ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                                                       

(Υπόθεση Αρ. 780/2021)

 

23 Ιανουαρίου 2024

 

[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]

 

          ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

                                                 S.S.

                                                                             Αιτητής

                                                    ΚΑΙ

             ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ

              ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ

                                   ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ

 

Καθ’ ων  η Αίτηση

 

 

Χ. Γκούντρας, για Μ. Παπαλοḯζου, για Αιτητή

Θ. Παπανικολάου (κα), Δικηγόρος, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Καθ’ ων η Αίτηση

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Με την υπό κρίση προσφυγή, ο αιτητής, υπήκοος Ινδίας, στρέφεται κατά της νομιμότητας και ζητά την ακύρωση της απόφασης των καθ’ ων η αίτηση, που περιέχεται σε σχετική επιστολή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης («το Τμήμα»), ημερομηνίας 19.6.2021, και σύμφωνα με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή του για έκδοση δελτίου διαμονής στην Κυπριακή Δημοκρατία, καθότι, ως αναγράφεται στην επιστολή, αυτός δεν συμβίωνε με την Ευρωπαία σύζυγό του, αφού η τελευταία είχε αναχωρήσει από την Κύπρο.

 

Ο αιτητής αφίχθηκε στη Δημοκρατία στις 12.6.2016, με άδεια εισόδου για να σπουδάσει σε συγκεκριμένο Κολλέγιο και του παραχωρήθηκε σχετική άδεια, με ισχύ μέχρι τις 11.6.2017.

 

Στις 16.6.2017, ο αιτητής υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας, η οποία απορρίφθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου στις 17.10.2017.

 

Ακολούθως, στις 23.11.2017, ο αιτητής τέλεσε πολιτικό γάμο με Ρουμάνα υπήκοο και τέσσερεις μέρες αργότερα, στις 27.11.2017, αυτός υπέβαλε αίτηση για έκδοση δελτίου διαμονής ως μέλος οικογένειας πολίτη της Ένωσης, η οποία απορρίφθηκε από το Τμήμα στις 23.10.2018, καθότι, ως αναφερόταν στην εν λόγω επιστολή, αυτός δεν διέμενε με την εν λόγω Ρουμάνα, η οποία είχε αναχωρήσει από τη Δημοκρατία.

Στις 30.10.2018, ο αιτητής υπέβαλε νέα αίτηση για έκδοση δελτίου διαμονής ως μέλος οικογένειας Ευρωπαίας πολίτη, η οποία απορρίφθηκε εκ νέου από το Τμήμα, στις 24.6.2020, καθότι, ως αναφερόταν στην εν λόγω επιστολή, αυτός δεν διέμενε με την προαναφερθείσα Ευρωπαία υπήκοο, η οποία είχε αναχωρήσει από τη Δημοκρατία.

 

Εντούτοις, ο αιτητής, στις 6.7.2020, υπέβαλε και τρίτη αίτηση για έκδοση δελτίου διαμονής ως μέλος οικογένειας Ευρωπαίας πολίτη, την οποία το Τμήμα και πάλι απέρριψε, με την επίδικη απόφασή του, ημερομηνίας 19.6.2021, για τον ίδιο λόγο που είχαν απορριφθεί οι δυο προηγηθείσες αιτήσεις.

 

Στις 20.7.2021, καταχωρήθηκε η υπό εξέταση προσφυγή.

 

Ως πρώτο εγειρόμενο λόγο ακύρωσης, ο συνήγορος του αιτητή προωθεί δια της γραπτής του αγόρευσης τον ισχυρισμό περί έκδηλης παρανομίας της επίδικης πράξης, καθότι, ως προβάλλει, δεν προκύπτει από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου οτιδήποτε που να οδηγεί σε ασφαλές συμπέρασμα ότι η Ευρωπαία σύζυγος του αιτητή είχε πράγματι αναχωρήσει από τη Δημοκρατία.

 

Προωθούνται επίσης, και σε άμεση συνάρτηση με τα αμέσως πιο πάνω, λόγοι ακύρωσης περί μη διενέργειας της δέουσας έρευνας πριν από τη λήψη της επίδικης απόφασης, καθώς και περί εμφιλοχωρήσασας νομικής και πραγματικής πλάνης, αλλά και περί έλλειψης επαρκούς ή/και της δέουσας αιτιολογίας της προσβαλλόμενης πράξης.

 

Τέλος, ο συνήγορος του αιτητή αναπτύσσει και ισχυρισμούς περί παραβίασης των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης και δη του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης, αλλά και των αρχών της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης, τονίζει δε ότι η επίδικη απόφαση εκδόθηκε κατ’ εσφαλμένη ενάσκηση της διακριτικής ευχέρειας των καθ’ ων η αίτηση.

 

Από την πλευρά τους, οι καθ’ ων η αίτηση, αντικρούοντας τους εγειρόμενους λόγους ακύρωσης, ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε ορθά και σύννομα, μετά από διενέργεια της δέουσας έρευνας, κατ’ ορθή ενάσκηση της διακριτικής τους εξουσίας και ουδεμία πλάνη εμφιλοχώρησε κατά τη λήψη αυτής.

 

Τονίζουν οι καθ’ ων η αίτηση ότι στην περίπτωση του αιτητή, δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις του περί του Δικαιώματος των Πολιτών της Ένωσης και Ορισµένων Υπηκόων του Ηνωµένου Βασιλείου και των Μελών των Οικογενειών τους να Κυκλοφορούν και να Διαµένουν Ελεύθερα στη Δηµοκρατία Νόμου (Ν. 7(Ι)/2007), ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο («ο Νόμος»), αλλ’ ούτε της Οδηγίας 2004/38/ΕΚ σχετικά µε το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των µελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών µελών («η Οδηγία»), ούτως ώστε να δύναται να εκδοθεί προς τον αιτητή δελτίο διαμονής στη Δημοκρατία ως μέλος οικογένειας πολίτη της Ένωσης. Περαιτέρω, η έρευνα επί της περίπτωσης του αιτητή, υπήρξε πλήρης και/ή κάλυψε όλα τα σχετικά με την περίπτωση γεγονότα, ενώ δεν εντοπίζεται κενό αιτιολογίας, ούτε και να έχει εμφιλοχωρήσει οποιαδήποτε πλάνη, περαιτέρω δε, ούτε και οι αρχές της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης έχουν παραβιαστεί και υπήρξε ορθή ενάσκηση της διακριτικής εξουσίας των καθ’ ων η αίτηση.

 

Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για προώθηση των εκατέρωθεν θέσεων, είτε υπέρ είτε κατά της νομιμότητας της προσβαλλόμενης πράξης.

 

Τονίζεται εξ’ αρχής ότι το δικαίωμα μιας χώρας να ρυθμίζει την είσοδο και παραμονή αλλοδαπών στο έδαφός της, αποτελεί, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, έκφραση της κυριαρχίας της (βλ. ενδεικτικά Moyo and Another v. Republic (1988) 3 CLR 1203). Όπως λέχθηκε χαρακτηριστικά στην Maria Slavova ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1272/2000, ημερ. 18.4.2002, «Η διακριτική εξουσία του κράτους να αποφασίζει επί θεμάτων που αφορούν την είσοδο και παραμονή αλλοδαπού στο έδαφος της χώρας δεν είναι απεριόριστη. Η διοίκηση έχει καθήκον να εξετάζει την κάθε περίπτωση με καλή πίστη και εφόσον η διακριτική ευχέρεια της διοίκησης ασκείται καλόπιστα το δικαστήριο δεν έχει περιθώρια αμφισβήτησης της απόφασης. Βλ. Reyes v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 860/92, ημερ. 9.2.96, Amanda Marga Ltd v. Republic (1985) 3 CLR 2583, Souleiman v. Republic (1987) 3 CLR 224 και Mushtag v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 251/94, ημερ. 21.7.95.». Η Δημοκρατία λοιπόν, στα πλαίσια του «προεξάρχοντος κυριαρχικού της δικαιώματος να ελέγχει ποιοι διακινούνται και διαμένουν  στο έδαφος της» (βλ. Svetoslav Stoyanov v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 718/2012, ημερ. 26.2.2014, ECLI:CY:AD:2014:D151), έχει ευρεία διακριτική εξουσία να δέχεται αλλοδαπούς στην επικράτειά της, με μόνο περιορισμό την τήρηση της αρχής της καλής πίστης, η δε εξουσία της αυτή, ως απόρροια της αρχής της εθνικής και εδαφικής της κυριαρχίας, τής παρέχει και τη δυνατότητα να αποκλείει αλλοδαπούς από το έδαφός της (βλ. Ivan Todorov Todorov v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 109/2000, ημερ. 14.12.2000).

 

Των πιο πάνω λεχθέντων, επισημαίνω τα εξής:

 

Στο άρθρο 27 του Νόμου, προβλέπονται οι όροι που θα πρέπει να τηρούνται για τη διατήρηση του δικαιώματος διαμονής από πολίτες της Ένωσης και τα μέλη των οικογενειών τους. Σύμφωνα λοιπόν με το εδάφιο (2) της εν λόγω διάταξης-

 

«(2) Οι πολίτες της Ένωσης και τα µέλη της οικογένειάς τους έχουν το δικαίωµα διαµονής που προβλέπεται στα άρθρα 9, 25 και 26, ενόσω πληρούν τους όρους που καθορίζονται στα εν λόγω άρθρα. Σε συγκεκριµένες περιπτώσεις όπου υπάρχει εύλογη αµφιβολία κατά πόσο ο πολίτης της Ένωσης ή τα µέλη της οικογένειάς του πληρούν τους όρους που καθορίζονται στα εν λόγω άρθρα, η αρµόδια αρχή δύναται να ελέγχει εάν πληρούνται οι όροι αυτοί:».

 

Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 9(2) του Νόμου (αντίστοιχη της διάταξης του άρθρου 7(2) της Οδηγίας)-

 

«Το δικαίωµα διαµονής που προβλέπεται στο εδάφιο (1), εκτείνεται και στα µέλη της οικογένειας, που δεν είναι υπήκοοι κράτους µέλους, όταν συνοδεύουν ή αφίκνεινται για να συναντήσουν τον πολίτη της Ένωσης στη Δηµοκρατία, και εφόσον ο εν λόγω πολίτης πληρεί του όρους που αναφέρονται στις παραγράφους (α), (β) ή (γ) του εδαφίου (1).».

 

Στην επιστολή του Τμήματος προς τον αιτητή, ημερομηνίας 19.6.2021, όπου και περιέχεται η απόφαση απόρριψης της αίτησης για έκδοση δελτίου διαμονής, αναφέρεται ως λόγος απόρριψης, το γεγονός ότι, μετά από δέουσα έρευνα που έγινε, διαπιστώθηκε ότι αυτός δεν συμβίωνε με τη Ρουμάνα σύζυγό του, η οποία είχε αναχωρήσει από την Κύπρο. Ως νομική βάση της απόφασης, τίθενται τα άρθρα 4, 9 και 27(2) του Νόμου. Καλείτο δε ο αιτητής όπως αναχωρήσει από τη Δημοκρατία εντός τριάντα ημερών, αλλιώς θα λαμβάνονταν μέτρα για την απομάκρυνσή του. Συναφώς, όπως προκύπτει από τα ενώπιον μου στοιχεία (βλ. σχετικά το σημείωμα ημερομηνίας 31.3.2020 προς τον Αν. Διεθυντή του Τμήματος, καθώς και την έκθεση αναφορικά με τη γνησιότητα του γάμου του αιτητή, παράρτημα 9 στην ένσταση), από τον διενεργηθέντα έλεγχο της γνησιότητας του γάμου του αιτητή, προέκυψε ότι το ζεύγος δεν εντοπίστηκε να διαμένει στη δηλωθείσα διεύθυνση, ενώ, όπως ανέφερε ο αιτητής, σύμφωνα πάντα με τα όσα καταγράφονται στο εν λόγω σημείωμα, «η ευρωπαία αφίχθηκε για να υποβάλει την αίτηση και τις επόμενες 1-2 μέρες αναχώρησε για τη χώρα της και εκ τότε δεν αφίχθηκε ξανά». Περαιτέρω, στην προαναφερθείσα έκθεση, αναφέρεται ότι η Ρουμάνα σύζυγος του αιτητή δεν εντοπίστηκε σε κανένα διενεργηθέντα έλεγχο, καθώς και ότι ο αιτητής ανέφερε ότι, μια  ή δυο μέρες μετά τη δεύτερη υποβολή αίτησής του για δελτίο διαμονής (30.10.2018), αυτή αναχώρησε εκ νέου για τη χώρα της και έκτοτε δεν ξανασυναντήθηκαν με τον αιτητή. Έτι περαιτέρω, σύμφωνα με την ίδια έκθεση, ούτε ο αιτητής είχε εντοπιστεί στη δηλωθείσα διεύθυνση διαμονής, σε οποιονδήποτε από τους διενεργηθέντες ελέγχους, αλλά αυτός άλλαζε συνεχώς διεύθυνση διαμονής, χωρίς να ενημερώνει το Τμήμα.

 

Ως εκ των πιο πάνω, αποφασίστηκε να απορριφθεί η αίτηση του αιτητή για χορήγηση δελτίου διαμονής, εφόσον αυτός δεν είχε δικαίωμα διαμονής στη Δημοκρατία και/ή δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις για έκδοση δελτίου διαμονής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 27(2) και 9(2) του Νόμου.

 

Άμεσα σχετική με το υπό συζήτηση θέμα είναι η απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση C-218/14, Singh κ.α., ημερ. 16.07.2015. Το ΔΕΕ  με την απόφασή του, εξέτασε το ζήτημα στις σκέψεις 48 - 70, ως ακολούθως (η υπογράμμιση έχει προστεθεί):

 

«48. Με το πρώτο του ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ' ουσίαν, να διευκρινιστεί εάν το άρθρο 13, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38 έχει την έννοια ότι υπήκοος τρίτης χώρας, που έχει διαζευχθεί πολίτη της Ένωσης, του οποίου ο γάμος διήρκησε τρία τουλάχιστον έτη πριν από την έναρξη της διαδικασίας εκδόσεως διαζυγίου, εκ των οποίων το ένα έτος στο κράτος μέλος υποδοχής, δύναται να διατηρήσει το δικαίωμα διαμονής στο κράτος μέλος αυτό, βάσει της ως άνω διατάξεως, όταν ο σύζυγος που είναι πολίτης της Ένωσης αναχώρησε από το κράτος μέλος αυτό πριν από την έναρξη της διαδικασίας εκδόσεως διαζυγίου.

49. Επομένως, πρέπει να διευκρινιστούν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις για την εφαρμογή του άρθρου 13, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2004/38, και, μεταξύ άλλων, εάν ο σύζυγος, πολίτης της Ένωσης, υπηκόου τρίτης χώρας πρέπει να διαμένει στο κράτος μέλος υποδοχής, σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, μέχρι την ημερομηνία εκδόσεως του διαζυγίου, ούτως ώστε ο εν λόγω υπήκοος τρίτης χώρας να μπορεί να επικαλείται το άρθρο 13, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας.

50. Όσον αφορά το δικαίωμα διαμονής, στο κράτος μέλος υποδοχής, των υπηκόων τρίτων χωρών, μελών της οικογένειας πολίτη της Ένωσης, πρέπει να υπομνησθεί, προκαταρκτικώς, η πάγια νομολογία του Δικαστηρίου κατά την οποία τα δικαιώματα που παρέχονται στους υπηκόους τρίτων χωρών από την οδηγία 2004/38 δεν είναι αυτοτελή δικαιώματα των υπηκόων αυτών, αλλά παράγωγα δικαιώματα της ασκήσεως της ελεύθερης κυκλοφορίας από πολίτη της Ένωσης. Ο σκοπός και η αιτιολόγηση των παράγωγων αυτών δικαιωμάτων βασίζονται στη διαπίστωση ότι η άρνηση αναγνωρίσεως των δικαιωμάτων αυτών μπορεί να επηρεάσει την ελευθερία κυκλοφορίας του πολίτη της Ένωσης, αποθαρρύνοντάς τον να ασκήσει τα δικαιώματά του εισόδου και διαμονής στο κράτος μέλος υποδοχής (βλ., συναφώς, απόφαση O. και B., C‑456/12, σκέψεις 36 και 45 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

51. Υπενθυμίζεται επίσης ότι από την οδηγία 2004/38 δεν αντλούν δικαιώματα εισόδου και διαμονής σε κράτος μέλος όλοι οι υπήκοοι τρίτων χωρών, αλλά μόνον όσοι είναι «μέλη της οικογενείας», κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 2, της οδηγίας αυτής, πολίτη της Ένωσης που άσκησε το δικαίωμά του ελεύθερης κυκλοφορίας εγκαθιστάμενος σε κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο του οποίου είναι υπήκοος (απόφαση Iida, C‑40/11, σκέψη 51 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

52. Εξάλλου, κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/38 το μέλος της οικογενείας του πολίτη της Ένωσης που μεταβαίνει ή διαμένει σε κράτος μέλος άλλο από εκείνο του οποίου είναι υπήκοος πρέπει να συνοδεύει τον εν λόγω πολίτη ή να μεταβαίνει προς συνάντησή του προκειμένου να υπαχθεί στις ευεργετικές διατάξεις της οδηγίας αυτής (βλ. απόφαση Iida, C‑40/11, σκέψη 61).

53. Το άρθρο 7 της οδηγίας 2004/38, σχετικά με το δικαίωμα διαμονής άνω των τριών μηνών, επιβάλλει, επίσης, προκειμένου να παρασχεθεί δικαίωμα διαμονής στο κράτος μέλος υποδοχής, όπως τα μέλη της οικογένειας πολίτη της Ένωσης που δεν είναι υπήκοοι κράτους μέλους τον συνοδεύουν ή μεταβαίνουν στο κράτος μέλος αυτό με σκοπό την οικογενειακή επανένωση (απόφαση Metock κ.λπ., C‑127/08, σκέψη 86).

54. Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η προϋπόθεση κατά την οποία ο υπήκοος τρίτης χώρας οφείλει να συνοδεύει ή να μεταβαίνει σε κράτος μέλος με σκοπό την οικογενειακή επανένωση με τον πολίτη της Ένωσης πρέπει να νοείται υπό την έννοια ότι δεν αποσκοπεί στην υποχρέωση των συζύγων να συμβιώνουν υπό κοινή στέγη, αλλά στην υποχρέωσή τους να διαμένουν αμφότεροι στο κράτος μέλος όπου ο σύζυγος πολίτης της Ένωσης ασκεί το δικαίωμά του ελεύθερης κυκλοφορίας (βλ., συναφώς, απόφαση Ogieriakhi, C‑244/13, σκέψη 39).

55. Επομένως, οι υπήκοοι τρίτων χωρών, μέλη της οικογένειας πολίτη της Ένωσης, μπορούν να αξιώνουν να τους αναγνωρισθεί το δικαίωμα διαμονής που προβλέπει η οδηγία 2004/38 μόνο στο κράτος μέλος υποδοχής εντός του οποίου διαμένει ο πολίτης αυτός και όχι σε άλλο κράτος μέλος (βλ., συναφώς, απόφαση Iida, C‑40/11, σκέψεις 63 και 64).

56. Επιπλέον, το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38 αναγνωρίζει στα μέλη της οικογένειας πολίτη της Ένωσης που έχουν ιθαγένεια τρίτης χώρας, και συνοδεύουν ή μεταβαίνουν προς συνάντηση του εν λόγω πολίτη της Ένωσης στο κράτος μέλος υποδοχής, δικαίωμα διαμονής άνω των τριών μηνών στο κράτος μέλος αυτό, εφόσον ο εν λόγω πολίτης της Ένωσης πληροί ο ίδιος τους όρους που αναφέρονται στην παράγραφο 1, στοιχεία α΄, β΄ ή γ΄, της οδηγίας αυτής.

57. Τέλος, δυνάμει του άρθρου 14, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38, το δικαίωμα των μελών της οικογένειας πολίτη της Ένωσης να διαμένουν στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής, βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής, διατηρείται μόνον καθόσον αυτοί πληρούν τις τιθέμενες με τη διάταξη αυτή προϋποθέσεις.

58. Επομένως, όταν πολίτης της Ένωσης, ευρισκόμενος σε κατάσταση όπως αυτή των συζύγων των προσφευγόντων της κύριας δίκης, εγκαταλείπει το κράτος μέλος υποδοχής και εγκαθίσταται σε άλλο κράτος μέλος ή σε τρίτη χώρα, ο σύζυγος του εν λόγω πολίτη της Ένωσης, υπήκοος τρίτης χώρας, δεν πληροί πλέον τις προϋποθέσεις για να έχει δικαίωμα διαμονής στο κράτος μέλος υποδοχής με βάση το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38. Ωστόσο, πρέπει να εξετασθεί εάν, και υπό ποιες προϋποθέσεις, ο εν λόγω σύζυγος μπορεί να έχει δικαίωμα διαμονής βάσει του άρθρου 13, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2004/38 στην περίπτωση που εκδόθηκε διαζύγιο μετά την αναχώρηση του πολίτη της Ένωσης.

59. Δυνάμει του άρθρου 13, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2004/38, το διαζύγιο δεν συνεπάγεται την απώλεια του δικαιώματος διαμονής των µελών της οικογένειας του πολίτη της Ένωσης που δεν έχουν την ιθαγένεια κράτους μέλους «αν ο γάμος [.] διήρκεσε, έως την έναρξη της διαδικασίας έκδοσης διαζυγίου [.], τρία έτη τουλάχιστον, εκ των οποίων το ένα έτος στο κράτος μέλος υποδοχής».

60. Επομένως, η διάταξη αυτή ανταποκρίνεται στον σκοπό που εκτίθεται στην αιτιολογική σκέψη 15 της ίδιας οδηγίας, ο οποίος συνίσταται στην παροχή νομικής προστασίας στα μέλη της οικογένειας σε περίπτωση θανάτου του πολίτη της Ένωσης, διαζυγίου, ακυρώσεως του γάμου ή λήξεως της καταχωρημένης σχέσεως, λαμβανομένων συναφώς μέτρων τα οποία θα εξασφαλίζουν ότι, στις περιπτώσεις αυτές, τα μέλη της οικογένειας τα οποία διαμένουν ήδη στην επικράτεια του κράτους μέλους υποδοχής διατηρούν το δικαίωμα διαμονής τους αποκλειστικά σε προσωπική βάση.

61. Η αναφορά, στην εν λόγω διάταξη, στο «κράτος μέλος υποδοχής», το οποίο καθορίζεται, βάσει του άρθρου 2, σημείο 3, της οδηγίας 2004/38, με μόνο κριτήριο την άσκηση του δικαιώματος της ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής του πολίτη της Ένωσης, αφενός, και με την «κίνηση της διαδικασίας εκδόσεως διαζυγίου», αφετέρου, συνεπάγεται οπωσδήποτε ότι το δικαίωμα διαμονής του συζύγου του πολίτη της Ένωσης, ο οποίος είναι υπήκοος τρίτης χώρας, μπορεί να διατηρηθεί μόνον, βάσει του άρθρου 13, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2004/38, εάν το κράτος μέλος διαμονής του εν λόγω υπηκόου αποτελεί «το κράτος μέλος υποδοχής» σύμφωνα με το άρθρο 2, σημείο 3, της οδηγίας 2004/38, κατά την έναρξη της διαδικασίας εκδόσεως διαζυγίου.

62. Τούτο δεν συντρέχει ωστόσο αν, πριν από την έναρξη της διαδικασίας αυτής, ο πολίτης της Ένωσης εγκαταλείψει το κράτος μέλος διαμονής του συζύγου του, προκειμένου να εγκατασταθεί σε άλλο κράτος μέλος ή σε τρίτη χώρα. Συγκεκριμένα, στην περίπτωση αυτή, το παράγωγο δικαίωμα διαμονής του υπηκόου τρίτης χώρας, βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38, λήγει κατά την αναχώρηση του πολίτη της Ένωσης και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί πλέον να διατηρείται βάσει του άρθρου 13, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α΄. 

63. Συνεπώς, εάν κατά την έναρξη της διαδικασίας εκδόσεως διαζυγίου, ο υπήκοος τρίτης χώρας, σύζυγος πολίτη της Ένωσης, έχει δικαίωμα διαμονής βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38, το εν λόγω δικαίωμα διατηρείται βάσει του άρθρου 13, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α΄, της εν λόγω οδηγίας, τόσο κατά τη διαδικασία διαζυγίου όσο και μετά την έκδοση του διαζυγίου, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 13, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, της εν λόγω οδηγίας.

64. Ωστόσο, στις τρεις διαφορές της κύριας δίκης, οι οικείες σύζυγοι, οι οποίες είναι πολίτες της Ένωσης, υπηκόων τρίτων χωρών έχουν αναχωρήσει από το κράτος μέλος υποδοχής και έχουν εγκατασταθεί σε άλλο κράτος μέλος πριν κινηθεί η διαδικασία διαζυγίου.

65. Από τη σκέψη 58 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι, κατόπιν της αναχωρήσεως της συζύγου που είναι πολίτης της Ένωσης, ο σύζυγος υπήκοος τρίτης χώρας δεν πληροί πλέον τις προϋποθέσεις του δικαιώματος διαμονής, βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38, στο κράτος μέλος υποδοχής.

66. Επομένως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο πολίτης της Ένωσης, σύζυγος υπηκόου τρίτης χώρας, πρέπει να διαμένει στο κράτος μέλος υποδοχής, σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/38, μέχρι την ημερομηνία ενάρξεως της διαδικασίας εκδόσεως διαζυγίου, προκειμένου ο εν λόγω υπήκοος τρίτης χώρας να μπορεί να επικαλεστεί τη διατήρηση του δικαιώματός του διαμονής στο κράτος μέλος αυτό, βάσει του άρθρου 13, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής.

67. Κατά συνέπεια, όπως επισήμανε και η γενική εισαγγελέας στο σημείο 27 των προτάσεών της, υπό περιστάσεις όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης, ήδη με την αναχώρηση του πολίτη της Ένωσης έχει παύσει να υφίσταται το δικαίωμα διαμονής του συζύγου υπηκόου τρίτης χώρας ο οποίος διαμένει στο κράτος μέλος υποδοχής. Η μεταγενέστερη υποβολή αιτήσεως διαζυγίου δεν επάγεται αναβίωση του δικαιώματος αυτού, καθόσον το άρθρο 13 της οδηγίας 2004/38 αναφέρεται μόνον σε «διατήρηση» υφιστάμενου δικαιώματος διαμονής.

68. Τούτο δεν συνεπάγεται ότι, βάσει του εθνικού δικαίου, το οποίο μπορεί να χορηγεί ευρύτερη προστασία, δεν μπορεί να επιτραπεί σε υπήκοο τρίτης χώρας, υπό περιστάσεις όπως αυτές της κύριας δίκης, να εξακολουθήσει να διαμένει στο οικείο κράτος μέλος (βλ., συναφώς, απόφαση Melloni, C‑399/11, σκέψη 60).

69. Κατά τα λοιπά, στις τρεις διαφορές της κύριας δίκης, στους προσφεύγοντες, κατόπιν του διαζυγίου τους, χορηγήθηκε, δυνάμει του εθνικού δικαίου, προσωρινή άδεια διαμονής και εργασίας στην Ιρλανδία, χάρη στην οποία μπόρεσαν να συνεχίσουν να διαμένουν νομίμως στο εν λόγω κράτος μέλος, η δε άδεια αυτή μπορεί, κατ' αρχήν, να ανανεωθεί, όπως προκύπτει από την απόφαση παραπομπής.

70. Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 13, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38 έχει την έννοια ότι υπήκοος τρίτης χώρας, ο οποίος έχει διαζευχθεί πολίτη της Ένωσης, ο δε γάμος διήρκησε τρία τουλάχιστον έτη μέχρι την έναρξη της διαδικασίας εκδόσεως διαζυγίου, εκ των οποίων το ένα έτος στο κράτος μέλος υποδοχής, δεν δύναται να διατηρήσει το δικαίωμα διαμονής στο εν λόγω κράτος μέλος βάσει της διατάξεως αυτής, όταν η αναχώρηση από το κράτος μέλος αυτό του συζύγου που είναι πολίτης της Ένωσης προηγήθηκε της ενάρξεως της διαδικασίας εκδόσεως διαζυγίου.».

Το ίδιο σκεπτικό ακολουθήθηκε από το Δ.Ε.Ε. και στη συνέχεια, στην απόφαση C-115/15, N.A., ημερομηνίας 30.06.2016.

 

Επισημαίνοντας ότι, σύμφωνα με το άρθρο 25 του Νόμου, με το οποίο μεταφέρεται στο εσωτερικό δίκαιο το άρθρο 12 της Οδηγίας, η αναχώρηση πολίτη της Ένωσης από τη Δημοκρατία δεν θίγει το δικαίωμα διαμονής μόνο των μελών της οικογένειάς του, τα οποία είναι υπήκοοι κράτους μέλους και όχι τρίτων χωρών, κρίνω ότι εν προκειμένω, ο αιτητής, ως υπήκοος τρίτης χώρας, είχε ήδη απωλέσει το δικαίωμά του για διαμονή στη Δημοκρατία με την αναχώρηση της Ευρωπαίας συζύγου του.

 

Στην πρόσφατη απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, στην M. I. U. H. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1507/2023 (i-Justice), ημερ. 25.10.2023, κρίθηκε ότι η παραμονή του εκεί αιτητή, υπηκόου τρίτης χώρας, στη Δημοκρατία, κατέστη παράνομη από την ημερομηνία αναχώρησης της Ευρωπαίας συζύγου του από την χώρα: εφόσον ο πολίτης της Ένωσης δεν ασκεί το δικαίωμα κυκλοφορίας, διαμένοντας εντός του κράτους υποδοχής (εν προκειμένω της Δημοκρατίας), ως συνέβη σε εκείνη την περίπτωση με τη Βουλγάρα σύζυγο του αιτητή, η οποία είχε ήδη αναχωρήσει για τη χώρα της, «δεν γεννάται το παρεπόμενο δικαίωμα διαμονής στον/στην σύζυγο (εδώ στον αιτητή) και η άδεια διαμονής που του/της παραχωρείται με βάση τις πρόνοιες του Νόμου 7(Ι)/2007 ακυρώνεται αυτοδικαίως». Η ίδια προσέγγιση ακολουθήθηκε από το Δικαστήριο τούτο πρόσφατα, στην A.S.O. v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 818/2021, ημερ. 22.1.2024, αλλά και στην B.S. v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 149/2022 (i-Justice), ημερ. 10.11.2023. Εξάλλου, υπέρ της θέσεως ότι το δικαίωμα παραμονής του αιτητή δεν είναι αυτοτελές, αλλά παρεπόμενο του δικαιώματος άσκησης ελεύθερης κυκλοφορίας της Ευρωπαίας συζύγου του, συνηγορεί και η νομολογία του Δ.Ε.Ε. (βλ. Aissatou Diana και Land Berlin, Υποθ. Αρ. C-267/83, ημερ. 13.2.1985, Subdelegacion del Gobierno en Ciudad Real κατά RH, Υπόθεση C-836/18, ημερ. 27.2.2020 και Erdem Deha Altiner. Isabel Hanna Ravn κατά Udlaandingestvrelsen, Υποθ. Αρ. C-230/17, ημερ. 27.6.2018). Όπως δε τονίστηκε στην B.S., ανωτέρω, αλλά και στην M.I.U.H., ανωτέρω, το δικαίωμα διαμονής που απορρέει από την ιδιότητα του μέλους της οικογένειας πολίτη της Ένωσης, δεν παρέχει αυτοτελή δικαιώματα στους υπηκόους τρίτων χωρών, ούτε και τους παρέχει άνευ ετέρου την ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης: τα εν λόγω δικαιώματα είναι παράγωγα και απορρέουν από την ενάσκηση του δικαιώματος κυκλοφορίας του ιδίου του πολίτη της Ένωσης. Στις πιο πάνω υποθέσεις, αναφέρθηκαν από το παρόν Δικαστήριο και τα εξής:

 

«Όπως λέχθηκε χαρακτηριστικά στην απόφαση του Δ.Ε.Ε. στην Χ. ν. Έtat Belge, Υπόθ. Αρ. C-930/2019, ημερ. 2.9.2021, «στην περίπτωση κατά την οποία, πριν από την έναρξη της δικαστικής διαδικασίας έκδοσης διαζυγίου, ο πολίτης της Ένωσης εγκαταλείψει το κράτος μέλος στο οποίο κατοικεί ο σύζυγός του, προκειμένου να εγκατασταθεί σε άλλο κράτος μέλος ή σε τρίτη χώρα, το παράγωγο δικαίωμα διαμονής του υπηκόου τρίτης χώρας, βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38, λήγει κατά την αναχώρηση του πολίτη της ένωσης και δεν μπορεί πλέον να διατηρηθεί βάσει του άρθρου 13, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α', της οδηγίας αυτής».

 

Καθίσταται λοιπόν σαφές ότι η διαμονή του αιτητή κατέστη παράνομη από την ημερομηνία αναχώρησης της συζύγου του από τη Δημοκρατία, εφόσον δεν διατηρούσε πλέον αυτός το παράγωγο δικαίωμα διαμονής [...].».

 

Ούτε και έχει παρουσιαστεί οτιδήποτε εκ μέρους του αιτητή που να μπορεί να αναιρέσει και/ή ανατρέψει τις προεκτεθείσες διαπιστώσεις των καθ’ ων η αίτηση, με αποτέλεσμα να παραμένει αναντίλεκτο γεγονός ότι ο αιτητής, κατά τη διάρκεια του γάμου του με τη Ρουμάνα υπήκοο, ουδέποτε συμβίωσε μαζί της και, συνεπώς, πράγματι στην περίπτωσή του, δεν πληρούνταν οι προεκτεθείσες προϋποθέσεις του Νόμου, προκειμένου να μπορούσε να χορηγηθεί σε αυτόν δελτίο διαμονής του στη Δημοκρατία (βλ. και την απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου στην A.R. v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 736/2020, ημερ. 16.2.2023). Είναι ακριβώς στη βάση της αμέσως πιο πάνω διαπίστωσης που απορρίφθηκε το αίτημα του αιτητή εφόσον, ως αναφέρεται στην επίδικη απόφαση που περιέχεται στην επιστολή προς τον αιτητή, ημερομηνίας 19.6.2021, αυτός δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις για διατήρηση του δικαιώματός του για διαμονή στη Δημοκρατία, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 4, 9(2) και 27(2) του Νόμου.

 

Δεν εντοπίζεται πλάνη, αλλ' ούτε κενό έρευνας και αιτιολογίας της επίδικης απόφασης και οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί του συνηγόρου του αιτητή κρίνονται αβάσιμοι και απορρίπτονται. Προκύπτει από τα ενώπιον μου στοιχεία και δη από τα παραρτήματα της ένστασης, ότι οι καθ' ων η αίτηση διενήργησαν ενδελεχή και, εν πάση περιπτώσει, επαρκή και/ή τη δέουσα έρευνα πριν από τη λήψη της επίδικης απόφασης. Αυτό προκύπτει και από τους διενεργηθέντες ελέγχους αναφορικά με τη συμβίωση του ζεύγους, αλλά και από τα προαναφερθέντα σημειώματα και τις σχετικές εκθέσεις που είχαν ετοιμαστεί, στο πλαίσιο εξέτασης των αιτημάτων του αιτητή.

 

Ούτε και μπορώ να συμφωνήσω με τον ισχυρισμό της πλευράς του αιτητή περί ελλιπούς και/ή ανεπαρκούς αιτιολόγησης της επίδικης απόφασης. Στην εν λόγω απόφαση, παρατίθενται με σαφήνεια τόσο η νομική βάση, και δη τα προεκτεθέντα άρθρα του Νόμου, αλλά και οι λόγοι απόρριψης του αιτήματος του αιτητή, ενώ δύναται κάλλιστα η απόφαση αυτή να συμπληρωθεί, και όντως συμπληρώνεται, από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου και της ένστασης. Σύμφωνα με το άρθρο 29 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν.158(Ι)/1999), αλλά και τη νομολογία, η αιτιολογία μιας πράξης μπορεί να συμπληρωθεί από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου. Κατά πάγια επίσης νομολογία, η συμπλήρωση της αιτιολογίας από το διοικητικό φάκελο επιτρέπεται, μόνον όταν τα απαιτούμενα στοιχεία προκύπτουν από το φάκελο κατά τρόπο βέβαιο και αναντίλεκτο και προκύπτει με ακρίβεια τι είχε υπόψη του το διοικητικό όργανο κατά τη λήψη της απόφασής του (Χρίστος Παναγιωτίδης ν. Δημοκρατίας  (1998) 3 Α.Α.Δ. 342). Θεωρώ ότι αυτό συμβαίνει και στην υπό εξέταση περίπτωση, αφού από το σύνολο των ενώπιον μου στοιχείων και ειδικότερα από τις προαναφερθείσες επιστολές και τα σημειώματα, προκύπτει με σαφήνεια το σκεπτικό και οι λόγοι που οδήγησαν τους καθ’ ων η αίτηση στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης και, βεβαίως, συμπληρώνεται η δοθείσα αιτιολογία. Εν προκειμένω, παρέχονται στο Δικαστήριο τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για την διακρίβωση της νομιμότητας της διοικητικής πράξης, ούτως ώστε να καθιστά εφικτή η διενέργεια του απαιτούμενου δικαστικού ελέγχου (Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270).

 

Τέλος, αδίκως διαμαρτύρεται η πλευρά του αιτητή ότι δεν παρασχέθηκε σε αυτόν το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης. Έχει αναγνωριστεί από τη νομολογία ότι το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης υπάρχει όπου ο νόμος ρητά το αναγνωρίζει ή ρητά το επιβάλλει ή σε περιπτώσεις τιμωρητικής φύσης (Φροσούλλα Μυλωνά ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1488/2010, ημερ. 30.1.2015, ECLI:CY:AD:2015:D50, Αριστείδου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 232/2008, ημερ. 30.4.2010). Άτομα, στα οποία ο νόμος δεν δίδει προηγούμενο δικαίωμα ακρόασης, δεν καλύπτονται (G.P. Iron & Wood Makers Ltd v. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 155).

 

Η υπό εξέταση περίπτωση δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν.158(Ι)/1999) και δη του άρθρου 43(1) αυτού: σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο, το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης παρέχεται «σε κάθε πρόσωπο που θα επηρεαστεί από την έκδοση πράξης ή από τη λήψη διοικητικού μέτρου που είναι πειθαρχικής φύσης ή που έχει το χαρακτήρα της κύρωσης ή που είναι άλλως πως δυσμενούς φύσης» (Παντελής Χριστοφόρου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Συνεκδ. Υποθ. Αρ. 2013/12 κ.α., ημερ. 28.1.2014, ECLI:CY:AD:2014:D71). Είναι σαφές ότι στην υπό κρίση περίπτωση, η προσβαλλόμενη απόφαση σαφώς και δεν εμπίπτει στην εμβέλεια της διάταξης του άρθρου 43(1), αφού δεν αποτελεί αυτή ούτε κύρωση αλλ' ούτε μέτρο πειθαρχικής φύσης.

 

Ενόψει των πιο πάνω, δεν εντοπίζεται ούτε κατάχρηση εξουσίας, ούτε κακή ενάσκηση της διακριτικής ευχέρειας των καθ’ ων η αίτηση και οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί του συνηγόρου του αιτητή κρίνονται αβάσιμοι και απορρίπτονται.

Ως εκ των πιο πάνω, και λαμβανομένου υπόψη του προεκτεθέντος ιστορικού και/ή του πραγματικού πλαισίου της υπόθεσης, κρίνω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ορθή και σε κάθε περίπτωση εύλογα επιτρεπτή και εντός των ορίων της διακριτικής ευχέρειας των καθ’ ων η αίτηση, με αποτέλεσμα να μη χωρεί επέμβαση του Δικαστηρίου.

 

Κατά συνέπεια, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Επιδικάζονται €1500 έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ’ ων η αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται συμφώνως του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

                                                                                                    Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο