ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                          

                                                 Υπόθεση Αρ. 329/2019

                                             

    11 Ιανουαρίου, 2024

 

[Φ. ΚΑΜΕΝΟΣ, ΔΔΔ.]

 

ΑΝΑΦOΡΙΚΑ ΜΕ Τ0 ΑΡΘΡO 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

                      Spica Ltd,

 

Αιτήτρια

                          Και

 

 Συμβούλιο Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας 

 

                                                      Καθ' ων η Αίτηση

......... 

 

 

Χρίστος Μιτσίδης με Άντρη Τσαγγαρίδου για Χρ. Π. Μιτσίδης & Σία Δ.Ε.Π.Ε,  Δικηγόροι για Αιτήτρια

Έλενα Τόλλα για Μ. Ηλιάδης & Συνεταίροι Δ.Ε.Π.Ε, Δικηγόροι για Καθ' ων η αίτηση.

                                               

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Φ. Καμένος, ΔΔΔ.: Με την προσφυγή της η Αιτήτρια αιτείται τις ακόλουθες θεραπείες:

 

«Α. Δήλωση και/ή Απόφαση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των Καθ' ων η αίτηση και/ή εντεταλμένου από αυτούς Οργάνου ημερομηνίας 13/02/2019, για την οποία η Αιτήτρια έλαβε γνώση αργότερα μέσω ταχυδρομείου και με την οποία η Αιτήτρια καλείται να καταβάλλει δικαιώματα αξιοποιούμενης γης ύψους €75.650,12.- και με την οποία ανακαλείται η προηγούμενη πράξη και/ή απόφαση ημερομηνίας 07/01/2019 με την οποία η Άιτήτρια καλείτο να καταβάλλει δικαιώματα αξιοποιούμενης γης ύψους €30.000 είναι άκυρη και/ή παράνομη και/ή αντισυνταγματική και/ή ελήφθη καθ' υπέρβαση και/ή κατάχρηση εξουσίας και/ή με πλάνη περί των πραγμάτων και/ή παραβιάζει τις αρχές της χρηστής διοίκησης και φυσικής δικαιοσύνης και/ή κατά παράβαση της αρχής της καλή πίστης και/ή στερείται οποιουδήποτε νόμιμου αποτελέσματος και/ή συνέπειας.

 

Β. Δήλωση και/ή Απόφαση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των Καθ' ων η αίτηση και/ή εντεταλμένου από αυτούς Οργάνου ημερομηνίας 07/01/2019 για την οποία η Αιτήτρια έλαβε γνώση αργότερα μέσω ταχυδρομείου, είναι άκυρη και/ή παράνομη και/ή αντισυνταγματική και/ή ελήφθη καθ' υπέρβαση και/ή κατάχρηση εξουσίας και/ή με πλάνη περί των πραγμάτων και/ή παραβιάζει τις ρχές της χρηστής διοίκησης και φυσικής δικαιοσύνης και/ή κατά παράβαση της αρχής της καλή πίστης και/ή στερείται οποιουδήποτε νόμιμου αποτελέσματος και/ή συνέπειας».

 

Τα γεγονότα, ως προκύπτουν από τα δικόγραφα και τους διοικητικούς φακέλους είναι τα ακόλουθα:

 

Η αιτήτρια είναι ιδιοκτήτρια τριών ακινήτων τεμαχίων, τα οποία βρίσκονται στην επαρχία Λευκωσίας (τότε) Κοινότητα Τσέρι (εφεξής τα «τεμάχια»).

 

Η αιτήτρια έλαβε πολεοδομική άδεια για ανέγερση κατοικίας στα τεμάχια στις 28.04.2009 και άδεια οικοδομής στις 28.12.2010.

 

 

Τον Σεπτέμβριο του 2010, κατόπιν της έκδοσης της πολεοδομικής άδειας και πριν την έκδοση της άδειας οικοδομής, η Επαρχιακή Διοίκηση Λευκωσίας, ζήτησε τις απόψεις των Καθ' ων η αίτηση για την υδροδότηση των τεμαχίων της αιτήτριας και στις 29/9/2010 οι Καθ' ων η αίτηση απάντησαν ότι η υδροδότηση των τεμαχίων της αιτήτριας εταιρείας από τους Καθ' ων η αίτηση ήταν αδύνατη για τον λόγο ότι τα τεμάχια βρίσκονταν εκτός των ορίων υδροδότησης.

 

Με τον περί Υδατοπρομήθειας (Δημοτικές και Αλλες Περιοχές), (Τροποποιητικός) (Αρ. 2) Νόμο του 2012 (Ν. 199(Ι)/2012), κατέστη δυνατό να γίνεται υδροδότηση τεμαχίων που βρίσκονταν εκτός των ορίων των Καθ' ων η αίτηση, χωρίς να απαιτείται η έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου.

 

Κατόπιν της πιο πάνω τροποποίησης του Κεφ. 350, και δεδομένου ότι η αιτήτρια είχε εξασφαλίσει Πολεοδομική και Άδεια Οικοδομής για ανέγερση οικοδομής στα τεμάχια της, οι Καθ' ων η αίτηση, κατά το 2013, εξέτασαν κατά πόσο ήταν δυνατή η υδροδότηση στο υπό ανέγερση υποστατικό της αιτήτριας.

 

Oι Καθ' ων η αίτηση προέβησαν σύμφωνα με τους περί Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας Κανονισμούς του 2012 (ΚΔΠ 109/2012) (εφεξής «ΚΔΠ 109/2012») σε υπολογισμό του κόστους της υδροδότησης για την ανέγερση υποστατικού στα τεμάχια της αιτήτριας εταιρείας το οποίο ανήλθε στο ποσό των €39.722,06 (ήτοι €36.436,40 αναφορικά με δικαιώματα αξιοποιούμενης γης, €3.005,00 για δικαιώματα όγκου οικοδομής πλέον €60 εγγύηση και €220,66 πάγια έξοδα και ΦΠΑ) και ενημέρωσαν με σχετική επιστολή τους ημερομηνίας 21/01/2013 την αιτήτρια.

 

Η αιτήτρια με επιστολή της ημερομηνίας 02/10/2013, προς τους Καθ' ων η αίτηση ζήτησε όπως αναθεωρηθεί o υπολογισμός των εξόδων και της παραχωρηθεί έκπτωση στο κόστος υδροδότησης και παράλληλα ζήτησε όπως o υδρομετρητής του υποστατικού της τοποθετηθεί εντός του κτήματος της, καθότι, όπως ισχυρίστηκε, είχε οριοθετηθεί ο δρόμος προς τα τεμάχια της. Με νεώτερη επιστολή της ημερομηνίας 19/12/2013  επανέλαβε το αίτημά της επιστολής της ημερομηνίας 02/10/2013.

 

Σε έκθεση των Καθ’ ων η αίτηση ημερομηνίας 15/5/2014, η οποία φαίνεται να απεστάλη στην Αιτήτρια στις 16/5/2014, αναφέρεται και επιβεβαιώνεται ότι το κόστος υδροδότησης στα τεμάχια της ανέρχετο στο ποσό των €39.723,93 (ήτοι €36.436,40 αναφορικά με δικαιώματα αξιοποιούμενης γης, €3.005,00 για δικαιώματα όγκου οικοδομής πλέον €60 εγγύηση και €222,53 πάγια έξοδα και ΦΠΑ)  με χειρόγραφη σημείωση/εισήγηση προς την αιτήτρια όπως, εν αναμονή της απόφασης του Υπουργού Εσωτερικών επί τυχόν τροποποίησης των κανονισμών που διέπουν τον τρόπο υπολογισμού των τελών υδροδότησης, καταβάλει το ποσό των €9.723,93 και το υπόλοιπο ποσό ήτοι €30.000,00 να παραμείνει ως οφειλόμενο στο λογαριασμό της αιτήτριας και εάν τελικά οι κανονισμοί δεν τροποποιηθούν, να καταβληθεί σταδιακά, ώστε σε 2 χρόνια να εξοφληθεί.

 

Κατόπιν των πιο πάνω, στις 4/6/2014, η αιτήτρια υπέβαλε αίτηση για υδροδότηση στα τεμάχια της μαζί με τα σχετικά έγγραφα περιλαμβανομένων των σχετικών πολεοδομικών/οικοδομικών αδειών. Στην εν λόγω αίτηση καταγράφεται αναλυτικά ο υπολογισμός του συνολικού κόστους υδροδότησης της Αιτήτριας αναφέροντας τα ποσά που είχαν ήδη υπολογιστεί από τους Καθ΄ων η αίτηση (€36.436,40 αναφορικά με δικαιώματα αξιοποιούμενης γης, €3.005,00 για δικαιώματα όγκου οικοδομής πλέον €60 εγγύηση και €222,53 πάγια έξοδα και ΦΠΑ).

 

Την ίδια ημέρα με την εν λόγω αίτησή της, η αιτήτρια κατέβαλε το ποσό των €9.723,93 και οι Καθ' ων η αίτηση εξέδωσαν σχετική απόδειξη. Ακολούθως, οι Καθ' ων η αίτηση προχώρησαν στις 10/6/2014 και εγκατέστησαν στα τεμάχια της αιτήτριας εταιρείας μετρητή νερού και παράλληλα δόθησαν οδηγίες όπως ο λογαριασμός της αιτήτριας χρεωθεί για το ποσό των €30.000.

 

Με επιστολή τους ημερομηνίας 7/1/2019 προς την αιτήτρια εταιρεία (προσβαλλόμενη με το αιτητικό Β της προσφυγής), οι Καθ' ων η αίτηση την πληροφόρησαν ότι τα δικαιώματα αξιοποιούμενης γης με βάση τους κανονισμούς παραμένουν ως έχουν και άρα το ποσό των €30.000,00 που έχει χρεωθεί στον λογαριασμό της υδροληψίας της το έτος 2014, θα πρέπει να καταβληθεί εντός 2 ετών με μηνιαίες δόσεις των €1.250,00 αρχίζοντας από τον Ιανουάριο του 2019.

 

Η αιτήτρια, με επιστολή της ημερομηνίας 17/1/2019  προς τους Καθ' ων η αίτηση, ζήτησε μεταξύ άλλων από τους Καθ' ων η αίτηση όπως δικαιολογήσουν την χρέωση στον λογαριασμό της του ποσού των €30.000,00 και την μέθοδο υπολογισμού του.

 

Οι Καθ' ων η αίτηση με επιστολή τους ημερομηνίας 29/1/2019 και εις απάντηση της πιο πάνω επιστολής της αιτήτριας, την διαβεβαίωσαν ότι οι υπολογισμοί των δικαιωμάτων αξιοποιούμενης γης αναφορικά με τα τεμάχια της έγιναν σύμφωνα με τους προβλεπόμενους Κανονισμούς και ειδικότερα τον Κανονισμό 6 του περί Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας (Κ.Δ.Π. 109/2012) και κάλεσαν την αιτήτρια όπως, αρχίσει την καταβολή των δόσεων της για την πλήρη εξόφληση τους.

 

Ακολούθως, οι Καθ' ων η Αίτηση προέβησαν εκ νέου σε υπολογισμό των δικαιωμάτων αξιοποιούμενης γης στα τεμάχια της αιτήτριας, και με επιστολή τους ημερομηνίας 13/2/2019 προς την αιτήτρια την πληροφόρησαν ότι τα δικαιώματα αξιοποιούμενης γης ανέρχονται στο ποσόν των €75.650,12 και όχι στο ποσό των €36.436,40 που είχε υπολογιστεί και χρεωθεί. Τούτο διότι, ως ανέφεραν υπάρχει ο όρος στις οικοδομικές άδειες ότι με την προτεινόμενη ανέγερση της κατοικίας στο ένα από τα τρία προς ανάπτυξη τεμάχια και την ταυτόχρονη ενοποίηση τους σε τίτλο ιδιοκτησίας οι αναπτυξιακές δυνατότητες όλων των τεμαχίων έχουν εξαντληθεί και ως εκ τούτου γίνεται πλήρης αξιοποίηση του εμβαδού των τεμαχίων. Με την εν λόγω επιστολή τους, οι Καθ΄ ων η αίτηση κάλεσαν την αιτήτρια να εξοφλήσει όλο το (νέο) υπόλοιπο, δηλαδή ποσό €69.213,72 (ήτοι €75.650,12 μείον €6.436,40, που η αιτήτρια είχε καταβάλει ήδη το 2014 αναφορικά με δικαιώματα αξιοποιούμενης γης) εντός 15 ημερών. Την εν λόγω πράξη, η αιτήτρια προσβάλλει με το αιτητικό Α της προσφυγής της.

 

Η αιτήτρια εγείρει και προωθεί διάφορους λόγους ακυρότητας. Θέτει πρωτίστως ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει τις αρχές της χρηστής διοίκησης, της καλής πίστης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Ότι δεν έχει επαρκή αιτιολογία, ότι είναι προϊόν πλάνης περί τα πράγματα και τον νόμο και ότι της έκδοσης της δεν προηγήθηκε η δέουσα έρευνα. Περαιτέρω η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει τις αρχές της αναλογικότητας, φυσικής δικαιοσύνης και του δικαιώματος ακρόασης της καθώς και ότι οι Καθ΄ ων η αίτηση δεν άσκησαν την αρμοδιότητά τους εντός εύλογου χρόνου [άρθρο 10 του Ν. 158(Ι)/1999)] αλλά και τελικά ότι παραβίασαν το περιουσιακό της δικαίωμα ως αυτό προστατεύεται από το Άρθρο 23 του Συντάγματος.

 

Με την ένστασή τους, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των Καθ΄ων η αίτηση απορρίπτουν το σύνολο των ισχυρισμών της αιτήτριας,  εγείρουν δε, δύο προδικαστικές ενστάσεις αμφότερες αφορώσες το, κατά τον ισχυρισμό τους, έλλειμα εννόμου συμφέροντος της Αιτήτριας να εγείρει και προωθεί την προσφυγής της: Πρώτα διότι η άδεια οικοδομής για την υδροδότηση στα επίδικα τεμάχια είχε λήξει και δεύτερον επειδή η υποβολή της αίτησης ημερομηνίας 04/6/2014, στην οποία αναλύεται ο υπολογισμός των δικαιωμάτων, έτυχε της αποδοχής της αιτήτριας η οποία μάλιστα κατέβαλε ανεπιφύλαχτα το ποσό των €9.723,93 ως μέρος του συνολικού οφειλόμενου των €39.723,93, γεγονός που επίσης της αποστερεί το έννομο συμφέρον να αμφισβητεί τις προσβαλλόμενες πράξεις.

 

Σημειώνεται στο σημείο αυτό ότι, η αιτήτρια, διά της γραπτής αγόρευσης των ευπαιδεύτων συνηγόρων της, απέσυρε το αιτητικό υπό Β αναφέροντας εν προκειμένω, τα ακόλουθα:

 

«Το αιτητικό Β της Προσφυγής αποσύρεται, εφόσον, η Απόφαση ημερομηνίας 07/01/2019 ανακαλείται από τους Καθ’ ων η αίτηση με την μεταγενέστερη προσβαλλόμενη απόφαση».

 

Εισαγωγικά λοιπόν σημειώνω ότι, η πιο πάνω αναφορά της αιτήτριας περί «ανάκλησης της απόφασης ημερομηνίας 7/1/2019» αλλά και η αντίστοιχη αναφορά στο αιτητικό Α της προσφυγής («η πράξη και/ή απόφαση των Καθ' ων η αίτηση … ημερομηνίας 13/02/2019…, με την οποία ανακαλείται η προηγούμενη πράξη και/ή απόφαση ημερομηνίας 07/01/2019») είναι εσφαλμένες. Η εν λόγω επιστολή ημερομηνίας 7/1/2019 δεν περιέχει οποιαδήποτε απόφαση αλλά απλώς πληροφορεί την αιτήτρια για την εμμονή των Καθ΄ ων η αίτηση στην προηγούμενη απόφαση τους αναφορικά με τον υπολογισμό των τελών και το υπό της αιτήτριας οφειλόμενο ποσό των €30.000 και στη σταδιακή αποπληρωμή του, απόφαση, η οποία είχε διατυπωθεί  στην τελική της μορφή από το έτος 2014 (βλ. Παραρτήματα 7-11 σε ένσταση) και ουδέποτε είχε προσβληθεί δικαστικώς.

 

Παρά την εν λόγω εσφαλμένη αναφορά, ορθώς θεωρώ οι ευπαίδευτοι συνήγοροί της απέσυραν το εν λόγω αιτητικό Β καθότι αυτό προσέβαλε πληροφοριακή/βεβαιωτική και όχι εκτελεστή πράξη.

 

Δεδομένων των πιο πάνω, η μόνη επίδικη πράξη είναι η κοινοποιηθείσα με την επιστολή των Καθ’ ων η αίτηση ημερομηνίας 13/2/2019, βάσει της οποίας οι Καθ’ ων η αίτηση εναναυπολόγισαν τα δικαιώματα αξιοποιούμενης γης ουσιαστικά υπερδιπλασιάζοντάς τα σε σχέση με την αρχική τους απόφαση και ζητώντας πλέον την άμεση και όχι εντός διετίας καταβολή τους. Με την απόφαση αυτή ουσιαστικά και νομικά ανακάλεσαν την εν λόγω προηγούμενη απόφασή τους.

 

Εξέτασα με ιδιαίτερη προσοχή τα επιχειρήματα των ευπαιδεύτων συνηγόρων. Ως θέμα λογικής προτεραιότητας, προέχει η εξέταση των προδικαστικών ενστάσεων περί έλλειψης εννόμου συμφέροντος της αιτήτριας.

 

Η πρώτη πτυχή της ένστασης των Καθ΄ων η αίτηση εδράζεται στη θεώρησή τους ότι λόγω της εκπνοής της Πολεοδομικής Άδειας και της  Άδειας Οικοδομής (εφεξής συλλογικά αποκαλούμενες ως «οικοδομικές άδειες») και με αναφορά στον κανονισμό 6 της ΚΔΠ 109/2012, ο οποίος προβλέπει την καταβολή των δικαιωμάτων μετά την έκδοση της άδειας οικοδομής, η αιτήτρια έχει απωλέσει το έννομό της συμφέρον να διεκδικεί της ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Η εν λόγω προδικαστική ένσταση δεν μπορεί να επιτύχει. Καταρχάς δεν μπορεί να γίνει αντιληπτό για ποιον λόγο η αιτήτρια απώλεσε το έννομο της συμφέρον λόγω της ισχυριζόμενης εκπνοής των οικοδομικών αδειών. Δεν αμφισβητείται άλλωστε ότι, οι άδειες δεν «εξέπνευσαν» απλώς αλλά υλοποιήθηκαν και η αιτήτρια αποπεράτωσε τη σχετική οικοδομή.

 

Περαιτέρω βέβαια θεωρώ αλυσιτελές το επιχείρημα περί απώλειας εννόμου συμφέροντος λόγω «εκπνοής» της άδειας οικοδομής διότι, ούτως ή άλλως, τα δικαιώματα κατέστησαν απαιτητά κατόπιν της αίτησης της αιτήτριας προς τους Καθ’ ων η αίτηση η οποία υπεβλήθη το 2014 άρα μετά την ισχυριζόμενη εκπνοή (2012) και αφού η αιτήτρια είχε ήδη υλοποιήσει την ανάπτυξη. Συνεπώς εάν γινόταν δεκτό ότι η εκπνοή της άδειας ήταν γεγονός που επέφερε απώλεια εννόμου συμφέροντος προσβολής των δικαιωμάτων τότε με τον ίδιο τρόπο κατόπιν της εκπνοής της άδειας αυτής οι Καθ΄ων η αίτηση δεν νομιμοποιούνταν να τα απαιτήσουν, συλλογισμός που θα οδηγούσε σε εμφανώς παράλογα αποτελέσματα.

 

Σε κάθε περίπτωση το λεκτικό του κανονισμού 6 της ΚΔΠ 109/2012 δεν τάσσει όπως τα δικαιώματα καταβάλλονται για εν ισχύ άδεια αλλά ότι καταβάλλονται μετά την έκδοση άδειας συνεπώς δε θεωρώ ότι υπό τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης η εκπνοή της άδειας, το αντικείμενο της οποία υλοποιήθηκε, αποστερεί το έννομο συμφέρον της αιτήτριας να προσβάλει την κοινοποιηθείσα με την επιστολή των Καθ’ ων η αίτηση ημερομηνίας 13/2/2019 πράξη των Καθ΄ων η αίτηση.

 

Περνώ, τώρα, στη δεύτερη προδικαστική ένσταση των Καθ’ ων η αίτηση, με την οποία επίσης αμφισβητείται το έννομο συμφέρον της αιτήτριας με το επιχείρημα αυτή τη φορά ότι η ανεπιφύλακτη αίτηση της αιτήτριας και η αποδοχή των επί της αίτησης αναφερόμενων όρων αλλά και την αδιαμαρτύρητη καταβολή του ποσού των €9.723,93 ως μέρος του συνολικού οφειλόμενου των €39.723,93, η αιτήτρια απώλεσε το έννομο της συμφέρον να διεκδικεί την ακύρωση των προσβαλλόμενων πράξεων.

 

Ούτε με αυτή την προδικαστική ένσταση συμφωνώ.

 

Η αιτήτρια υπέβαλε πράγματι αίτηση στις 4/6/2014, στην οποία, ως ανέφερα ήδη στην περιγραφή των γεγονότων πιο πάνω, καταγράφετο στο σώμα της ο υπολογισμός των συνολικών τελών, υπολογισμό τον οποίο με την αίτησή της πράγματι υπέγραψε η αιτήτρια. Όμως τα τέλη που στην αίτηση περιγράφονταν, ήταν στη βάση του αρχικού υπολογισμού τους, ως είχε διατυπωθεί από τους Καθ΄ ων η αίτηση τόσο πριν την υποβολή της αίτησης της αιτήτριας (σχετικές η επιστολή των Καθ΄ων η αίτηση ημερομηνίας 21/01/2013 και η έκθεση των Καθ’ ων η αίτηση ημερομηνίας 15/5/2014) όσο βέβαια και ακολούθως της αίτησης,  όπου η διαχρονική εκτίμηση των Καθ΄ ων η αίτηση περί της εκκρεμούσας οφειλής της αιτήτριας (δηλαδή οι υπολειπόμενες €30.000) επαναβεβαιώνετο τόσο με τους λογαριασμούς που από καιρό εις καιρόν απέστελλαν οι Καθ΄ων η αίτηση στην αιτήτρια όσο και με τις επιστολές τους ημερομηνίας 7/1/2019 και 29/1/2019.

 

Συνεπώς, δεν μπορεί να υποστηριχθεί βάσιμα ότι η αιτήτρια συναίνεσε ή αποδέχτηκε την προσβαλλόμενη πράξη, η οποία κοινοποιήθηκε με την επιστολή των Καθ΄ ων η αίτηση ημερομηνίας 13/2/2019, βάσει της οποίας οι Καθ΄ων η αίτηση ανακάλεσαν την προηγούμενη απόφασή τους και τον υπολογισμό, ο οποίος περιλαμβάνετο στην αίτηση ημερομηνίας 4/6/2014 και επαναυπολόγισαν, πλέον, σε τελείως διαφορετική βάση και με τελείως διαφορετικό περιεχόμενο τα κατά την άποψή τους οφειλόμενα υπό της αιτήτριας δικαιώματα.

 

Η νομολογία, στην οποία παραπέμπει η ευπαίδευτη συνήγορος των Καθ΄ων η αίτηση (περί αποδοχής διοικητικής διαδικασίας στην οποία οι εκεί αιτητές συναίνεσαν και αποδέχτηκαν) αναφέρεται σε μια (κατ’ αναλογία) περίπτωση κατά την οποία η αιτήτρια θα είχε προσβάλει τον αρχικό υπολογισμό, τον οποίο η ίδια είχε προσυπογράψει ανεπιφύλακτα με την αίτησή της. Η παρούσα περίπτωση όμως εμφανώς, ως εξέθεσα, δεν είναι τέτοια και ασφαλώς δε θεωρώ ότι η αιτήτρια έχει καθ’ οιονδήποτε τρόπο απωλέσει το έννομο συμφέρον να αμφισβητεί την νέα αυτή πράξη με την οποία τα εν λόγω δικαιώματα αξιοποιήσιμης γης υπερδιπλασιάστηκαν σε σχέση με τα δικαιώματα που οι Καθ’ ων η αίτηση είχαν προηγουμένως υπολογίσει και τα οποία περιλαμβάνονταν στην αίτηση της αιτήτριας ημερ. 4/6/2014 και πλέον κατέστησαν άμεσα αντί σταδιακά απαιτητά.  

 

Ως εκ τούτου και η εν λόγω προδικαστική ένσταση των Καθ’ ων η αίτηση απορρίπτεται και προχωρώ στην εξέταση των εγειρόμενων λόγων ακυρότητας.

 

Η αιτήτρια πρωτίστως θέτει ζήτημα παράβασης των αρχών της χρηστής διοίκησης, καλής πίστης και δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικούμενου λόγω αιφνίδιας ανάκλησης της απόφασης των Καθ΄ ων η αίτηση μετά την πάροδο πέραν των 6 ετών από τον αρχικό υπολογισμό των επίδικων δικαιωμάτων και σχεδόν 5 ετών από την απόφαση επί της αίτησης της αιτήτριας ημερομηνίας 4/6/2014 .  Λέγει μάλιστα ότι εάν γνώριζε ότι τα δικαιώματα θα υπολογίζονταν στο υπερδιπλάσιο ποσό, ουδέποτε θα υπέβαλε αίτηση στους Καθ΄ ων η αίτηση και θα εξασφάλιζε εναλλακτική πηγή υδροδότησης.

 

Θεωρώ, εν προκειμένω, ότι η Αιτήτρια δικαίως παραπονείται.

 

 

Τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης φανερώνουν μια διαχρονική στάση των Καθ΄ ων η αίτηση, που επιβεβαίωνε στην αιτήτρια ότι ο υπολογισμός των επίδικων δικαιωμάτων θα ήταν στο ύψος, το οποίο είχε υπολογιστεί από το 2013 και τελικώς περιγράφηκε αναλυτικά στην αίτηση της αιτήτριας ημερομηνίας 4/6/2014 και έτσι τελικώς αποφασίστηκε από τους Καθ΄ ων η αίτηση με σταδιακή μάλιστα αποπληρωμή του (βλ Παράρτημα 7 σε ένσταση). Μάλιστα οι Καθ΄ων η αίτηση, λόγω της τότε ενδεχόμενης τροποποίησης των κανονισμών προς το ευμενέστερο, είχε δεχθεί να μην καταβάλει η αιτήτρια άμεσα το οφειλόμενο υπόλοιπο των €30.000 και, ακολούθως, όταν πλέον ξεκαθάρισε ότι δεν θα υπάρξει τροποποίηση των κανονισμών, επαναβεβαίωσε τη σταδιακή αποπληρωμή εντός 2 ετών του εν λόγω υπολοίπου. Σε πλήρη διαφοροποίηση με την ως άνω κατάσταση και απόφασή της, με την προσβαλλόμενη απόφασή, η οποία κοινοποιήθηκε με την επιστολή των Καθ΄ ων η αίτηση ημερομηνίας 13/2/2019, αξιώνει υπερδιπλάσιο ποσό έναντι δικαιωμάτων μη αξιοποιούμενης γης και μάλιστα το ποσό αυτό να καταβληθεί εντός 15 ημερών αντί σταδιακά.

 

Η πιο πάνω συμπεριφορά, θεωρώ, παραβιάζει πράγματι τις αρχές χρηστής διοίκησης, καλής πίστης και δικαιολογημένης εμπιστοσύνης [ως οι αρχές διατυπώνονται στη νομολογία και τυποποιούνται στα άρθρα 50-54 του Ν. 158(Ι)/1999], περαιτέρω δε, η πάροδος όλων αυτών των ετών μέχρι οι Καθ’ ων η αίτηση να αποφασίσουν ότι είχαν υπολογίσει εσφαλμένα τα εν λόγω δικαιώματα, υπερβαίνει θεωρώ τον εύλογο χρόνο με αποτέλεσμα να κωλύονταν οι Καθ’ ων η αίτηση να ανακαλέσουν την προηγούμενη απόφασή τους, βάσει της οποίας τα συνολικά τέλη υπολογίστηκαν στο ποσό των €39.723,93 (εξ αυτών, τα δικαιώματα αξιοποιούμενης γης να αντιπροσωπεύουν το ποσό των €36.436,40).  

Σημειώνω εν προκειμένω ότι, στην κυπριακή έννομη τάξη, δεν υπάρχει νομοθετικά καθορισμένος ορισμός του ευλόγου χρόνου εντός του οποίου δύναται μια διοικητική πράξη, ακόμα και παράνομη, να ανακληθεί. Κάθε περίπτωση κρίνεται αναλόγως των ιδιαίτερων περιστατικών της. Καθοδηγεί ως προς το ζήτημα η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη Moschovakis ν. Cyprus Broadcasting Corporation (1988) 3 C.L.R. 750, με αναφορά στο σύγγραμμα "Δίκαιο των Διοικητικών Διαφορών" του Μ. Στασινόπουλου, (1951) σ. 230 και επόμ. Σε γενικές γραμμές, συμπεραίνω ότι ανάκληση μετά την πάροδο τόσων ετών ως στην παρούσα, αλλά και, λαμβάνοντας υπόψη τα δεδομένα που εξηγώ αμέσως κατωτέρω, εκπίπτει του ευλόγου χρόνου. Τα δεδομένα αυτά είναι τα ακόλουθα:

 

Πρώτον, ότι ουδέν νεότερον περιήλθε στην αντίληψή των Καθ’ ων η αίτηση για την αλλαγή στάσης τους, αλλά στηρίχθηκαν σε έγγραφα που είχαν εξ αρχής υπόψη τους (βασικά στους όρους των οικοδομικών αδειών).

 

Δεύτερον, ότι δεν προβάλλεται οποιοδήποτε επιχείρημα κακοπιστίας ή δολιότητας της αιτήτριας έναντι των Καθ΄ων η αίτηση ώστε αυτοί να παραπλανήθηκαν κατά τον προηγούμενο υπολογισμό τους.

 

Τρίτον ότι, κατά τον χρόνο έκδοσης των οικοδομικών αδειών δεν υπήρχε καν δυνατότητα υδροδότησης της επίδικης ανάπτυξης της αιτήτριας από τους Καθ’ ων η αίτηση[1] ούτε άρα και οποιοσδήποτε όρος σε αυτές για υδροδότηση υποχρεωτικώς από τους Καθ’ ων η αίτηση γεγονός που συνάδει με τον ισχυρισμό της αιτήτριας ότι αν γνώριζε ότι το ύψος των τελών θα ήταν αυτό που τελικά καταγράφηκε στην επιστολή ημερομηνίας 13/2/2019, θα αναζητούσε εναλλακτική πηγή υδροδότησης και δεν θα αιτείτο στους Καθ΄ων η αίτηση ώστε να επιβαρυνθεί μετά τόσα έτη με τα διπλάσια και πλέον δικαιώματα προς πλήρη οικονομικό της αιφνιδιασμό.

 

Τέταρτον ότι οι Καθ’ ων η αίτηση, προ της έκδοσης της προσβαλλόμενης, επέδειξαν μια σταθερή στάση από το 2013 (πριν δηλαδή της υποβολής αίτησης της αιτήτριας για υδροδότηση) μέχρι και δύο μάλιστα εβδομάδες πριν την προσβαλλόμενη απόφαση, δηλαδή στις 29/1/2019, κατά  την οποία υπολόγιζαν και επέμεναν στον ορθό εκ μέρους τους υπολογισμό των δικαιωμάτων στο προηγούμενο μειωμένο ύψος τους.

 

Τέλος, ότι ουδείς λόγος δημοσίου συμφέροντος προτάθηκε από τους Καθ’ ων η αίτηση για την νέα πράξη υπολογισμού ούτε η παρούσα περίπτωση αφορά νομολογιακά αναγνωρισμένη περίπτωση που το δημόσιο συμφέρον για ανάκληση του προηγούμενου υπολογισμού θα ήταν δεδομένο ανεξαρτήτως της παρόδου και ευλόγου χρόνου από την ανακληθείσα.

 

Με αναφορά στο τελευταίο αυτό σημείο, του δημοσίου συμφέροντος, σημειώνω ότι, περίπτωση που θα δικαιολογούσε ανάκληση, έστω και μετά παρόδου ευλόγου χρόνου, θα ήταν ενδεχόμενα μια απόφαση αναφορικά με αναδρομική επιβολή επιπρόσθετου φόρου (ή δασμού), που έχει θεωρηθεί από την οικεία νομολογία ότι, ως θέμα αρχής (άρα και ανεξάρτητα της επίκλησής του από την διοίκηση) εμπεριέχει το δημόσιο συμφέρον (Α.Ε. 98/2013 Δημοκρατία ν. Φεραίος Λτδ, ημερ. 1.7.2019[2]). Η παρούσα όμως δεν αφορά φόρο ή δασμό αλλά ανταποδοτικό τέλος και ουδεμία χροιά δημοσίου (περιλαμβανομένου κοινοτικού) συμφέροντος προσλαμβάνει ούτε βέβαια οι Καθ’ ων η αίτηση επικαλέστηκαν τέτοιο δημόσιο συμφέρον κατά την έκδοσή της προσβαλλόμενης πράξης. 

 

Στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Αναθ. Έφεση Αρ. 994 IBS Ltd ν. Δημοκρατίας (1993) 3 ΑΑΔ 220, στην οποία αναλύθηκε εκτενώς η διάκριση μεταξύ φόρου και ανταποδοτικού τέλους με αναφορά σε σχετική νομολογία, διατυπώθηκε ότι ο φόρος συνδέεται με δημόσιο σκοπό. Ανάλογο συμπέρασμα όμως δεν καταγράφεται αναφορικά με το ανταποδοτικό τέλος, το οποίο αφορά απλώς μια ειδική υπηρεσία προς τον διοικούμενο. Συγκεκριμένα αναφέρθηκε:

 

«Στο Basil's Commentary on the Constitution of India, σελ. 11,6 η Έκδοση, Τόμος Κ, 1986, στη σελίδα 236 αναφέρεται ότι:

 

"Μια επιβάρυνση είναι φόρος μόνο εάν έχει όλα τα πιο κάτω χαρακτηριστικά:

 

(1) είναι υποχρεωτική αφαίρεση χρημάτων από μια δημόσια αρχή και επιβάλλεται με Νόμο.

 

(2) είναι επιβολή η οποία γίνεται για δημόσιο σκοπό χωρίς αναφορά σε οποιαδήποτε υπηρεσία που παρέχεται από την Πολιτεία ή οποιοδήποτε συγκεκριμένο ωφέλημα το οποίο παρέχεται πάνω στο φορολογούμενο.

 

(3) Ο σκοπός της επιβάρυνσης είναι να αυξάνει τις γενικές προσόδους και έτσι όταν ο φόρος εισπράττεται αποτελεί μέρος των γενικών προσόδων της Πολιτείας.

 

Εάν δεν υπάρχει οποιονδήποτε από τα χαρακτηριστικά αυτά, αυτό δεν είναι φόρος."

 

Το "τέλος" μπορεί γενικά να λεχθεί ότι είναι μια επιβάρυνση για μια ειδική υπηρεσία που προσφέρεται στους ιδιώτες από κάποιο κυβερνητικό όργανο και βασίζεται πάνω στα έξοδα τα οποία υφίσταται προσφέροντας μια τέτοια υπηρεσία, παρόλο που σε πλείστες ίσως περιπτώσεις τα έξοδα υπολογίζονται αυθαίρετα (έμφαση του Δικαστηρίου)».

 

Η οικονομική απαίτηση, που οι Καθ΄ων η αίτηση αξιώνουν και οι Αιτητές αρνούνται να πληρώσουν, δε διαφέρει λοιπόν από οποιαδήποτε άλλη συνήθη διοικητική διαφορά που εμπερικλείει οικονομικό περιεχόμενο υπέρ ή κατά του διοικούμενου. Η φύση της προσβαλλόμενης ως ανταποδοτικού τέλους, από την οποία ελλείπει το χαρακτηριστικό του «δημοσίου σκοπού» (ως τέτοιον σκοπό επιτελεί σύμφωνα με την πιο πάνω IBS Ltd πχ ο φόρος), εκ των πραγμάτων θεωρώ, δεν αναδεικνύει και οποιοδήποτε δημόσιο συμφέρον, ώστε να μπορούσε να δικαιολογηθεί η μετά παρόδου ευλόγου χρόνου επαύξησή του αλλά και παραχρήμα αξίωσή του. Υπενθυμίζεται εξάλλου ότι το οικονομικό και μόνο περιεχόμενο της διοικητικής διαφοράς, δεν ταυτίζεται με το δημόσιο συμφέρον άλλωστε υπό προϋποθέσεις γίνεται δεκτή η μη δυνατότητα αξίωσης ποσών όχι μόνον που η διοίκηση δεν έλαβε αλλά και που παρανόμως έδωσε και ο διοικούμενος καλόπιστα έλαβε [βλ. άρθρο 53 του Ν. 158(Ι)/1999].

 

Είναι σαφές ότι, ανεξαρτήτως αν ως ζήτημα ορθής εφαρμογής του κανονισμού 6 της ΚΔΠ 109/2012, η προσβαλλόμενη απόφασή των Καθ΄ων η αίτηση είναι ή δεν είναι νόμιμη, είναι νομολογιακά και νομοθετικά (πλέον) μέσω του άρθρου 54 του Ν. 158(Ι)/1999 καθορισμένο ότι η ανάκληση παράνομης ή νόμιμης αντίστοιχα πράξης μετά την πάροδο ευλόγου χρόνου, εφόσον έχει δημιουργήσει γενικά ευνοϊκές για το διοικούμενο καταστάσεις δικαιολογείται μόνο σε περίπτωση που η ανακληθείσα εκδόθηκε έπειτα από δόλια ενέργεια του διοικούμενου ή αν ο ενδιαφερόμενος ήταν ενήμερος της παρανομίας της πράξης κατά το χρόνο της έκδοσής της ή για λόγους δημόσιου συμφέροντος. Σε αντίθετη περίπτωση χωρεί παράβαση των αρχών χρηστής διοίκησης και καλής πίστης.

 

Δεδομένου ότι στην παρούσα, ως ανέφερα, δεν τίθεται οποιοδήποτε ζήτημα παραπλάνησης ή δολιότητας εκ μέρους της αιτήτριας (αλλά αντιθέτως η ίδια ελάμβανε συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις περί του ύψους των τελών πριν, κατά και μετά την αίτησή της), δεν προτάσσεται ή αναδύεται λόγος δημοσίου συμφέροντος και έχει παρέλθει ο υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης εύλογος χρόνος, έπεται ότι η προσβαλλόμενη παραβιάζει, κατά την κρίση μου, τις πιο πάνω αρχές χρηστής διοίκησης, καλής πίστης και δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικούμενου και άρα χρήζει ακύρωσης για τον λόγο αυτό.

 

Ως εκ τούτου, η προσβαλλόμενη με το υπό Α αιτητικό πράξη ακυρώνεται δυνάμει του Άρθρου 146(4)(β) του Συντάγματος.

 

Διευκρινίζω ότι η ακύρωση αφορά τον επαναυπολογισμό που κοινοποιήθηκε στην αιτήτρια με την επιστολή ημερομηνίας 13/9/2019 και την άμεση αξίωση του ποσού. Έχω καταγράψει ήδη την θεώρησή μου ως προς τη μη εκτελεστή φύση της επιστολής  ημερομηνίας 7/1/2019 και ότι αυτή απλώς πληροφορεί την αιτήτρια για την εμμονή της στην προηγούμενη απόφαση των Καθ΄ων η αίτηση αναφορικά με τον υπολογισμό των τελών και το υπό της αιτήτριας οφειλόμενο ποσό των €30.000 με σταδιακή του πληρωμή, απόφαση, η οποία ουδέποτε είχε προσβληθεί δικαστικώς και ως εκ τούτου αναβιώνει δοθείσας της ακύρωσης, διά της παρούσας, της ανακλητικής αυτής (βλ. Α. Ράντος, Ε. Πρεβεδούρου «Η Αίτηση Ακυρώσεως, Εκδ. 2023, σελ. 827[3]) περιβαλλόμενη με τεκμήριο νομιμότητας.

 

Τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ των Αιτητών και εναντίον των Καθ΄ων η αίτηση ως θα υπολογιστούν από το Πρωτοκολλητείο και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Φ. Καμένος, ΔΔΔ



[1] Η πολεοδομική άδεια της αιτήτριας εξεδόθη στις 28.04.2009, η  δε άδεια οικοδομής στις  28.12.2010. Οι Καθ΄ων η αίτηση με την επιστολή τους Παράρτημα 1 στην Ένσταση, κατόπιν της έκδοσης της πολεοδομικής άδειας και πριν την έκδοση της άδειας οικοδομής, πληροφόρησαν την Επαρχιακή Διοίκηση ότι τα τεμάχια είναι εκτός ανάπτυξης και δεν μπορούν να τα υδροδοτήσουν ενώ, ως αναφέρεται και στον διοικητικό φάκελο, η δυνατότητα για υδροδότηση δόθηκε με την τροποποίηση του Κεφ. 350 με τον περί Υδατοπρομήθειας (Δημοτικές και Άλλες Περιοχές) (Τροποποιητικό) (Αρ. 2) Νόμο του 2012 (Ν. 199(I)/2012) που δημοσιεύθηκε στις 28.12.2012.

[2] Εκεί αναφέρθηκε:

 

«Ως θέμα αρχής η επιβολή και είσπραξη δασμών και φόρων συνιστά ζήτημα δημοσίου συμφέροντος. Συνακόλουθα, η αρμοδία αρχή νομιμοποιείται να ανακαλέσει προηγούμενη αντίθετη προς το Νόμο πρακτική της και συμπεριφορά προς τον σκοπό είσπραξης οφειλόμενου φόρου. Θα πρέπει να υπομνησθεί ότι η καταβολή οποιωνδήποτε οφειλόμενων ποσών υπό μορφή δασμών και φόρων και το δικαίωμα προς είσπραξη, δεν παραγράφεται και ότι αποτελεί υποχρέωση της αρμόδιας αρχής η είσπραξη των εν λόγω ποσών μέσω της προώθησης των ανάλογων διαδικασιών (έμφαση του Δικαστηρίου)»

[3] Στο εν λόγω σύγγραμμα αναφέρεται:

 

«Ειδικά επί ακύρωσης ανακλητικής πράξης αναβιώνει η ανακληθείσα (ΣτΕ 2519, 2520/2020, 1250/2016)»


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο