ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ  

(Υπόθεση αρ. 68/2018)

 

                          25 Ιανουαρίου 2024

                                [ΚΕΛΕΠΕΣΙΗ, Δ.Δ.Δ.]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ AΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

                    Μ. Μαππούρα Διαφημιστική Λ.Τ.Δ

 

                                                                                                   Αιτητές,

                                        και

 

                      Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

         Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων

                Τμήματος  Κοινωνικών Ασφαλίσεων

 

Καθ’ ου η αίτηση

––––––––––––––––––––––––––––––––

Χ. Χριστάκης για Γ. Πολυχρόνης Δ.Ε.Π.Ε, δικηγόρος για τους  αιτητές.

Π. Βασιλείου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, δικηγόρος για τον καθ’ ου η αίτηση.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΚΕΛΕΠΕΣΙΗ, Δ.Δ.Δ.: Αντικείμενο της παρούσας προσφυγής, συνιστά η νομιμότητα της απόφασης του καθ' ου η αίτηση ημερομηνίας 14.11.2017, με την οποία επιβλήθηκε στους αιτητές διοικητικό πρόστιμο ύψους €9.500 αναφορικά με τη διαπίστωση για αδήλωτη εργασία εννέα προσώπων.

 

Οι αιτητές είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, η οποία δραστηριοποιείται ως διαφημιστική. Ως προκύπτει από τα παραρτήματα της  ένστασης και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου και συγκεκριμένα από το σχετικό έντυπο επιθεώρησης στις 9.11.2017 η Υπηρεσία Επιθεωρήσεων του Υπουργείου Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων διενήργησε από κοινού με την ΥΑΜ Λάρνακας αυτεπάγγελτο έλεγχο επί της οδού Αγρινίου στη Λάρνακα. Κατά την επιθεώρηση εντοπιστήκαν να εργάζονται εννέα πρόσωπα (7 αλλοδαποί, 1 κοινοτική και 1 κύπρια πολίτιδα), με σκοπό τη διανομή διαφημιστικών φυλλαδίων, χωρίς όμως ως διαπιστώθηκε, να έχει δηλωθεί η απασχόληση τους στις Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων από τους αιτητές και χωρίς να κατέχουν βεβαίωση έναρξης απασχόλησης.

 

Εν συνεχεία και κατά την ίδια ημέρα, ήτοι στις 9.11.2017 παραδόθηκε στους αιτητές η Ειδοποίηση Διαπίστωσης Παράβασης, συμφώνως των προνοιών του άρθρου 85Α των περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμων του, Ν. 59(Ι)/2010, ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο. Σύμφωνα δε με την εν λόγω Ειδοποίηση παρεχόταν στους αιτητές το δικαίωμα υποβολής παραστάσεων και συγκεκριμένα καταγράφονταν επί τούτου τα ακόλουθα: «Με βάση τις διατάξεις της νομοθεσίας σας παρέχετε το δικαίωμα υποβολής, εντός προθεσμίας πέντε (5) ημερών από σήμερα, παραστάσεων που να αποδεικνύουν με στοιχεία ότι δεν έχετε διαπράξει την πιο πάνω παράβαση.[...] Σε αντίθετη περίπτωση, αμέσως μετά την παρέλευση των  πέντε (5) ήμερων θα επιβληθεί διοικητικό πρόστιμο».

 

Οι αιτητές υπέβαλαν τις παραστάσεις τους με επιστολή του δικηγόρου τους ημερομηνίας 10.11.2017, το περιεχόμενο της οποίας κρίνεται σκόπιμο να παρατεθεί αυτούσιο:

 

«Θέμα: ένσταση στις κοινωνικές Ασφαλίσεις σε ειδοποίηση διαπίστωσης παράβασης με βάση το άρθρο 85 Α του Ν.59(Ι)/2010

Κατ΄ εντολή του πελάτη μου κύριου Μαππούρα Διαφημιστική ΛΤΔ (Αρ. Μητρώου Εργοδότη 2065245/4/7311) και σε σχέση με το πιο πάνω θέμα σας αναφέρουμε τα ακόλουθα:

 

Είναι η θέση του πελάτη μου ότι πρόκειται για πρόωρη εξέταση των συγκεκριμένων αδικημάτων ή/και επιβολή Διοικητικού προστίμου, πριν υπάρξει διαπίστωση γεγονότων από το αρμόδιο ποινικό Δικαστήριο.

 

Υφίσταται παραβίαση του δικαιώματος κατά της μη αυτοενοχοποιήσης ή οποιαδήποτε έκθεση γεγονότων πριν να δικαστεί γιατί δύναται να χρησιμοποιηθούν ενάντιων του στο ποινικό Δικαστήριο. Άρα η εξέταση των ζητημάτων είναι ενάντια στα άρθρα 12 του Συντάγματος και 6 ΕΣΔΑ.

 

Αρνείται οποιαδήποτε ανάμιξη και επιθυμεί οποιαδήποτε απόφαση, να ληφθεί, μετά τα ευρήματα της ποινικής δίκης.

 

Για οποιεσδήποτε διευκρινήσεις παρακαλώ όπως επικοινωνήσετε με το γραφείο μας.»

 

Τελικώς στις 14.11.2017, εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 85 Α(1) του Ν.59(Ι)/20 η Πράξη Επιβολής Προστίμου δια της οποίας επιβλήθηκε στους αιτητές συνολικό διοικητικό πρόστιμο ύψους €9.500, ενόψει διαπίστωσης αδήλωτης εργασίας μισθωτού και συγκεκριμένα αδήλωτης απασχόλησης των κα Μ. Σ., κ.G. S., κ. A. S., κ. C. S. G., κ. M. S., κ. K. K, κ. P.B., κ. G. S. και I.- S. M.

 

Προχωρώ να εξετάσω τους ισχυρισμούς των αιτητών, όπως αυτοί προβάλλονται στη γραπτή τους αγόρευση προς ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, υπό το φως της πάγιας νομολογίας και σε συνάρτηση με το περιεχόμενο των εγγράφων που παρατίθενται στην ένσταση του καθ΄ου η αίτηση και του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης.

 

Εν πρώτοις, η πλευρά των αιτητών και με παραπομπή σε αποφάσεις ποινικών υποθέσεων, ισχυρίζεται ότι είναι παράνομη η έρευνα που διενεργήθηκε από τον επιθεωρητή του καθ’ ου η αίτηση καθότι αυτή έλαβε χώρα χωρίς δικαστικό ένταλμα κατά παράβαση του άσυλου κατοικίας ως αυτό κατοχυρώνεται στα άρθρα 15 και 16 του Συντάγματος, στο άρθρο 8 της ΕΣΔΑ και κατά παράβαση του άρθρου 70 των περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμων του 2010 Ν. 59(Ι)/2010. Κατά την εισήγηση των αιτητών, το συγκεκριμένο υποστατικό στο οποίο εισήλθε ο επιθεωρητής του καθ΄ου η αίτηση χρησιμοποιείται ως κατοικία του διευθυντή των αιτητών κ. Μ. και ως εκ τούτου σύμφωνα με το άρθρο 16 του Συντάγματος καμία είσοδος ή έρευνα εντός κατοικίας δεν είναι επιτρεπτή χωρίς να υπάρχει σε ισχύ δικαστικό ένταλμα ή προηγούμενη εξασφάλιση της συγκατάθεσης ενοίκου. Αλλά και το ίδιο το άρθρο 70 του Ν. 59(Ι)/2010, συνεχίζει η πλευρά των αιτητών, προβλέπει εξαίρεση στις εξουσίες των επιθεωρητών για έρευνα σε ιδιωτικές κατοικίες. Διαζευκτικά των ανωτέρω ο ευπαίδευτος συνήγορος των αιτητών υποβάλλει ότι ο  όρος «κατοικία» που αναφέρεται στο άρθρο 16 του Συντάγματος  επεκτείνεται και σε επαγγελματική στέγη. Καταλήγει δε η πλευρά των αιτητών ότι η μη επίδειξη δικαστικού εντάλματος καθιστά την έρευνα παράνομη καθώς και ότι «όλη η περισυλλεγείσα μαρτυρία και τα στοιχεία του διοικητικού φάκελου είναι  φρούτο απαγορευμένου καρπού». Με την απαντητική τους αγόρευση οι αιτητές ισχυρίζονται περαιτέρω ότι «όπως προκύπτει από το Παράρτημα 1 της ένστασης οι αιτητές έχουν διεύθυνση εργασίας και ταχυδρομική διεύθυνση  την οδό Βιτσάδας χχχ Καλό Χωριό Λάρνακας» και συνεπώς ο καθ΄ου η αίτηση γνώριζε  ή είχε τη δυνατότητα να γνωρίζει την επαγγελματική διεύθυνση των αιτητών και ως εκ τούτου είχε υποχρέωση να ερευνήσει εάν το υποστατικό επί της οδού Αγρινίου χχχ στη Λάρνακα στο οποίο εισήλθε, απόντος του κατοικούντος, για επιθεώρηση, είναι κατοικία.

Καθίσταται ξεκάθαρο ότι η όλη επιχειρηματολογία των αιτητών ερείδεται επί της κύριας και βασικής θέσης των αιτητών ότι το υποστατικό επί της οδού Αγρινίου χχχ, στο οποίο ο επιθεωρητής εισήλθε και στο οποίο εντόπισε να απασχολούνται εννέα  πρόσωπα χωρίς να έχει δηλωθεί, ως η κείμενη νομοθεσία προνοεί, η εργοδότηση τους, συνιστά την ιδιωτική κατοικία του διευθυντή των αιτητών. Κάτι τέτοιο όμως και με όλο το σεβασμό προς τον ευπαίδευτο συνήγορο των αιτητών όχι μόνο δεν υποστηρίζεται από τα ενώπιον μου έγγραφα αλλά τουναντίον από το περιεχόμενο αυτών αποκαλύπτεται με σαφήνεια και σε αντίθεση με τα όσα οι αιτητές ισχυρίζονται ότι η επιθεώρηση έλαβε χώρα σε υποστατικό επί της οδού Αγρινίου με την ονομασία BOOM ΦΟΥΣΚΩΤΑ. Συγκεκριμένα τόσο στο έντυπο επιθεώρησης από το μηχανογραφημένο σύστημα Υπηρεσίας Επιθεώρησης όσο και στα σχετικά ερωτηματολόγια στα οποία αναγράφονται τα στοιχεία των εργαζομένων όπου ανευρέθηκαν να απασχολούνται στο επιθεωρούμενο υποστατικό, ο τόπος επιθεώρησης καταγράφεται ως «BOOM Φουσκωτά –οδός Αγρινίου».

 

Έπεται και στη βάση των όσων έχουν εκτεθεί ανωτέρω ότι η θέση των αιτητών ότι το υποστατικό επί της οδού Αγρινίου ήταν η ιδιωτική κατοικία του διευθυντή των αιτητών παρέμεινε παντελώς αίολη και αστήρικτη. Οι δε εκ των υστέρων όποιες αναφορές των αιτητών στη γραπτή τους αγόρευση ήτοι ότι επιθεωρούμενο υποστατικό «είναι ισόγειος κατοικία και χρησιμοποιείται ως κατοικία του διευθυντή των αιτητών» πέραν του ότι ουδόλως υποστηρίζονται από τα ενώπιον μου στοιχεία δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να αποτελέσουν μαρτυρία. Ως δε είναι παγίως νομολογημένο δεν είναι επιτρεπτή η προσκόμιση μαρτυρίας δια των γραπτών αγορεύσεων και οι ισχυρισμοί που προβάλλονται σε αυτές δεν αποδεικνύουν πραγματικά γεγονότα ( Χατζηγεωργίου v Δήμου Πόλεως Χρυσοχούς (Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 33/2015, ημερομηνίας 1/2/22) ΕΖΕ v Δημοκρατίας (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 36/16, ημερομηνίας 19/5/22). Συναφώς, δεν θα μπορούσα  να μην επισημάνω ότι οι αιτητές είχαν κάθε δυνατότητα, να υποβάλουν αίτημα για προσκόμιση μαρτυρίας κάτι, το οποίο όμως, δεν έπραξαν.

 

Αναφορικά δε με τη διαζευκτική αναφορά των αιτητών ότι ο όρος «κατοικία», εν τη εννοία του άρθρου 16 του Συντάγματος, επεκτείνεται και σε επαγγελματική στέγη, παρατηρώ ότι οι αιτητές παραβλέπουν τις ρητές πρόνοιες του άρθρου 70 του (1) των περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμων του 2010, Ν. 59(Ι)/2010, οι οποίες παρέχουν την εξουσία στον εκάστοτε επιθεωρητή να εισέρχεται σε οποιοδήποτε υποστατικό ή άλλο χώρο, με εξαίρεση τις ιδιωτικές κατοικίες.

 

Κρίνω σκόπιμο να παραθέσω τις σχετικές  διατάξεις:

 

«70.-(1) Κάθε επιθεωρητής που διορίζεται δυνάµει του άρθρου 69, έχει εξουσία, προς το σκοπό εφαρµογής των διατάξεων του παρόντος Νόµου, να προβαίνει στις ακόλουθες ενέργειες:

 

(α) Να εισέρχεται σε εύλογο χρόνο σε οποιοδήποτε υποστατικό ή άλλο χώρο, µε εξαίρεση τις ιδιωτικές κατοικίες, όπου δικαιολογηµένα πιστεύει ότι απασχολούνται µισθωτοί ή αυτοτελώς εργαζόµενοι·

 

(β) να προβαίνει στην αναγκαία εξέταση και έρευνα για να εξακριβώνει, εάν στο εν λόγω υποστατικό ή άλλο χώρο τηρούνται ή τηρούνταν οι διατάξεις του παρόντος Νόµου·

 

(γ) να εξετάζει είτε µόνος του είτε, εάν κρίνει σκόπιµο, στην παρουσία άλλου προσώπου, κάθε πρόσωπο που βρίσκει στο εν λόγω υποστατικό ή άλλο χώρο, το οποίο δικαιολογηµένα πιστεύει ότι είναι ή ήταν µισθωτό ή αυτοτελώς εργαζόµενο και να απαιτήσει από αυτό να υποβληθεί σε τέτοια εξέταση, αναφορικά µε θέµατα που αφορούν στον παρόντα Νόµο, για τα οποία εύλογα µπορεί να ζητήσει πληροφορίες·

 

(δ) να ασκεί κάθε άλλη εξουσία που είναι αναγκαία για την εφαρµογή των διατάξεων του παρόντος Νόµου».

(η έμφαση προστέθηκε)

 

Με δεδομένο ότι ουδέν ζήτημα αντισυνταγματικότητας τέθηκε από τους αιτητές αναφορικά με το άρθρο 70 (1) του Ν.59 (Ι)/2010  και με δεδομένο ότι το τεκμήριο συνταγματικότητας των εν λόγω διατάξεων παρέμεινε αλώβητο, έπεται ότι ο επιθεωρητής έδρασε εντός των παρεχόμενων νομοθετικών εξουσιών που του αποδίδονται και καθόλα σύννομα προέβηκε σε επιθεώρηση στο εν λόγω υποστατικό (MAHARRY ENTERPRISES LTD και Δημοκρατίας (Υπόθεση αρ. 1319/20, ημερομηνίας 14/3/14).

 

Οι ανωτέρω διαπιστώσεις όπως και η καθοριστική διαπίστωση ότι το επιθεωρούμενο υποστατικό δεν συνιστούσε την ιδιωτική κατοικία του διευθυντή των αιτητών αλλά χώρο με την ονομασία BOOM Φουσκωτά είναι καταλυτικές και επισφραγίζουν οριστικά τις όποιες αιτιάσεις των αιτητών περί παράνομης διενεργηθείσας έρευνας κατά παράβαση του άσυλου κατοικίας, οι οποίες κρίνονται σωρευτικώς αβάσιμες και απορρίπτονται στην ολότητα τους.

 

Περαιτέρω οι αιτητές ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη «απόφαση είναι αναιτιολόγητη, αντιφατική, προϊόν έλλειψης δέουσας έρευνας και πλάνης εν σχέση με τον κατονομαζόμενο εργοδότη». Προς επίρρωση του ισχυρισμού τους οι αιτητές διατείνονται, με συναφή παραπομπή σε διατάξεις του περί Αστυνομίας Νόμου και του Περί Ποινικής Δικονομίας Κεφ. 155, ότι είναι παράλογο να επιβάλλεται διοικητικό πρόστιμο στους αιτητές, ως υπεύθυνους για την εργοδότηση των εν λόγω προσώπων αλλά η αστυνομία να διώκει και να κατηγορεί τον κ. Μ., διευθυντή των αιτητών και όχι την εταιρεία στην ποινική υπόθεση που καταχώρησε, γεγονός που παραβιάζει και την αρχή του εταιρικού πέπλου. Δοθέντος ότι η επίδικη έρευνα διενεργήθηκε στην παρουσία της Αστυνομίας, η οποία διερεύνησε την υπόθεση, ο καθ΄ου η αίτηση όφειλε, κατά τους αιτητές, να λάβει υπόψη τις θέσεις της αστυνομίας, η οποία ενήργησε ως συμβουλευτικό όργανο και «να δώσει ειδική αιτιολογία για την απόκλιση από τη γνώμη της Αστυνομίας  για το ποιος ήταν ο ένοχος της παράνομης πράξης ή γιατί κατηγορεί τους Αιτητές ως εταιρεία.» Πρόσθετα και στα πλαίσια του ίδιου λόγου ακύρωσης οι αιτητές υποβάλλουν ότι κανένας αληθοφανής λόγος δεν αναφέρεται που να καταδεικνύει την εταιρεία ως εργοδότη των εν λόγω αλλοδαπών. Εισηγούνται δε ότι «η ίδια η ένσταση αναφέρει τον ισχυρισμό ότι τα αλλοδαπά πρόσωπα κατονόμασαν τον κύριο Μ. Μ. ως εργοδότη τους. Επίσης στα παραρτήματα της ένστασης αναφέρεται αυτός ως εργοδότης». Αναφορικά δε με τον ισχυρισμό που καταγράφεται στα γεγονότα της ένστασης ότι ο κ. Μ. κατονόμασε την εταιρεία ως εργοδότη των εν λόγω προσώπων, οι αιτητές εισηγούνται ότι κάτι τέτοιο δεν αντικατοπτρίζεται στο φάκελο. Συναφώς, υποβάλουν οι αιτητές ότι τόσο στις καταθέσεις στην αστυνομία όσο και στις παραστάσεις που υποβλήθηκαν, ο κ. Μ. δεν φαίνεται να εμπλέκει την εταιρεία αλλά διατηρεί δικαίωμα σιωπής.

 

Οι ισχυρισμοί των αιτητών ουδόλως ευσταθούν και απορρίπτονται συλλήβδην ως αβάσιμοι. Πρώτιστα επισημαίνω ότι είναι ορθή η θέση της πλευράς του καθ΄ου η αίτηση ότι οι αιτητές προσπαθούν ανεπιτυχώς να διασυνδέσουν δυο απόλυτα διακριτές διαδικασίες, ήτοι την ποινική υπόθεση όπου ο κ. Μ. (κατηγορούμενος 8) κατηγορείται υπό την προσωπική του ιδιότητα για ποινικό αδίκημα και τη διοικητική διαδικασία για επιβολή διοικητικού προστίμου αναφορικά με τη διαπίστωση αδήλωτης εργασίας.

 

Σύμφωνα με τη πάγια νομολογία η επιβολή διοικητικού προστίμου είναι διαδικασία καθόλα ανεξάρτητη και διάφορη  από τη διαδικασία που επιφέρει ποινική δίωξη ( Jupiwind Ltd κ.α. ν. Διοικητή Κεντρικής Τράπεζας, (Α.Ε. 91/2012,   ημερομηνίας 18.1.2018), Sigma Radio T.VLtd ν. Αρχής  Ραδιοτηλεοράσεων Κύπρου (2004) 3 ΑΑΔ, 134),                 Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου ν. Επιτρόπου Ρύθμισης Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομείων (Α.Ε. αρ.58/07, ημερομηνίας 7.7.2009), Δημοκρατία ν. Demand  Shipping Co Ltd (1994) 3 Α.Α.Δ. 460) E & G     ELECTRICPLUS LTD και Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (Υπόθεση αρ. 1198/08, ημερομηνίας 25/9/2009).

 

Εμφανώς, λοιπόν, παραβλέπουν οι αιτητές ότι η επίδικη πράξη επιβολής διοικητικού προστίμου, η οποία αποτελεί κατ΄ ουσία άσκηση διοικητικής αρμοδιότητας του οργάνου, λήφθηκε δυνάμει των ρητών προνοιών του Νόμου 59(Ι)/2010 και αφορά σε διαπίστωση παράβασης των διατάξεων του ίδιου Νόμου για αδήλωτη εργασία.

 

Επομένως παραμένει παντελώς αδιάφορο για σκοπούς δικαστικού ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης, εάν έχει ασκηθεί ή όχι ποινική δίωξη και ποια πρόσωπα έχουν τυχόν διωχθεί όπως επίσης παντελώς αδιάφορα παραμένουν και τα όσα αναφέρονται από τους αιτητές περί παραβίασης της αρχής του εταιρικού πέπλου λόγω του γεγονότος ότι η ποινική υπόθεση καταχωρήθηκε εναντίον φυσικού προσώπου ήτοι του κ. Μ., διευθυντή της εταιρείας.

 

Σε συνάρτηση με τα ανωτέρω απορριπτέα κρίνονται και τα όσα οι αιτητές αναφέρουν περί της δράσης της αστυνομίας ως συμβουλευτικού οργάνου και της δήθεν  υποχρέωσης του καθ΄ου η αιτηση να παρέχει ειδική αιτιολογία σε περίπτωση απόκλισης από τις θέσεις της αστυνομίας. Αρκεί να προσθέσω ότι η όποια ανεξάρτητη ανάμειξη της αστυνομίας προς διερεύνηση ποινικών αδικημάτων που προέκυπταν καθώς και τα αποτελέσματα της έρευνας αυτής ουδεμία σχέση έχουν και ουδόλως δύναντο να επηρεάσουν τη νομιμότητα της διεξαχθείσας διοικητικής έρευνας και των συναφών διαπιστώσεων που οδήγησαν στην έκδοση του επίδικου διοικητικού προστίμου, η οποία, καθόλα ορθά, διενεργήθηκε αποκλειστικά από το αρμόδιο εκ του νομού όργανο.

 

Ολωσδιόλου αβάσιμοι είναι και οι έτεροι ισχυρισμοί που προβάλλονται από τους αιτητές, με σκοπό να καταδείξουν ότι κρίθηκε υπό πλάνη ότι η εταιρεία Μαππούρας Διαφημιστική ΛΤΔ είναι ο εργοδότης των εννέα πρόσωπων που εντοπιστήκαν να απασχολούνται. Καταρχάς οφείλω να επισημάνω ότι η αναφορά που καταγράφεται στην παράγραφο 2 των γεγονότων της ένστασης του καθ΄ου η αίτηση σύμφωνα με την οποία ο κ. Μ. παραδέχθηκε ότι η εταιρεία Μ. Μαππούρας Διαφημιστική ΛΤΔ, της οποίας είναι διευθυντής, εργοδοτούσε τα εν λόγω πρόσωπα, δεν επιβεβαιώνεται από τα ενώπιον μου έγγραφα, τα οποία συνιστούν τον μοναδικό οδηγό πληροφόρησης και ως εκ τούτου δεν δύναται να ληφθεί υπόψη.

 

Όπως όμως προκύπτει από το έντυπο επιθεώρησης και τις επισυνημμένες σε αυτό αναφορές των εργoδοτουμένων οι οποίες καταγράφονται στα σχετικά ερωτηματολόγια, τόσο η κοινοτική εργαζόμενη όσο και η κύπρια εργαζόμενη, κατονόμασαν ως εργοδότη τους την Μ. Μαππούρα Διαφημιστική ΛΤΔ και τον κ. Μ. Μ. Η Υπηρεσία Επιθεωρήσεων, με βάση τα ενώπιον της δεδομένα, προχώρησε στην έκδοση Ειδοποίησης Διαπίστωσης Παράβασης, την οποία παρέδωσε στους αιτητές  παρέχοντας τους ταυτόχρονα το δικαίωμα υποβολής παραστάσεων. Μάλιστα και ως ορθά υποδεικνύει η πλευρά του καθ΄ου η αίτηση, τη σχετική απόδειξη παραλαβής της Ειδοποίησης Διαπίστωσης Παράβασης υπέγραψε και παρέλαβε δια λογαριασμό των αιτητών ο κ. Μ.

 

Καθίστατο επομένως απόλυτα σαφές ότι η εταιρεία Μ. Μαππούρα Διαφημιστική ΛΤΔ κρίθηκε ως ο εργοδότης των προσώπων που εντοπίστηκαν να απασχολούνται με αδήλωτη εργασία. Οι αιτητές, πράγματι, άσκησαν το δικαίωμα τους και προέβηκαν σε υποβολή παραστάσεων. Αυτές μάλιστα υποβληθήκαν δια μέσω του δικηγόρου τους, κατ΄ εντολή, ως δε ρητώς αναγράφεται, της Μαππούρα Διαφημιστική ΛΤΔ. Πλην όμως, απλή ανάγνωση του περιεχόμενου των παραστάσεων των αιτητών, ως ορθά υποδεικνύει και η πλευρά του καθ΄ου η αίτηση, φανερώνει αναντίλεκτα ότι οι αιτητές ουδέποτε έθεσαν τα όσα δια πρώτη φορά εγείρουν μέσω της γραπτής τους αγόρευσης ενώπιον του Δικαστηρίου περί πλάνης και έλλειψης δέουσας έρευνας σε σχέση με τον κατονομαζόμενο εργοδότη και ουδέποτε αμφισβήτησαν ότι η Μ. Μαππούρας Διαφημιστική ΛΤΔ ήταν ο εργοδότης των εν λόγω προσώπων.

 

Κατ΄ επιταγή της πάγιας νομολογίας, η άνωθεν διαπίστωση, ήτοι ότι ο ισχυρισμός αυτός δεν είχε τεθεί προς εξέταση προηγουμένως ενώπιον του διοικητικού οργάνου απολήγει καθοριστική για τις αιτιάσεις των αιτητών, οι οποίες δεν δύνανται να τύχουν πρωτογενούς εξέτασης από το Δικαστήριο και υπόκεινται σε απόρριψη (Έπαυλις Κομήτης Λτδ ν. Δημοκρατίας (2009) 3 ΑΑΔ 342) Δημοκρατίας ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου ΕΔΔ 3/2020, ημερομηνίας  28.1.2022).

 

Στην πολύ πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου Αδάμος Νικηφόρου v Δημοκρατίας (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 9/2018, ημερομηνίας 17/11/23) υπομνήσθηκαν επί του θέματος, τα ακόλουθα:

 

«Τα όσα ο Εφεσείων ανέπτυξε πρωτόδικα αλλά και ενώπιον μας, αναφορικά με κατ’ ισχυρισμό λάθη στα στοιχεία που έλαβε υπόψη του ο Εφεσίβλητος 1, σε σχέση με συγκεκριμένα πρόσωπα και ποσά που χρεώθηκαν, όπως ορθά επεσήμανε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, αυτά ουδέποτε τέθηκαν υπόψη του Εφεσίβλητου 1 μέσω της ένστασης του Εφεσείοντος ημερ. 25.5.2012. Από μια απλή ανάγνωση της εν λόγω ένστασης του Εφεσείοντος, προκύπτει ότι αυτή περιορίστηκε στην, κατά τρόπο γενικό και αόριστο, αμφισβήτηση του ποσού του φόρου που είχε βεβαιωθεί, ως και στο παράπονο του ότι δεν του είχε παρασχεθεί ο απαραίτητος χρόνος για να παρουσιάσει στην υπηρεσία ΦΠΑ τα δικά του στοιχεία. Συνεπώς, κρίνουμε πως ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προχώρησε σε πρωτογενή έλεγχο των ισχυρισμών του Εφεσείοντος, εφόσον αυτοί δεν είχαν τεθεί με την ίδια λεπτομέρεια και ενώπιον του Εφεσίβλητου 1.

 

 Συναφώς, αποτελεί πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ότι δεν μπορεί να εγερθεί κατά πρώτον ενώπιον του Δικαστηρίου, οτιδήποτε δεν τέθηκε από τον Αιτητή προς το διοικητικό όργανο, ως λόγος ένστασης ενώπιον του και συνεπώς το Δικαστήριο δεν μπορεί να προβαίνει σε πρωτογενή έλεγχο ισχυρισμών ή μαρτυρίας που ουδέποτε τέθηκαν υπόψη, μέσω ένστασης, του υπό έλεγχο διοικητικού οργάνου (βλ. Έπαυλις Κομήτης Λτδ ν. Δημοκρατίας (2009) 3 ΑΑΔ 342 και Δημοκρατίας ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου ΕΔΔ 3/2020, ημερ. 28.1.2022).»

(η έμφαση προστέθηκε)

 

Συνακόλουθα απορριπτέος κρίνεται και ο εγειρόμενος ισχυρισμός των αιτητων περί παραβίασης των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης ως καθορίζονται στο άρθρο 42(1) του Ν.158 (Ι)/99 και των άρθρου 6 ΕΣΔΑ και 12 Συντάγματος ως εφαρμόζονται αναλογικά, τον οποίο οι αιτητές στηρίζουν στο ότι η επιθεωρήτρια κα χχχ Μιχαήλ η οποία προέβηκε σε έρευνα στο υποστατικό και η οποία υπογράφει και την ειδοποίηση διαπίστωσης παράβασης καλώντας  τους αιτητές σε παραστάσεις είναι η ίδια που επιβάλλει και το διοικητικό πρόστιμο, με αποτέλεσμα, ως διατείνονται, να συμπίπτουν στο ίδιο πρόσωπο η ιδιότητα του διερευνώντα και του αποφασίζοντος οργάνου. Κατά τους αιτήτες το ζήτημα που εγείρεται είναι θέμα αντικειμενικής αμεροληψίας.

 

Ο ισχυρισμός των αιτητών δεν με βρίσκει σύμφωνη. Κρίνω σκόπιμο να  παραθέσω τις σχετικές νομοθετικές διατάξεις, οι οποίες  ενέχουν καθοριστική σημασία για την εξέταση του υπό κρίση ζητήματος και οι οποίες προβλέπουν τα ακολούθα:

 

«85Α.-(4) Ο επιθεωρητής, µε τη διαπίστωση της παράβασης και πριν επιβάλει το διοικητικό πρόστιµο, συντάσσει επί τόπου και επιδίδει στον εργοδότη, µε απόδειξη παραλαβής, Ειδοποίηση ∆ιαπίστωσης της Παράβασης στον εγκεκριµένο από τον ∆ιευθυντή τύπο, στην οποία καταγράφεται η διαπίστωση της παράβασης καθώς και η πρόθεση του επιθεωρητή να επιβάλει διοικητικό πρόστιµο,ενηµερώνοντας τον εργοδότη για τους λόγους για τους οποίους προτίθεται να ενεργήσει τοιουτοτρόπως και παρέχοντας σ’ αυτό το δικαίωµα υποβολής παραστάσεων εντός προθεσµίας πέντε (5) ηµερών από την ηµεροµηνία της ειδοποίησης.

(5) Σε περίπτωση που η κατά το εδάφιο (4) προθεσµίαπαρέλθει άπρακτη ή, αν εντός της προθεσµίας αυτής ο παραβάτης αποτύχει να παρουσιάσει στοιχείαπου να αποδεικνύουν ότι δεν διέπραξε τη σχετική παράβαση, τότε ο επιθεωρητής συντάσσει Πράξη Επιβολής Προστίµου, στον εγκεκριµένο από τον ∆ιευθυντή τύπο, την οποία αποστέλλει στον παραβάτη, όχι αργότερα από την επόµενηεργάσιµηηµέρα, µε συστηµένη επιστολή, η λήψη της οποίας βεβαιώνεται µε τη σχετική απόδειξη παραλαβής».

(η έμφαση προστέθηκε)

 

Εν προκειμένω παρατηρώ ότι στις σχετικές νομοθετικές διατάξεις που διέπουν τη διαδικασία έκδοσης ειδοποίησης διαπίστωσης παράβασης, κλήση για παραστάσεις και επιβολής διοικητικού προστίμου δεν διαλαμβάνεται οποιαδήποτε διάταξη που να απαγορεύει τη συμμετοχή ή να καθίστα μη επιτρεπτή τη συμμετοχή του ίδιου επιθεωρητή. Τουναντίον ο νόμος ομιλεί για επιθεωρητή, που ασκεί τις παρεχόμενες εκ του νόμου εξουσίες. Ως υπομνήσθηκε στην Πανεπιστημίου Κύπρου v Ιωσηφίδου (Έφεση  κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ.139/19, ημερομηνίας 20/1/22)«θα ήταν λογικά αναμενόμενο να αναγράφετο, τέτοια απαγόρευση εάν όντως υπήρχε τέτοια ανάγκη για διασφάλιση της αρχής της αμεροληψίας».

 

Καθίσταται φανερό ότι στην προκειμένη περίπτωση η επιθεωρήτρια ενήργησε συμμορφούμενη πλήρως με τη νομοθετική επιταγή του άρθρου 85 Α του Νόμου. Εν προκειμένω και αφού στα πλαίσια επιθεώρησης, διαπίστωσε την παράβαση αδήλωτης εργασίας, συνέταξε, ως προνοεί το επίμαχο άρθρο, ειδοποίηση διαπίστωσης παράβασης, δίδοντας,  κατ΄ επιταγή και πάλι της ίδιας νομοθετικής πρόνοιας, το δικαίωμα στους αιτητές να υποβάλουν παραστάσεις. Η δε διαδικασία που ακολουθεί και οι συναφείς εξουσίες του επιθεωρητή, προδιαγράφονται με τρόπο αυστηρό από το άρθρο 85Α εδάφιο 5 του Νόμου, το οποίο προνοεί ότι σε περίπτωση που παρέλθει άπρακτη η προθεσμία  για υποβολή παραστάσεων ή σε περίπτωση που ο παραβάτης αποτύχει να παρουσιάσει στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι δεν διέπραξε τη σχετική παράβαση, τότε ο επιθεωρητής συντάσσει Πράξη Επιβολής Προστίµου. Εν προκειμένω, οι αιτητές υπέβαλαν παραστάσεις χωρίς όμως να υποβάλουν κανένα στοιχείο, ως ρητά καλούντο να πράξουν, που να αποδεικνύει ότι δεν διέπραξαν τη σχετική παράβαση. Το περιεχόμενο των παραστάσεων τους περιορίζετο με γενικό και ατεκμηρίωτο τρόπο στη θέση ότι η εξέταση των ζητημάτων παραβιάζει το δικαίωμα μη αυτοενοχοποίησης και αντίκειται στα άρθρα 6 ΕΣΔΑ και 12 του Συντάγματος αφού  θα έπρεπε πρώτα τα γεγονότα να διαπιστωθούν από το ποινικό Δικαστήριο. Ήταν επομένως αυταπόδεικτη η μη παροχή οποιωνδήποτε στοιχείων που να ανατρέπουν τη διαπίστωση της επίδικης παράβασης. Δια τούτο, η επιθεωρήτρια συμμορφούμενη και πάλι με την προβλεπόμενη εκ του άρθρου 85 Α εδάφιο 5 του Νόμου διαδικασία προέβη σε σύνταξη της Πράξης Επιβολής Προστίµου.

 

Έπεται ότι η συμμέτοχη της κα Μιχαήλ ήταν καθόλα σύννομη με τις νομοθετικές πρόνοιες οι οποίες καθορίζουν ευκρινώς τις εξουσίες του εκάστοτε επιθεωρητή και οι οποίες ως υποδείχθηκε ανωτέρω ουδόλως απαγορεύουν την συμμετοχή του ίδιου επιθεωρητή. Άλλωστε οι αιτητές δεν εγείρουν οποιοιδήποτε ζήτημα αντισυνταγματικότητας των εν λόγω διατάξεων υπό αυτή την πτυχή και επομένως ως υπομνήσθηκε και πάλι στην Ιωσηφίδου (ανωτέρω) «δεν μπορεί η δικανική κρίση να θέτει εκ ποδών πρόνοιες του Νόμου και του Κανονισμού χωρίς να κηρύσσεται ο Νόμος αντισυνταγματικός ή οι Κανονισμοί Ultra Vires.»

 

Πέραν των ανωτέρω εφαρμογής τυγχάνει και ο δεσμευτικός λόγος της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου Jupiwind LTD κ.α και Διοικητή Κεντρικής Τράπεζας (Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 91/2012, ημερομηνίας 18/1/2018), ECLI:CY:AD:2018:C29. Το Ανώτατο Δικαστήριο με παραπομπή στην απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, Sigma Radio T.VLtd ν. Αρχής Ραδιοτηλεοράσεων Κύπρου (2004) 3 ΑΑΔ, 134 απέρριψε ισχυρισμό περί παραβίασης των αρχών αμεροληψίας του διοικητικού οργάνου το οποίο εξέδωσε την επίδικη απόφαση, ένεκα του ότι συνέτρεχαν οι ιδιότητες του κατήγορου, του μάρτυρα και του δικαστή, ως εισηγούνται και οι αιτητές στην υπό κρίση περίπτωση. Κρίνω σκόπιμό να παραθέσω το ακόλουθο απόσπασμα:

 

«Κατά παρόμοιο τρόπο, ο Διοικητής δεν είναι Δικαστήριο, αλλά διοικητικό όργανο, το οποίο έχει σκοπό την προώθηση κατά απρόσωπο τρόπο των στόχων της σχετικής περί Κεντρικής Τράπεζας νομοθεσίας. Δεν τίθεται ζήτημα αμεροληψίας ή ανεξαρτησίας επειδή συγκεντρώνει ορισμένες εξουσίες στο ίδιο πρόσωπο εφόσον εν τέλει τα καθοριστικά δικαιώματα των διαδίκων εξετάζονται από Δικαστήριο στο οποίο αυτοί έχουν απεριόριστη δυνατότητα πρόσβασης προς έλεγχο της  διοικητικής απόφασης. Σ΄ αυτό το πλαίσιο το αναθεωρητικό Δικαστήριο, όπως εδώ το πρωτόδικο Δικαστήριο, κρίνει, μεταξύ άλλων, και την αμεροληψία του διοικητικού οργάνου, εδώ του Διοικητή, στη βάση των αρχών του διοικητικού δικαίου, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν πρέπει ταυτόχρονα να τηρούνται και οι αρχές της φυσικής δικαιοσύνης. Η φυσική δικαιοσύνη στην υπό κρίση περίπτωση τηρήθηκε εφόσον ο Διοικητής έδωσε λόγο στις εφεσείουσες να προβάλουν παραστάσεις και πριν την απόφαση του ως προς τον έλεγχο που κατά παράβαση του άρθρου 17 αυτές ασκούσαν στη USB, όσο και πριν την απόφαση του να επιβάλει τη σχετική διοικητική κύρωση. Επομένως οι εφεσείουσες ακούσθηκαν πλήρως και ως προς τη διαπίστωση της συμμετοχής τους στη USB σε ποσοστό πέραν του 10% και ως προς το ενδεχόμενο επιβολής προστίμου. Η αρμοδιότητα του Διοικητή να επιβάλλει τις κυρώσεις προέρχεται ευθέως από το άρθρο 17(10)(α) σε συνδυασμό με το άρθρο 42.»

(η έμφαση προστέθηκε)

 

Τα πιο πάνω τυγχάνουν πλήρους εφαρμογής και στη υπό κρίση υπόθεση και καθιστούν για τους ιδίους λόγους απορριπτέους τους ισχυρισμούς των αιτητών. Δοθέντος ότι η επιθεωρήτρια, συμμορφούμενη πλήρως με τις διατάξεις της νομοθεσίας, παρείχε το δικαίωμα στους αιτητές να υποβάλουν τις παραστάσεις τους ως προς το ενδεχόμενο επιβολής διοικητικού προστίμου, κάτι το οποίο ουδόλως αμφισβητείται και  δοθέντος ότι δικαστήριο ασκεί, ως έχει πολλάκις νομολογιακά επισφραγισθεί, επαρκή έλεγχο ( Πφάϊζερ κ.α και Επιτροπής Προστασίας Ανταγωνισμού (Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ. 89/2016, ημερομηνίας 26/7/23) δεν διαπιστώνω ούτε υπό αυτή την πτυχή παράβαση της αρχής της φυσικής δικαιοσύνης. Επομένως και στη βάση των ανωτέρω ούτε ζήτημα παραβίασης του άρθρου 6 ΕΣΔΑ και 12 του Συντάγματος διαπιστώνεται.

 

Απορριπτέος κρίνεται και ο συνακόλουθος ισχυρισμός των αιτητών περί παραβίασης της αρχής της διάκρισης των εξουσιών και παραβίασης του άρθρου 30 του Συντάγματος ένεκα του ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ενέχει χαρακτήρα ποινής (criminal charge) και συνιστά επιβολή ποινής από διοικητικό όργανο αντί από το Δικαστήριο.

 

Το ζήτημα έχει εξεταστεί κατά ενδελεχή και δεσμευτικό τρόπο σε σωρεία δικαστικών αποφάσεων (Jupiwind (ανωτέρω), Δημοκρατία ν. Demand Shipping (1994) 3 Α.Α.Δ. 640), Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου ν. Επιτρόπου Ρύθμισης Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομείων, (Α.Ε. αρ. 58/07, ημερ. 7.7.2009), ALPHA BANK CYPRUS LTD και Δημοκρατίας (Υπόθεση Αρ. 1293/2016, 15/11/2019), FEREOS LTD v Eπιτροπής Προστασίας Ανταγωνισμού (Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 53/2019, ημερ. 10/10/2023). Περιορίζομαι στην παράθεση του ακόλουθου αποσπάσματος  από την Jupiwind (ανωτέρω) προς απάντηση στην όλη επιχειρηματολογία των αιτητών:

 

«Ορθά απερρίφθη επίσης πρωτοδίκως η θέση περί επίδοσης κατηγορητηρίου στη βάση των αποφάσεων Engel και Didier, εφόσον η κρίση του Διοικητή και η διερεύνηση του αφορούσαν στην ουσία μια πειθαρχική διαδικασία στην οποία είχε επιβληθεί πρόστιμο και όχι ποινή, με το Δικαστήριο εύστοχα να παραπέμπει στο διαχωρισμό μεταξύ διοικητικών παραβάσεων και ποινικών διώξεων που γίνεται στον ίδιο το Νόμο με αναφορά στα σχετικά άρθρα 35-42 για το διοικητικό πρόστιμο και τα άρθρα 43-44 για τα ποινικά αδικήματα. Οι διοικητικές παραβάσεις των αιτητών και το επιβληθέν διοικητικό πρόστιμο δεν μπορούν να θεωρηθούν ως εμπίπτοντα στην ποινική δικαιοδοσία, ούτε και οι κυρώσεις που προνοεί ο Νόμος μπορούν να θεωρηθούν τόσο αυστηρές ώστε να αναγάγουν την υφή τους σε ποινή.

 Όπως έχει αναφερθεί άλλωστε σε αριθμό αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, το διοικητικό πρόστιμο δεν μπορεί να κατηγοριοποιηθεί ως ποινή εντός της εννοίας του Άρθρου 12 του Συντάγματος ώστε να γίνεται λόγος για πρόσαψη ποινικών κατηγοριών ή να προκύπτει ανάγκη για διατύπωση και απαγγελία ποινικού κατηγορητηρίου. Το διοικητικό πρόστιμο δεν αποτελεί μέτρο αντίθετο προς το Σύνταγμα, αλλά επιβάλλεται σε εκείνους τους ιδιώτες που δεν συμμορφώνονται προς διοικητική νομοθεσία, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι δεν πρέπει να τηρείται η αρχή της αναλογικότητας, (G Electricplus Ltd ν. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου, Υπόθεση αρ. 1198/2008, ημερ. 25.9.2009 και Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου ν. Επιτρόπου Ρύθμισης Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομείων (2009) 3 Α.Α.Δ. 465). Στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Demand Shipping (1994) 3 Α.Α.Δ. 640, στην οποία έγινε και αναφορά στην Engel, είχε απορριφθεί η ιεραρχική προσφυγή της εφεσίβλητης εναντίον απόφασης της αρμοδίας αρχής για επιβολή χρηματικής ποινής, με ερμηνεία του όρου «criminal charge». Τονίστηκε το γεγονός ότι η επιβολή διοικητικών κυρώσεων αποτελεί άσκηση κατ΄ ουσίαν διοικητικής αρμοδιότητας, επιβάλλονται δε για λόγους δημοσίου συμφέροντος με εύλογη τη  διάκριση μεταξύ  διοικητικής και ποινικής  ποινής. Επομένως, το Δικαστήριο ορθά αποφάσισε το ζήτημα στη βάση υπάρχουσας νομολογίας. Άλλωστε, διαφορετική αντιμετώπιση και διεύρυνση της έννοιας της  διοικητικής κύρωσης θα εξαλείψει τη διαφορά μεταξύ διοικητικού και ποινικού δικαίου, ένα όχι επιθυμητό αποτέλεσμα.»

(η έμφαση προστέθηκε)

 

Τα όσα ενδελεχώς αναπτύσσονται ανωτέρω αναφορικά με τη φύση του διοικητικού προστίμου το οποίο δεν συνιστά «ποινή», εντός της εννοίας του Άρθρου 12 του Συντάγματος, ώστε να γίνεται λόγος για πρόσαψη ποινικών κατηγοριών, απαντούν και στον έτερο προβαλλόμενο ισχυρισμό των αιτητών για παραβίαση  του άρθρου 12 (4) του Συντάγματος και της αρχής της μη αυτοενοχοποίησης, ο οποίος στηρίζεται στη θέση των αιτητών ότι οι ερευνώντες λειτουργοί έχοντας εύλογη αμφιβολία  ότι οι αιτητές διαπράττουν ποινικό αδίκημα, όφειλαν να σεβαστούν το τεκμήριο αθωότητας και προτού ανακρίνουν τους αιτητες να επιστήσουν την προσοχή τους στο νόμο με βάση τους Κανόνες των Δικαστών, να τους ενημερώσουν για το δικαίωμα τους να μείνουν σιωπηλοί καθώς και να τους συμβουλευόσουν ότι δικαιούνται υπηρεσίες δικηγόρου πριν  απαντήσουν σε ερωτήσεις  ή παραδώσουν έγγραφα, αντίθετα με το δικαίωμα τους να μην αυτοενοχοποιηθούν.

 

Ως προκύπτει από τα ενώπιον μου έγγραφα και σε αντίθεση με τα όσα διατείνονται οι αιτητές, η επιθεωρήτρια ουδέν εκ των αιτητών «ανέκρινε», με αποτέλεσμα ο εν λόγω ισχυρισμός να παρέμεινε και ως προς τούτο ανεδαφικός και θεωρητικός. Η δε εξέταση των προσώπων που εντοπίστηκαν να απασχολούνται κατά παράβαση των διατάξεων του Νόμου, στην οποία η επιθεωρήτρια προέβηκε, διενεργήθηκε δυνάμει των ρητών εξουσιών που της παρέχοντο από το άρθρο 70 (1)του Νόμου. Έπεται ότι τα όσα ισχυρίζονται οι αιτητές περί παράβασης του δικαιώματος αυτοενοχοποίησης και περί μη εφαρμογής ανακριτικών κανόνων ουδεμία εφαρμογή έχουν στην υπό κρίση περίπτωση όπου η επιθεωρήτρια άσκησε καθόλα διοικητικές αρμοδιότητες  και όχι ρόλο ανακρίτριας προσάπτοντας ποινικές κατηγορίες για απόδοση ποινικών ευθυνών.

 

Αντίστοιχα ζήτημα εξετάστηκαν στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου MAHARRY ENTERPRISES LTD και Δημοκρατίας (Υπόθεση Αρ. 1319/2010, ημερομηνίας 14/3/14 ), τα λεχθέντα της οποίας, τυγχάνουν πλήρους εφαρμογής και στην παρούσα υπόθεση:

 

«Οι καθ’ ων η αίτηση στην προκειμένη περίπτωση άσκησαν διοικητικές αρμοδιότητες φορολογικού ελέγχου. Δεν λειτούργησαν ανακριτικά και δεν τίθεται θέμα αναλογικής εφαρμογής των προνοιών της Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155, αφού δεν προκύπτει οποιαδήποτε οιονεί ποινική διαδικασία.[...]Στην προκειμένη περίπτωση, όπως έχει ήδη σημειωθεί πιο πάνω, οι λειτουργοί περιορίστηκαν στην άσκηση διοικητικής εξουσίας με σκοπό την λήψη διοικητικής απόφασης, ήτοι της βεβαίωσης φόρου, και δεν λειτούργησαν ως ανακριτές στα πλαίσια διερεύνησης ποινικού αδικήματος.[...]

 

Είναι επίσης η θέση των αιτητών ότι έχει παραβιαστεί σωρεία συνταγματικών και νομίμων δικαιωμάτων τους, όπως το τεκμήριο αθωότητας και το προνόμιο της μη αυτοενοχοποίησης [...]

 

Επαναλαμβάνω εδώ συνοπτικά ότι είναι ατυχής ο παραλληλισμός από τους αιτητές με τη μη επίστηση της προσοχής υπόπτου προσώπου στο Νόμο πριν από την ανάκριση του κατά παρέκκλιση των Δικαστικών Κανόνων ή τη σύλληψη φυσικού προσώπου κατά παράβαση του άρθρου 12 του Συντάγματος. Στην προκειμένη περίπτωση διενεργήθηκε συνήθης φορολογικός έλεγχος κατά τις γενικές πρόνοιες της παρ. 8 του Δέκατου Παραρτήματος του Νόμου για σκοπούς συμμόρφωσης με το Νόμο. Η εξουσία λήψης εγγράφων και στοιχείων ως τεκμηρίων ενεργοποιήθηκε λόγω της ανεύρεσης παραλείψεων και ασαφών στοιχείων στα βιβλία των αιτητών και πάντα στα πλαίσια του διοικητικού ελέγχου που νομιμοποιείται στην βάση των πιο πάνω διατάξεων. Συνεπώς δεν προκύπτει  παραβίαση περιουσιακών δικαιωμάτων των αιτητών ή αποστέρηση των ατομικών τους δικαιωμάτων»

(η έμφαση προστέθηκε)

 

 

Απόλυτα σχετικά είναι και τα όσα λέχθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο στην Ζένιος Δημητρίου και Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς (Προσφυγή αρ.159/11, ημερομηνίας 29/4/11) όπου αντίστοιχοι ισχυρισμοί για παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας και του δικαιώματος αυτοενοχοποίησης απορρίφθηκαν. Παραθέτω σχετικό απόσπασμα:

 

«Σε σχέση με την κατ΄ ισχυρισμόν αντισυνταγματικότητα της προσβαλλόμενης πράξης ως παραβιάζουσα το Άρθρο 12.4 του Συντάγματος και το Άρθρο 6(2) της Ευρωπαϊκής Συνθήκης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, κρίνεται ότι η επιχειρηματολογία του αιτητή και οι αναφερόμενες από αυτόν αποφάσεις σε σχέση με το τεκμήριο της αθωότητας και το δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης, δεν έχουν καμία εφαρμογή στην υπό κρίση περίπτωση. Η όλη διαδικασία που εξελίχθηκε ουδόλως παραπέμπει σε οποιαδήποτε αντίληψη περί «ενοχής» του αιτητή και μάλιστα εκ προοιμίου. Η Επιτροπή αναζήτησε απλώς πληροφορίες στα πλαίσια των εξουσιών της, κάνοντας πάντοτε και με σαφήνεια λόγο για ενδεχόμενη παράβαση των σχετικών άρθρων του Νόμου, ως αποτέλεσμα της οποίας θα ήταν δυνατή η επιβολή διοικητικού προστίμου. Οι θέσεις του αιτητή έχουν στην ουσία απαντηθεί από τη νομολογία σε ό,τι αφορά την εφαρμογή αντίστοιχων εννοιών του Ποινικού Δικαίου σε πράξεις που είναι αμιγώς διοικητικές. [..]

 

 Ούτε βέβαια το δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης παραβιάζεται διότι, όπως έχει αποφασιστεί προηγουμένως, η Επιτροπή συμμορφώθηκε και τυπικά και ουσιαστικά με τα όσα προνοούνται στο εδάφιο (2) του άρθρου 32, εφόσον έχει καθορίσει τον σκοπό της έρευνας, τη διάταξη στην οποία βασιζόταν προς αυτή την κατεύθυνση η εξουσία της Επιτροπής, τάχθηκε προθεσμία για την παροχή των πληροφοριών και ρητά αναφέρθηκαν οι ενδεχόμενες κυρώσεις σε περίπτωση μη συμμόρφωσης. Αν ο αιτητής παρείχε τα ζητηθέντα στοιχεία, αυτά δε χρησιμοποιούνταν ανεπίτρεπτα από την Επιτροπή για απόδοση ποινικών ευθυνών, έξω από τα επιτρεπόμενα από το Νόμο πλαίσια, τότε ενδεχομένως να υπήρχε έδαφος για συζήτηση παράβασης του δικαιώματος αυτοενοχοποίησης. Όπως εξελίχθηκε όμως η υπόθεση, το θέμα αυτό παραμένει θεωρητικό.»

(η έμφαση προστέθηκε)

 

Αποτελεί έτερη θέση των αιτητών ότι το επίδικο διοικητικό πρόστιμο επιβλήθηκε αυθαίρετα, χωρίς να στηρίζεται σε αντικειμενικά κριτήρια και χωρίς να καταγράφονται οι μέθοδοι υπολογισμού του, με αποτέλεσμα  η προσβαλλόμενη απόφαση να είναι αναιτιολόγητη, προϊόν πλάνης και έλλειψης δέουσας έρευνας. Πέραν των ανωτέρω, οι αιτητές εισηγούνται ότι το επίδικο πρόστιμο είναι εξοντωτικό και δεν στηρίζεται στην αρχή της αναλογικότητας.

 

Καθίσταται ευθέως αναγκαία η παράθεση των επίμαχων προνοιών των άρθρων 85 Α και 85 Β  Νόμου:

 

«85Α.-(1) Τηρουµένων των διατάξεων του άρθρου 85Β, όταν επιθεωρητής που έχει διοριστεί δυνάµει των διατάξεων του άρθρου 69, διαπιστώσει περίπτωση αδήλωτης εργασίας µισθωτού, έστω και αν πρόκειται για παράνοµη απασχόληση, επιβάλλει στον εργοδότη διοικητικό πρόστιµο πεντακόσιων ευρώ (€500) για κάθε µισθωτό αναφορικά µε το µήνα στον οποίο διαπιστώθηκε η παράβαση, αυξανόµενο κατά πεντακόσια ευρώ (€500) για κάθε ηµερολογιακό µήνα ή οποιοδήποτε µέρος του ηµερολογιακού µήνα απασχόλησης, πριν από το µήνα µέσα στον οποίο διαπιστώθηκε η παράβαση: [...]

 

(2) Όταν ο αναφερόµενος στο εδάφιο (1) επιθεωρητής διαπιστώσει περίπτωση αδήλωτων αποδοχών επιβάλλει στον εργοδότη το προβλεπόµενο στο εν λόγω εδάφιο διοικητικό πρόστιµο για κάθε µισθωτό, περιλαµβανοµένου και παράνοµα απασχολούµενου µισθωτού, αναφορικά µε τον οποίο διαπράχθηκε η παράβαση:[...]

 

(3) Τηρουµένων των διατάξεων του εδαφίου (6), το κατά τα εδάφια (1) και (2) συνολικό ποσό διοικητικού προστίµου που επιβάλλεται σε εργοδότη που απασχολεί µέχρι δέκα (10) ασφαλισµένους, δεν µπορεί να υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες ευρώ (€10.000), σε κάθε περίπτωση διαπίστωσης παράβασης.

 

85Β.-(1) Ο µισθωτός, αναφορικά µε τον οποίο διαπράχθηκε η κατά το άρθρο 85Α παράβαση, τεκµαίρεται ότι απασχολείτο συνεχώς από τον εργοδότη, στην υπηρεσία του οποίου βρισκόταν την ηµέρα διαπίστωσης της παράβασης, για τους αµέσως προηγούµενους έξι (6) µήνες µε αποδοχές ίσες µε µιάµιση φορά το ποσό των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών που ισχύει κατά την ηµέρα της παράβασης, εκτός αν ο εργοδότης αποδείξει ότι η περίοδος απασχόλησης ήταν βραχύτερη ή/και ότι το ποσό αποδοχών ήταν χαµηλότερο:

 

Νοείται ότι όπου διαπιστώνεται ότι η πραγµατική περίοδος απασχόλησης είναι µεγαλύτερη των έξι (6) µηνών ή και ότι το πραγµατικό ποσό αποδοχών ήταν ψηλότερο του τεκµαιρόµενου, λαµβάνεται υπόψη η πραγµατική περίοδος ή και το πραγµατικό ποσό αποδοχών[...]..»

 

Καθίσταται εμφανές ότι οι ανωτέρω νομοθετικές πρόνοιες καθορίζουν ενδελεχώς τη μέθοδο υπολογισμού του διοικητικού προστίμου χωρίς να  αφήνουν οποιαδήποτε διακριτική ευχέρεια στον επιθεωρητή για τον τρόπο και/ή το ύψος υπολογισμού του.

 

Έχω διεξέλθει το σχετικό «πίνακα επιβολής προστίμου», ο οποίος αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της επίδικης Πράξης Επιβολής Προστίμου και στον οποίο καταγράφεται αναλυτικά ο τρόπος επιβολής καθώς και το επιμέρους ποσό του προστίμου που αναλογεί για τη διαπίστωση παράβασης για έκαστο πρόσωπο (με ονομαστική αναφορά και αριθμό δελτίου ταυτότητας και/ή δελτίου εγγραφής αλλοδαπού) που εντοπίστηκε να απασχολείται και το οποίο ανέρχεται στο ποσό των €500, ως ρητώς προνοεί και το άρθρο 85 1 Α του Νόμου. Δεν διαπιστώνω οτιδήποτε μεμπτό. Τουναντίον προκύπτει ότι το επίδικο πρόστιμο εκδόθηκε κατ΄επιταγή των προνοιών του Νόμου, η δε μέθοδος καθορισμού του αποκαλύπτεται με επάρκεια στο σχετικό πίνακα ώστε να καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος.

 

Οι ισχυρισμοί των αιτητών περί έλλειψης δέουσας έρευνας, αιτιολογίας και πλάνης προβάλλονται με παντελώς αόριστο και γενικό τρόπο, χωρίς οποιαδήποτε, έστω στοιχειώδη, τεκμηρίωση. Οι αιτητές δεν υποδεικνύουν, ως όφειλαν, κατά πάγια νομολογία, οιονδήποτε σφάλμα στη μέθοδο υπολογισμού του προστίμου αλλά ούτε και παραπέμπουν σε συγκεκριμένο έγγραφο ή στοιχείο που να καταδεικνύει το εσφαλμένο της κρίσης του καθ΄ου η αίτηση αναφορικά με τη διάρκεια απασχόλησης  των εν  λόγω προσώπων  ώστε να τίθεται εν αμφιβόλω το κατά νόμο τεκμήριο της ελάχιστης περιόδου απασχόλησης που προνοεί το άρθρο 85Β του Νόμου και να κλονίσουν το τεκμήριο κανονικότητας που περιβάλλει το επιβληθέν πρόστιμο. (Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου v Επιτροπής Προστασίας Ανταγωνισμού ( Αναθεωρητική Έφεση αρ. 129/2015, ημερομηνίας 2/11/22) Καττιμέρη v Δημοκρατία (Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 65/2019, ημερομηνίας 22 Νοεμβρίου 2023).

 

Η δε γενική και αόριστη αναφορά η οποία προβάλλεται, το πρώτον, στην απαντητική αγόρευση των αιτητών ότι  «δεν περιέχεται καμία αιτιολογία για τον καθορισμό ως πρόστιμο, του ποσού των 500» στερείται οποιουδήποτε νομικού ερείσματος. Εμφανώς παραβλέπουν οι αιτητές τη σαφή πρόνοια του άρθρου 85 Α(1) η οποία ρητώς προβλέπει την επιβολή διοικητικού πρόστιμου ύψους €500 για κάθε µισθωτό αναφορικά µε το µήνα στον οποίο διαπιστώθηκε η παράβαση. Πέραν τούτου όμως παραγνωρίζουν οι αιτητές και την ίδια την υποσημείωση που τίθεται κάτω από τον πίνακα επιβολής προστίμου (βλ. Στήλη σύνολο) και δια της οποίας επεξηγείται ότι το συνολικό ποσό για έκαστο εργοδοτούμενο προκύπτει από το πρόστιμο που επιβάλλεται για το μήνα διαπίστωσης παράβασης  που ανάγεται στο ποσό των (€500), αυξανόμενο για τους μήνες απασχόλησης από την εφαρμογή της νομοθεσίας ή από τους μήνες απασχόλησης που λαμβάνονται υπόψη μετά την υποβολή παραστάσεων, αναφορά η οποία προκύπτει από τα προβλεπόμενα του άρθρου 85 Α(1).

 

Ούτε όμως η έτερη αναφορά των αιτητών στην απαντητική τους αγόρευση ότι δεν αιτιολογείται στην περίπτωση των εργοδοτουμένων Μ. Σ. και I.-S. M. γιατί το πρόστιμο των 500 αυξήθηκε για 5 μήνες, αφού οι ίδιες δεν δήλωσαν την ημερομηνία πρόσληψης τους, εξειδικεύει οτιδήποτε που να καταδεικνύει οποιοδήποτε σφάλμα στις διαπιστώσεις του καθ΄ου η αίτηση.

 

Πράγματι ως εμφαίνεται στον σχετικό πίνακα αναφορικά με τις δυο εργαζόμενες Μ. Σ. και I. –S. M,  το πρόστιμο επαυξήθηκε για 5 μήνες με το συνολικό ποσό προστίμου να  ανέρχεται σε  €2500 για εκάστη εξ αυτών. Ως όμως υποδείχθηκε και ανωτέρω, από τη σχετική υποσημείωση στο σχετικό πίνακα επιβολής προστίμου προκύπτει με σαφήνεια ότι το πρόστιμο επαυξήθηκε για έκαστη εξ αυτών εξαιτίας  των μηνών απασχόλησης τους, σύμφωνα και με τα όσα προνοούνται στο άρθρο 85 Α(1). Οι αιτητές ουδόλως αμφισβήτησαν και ουδέν στοιχείο υπέβαλαν αναφορικά με τη διάρκεια απασχόλησης των εν λόγω εργοδοτουμένων κατά τις παραστάσεις τους, παρά τη ρητή υπόμνηση του καθ΄ου η αίτηση για υποβολή τέτοιων στοιχείων. Άλλωστε αυτή η επαύξηση των 5 μηνών, συνάδει πλήρως και με την ημερομηνία πρόσληψης  των έξι μηνών που η ίδια η I.- S. M., δήλωσε στην επιθεωρήτρια, δήλωση η οποία  και σε αντίθεση με τον ισχυρισμό των αιτητών, καταγράφεται στο σχετικό ερωτηματολόγιο του εντύπου επιθεώρησης αλλά είναι απόλυτα συμβατή και με το εκ του νόμου τεκμήριο ελάχιστης περιόδου απασχόλησης των έξι μηνών που προνοείται στο άρθρο 85Β του Νόμου, το οποίο ουδόλως και κατ΄ ουδένα τρόπο ανατράπηκε από τους αιτητές. Επισημαίνω δε, ότι δεν διαλανθάνει της προσοχής μου βεβαίως, ότι σε σχέση με τους υπόλοιπους 7 αλλοδαπούς δεν φαίνεται να επαυξήθηκε το πρόστιμο με βάση το άρθρο 85 Β, πλην όμως τούτο ουδόλως μπορεί να επηρεάσει την νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, αφού σε κάθε περίπτωση απέβηκε προς όφελος των αιτητών.

 

Ούτε η μονολεκτική αναφορά, η οποία παρέμεινε παντελώς ατεκμηρίωτη ότι το επιβληθέν πρόστιμο των €9500 είναι εξοντωτικό και δεν στηρίζεται στην αρχή της αναλογικότητας ευσταθεί. Πέραν των όσων υποδειχθήκαν ανωτέρω αρκεί να επισημανθεί ότι το ποσό των €9500,  είναι  πλήρως συμβατό με τα όσα προνοούνται στο άρθρο 85 Α (3) του Νόμου καθότι δεν υπερβαίνει τις €10.000.Αφής στιγμής, λοιπόν, ο καθ’ ου η αίτηση ενήργησε δυνάμει συγκεκριμένου νομοθετικού πλαισίου, το οποίο καθορίζει ρητά τον τρόπο επιβολής, θέτοντας μάλιστα και το ανώτατο ύψος  του διοικητικού προστίμου που μπορεί να επιβληθεί, δεν τίθεται οποιοδήποτε ζήτημα παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας.

 

Στη βάση των ανωτέρω, προκύπτει ότι οι ισχυρισμοί των αιτητών ουδόλως ευσταθούν και συνεπώς απορρίπτονται.

 

Καταληκτικά, οι αιτητές ισχυρίζονται ότι η επιβολή επιβάρυνσης που προνοείται στο άρθρο 85 Α(6) του Νόμου και στη περίπτωση των αιτητών ανέρχεται στα €50 ημερησίως, θα πρέπει να ερμηνευθεί από το Δικαστήριο ως εξουσία διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης καθότι παρά το ότι κάτι τέτοιο δεν προκύπτει από τη γραμματική ερμηνεία του Νόμου, επιτάσσεται από την αρχή της σύμφωνης με το Σύνταγμα ερμηνείας και τις αρχές του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων.

 

Ο ισχυρισμός των αιτητών, όπως και η επιχειρηματολογία επί της οποίας ερείδεται, δεν με βρίσκουν σύμφωνη. Το άρθρο 85 Α (6) του Νόμου έχει ως ακολούθως:

 

«Σε περίπτωση καταβολής του διοικητικού προστίµου εντός της οριζόµενης στο άρθρο 85Ζ προθεσµίας, το πρόστιµο µειώνεται κατά τριάντα τοις εκατό (30%), ενώ σε περίπτωση εκπρόθεσµης καταβολής του αυξάνεται κατά πενήντα ευρώ (€50) για κάθε ηµέρα καθυστέρησης.»

 

Ως με σαφήνεια εξάγεται από το ρητό λεκτικό του άρθρου 85 Α (6) του Νόμου η επιβολή επιβάρυνσης είναι άμεσα συναρτημένη με το άρθρο 85 Ζ του Νόμου και δη με την υποχρέωση που αυτό επιβάλλει για καταβολή του διοικητικού προστίμου εντός προθεσμίας 30 ημερών από την επίδοση της πράξης επιβολής προστίμου. Είναι δε ξεκάθαρο ότι η επίμαχη πρόνοια δεν επιδέχεται οποιασδήποτε άλλης ερμηνείας, ως οι αιτητές εισηγούνται και δεν παρέχει στον καθ΄ου η αιτηση καμία δυνατότητα διακριτικής ευχέρειας για μη επιβολή επιβάρυνσης, η οποία επέρχεται αυτόματα σε περίπτωση μη καταβολής του διοικητικού προστίμου εντός της τασσόμενης εκ του νόμου προθεσμίας. Σχετικές επί του θέματος είναι οι αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου Χρ. Σ. Χριστοφίδης ΛΤΔ v Δημοκρατίας (2000)3 Α.Α.Δ 772),Δημοκρατία v L.NEMITSAS LTD (Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 65/2014, ημερομηνίας 20/1/21) και Μαρία Γεωργίου ως διαχειρίστρια της περιουσίας του αποβιώσαντος Ιάκωβου Σιακαλλή v Δημοκρατίας (1998) 4Β Α.Α.Δ 868).

 

Αλλά ούτε και τα όσα εισηγούνται διαζευκτικά οι αιτητές περί αντισυνταγματικότητας του άρθρου 85 Α(6) ως παραβιάζων το άρθρο 12(3) του Συντάγματος που προνοεί ότι «νόμος δεν δύναται να προβλέψη ποινήν δυσανάλογον προς την βαρύτητα του αδικήματος» καθώς και ότι η επιβολή επιβάρυνσης παραβιάζει την αρχή της απαγόρευσης της επιβολής υποχρεωτικής ποινής, ευσταθούν και συνεπώς απορρίπτονται. Η  φύση της επιβάρυνσης έχει αναλυθεί σε σωρεία δικαστικών αποφάσεων, όπου με σαφήνεια έχει κριθεί ότι δεν συνιστά ποινή εν τη έννοια του άρθρου 12 του Συντάγματος αλλά διοικητικό μετρό, το οποίο επιβάλλεται λόγω της μη εμπρόθεσμης πληρωμής του επιβληθέντος διοικητικού προστίμου ή φόρου στον καθορισθέντα χρόνο (Ευαγγελία Ιωάννου Πεττεμερίδη v Συμβούλιο Βελτιώσεως Αμαθούντας (1990 3 Γ Α.Α.Δ 2116)H Georgallides v. The Village Commission of Ayia Phyla, 4 R.S.C.C. 94). 

 

Στη γνωμοδότηση Διευθυντή Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων και Θρασύβουλου Γεωργιάδη (1988) 2C.L.R. 74) η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε ερώτημα που υποβλήθηκε αναφορικά με το κατά πόσο το επιπρόσθετο τέλος, το οποίο καταβάλλεται σύμφωνα με νομοθετικές διατάξεις του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμων σε περίπτωση παράλειψης έγκαιρης πληρωμής εισφορών κοινωνικών ασφαλίσεων, αντίκειται προς το Άρθρο 12(1)(2)(3) και το Άρθρο 24(1)(4) του Συντάγματος, υπόμνησε τα ακόλουθα:

 

«Τα εγειρόμενα ερωτήματα είναι τα ακόλουθα:

Κατά πόσον τα άρθρα 73(1)(θ), 80(1)(2)(4), 81, 84 και 90(1) των περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Νόμων 1980 έως 1984 και Κανονισμοί 22 και 24 των περι Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Εισφοραί) Κανονισμών 1980 έως 1984, είναι αντίθετα πρός το:

 

1.Άρθρο 12(1)(2)(3) του Συντάγματος, και

2. Άρθρο 24(1)(4) του Συντάγματος.

 

Η απάντηση και στα δυο πιο πάνω ερωτήματα είναι αρνητική. Το θέμα της επιβολής επιπρόσθετου τέλους σε περιπτώσεις παράλειψης του φορολογουμένου να πληρώσει έγκαιρα, εξετάστηκε από το Δικαστήριο πρόσφατα, μεταξύ άλλων, στην υπόθεση της Μερόπης Μιχαήλ Λοίζου ν. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λευκωσίας (1988) 1 Α.Α.Δ.122 στις σελίδες 128-129. Στην υπόθεση εκείνη ανασκοπήθηκε η νομολογία και ο Δικαστής Στυλιανίδης, που εξέδωσε την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου, είπε τα ακόλουθα:

 

«Το επιπρόσθετο τέλος καθορίζεται από την αμφισβητούμενη νομοθεσία σε 20% σε περίπτωση μη καταβολής κατά τον καθορισθέντα χρόνο.Το επιπρόσθετο ποσό πληρώνεται στο Ταμείο του Συμβουλίου για να χρησιμοποιηθή για τους σκοπούς του Συμβουλίου. Η καταβολή αυτή του επιπρόσθετου τέλους εξαρτάται από το αντικειμενικό κριτήριο της μη καταβολής και όχι από το υποκειμενικό κριτήριο ή τη μη καταβολή χωρίς εύλογο αιτία. Ο φορολογούμενος επιβαρύνεται με το επιπρόσθετο βάρος για το μόνο λόγο της μη πληρωμής στον καθορισθέντα χρόνο. Αυτό δεν καταστρατηγεί τις διατάξεις του Άρθρου 24.4 του Συντάγματος, ούτε αποτελεί ποινή υπό την έννοια του άρθρου 12.3 του Συντάγματος. Είναι, κατά κάποιο τρόπο, μόνο μια επιβάρυνση προνοουμένη από το Νόμο για να ενθαρρύνει το φορολογούμενο να πληρώσει έγκαιρα ένα θέμα που συμβάλλει στην καλή διοίκηση λαμβάνοντας υπόψη ύλες τις επιβαρύνσεις των δημοσίων εσόδων ένεκα της μη ακριβούς πληρωμής.»[...]..

 

Παρόμοια προσέγγιση υπάρχει και στις Μελέτες επί της Δημόσιας Οικονομίας του Στασινόπουλου, Τρίτη Έκδοση, 1966 σελ. 292. [...].

 

Υιοθετούμε πλήρως το σκεπτικό αυτό που καθορίζει τις αρχές που διέπουν τα επίδικα θέματα ενώπιο μας

 (η έμφαση προστέθηκε)

 

 

Στη βάση των ανωτέρω διαπιστώνω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καθόλα νόμιμη και ουδείς λόγος ακύρωσης στοιχειοθετείται.

 

Κατά συνέπεια, η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται. Επιδικάζονται €1.900 έξοδα πλέον Φ.Π.Α., εναντίον των αιτητών και υπέρ του καθ’ ου η αίτηση.

 

Κελεπέσιη, Δ.Δ.Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο