ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

Συνεκδ. Υποθ. Αρ. 66/2018, 87/2018, 170/2918 και 317/2018

 

9 Ιανουαρίου, 2024

[ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΥ, Πρόεδρος]

 

Επί τοις αφορώσι τα Άρθρα (α) 146, 6, 9, 12, 15, 23, 24, 25, 26, 28, 30, 33, 34, 35 και 179 του Συντάγματος        

 

Υπόθεση αρ. 66/2018

 

Μ. Δ.

Αιτητής,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

 

Καθ' ης η αίτηση.

 

 

 

 


Υπόθεση αρ. 87/2018

 

                   ΧΡ. Α.

Αιτητής,

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

Καθ' ης η αίτηση.

 

 

 


Υπόθεση αρ. 170/2018

 

    Β. Η.

Αιτητής,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ


Καθ' ης η αίτηση.

 

 


Υπόθεση αρ. 317/2018

 

ΧΡ. Κ.

Αιτήτρια,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

 

Καθ' ης η αίτηση.

 

 


Στ. Παπαϊωάννου (κα), για Μαρκίδη, Μαρκίδη & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τον αιτητή στην υπ. αρ. 66/2018

 

Φ. Εξαδάκτυλου (κα), για Δημοσθένη Στεφανίδη, για τον αιτητή στην υπ. αρ. 87/2018

 

Λ. Χριστοδούλου, για Λάκης Ν. Χριστοδούλου Δ.Ε.Π.Ε., για τον Αιτητή στην υπ. αρ. 170/2018

 

Στ. Ιακωβίδης, για τον αιτητή στην υπ. αρ. 317/2018

 

Σ. Ν. Ανδρέου, για τα Ε/Μ.

 

Μ. Κοτσώνη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την καθ' ης η αίτηση

 

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

 

ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΥ, ΠΔΔ.: Οι αιτητές στις υπό τους ως άνω αριθμούς και τίτλους συνεκδικασθείσες προσφυγές, προσβάλλουν τη νομιμότητα της προαγωγής των ενδιαφερομένων προσώπων στη μόνιμη θέση Τελωνειακού Λειτουργού Α΄, Τελωνεία από 15/11/2017, αντί και/ή στη θέση τους, αιτούμενοι δικαστικής απόφασης ότι η εν λόγω διοικητική πράξη, η οποία δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 29/12/2017, είναι άκυρη, παράνομη και στερείται οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.

 

Ειδικότερα, στην προσφυγή αρ. 66/2018 ο αιτητής Μ. Δ., (με A/A υποψηφίου 7), προσβάλλει την προαγωγή των Ενδιαφερομένων Μερών (στο εξής «Ε/Μ») με τους κατωτέρω αύξοντες αριθμούς και ονόματα, ως αυτοί αριθμούνται στους καταλόγους υποψηφιοτήτων και όπως αυτοί τέθηκαν ενώπιον της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (στο εξής «η Ε.Δ.Υ.») και βρίσκονται καταχωρημένοι στο διοικητικό φάκελο της υπόθεσης (Παράρτημα 4):

 

 Α/Α 24. Δ. Α. Δ. (Ε/Μ 1),

 Α/Α 25. Ε. Α. Κ. (Ε/Μ 2).

 

Στην προσφυγή αρ. 87/2018 ο αιτητής Χρ. Α., (με A/A υποψηφίου 154), προσβάλλει την προαγωγή των ακόλουθων Ε/Μ με τους Α/Α υποψηφίων που αναφέρονται κατωτέρω:

 

A/A 15. Λ. Λ. (E/M 1),

A/A 16. Α. Κ. Δ. (E/M 2),

A/A 18. Στ. Α. Δ. (E/M 3),

A/A 19. Ζ. Α. (E/M 9),

A/A 20. Γ. Α. (E/M 4),

A/A 21. Μ. Ο. (E/M 7),

Α/Α 22. Τ. Φ. (Ε/Μ 5),

Α/Α 23. Ά. Τ. (Ε/Μ 8),

Α/Α 24. Δ. Α. Δ. (Ε/Μ 6),

Α/Α 25. Ε. Α. Κ. (Ε/Μ 10).

 

Στην προσφυγή αρ. 170/2018 ο αιτητής Β. Η., (με A/A υποψηφίου 14), προσβάλλει την προαγωγή των πιο κάτω Ε/Μ, με τους Α/Α υποψηφίων που αναφέρονται κατωτέρω:

 

        Α/Α 15. Λ. Λ. (Ε/Μ 1),

Α/Α 16. Α. Κ. Δ. (Ε/Μ 2),

Α/Α 17. Γ. Χ. (Ε/Μ 3),

Α/Α 18. Στ. Α. Δ. (Ε/Μ 4),

Α/Α 19. Ζ. Α. (Ε/Μ 5),

Α/Α 21. Μ. Ο. (Ε/Μ 6),

Α/Α 22. Τ. Φ. (Ε/Μ 7),

Α/Α 23. Ά. Τ. (Ε/Μ 8),

Α/Α 24. Δ. Α. Δ. (Ε/Μ 9),

Α/Α 25. Ε. Α. Κ. (Ε/Μ 10).

 

Στην προσφυγή αρ. 317/2018 η αιτήτρια Χρ. Κ., (με A/A υποψηφίου 30), προσβάλλει την προαγωγή του Ε/Μ, Ε. Α. Κ., με Α/Α υποψηφίου 25.

 

Όπως προκύπτει από τους διοικητικούς φακέλους, αλλά περιγράφεται και στην Ένσταση, με παραπομπή σε Παραρτήματα, επειδή η θέση Τελωνειακού Λειτουργού Α΄, Τελωνεία, είναι θέση προαγωγής, η Ε.Δ.Υ. την 24/8/17, αποφάσισε στην πλήρωση 22 κενών μόνιμων θέσεων Τελωνειακού Λειτουργού Α΄, Τελωνεία.

 

Στη συνεδρία της Ε.Δ.Υ., ημερομηνίας 3/11/17, στην οποία παρέστη και ο Διευθυντής Τελωνείων, η Ε.Δ.Υ. αφού έλαβε υπόψη της τα τρία κριτήρια, αξία, προσόντα, αρχαιότητα, σταθμίζοντας και συνεκτιμώντας αυτά στο σύνολό τους και αποδίδοντας σε αυτά και σε καθένα από αυτά την ανάλογη βαρύτητα και αφού εξέτασε τα ουσιώδη στοιχεία από το Φάκελο πλήρωσης της θέσης, καθώς και τους Προσωπικούς Φακέλους και τους Φακέλους των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων και αφού έλαβε υπόψη τη σύσταση του Διευθυντή Τελωνείων, ο οποίος προέβη σε συστάσεις για τους καταλληλότερους κατά την κρίση της υποψηφίους για προαγωγή, (μεταξύ αυτών και τα Ε/Μ στις υπό τους ως άνω τίτλους και αριθμούς προσφυγές), επέλεξε ως τους πιο κατάλληλους και αποφάσισε να προσφέρει σε αυτούς προαγωγή στη μόνιμη θέση Τελωνειακού Λειτουργού Α΄, Τελωνεία, από 15/11/17, τους συστηθέντες, μεταξύ αυτών και τα Ε/Μ.

 

Οι υπό τους ως άνω αριθμούς και τίτλους τέσσερεις προσφυγές συνεκδικάστηκαν, καθότι αφορούν στην προαγωγή των Ε/Μ στην θέση Τελωνειακού Λειτουργού A΄ στα πλαίσια της ίδιας διαδικασίας προαγωγών.

 

Ο κάθε ένας αιτητής προέβαλε δικούς του λόγους ακυρώσεως κατά της νομιμότητας της επίδικης απόφασης για προαγωγή των Ε/Μ αντί του ιδίου, καλώντας το Δικαστήριο να ακυρώσει την επίδικη απόφαση, λόγω των κατ’ ισχυρισμό παρανομιών στην ενδιάμεση απόφαση του Διευθυντή που προέβη σε συστάσεις υπέρ των Ε/Μ, αλλά και της τελικής απόφασης της Ε.Δ.Υ. για προαγωγή τους. Σημειώνεται ότι όλα τα Ε/Μ που προήχθησαν είχαν υπέρ τους στη σύσταση του Διευθυντή, σε αντίθεση με τους αιτητές.

 

Για να μπορέσω να έχω πλήρη αντίληψη της εικόνας ενώπιον του Διευθυντή και της Ε.Δ.Υ. έχω μελετήσει ενδελεχώς το περιεχόμενο των διοικητικών φακέλων, περιλαμβανομένων των προσωπικών και υπηρεσιακών φακέλων των αιτητών και των Ε/Μ οι οποίοι κατατέθηκαν στο Δικαστήριο και σημειώθηκαν ως τεκμήρια.

 

Από την εν λόγω μελέτη προκύπτει ότι ο αιτητής Δ. στην προσφυγή αρ. 66/18 υπερείχε σε αρχαιότητα των Ε/Μ 1 και 2 των οποίων τη νομιμότητα της προαγωγής τους επέλεξε να προσβάλει με την προσφυγή του, τουτέστιν των Ε/Μ Δ. και Κ.. Ο αιτητής έφερε τον Αύξοντα αριθμό 7 ενώ τα Ε/Μ τον αύξοντα αριθμό 24 και 25 αντίστοιχα στον κατάλογο αρχαιότητας και υπερείχε των Ε/Μ σε αρχαιότητα κατά 1 έτος, 5 μήνες και 10 μέρες στην «παρούσα» τους θέση Τελωνειακού Λειτουργού (όπως η θέση που κατείχαν αναφέρεται στο πρακτικό της Ε.Δ.Υ), έχοντας προαχθεί σε αυτήν από 15/2/2006, ενώ τα Ε/Μ από 25/7/2007. Πέραν αυτού ο αιτητής κατείχε πρόσθετο προσόν το οποίο καταγράφηκε από την Ε.Δ.Υ. στο Πρακτικό της (Post Graduate Diploma in Corporate Management) και το οποίο κρίθηκε τόσο από την Ε.Δ.Υ. όσο και από τον Διευθυντή ότι ήταν σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης. Όπως αναφέρεται στο Πρακτικό, του δόθηκε η «ανάλογη βαρύτητα». Ο Διευθυντής επέλεξε να μη συστήσει τον αιτητή, παρά την υπεροχή του σε αρχαιότητα και πρόσθετα προσόντα, λαμβάνοντας υπόψη ότι στις αξιολογήσεις των 10 τελευταίων ετών είχε αξιολογηθεί με 77 «Εξαίρετα» και 3 «Πολύ Ικανοποιητικά», γεγονός που καθόρισε την απόφασή του για την μη σύστασή του. Αντίστοιχα και η απόφαση της Ε.Δ.Υ. φέρει την ίδια αιτιολογία, με περαιτέρω αναφορά ότι τα Ε/Μ συστήθηκαν από το Διευθυντή, ενώ ο ίδιος όχι.

 

Οι δικηγόροι του αιτητή πρόβαλαν πολλούς λόγους ακυρώσεως, με κύριους και προεξάρχοντες αυτούς που αφορούσαν στην παραγνώριση των πρόσθετων ακαδημαϊκών προσόντων του αιτητή, καθώς και της υπεροχής του σε αρχαιότητα έναντι των Ε/Μ, γεγονός που κατά τους ίδιους συνιστούσε πλάνη, τόσο στη σύσταση, όσο και στην τελική απόφαση της Ε.Δ.Υ.

 

Οι  καθ’ ων η αίτηση και ο δικηγόρος των Ε/Μ υπεραμύνθηκαν της νομιμότητας της επίδικης απόφασης, υποστηρίζοντας ότι ήταν καθόλα αιτιολογημένη και εντός των πλαισίων της διακριτικής ευχέρειας, τόσο του Διευθυντή να προκρίνει τους καταλληλότερους για προαγωγή, όσο και της Ε.Δ.Υ., αφού είχαν και έλαβαν υπόψιν τους όλα τα στοιχεία των διοικητικών φακέλων, δεν παρέλειψαν να λάβουν υπόψη ότι ο αιτητής κατείχε πρόσθετο ακαδημαϊκό προσόν σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης, οπότε καμία πλάνη δεν είχε παρεισφρήσει ως προς το θέμα αυτό, όπως και σε σχέση με την υπεροχή του αιτητή σε αρχαιότητα. Παρόλα αυτά, θεωρούν ότι εντός των πλαισίων της διακριτικής ευχέρειας των δύο διοικητικών οργάνων επιλέγησαν τα Ε/Μ, που υπερείχαν σε αξία του αιτητή κατά την δική τους κρίση.

 

Το Δικαστήριο δεν συμφωνεί με την πιο πάνω θέση των καθ’ ων η αίτηση. Tόσο η αιτιολογία της σύστασης του Διευθυντή, όσο και η αιτιολογία της απόφασης της Ε.Δ.Υ. πάσχουν ως ακολούθως.

 

Παρά το γεγονός ότι αναγνωρίσθηκε πως ο αιτητής κατείχε πρόσθετο ακαδημαϊκό προσόν, το οποίο καταγράφηκε στο Πρακτικό και το οποίο επίσης κρίθηκε ως σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης (σε αντίθεση με άλλα ακαδημαϊκά προσόντα που κατείχαν άλλοι υποψήφιοι τα οποία δεν κρίθηκαν σχετικά) και στο οποίο όπως αναφέρεται στο Πρακτικό δόθηκε «ανάλογη βαρύτητα», διαπιστώνεται εκ του αποτελέσματος πως του αποδόθηκε μηδενική βαρύτητα, ανεξάρτητα με την σχετική αναφορά. Τούτο δε με δεδομένο ότι ο αιτητής υπερείχε στο κριτήριο της αρχαιότητας στην κατεχόμενη θέση κατά σχεδόν ενάμιση έτος και η διαφορά του στις ετήσιες αξιολογήσεις ήταν σε 3 μόνο «Εξαίρετα» στα 80 κατά τα 10 τελευταία χρόνια, έναντι των Ε/Μ. Η διαφορά αυτή θεωρείται σύμφωνα με τη νομολογία αμελητέα και δεν διαφοροποιεί τους υποψηφίους στο κριτήριο της Αξίας, καθότι είναι η γενική αξιολόγηση κατ’ έτος που λαμβάνεται υπόψη, στην οποία αιτητής κρίθηκε ως «Εξαίρετος» όλα τα έτη. Παρόλα αυτά, δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στο ζήτημα αυτό, κατά παράβαση της πάγιας νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία η διαφορά σε ένα ή και μέχρι 5 «Εξαίρετα» στις αξιολογήσεις των 10 ετών δεν μπορεί να θεωρηθεί υπεροχή σε Αξία έναντι άλλων υποψηφίων που έχουν βαθμολογηθεί σε όλα τα στοιχεία κρίσης ως «Εξαίρετοι» για όλα τα έτη. Επί τούτου παραπέμπω στην απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου Αττάς ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 55/2008, 18/2/2012, από την οποία παραθέτω το σχετικό απόσπασμα:

 

«Είμαστε της άποψης ότι η διαφορά μεταξύ εφεσειόντων και ενδιαφερομένων μερών, όπως προκύπτει από τις ετήσιες εκθέσεις αξιολόγησης (δυο «εξαίρετος» στα 5 χρόνια υπέρ των ενδιαφερομένων μερών έναντι των Αττά και Κυριάκου και πέντε «εξαίρετος» έναντι του Δαμιανού) όταν μάλιστα τα τελευταία χρόνια η βαθμολογία τους ήταν ακριβώς η ίδια, ήταν τέτοια που σύμφωνα με τη νομολογία (βλ. μεταξύ άλλων Republic vRoussos (1987) 3 C.L.R. 1217, Κέντα ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 485, Βασιλειάδης κ.α. ν. Τσιάππα κ.α. (2005) 3 Α.Α.Δ. 403, Ελέγκω Φραγκουλίδου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 50/2008, ημερ. 2/2/2011, Λοϊζος Παναγή ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 156/2008, ημερ. 29/9/2011 και Σωφρόνης Πατσαλίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 183/2008, ημερ. 2/11/2011)δεν δίνει υπεροχή σε αξία στα ενδιαφερόμενα μέρη, αλλά αναδεικνύει υποψηφίους ίσους ή περίπου ίσους σε αξία.

 

Στην προαναφερθείσα υπόθεση Λοϊζος Παναγή ν. Δημοκρατίας η Ολομέλεια ανάφερε ξανά τα ακόλουθα:

 

«Μικρές διαφορές στις αξιολογήσεις έχουν κατ' επανάληψη κριθεί οριακές, ώστε να παραμένει ουσιαστικά η ισοδυναμία των εμπλεκόμενων (Βασιλειάδης ν. Τσιάππα (2005) 3 ΑΑΔ 404 - διαφορά σε πέντε «εξαίρετα» στη διάρκεια μιας πενταετίας - και Δημοκρατία ν. Φεσσά (2009) 3 ΑΑΔ 141 - τρία «εξαίρετα» σε μια πενταετία).  Ταυτόχρονα, έχει τονισθεί ότι το διοικητικό όργανο οφείλει να λαμβάνει υπόψη την ανοδική πορεία στην αξιολόγηση που παρουσιάζει ένας υποψήφιος τα τελευταία έτη πριν την προαγωγή δείχνοντας έτσι το βαθμό προσπάθειας που καταβάλλει προς καλύτερη απόδοση στην υπηρεσία.  (Georghiades vRepublic (1975) 3 CLR 145 και Μαυρομμάτης ν. Δημοκρατίας (2000) 3 ΑΑΔ 662).»

 

Επανερχόμενοι στη δική μας υπόθεση, η άποψη ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη υπερείχαν σε αξία, έπαιξε το ρόλο της και στην εκτίμηση του πιστοποιητικού παρακολούθησης μεταπτυχιακού προγράμματος στη Χημική Μηχανική που είχε ο εφεσείων Αττάς. Επομένως η απόφαση τόσο του Διευθυντή όσο και της ΕΔΥ, που υιοθετήθηκε και από τον πρωτόδικο Δικαστή, ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη υπερείχαν σε αξία, λήφθηκε κατά πλάνη.  Ο Διευθυντής και η ΕΔΥ αναφέρθηκαν επανειλημμένα σε υπεροχή των ενδιαφερομένων μερών σε αξία και όχι απλώς ότι έχουν οριακή διαφορά στην αξία, όπως αναφέρεται στην υπόθεση Κατερίνα Θεμιστοκλέους ν. Δημοκρατίας μέσω ΕΔΥ υποθ. αρ. 654/2001 ημερ. 19/11/2002 (Αρτεμίδης Δ, όπως ήταν τότε) στην οποία βασίστηκε ο συνάδελφος πρωτόδικα για να αποφανθεί ότι η βαθμολογική διαφορά δεν ήταν οριακή.  Επομένως η προσβαλλόμενη με τις προσφυγές απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί. Επαφίεται στην ΕΔΥ να επανεξετάσει το θέμα κάτω από το δεδομένο πλέον ότι οι εφεσείοντες και τα ενδιαφερόμενα μέρη ήταν ουσιαστικά ίσοι ως προς την αξία.»

 

Ενόψει της κατάληξης μου αυτής ως προς την πάσχουσα σύσταση υπέρ των Ε/Μ, καθώς και το αναιτιολόγητο της απόφασης της Ε.Δ.Υ. και/ή την πλάνη της Ε.Δ.Υ. ως προς την «υπεροχή» των Ε/Μ έναντι του αιτητή σε Αξία, (συμφωνώντας με την αιτιολογία της σύστασης του Διευθυντή), τουλάχιστον τόσο βαρύνουσα ώστε να υπερακοντίσει την υπεροχή του αιτητή σε αρχαιότητα κατά σχεδόν ενάμιση έτος στην αμέσως προηγούμενη θέση της επίδικης, αλλά και την υπεροχή του σε πρόσθετο ακαδημαϊκό προσόν που κρίθηκε ως σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης, η προσφυγή του αιτητή γίνεται δεκτή και η επίδικη απόφαση για προαγωγή των Ε/Μ 1 και 2 ακυρώνεται.

 

Ο αιτητής Ηρ. στην προσφυγή αρ. 170/18, προβάλλει αντίστοιχους ισχυρισμούς ακυρώσεως, ως ανωτέρω ο αιτητής στην προσφυγή αρ. 66/18. Ο ίδιος είχε τον αύξοντα αριθμό 14 στον κατάλογο αρχαιότητας ενώ τα Ε/Μ των οποίων τη νομιμότητα της προαγωγής επέλεξε να προσβάλει είχαν τους αύξοντες αριθμούς 15, 16, 17, 18, 19, 21, 22, 23, 24 και 25 και έποντο αυτού σε αρχαιότητα. Ο ίδιος προήχθη στην προηγούμενη θέση την 15/1/2007 και τα Ε/Μ την 25/7/2007. Περαιτέρω κατείχε πρόσθετο ακαδημαϊκό προσόν, Master in Business Administration, το οποίο κρίθηκε από την ΕΔΥ και τον Διευθυντή ως σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης. Λέχθηκε πως του αποδόθηκε η «ανάλογη βαρύτητα», αλλά διαπιστώνεται πως η αιτιολογία αυτή πάσχει ως πεπλανημένη, καθ’ ότι η υπεροχή σε αρχαιότητα και πρόσθετο σχετικό προσόν παραγνωρίστηκε πεπλανημένα με την αντίληψη ότι η διαφορά στις επιμέρους βαθμολογίες όλα τα έτη (τα 10 προηγούμενα) κατά 4 «Εξαίρετα» θα μπορούσε να θεωρείται ως υπεροχή των Ε/Μ σε Αξία, ενώ όπως προαναφέρθηκε είναι οι γενικές αξιολογήσεις κατ’ έτος που θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψιν σύμφωνα με την ανωτέρω πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου (βλ. Αττάς ανωτέρω). Η Ε.Δ.Υ. η οποία ακολούθησε την σύσταση του Διευθυντή, σύμφωνα με την οποία επέλεξε όπως οι δύο υποψήφιοι υπ’ αρ. 7 και 14 (αιτητές στις προσφυγές αρ. 66/18 και αρ. 170/18), παρακαμφθούν από τους επιλεγέντες υπό αύξοντες αριθμούς 2 έως 25 του καταλόγου αρχαιότητας, υπέπεσε στην ίδια ουσιώδη πλάνη. Η διαφορά στο στοιχείο της Αξίας των αιτητών Δ. και Ηρ. δεν ήταν τόσο βαρύνουσα ώστε να παραγνωριστεί η υπεροχή τους σε αρχαιότητα και πρόσθετα προσόντα. Για τον ίδιο λόγο ακυρώσεως η προσφυγή του αιτητή στην προσφυγή αρ. 170/18 επίσης επιτυγχάνει.

 

Ο αιτητής Α. στην προσφυγή αρ. 87/18 υποστηρίζει, μέσω των δικηγόρων του, ότι παραγνωρίστηκαν τόσο στις συστάσεις του Διευθυντή, όσο και στην απόφαση της Ε.Δ.Υ. τα πρόσθετα προσόντα του σε σχέση με τα Ε/Μ, τα οποία δεν κατείχαν πρόσθετα προσόντα, με δεδομένο ότι τα προσόντα αυτά κρίθηκαν σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης και ήταν μεταπτυχιακού επιπέδου. Μελετώντας τους φακέλους διαπιστώνεται ότι αιτητής που έχει αύξοντα αριθμό 154 κατείχε πρόσθετα ακαδημαϊκά προσόντα, τα οποία κρίθηκαν τόσο από την Ε.Δ.Υ. όσο και από τον Διευθυντή ως σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης και στο Πρακτικό της Ε.Δ.Υ. λέχθηκε και από τα δύο ρηθέντα διοικητικά όργανα ότι τους δόθηκε η ανάλογη βαρύτητα.  Παρόλα αυτά, διαπιστώνεται πως αυτό που προέκρινε την υπεροχή κατά την κρίση του Διευθυντή των Ε/Μ για προαγωγή στην επίδικη θέση έναντι του αιτητή, ήταν η υπεροχή τους σε αρχαιότητα έναντι του αιτητή κατά σχεδόν τέσσερα έτη στην αμέσως προηγούμενη της επίδικης θέσης. Τα Ε/Μ 1-10, είχαν τους αύξοντες αριθμούς 15, 16, 18, 19, 20, 21, 22, 23, 24 και 25 στους καταλόγους αρχαιότητας  ως αναφέρθηκε ήδη ανωτέρω (βλ. σελ. 4) και όλοι, τόσο ο αιτητής όσο και τα Ε/Μ, είχαν εξαίρετες αξιολογήσεις τα 10 τελευταία έτη και ήταν ίσοι σε Αξία. Η υπεροχή των Ε/Μ κατά 4 έτη σε αρχαιότητα και συνεπαγόμενη πείρα στην προηγούμενη της επίδικης θέσης δεν επιτρέπει την επέμβαση του Δικαστηρίου, ακόμα και αν το Δικαστήριο θα αποφάσιζε διαφορετικά, καθ’ ότι στα πλαίσια της αναθεωρητικής του δικαιοδοσίας το Διοικητικό Δικαστήριο δεν υποκαθιστά την κρίση της διοίκησης αν τα αρμόδια διοικητικά όργανα ενήργησαν εντός των επιτρεπτών ορίων της διακριτικής τους ευχέρειας (βλ. Ε.Δ.Δ. Αρ. 18/2016, Κορφιώτου ν. Δημοκρατίας, ημερ. 24/5/2022.

 

Ο αιτητής όμως παραπονείται κυρίως για την υποβάθμιση του γεγονότος ότι κατείχε δύο μεταπτυχιακούς τίτλους, που απέκτησε με πλήρη φοίτηση και όχι όπως πεπλανημένα αναφέρθηκε τόσο από την Ε.Δ.Υ., όσο και τον Διευθυντή, ότι επρόκειτο για συνεκτίμηση παρακολούθησης πρόσθετων μαθημάτων. Από μελέτη του φακέλου διαπιστώνεται πιθανολόγηση ουσιώδους πλάνης την οποία δεν μπορεί να επιλύσει το Δικαστήριο προβαίνοντας σε ουσιαστική κρίση. Εναπόκειται στην Ε.Δ.Υ. να εξετάσει εκ νέου το ζήτημα για να αποφασίσει στη βάση συμπερασμάτων μετά από νέα έρευνα του ζητήματος στο οποίο φαίνεται από το Πρακτικό να δόθηκε σημασία. Ο λόγος ακυρώσεως για πιθανολόγηση ουσιώδους πλάνης γίνεται δεκτός.

 

Η αιτήτρια Κ. στην προσφυγή αρ. 317/18, που έφερε τον αύξοντα αρ. 30 στον κατάλογο αρχαιότητας, επέλεξε να προσβάλει την νομιμότητα της προαγωγής του Ε/Μ Κ. με αύξοντα αριθμό στον ίδιο κατάλογο 25, υποστηρίζοντας ότι η υπεροχή της σε πρόσθετο ακαδημαϊκό προσόν (Μεταπτυχιακό Δίπλωμα στη Δημόσια Διοίκηση) και η ισοδυναμία της σε Αξία με το Ε/Μ ως καθόλα «Εξαίρετη» δεν επέτρεπε στην Ε.Δ.Υ. να παραγνωρίσει ουσιαστικά το πρόσθετο ακαδημαϊκό προσόν της, ασχέτως αν αναφέρθηκε στο Πρακτικό ότι αυτό λήφθηκε υπόψη και του δόθηκε η ανάλογη βαρύτητα. Τούτο γιατί η υπεροχή του Ε/Μ σε αρχαιότητα αναγόταν στην ηλικία τους.

 

Μελετώντας το Πρακτικό και τους φακέλους διαπιστώνεται πως πράγματι το Ε/Μ υπερείχε της αιτήτριας μόνο σε ηλικιακή αρχαιότητα.  Σε αξία οι δύο ήταν ίσες, έχοντας βαθμολογηθεί ως «Εξαίρετες» όλα τα έτη, ενώ η αιτήτρια υπερείχε σε προσόντα τα οποία κρίθηκαν ως σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης. Σε αντίθεση με το Ε/Μ κατείχε Μεταπτυχιακό Δίπλωμα στη Δημόσια Διοίκηση. Κρίνεται υπό τις περιστάσεις, πως τόσο ο Διευθυντής στην σύστασή του, όσο και η ΕΔΥ, απέτυχαν να αιτιολογήσουν την απόφασή τους να μη δώσουν βαρύτητα στο σχετικό πρόσθετο ακαδημαϊκό προσόν της αιτήτριας, παρά το γεγονός ότι αναφέρθηκε στο Πρακτικό ότι αυτό «λήφθηκε υπόψη» και του αποδόθηκε η «ανάλογη βαρύτητα». Σε τέτοιες περιπτώσεις όπου η διαφορά των υποψηφίων είναι σε απομακρυσμένη αρχαιότητα, εδώ διαφορά λόγω ηλικίας, αυτή λαμβάνεται υπόψιν όταν στα άλλα δύο κριτήρια προαγωγής, Αξία και Προσόντα, οι υποψήφιοι είναι ίσοι. Ο λόγος ακυρώσεως περί πάσχουσας αιτιολογίας γίνεται δεκτός.

 

Για τους πιο πάνω λόγους, οι προσφυγές επιτυγχάνουν, με €1600 έξοδα στην κάθε μία προσφυγή, πλέον ΦΠΑ, αν υπάρχει, υπέρ των αιτητών και εναντίον των καθ’ ων η αίτηση.

 

Η επίδικη διοικητική απόφαση ακυρώνεται, βάσει του άρθρου 146.4 του Συντάγματος.

 

Μ. Καλλιγέρου, ΠΔΔ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο