ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                                                       

(Υπόθεση Αρ. 316/2020)

 

16 Ιανουαρίου 2024

[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]

 

          ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

                                                D. J. G.

                                                                             Αιτητής

                                                    ΚΑΙ

      ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΔΙΑ ΜΕΣΩ ΤΩΝ

  1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ

2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ

 

Καθ’ ων  η Αίτηση

 

Γ. Κουτρουζά (κα), για Μ. Χ. Μυλωνάς & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για Αιτητή

Τ. Ιακωβίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Καθ’ ων η Αίτηση     

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Με την υπό εξέταση προσφυγή, ο αιτητής, υπήκοος Ινδίας, προσβάλλει ως άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος, την απόφαση των καθ’ ων η αίτηση, που περιέχεται σε σχετική επιστολή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης («το Τμήμα»), ημερομηνίας 28.1.2020 και σύμφωνα με την οποία απερρίφθη το αίτημά του για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας με πολιτογράφηση.

 

Ο αιτητής, γεννηθείς κατά το έτος 1972, αφίχθηκε για πρώτη φορά στην Κυπριακή Δημοκρατία στις 18.7.2002, με άδεια εισόδου, με σκοπό την εργασία (ως βοηθός κουζίνας) και προς τούτο, εκδόθηκε σε αυτόν προσωρινή άδεια παραμονής και εργασίας στη Δημοκρατία, με ισχύ μέχρι τις 18.7.2003.

 

Με επιστολή της προς την Υπηρεσία Αλλοδαπών και Μετανάστευσης (ΥΑΜ), ημερομηνίας 27.9.2002, η εργοδότρια του αιτητή ενημέρωσε τους καθ’ ων η αίτηση ότι η εργοδότησή του τερματίστηκε, καθότι αυτός δεν ανταποκρινόταν στα καθήκοντά του, δεν ήταν συνεργάσιμος και, γενικότερα, σύμφωνα πάντα με τα γραφόμενα στην επιστολή, επεδείκνυε ανάρμοστη συμπεριφορά. Στην ίδια επιστολή, αναφερόταν επίσης ότι η εργοδότρια του αιτητή συνόδευσε αυτόν στο αεροδρόμιο μαζί με τον σύζυγό της, προκειμένου να αναχωρήσει από την Κύπρο, αλλά, αντ’ αυτού, ο αιτητής διέφυγε τρέχοντας.

 

Στις 8.10.2002, τα στοιχεία του αιτητή καταχωρήθηκαν στον κατάλογο αναζητούμενων προσώπων.

 

Αργότερα, τρία περίπου χρόνια μετά, στις 20.7.2005, ο αιτητής παρουσιάστηκε στην Υπηρεσία Ασύλου και, αφού υπέβαλε αίτημα για παραχώρηση ασύλου, παραχωρήθηκε σε αυτόν άδεια παραμονής στη Δημοκρατία ως αιτητής ασύλου μέχρι τις 7.2.2008. Τελικά, το αίτημα του αιτητή απορρίφθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου στις 25.10.2008.

 

Στις 23.6.2008, ο αιτητής τέλεσε πολιτικό γάμο στο Δημαρχείο Λύσης, με Κύπρια υπήκοο και του δόθηκε άδεια παραμονής ως σύζυγος Κύπριας πολίτιδας, με ίσχυ μέχρι τις 30.5.2009.

 

Εν συνεχεία, όπως προκύπτει και από σχετική επιστολή της ΥΑΜ προς το Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως, ημερομηνίας 3.7.2011, ο αιτητής εντοπίστηκε στη Λευκωσία και συνελήφθη στις 3.7.2011 για παράνομη παραμονή στη Δημοκρατία. Ως αναφέρεται σχετικώς, ο αιτητής δεν είχε στην κατοχή του στοιχεία που υποδήλωναν την ταυτότητά του και το καθεστώς παραμονής του, ενώ από σχετικό έλεγχο, διαπιστώθηκε ότι παρέμενε στο έδαφος της Δημοκρατίας παράνομα και τα στοιχεία του ήσαν καταχωρημένα στον κατάλογο αναζητούμενων προσώπων (stop list).

 

Συνεπεία των πιο πάνω, εκδόθηκαν εναντίον του αιτητή διατάγματα κράτησης και απέλασης, ημερομηνίας 3.7.2011, τα οποία ωστόσο στη συνέχεια (11.7.2011) ακυρώθηκαν, ενώ δόθηκαν στον αιτητή οδηγίες όπως διευθετήσει την παραμονή του στη Δημοκρατία, δεδομένου ότι αυτός είχε προηγουμένως υποβάλει αίτηση διαζυγίου (στις 5.11.2010). Ας σημειωθεί ότι κατά το έτος 2011 εκδόθηκε το διαζύγιο.

 

Στις 24.1.2012, ο αιτητής υπέβαλε αίτημα για να διευθετήσει την παραμονή του στη Δημοκρατία ως οικιακός βοηθός και του εκδόθηκε σχετική άδεια, την οποία έκτοτε ανανεώνει.

 

Στις 17.2.2018, ο αιτητής υπέβαλε αίτηση για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας με πολιτογράφηση. Στο πλαίσιο εξέτασης της αίτησης, διενεργήθηκε έρευνα από τους καθ’ ων η αίτηση, καθώς και προσωπική συνέντευξη στον αιτητή, στις 25.10.2019. Ακολούθως, υποβλήθηκε Έκθεση, ημερομηνίας 31.10.2019, από Λειτουργό των καθ’ ων η αίτηση που εξέτασε την περίπτωση του αιτητή, δια της οποίας υποβαλλόταν η εισήγηση για απόρριψη της αίτησης.

 

Η πιο πάνω εισήγηση έγινε δεκτή και η αίτηση του αιτητή απορρίφθηκε από τον Υπουργό Εσωτερικών στις 26.11.2019, ο  δε αιτητής ενημερώθηκε σχετικώς με επιστολή του Τμήματος, ημερομηνίας 28.1.2020. Ως αναφέρεται στην εν λόγω επιστολή, η αίτηση απορρίφθηκε, καθότι για μεγάλα χρονικά διαστήματα ο αιτητής παρέμενε παράνομα στη Δημοκρατία, ενώ χρησιμοποίησε αυτός κάθε μέσο για να πετύχει παραμονή στη χώρα. Επιπρόσθετα, σύμφωνα πάντα με την επιστολή, η σχέση του αιτητή με την Κύπρο είναι καθαρά εργασιακή και δεν έχει άλλο δεσμό με τη χώρα, με αποτέλεσμα να μην υφίσταται οποιοσδήποτε ουσιαστικός λόγος για την πολιτογράφησή του ως Κύπριου πολίτη.

 

Κατά της πιο πάνω απορριπτικής απόφασης, καταχωρήθηκε η υπό εξέταση προσφυγή, στις 8.4.2020.

 

Η πλευρά του αιτητή υποβάλλει ότι ο αιτητής πληροί όλες τις προϋποθέσεις για την απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας μέσω πολιτογράφησης.

 

Στην εμπροσθοφυλακή της επιχειρηματολογίας της συνηγόρου του αιτητή, βρίσκεται ο ισχυρισμός ότι εμφιλοχώρησε πλάνη στην κρίση των καθ’ ων η αίτηση, οι οποίοι, χωρίς τη διενέργεια της δέουσας έρευνας, κατέληξαν στη διαπίστωση ότι ο αιτητής παρέμεινε παράνομα στην Δημοκρατία για μεγάλα χρονικά διαστήματα και ότι αυτός χρησιμοποίησε κάθε μέσο για να πετύχει την παραμονή του στη χώρα, ενώ δεν έλαβαν υπόψη τους ότι η προσωπική ζωή του αιτητή έχει συνδεθεί στενά με τη Δημοκρατία, ότι ο αιτητής έχει αναπτύξει στην Κύπρο την ιδιωτική του ζωή και ότι διαθέτει λευκό ποινικό μητρώο. Περαιτέρω, χωρίς τη διενέργεια της δέουσας έρευνας οι καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν στη διαπίστωση ότι ο αιτητής δεν έχει οποιοδήποτε δεσμό με τη Δημοκρατία και δεν έχει ενσωματωθεί στην Κυπριακή κοινωνία.

 

Επιπρόσθετα, και σε άμεση συνάρτηση με τα πιο πάνω, η πλευρά του αιτητή προβάλλει ότι εσφαλμένα και πεπλανημένα οι καθ’ ων η αίτηση ερμήνευσαν και εφάρμοσαν το άρθρο 111 του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου (Ν.141(Ι)/2002), ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο («ο Νόμος»), και τις εκεί προβλεπόμενες προϋποθέσεις για πολιτογράφηση αλλοδαπού.

 

Έτερος προβαλλόμενος λόγος ακύρωσης που προωθείται, έγκειται στον ισχυρισμό περί κακής ενάσκησης της διακριτικής ευχέρειας των καθ’ ων η αίτηση. Στο πλαίσιο αυτό, η συνήγορος του αιτητή διερωτάται γιατί δε λήφθηκε υπόψη «η επί 7 συναπτά έτη εργοδότηση στον ίδιο εργοδότη που προδιαθέτει μια σταθερότητα», καθώς και οι συστάσεις όλων όσων υπέγραψαν την αίτηση του αιτητή για πολιτογράφηση.

 

Τέλος, προωθείται και λόγος ακύρωσης που έγκειται στον ισχυρισμό ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται επαρκούς και/ή της δέουσας αιτιολογίας.

 

Από την πλευρά τους, οι καθ’ ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ορθή και νόμιμη, λήφθηκε δε αυτή σύμφωνα με τις διατάξεις του Συντάγματος, τη σχετική νομοθεσία και τις αρχές του Διοικητικού Δικαίου, μετά από διενέργεια της δέουσας έρευνας και είναι δεόντως αιτιολογημένη, δυνάμενη να υπαχθεί στον απαιτούμενο δικαστικό έλεγχο και ουδεμία πλάνη εμφιλοχώρησε κατά τη λήψη αυτής. Περαιτέρω, η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε κατ’ ορθήν ενάσκηση της διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης και δεν διαπιστώνεται ούτε κατάχρηση εξουσίας, αλλ’ ούτε παραβίαση των γενικών αρχών του Διοικητικού Δικαίου. Όλοι δε οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί που προβάλλει η πλευρά του αιτητή, είναι αβάσιμοι και, ως τέτοιοι, υποκείμενοι σε απόρριψη.

 

Τονίζουν, μεταξύ άλλων, οι καθ’ ων η αίτηση ότι το ζήτημα της παραχώρησης υπηκοότητας σε αλλοδαπό εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του κράτους, ως έκφανση της άσκησης την κρατικής του κυριαρχίας και, εφόσον η Διοίκηση ενήργησε καλόπιστα, η κρίση της ως προς την έγκριση ή απόρριψη ενός τέτοιου αιτήματος, αναγνωρίζεται κατά τα λοιπά ως απόλυτη. Εν προκειμένω, σύμφωνα με τον σχετικό ισχυρισμό, οι καθ’ ων η αίτηση ενήργησαν καλόπιστα και καθόλα ορθά κατέληξαν στην απόρριψη της αίτησης του αιτητή, στηριζόμενοι στη διαπίστωση ότι αυτός δεν πληρούσε τις διατάξεις της οικείας νομοθεσίας, ήτοι αυτές του Νόμου, και αφού προηγουμένως διενήργησαν τη δέουσα έρευνα και αιτιολόγησαν πλήρως την απόφασή τους. Η δε αιτιολογία, συνεχίζει η πλευρά των καθ’ ων η αίτηση, συμπληρώνεται από τα στοιχεία του οικείου διοικητικού φακέλου. Προβάλλουν επίσης οι καθ’ ων η αίτηση ότι, κατά το στάδιο της εξέτασης της αίτησης του αιτητή, διαπιστώθηκε ότι υπήρχαν επαρκείς λόγοι που δεν συνηγορούσαν υπέρ της παραχώρησης υπηκοότητας σε αυτόν.

 

Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για προώθηση των εκατέρωθεν θέσεων, είτε υπέρ είτε κατά της νομιμότητας της προσβαλλόμενης πράξης.

 

Στο άρθρο 111 του Νόμου προβλέπεται η διακριτική ευχέρεια του Υπουργού Εσωτερικών («ο Υπουργός») να χορηγήσει πιστοποιητικό πολιτογράφησης σε οποιοδήποτε αλλοδαπό ενήλικα, «ο οποίος ικανοποιεί τον Υπουργό ότι κατέχει τα προσόντα για πολιτογράφηση σύμφωνα με τις διατάξεις του Τρίτου Πίνακα».

 

Σύμφωνα λοιπόν με τον Τρίτο Πίνακα του Νόμου, που τιτλοφορείται «Προσόντα για Πολιτογράφηση», και στον οποίο παραπέμπει το άρθρο 111 του Νόμου-

 

«1. Με την τήρηση των διατάξεων της αμέσως προηγούμενης παραγράφου, τα προσόντα για πολιτογράφηση αλλοδαπού που αιτείται τέτοια πολιτογράφηση, είναι τα ακόλουθα: 

(α) Διαµονή στη Δηµοκρατία για όλο το χρονικό διάστηµα των αµέσως προηγούµενων 12 µηνών από την ηµεροµηνία της αίτησης, και 

(β) κατά τη διάρκεια των αµέσως προηγούµενων από το πιο πάνω αναφερόµενο δωδεκάµηνο χρονικό διάστηµα επτά ετών, είτε διέµενε στη Δηµοκρατία, είτε διετέλεσε στη δηµόσια υπηρεσία της Δηµοκρατίας, είτε µερικώς το ένα και µερικώς το άλλο, για χρονικά διαστήµατα που αθροισµένα να µην είναι λιγότερα των τεσσάρων ετών: 

[…]

(γ) είναι καλού χαρακτήρα, και

(δ) έχει πρόθεση σε περίπτωση χορήγησης σ’ αυτόν πιστοποιητικού— 

(i) να διαµένει στη Δηµοκρατία, 

(ii) να εισέλθει ή να εξακολουθήσει να διατελεί στη δηµόσια υπηρεσία της Δηµοκρατίας ή υπηρεσία σε διεθνή οργανισµό του οποίου η Δηµοκρατία είναι µέλος ή υπηρεσία σε οποιοδήποτε σύνδεσµο, εταιρεία ή σώµα που ιδρύθηκε στη Δηµοκρατία.».

 

Επισημαίνεται εν πρώτοις ότι, από την προεκτεθείσα διάταξη, είναι ξεκάθαρο ότι ο Νόμος παρέχει στον Υπουργό τη διακριτική εξουσία να αποδεχθεί το αίτημα για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας με πολιτογράφηση. Αυτό, βεβαίως, σε πλήρη συμβατότητα με την πάγια και διαχρονική νομολογία επί του θέματος, η οποία πλειστάκις επιβεβαιώθηκε σε επίπεδο Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αναφορικά με την ευρεία διακριτική ευχέρεια της Δημοκρατίας να επιλέγει τους πολίτες της. Αναφορά μπορεί να γίνει στην ISSA E.E.ALYATIM ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 33/11, ημερ. 25.10.2016 και στην Amer v. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 66, όπου τονίστηκε ότι, το δικαίωμα αλλοδαπού να αποταθεί για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας, δεν συνεπάγεται και απόλυτο δικαίωμα απόκτησης της υπηκοότητας και ότι, εφόσον η διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης ασκείται καλόπιστα, το Δικαστήριο δεν δύναται να αμφισβητήσει περαιτέρω την απόφαση. Κατά τα λοιπά, η κάθε υπόθεση εξετάζεται επί των γεγονότων της. Όπως χαρακτηριστικά τονίστηκε στην Reyes v. Δημοκρατίας, Α.Ε. 181/12, ημερ. 24.10.2018, με αναφορά και στην Ήρωα ν. Δημοκρατίας (2005)  3 Α.Α.Δ. 307, εφόσον τηρείται η αρχή της καλής πίστης, η κρίση της Δημοκρατίας να επιλέξει τα άτομα στα οποία θα παράσχει την υπηκοότητά της, αναγνωρίζεται κατά τα άλλα ως απόλυτη, το δε τεκμήριο της καλόπιστης άσκησης της διακριτικής ευχέρειας παραμένει έγκυρο, μέχρι απόδειξης του αντιθέτου (Suleiman v. Republic (1987) 3 C.L.R. 224). 

 

Συνεπώς, αυτό που εξετάζεται σε περιπτώσεις ως η υπό κρίση είναι το κατά πόσον, η Διοίκηση κατά την ενάσκηση της διακριτικής της ευχέρειας, ενεργεί καλόπιστα.

 

Ωστόσο, θα πρέπει εξ’ αρχής να τονιστεί ότι στην υπό εξέταση περίπτωση, λόγος ακύρωσης περί παραβίασης της αρχής της καλής πίστης, δεν προωθείται από την πλευρά του αιτητή. Ωστόσο, και προς ολοκλήρωση του σκεπτικού του Δικαστηρίου, επισημαίνω τα εξής:

 

Ως έχει προαναφερθεί, οι καθ’ ων η αίτηση απέρριψαν την αίτηση του αιτητή, καθότι, όπως αναφέρεται και στην Έκθεση της Λειτουργού που εξέτασε την περίπτωσή του, ημερομηνίας 31.10.2019, η οποία τέθηκε ενώπιον του Υπουργού (παράρτημα 27 στο δικόγραφο της ένστασης), με παραπομπή και σε έγγραφα του διοικητικού φακέλου, ο αιτητής «απασχόλησε τις αρχές με θέματα παραμονής αφού κατά μεγάλα χρονικά διαστήματα παρέμεινε παράνομος και χρησιμοποίησε κάθε μέσο για να πετύχει την παραμονή του, πράγμα που καταδεικνύει ότι δεν είναι καλού χαρακτήρα άρα δεν πληροί την προϋπόθεση 1(γ) του Τρίτου Πίνακα» του Νόμου. Επίσης, στην ίδια Έκθεση, αναφέρεται ότι η σχέση του αιτητή προσδιορίζεται και περιορίζεται καθαρά από την προσωρινής βάσης εργασία του ως οικιακού βοηθού και δεν έχει οποιοδήποτε άλλο δεσμό με την Κύπρο. Πράγματι, τα αμέσως ανωτέρω και δη η παράνομη παραμονή του αιτητή στη Δημοκρατία για μεγάλα χρονικά διαστήματα, προκύπτουν και από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, αλλά και από τα παραρτήματα της ένστασης των καθ’ ων η αίτηση. Σχετική επ’ αυτού είναι η προαναφερθείσα επιστολή της ΥΑΜ προς το Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως, προηγηθείσα επιστολή του Υπεύθυνου ΥΑΜ Λάρνακας προς τον Διοικητή ΥΑΜ, ημερομηνίας 3.9.2002 (παράρτημα 5 στην ένσταση),  όπου γίνεται αναφορά στη διαφυγή και εξαφάνιση του αιτητή κατά το στάδιο της προγραμματισμένης αναχώρησής του από το αεροδρόμιο Λάρνακας, αλλά και έγγραφα, από τα οποία προκύπτει η καταχώρηση του ονόματος του αιτητή στο stop list.

 

Επί των πιο πάνω, η βασική θέση της συνηγόρου του αιτητή, έγκειται στον ισχυρισμό ότι ο αιτητής διαμένει στην Κύπρο τα τελευταία 20 περίπου χρόνια, έχοντας δημιουργήσει δεσμούς και φιλίες, η δε ιδιωτική και προσωπική ζωή του στην Κύπρο, έχει αναπτυχθεί. Περαιτέρω, ο αιτητής εργάζεται σταθερά, δεν αποτελεί βάρος για την οικονομία της χώρας και συνεισφέρει, καταβάλλοντας τις εισφορές του στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Η δε γενική και αόριστη αναφορά στην επίδικη απόφαση των καθ’ ων η αίτηση, ότι δεν υφίσταται οποιοσδήποτε ουσιαστικός λόγος παραχώρησης υπηκοότητας στον αιτητή, δεν συνιστά επαρκή αιτιολογία της απόρριψης της αίτησής του, αλλά αυθαίρετο συμπέρασμα, το οποίο δεν είναι επαρκές για την στοχειοθέτηση της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Δεν συμφωνώ με τις πιο πάνω θέσεις.

 

Εν πρώτοις, δεν έχω λόγο να αμφισβητήσω την εγκυρότητα των πηγών και/ή της πληροφόρησης των καθ’ ων η αίτηση περί παράνομης παραμονής του αιτητή στη Δημοκρατία για μεγάλα χρονικά διαστήματα (Anghel Viorel v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1064/2012, ημερ. 20.5.2014, ECLI:CY:AD:2014:D338), διαπίστωση που αποτέλεσε έναν από τους βασικούς λόγους που οδήγησαν στην απόρριψη της αίτησης του αιτητή. Αυτό, εξάλλου, ήτοι η παράνομη παραμονή στη χώρα, προκύπτει από τα ενώπιον μου τεθέντα έγγραφα και δεν έχει παρουσιαστεί οτιδήποτε περί του αντιθέτου από την πλευρά του αιτητή. Πρόκειται για πληροφορίες που έχουν συγκεντρωθεί από μια καθόλα αρμόδια προς τούτο κρατική αρχή, η οποία, ως εκ της φύσεώς της, αποτελεί μια έγκυρη και αξιόπιστη πηγή, και αυτές οι πληροφορίες μπορούν ωσαύτως να αποτελέσουν επαρκές νομιμοποιητικό έρεισμα αιτιολόγησης της επίδικης απορριπτικής απόφασης (βλ. και Krisztian Befeki v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 293/2012, ημερ. 7.3.2012, καθώς και την απόφαση του Δικαστηρίου τούτου στην TONU ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 415/2019, ημερ. 16.2.2022).

 

Άμεσα σχετική με το υπό συζήτηση θέμα είναι η απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Eddine v. Δημοκρατία (2008) 3 Α.Α.Δ. 95, όπου το Δικαστήριο θεώρησε ως επαρκείς ακόμη και γενικές ενδείξεις περί ενδεχόμενου προβλήματος στη βάση πληροφοριών που ευλόγως προκαλούν ανησυχία: «Αρκεί να παρέχεται επαρκώς πραγματικό έρεισμα για την αρνητική απόφαση εφόσον υπάρχουν και συγκεντρώνονται από κατάλληλες βέβαια πηγές πληροφορίες που προκαλούν ανησυχία. Ακόμη και γενικές ενδείξεις μπορούν δικαιολογημένα να αιτιολογήσουν αρνητική απόφαση, η όποια δε αμφιβολία επενεργεί υπέρ της Δημοκρατίας, στα πλαίσια του προεξάρχοντος κυριαρχικού της δικαιώματος να ελέγχει ποιοι διακινούνται και διαμένουν  στο έδαφος της (βλ. Moyo v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1203 και Ananda Marga Ltd v. Republic (1985) 3 C.L.R. 2583)» (βλ. Svetoslav Stoyanov v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 718/2012, ημερ. 26.2.2014 και Anghel Viorel, ανωτέρω).

 

Υπό το φως των πιο πάνω και λαμβάνοντας βεβαίως υπόψη την ευρεία διακριτική ευχέρεια που έχει η Διοίκηση κατά την εξέταση αιτήσεως ως η υπό κρίση, καταλήγω ότι και στην παρούσα περίπτωση, οι πληροφορίες που είχαν ενώπιον τους οι καθ’ ων η αίτηση αναφορικά με το μεταναστευτικό ιστορικό και/ή τη συμπεριφορά του αιτητή κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Δημοκρατία, αποτελούν επαρκή νομιμοποιητική βάση για την απόρριψη του αιτήματός του, εφαρμόζοντας εν προκειμένω τις διατάξεις του άρθρου 1 του Τρίτου Πίνακα του άρθρου 111 του Νόμου.

 

Υπενθυμίζεται, στο σημείο αυτό ότι, κατά πάγια νομολογία, ακόμα και η υφ’ ενός αιτητή κατοχή όλων των υπό του Νόμου προβλεπόμενων τυπικών προσόντων για πολιτογράφηση, απλώς γεννά το δικαίωμα υποβολής αιτήματος για πολιτογράφηση, αλλά «δεν οδηγεί αυτομάτως στην έγκριση της πολιτογράφησης» (AYMAN M. KAMMIS ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 96/2011, ημερ. 26.3.2015, ECLI:CY:AD:2015:D214, Νabil Mohamed Adel Fattah Amer v. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 66, Sohrab Bigvand v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1178/2008, ημερ. 12.11.2009).

 

Περαιτέρω, από την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 111 του Νόμου, είναι ξεκάθαρο ότι ο Νόμος παρέχει στον Υπουργό την διακριτική εξουσία να αποδεχθεί το αίτημα για πολιτογράφηση. Αυτό βεβαίως σε πλήρη συμβατότητα με την πάγια και διαχρονική νομολογία επί του θέματος, αφού έχει κατ’ επανάληψη τονιστεί μέσα από τις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι το ζήτημα της πολιτογράφησης άπτεται των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Δημοκρατίας να επιλέγει τους πολίτες της και, επομένως, το ακυρωτικό Δικαστήριο δύσκολα επεμβαίνει στην άσκηση τέτοιας εξουσίας (βλ. Tulin Sabahatin Veysel κ.ά ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 184/2008, ημερ. 6.7.2010 και Boulatnikova v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1082/2005, ημερ. 31.5.2007). Όπως λέχθηκε χαρακτηριστικά στην Yousife Mohamad v. Κυπριακής Δημοκρατίας κ.α. (2010) 3 Α.Α.Δ. 18, «η πολιτογράφηση είναι μία εξουσία η οποία ανάγεται στην κυρίαρχη φύση του κράτους το οποίο και μπορεί να παραχωρήσει υπηκοότητα σε πρόσωπα τα οποία επιθυμεί με μόνο περιορισμό της την ανάγκη επίδειξης καλής πίστης». Σημειώνεται ότι το σκεπτικό της Yousife Mohamad, ανωτέρω, υιοθετήθηκε μεταγενέστερα από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Κυπριακή Δημοκρατία κ.α. ν. Ζ.Μ. (2011) 3 Α.Α.Δ. 20 (βλ. επίσης MOJTABA E.G. MEIDAN ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1644/2010, ημερ. 15.10.2013).

 

Η ευχέρεια λοιπόν ενός κράτους να παρέχει την υπηκοότητά του σε άτομα, είναι κατά πάγια νομολογία αναγνωρισμένη και άπτεται των κυριαρχικών του δικαιωμάτων. Όπως χαρακτηριστικά λέχθηκε στην Tulin Sabahatin Veysel, ανωτέρω, «η ευχέρεια αυτή της πολιτείας αναγνωρίζεται διεθνώς από πολύ παλιά και η μόνη υποχρέωση που η Κυπριακή Δημοκρατία υπέχει στον τομέα αυτό κατά την άσκηση της διακριτικής της εξουσίας είναι να ενεργεί με καλή πίστη» (βλ. επίσης Boulatnikova v. Δημοκρατίας, ανωτέρω).

 

Στην Ήρωα, ανωτέρω, λέχθηκαν τα εξής άμεσα σχετικά με το υπό εξέταση ζήτημα (η υπογράμμιση έχει προστεθεί):

«Το αναφερθέν άρθρο 5(2) του Νόμου δεν παρέχει στον αλλοδαπό δικαίωμα πολιτογράφησης. Του παρέχει το δικαίωμα να αποταθεί για πολιτογράφηση όπου θεωρεί ότι συντρέχουν οι τιθέμενες σ' αυτό προϋποθέσεις. Και παρέχει στον Υπουργό την εξουσία να αποδεχθεί το αίτημα. Οπότε ο Υπουργός «μπορεί να μεριμνήσει» για την πολιτογράφηση αλλοδαπού.  Πρόκειται για κρατική εξουσία η οποία, σε αυτές τις περιπτώσεις, ασκείται νόμιμα εφόσον ασκείται καλόπιστα. Ο ασκών την εξουσία δεν παύει  να ενεργεί καλόπιστα όπου η απόφαση του για τη μη πολιτογράφηση αλλοδαπού στηρίζεται  μόνο σε λογική αμφιβολία και όχι σε ο,τιδήποτε πέραν αυτής.  Εφόσον λοιπόν τηρείται η προϋπόθεση της καλής πίστης, η κρίση της διοίκησης αναγνωρίζεται ως προς τα άλλα να είναι απόλυτη.[...]

 

Το γεγονός ότι ο αιτητής κατέχει και πληροί τα προσόντα που προνοούνται από τη νομοθεσία, δεν νοηματοδοτεί αφ' εαυτού δικαίωμα πολιτογράφησης.  Ο Υπουργός Εσωτερικών πέραν από τις προϋποθέσεις που τάσσει ο Νόμος, εξετάζει το δημόσιο συμφέρον και συνεκτιμά όλα τα ενώπιόν του στοιχεία, για να κρίνει αν εξυπηρετούνται τα συμφέροντα της πολιτείας. Πάντοτε μέσα στα πλαίσια του δικαιώματος κάθε κυρίαρχου κράτους να επιλέγει τους πολίτες του. Δεν επαρκεί μόνο να συντρέχουν οι τυπικές προϋποθέσεις του Νόμου.  Πέραν από τη διερεύνηση τυχόν λόγων που συγκεντρώνονται στο πρόσωπο του αιτητή, και αφορούν στη δημόσια τάξη και ασφάλεια, επιβάλλεται περαιτέρω διερεύνηση και άλλων παραγόντων, όπως η δυνατότητα ενσωμάτωσης του αιτητή στο κυπριακό περιβάλλον, η ειλικρινής επιθυμία του αιτητή να καταστεί Κύπριος πολίτης κλπ.

 

Με τα όσα εξήγησα πιο πάνω, είναι σαφές ότι η αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί. Υπό τις περιστάσεις κρίνω ότι με τα στοιχεία που έχουν τεθεί ενώπιόν μου, διεξήχθη δέουσα έρευνα και τίποτε το αντιφατικό, αόριστο ή ασαφές λήφθηκε υπ΄ όψιν. Η υπόθεση εξετάστηκε στα πλαίσια της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης και κανένα από τα παράπονα του αιτητή δεν φαίνεται να ευσταθεί.».

 

Τα πιο πάνω τυγχάνουν εφαρμογής και στην παρούσα υπόθεση. Με βάση το σύνολο των ενώπιον μου στοιχείων, δεν εντοπίζω οτιδήποτε που να καταδεικνύει ότι οι καθ’ ων η αίτηση ενήργησαν κακόπιστα και δεν διαπιστώνεται να έχει εμφιλοχωρήσει πλάνη στην κρίση των καθ’ ων, οι οποίοι ενήργησαν εντός των ορίων της, ευρείας εν προκειμένω, διακριτικής τους ευχέρειας.

 

Υπό το φως των αρχών και κατευθυντήριων που έχουν εκτεθεί ανωτέρω και έχοντας βεβαίως ως αφετηρία ότι η πολιτογράφηση είναι μία εξουσία που ανάγεται στην κυρίαρχη φύση του κράτους, το οποίο και μπορεί να παραχωρήσει υπηκοότητα σε πρόσωπα τα οποία επιθυμεί, με μόνο περιορισμό της την ανάγκη επίδειξης καλής πίστης, τα όσα αναφέρει η συνήγορος του αιτητή στη γραπτή της αγόρευση, ουδόλως μπορούν να προσθέσουν στην επιχειρηματολογία της περί απόφασης παράνομης και/ή πεπλανημένης, ενώ ούτε και εντοπίζεται κενό έρευνας. Εξάλλου, αυτό που εξετάζεται στην παρούσα περίπτωση είναι η νομιμότητα της απόφασης απόρριψης αιτήματος για απόκτηση της Κυπριακής υποηκότητας και όχι αιτήματος για παραμονή αλλοδαπού στη Δημοκρατία.

 

Ενόψει λοιπόν των γεγονότων της υπόθεσης και, γενικότερα, στη βάση του συνόλου των ενώπιον μου στοιχείων,  κρίνω ότι οι καθ’ ων η αίτηση ενήργησαν νόμιμα και εντός των ορίων της διακριτικής εξουσίας που τους παρέχει ο Νόμος και δε διακρίνω οτιδήποτε μεμπτό στην τελική τους κατάληξη. Συνεπώς, καθίστανται αβάσιμοι και απορριπτέοι οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί του αιτητή.

 

Περαιτέρω, ως αβάσιμος θα πρέπει να απορριφθεί και ο ισχυρισμός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω μη επαρκούς αιτιολόγησής της.

 

Εξετάζοντας την, περιεχόμενη στην προαναφερθείσα επιστολή ημερομηνίας 28.1.2020, απόφαση, κρίνω ότι αυτή είναι επαρκώς και/ή δεόντως αιτιολογημένη, δυνάμενη ωσαύτως να υπαχθεί στον απαιτούμενο δικαστικό έλεγχο, ως η νομολογία πάγια και διαχρονικά επιτάσσει (Στέφανος Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270). Στην εν λόγω απόφαση, περιέχεται το σκεπτικό και οι λόγοι για τους οποίους απορρίφθηκε η αίτηση του αιτητή. Συμπληρώνεται δε η αιτιολογία της πράξης από το περιεχόμενο του οικείου διοικητικού φακέλου και τα παραρτήματα του δικογράφου της ένστασης, από τα οποία προκύπτει με σαφήνεια το μεταναστευτικό ιστορικό και η συμπεριφορά του αιτητή στη Δημοκρατία και, κατ’ επέκταση, οι λόγοι απόρριψης της αίτησής του από τη Διοίκηση (Σανταφιανός ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 108/2015, ημερ. 3.6.2022, ECLI:CY:AD:2022:C227, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1171, Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ., 371).

 

Συνεπώς, για τους λόγους που έχω εξηγήσει πιο πάνω, κρίνω ότι δεν υφίσταται πεδίο επέμβασης του Δικαστηρίου, εφόσον δεν στοιχειοθετείται λόγος ακύρωσης.

 

Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Επιδικάζονται €1500 έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ’ ων η αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται συμφώνως του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.

 

                                                                                                    Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο