ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

Συνεκδ. Υποθ. Αρ. 682/2018, 685/2018, 892/2918,

1126/2018,

1127/2018,

1128/2018,

1129/2018,

1130/2018,

1131/2018,

1132/2018,

1133/2018,

 

 

 

1134/2018

 

2 Ιανουαρίου, 2024

[ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΥ, Πρόεδρος]

 

Αναφορικά με τα άρθρα 28, 30, 35 και 146 του Συντάγματος

 

Υπόθεση αρ. 682/2018

 

Σ. Η. Χ.

Αιτήτρια,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

 

Καθ' ων η αίτηση.

 

 


Υπόθεση αρ. 685/2018

 

1.       Π. Α.

2.       Π. Λ.

Αιτήτριες,

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

Καθ' ων η αίτηση.

Υπόθεση αρ. 892/2018

 

1. Σ. Γ. Χ.

                                             2. Ι. Κ.

Αιτήτριες,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ


Καθ' ων η αίτηση.

 

 


Υπόθεση αρ. 1126/2018

 

Α. Α.

Αιτήτρια,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

 

Καθ' ων η αίτηση.

 

 


Υπόθεση αρ. 1127/2018

 

Σ. Β.

Αιτήτρια,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

 

Καθ' ων η αίτηση.

 

 

 

 


Υπόθεση αρ. 1128/2018

 

Μ. Θ.

Αιτητής,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

 

Καθ' ων η αίτηση.

 

 


Υπόθεση αρ. 1129/2018

 

Μ. Θ.

Αιτητής,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

 

Καθ' ων η αίτηση.

 

 


Υπόθεση αρ. 1130/2018

 

Μ. Σ.

 

Αιτήτρια,

ν.


ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

 

Καθ' ων η αίτηση.

 

 

 

 


Υπόθεση αρ. 1131/2018

 

Ε. Σ.

 

Αιτήτρια,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

 

Καθ' ων η αίτηση.

 

 


Υπόθεση αρ. 1132/2018

 

Ο. Χ.

 

Αιτήτρια,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ


Καθ' ων η αίτηση.

 

 


Υπόθεση αρ. 1133/2018

 

Π. Χ.

 

Αιτητής,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

 

Καθ' ων η αίτηση.

 

 

Υπόθεση αρ. 1134/2018

 

Σ. Τ.

 

Αιτήτρια,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

 

Καθ' ων η αίτηση.

 

Ξ. Ευγενίου (κα), για Ανδρέας Σ. Αγγελίδης Δ.Ε.Π.Ε., για τις αιτήτριες στις υπ. αρ. 682/2018, 685/2018 και 892/2018

 

Π. Καύκαρος, για Μαρία Θρασυβούλου - Χαμπουρή, για τους αιτητές στις υπ. αρ. 1126/2018 - 1134/2018

 

Ε. Νικολαϊδου (κα), για το Ε/Μ 2 στην υπ. αρ. 682/2018, και Ε/Μ 92 στις υπ. Αρ. 1126/2018 - 1134/2018

 

Δ. Νικολετόπουλος, για ΕΥΣΤΑΘΙΟΣ Κ. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ ΔΕΠΕ, για το Ε/Μ 6 στην υπ. αρ. 682/2018, Ε/Μ 1, 3, 4, 5 στην υπ. αρ. 685/2018, Ε/Μ 84, 89, 99, 102, 105 στις υπ. αρ. 1126 -1134/2018

 

K. Παπαδοπούλου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ' ων η αίτηση

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

 

ΚΑΛΛΙΓΕΡΟΥ, ΠΔΔ.: Οι αιτητές στις υπό τους ως άνω αριθμούς και τίτλους συνεκδικασθείσες προσφυγές, προσβάλλουν τη νομιμότητα της προαγωγής των ενδιαφερομένων προσώπων στη μόνιμη θέση Ανώτερου Νοσηλευτικού Λειτουργού, Γενικός Νοσηλευτικός Κλάδος, Υπουργείο Υγείας από 1/4/2018, αντί και/ή στη θέση τους, αιτούμενοι δικαστικής απόφασης ότι η εν λόγω διοικητική πράξη, η οποία δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 18/5/2018, είναι άκυρη, παράνομη και στερείται οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.

 

Ειδικότερα, στην προσφυγή αρ. 682/2018 η αιτήτρια Σ. Η. Χ., (με A/A υποψηφίου 298), προσβάλλει την προαγωγή των Ενδιαφερομένων Μερών (στο εξής Ε/Μ) με τους κατωτέρω αύξοντες αριθμούς και ονόματα, ως αυτοί αριθμούνται στους καταλόγους υποψηφιοτήτων και όπως αυτοί τέθηκαν ενώπιον της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (στο εξής «η Ε.Δ.Υ.») και βρίσκονται καταχωρημένοι στο διοικητικό φάκελο της υπόθεσης (Τεκμήριο 1):

 

 Α/Α 71. Δ. Π. (Ε/Μ 1),

 Α/Α 133. Ο. Λ. (Ε/Μ 2),

 Α/Α 138. Δ. Κ. (Ε/Μ 3),

 Α/Α 140. Π. Ν. (Ε/Μ 4),

 Α/Α 141. Α. Γ.  (Ε/Μ 5),

 Α/Α 157. Θ. Ι. (Ε/Μ 6).

 

Στην προσφυγή αρ. 685/2018 οι αιτήτριες Π. Α. και Π. Λ., (με A/A υποψηφίων 93 και 86 αντίστοιχα), προσβάλλουν την προαγωγή των ακόλουθων Ε/Μ με τους Α/Α υποψηφίων που αναφέρονται κατωτέρω:

 

A/A 115. Ε. Ι.-Γ. (E/M 1),

A/A 129. Μ. Δ. (E/M 2),

A/A 152. Γ. Ε. (E/M 5),

A/A 157. Θ. Ι. (E/M 3),

A/A 242. Φ. Χ. (E/M 4),

A/A 258. Μ. Χ. (E/M 6).

 

Στην προσφυγή αρ. 892/2018 οι αιτήτριες Σ. Γ. Χ. και Ι. Κ., (με A/A υποψηφίων 91 και 94, αντίστοιχα), προσβάλλουν την προαγωγή των πιο κάτω Ε/Μ, με τους Α/Α υποψηφίων που αναφέρονται κατωτέρω:

 

        Α/Α 48. Χ. Χ. (Ε/Μ 5),

Α/Α 85. Χ. Χ. (Ε/Μ 4),

Α/Α 134. Μ. Π. (Ε/Μ 1),

Α/Α 151. Α. Σ. (Ε/Μ 2),

Α/Α 160. Μ. Χ. (Ε/Μ 3).

 

Όλοι οι αιτητές στις προσφυγές αρ. 1126/2018 έως και 1134/2018, τουτέστιν,

η αιτήτρια Α. Α. στην προσφυγή αρ. 1126/2018 με Α/Α υποψηφίου 125,

η αιτήτρια Σ. Β., στην προσφυγή αρ. 1127/2018 με Α/Α υποψηφίου 122,

ο αιτητής Μ. Θ. στην προσφυγή αρ. 1128/2018  με Α/Α υποψηφίου 104,

ο αιτητής Μ. Θ. στην προσφυγή αρ. 1129/2018 με Α/Α υποψηφίου 111,

η αιτήτρια Μ. Σ. στην προσφυγή αρ. 1130/2018 η, με Α/Α υποψηφίου 82,

η αιτήτρια Έ. Σ. στην προσφυγή αρ. 1131/2018, με Α/Α υποψηφίου 83,

η αιτήτρια Ο. Χ., στην προσφυγή αρ. 1132/2018 με Α/Α υποψηφίου 135,

ο αιτητής Π. Χ., στην προσφυγή αρ. 1133/2018 με Α/Α υποψηφίου 109,

η αιτήτρια Σ. Τ. στην προσφυγή αρ. 1134/2018, με Α/Α υποψηφίου 132,

 

προσβάλλουν την προαγωγή των ίδιων Ε/Μ, με τους κατωτέρω Α/Α και ονόματα, (όπως τελικά κατέληξε ο εν λόγω κατάλογος μετά από απόσυρση των προσφυγών για πολλά Ενδιαφερόμενα Μέρη):

        

Α/Α 84. Δ. Δ. (Ε/Μ 75),

 Α/Α 85. Χ. Χ. (Ε/Μ 76),

 Α/Α 88. Ε. Τ.-Χ. (Ε/Μ 77),

Α/Α 89. Κ. Λ. (Ε/Μ 78),

 Α/Α 95. Π. Π. (Ε/Μ 79),

 Α/Α 96. Ε. Ε. (Ε/Μ 80),

 Α/Α 98. Φ. Ι.(Ε/Μ 81),

Α/Α 99. Θ. Β. (Ε/Μ 82),

 Α/Α 115. Ε. Ι. Γ. (Ε/Μ 84),

 Α/Α 118. Έ. Κ. (Ε/Μ 85),

 Α/Α 120. Γ. Π. (Ε/Μ 86),

 Α/Α 126. Μ. Λ. (Ε/Μ 87),

 Α/Α 127. Μ. Π. (Ε/Μ 88),

 Α/Α 128. Χ. Χ. (Ε/Μ 89),

 Α/Α 129. Μ. Δ. (Ε/Μ 90),

 Α/Α 130. Θ. Α. (Ε/Μ 91),

 Α/Α 133. Ο. Λ. (Ε/Μ 92),

 Α/Α 134. Μ. Π. (Ε/Μ 93),

 Α/Α 138. Δ. Κ. (Ε/Μ 94),

 Α/Α 140. Π. Ν. (Ε/Μ 95),

Α/Α 141. Α. Γ. (Ε/Μ 96),

 Α/Α 148. Χ. Χ. (Ε/Μ 97),

Α/Α 151. Α. Σ. (Ε/Μ 98),

 Α/Α 152. Γ. Ε. (Ε/Μ 99),

 Α/Α 154. Μ. Χ. (Ε/Μ 100),

 Α/Α 155. Μ. Γ. (Ε/Μ 101),

 Α/Α 157. Θ. Ι. (Ε/Μ 102),

 Α/Α 160. Μ. Χ. (Ε/Μ 103),

 Α/Α 164. Ι. Έ. (Ε/Μ 104),

 Α/Α 242. Φ. Χ. (Ε/Μ 105),

 Α/Α 258. Μ. Χ. (Ε/Μ 106).

 

Όπως προκύπτει από τους διοικητικούς φακέλους, αλλά περιγράφεται και στην Ένσταση, με παραπομπή σε Παραρτήματα, η Γενική Διευθύντρια του Υπουργείου Υγείας, ζήτησε την 23/10/17 από την Ε.Δ.Υ. να προβεί στην πλήρωση 106 κενών μόνιμων θέσεων Ανώτερου Νοσηλευτικού Λειτουργού, Γενικός Νοσηλευτικός Κλάδος, Υπουργείο Υγείας.

 

Στη συνεδρία της ημερομηνίας 7/3/18 η Ε.Δ.Υ. εξέτασε τα ουσιώδη στοιχεία από το Φάκελο πλήρωσης της θέσης, καθώς και τους Προσωπικούς Φακέλους και τους Φακέλους των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων. Αφού έλαβε υπόψη τη σύσταση της Γενικής Διευθύντριας που παρευρέθηκε και προέβη σε συστάσεις για τους καταλληλότερους κατά την κρίση της υποψηφίους για προαγωγή, (μεταξύ αυτών και τα Ε/Μ στις υπό τους ως άνω τίτλους και αριθμούς προσφυγές), επέλεξε ως τους πιο κατάλληλους και αποφάσισε να προσφέρει σε αυτούς προαγωγή στη μόνιμη θέση Ανώτερου Νοσηλευτικού Λειτουργού, Γενικός Νοσηλευτικός Κλάδος, Υπουργείο Υγείας, από 1/4/18, τους συστηθέντες, μεταξύ αυτών και τα Ε/Μ.

 

Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως είναι κοινός στις τρεις προσφυγές αρ. 682/2018, 685/2018 και 892/2018. Σύμφωνα με αυτόν η επίδικη απόφαση είναι παράνομη, καθ’ ότι στην σύσταση ενώπιον της Ε.Δ.Υ. προέβη η Γενική Διευθύντρια του Υπουργείου Υγείας αντί του Προϊσταμένου των Ιατρικών Υπηρεσιών, κατά παράβαση του άρθρου 35 του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου (Ν.1/90).

 

Οι καθ’ ων η αίτηση απάντησαν πως ο ανωτέρω λόγος ακυρώσεως θα πρέπει να απορριφθεί, αφού στις συστάσεις προβαίνει ο Προϊστάμενος του Τμήματος όταν η θέση υπάγεται σε Τμήμα, ενώ στην περίπτωση αυτή η θέσεις υπάγονταν στην Διεύθυνση Νοσηλευτικών Υπηρεσιών, η οποία δεν ήταν Τμήμα αλλά υπαγόταν στην Διοίκηση του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Υγείας. Παρέπεμψαν δε στο κείμενο των περί Δημόσιας Υπηρεσίας (Γενικών) Κανονισμών του 2017 (ΚΔΠ 393/17), δυνάμει του οποίου καθορίζονται τα Τμήματα, Υπηρεσίες ή Γραφεία που υπάγονται σε Υπουργείο, μεταξύ αυτών, (για το Υπουργείο Υγείας) οι Ιατρικές Υπηρεσίες και Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας, οι Υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας, οι Οδοντιατρικές Υπηρεσίες, οι Φαρμακευτικές Υπηρεσίες και το Γενικό Χημείο, αλλά όχι η Διεύθυνση Νοσηλευτικών Υπηρεσιών καθώς και το σχέδιο Υπηρεσίας του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Νοσηλευτικών Υπηρεσιών, σύμφωνα με το οποίο ο Προϊστάμενος ασκεί τα καθήκοντά του σύμφωνα με οδηγίες του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Υγείας.

 

Ο δικηγόρος των αιτητών απάντησε επ’ αυτού ότι το άρθρο 35 θα έπρεπε να εφαρμοστεί κατ’ αναλογία, ώστε αυτός που είχε γνώση των ικανοτήτων των υποψηφίων (Προϊστάμενος) να προέβαινε και στις συστάσεις για σκοπούς προαγωγής.

 

Έχω μελετήσει τον περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμο (Ν.1/1990) ως ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο περιλαμβανομένων των ορισμών στο άρθρο 2 και συμφωνώ με την αδερφή Δικαστή κα Γαβριήλ στην απόφασή της στην υπόθεση αρ. 764/2018, Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 3/2/2021, στην οποία αναφέρθηκαν οι καθ’ ων η αίτηση και από την οποία παραπέμπω το σχετικό απόσπασμα, το οποίο υιοθετώ για τους σκοπούς της απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου στον λόγο αυτό ακυρώσεως:

 

«Ως προς το πρώτο ζήτημα που προωθήθηκε εκ μέρους της αιτήτριας, ήτοι αναφορικά με τον ισχυρισμό περί αναρμοδιότητας της Γενικής Διευθύντριας του Υπουργείου Υγείας να δώσει σύσταση, ως μη Προϊστάμενη του Τμήματος Νοσηλευτικών Υπηρεσιών, θεωρώ πως οι ισχυρισμοί δεν ευσταθούν.

 

Στη βάση των εγγράφων που κατατέθηκαν ως Τεκμήρια, οι Νοσηλευτικές Υπηρεσίες, δεν συνιστούν Τμήμα, αλλά αποτελούν Διεύθυνση, υπαγόμενη στη Διοίκηση του Υπουργείου Υγείας. Τούτο προκύπτει, πρωτίστως, από τις διατάξεις του Πρώτου Πίνακα που αναφέρεται στον Κανονισμό 3 των περί Δημόσιας Υπηρεσίας (Γενικών) Κανονισμών του 1991, ως αυτοί έχουν τροποποιηθεί με την Κ.Δ.Π. 393/2017, στους οποίους αναφέρονται ρητώς τα Τμήματα που υπάγονται στο Υπουργείο Υγείας, στα οποία Τμήματα, δεν αναφέρονται οι Νοσηλευτικές Υπηρεσίες.

 

Αυτό, σε συνάρτηση, τόσο με τον Προϋπολογισμό του Υπουργείου Υγείας, αναφορά στον οποίο έγινε πιο πάνω, όσο και με την Απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου Αρ. 57.370, ημερομηνίας 13.2.2003, με την οποία εγκρίθηκε η δημιουργία Διεύθυνσης Νοσηλευτικών Υπηρεσιών, η οποία υπάγεται κάτω από το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Υγείας.

 

Αυτά, κατά την κρίση μου, υποστηρίζουν την ορθότητα πρόσδοσης σύστασης εκ μέρους Γενικής Διευθύντριας του Υπουργείου Υγείας σε σχέση με τις επίδικες θέσεις προαγωγής. Συνεπώς, ο ισχυρισμός περί αναρμοδιότητας της Γενικής Διευθύντριας να δώσει σύσταση, απορρίπτεται ως αβάσιμος.»

  

Ο ισχυρισμός των δικηγόρων των αιτητών ότι θα έπρεπε να είχε εφαρμοστεί αναλογικά το άρθρο 35 και στην περίπτωση Προϊσταμένου της Διεύθυνσης των Νοσηλευτικών Υπηρεσιών, δεν βρίσκει σύμφωνο το Δικαστήριο, στην απουσία ρητής αναφοράς στο Νόμο. Η Διεύθυνση υπαγόταν στην Διοίκηση του Υπουργείου και δεν αποτελούσε Τμήμα εν τη εννοία του Νόμου.

 

Ο πιο πάνω λόγος ακυρώσεως απορρίπτεται.

 

Στην προσφυγή αρ. 682/2018 η αιτήτρια Σ. Η. Χ. υποστήριξε μέσω των δικηγόρων της, ότι η σύσταση της Διευθύντριας πάσχει ακυρότητας, ως αόριστη, γενικόλογη, λόγω απουσίας στην σύσταση της σύγκρισης μεταξύ των υποψηφίων και λόγω της παραγνώριση της υπεροχής της έναντι των Ε/Μ. Ο λόγος αυτός ακυρώσεως θα πρέπει να εξεταστεί σε σχέση με την εικόνα της αξίας, των προσόντων και της αρχαιότητας των υποψηφίων οι οποίοι είναι διάδικοι (αιτήτρια και Ε/Μ), καθώς και του περιεχομένου των προσωπικών τους φακέλων. Το Δικαστήριο δεν προβαίνει σε πρωτογενή κρίση ως δευτεροβάθμιο διοικητικό όργανο, αλλά ελέγχει τη νομιμότητα της σύστασης του Διευθυντή σε σχέση με την επιλογή για σύσταση των συγκεκριμένων Ε/Μ αντί της αιτήτριας, των οποίων την προαγωγή η αιτήτρια επέλεξε να προσβάλει, ώστε να εξετάσει το βάσιμο του λόγου ακυρώσεως.

 

Η αιτήτρια Σ. Η. Χ. είχε προαχθεί στην προηγούμενη θέση την 1/11/2000, ενώ το Ε/Μ Δ. Π. την 1/6/1999 και όλα τα υπόλοιπα Ε/Μ στην προσφυγή της αρ. 682/2018, την 15/9/2000. Προηγούνταν, όπως ανέφερε η Διευθύντρια στην σύστασή της υπέρ τους, σε αρχαιότητα των μη συστηθέντων (όπως και της αιτήτριας) και κατείχαν και πρόσθετα προσόντα σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης (όπως τα Ε/Μ Ο. Λ., Δ. Κ., Π. Ν., Α. Γ. και Θ. Ι.). Σε ότι αφορά στα προσόντα η αιτήτρια κατείχε επίσης πρόσθετα προσόντα όπως Μεταπτυχιακό Τίτλο, Magister Artium στη Διοίκηση Μονάδων Υγείας, όπως όμως και τα Ε/Μ που προαναφέρονται, τα οποία όμως, όπως επίσης προαναφέρθηκε υπερείχαν αυτής σε αρχαιότητα. Έναντι του Ε/Μ Δ. Π. υπερείχε σε προσόντα, καθ’ ότι το εν λόγω Ε/Μ δεν κατείχε Μεταπτυχιακό προσόν, αλλά το συγκεκριμένο Ε/Μ υπερείχε σε αρχαιότητα της αιτήτριας κατά σχεδόν ένα έτος και μισό. Πέραν της υπεροχής σε αρχαιότητα στην προηγούμενη θέση, η πείρα που αποκτάται εκ της υπεροχής αυτής σε αρχαιότητα από την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης αυτής, όπως παγίως έχει νομολογηθεί, προσμετρά στην αξία, καθ’ ότι πρόκειται για πείρα στην προηγούμενη θέση. Η αιτήτρια γενικόλογα αναφέρθηκε στην υπεροχή της σε πρόσθετα προσόντα τα οποία παραγνωρίστηκαν έναντι της αρχαιότητας «κατά ενάμιση μήνα» από «τα Ε/Μ», παραγνωρίζοντας ότι τα Ε/Μ τα οποία υπερείχαν αυτής σε αρχαιότητα «κατά ενάμιση μήνα» κατείχαν και αυτοί, όπως και η ίδια, το πρόσθετο προσόν του Μεταπτυχιακού τίτλου και ήταν ως εκ τούτου ίσες αυτής σε προσόντα. Πέραν αυτού υποστηρίζει ότι στην αρχαιότητα («κατά ενάμιση μήνα») δεν θα έπρεπε να είχε δοθεί βαρύτητα, καθ’ ότι η ίδια υπερείχε σε πείρα στην προπροηγούμενη θέση Νοσοκόμου από 16/1/1989, στην οποία άσκησε ουσιαστικά, όπως το έθεσε η ίδια, τα ίδια καθήκοντα της προηγούμενης θέσης Νοσηλευτικού Λειτουργού. Παραγνωρίζεται παρατηρώ από την αιτήτρια στον συγκεκριμένο ισχυρισμό της, ότι σε σχέση με το Ε/Μ Δ. Π., το οποίο υπερείχε αυτής όπως προαναφέρθηκε σε αρχαιότητα κατά σχεδόν ένα έτος και μισό, ότι και αυτό το Ε/Μ είχε υπηρετήσει στην θέση Νοσοκόμου από 1/12/1986 και απέκτησε αντίστοιχη και μεγαλύτερης διάρκειας πείρα.

 

Περαιτέρω το Δικαστήριο δεν είναι διοικητικό όργανο για να προβεί σε δική του κρίση σε σχέση με ποιό από τα κριτήρια στα οποία η αιτήτρια υπερείχε θα έπρεπε να είχε δοθεί βαρύτητα, αντί αυτών που έκρινε η Γενική Διευθύντρια στην σύστασή της. Αυτό που εξετάζεται είναι η νομιμότητα της σύστασης και κατά πόσο βρισκόταν εντός των επιτρεπτών ορίων της διακριτικής ευχέρειας της Γενικής Διευθύντριας. Δεν έχω διαπιστώσει οποιαδήποτε παρανομία στην σύσταση της Γενικής Διευθύντριας υπέρ των Ε/Μ Π., Λ., Κ., Ν., Γ. και Ι.. Το πρώτο Ε/Μ υπερείχε σε αρχαιότητα κατά ενάμιση σχεδόν έτος στην προηγούμενη θέση, το οποίο εύλογα θα μπορούσε να θεωρηθεί ως λόγος υπεροχής, έναντι της υπεροχής της αιτήτριας σε πρόσθετο προσόν Master, αφού η υπεροχή σε αρχαιότητα στην αμέσως προηγούμενη θέση συνεπάγεται και πείρα, η οποία προσμετρά στην αξία και την επαυξάνει. Τα υπόλοιπα Ε/Μ ήταν ίσα σε αξία και προσόντα με την αιτήτρια, αλλά υπερείχαν αυτής σε αρχαιότητα στην προηγούμενη θέση. Υπό τις περιστάσεις αυτές η απόφαση για σύστασή τους έναντι της αιτήτριας κρίνεται εύλογη και εντός των πλαισίων της εξουσίας της Γενικής Διευθύντριας. Το γεγονός ότι η αιτήτρια είχε υπηρετήσει και ως Νοσοκόμος από το 1989 πριν την θέση Νοσηλευτικού Λειτουργού, δεν θα μπορούσε να ανατρέψει το εύλογο της σύστασης, αφού οι υποψήφιες, (αιτήρια και Ε/Μ) δεν ήταν ίσες σε αρχαιότητα, ένα από τα τρία στοιχεία που καθορίζει ο Νόμος πως λαμβάνονται υπόψη στις διαδικασίες προαγωγής. Η υπηρεσία της αιτήτριας στην προπροηγούμενη της επίδικης θέσης, με δεδομένη την υπεροχή στο θεσμοθετημένο κριτήριο της αρχαιότητας των Ε/Μ, δεν επιτρέπει την δικαστική κρίση ότι η σύσταση δεν ήταν νόμιμη και εύλογη. Ο λόγος ακυρώσεως για πάσχουσα σύσταση της Γενικής Διευθύντριας απορρίπτεται. Ως εκ τούτου απορρίπτεται και ο λόγος ακυρώσεως σε σχέση με την πάσχουσα απόφαση της Ε.Δ.Υ., η οποία βασίστηκε στην σύσταση της Γενικής Διευθύντριας υπέρ των Ε/Μ.

 

Οι αιτήτριες Π. Α. και Π. Λ. στην προσφυγή αρ. 685/2018 υποστήριξαν ότι παραγνωρίστηκε η υπεροχή τους στο κριτήριο της αρχαιότητας, τόσο από την Γενική Διευθύντρια στη σύστασή της, όσο και από την Ε.Δ.Υ. στην τελική της απόφαση που την υιοθέτησε. Θεωρούν πως η σύσταση θα πρέπει να κριθεί παράνομη ως γενικόλογη στην απουσία σύγκρισης μεταξύ των υποψηφίων που συστήθηκαν ως καταλληλότεροι έναντι αυτών που δεν συστήθηκαν, ως οι αιτήτριες.

 

Αυτό που διαπιστώνεται από το Δικαστήριο από τη μελέτη των Παραρτημάτων της Ένστασης και των διοικητικών φακέλων, είναι πως τα Ε/Μ συστήθηκαν κρινόμενοι από την Γενική Διευθύντρια ως καταλληλότεροι, καθ’ ότι κατείχαν Μεταπτυχιακό τίτλο ο οποίος σε όλες τις περιπτώσεις κρίθηκε πρόσθετο προσόν σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης.

 

Ειδικότερα τα Ε/Μ κατείχαν τα ακόλουθα πρόσθετα ακαδημαϊκά προσόντα, πέραν των απαραίτητων προσόντων και πείρας που προβλέπονταν στο σχέδιο υπηρεσίας, που αποτέλεσαν και τον λόγο για τον οποίο συστήθηκαν, ότι δηλαδή υπερείχαν σε πρόσθετα προσόντα απόλυτα σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης:

 

Το Ε/Μ Ι. Γ. Ε. κατείχε Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Master of  Science στην Προηγμένη Νοσηλευτική και Φροντίδα Υγείας στην Κοινότητα, Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο Κύπρου, το Ε/Μ Δ. Μ. κατείχε Μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών Master of Nursing Management, Medical University, Sofia, το Ε/Μ Ε. Γ. κατείχε Master of Science in Heath Studies, Conventry University και επίσης αναγορεύτηκε και σε Διδάκτορα Νοσηλευτικής, από το Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο Κύπρου, το Ε/Μ Ι. Θ. κατείχε Μεταπτυχιακό τίτλο Magister Scientiae, Πολιτική Υγείας και Σχεδιασμός Υπηρεσιών Υγείας, από το Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου και το Ε/Μ Χ. Φ. κατείχε Master of Science in Heath Management, από το Frederic University καθώς επίσης και Διδακτορικό Δίπλωμα στη Διοίκηση Υπηρεσιών και Μονάδων Υγείας, από το Frederic University.

 

Η υπεροχή σε αρχαιότητα των αιτητριών Α. και Λ. αναγόταν, όπως αναφέρθηκε στην σύσταση και επιβεβαιώνεται και από τους προσωπικούς φακέλους τους, στην ημερομηνία γέννησης τους, βάσει του άρθρου 49 του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου (Ν.1/90), ως ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο. Ενώ δηλαδή οι αιτήτριες και τα Ε/Μ είχαν διοριστεί όλοι στην προηγούμενη θέση Νοσηλευτικού Λειτουργού την 15/9/2000, κατέχοντας ίδια αρχαιότητα στη θέση αυτή, οι αιτήτριες υπερείχαν σε αρχαιότητα, έχοντας γεννηθεί ενωρίτερα, αρχαιότητα η οποία έχει την σημασία της όταν στα υπόλοιπα στοιχεία κρίσης οι υποψήφιοι είναι ίσοι, που εδώ δεν ήταν. Υπερείχαν τα Ε/Μ σε πρόσθετα προσόντα. Ο λόγος ακυρώσεως περί πάσχουσας σύστασης απορρίπτεται. Ο λόγος ακυρώσεως περί πάσχουσας απόφασης της Ε.Δ.Υ. που υιοθέτησε την υπέρ των Ε/Μ σύσταση της Γενικής Διευθύντριας επίσης απορρίπτεται, καθ’ ότι η απόφαση της Ε.Δ.Υ. κρίνεται αιτιολογημένη και απόλυτα εύλογη και εντός των πλαισίων της διακριτικής ευχέρειας της Ε.Δ.Υ. να προάξει τα Ε/Μ, αντί των δύο αιτητριών Α. και Λ..

Οι αιτήτριες Σ. Γ. Χ. και Ι. Κ. στην προσφυγή αρ. 892/2018, έθεσαν επίσης ως λόγο ακυρώσεως την πάσχουσα σύσταση της Γενικής Διευθύντριας υπέρ των Ε/Μ, των οποίων την προαγωγή επέλεξαν να προσβάλουν. Επικαλούνται πλάνη λόγω της κατ’ ισχυρισμό παραγνώρισης των προσόντων και της πείρας τους. Οι αιτήτριες υπερείχαν των Ε/Μ Μ. Π., Α. Σ. και Μ. Χ. στην αρχαιότητα, η οποία αναγόταν στην ημερομηνία γέννησης, ενώ τα ίδια Ε/Μ καθώς και το Ε/Μ Χ. Χ., (που υπερείχε των αιτητριών σε αρχαιότητα, λόγω της ημερομηνίας γέννησης), υπερείχαν αυτών σε προσόντα, καθ’ ότι κατείχαν Μεταπτυχιακούς τίτλους, δηλαδή πρόσθετα προσόντα τα οποία κρίθηκαν σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης.

 

Ειδικότερα: Tο Ε/Μ  Χ. Χ. κατείχε Μεταπτυχιακό τίτλο Magister Scientiae Πολιτική Υγείας και Σχεδιασμός Υπηρεσιών Υγείας από το Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου, το Ε/Μ Μ. Π. κατείχε Μεταπτυχιακό τίτλο στη Δημόσια Διοίκηση, (Κατεύθυνση: Διοίκηση Μονάδων Υγείας) από το Πανεπιστήμιο Νεάπολις Πάφου, το Ε/Μ Α. Σ. κατείχε Μεταπτυχιακό τίτλο Magister Artium στη Διοίκηση Μονάδων Υγείας από το Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου και το Ε/Μ Μ. Χ. κατείχε Master of Science in Health Management από το Frederic University.

 

Σε ότι αφορούσε δε στο Ε/Μ Χ. Χ., που δεν κατείχε Μεταπτυχιακό τίτλο - όπως και οι αιτήτριες - αυτή υπερείχε σε αρχαιότητα των αιτητριών κατά 1 έτος και 3 ½ μήνες στην αμέσως προηγούμενη θέση Νοσηλευτικού Λειτουργού, υπηρεσία η οποία συνεπάγεται και πείρα στην προηγούμενη θέση, η οποία προσμετρά και στην Αξία. Το γεγονός ότι η αιτήτρια Ιωάννα Κουππή κατείχε Πιστοποιητικό παρακολούθησης Μετεκπαιδευτικού Προγράμματος Εξειδίκευσης, διάρκειας 8 μηνών (όπως αναφέρεται στην ένσταση) στην Εντατική Νοσηλευτική, δεν αποτέλεσε λόγο για την μη επιλογή του πιο πάνω Ε/Μ Χ. Χ., η οποία υπερείχε σε αρχαιότητα στην αμέσως προηγούμενη θέση και δεν είχε τύχει αυτής της μετεκπαίδευσης, ούτε των Ε/Μ που κατείχαν Μεταπτυχιακούς τίτλους, ως ανωτέρω περιγράφονται. Αυτή η επιλογή της Γενικής Διευθύντριας ελέγχεται μόνο ως προς την υπέρβαση των άκρων ορίων της διακριτικής της ευχέρειας και/ή για πλάνη περί τα πράγματα, τα οποία όμως δεν έχουν αποδειχθεί από τις αιτήτριες. Το Δικαστήριο δεν υποκαθιστά την κρίση του διοικητικού οργάνου στην κρίση της διοίκησης. Η σύσταση κρίνεται από το Δικαστήριο εύλογη και εντός των ορίων της διακριτικής ευχέρειας της Γενικής Διευθύντριας. Ο λόγος ακυρώσεως περί πάσχουσας σύστασης της Γενικής Διευθύντριας απορρίπτεται και στην προσφυγή αυτή. Για τους ίδιους λόγους απορρίπτεται και ο λόγος ακυρώσεως περί του αναιτιολόγητου της απόφασης της Ε.Δ.Υ.. Ενώπιόν της τη Ε.Δ.Υ. είχε όλους τους προσωπικούς και υπηρεσιακούς φακέλους, καθώς και τη σύσταση της Γενικής Διευθύντριας, από την οποία η Ε.Δ.Υ. δεν απέκλινε κρίνοντάς τη νόμιμη και σε συνάφεια με τα δεδομένα ενώπιόν της, καθώς και τα θεσμοθετημένα κριτήρια προαγωγής, αξία, προσόντα, αρχαιότητα.

 

Όλοι οι αιτητές στις προσφυγές αρ. 1126/2018 έως και 1134/2018, τα ονόματα των οποίων αναφέρονται στους πιο πάνω τίτλους και αριθμούς προσφυγών, προέβαλαν τους ίδιους λόγους ακυρώσεως, αλλά και κοινή Γραπτή Αγόρευση μετά την συνεκδίκαση των υποθέσεων.

 

Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως υποστηρίζουν ότι τόσο η σύσταση όσο και η απόφαση της Ε.Δ.Υ. πάσχουν ακυρότητας, καθ’ ότι οι καθ’ ων η αίτηση απέτυχαν στο καθήκον να συστήσουν και να προάξουν τους καταλληλότερους υποψηφίους με αναφορά στα πρόσθετα προσόντα τους κατά πόσο αυτά είναι σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης.

 

Ο πιο πάνω ισχυρισμός προβάλλεται με γενικότητες και αόριστα. Αυτό γιατί γίνεται αλυσιτελώς αναφορά σε υποψηφίους οι οποίοι δεν επιλέγησαν, καθώς επίσης και γιατί εκφράζεται παραδόξως παράπονο γιατί να μην θεωρηθούν ότι κατείχαν πρόσθετο προσόν υποψήφιοι οι οποίοι όμως δεν είναι διάδικοι στην προσφυγή.

 

Θα πρέπει να υπομνηστεί, ότι κάθε λόγος ακυρώσεως πρέπει να προβάλλεται με έννομο συμφέρον. Δεν αρκεί να καταχωρείται προσφυγή για να αναπτύσσονται λόγοι επί παντός ζητήματος, το οποίο δεν προκύπτει και δεν υποστηρίζεται πως αν γινόταν δεκτό θα ωφελούσε τους αιτητές στην προσφυγή. Σε κάθε περίπτωση από τον διοικητικό φάκελο προκύπτει πως η απόφαση της Ε.Δ.Υ. να θεωρήσει σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης τα μεταπτυχιακά προσόντα των Ε/Μ και ως εκ τούτου να τα θεωρήσει πρόσθετα προσόντα, ήταν απόφαση απόλυτα εύλογη. Το Δικαστήριο δεν υποκαθιστά την κρίση της Ε.Δ.Υ. στην ερμηνεία του σχεδίου υπηρεσίας, αν αυτή η ερμηνεία δεν εκφεύγει των ευλόγων ορίων της διακριτικής της ευχέρειας, όπως στις προσφυγές ενώπιον του σήμερα. Η δε απόφαση της Γενικής Διευθύντριας να υιοθετήσει την απόφαση της Ε.Δ.Υ. επί τούτου, δεν κρίνεται ως πεπλανημένη, αλλά και αυτή νόμιμη, ως εντός του πεδίου των αρμοδιοτήτων της Ε.Δ.Υ. και των ευλόγων ορίων της διακριτικής της ευχέρειας.

 

Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεώς τους υποστηρίζουν πως παράνομα προήχθησαν συγκεκριμένα Ε/Μ τα οποία ήταν αποσπασμένα σε άλλα Υπουργεία ή/και Διευθύνσεις, χωρίς να ασκούν τα καθήκοντα της νοσηλευτικής, («μάχιμη νοσηλευτική» την χαρακτηρίζουν), καθ’ ότι με την επιστολή/πρόταση του Υπουργού Υγείας προς τη Βουλή για αποπαγοποίηση των 106 κενών θέσεων Ανώτερου Νοσηλευτή, ο Υπουργός εξέφρασε την άποψη πως απαιτείτο η κάλυψη των αναγκών σε Ανώτερους Νοσηλευτές για σκοπούς των αναγκών στα Νοσηλευτήρια.

 

Ο λόγος αυτός ακυρώσεως απορρίπτεται ως αβάσιμος. Καταρχάς, η θέση αυτή του Υπουργού αφορούσε την πρότασή του για την αποπαγοποίηση πολλών άλλων θέσεων στο Υπουργείο. Επίσης είναι το σχέδιο υπηρεσίας που ορίζει τα καθήκοντα της θέσης, μεταξύ των οποίων ήταν στο επίδικο σχέδιο υπηρεσίας και η κάλυψη των αναγκών σε διδασκαλία και επίβλεψη των μαθητευόμενων νοσηλευτών. Οπότε η διδασκαλία της νοσηλευτικής στο ΤΕΠΑΚ, στο οποίο εργάζονταν κάποια από τα Ε/Μ, κατέχοντας τα προσόντα προς τον σκοπό αυτό, βρισκόταν εντός των σχετικών καθηκόντων. Περαιτέρω, η απόσπαση υπαλλήλου σε άλλη θέση για λόγους δημοσίου συμφέροντος δεν αποκλείει τον υπάλληλο από τις προαγωγές, αλλά συνεχίζει να ανήκει στη θέση στην οποία διορίστηκε και να διεκδικεί ισότιμα τις θέσεις προαγωγής (βλ. Αδάμου ν. Πούλλου (2009) 3 ΑΑΔ 541).

 

Με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως οι αιτητές υποστήριξαν ότι παραβιάστηκαν οι γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης, καθ’ ότι οι καθ’ ων η αίτηση «με το να κρίνουν ότι οι αιτητές δεν μπορούσαν να προαχθούν δεν προσπάθησαν να αποφύγουν ανεπιεικείς και άδικες λύσεις.»,(όπως ακριβώς καταγράφηκε στη Γραπτή Αγόρευση).

 

Ο λόγος αυτός ακυρώσεως απορρίπτεται ως απαράδεκτος. Οι αιτητές κρίθηκαν ως προσοντούχοι από την Ε.Δ.Υ. και δεν αποκλείσθηκαν. Στην σύγκριση αυτών με τα Ε/Μ κρίθηκαν τα Ε/Μ ως «καταλληλότερα» αυτών για προαγωγή στην επίδικη θέση. Οι αιτητές απέτυχαν να αποδείξουν, με συγκεκριμένη επιχειρηματολογία ώστε να επιληφθεί του λόγου αυτού ακυρώσεως το Δικαστήριο, γιατί θεωρούν ότι παραβιάστηκαν οι πιο πάνω γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου.

 

Η αιτήτρια Σ. Β. στην προσφυγή αρ. 1127/2018 υποστηρίζει ότι παρεισέφρησε πλάνη σε σχέση με το γεγονός της κατοχής εκ μέρους της Μετεκπαίδευσης διάρκειας ενός έτους, την οποία η Ε.Δ.Υ. απέτυχε να λάβει υπόψιν της, ενώ αποκτήθηκε πριν τον ουσιώδη χρόνο. Όπως ορθά ενημερώνουν το Δικαστήριο οι καθ’ ων η αίτηση, εναπόκειτο στην αιτήτρια να ενημερώσει την Ε.Δ.Υ. για την εξασφάλιση πιστοποιητικού για την μετεκπαίδευσή της, παρουσιάζοντας το στην Ε.Δ.Υ. ώστε να βρίσκεται στον προσωπικό της φάκελο πριν τον ουσιώδη χρόνο, ώστε να ληφθεί υπόψιν από την Ε.Δ.Υ.. Η αιτήτρια αδικαιολόγητα παραπονείται για πλάνη της Ε.Δ.Υ., αφού καταχώρισε το σχετικό πιστοποιητικό στον φάκελό της μετά την λήξη της διαδικασίας των προαγωγών, χωρίς να αντιλέγει επί τούτου. Παρόλα αυτά υποστηρίζει πως υπήρξε πλάνη της Ε.Δ.Υ., καθ’  ότι στις υπηρεσιακές της εκθέσεις είχε ήδη καταγραφεί η απόκτησή του πριν τον ουσιώδη χρόνο.

 

Το ζήτημα για το Δικαστήριο δεν είναι ποιος φέρει και/ή αν υπάρχει ευθύνη για την παράλειψη της αιτήτριας. Αν η κατοχή του πιστοποιητικού αποτελούσε λόγο για τον οποίο επιλέγησαν τα Ε/Μ αντί της αιτήτριας, τότε θα ετίθετο ζήτημα πιθανολόγησης ουσιώδους πλάνης περί τα πράγματα. Στην παρούσα υπόθεση η αιτήτρια Σ. Β. επέλεξε να προσβάλει την προαγωγή των Ε/Μ, οι οποίοι όλοι, όπως προκύπτει από τη μελέτη του διοικητικού φακέλου, κατείχαν Μεταπτυχιακούς τίτλους επιπέδου Master που κρίθηκαν σχετικοί με τα καθήκοντα της θέσης ως πρόσθετα προσόντα, μεταξύ δε αυτών υπήρχαν και Ε/Μ (Έ. Κ., Γ. Ε., Φ. Χ. και Χ. Μ.) οι οποίοι επιπροσθέτως κατείχαν και Διδακτορικό τίτλο. Ως προς την αρχαιότητα είχαν όλοι (αιτητές και Ε/Μ) διοριστεί στην θέση Νοσηλευτικού Λειτουργού την ίδια ημέρα 15/9/2000. Επομένως δεν διαπιστώνεται, ούτε έχει αποδειχθεί η πιθανολόγηση ουσιώδους πλάνης από την μη καταγραφή της Μετεκπαίδευσης της αιτήτριας στις συνοπτικές καταστάσεις υποψηφίων ενώπιον της Ε.Δ.Υ., αφού ο λόγος της σύστασης και της επιλογής των Ε/Μ αντί της ίδιας, ήταν η κατοχή πρόσθετων ακαδημαϊκών προσόντων, και δη μεταπτυχιακών τίτλων, (Master  και για κάποιους εξ αυτών και Διδακτορικών). Και ο λόγος αυτός ακυρώσεως, απορρίπτεται.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους, όλες οι προσφυγές απορρίπτονται με €1000 έξοδα σε κάθε μία προσφυγή υπέρ των καθ’ ων η αίτηση και εναντίον των αιτητών. Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται, βάσει του άρθρου 146.4 του Συντάγματος.

 

 

Μ. Καλλιγέρου, ΠΔΔ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο