιτητές κατοχύρωσαν την προαγωγή τους, διέπονταν πλέον από το καθεστώς της τροποποίησης του Ν. 73(Ι)/2014 και άρα για αυτούς δεν ήταν δυνατή η παροχή προσαύξησης και επιδόματος εφόσον το άρθρο 4(1) του Νόμου, ως είχε πλέον τροποποιηθεί προέβλεπε ρητώς ότι η μισθοδοσία παραμένει η ίδια με τη μισθοδοσία που καταβαλλόταν αμέσως προ της προαγωγής.

 

Στο σημείο αυτό σημειώνω ότι δε θεωρώ ότι το άρθρο 4(4) του Νόμου, το οποίο οι Αιτητές ισχυρίζονται ότι οι Καθ’ ων η αίτηση παρερμήνευσαν με αποτέλεσμα να δημιουργείται η ανισότητα με τους διορισθέντες στις 11/11/1997 συναδέλφους τους, είναι σχετικό με το επίδικο ζήτημα καθότι η διαφοροποίηση δεν έγκειται στο φύση της θέσης των Αιτητών έναντι των εν λόγω συναδέλφων τους αλλά στο προαναφερθέν πραγματικό γεγονός με την αντίστοιχη έννομη συνέπεια που ανέλυσα ήδη ότι, όταν πλέον οι Αιτητές είχαν κατοχυρώσει προαγωγή, καλύπτονταν ήδη από την ισχύ του Ν.73(Ι)/2014.

 

Ως εκ τούτου είναι απορριπτέος ο ισχυρισμός των Αιτητών περί εσφαλμένης εφαρμογής του Νόμου με αποτέλεσμα τη δημιουργία μισθοδοτικής ανισότητας. Ορθώς, θεωρώ, οι Καθ’ ων η αίτηση εφάρμοσαν τον Νόμο και μεταχειρίστηκαν την περίπτωση των Αιτητών, εφόσον, δεδομένης της πρόνοιας του άρθρου 4(1) του Νόμου [ως πλέον είχε τροποποιηθεί από τον Ν.73(Ι)/2014] δεν είχαν διακριτική ευχέρεια να πράξουν οτιδήποτε άλλο παρά να διατηρήσουν τη μισθοδοσία των Αιτητών στο προ της προαγωγής ύψος της.

 

Έπεται ότι και οι υπόλοιποι λόγοι ακυρότητας, περί παράβασης των αρχών νομιμότητας, αναλογικότητας, κράτους δικαίου, αξιοκρατίας, καλής πίστης και χρηστής διοίκησης, οι οποίοι αναπτύσσονται από τους συνηγόρους των Αιτητών  έχοντας ως προμετωπίδα τη θεώρηση των Αιτητών περί παράνομης και πεπλανημένης εφαρμογής του Νόμου, είναι επίσης απορριπτέοι. Δεν θα μπορούσε άλλωστε να γίνεται λόγος για εφαρμογή των αρχών αυτών ενάντια σε σαφείς νομοθετικές πρόνοιες, οι οποίες δεν έδιδαν διακριτική ευχέρεια τους Καθ’ ων η αίτηση να εκδώσουν πράξη με ευνοϊκότερο ή διαφορετικό περιεχόμενο.

 

Εδώ παρεμβάλλω ότι η απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου στην οποία με παρέπεμψε ο ευπαίδευτος συνήγορος των Αιτητών στην Πρ. 674/2019 Κυριάκου κ.α  ν. Δημοκρατίας, μέσω Αρχηγού Αστυνομίας ημερ. 13.04.2022 δεν προσφέρει εδώ καθοδήγηση λόγω εμφανώς διαφορετικών δεδομένων από την παρούσα. Περιορίζομαι να αναφέρω ότι, εκτός της διαφορετικής επιχειρηματολογίας και λόγων ακυρότητας που εκεί εγέρθησαν, η ειδοποιός διαφορά είναι ότι σε εκείνη την υπόθεση οι εκεί αιτητές είχαν είτε διοριστεί ταυτόχρονα είτε και πρωθύστερα των συναδέλφων τους, οι οποίοι έτυχαν διαφορετικής (προφανώς ευνοϊκότερης) μεταχείρισης, με αποτέλεσμα το πραγματικό και άρα νομικό υπόβαθρο εκείνης της υπόθεσης με την παρούσα να είναι εντελώς διαφορετικό.

 

Σχετική με την παρούσα υπόθεση θεωρώ την πρόσφατη απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου στην Υπόθεση Αρ. 292/2018 Δ.Κ κ.α ν. Δημοκρατίας, μέσω Αρχηγού Αστυνομίας ημερ. 20.01.2023, όπου εγείρονται ίδιοι λόγοι ακυρότητας και με παρόμοιο πραγματικό και νομικό υπόβαθρο και όπου το Δικαστήριο επίσης απέρριψε τους ισχυρισμούς των Αιτητών. Εκεί αναφέρθηκαν τα ακόλουθα, με τα οποία συμφωνώ και υιοθετώ ως εφαρμοζόμενα και στην παρούσα:

 

Όσον αφορά στους ισχυρισμούς περί παραβίασης του κράτους δικαίου, της νομιμότητας και της αξιοκρατίας, αυτοί απορρίπτονται, αφού η καθ' ης η αίτηση έδρασε (δέσμια), ως προαναφέρθηκε, δυνάμει και στα πλαίσια εφαρμογής του Νόμου, ο οποίος έχει, εν τω μεταξύ, κριθεί συνταγματικός και συμβατός (και) με την αρχή της αναλογικότητας (και σε σχέση με την μη παραχώρηση προσαυξήσεων και τιμαριθμικών αυξήσεων, βάσει του Νόμου) στη δευτεροβάθμια απόφαση (πλειοψηφίας)της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερομηνίας 10.4.2020 στην Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 177/18 ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ν. ΑΥΓΟΥΣΤΗ κ.α.

 

Όσον αφορά, τέλος, στους ισχυρισμούς των αιτητών περί παραβίασης της αρχής της καλής πίστης, της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των αιτητών προς την διοίκηση και της χρηστής διοίκησης, ούτε αυτοί ευσταθούν δεδομένου ότι, οι εν λόγω αρχές δεν υπερφαλαγγίζουν την αρχή της νομιμότητας στη λειτουργία της διοίκησης, ούτε μεταβάλλουν τις αρχές δικαίου που διέπουν την άσκηση των εξουσιών που εναποτίθενται σε διοικητικό όργανο.

 

Όπως τονίστηκε στη ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ v. ΠΑΠΑΦΩΤΗ (1997) 3 Α.Α.Δ. 191, σελ. 196:

 

«.Ούτε η καλή πίστη συναρτάται με τον υπερακοντισμό της νομιμότητας στη λειτουργία της Διοίκησης. Όπως διευκρινίζεται στην Tamassos Suppliers v. Δημοκρατίας(1992) 3 Α.Α.Δ. 60, η αρχή της καλής πίστης σκοπεί στον αποκλεισμό της αυθαιρεσίας στη διοικητική λειτουργία. Δεν υπερφαλαγγίζει όμως την αρχή της σύννομης λειτουργίας της Διοίκησης, που είναι συνυφασμένη, όπως και κάθε κρατική λειτουργία, με την αρχή του κράτους δικαίου. Όπως υποδεικνύεται στην Παμπόρη v. Δημοκρατίας, υπόθεση αρ. 164/95, 15.12.1995, η αρχή της καλής πίστης, δε μεταβάλλει τις αρχές δικαίου που διέπουν την άσκηση των εξουσιών, που εναποτίθεται σε διοικητικό όργανο, ούτε προεξοφλεί την άσκηση της εξουσίας η οποία παρέχεται.(Βλ. Επίσης Vasiliou v. Republic (1982) 3 C.L.R. 220 Papadopoulou v. Republic (1984) 3 C.L.R. 332· Droussiotis v. C.B.C. (1984) 3 C.L.R. 546·Μιχαηλίδου v. Δημοκρατίας, υπόθεση αρ. 573/94 - 8.3.1996.)...»

 

Όπως, επίσης, αναφέρθηκε και στην απόφαση ημερομηνίας 23.9.2005 στην Προσφυγή Αρ. 1239/2003 ΜΑΡΙΟΣ ΔΗΜΟΣΘΕΝΟΥΣ v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ:

«.(iii) Παραβίαση αρχών Διοικητικού Δικαίου.

Έχει υποβληθεί επίσης εκ μέρους του αιτητή ότι υπήρξε παραβίαση των άρθρων 51(1), 52(2) και 54(1) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99), που αφορούν τις αρχές της καλής πίστης, της αναλογικότητας και της ανάκλησης των διοικητικών πράξεων. Πιο συγκεκριμένα ο αιτητής επαναλαμβάνει ότι η διαφοροποίηση της στάσης της Διοίκησης στο θέμα της προσπέλασης παραβιάζει τις πιο πάνω νομικές αρχές.

Η εισήγηση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Στην προκείμενη περίπτωση η διαφοροποίηση στη θέση της Διοίκησης, όπως έχει ήδη επισημανθεί, οφειλόταν στην αναθεώρηση της Δήλωσης Πολιτικής και στην εξάντληση των αποθεμάτων του λατομικού υλικού στην περιοχή.

 

Οι παράγοντες οι οποίοι θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη περιλαμβάνονται στις πρόνοιες του άρθρου 26(1) του Νόμου 90/72. Εφόσον δε το θέμα καθορίζεται με συγκεκριμένη νομοθετική διάταξη οι αρχές του διοικητικού δικαίου δεν τυγχάνουν εφαρμογής.

 

Όπως σημειώνεται στο "Eγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου", 7ηΈκδοση,σελ. 73 από τον Ε.Π. Σπηλιωτόπουλο,

 

"Οι γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου έχουν συμπληρωματικό χαρακτήρα και ισχύουν όταν δεν υπάρχει σχετικός κανόνας ο οποίος έχει θεσπιστεί με πράξη νομοθετικού οργάνου". (Βλ. καιΚυπριακά Διϋλιστήρια Πετρελαίου Λτδ ν. Δήμου Λάρνακας, Α.Ε. 2422-2423/17.5.2000, Α &S Antoniades & Co.v. Republic (1965) 3CLR 673, 684και Ακίνητα Λούλλας Ιωνίδου  Λτδ ν. Εφόρου Φόρου Εισοδήματος, Α.Ε. 2824/15.11.2001)...»

 

Δεν υπάρχει έδαφος ακύρωσης. Η προσφυγή απορρίπτεται με 1.800 ευρώ έξοδα υπέρ των Καθ’ ων η αίτηση και εναντίον των Αιτητών. Οι προσβαλλόμενες αποφάσεις επικυρώνονται.

 

 

Φ. Καμένος, ΔΔΔ

 

 

 

 

 

Πίνακας Α

 

1.      Γ. Π. , Λάρνακα.

2.      Π. Κ. , Λάρνακα.

3.      Π. Ζ. , Λάρνακα.

4.      Κ. Κ. , Λάρνακα.

5.      Λ. Ε. , Λάρνακα.

6.      Μ. Κυριάκου, Λάρνακα.

7.        Μ  , Δρομολαξιά

8.      Μ. Λ. Λάρνακα.

9.      Κ. Μ., Λάρνακα

10.    Π.Ε. Ορόκλινη

11.    Φ. Δ. Κολόσσι

12.    Σ. Α. , Λεμεσός

13.    Χ.Ι. , Λεμεσός

14.    Π. Θ., Λεμεσός.

15.    Γ. Τ., Λεμεσός.

16.    Χ. Κ. , Λεμεσός.

17.    Σ. Ξ.  , Λεμεσός.

18.    Θ. Κ.  , Λεμεσός

19.    Τ. Λ. , Λευκωσία.

20.    Σ. Σ, Λεμεσός.

21.    Σ. Σ., Λάρνακα

22.    Α. Σ, Λευκωσία.

23.  Δ. Γ. , Λευκωσία.

24.  Χ. Α., Λευκωσία.

25.  Χ. Χ., Λάρνακα.

26.  Χ. Χ., Στρόβολος.

27.  Ν. Η., Λευκωσία.

28.  Γ. Κ., Λευκωσία.

29.  Δ. Α., Λευκωσία.

30.  Χ. Χ., Λευκωσία

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο