ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ  

   (Υπόθεση αρ. 585/2019)

29 Ιανουαρίου 2024

[ΓΑΒΡΙΗΛ, Δ.Δ.Δ.]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ AΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

Χ. Χ.

Αιτητής

v.

1. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ

ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΛΕΓΚΤΗ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΛΕΓΚΤΗ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Καθ’ ων η αίτηση.

……………………………

Διονύσιος Νικολετόπουλος, για Ευστάθιος Κ. Ευσταθίου Δ.Ε.Π.Ε., για τον αιτητή.

Μαρία Κοτσώνη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, μαζί με Χ. Ορφανίδη, ασκούμενο δικηγόρο, για το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΓΑΒΡΙΗΛ, Δ.Δ.Δ.: Ο αιτητής καταχώρησε την υπό κρίση προσφυγή, αξιώνοντας από το Δικαστήριο, τις εξής δύο θεραπείες:-

«Α. Δήλωση και/ή διαταγή του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή η απόφαση του καθ’ ου η αίτηση, η οποία κοινοποιήθηκε προς τον αιτητή με ΣΗΜΕΙΩΜΑ ημερομηνίας 5.2.2019 (ΣΥΝΗΜΜΕΝΟ 1) και με την οποία ο Γενικός Ελεγκτής της Δημοκρατίας αποφάσισε όπως επιβάλει την ποινή της αυστηρής επίπληξης για πειθαρχικό παράπτωμα προς τον αιτητή είναι άκυρη και/ή παράνομη και/ή εστερημένη παντός εννόμου αποτελέσματος και ότι παν το παραληφθέν δεν θα έπρεπε να ελάμβανε χώρα.

Β. Άνευ βλάβης των ανωτέρω, δήλωση και/ή διαταγή του Δικαστηρίου με την οποία να ακυρώνει και/ή να διαγιγνώσκει την ακυρότητα και/ή να διαγιγνώσκει ότι η εμφανιζόμενη ως επιβολή ποινής υπό μορφή ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΟΣ ημερομηνίας 5.2.2019 ουδέποτε έλαβε χώρα και/ή αποτελεί προφανή παρανομία και/ή παράβαση του Νόμου και του Συντάγματος».

 

  Όπως αναφέρεται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους καθ’ ων η αίτηση, ο αιτητής κατέχει τη θέση του Ανώτερου Πρώτου Ελεγκτή στην Ελεγκτική Υπηρεσία, από 16.11.1998. Κατά τον ουσιώδη χρόνο, διετέλεσε Προϊστάμενος Κλάδου, που σύμφωνα με την εσωτερική κατανομή που ίσχυε στην Ελεγκτική Υπηρεσία, στη δικαιοδοσία του υπάγονταν συγκεκριμένες ελεγχόμενες οντότητες, όπως Τμήματα του Υπουργείου Μεταφορών, Επικοινωνιών και Έργων, κρατικά Πανεπιστήμια, νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και διάφορα άλλα. Περί το 2009 στην Ελεγκτική Υπηρεσία, εγκαταστάθηκε ηλεκτρονικό Σύστημα Αυτοματοποίησης Γραφείου, που φέρει την επωνυμία Eoasis. Το εν λόγω σύστημα, επιτρέπει στους χρήστες να επισκοπούν, μεταξύ άλλων, και το ιστορικό της διακίνησης της αλληλογραφίας, ενώ περιλαμβάνει στοιχεία για την ακριβή ώρα και ημερομηνία κατά την οποία ο κάθε χρήστης άνοιξε και διάβασε ένα έγγραφο.

 

  Στις 6.11.2018, ο Γενικός Ελεγκτής απέστειλε μέσω του συστήματος Eoasis σημείωμα προς τον αιτητή, σε σχέση με ένα υπηρεσιακό θέμα. Λόγω του ότι ο Γενικός Ελεγκτής δεν είχε λάβει οποιαδήποτε απάντηση από τον αιτητή, στις 8.11.2018, διερεύνησε το ζήτημα και εντόπισε από το σύστημα πως ο αιτητής δεν το είχε ανοίξει, ούτε το είχε διαβάσει. Έτσι, την ίδια μέρα, του απέστειλε μήνυμα στο ηλεκτρονικό του ταχυδρομείο για το πιο πάνω θέμα, το περιεχόμενο του οποίου κρίνεται απαραίτητο να παρατεθεί αυτούσιο:-

 

«Κοιτάζοντας να δω κατά πόσο είχες ενημερωθεί για Σημείωμα το οποίου σου είχα αποστείλει στο eoas, διαπίστωσα ότι ενδεχομένως να μην ενημερώνεσαι (ίσως όχι τακτικά και έγκαιρα) για την τρέχουσα αλληλογραφία μέσω του eoas. Παρακαλώ να με ενημερώσεις αν γενικά χρησιμοποιείς το eoas, αν ναι πότε εισήλθες στο σύστημα για τελευταία φορά (με αναφορά στο συγκεκριμένο έγγραφο), και αν όχι πως ενημερώνεσαι για την αλληλογραφία που σου κοινοποιείται και γιατί δεν χρησιμοποιείς το eoas

 

  Ακολούθησε γενική απάντηση εκ μέρους του αιτητή που απεστάλη στο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο του Γενικού Ελεγκτή, στις 9.11.2018. Την ίδια μέρα, ο Γενικός Ελεγκτής έστειλε ξανά ηλεκτρονικό μήνυμα στον αιτητή, με το εξής περιεχόμενο:-

 

«[…] Αυτό (η μεγάλη καθυστέρηση στο να μπεις να διαβάσεις το Σημείωμα που σου έστειλα στο συγκεκριμένο έγγραφο) ήταν απλώς η αιτία για να δω ότι ενδεχομένως υπάρχει θέμα ως προς τον τρόπο που ασκείς τα καθήκοντα σου γενικότερα. […] Πως ενημερώνεσαι για τα έγγραφα αυτά?»

 

  Ο αιτητής απάντησε την ίδια μέρα στον Γενικό Ελεγκτή, παραθέτοντας κάποιους ισχυρισμούς. Ανταπάντηση υπήρξε αυθημερόν και πάλιν από τον Γενικό Ελεγκτή, ο οποίος ανάμεσα σε άλλα, ανέφερε και τα εξής:-

 

«[…] Επειδή το όλο θέμα ενδεχομένως να δεικνύει αμέλεια στην εκτέλεση των καθηκόντων σου, προτού αποφασίσω κατά πόσο συντρέχει λόγος να εξετάσω το θέμα αυτό περαιτέρω, θεώρησα ορθό να ζητήσω τα προκαταρτικά σχόλια σου. Θα αναμένω λοιπόν να απαντήσεις προτού αποφασίσω τυχόν ενέργειες μου. […]»

 

  Ακολούθησε πρόσθετη ανταλλαγή ηλεκτρονικών μηνυμάτων, με τον αιτητή να εκφράζει διάφορα παράπονα για τον τρόπο αντιμετώπισης που ετύγχανε ο ίδιος εκ μέρους του Γενικού Ελεγκτή, ενώ με το ηλεκτρονικό μήνυμα ημερομηνίας 4.12.2018 ο τελευταίος ενημέρωσε τον αιτητή πως, για το ζήτημα της αλληλογραφίας, θα ενημερωθεί επίσημα, σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου.

 

  Με σημείωμα ημερομηνίας 14.12.2018, ο Γενικός Ελεγκτής έδωσε οδηγίες προς την Αναπληρώτρια Διευθύντρια Τεχνικού Ελέγχου να ετοιμαστεί κατάσταση με τα έγγραφα τα οποία καταχωρήθηκαν στον καλάθι του αιτητή και οι ενέργειες με ημερομηνίες, που έγιναν σε σχέση με τα έγγραφα αυτά. Ζήτησε επίσης να σημειωθούν οι περιπτώσεις στις οποίες ο ίδιος ο Γενικός Ελεγκτής έδωσε οδηγίες μέσω του εν λόγω συστήματος προς τον αιτητή. Η κατάσταση εγγράφων, υπεβλήθη προς τον Γενικό Ελεγκτή, στις 21.12.2018.

 

  Στις 7.1.2019, γνωστοποιήθηκε προς τον αιτητή από τον Γενικό Ελεγκτή, η ακόλουθη επιστολή, υπό μορφή σημειώματος:-

 

  «Ενδεχόμενη αμέλεια κατά την εκτέλεση καθήκοντος από τον κ. Χ[…] Χ[…]

Αναφέρομαι στο πιο πάνω θέμα και σας πληροφορώ ότι είχε υποπέσει στην αντίληψη μου ότι δυνατό να έχετε διαπράξει το πειθαρχικό παράπτωμα της αμέλειας κατά την εκτέλεση καθήκοντος, και ειδικότερα της αμέλειας στην ενημέρωση για την αλληλογραφία (επιστολές και σημειώματα) που καταχωρείται στο ηλεκτρονικό σύστημα αρχείου Eoasis.

Για την περαιτέρω διερεύνηση του θέματος, ζήτησα στις 14.12.2018 από τη Διεύθυνση Τεχνικού Ελέγχου όπως μου ετοιμάσει κατάσταση από την 1.1.2016 μέχρι τις 31.10.2018 στην οποία να εμφανίζονται για όλα τα έγγραφα τα οποία καταχωρίστηκαν στο καλάθι σας, ο αριθμός εγγράφου, η ενέργεια που έγινε σχετικά με το έγγραφο αυτό και η ημερομηνία της ενέργειας αυτής, κατά αύξοντα αριθμό εγγράφου. Οι περιπτώσεις στις οποίες σας είχα δώσει μέσω του Συστήματος οδηγίες ζήτησα όπως σημειωθούν ξεχωριστά.

Στη σχετική κατάσταση που μου υποβλήθηκε φαίνεται μία εξαιρετικά μεγάλη καθυστέρηση στην εκ μέρους σας ενημέρωση για την αλληλογραφία, καθυστέρηση που πολλές φορές είναι πολύμηνη.

Παρέλκει πιστεύω να σας υπομνήσω ότι στο καλάθι εισερχομένων σας στο Eoasis καταχωρείται αλληλογραφία για την οποία αναμένεται να ενημερώνεστε ώστε, αφ’ ης στιγμής αφορά Παράρτημα σας, να καθοδηγείτε και εποπτεύετε την εργασία των υφισταμένων σας. Η σημασία της έγκαιρης διεκπεραίωσης της αλληλογραφίας φαίνεται και από το γεγονός ότι υπάρχει σχετική αναφορά ακόμη και στο Σχέδιο Υπηρεσία της θέσης σας περί της υποχρέωσης σας για διεξαγωγή και παρακολούθηση της σχετικής με τα καθήκοντα σας αλληλογραφίας.

Στη βάση της πιο πάνω έρευνας που έχει διεξαχθεί σύμφωνα με την παράγραφο (α) του εδαφίου (2) του άρθρου 81 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, κρίνω ότι ενδεχομένως να διαπράχθηκε το πειθαρχικό παράπτωμα της αμέλειας κατά την εκτέλεση καθήκοντος το οποίο με βάση το εδάφιο (1) του άρθρου 82 του Νόμου μπορεί να εκδικαστεί συνοπτικά.

Με βάση το εδάφιο (2) του άρθρου 82 του Νόμου, σας επισυνάπτω το Σημείωμα μου ημερ. 14.12.2018 και την σχετική κατάσταση που μου υποβλήθηκε, και σας καλώ να εκφράσετε τις απόψεις σας για την κατηγορία που σας προσάπτω. Ακολούθως, στην περίπτωση που αποφασίσω ότι έχετε διαπράξει το πειθαρχικό παράπτωμα, θα σας καλέσω να εκφράσετε τις απόψεις σας ως προς την επιμέτρηση της ποινής, διαφορετικά θα ενημερωθείτε ότι η υπόθεση έχει ολοκληρωθεί και ουδέν παράπτωμα έχετε διαπράξει.»

 

  Ο αιτητής εξέφρασε γραπτώς τις θέσεις του, δια του σημειώματος του ημερομηνίας 25.1.2019. Ανάμεσα σε άλλα, αναφέρθηκε σε περιστατικά εκφοβισμού που δεχόταν κατά καιρούς από τον Γενικό Ελεγκτή. Επίσης, επεσήμανε την παραβίαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης και τον τρόπο με τον οποίο ενήργησε ο ίδιος ο Γενικός Ελεγκτής στην προκείμενη περίπτωση, ήτοι ως επικριτή, κατήγορος και δικαστής. Στις 28.1.2019, ο Γενικός Ελεγκτής γνωστοποίησε στον αιτητή την απόφαση του περί διαπίστωσης διάπραξης εκ μέρους του, του πειθαρχικού παραπτώματος της αμέλειας κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του και ειδικότερα, της αμέλειας στην ενημέρωση για την αλληλογραφία (επιστολές και σημειώματα) που καταχωρείται στο ηλεκτρονικό σύστημα αρχείου Eoasis, παραθέτοντας εκ νέου τα γεγονότα και κάλεσε τον αιτητή να παραθέσει γραπτώς τα σχόλια του, προς επιμέτρηση της ποινής που θα του επιβληθεί. Ως προς το ζήτημα που ήγειρε ο αιτητής περί ταύτισης του Γενικού Ελεγκτή με την ιδιότητα του κατήγορου και δικαστή, υπέδειξε στον αιτητή τις διατάξεις του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, και την εξουσία της αρμόδιας αρχής να εκδικάζει συνοπτικά οποιαδήποτε πειθαρχικά παραπτώματα αναφέρονται στο Μέρος 1 του Πρώτου Πίνακα του σχετικού Νόμου.

 

  Στις 4.2.2019 ο αιτητής παρέθεσε τις θέσεις του, προ της επιβολής της ποινής, αναφερόμενος και πάλι, ανάμεσα σε άλλα και σε εκφοβισμό που δεχόταν από τον ίδιο τον Γενικό Ελεγκτή, αλλά και στον τρόπο ασυνεπούς και μη ομοιόμορφης προσέγγισης του σε σχέση με άλλους συναδέλφους του.

 

  Ακολούθως, στις 5.2.2019 επιβλήθηκε στον αιτητή η πειθαρχική ποινή της αυστηρής επίπληξης για το πειθαρχικό παράπτωμα της αμέλειας κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, στην ενημέρωση για την αλληλογραφία που καταχωρείται στο ηλεκτρονικό σύστημα αρχείου Eoasis, αναφέροντας στην πειθαρχική απόφαση, τόσο τους επιβαρυντικούς, όσο και τους μετριαστικούς παράγοντες για την επιβολή της πειθαρχικής ποινής.

 

  Δια του ευπαιδεύτου συνηγόρου του, ο αιτητής υποστήριξε πως οι καταγγελίες του αιτητή εναντίον του Γενικού Ελεγκτή, για την εν γένει συμπεριφορά του, δεν θα εξεταστούν από το παρόν Δικαστήριο, πλην όμως, έχουν τη σημασία τους, ως προς το γεγονός ότι η υπόθεση έπρεπε να τύχει ανεξάρτητης και αμερόληπτης κρίσης, από αμερόληπτο όργανο. Κατά τις εισηγήσεις του, το γεγονός ότι η υπόθεση μπορούσε να εκδικαστεί συνοπτικά σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 81(2)(α) του Ν. 1/90, δεν αναιρούσε το γεγονός της υποχρέωσης διασφάλισης δίκαιης και αμερόληπτης κρίσης.

 

  Κατά τους ισχυρισμούς τους, ο Γενικός Ελεγκτής, ενήργησε ως καταγγέλλων εναντίον του αιτητή, ως συντάξας την πειθαρχική κατηγορία, ως κριτής και δικαστής, αποφασίζοντας την ενοχή του και επιβάλλοντας σ΄αυτόν πειθαρχική ποινή κατά παράβαση του άρθρου 6(1) της ΕΣΔΑ, του Άρθρου 30.3 του Συντάγματος και του άρθρου 42 του Ν. 158(Ι)/99. Ενώ, κατά τις θέσεις του αιτητή, μπορούσε να αναθέσει το ζήτημα σε τρίτο πρόσωπο, είτε στον Βοηθό Γενικό Ελεγκτή, ή σε έναν από τους Διευθυντές της Ελεγκτικής Υπηρεσίας που κατείχε υψηλότερη κλίμακα από τον αιτητή.

 

  Διατείνεται πρόσθετα ο αιτητής, πως η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιτιολόγητη, δεν υπάρχει ίχνος μαρτυρίας για τα όσα καταλογίστηκαν στον αιτητή ως πειθαρχικό παράπτωμα, το οποίο, ως υποστηρίζεται, αποτελεί εφεύρημα του καθ’ ου η αίτηση με σκοπό να πληγεί το κύρος του αιτητή.

 

  Η ευπαίδευτη συνήγορος της Δημοκρατίας, απαντώντας σε όλα τα ζητήματα που ήγειρε η πλευρά του αιτητή, υποστήριξε πως ο Γενικός Ελεγκτής, ενεργώντας ως η αρμόδια αρχή, είχε διαπιστώσει πως ο αιτητής δεν ενημερωνόταν για την αλληλογραφία του, μέσω του συστήματος Eoasis και ενεργοποίησε τη διαδικασία των διατάξεων του άρθρου 81(2)(α) του Ν. 1/90. Τόνισε πως η διαδικασία ξεκίνησε συμφώνως του Νόμου, αφού υπέπεσε στην αντίληψη της αρμόδιας αρχής το ενδεχόμενο διάπραξης εκ μέρους του αιτητή πειθαρχικού παραπτώματος, διεξήχθη ενδοτμηματική έρευνα που τον τρόπο που η ίδια η αρμόδια αρχή όρισε, σε σχέση με το πειθαρχικό παράπτωμα αρ. 3 του Μέρους 1 του Πρώτου Πίνακα του προαναφερόμενου Νόμου. Κατά τις εισηγήσεις της ευπαιδεύτου συνηγόρου των καθ’ ων η αίτηση ουδόλως παραβιάστηκαν οι αρχές της φυσικής δικαιοσύνης, ενώ υπέβαλε πως ισχυρισμοί περί ππροκατάληψης και έλλειψης αμεροληψίας, πρέπει ν’ αποδεικνύονται με επαρκή βεβαιότητα, αυστηρά και το βάρος το φέρει ο αιτητής που τους επικαλείται.

 

  Θα πρέπει ν’ αναφερθεί, πως μετά την επιφύλαξη της δικαστικής αποφάσεως, υπεβλήθη αίτημα από τον ευπαίδευτο συνήγορο του αιτητή για επανάνοιγμα της υπόθεσης, αφού τέθηκε ζήτημα ως προς την αναρμοδιότητα του οργάνου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη διοικητική απόφαση. Ασκώντας τη διακριτική μου ευχέρεια, λόγω ακριβώς έγερσης ζητήματος δημοσίας τάξεως, επιτράπηκε στην πλευρά του αιτητή η καταχώρηση συμπληρωματικής γραπτής αγόρευσης και αντίστοιχης συμπληρωματικής απαντητικής γραπτής αγόρευσης εκ μέρους των καθ’ ων η αίτηση.

 

  Κατά τις εισηγήσεις του αιτητή, εγείρεται ζήτημα αναρμοδιότητας του διοικητικού οργάνου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, αφού ο διορισμός του Γενικού Ελεγκτή της Δημοκρατίας, από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, κατά το έτος 2014, ήταν αντίθετος προς το Σύνταγμα και τις διατάξεις της Οδηγίας 2006/43/ΕΚ που ήταν σε ισχύ κατά τον χρόνο του διορισμού του. Σύμφωνα με τα όσα υποστηρίχθηκαν, ο Γενικός Ελεγκτής δεν κατείχε τα προσόντα για διορισμό στην αντίστοιχη θέση, λόγω ότι θα έπρεπε να είναι νόμιμος ελεγκτής και κάτοχος άδειας από τον Σύνδεσμο Εγκεκριμένων Λογιστών Κύπρου και επομένως, το εν λόγω πρόσωπο, δεν πληρούσε τις απαιτήσεις του Άρθρου 115.1 του Συντάγματος για διορισμό «ικανού και κατάλληλου» ατόμου στη θέση του Γενικού Ελεγκτή.

 

  Κάθετα αντίθετες υπήρξαν οι θέσεις της Δημοκρατίας, υποδεικνύνοντας πως δεν είναι δυνατός παρεμπίπτων έλεγχος της απόφασης διορισμού του Γενικού Ελεγκτή, απόφαση που συνιστά κυβερνητική πράξη, η οποία εκφεύγει του ελέγχου του παρόντος Δικαστηρίου και είναι δικαστικά ανέλεγκτη. Κατά τις εισηγήσεις, στις διατάξεις του Άρθρου 115.1 του Συντάγματος ορίζονται τα προσόντα του προσώπου που διορίζεται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ως Γενικός Ελεγκτής και είναι μόνον δύο, (α) ικανός και (β) κατάλληλος και πως οι διατάξεις της Οδηγίας 2006/43/ΕΚ στην οποία αναφέρθηκε ο αιτητής, απευθύνεται και ρυθμίζει ζητήματα που αφορούν τους ιδιώτες ελεγκτές. Με αναφορά στις Louca v. Republic (1983) 3 C.L.R. 783, Stokkos v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1411, Σερδάρης ν. Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 369 και υπόθ. αρ. 678/14, Παπαγεωργίου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, ημερομηνίας 14.11.2016, η ευπαίδευτη συνήγορος υπέδειξε πως η απόφαση διορισμού του Γενικού Ελεγκτή, συνιστά κυβερνητική πράξη κι άρα ανέλεγκτη δικαστικώς. Επιπροσθέτως, με παραπομπή στις Λάρκου ν. Δημοκρατίας, (2006) 3 Α.Α.Δ. 745 και υπόθ. αρ. 364/09 Στεφάνου κ.ά. ν. Α.Η.Κ. ημερομηνίας 8.10.2013, υπέδειξε τη μη δυνατότητα παρεμπίπτοντος δικαστικού ελέγχου.

 

  Ξεκινώντας από το τελευταίο ζήτημα που τέθηκε, ζήτημα αναρμοδιότητας του διοικητικού οργάνου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη διοικητική απόφαση, ήτοι για τον διορισμό του Γενικού Ελεγκτή από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και τους ισχυρισμούς του αιτητή πως το εν λόγω πρόσωπο δεν είχε τα προσόντα για διορισμό, θα συμφωνήσω με τις θέσεις και εισηγήσεις της ευπαιδεύτου συνηγόρου της Δημοκρατίας.

 

  Η εξουσία του Προέδρου της Δημοκρατίας να διορίζει τον Γενικό Ελεγκτή και τον Βοηθό Γενικού Ελεγκτή, πηγάζει απευθείας εκ των διατάξεων του Άρθρου 115.1 του Συντάγματος. Κατά τα όσα ορίζονται στο Άρθρο 47(στ) του Συντάγματος, η εκτελεστική εξουσία του Προέδρου της Δημοκρατίας, η οποία ασκείται αποκλειστικά από αυτόν, δυνάμει του δικαίου της ανάγκης, περιλαμβάνει τον διορισμό και την παύση αριθμού αξιωματούχων του κράτους, περιλαμβανομένου και του Γενικού Ελεγκτή της Δημοκρατίας.

 

  Όπως κρίθηκε στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου Σερδάρης (ανωτέρω), στην οποία με παρέπεμψε η ευπαίδευτη δικηγόρος των καθ’ ων η αίτηση, η οποία αφορούσε την απόφαση παύσης του Υπαρχηγού της Αστυνομίας από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας:-

 

 

«Έχουμε μελετήσει και αξιολογήσει όλα τα επιχειρήματα τα οποία έχουν αναπτύξει οι δύο πλευρές. Έχουμε καταλήξει ότι η επίδικη απόφαση, ως κυβερνητική πράξη, δεν είναι εκτελεστή διοικητική και ως εκ τούτου δεν είναι δυνατό να ελεγχθεί δικαστικά με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

Η εξουσία του Προέδρου της Δημοκρατίας να διορίζει τον Αρχηγό και τον Υπαρχηγό της Αστυνομίας πηγάζει από το Άρθρο 131.1 του Συντάγματος και κατά συνέπεια αποτελεί κυβερνητική ή πολιτική πράξη, όπως και ο εφεσείων παραδέχεται στη γραπτή αγόρευση της συνηγόρου του. 

Σύμφωνα με το Άρθρο 47(στ) του Συντάγματος ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας έχει την εξουσία να παύει αριθμό αξιωματούχων της Δημοκρατίας μεταξύ των οποίων και τον Υπαρχηγό της Αστυνομίας. Η εξουσία αυτή ασκείτο από κοινού από τον Πρόεδρο και τον Αντιπρόεδρο της Δημοκρατίας. Σήμερα ασκείται αποκλειστικά από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, δυνάμει του δικαίου της ανάγκης. 

Οι ονομαζόμενες «κυβερνητικές πράξεις» εκδίδονται με βάση αρμοδιότητα που παρέχεται από το Σύνταγμα και ρυθμίζουν θέματα σχετικά με τη λεγόμενη «πολιτική εξουσία ή κυβερνητική λειτουργία». Τα όρια αυτής καθορίζονται από τη νομολογία. Προσφυγή που προσβάλλει κυβερνητική πράξη κρίνεται ως απαράδεκτη και απορρίπτεται. (Βλέπε: Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου του Σπηλιωτόπουλου, 6η Έκδοση, σελ. 97, παράγρ. 87). 

Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου έχει δεχθεί την ύπαρξη κυβερνητικών πράξεων, οι οποίες δεν ελέγχονται δικαστικά (Βλέπε: Ανδρέα Ευθυμίου ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 148/99, ημερ. 20.10.1999).

[…]

Η αποκλειστική εξουσία του Προέδρου της Δημοκρατίας να διορίζει τον Υπαρχηγό της Αστυνομίας δυνάμει του Άρθρου 131 και η αποκλειστική επίσης εξουσία να τερματίζει τις υπηρεσίες του παρέχεται χωρίς κανένα περιορισμό και χωρίς να τίθεται κανένα κριτήριο για την ενάσκηση της από το Άρθρο 47(στ) του Συντάγματος το οποίο έχει απόλυτη εφαρμογή στην παρούσα υπόθεση.

Το Άρθρο 47(στ) δεν αφήνει κανένα περιθώριο οποιασδήποτε άλλης ερμηνείας. Δεν αφήνει επίσης κανένα περιθώριο εφαρμογής οποιουδήποτε νόμου ή ερμηνείας οποιασδήποτε νομοθετικής διάταξης, όπως επικαλείται ο εφεσείων, κατά τρόπο που να προσκρούει στην υπέρτερη συνταγματική διάταξη. Ο διορισμός και η παύση του Υπαρχηγού της Αστυνομίας δεν υπόκειται στον περί Αστυνομίας Νόμο και δεν διενεργείται από τα προβλεπόμενα από την εν λόγω νομοθεσία όργανα αλλά από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας κατά την ενάσκηση πολιτικής ή κυβερνητικής εξουσίας.»

 

 

 

  Τα πιο πάνω επαναλήφθηκαν και υιοθετήθηκαν και πολύ πρόσφατα, από το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο στην Ε.Δ.Δ. 118/16 Παπαγεωργίου ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 26.10.2023, που αφορούσε την απόφαση του Προέδρου της Δημοκρατίας να παύσει τον Αρχηγό της Αστυνομίας, όπου με αναφορά στις Σερδάρης (ανωτέρω) και Stokkos (ανωτέρω), το Δικαστήριο κατέληξε πως η συγκεκριμένη εξουσία πηγάζει απευθείας εκ του Συντάγματος, παραμένει κυβερνητική πράξη και κείται εκτός της δικαιοδοσίας ελέγχου νομιμότητας από το παρόν Δικαστήριο, κατά τις διατάξεις του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

 

  Στη βάση των πιο πάνω, απορρίπτεται ο ισχυρισμός του αιτητή περί αναρμοδιότητας του Γενικού Ελεγκτή, λόγω του ότι η πράξη διορισμού του, αποτελεί κυβερνητική πράξη, ήτοι πράξη ασκούμενη από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, κατ’ ενάσκηση πολιτικής εξουσίας παρεχόμενης εκ του Συντάγματος.

 

  Επί της ουσίας της προσβαλλόμενης διοικητικής απόφασης, εγέρθηκαν ισχυρισμοί περί παράβασης των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης και της αρχής της αμεροληψίας, αφού, σύμφωνα με τις εισηγήσεις του αιτητή, ο Γενικός Ελεγκτής ενήργησε ως καταγγέλλων και ως κριτής του υπό πειθαρχική δίωξη αιτητή.

 

 Έχοντας μελετήσει με τη δέουσα προσοχή, όλα τα ενώπιον μου έγγραφα και δεδομένα, αποδέχομαι ως ορθούς τους ισχυρισμούς και θέσεις που προβάλλονται εκ μέρους του αιτητή, για τους λόγους που θα αναφέρω αμέσως πιο κάτω.

 

  Έχω ήδη παραθέσει αυτούσιο το περιεχόμενο των ηλεκτρονικών μηνυμάτων που απεστάλησαν εκ μέρους του Γενικού Ελεγκτή προς τον αιτητή. Ως προκύπτει, εφαλτήριο της διαδικασίας που εκκίνησε προς διερεύνηση της εναντίον του αιτητή υπόθεσης, αποτέλεσε το περιεχόμενο του ηλεκτρονικού μηνύματος που απέστειλε ο ίδιος ο Γενικός Ελεγκτής προς τον αιτητή, στις 8.11.2018.

 

  Από το περιεχόμενο αυτού, προέκυψε και η διαπίστωση που έγινε από τον ίδιο τον Γενικό Ελεγκτή για το ενδεχόμενο μη ενημέρωσης του αιτητή του περιεχομένου των επιστολών και σημειωμάτων που ο ίδιος απέστελλε στον αιτητή, μέσω της ηλεκτρονικής βάσης δεδομένων Eoasis, ως ανάθεση εργασίας προς διεκπεραίωση, που ως διαφαίνεται, ο Γενικός  Ελεγκτής, κατά τον ουσιώδη χρόνο, ουσιαστικά ενεργούσε, ως άμεσα προϊστάμενος του αιτητή.

 

  Μελετώντας τα όσα αναφέρονται στην πιο πάνω παρατεθείσα ηλεκτρονική αλληλογραφία των δύο προσώπων, προκύπτει πως η «καταγγελία» για το ενδεχόμενο διάπραξης πειθαρχικού παραπτώματος, προήλθε από τον ίδιο τον Γενικό Ελεγκτή, ο οποίος ανέθεσε προσωπικά στον αιτητή συγκεκριμένη εργασία, μέσω του συστήματος Eoasis, την οποία ο ίδιος (ο Γενικός Ελεγκτής) διαπίστωσε πως εκτελούσε αμελώς, κατά τις απαιτήσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης που ο αιτητής κατέχει.

 

  Για την έναρξη της διερεύνησης της επίδικης πειθαρχικής διαδικασίας, έγινε εκ μέρους των καθ’ ων η αίτηση, επίκληση των διατάξεων του άρθρου 81(2) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, Ν. 1/90, στις πρόνοιες του οποίου αναφέρονται τα εξής:-

 

«81.-(1) Η Επιτροπή δεν προβαίνει στη λήψη πειθαρχικών μέτρων εναντίον οποιουδήποτε δημόσιου υπαλλήλου, παρά μόνο ύστερα από γραπτή πρόταση της αρμόδιας αρχής.

(2) Αν καταγγελθεί στην αρμόδια αρχή ή υποπέσει στην αντίληψη της ότι δημόσιος υπάλληλος δυνατόν να έχει διαπράξει πειθαρχικό παράπτωμα, η αρμόδια αρχή οφείλει να μεριμνήσει αμέσως όπως:

(α) Αν το παράπτωμα είναι από εκείνα που αναγράφονται στο Μέρος 1 του Πρώτου Πίνακα, διεξαχθεί ενδοτμηματική έρευνα κατά τρόπο που θα ορίσει η ίδια και ενεργεί όπως προνοείται στο άρθρο 82.

[...]

(β) σε κάθε άλλη περίπτωση, διεξαχθεί έρευνα με τον καθορισμένο τρόπο και ενεργεί όπως προνοείται στο άρθρο 83: [...]»

 

  Επίσης, στις διατάξεις του άρθρου 82, προνοούνται τα ακόλουθα:-

 

«82.-(1) Η αρμόδια αρχή έχει εξoυσία vα εκδικάζει συvoπτικά oπoιαδήπoτε πειθαρχικά παραπτώματα πoυ αvαγράφovται στo Μέρoς I τoυ  Πρώτoυ Πίvακα και vα επιβάλλει oπoιαδήπoτε από τις πoιvές oι oπoίες αvαγράφovται στo Μέρoς II τoυ Πίvακα αυτoύ.

(2) Όταv κατά τηv εvδoτμηματική έρευvα πoυ διεξήχθηκε σύμφωvα με τηv παράγραφo (α) τoυ εδαφίoυ (2) τoυ άρθρoυ 81 η αρμόδια αρχή κρίvει ότι διαπράχθηκε πειθαρχικό παράπτωμα πoυ μπoρεί vα εκδικαστεί συvoπτικά, τότε στov εvδιαφερόμεvo υπάλληλo παρέχovται αvτίγραφα τωv μαρτυρικώv καταθέσεωv και oπoιωvδήπoτε άλλωv σχετικώv εγγράφωv πoυ υπάρχoυv, καθώς και η ευκαιρία vα ακoυστεί.

(3) Αφoύ ακoύσει τov εvδιαφερόμεvo υπάλληλo, η αρμόδια αρχή μπoρεί vα τoυ επιβάλει oπoιαδήπoτε από τις πoιvές πoυ αvαγράφovται στo Μέρoς II τoυ Πρώτoυ Πίvακα, αφoύ πρoηγoυμέvως τov ακoύσει για τηv επιμέτρηση της πoιvής.

(4) Χωρίς επηρεασμό της γεvικής εξoυσίας της αρμόδιας αρχής για μεταβίβαση εξoυσιώv, η αρμόδια αρχή μπoρεί vα μεταβιβάσει  oπoιαδήπoτε από τις δυvάμει τoυ άρθρoυ αυτoύ εξoυσίες της στov Πρoϊστάμεvo τoυ oικείoυ Τμήματoς ή σε oπoιoδήπoτε άλλo αvώτερo λειτoυργό o oπoίoς πρέπει vα είvαι αvώτερoυ βαθμoύ από τov εvδιαφερόμεvo υπάλληλo.»

 

   Στη βάση των πιο πάνω, προκύπτει πως μία πειθαρχική έρευνα, άρχεται, είτε μετά από καταγγελία στην αρμόδια αρχή, είτε εφόσον υποπέσει στην αντίληψη αυτής, ότι δημόσιος υπάλληλος δυνατόν να έχει διαπράξει πειθαρχικό παράπτωμα.

  Κατά την κρίση μου, εν προκειμένω, η πειθαρχική διερεύνηση άρχισε, ουσιαστικά, με καταγγελία εκ μέρους του Γενικού Ελεγκτή, αφού ο ίδιος προέβη σε προσωπική διαπίστωση περί αμελούς εκτέλεσης των καθηκόντων που αυτός ανέθεσε προσωπικά στον αιτητή. Μέχρις εδώ, δεν υπήρχε τίποτα το μεμπτό, αφού ήταν δυνατή η ενεργοποίηση των διατάξεων του άρθρου 81(2)(α) για διεξαγωγή ενδοτμηματικής έρευνας, κατά τα όσα ορίζονται στο άρθρο 82 του ίδιου Νόμου.

 

  Όχι όμως και η συνέχιση της πειθαρχικής διαδικασίας από το ίδιο πρόσωπο που προέβη στην καταγγελία (A.E. 47/17, Συμβούλιο Εφέσεων Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης κ.ά. ν. Παναγή κ.ά., ημερομηνίας 25.2.2021). Ουδόλως αμφισβητείται η δυνατότητα συνοπτικής εκδίκασης ορισμένων πειθαρχικών παραπτωμάτων, όπως άλλωστε ήταν το υπό διερεύνηση, αλλά ενόψει της προηγούμενης εμπλοκής του ίδιου του Γενικού Ελεγκτή στη διαπίστωση, που αποτέλεσε στην ουσία και μορφή καταγγελίας, το εν λόγω πρόσωπο, όφειλε να εφαρμόσει τις διατάξεις του εδαφίου (4) του άρθρου 82, μεταβιβάζοντας τις εξουσίες του, για συνοπτική εκδίκαση, από τρίτο πρόσωπο, ανώτερου βαθμού από τον υπό πειθαρχική δίωξη δημόσιο υπάλληλο, όπως για παράδειγμα από τον Βοηθό Γενικού Ελεγκτή. Τούτο, ήταν άλλωστε απαραίτητο, προς διαφύλαξη όλων των εχεγγύων ενός αμερόληπτου κριτή, αναφορικά με το θέμα της ευθύνης του αιτητή.

 

  Στην υπό κρίση περίπτωση, ο Γενικός Ελεγκτής, ενήργησε ουσιαστικά υπό όλες τις ιδιότητες προσώπου που λαμβάνει μέρος σε μία πειθαρχική έρευνα. Ενήργησε αρχικά ως καταγγέλλων, ως ερευνών λειτουργός, εξετάζοντας την ηλεκτρονική κατάσταση αλληλογραφίας που ανατέθηκε στον αιτητή, όπως αυτή του αποστάληκε από την Αναπληρώτρια Διευθύντρια Ελέγχου, ως κατήγορος, αφού ο ίδιος και πάλιν διατύπωσε την πειθαρχική κατηγορία της αμέλειας κατά την εκτέλεση καθήκοντος, ενώ ενήργησε εν τέλει και ως κριτής, αφού διαπίστωσε την διάπραξη του παραπτώματος και επέβαλε σ’ αυτόν πειθαρχική ποινή.

 

  Δεν υπήρξε εμπλοκή κανενός άλλου προσώπου, ανάμεσα στην πειθαρχική διαδικασία που ξεκίνησε με πρωτοβουλία του ίδιου του Γενικού Ελεγκτή. Αντιθέτως, η συγκέντρωση όλων των πιο πάνω αναφερόμενων ιδιοτήτων, ήτοι του καταγγέλλοντος, του ερευνώντος λειτουργού, του κατήγορου και του δικαστή, σε ένα μόνο πρόσωπο, εύλογα, μπορούν να δημιουργήσουν την εντύπωση σε ένα τρίτο πρόσωπο πως ο Γενικός Ελεγκτής εστερείτο των εχεγγύων του αμερόληπτου κριτή, αναφορικά με το υπό διερεύνηση ζήτημα.

 

  Για τους πιο πάνω λόγους, καταλήγω πως με τον τρόπο που εκτυλίχθηκε όλη η πιο πάνω αναφερόμενη πειθαρχική διαδικασία, δεν υπήρξε η εγγύηση εξασφάλισης τεκμηρίου αμεροληψίας εκ μέρους του Γενικού Ελεγκτή, κατά παράβαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης. Η προηγούμενη εμπλοκή του πιο πάνω αναφερόμενου προσώπου, ως καταγγέλλοντος, τον εμπόδιζε, άνευ ετέρου, να συμμετάσχει σε οποιοδήποτε επόμενο στάδιο, υπό οποιανδήποτε άλλη ιδιότητα.

 

  Υπό το φως των ανωτέρω, η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται, βάσει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.

 

  Επιδικάζονται υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθ’ ων η αίτηση €2.000 πλέον Φ.Π.Α.

 

                       

 

 

 

         Γαβριήλ, Δ.Δ.Δ.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο