ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                                                        

(Υπόθεση Αρ. 752/2021)

 

22 Ιανουαρίου 2024

[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

                                             Σ. Κ.                          

                                                                             Αιτητής

                                                ΚΑΙ

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

1.   ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ

2.   ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

Καθ’ ων  η Αίτηση

                       

Γ. Βαλιαντής, για Λ. Παπαφιλίππου & Σια Δ.Ε.Π.Ε., για Αιτητή

Α. Ελευθερίου, Δικηγόρος, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Καθ’ ων η Αίτηση

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Με την υπό κρίση προσφυγή, ο αιτητής ζητεί-

«Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των Καθ’ ων, η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή με επιστολή των Καθ’ ων ημερ. 05/05/2021, (και όλες οι προπαρασκευαστικές πράξεις αυτής), με την οποία δεν δόθηκαν στον Αιτητή αναδρομικά από 01/01/2017 τα σχετικά χρηματικά ποσά και/ή απολαβές και/ή παροχές, κατ’ επίκληση του Κανονισμού 12(7) των περί Ειδικών Αστυνομικών (Διαδικασία Διορισμού και Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμών, ως έχουν τροποποιηθεί και λαμβάνοντας υπόψη συγκεκριμένες «πειθαρχικές καταδίκες» που καταγράφονται στην παράγραφο 5 της εν λόγω επιστολής και επομένως αποφασίστηκε όπως τα εν λόγω ποσά δοθούν στον Αιτητή αναδρομικά από την 01/03/2020, είναι άκυρη και στερείται οποιουδήποτε νόμιμου αποτελέσματος».

 

Ο αιτητής προσλήφθηκε στην Αστυνομία στις 8.7.2003, στη συνδυασμένη κλίμακα Ειδικού Αστυνομικού (Κλίμακες Α1, Α2, Α5+2), με κλίμακα πληρωμής μισθού την Κλίμακα Α1 και ετήσιο βασικό μισθό ανερχόμενο στο ποσό των €1040.

 

Με επιστολή του Αρχηγού Αστυνομίας προς τον αιτητή, ημερομηνίας 5.5.2021, όπου και περιέχεται η επίδικη απόφαση, γνωστοποιείτο στον αιτητή ότι αυτός, τον Οκτώβριο του έτους 2020, ανελίχθηκε αναδρομικά από 1.3.2020 στην Κλίμακα Α5+2, με ετήσιο βασικό μισθό ανερχόμενο στο ποσό των €16.881 και επόμενη ημερομηνία προσαύξησης, τον Οκτώβριο του έτους 2020. Στην ίδια επιστολή, αναφερόταν επίσης ότι, για τον καθορισμό της ημερομηνίας ανέλιξης του αιτητή, λήφθηκαν υπόψη συγκεκριμένες πειθαρχικές καταδίκες (πέντε στο σύνολο), οι οποίες και επηρέασαν την ανέλιξή του, στη βάση του Κανονισμού 12(7) των περί Ειδικών Αστυνομικών (Διαδικασία Διορισμού και Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμών (Κ.Δ.Π. 216/2004), ως αυτοί τροποιήθηκαν με την Κ.Δ.Π. 355/2020 και ίσχυαν κατά τον ουσιώδη χρόνο («οι Κανονισμοί»).

 

Κατά της πιο πάνω απόφασης, ο αιτητής καταχώρησε την υπό κρίση προσφυγή, στις 15.7.2021.

 

Δια της γραπτής αγόρευσης του συνηγόρου του αιτητή, προωθούνται συνδυαστικά τέσσερεις λόγοι ακύρωσης: i) η επίδικη απόφαση πάσχει ως πεπλανημένη και/ή παράνομη, εφόσον οι καθ’ ων η αίτηση, κατ’ εσφαλμένη εφαρμογή των Κανονισμών, παράνομα και/ή πεπλανημένα αποστέρησαν από τον αιτητή την αναδρομική ανέλιξη στην Κλίμακα Α5+2 από 1.1.2017, ii) η επίδικη απόφαση αντίκειται στο Άρθρο 28 του Συντάγματος και την εκεί κατοχυρωμένη αρχή της ισότητας, iii) η επίδικη απόφαση λήφθηκε κατά προηγηθείσα διαδικασία που πάσχει ως προϊόν μη διενέργειας δέουσας έρευνας, γιατί στηρίχθηκε σε γεγονότα που δεν θα έπρεπε να ληφθούν υπόψη και/ή γιατί δεν λήφθηκαν υπόψη σχετικά γεγονότα, αντιβαίνουσα ωσαύτως στο Σύνταγμα, στους νόμους και κανονισμούς, στη νομολογία και στις αρχές της χρηστής διοίκησης, iv) η επίδικη απόφαση παραβιάζει τις γενικές αρχές του Διοκητικού Δικαίου, ως αυτές κωδικοποιούνται στον περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμο (Ν.158(Ι)/1999) και δη στις αρχές της χρηστής διοίκησης, της καλής πίστης, της φυσικής δικαιοσύνης, της ισότητας, της αναλογικότητας και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικούμενου.

 

Η πλευρά των καθ’ ων η αίτηση, αντικρούοντας όλους τους προβαλλόμενους λόγους ακύρωσης, αντιτείνει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καθόλα σύννομη, πλήρως και/ή δεόντως αιτιολογημένη, υπήρξε δε αυτή το προϊόν προηγηθείσας δέουσας έρευνας και ουδεμία πλάνη εμφιλοχώρησε κατά τη λήψη της.

 

Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων και ισχυρισμών που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για προώθηση των εκατέρωθεν θέσεων.

 

Είναι σαφές ότι στον πυρήνα της επιχειρηματολογίας του αιτητή, βρίσκεται ο ισχυρισμός ότι, υπό καθεστώς νομικής πλάνης και/ή εσφαλμένα, οι καθ’ ων η αίτηση ερμήνευσαν και εφάρμοσαν το οικείο κανονιστικό πλαίσιο και δη τη διάταξη του Κανονισμού 12(7) των Κανονισμών. Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη-

 

«(7) Οι αναφερόμενοι στις παραγράφους (5) και (6) ειδικοί αστυνομικοί [όπου εμπίπτει και ο αιτητής] ανελίσσονται στις μισθοδοτικές κλίμακες Α3 και Α5, επεκτεινόμενες κατά δυο (2) προσαυξήσεις, και Α2 και Α5, επεκτεινόμενες κατά δυο (2) προσαυξήσεις, αντίστοιχα, εφόσον κατά τα αμέσως δυο (2) προηγούμενα χρόνια, δεν καταδικάστηκαν για πειθαρχικό αδίκημα και δεν αξιολογήθηκαν ως «κατώτερος του μετρίου».

 

Περαιτέρω, αποτελεί παραδεκτό γεγονός ότι, από τις 19.6.2014 μέχρι και τις 6.3.2018, επιβλήθηκαν στον αιτητή πέντε πειθαρχικές ποινές για πειθαρχικά αδικήματα που αυτός είχε διαπράξει.

 

Ως προβάλλει ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή, οι καθ’ ων η αίτηση, πεπλανημένα και κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της πιο πάνω διάταξης, έλαβαν την επίδικη απόφαση, εφόσον ο αιτητής ουδέποτε από το έτος 2014 και εντεύθεν δεν αξιολογήθηκε ως «κατώτερος του μετρίου», ως προβλέπεται στην προεκτεθείσα κανονιστική διάταξη. Κατά τη σχετική εισήγηση, προκειμένου κάποιος να στερηθεί του δικαιώματος μισθολογικής ανέλιξης, σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, θα πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά και οι δυο εκεί προβλεπόμενες προϋποθέσεις: ήτοι, θα πρέπει κατά τα αμέσως δυο (2) προηγούμενα χρόνια, πριν από το χρόνο που καθίσταται δικαιούχος ανέλιξης, να μην έχει καταδικαστεί για πειθαρχικό αδίκημα, αλλά και να μην έχει αξιολογηθεί ως κατώτερος του μετρίου. Εν προκειμένω, υποβάλλει ο κ. Βαλιαντής, δεν συνέτρεχαν και οι δυο αυτές προϋποθέσεις, δεδομένου ότι, παρά τις επιβληθείσες στον αιτητή πειθαρχικές καταδίκες, αυτός δεν αξιολογήθηκε ως κατώτερος του μετρίου. Με αποτέλεσμα να δικαιούται σε αναδρομική ανέλιξη από 1.1.2017.

 

Δεν μπορώ να συμφωνήσω με την πιο πάνω ερμηνευτική προσέγγιση.

 

Αντίθετα, είναι σαφές από την ίδια τη γραμματική ερμηνεία του κειμένου ότι οι δυο προαναφερθείσες προϋποθέσεις θα πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά προκειμένου κάποιος να δύναται να ανελιχθεί στην επόμενη μισθολογική κλίμακα (εν προκειμένω στην Κλίμακα Α5+2). Αυτό που ρητά προβλέπει ο κανονιστικός νομοθέτης στη διάταξη του Κανονισμού 12(7), είναι τις προϋποθέσεις για ανέλιξη και όχι για μη ανέλιξη, ως επιχειρεί να προβάλει η πλευρά του αιτητή (βλ. σελ. 7 της γραπτής της αγόρευσης) και ότι, εφόσον οι εν λόγω δυο προϋποθέσεις συντρέχουν, «Οι αστυνομικοί ανελίσσονται». Η υπό του αιτητή εισήγηση και/ή δοθείσα ερμηνεία δεν συνάδει με τη γραμματική ερμηνεία των πιο πάνω διατάξεων, η οποία, κατά πάγια νομολογία, συνιστά τον βασικό κανόνα ερμηνείας μιας νομοθετικής διάταξης (ΑΚΙΝΗΤΑ Λ. & Ν. ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ ΛΤΔ ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 6333/2013, ημερ. 1.8.2016, ECLI:CY:AD:2016:D385). Κατά πάγια νομολογία, οι κανόνες ερμηνείας των νόμων καθιερώνουν τη γραμματική ερμηνεία, σύμφωνα με την οποία οι νόμοι θα πρέπει να ερμηνεύονται με βάση το πραγματικό και/ή φυσικό και κατά κυριολεξία νόημα των λέξεων, εκτός εάν αυτό είναι σε αντίθεση ή ασυμφωνία με οποιαδήποτε ρητή πρόθεση ή δηλωμένο σκοπό του νόμου ή οδηγεί σε αποτέλεσμα παράλογο (Cyprus General Bonded & Transit Stores v. Δημοκρατίας (1993) 4 Α.Α.Δ. 2546, Haris Theodorides v. The Central Bank of Cyprus (1985) 3 C.L.R., 721, 722). Και εν προκειμένω, η υπό των καθ' ων η αίτηση ερμηνεία και εφαρμογή της επίδικης διάταξης του Κανονισμού 12(7) των Κανονισμών, δεικνύει ότι αυτοί έδρασαν σύννομα και εντός των ορίων της διακριτικής τους ευχέρειας. Διαφορετική ενδεχομένως να ήταν η ερμηνευτική προσέγγιση του παρόντος Δικαστηρίου εάν στον εν λόγω Κανονισμό 12(7) προβλεπόταν ότι «οι αναφερόμενοι στις παραγράφους (5) και (6) ειδικοί αστυνομικοί δεν ανελίσσονται [...], εφόσον κατά τα αμέσως δυο (2) προηγούμενα χρόνια, καταδικάστηκαν για πειθαρχικό αδίκημα ή  αξιολογήθηκαν ως «κατώτερος του μετρίου». Σε αυτή την περίπτωση, πράγματι, η συνδρομή μιας εκ των δυο προαναφερόμενων προϋποθέσεων, θα ήταν αρκετή για την ανέλιξη του ειδικού αστυνομικού.

 

Επισημαίνεται ότι την ίδια ακριβώς προσέγγιση επί παρομοίου ζητήματος ακολούθησε πρόσφατα το Δικαστήριο τούτο στην Π.Σ. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 302/2021, ημερ. 26.10.2023.

 

Ενόψει των πιο πάνω, δεν διαπιστώνεται να έχει εμφιλοχωρήσει πλάνη στην κρίση των καθ’ ων η αίτηση ως προς την επίδικη απόφασή τους, αλλ’ ούτε κενό έρευνας εντοπίζεται.

Περαιτέρω, στη βάση των πιο πάνω διαπιστώσεων, κρίνονται αβάσιμοι και οι ισχυρισμοί περί παραβίασης της αρχής της ίσης μεταχείρισης, εφόσον δεν έχει καταδειχθεί από την πλευρά του αιτητή που έγκειται η άνιση μεταχείριση του αιτητή σε σχέση με άλλους συναδέλφους του που τελούν σε παρόμοιες με αυτόν συνθήκες (Μαρκίδης ν. Δημοκρατίας (1967) 3 Α.Α.Δ. 147), ενώ χωρίς επαρκή στοιχειοθέτηση έχουν παραμείνει και οι ισχυρισμοί περί παραβίασης των γενικών αρχών του Διοικητικού Δικαίου.

 

Γενικότερα, δεν έχει στοιχειοθετηθεί λόγος ακύρωσης, η δε προσβαλλόμενη απόφαση κρίνεται ορθή και νόμιμη και, σε κάθε περίπτωση, εύλογα επιτρεπτή, με αποτέλεσμα να μη χωρεί επέμβαση του Δικαστηρίου.

 

Κατά συνέπεια, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Επιδικάζονται €1400 έξοδα υπέρ των καθ’ ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, συμφώνως του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

                                                                                                    Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο