ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                                                       

(Υπόθεση Αρ. 818/2021)

 

22 Ιανουαρίου 2024

 

[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]

 

          ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

                                               A. S. O.

                                                                             Αιτητής

                                                    ΚΑΙ

             ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ

                              1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ

         2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ

                                   ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ

 

Καθ’ ων  η Αίτηση

 

 

Ν. Πεσλίκα (κα), για Δρ. Χρ. Π. Χριστοδουλίδη, για Αιτητή

Σ. Καρασαμάνης, Δικηγόρος, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Καθ’ ων η Αίτηση

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Με την υπό εξέταση προσφυγή, ο αιτητής, υπήκοος Νιγηρίας, στρέφεται κατά της νομιμότητας και ζητά την ακύρωση της απόφασης του Υπουργού Εσωτερικών, που περιέχεται σε σχετική επιστολή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης («το Τμήμα»), ημερομηνίας 1.7.2021, και σύμφωνα με την οποία απορρίφθηκε η ιεραρχική προσφυγή που είχε καταχωρήσει κατά της απόφασης του Τμήματος, με την οποία ακυρώθηκε το δελτίο διαμονής του στην Κυπριακή Δημοκρατία.

 

Ο αιτητής αφίχθηκε στη Δημοκρατία στις 10.3.2017 με άδεια εισόδου ως φοιτητής και του παρασχέθηκε σχετική προσωρινή άδεια με ισχύ, κατόπιν ανανέωσης της ισχύος αυτής, μέχρι τις 30.9.2018.

 

Στις 16.9.2019, ο αιτητής τέλεσε πολιτικό γάμο με Ρουμάνα υπήκοο και δυο μέρες μετά, στις 18.9.2019, αυτός υπέβαλε αίτηση για έκδοση δελτίου διαμονής ως μέλος οικογένειας πολίτη της Ένωσης, η οποία απορρίφθηκε από το Τμήμα, ενώ, περαιτέρω, ακυρώθηκε και το δελτίο διαμονής του αιτητή στη Δημοκρατία, εφόσον μετά από διενέργεια σχετικής έρευνας και/ή ελέγχου, σύμφωνα και με τα όσα αναγράφονται στη σχετική επιστολή του Τμήματος, ημερομηνίας 19.1.2021 (παράρτημα 8 στο δικόγραφο της ένστασης), αυτός δεν διέμενε με την Ρουμάνα σύζυγό του, η οποία είχε αναχωρήσει από τη Δημοκρατία και βρισκόταν στη χώρα της ήδη από το έτος 2019. Με την ίδια επιστολή, καλείτο ο αιτητής όπως αναχωρήσει από τη Δημοκρατία εντός τριάντα ημερών, αλλιώς θα λαμβάνονταν μέτρα για την αναχώρησή του.

Στις 23.1.2021, τα στοιχεία του αιτητή καταχωρήθηκαν στον κατάλογο αναζητούμενων προσώπων (stop list).

 

Εν συνεχεία, στις 3.2.2021, ο αιτητής υπέβαλε ιεραρχική προσφυγή κατά της προαναφερθείσας απόφασης του Τμήματος, ενώ στις 9.3.2021, ο δικηγόρος του αιτητή απέστειλε επιστολή στον Υπουργό Εσωτερικών («ο Υπουργός»), αναφέροντας ότι η προαναφερθείσα Ρουμάνα υπήκοος βρισκόταν στη χώρα της και δεν μπορούσε να επιστρέψει λόγω της πανδημίας του κωρονοϊού, καθώς και ότι ο αιτητής ήταν φοιτητής στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο Κύπρου.

 

Η ιεραρχική προσφυγή του αιτητή απορρίφθηκε από τον Υπουργό στις 28.6.2021 και σχετική επιστολή της απορριπτικής απόφασης, ημερομηνίας 1.7.2021, εστάλη στον δικηγόρο του αιτητή.

 

Στις 26.7.2021, καταχωρήθηκε η υπό εξέταση προσφυγή.

 

Ο συνήγορος του αιτητή αναπτύσσει στη γραπτή του αγόρευση δυο λόγους ακύρωσης, οι οποίοι έγκεινται στους ισχυρισμούς περί κατάχρησης εξουσίας και κακής ενάσκησης της διακριτικής ευχέρειας των καθ’ ων η αίτηση, καθώς και περί μη διενέργειας της δέουσας έρευνας ως προς τη γνησιότητα του γάμου του αιτητή, πριν από τη λήψη της επίδικης απόφασης. Κατά τη σχετική εισήγηση, όφειλαν οι καθ’ ων η αίτηση να παραπέμψουν την περίπτωση του αιτητή στη Συμβουλευτική Επιτροπή για Εικονικούς Γάμους, ως προβλέπεται στα άρθρα 7Α και 7Β του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου (Κεφ. 105), προκειμένου να ελεγχθεί η γνησιότητα του γάμου του αιτητή, κάτι που δεν έπραξαν, ενώ για τη διαπίστωσή τους περί εικονικότητας, στηρίχθηκαν οι καθ’ ων η αίτηση, εσφαλμένα, μόνο στο γεγονός ότι ο αιτητής δε συζούσε με την Ευρωπαία σύζυγό του.

 

Από την πλευρά τους, οι καθ’ ων η αίτηση, αντικρούοντας τους εγειρόμενους λόγους ακύρωσης, ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε ορθά και σύννομα, μετά από διενέργεια της δέουσας έρευνας, κατ’ ορθή ενάσκηση της διακριτικής τους εξουσίας και ουδεμία πλάνη εμφιλοχώρησε κατά τη λήψη αυτής.

 

Τονίζουν οι καθ’ ων η αίτηση ότι στην περίπτωση του αιτητή, δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις του περί του Δικαιώματος των Πολιτών της Ένωσης και Ορισµένων Υπηκόων του Ηνωµένου Βασιλείου και των Μελών των Οικογενειών τους να Κυκλοφορούν και να Διαµένουν Ελεύθερα στη Δηµοκρατία Νόμου (Ν. 7(Ι)/2007), ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο («ο Νόμος»), αλλ’ ούτε της Οδηγίας 2004/38/ΕΚ σχετικά µε το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των µελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών µελών («η Οδηγία»), ούτως ώστε να δύναται να εκδοθεί προς τον αιτητή Δελτίο Διαμονής στη Δημοκρατία ως μέλος οικογένειας πολίτη της Ένωσης. Περαιτέρω, η έρευνα επί της περίπτωσης του αιτητή, υπήρξε πλήρης και/ή κάλυψε όλα τα σχετικά με την περίπτωση γεγονότα, ενώ ούτε και οι αρχές της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης έχουν παραβιαστεί, υπήρξε δε ορθή ενάσκηση της διακριτικής εξουσίας των καθ’ ων.

 

Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για προώθηση των εκατέρωθεν θέσεων, είτε υπέρ είτε κατά της νομιμότητας της προσβαλλόμενης πράξης.

 

Τονίζεται εξ’ αρχής ότι το δικαίωμα μιας χώρας να ρυθμίζει την είσοδο και παραμονή αλλοδαπών στο έδαφός της, αποτελεί, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, έκφραση της κυριαρχίας της (βλ. ενδεικτικά Moyo and Another v. Republic (1988) 3 CLR 1203). Όπως λέχθηκε χαρακτηριστικά στην Maria Slavova ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1272/2000, ημερ. 18.4.2002, «Η διακριτική εξουσία του κράτους να αποφασίζει επί θεμάτων που αφορούν την είσοδο και παραμονή αλλοδαπού στο έδαφος της χώρας δεν είναι απεριόριστη. Η διοίκηση έχει καθήκον να εξετάζει την κάθε περίπτωση με καλή πίστη και εφόσον η διακριτική ευχέρεια της διοίκησης ασκείται καλόπιστα το δικαστήριο δεν έχει περιθώρια αμφισβήτησης της απόφασης. Βλ. Reyes v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 860/92, ημερ. 9.2.96, Amanda Marga Ltd v. Republic (1985) 3 CLR 2583, Souleiman v. Republic (1987) 3 CLR 224 και Mushtag v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 251/94, ημερ. 21.7.95.». Η Δημοκρατία λοιπόν, στα πλαίσια του «προεξάρχοντος κυριαρχικού της δικαιώματος να ελέγχει ποιοι διακινούνται και διαμένουν  στο έδαφος της» (βλ. Svetoslav Stoyanov v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 718/2012, ημερ. 26.2.2014, ECLI:CY:AD:2014:D151), έχει ευρεία διακριτική εξουσία να δέχεται αλλοδαπούς στην επικράτειά της, με μόνο περιορισμό την τήρηση της αρχής της καλής πίστης, η δε εξουσία της αυτή, ως απόρροια της αρχής της εθνικής και εδαφικής της κυριαρχίας, τής παρέχει και τη δυνατότητα να αποκλείει αλλοδαπούς από το έδαφός της (βλ. Ivan Todorov Todorov v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 109/2000, ημερ. 14.12.2000).

 

Των πιο πάνω λεχθέντων, επισημαίνω τα εξής:

 

Στο άρθρο 27 του Νόμου, προβλέπονται οι όροι που θα πρέπει να τηρούνται για τη διατήρηση του δικαιώματος διαμονής από πολίτες της Ένωσης και τα μέλη των οικογενειών τους. Σύμφωνα λοιπόν με την εν λόγω διάταξη-

 

«(2) Οι πολίτες της Ένωσης και τα µέλη της οικογένειάς τους έχουν το δικαίωµα διαµονής που προβλέπεται στα άρθρα 9, 25 και 26, ενόσω πληρούν τους όρους που καθορίζονται στα εν λόγω άρθρα. Σε συγκεκριµένες περιπτώσεις όπου υπάρχει εύλογη αµφιβολία κατά πόσο ο πολίτης της Ένωσης ή τα µέλη της οικογένειάς του πληρούν τους όρους που καθορίζονται στα εν λόγω άρθρα, η αρµόδια αρχή δύναται να ελέγχει εάν πληρούνται οι όροι αυτοί:».

 

Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 9(2) του Νόμου (αντίστοιχη της διάταξης του άρθρου 7(2) της Οδηγίας)-

 

«Το δικαίωµα διαµονής που προβλέπεται στο εδάφιο (1), εκτείνεται και στα µέλη της οικογένειας, που δεν είναι υπήκοοι κράτους µέλους, όταν συνοδεύουν ή αφίκνεινται για να συναντήσουν τον πολίτη της Ένωσης στη Δηµοκρατία, και εφόσον ο εν λόγω πολίτης πληρεί του όρους που αναφέρονται στις παραγράφους (α), (β) ή (γ) του εδαφίου (1).».

 

Στην επιστολή του Τμήματος προς τον αιτητή, ημερομηνίας 19.1.2021, όπου και περιέχεται η απόφαση ακύρωσης του δελτίου διαμονής του, αναφέρεται ως λόγος ακύρωσης, το γεγονός ότι, μετά από ενδελεχή έρευνα που έγινε, διαπιστώθηκε ότι αυτός δεν συζούσε στη δηλωθείσα διεύθυνση με τη Ρουμάνα σύζυγό του, η οποία είχε αναχωρήσει από την Κύπρο. Αναφέρονται δε ως νομική βάση της απόφασης, τα άρθρα 4, 9(2) και 27(2) του Νόμου. Συναφώς, όπως προκύπτει από τα ενώπιον μου στοιχεία (βλ. σχετικά την έκθεση αναφορικά με τη γνησιότητα του γάμου του αιτητή, παράρτημα 7 στην ένσταση) η Ρουμάνα σύζυγος του αιτητή βρισκόταν στη χώρα της από τον Σεπτέμβριο του έτους 2019 και δη από 18.9.2019, δυο μόλις μέρες μετά την τέλεση του γάμου της με τον αιτητή. Περαιτέρω, όπως επίσης αναφέρεται στην έκθεση, στις 19.2.2020, έγινε επιτόπιος έλεγχος στη δηλωθείσα διεύθυνση του ζεύγους και δεν εντοπίστηκε η εν λόγω Ευρωπαία. Ο ίδιος δε ο αιτητής, σύμφωνα πάντα με την έκθεση, ανέφερε στους καθ’ ων η αίτηση, στις 11.11.2020, ότι δεν υπήρχε προγραμματισμένη άφιξη της Ρουμάνας στην Κύπρο στο εγγύς μέλλον. Ως εκ των πιο πάνω, αποφασίστηκε να ακυρωθεί το δελτίο διαμονής του αιτητή, εφόσον αυτός δεν είχε δικαίωμα διαμονής στη Δημοκρατία και δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις για έκδοση δελτίου διαμονής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 27(2) και 9(2) του Νόμου.

 

Τα ίδια εν πολλοίς αναφέρονται και στο σημείωμα ημερομηνίας 14.6.2021 που υποβλήθηκε στον Υπουργό (παράρτημα 11 στην ένσταση), στο πλαίσιο εξέτασης της ιεραρχικής προσφυγής του αιτητή και με το οποίο, αφού εκτίθεται το ιστορικό της υπόθεσης, γίνεται αιτιολογημένη εισήγηση για απόρριψη της εν λόγω προσφυγής.

 

 Άμεσα σχετική με το υπό συζήτηση θέμα είναι η απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση C-218/14, Singh κ.α., ημερ. 16.07.2015. Το ΔΕΕ  με την απόφασή του, εξέτασε το ζήτημα στις σκέψεις 48 - 70, ως ακολούθως (η υπογράμμιση έχει προστεθεί):

 

«48. Με το πρώτο του ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ' ουσίαν, να διευκρινιστεί εάν το άρθρο 13, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38 έχει την έννοια ότι υπήκοος τρίτης χώρας, που έχει διαζευχθεί πολίτη της Ένωσης, του οποίου ο γάμος διήρκησε τρία τουλάχιστον έτη πριν από την έναρξη της διαδικασίας εκδόσεως διαζυγίου, εκ των οποίων το ένα έτος στο κράτος μέλος υποδοχής, δύναται να διατηρήσει το δικαίωμα διαμονής στο κράτος μέλος αυτό, βάσει της ως άνω διατάξεως, όταν ο σύζυγος που είναι πολίτης της Ένωσης αναχώρησε από το κράτος μέλος αυτό πριν από την έναρξη της διαδικασίας εκδόσεως διαζυγίου.

49. Επομένως, πρέπει να διευκρινιστούν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις για την εφαρμογή του άρθρου 13, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2004/38, και, μεταξύ άλλων, εάν ο σύζυγος, πολίτης της Ένωσης, υπηκόου τρίτης χώρας πρέπει να διαμένει στο κράτος μέλος υποδοχής, σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, μέχρι την ημερομηνία εκδόσεως του διαζυγίου, ούτως ώστε ο εν λόγω υπήκοος τρίτης χώρας να μπορεί να επικαλείται το άρθρο 13, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας.

50. Όσον αφορά το δικαίωμα διαμονής, στο κράτος μέλος υποδοχής, των υπηκόων τρίτων χωρών, μελών της οικογένειας πολίτη της Ένωσης, πρέπει να υπομνησθεί, προκαταρκτικώς, η πάγια νομολογία του Δικαστηρίου κατά την οποία τα δικαιώματα που παρέχονται στους υπηκόους τρίτων χωρών από την οδηγία 2004/38 δεν είναι αυτοτελή δικαιώματα των υπηκόων αυτών, αλλά παράγωγα δικαιώματα της ασκήσεως της ελεύθερης κυκλοφορίας από πολίτη της Ένωσης. Ο σκοπός και η αιτιολόγηση των παράγωγων αυτών δικαιωμάτων βασίζονται στη διαπίστωση ότι η άρνηση αναγνωρίσεως των δικαιωμάτων αυτών μπορεί να επηρεάσει την ελευθερία κυκλοφορίας του πολίτη της Ένωσης, αποθαρρύνοντάς τον να ασκήσει τα δικαιώματά του εισόδου και διαμονής στο κράτος μέλος υποδοχής (βλ., συναφώς, απόφαση O. και B., C‑456/12, σκέψεις 36 και 45 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

51. Υπενθυμίζεται επίσης ότι από την οδηγία 2004/38 δεν αντλούν δικαιώματα εισόδου και διαμονής σε κράτος μέλος όλοι οι υπήκοοι τρίτων χωρών, αλλά μόνον όσοι είναι «μέλη της οικογενείας», κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 2, της οδηγίας αυτής, πολίτη της Ένωσης που άσκησε το δικαίωμά του ελεύθερης κυκλοφορίας εγκαθιστάμενος σε κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο του οποίου είναι υπήκοος (απόφαση Iida, C‑40/11, σκέψη 51 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

52. Εξάλλου, κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/38 το μέλος της οικογενείας του πολίτη της Ένωσης που μεταβαίνει ή διαμένει σε κράτος μέλος άλλο από εκείνο του οποίου είναι υπήκοος πρέπει να συνοδεύει τον εν λόγω πολίτη ή να μεταβαίνει προς συνάντησή του προκειμένου να υπαχθεί στις ευεργετικές διατάξεις της οδηγίας αυτής (βλ. απόφαση Iida, C‑40/11, σκέψη 61).

53. Το άρθρο 7 της οδηγίας 2004/38, σχετικά με το δικαίωμα διαμονής άνω των τριών μηνών, επιβάλλει, επίσης, προκειμένου να παρασχεθεί δικαίωμα διαμονής στο κράτος μέλος υποδοχής, όπως τα μέλη της οικογένειας πολίτη της Ένωσης που δεν είναι υπήκοοι κράτους μέλους τον συνοδεύουν ή μεταβαίνουν στο κράτος μέλος αυτό με σκοπό την οικογενειακή επανένωση (απόφαση Metock κ.λπ., C‑127/08, σκέψη 86).

54. Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η προϋπόθεση κατά την οποία ο υπήκοος τρίτης χώρας οφείλει να συνοδεύει ή να μεταβαίνει σε κράτος μέλος με σκοπό την οικογενειακή επανένωση με τον πολίτη της Ένωσης πρέπει να νοείται υπό την έννοια ότι δεν αποσκοπεί στην υποχρέωση των συζύγων να συμβιώνουν υπό κοινή στέγη, αλλά στην υποχρέωσή τους να διαμένουν αμφότεροι στο κράτος μέλος όπου ο σύζυγος πολίτης της Ένωσης ασκεί το δικαίωμά του ελεύθερης κυκλοφορίας (βλ., συναφώς, απόφαση Ogieriakhi, C‑244/13, σκέψη 39).

55. Επομένως, οι υπήκοοι τρίτων χωρών, μέλη της οικογένειας πολίτη της Ένωσης, μπορούν να αξιώνουν να τους αναγνωρισθεί το δικαίωμα διαμονής που προβλέπει η οδηγία 2004/38 μόνο στο κράτος μέλος υποδοχής εντός του οποίου διαμένει ο πολίτης αυτός και όχι σε άλλο κράτος μέλος (βλ., συναφώς, απόφαση Iida, C‑40/11, σκέψεις 63 και 64).

56. Επιπλέον, το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38 αναγνωρίζει στα μέλη της οικογένειας πολίτη της Ένωσης που έχουν ιθαγένεια τρίτης χώρας, και συνοδεύουν ή μεταβαίνουν προς συνάντηση του εν λόγω πολίτη της Ένωσης στο κράτος μέλος υποδοχής, δικαίωμα διαμονής άνω των τριών μηνών στο κράτος μέλος αυτό, εφόσον ο εν λόγω πολίτης της Ένωσης πληροί ο ίδιος τους όρους που αναφέρονται στην παράγραφο 1, στοιχεία α΄, β΄ ή γ΄, της οδηγίας αυτής.

57. Τέλος, δυνάμει του άρθρου 14, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38, το δικαίωμα των μελών της οικογένειας πολίτη της Ένωσης να διαμένουν στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής, βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής, διατηρείται μόνον καθόσον αυτοί πληρούν τις τιθέμενες με τη διάταξη αυτή προϋποθέσεις.

58. Επομένως, όταν πολίτης της Ένωσης, ευρισκόμενος σε κατάσταση όπως αυτή των συζύγων των προσφευγόντων της κύριας δίκης, εγκαταλείπει το κράτος μέλος υποδοχής και εγκαθίσταται σε άλλο κράτος μέλος ή σε τρίτη χώρα, ο σύζυγος του εν λόγω πολίτη της Ένωσης, υπήκοος τρίτης χώρας, δεν πληροί πλέον τις προϋποθέσεις για να έχει δικαίωμα διαμονής στο κράτος μέλος υποδοχής με βάση το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38. Ωστόσο, πρέπει να εξετασθεί εάν, και υπό ποιες προϋποθέσεις, ο εν λόγω σύζυγος μπορεί να έχει δικαίωμα διαμονής βάσει του άρθρου 13, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2004/38 στην περίπτωση που εκδόθηκε διαζύγιο μετά την αναχώρηση του πολίτη της Ένωσης.

59. Δυνάμει του άρθρου 13, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2004/38, το διαζύγιο δεν συνεπάγεται την απώλεια του δικαιώματος διαμονής των µελών της οικογένειας του πολίτη της Ένωσης που δεν έχουν την ιθαγένεια κράτους μέλους «αν ο γάμος [.] διήρκεσε, έως την έναρξη της διαδικασίας έκδοσης διαζυγίου [.], τρία έτη τουλάχιστον, εκ των οποίων το ένα έτος στο κράτος μέλος υποδοχής».

60. Επομένως, η διάταξη αυτή ανταποκρίνεται στον σκοπό που εκτίθεται στην αιτιολογική σκέψη 15 της ίδιας οδηγίας, ο οποίος συνίσταται στην παροχή νομικής προστασίας στα μέλη της οικογένειας σε περίπτωση θανάτου του πολίτη της Ένωσης, διαζυγίου, ακυρώσεως του γάμου ή λήξεως της καταχωρημένης σχέσεως, λαμβανομένων συναφώς μέτρων τα οποία θα εξασφαλίζουν ότι, στις περιπτώσεις αυτές, τα μέλη της οικογένειας τα οποία διαμένουν ήδη στην επικράτεια του κράτους μέλους υποδοχής διατηρούν το δικαίωμα διαμονής τους αποκλειστικά σε προσωπική βάση.

61. Η αναφορά, στην εν λόγω διάταξη, στο «κράτος μέλος υποδοχής», το οποίο καθορίζεται, βάσει του άρθρου 2, σημείο 3, της οδηγίας 2004/38, με μόνο κριτήριο την άσκηση του δικαιώματος της ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής του πολίτη της Ένωσης, αφενός, και με την «κίνηση της διαδικασίας εκδόσεως διαζυγίου», αφετέρου, συνεπάγεται οπωσδήποτε ότι το δικαίωμα διαμονής του συζύγου του πολίτη της Ένωσης, ο οποίος είναι υπήκοος τρίτης χώρας, μπορεί να διατηρηθεί μόνον, βάσει του άρθρου 13, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2004/38, εάν το κράτος μέλος διαμονής του εν λόγω υπηκόου αποτελεί «το κράτος μέλος υποδοχής» σύμφωνα με το άρθρο 2, σημείο 3, της οδηγίας 2004/38, κατά την έναρξη της διαδικασίας εκδόσεως διαζυγίου.

62. Τούτο δεν συντρέχει ωστόσο αν, πριν από την έναρξη της διαδικασίας αυτής, ο πολίτης της Ένωσης εγκαταλείψει το κράτος μέλος διαμονής του συζύγου του, προκειμένου να εγκατασταθεί σε άλλο κράτος μέλος ή σε τρίτη χώρα. Συγκεκριμένα, στην περίπτωση αυτή, το παράγωγο δικαίωμα διαμονής του υπηκόου τρίτης χώρας, βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38, λήγει κατά την αναχώρηση του πολίτη της Ένωσης και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί πλέον να διατηρείται βάσει του άρθρου 13, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α΄. 

63. Συνεπώς, εάν κατά την έναρξη της διαδικασίας εκδόσεως διαζυγίου, ο υπήκοος τρίτης χώρας, σύζυγος πολίτη της Ένωσης, έχει δικαίωμα διαμονής βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38, το εν λόγω δικαίωμα διατηρείται βάσει του άρθρου 13, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α΄, της εν λόγω οδηγίας, τόσο κατά τη διαδικασία διαζυγίου όσο και μετά την έκδοση του διαζυγίου, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 13, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, της εν λόγω οδηγίας.

64. Ωστόσο, στις τρεις διαφορές της κύριας δίκης, οι οικείες σύζυγοι, οι οποίες είναι πολίτες της Ένωσης, υπηκόων τρίτων χωρών έχουν αναχωρήσει από το κράτος μέλος υποδοχής και έχουν εγκατασταθεί σε άλλο κράτος μέλος πριν κινηθεί η διαδικασία διαζυγίου.

65. Από τη σκέψη 58 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι, κατόπιν της αναχωρήσεως της συζύγου που είναι πολίτης της Ένωσης, ο σύζυγος υπήκοος τρίτης χώρας δεν πληροί πλέον τις προϋποθέσεις του δικαιώματος διαμονής, βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38, στο κράτος μέλος υποδοχής.

66. Επομένως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο πολίτης της Ένωσης, σύζυγος υπηκόου τρίτης χώρας, πρέπει να διαμένει στο κράτος μέλος υποδοχής, σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/38, μέχρι την ημερομηνία ενάρξεως της διαδικασίας εκδόσεως διαζυγίου, προκειμένου ο εν λόγω υπήκοος τρίτης χώρας να μπορεί να επικαλεστεί τη διατήρηση του δικαιώματός του διαμονής στο κράτος μέλος αυτό, βάσει του άρθρου 13, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής.

67. Κατά συνέπεια, όπως επισήμανε και η γενική εισαγγελέας στο σημείο 27 των προτάσεών της, υπό περιστάσεις όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης, ήδη με την αναχώρηση του πολίτη της Ένωσης έχει παύσει να υφίσταται το δικαίωμα διαμονής του συζύγου υπηκόου τρίτης χώρας ο οποίος διαμένει στο κράτος μέλος υποδοχής. Η μεταγενέστερη υποβολή αιτήσεως διαζυγίου δεν επάγεται αναβίωση του δικαιώματος αυτού, καθόσον το άρθρο 13 της οδηγίας 2004/38 αναφέρεται μόνον σε «διατήρηση» υφιστάμενου δικαιώματος διαμονής.

68. Τούτο δεν συνεπάγεται ότι, βάσει του εθνικού δικαίου, το οποίο μπορεί να χορηγεί ευρύτερη προστασία, δεν μπορεί να επιτραπεί σε υπήκοο τρίτης χώρας, υπό περιστάσεις όπως αυτές της κύριας δίκης, να εξακολουθήσει να διαμένει στο οικείο κράτος μέλος (βλ., συναφώς, απόφαση Melloni, C‑399/11, σκέψη 60).

69. Κατά τα λοιπά, στις τρεις διαφορές της κύριας δίκης, στους προσφεύγοντες, κατόπιν του διαζυγίου τους, χορηγήθηκε, δυνάμει του εθνικού δικαίου, προσωρινή άδεια διαμονής και εργασίας στην Ιρλανδία, χάρη στην οποία μπόρεσαν να συνεχίσουν να διαμένουν νομίμως στο εν λόγω κράτος μέλος, η δε άδεια αυτή μπορεί, κατ' αρχήν, να ανανεωθεί, όπως προκύπτει από την απόφαση παραπομπής.

70. Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 13, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38 έχει την έννοια ότι υπήκοος τρίτης χώρας, ο οποίος έχει διαζευχθεί πολίτη της Ένωσης, ο δε γάμος διήρκησε τρία τουλάχιστον έτη μέχρι την έναρξη της διαδικασίας εκδόσεως διαζυγίου, εκ των οποίων το ένα έτος στο κράτος μέλος υποδοχής, δεν δύναται να διατηρήσει το δικαίωμα διαμονής στο εν λόγω κράτος μέλος βάσει της διατάξεως αυτής, όταν η αναχώρηση από το κράτος μέλος αυτό του συζύγου που είναι πολίτης της Ένωσης προηγήθηκε της ενάρξεως της διαδικασίας εκδόσεως διαζυγίου.».

 

Το ίδιο σκεπτικό ακολουθήθηκε από το Δ.Ε.Ε. και στη συνέχεια, στην απόφαση C-115/15, N.A., ημερομηνίας 30.06.2016.

 

Επισημαίνοντας ότι, σύμφωνα με το άρθρο 25 του Νόμου, με το οποίο μεταφέρεται στο εσωτερικό δίκαιο το άρθρο 12 της Οδηγίας, η αναχώρηση πολίτη της Ένωσης από τη Δημοκρατία δεν θίγει το δικαίωμα διαμονής μόνο των μελών της οικογένειάς του, τα οποία είναι υπήκοοι κράτους μέλους και όχι τρίτων χωρών, κρίνω ότι εν προκειμένω, ο αιτητής, ως υπήκοος τρίτης χώρας, είχε ήδη απωλέσει το δικαίωμά του για διαμονή στη Δημοκρατία με την αναχώρηση της Ευρωπαίας συζύγου του.

 

Στην πρόσφατη απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, στην M. I. U. H. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1507/2023 (i-Justice), ημερ. 25.10.2023, κρίθηκε ότι η παραμονή του εκεί αιτητή, υπηκόου τρίτης χώρας, στη Δημοκρατία, κατέστη παράνομη από την ημερομηνία αναχώρησης της Ευρωπαίας συζύγου του από την χώρα: εφόσον ο πολίτης της Ένωσης δεν ασκεί το δικαίωμα κυκλοφορίας, διαμένοντας εντός του κράτους υποδοχής (εν προκειμένω της Δημοκρατίας), ως συνέβη στην εν λόγω περίπτωση με τη Βουλγάρα πρώην σύζυγο του αιτητή, η οποία είχε ήδη αναχωρήσει για τη χώρα της, «δεν γεννάται το παρεπόμενο δικαίωμα διαμονής στον/στην σύζυγο (εδώ στον αιτητή) και η άδεια διαμονής που του/της παραχωρείται με βάση τις πρόνοιες του Νόμου 7(Ι)/2007 ακυρώνεται αυτοδικαίως». Η ίδια προσέγγιση ακολουθήθηκε από το Δικαστήριο τούτο πρόσφατα, και στην B.S. v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 149/2022 (i-Justice), ημερ. 10.11.2023. Εξάλλου, υπέρ της θέσεως ότι το δικαίωμα παραμονής του αιτητή δεν είναι αυτοτελές, αλλά παρεπόμενο του δικαιώματος άσκησης ελεύθερης κυκλοφορίας της Ευρωπαίας, πρώην, συζύγου του, συνηγορεί και η νομολογία του Δ.Ε.Ε. (βλ. Aissatou Diana και Land Berlin, Υποθ. Αρ. C-267/83, ημερ. 13.2.1985, Subdelegacion del Gobierno en Ciudad Real κατά RH, Υπόθεση C-836/18, ημερ. 27.2.2020 και Erdem Deha Altiner. Isabel Hanna Ravn κατά Udlaandingestvrelsen, Υποθ. Αρ. C-230/17, ημερ. 27.6.2018). Όπως τονίστηκε στην B.S., ανωτέρω, αλλά και στην M. I. U. H., ανωτέρω, το δικαίωμα διαμονής που απορρέει από την ιδιότητα του μέλους της οικογένειας πολίτη της Ένωσης, δεν παρέχει αυτοτελή δικαιώματα στους υπηκόους τρίτων χωρών, ούτε και τους παρέχει άνευ ετέρου την ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης: τα εν λόγω δικαιώματα είναι παράγωγα και απορρέουν από την ενάσκηση του δικαιώματος κυκλοφορίας του ιδίου του πολίτη της Ένωσης. Στις πιο πάνω υποθέσεις, αναφέρθηκαν από το παρόν Δικαστήριο και τα εξής:

 

«Όπως λέχθηκε χαρακτηριστικά στην απόφαση του Δ.Ε.Ε. στην Χ. ν. Έtat Belge, Υπόθ. Αρ. C-930/2019, ημερ. 2.9.2021, «στην περίπτωση κατά την οποία, πριν από την έναρξη της δικαστικής διαδικασίας έκδοσης διαζυγίου, ο πολίτης της Ένωσης εγκαταλείψει το κράτος μέλος στο οποίο κατοικεί ο σύζυγός του, προκειμένου να εγκατασταθεί σε άλλο κράτος μέλος ή σε τρίτη χώρα, το παράγωγο δικαίωμα διαμονής του υπηκόου τρίτης χώρας, βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38, λήγει κατά την αναχώρηση του πολίτη της ένωσης και δεν μπορεί πλέον να διατηρηθεί βάσει του άρθρου 13, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α', της οδηγίας αυτής».

 

Καθίσταται λοιπόν σαφές ότι η διαμονή του αιτητή κατέστη παράνομη από την ημερομηνία αναχώρησης της συζύγου του από τη Δημοκρατία, εφόσον δεν διατηρούσε πλέον αυτός το παράγωγο δικαίωμα διαμονής η δε υποβολή αίτησης για παροχή αυτοτελούς δικαιώματος διαμονής ως διαζευχθείς σύζυγος, ουδόλως επηρεάζει την πιο πάνω διαπίστωση.».

Επιπρόσθετα, και σε άμεση συνάρτηση με τα αμέσως πιο πάνω, θα πρέπει να λεχθούν και τα εξής: αποτελεί βασικό ισχυρισμό του συνηγόρου του αιτητή ότι η περίπτωσή του δεν παραπέμφθηκε στην Συμβουλευτική Επιτροπή, η οποία ιδρύθηκε στη βάση των προνοιών των άρθρων 7Α και 7Β του Κεφ. 105, προτού αποφασιστεί η εικονικότητα του γάμου του με την Ευρωπαία πολίτη. Τα εν λόγω άρθρα, ωστόσο, ρυθμίζουν τα περί εικονικότητας ενός γάμου και δεν τυγχάνουν εφαρμογής στην παρούσα, εφόσον, ως προκύπτει και από την προεκτεθείσα επίδικη απόφαση, η απόρριψη του αιτήματος, δεν έγινε στη βάση της γνησιότητας ή μη του γάμου, αλλά λόγω της αναχώρησης της Ρουμάνας συζύγου του αιτητή, με άμεσο συνεπακόλουθο τον τερματισμό του δικαιώματος διαμονής του αιτητή στη Δημοκρατία (βλ. B.S., ανωτέρω).

 

Σχετικά με το συγκεκριμένο ζήτημα, είναι τα νομολογηθέντα στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Nisse v. Δημοκρατίας, Α.Ε. Αρ. 23/2015, ημερ. 4.10.2021, ECLI:CY:AD:2021:C436, όπου υπήρξε διαπίστωση ότι οι εκεί σύζυγοι δεν διέμεναν μαζί και ότι ο Ευρωπαίος σύζυγος βρισκόταν στο εξωτερικό. Παρατίθεται το ακόλουθο απόσπασμα από την εν λόγω απόφαση:

 

«Σε ό,τι αφορά τον πρώτο Λόγο Έφεσης το πρωτόδικο Δικαστήριο στη σελ. 4 της Απόφασης του διαπίστωσε τα εξής:

 

«Παρατηρώ εξ αρχής πως τα όσα ο δικηγόρος της αιτήτριας προβάλλει σε σχέση με τη σημείωση από το λειτουργό των καθ’ ων η αίτηση ο οποίος διενήργησε έρευνα για τη γνησιότητα του γάμου, πως διατηρούσε αμφιβολίες σε σχέση με τη γνησιότητά του, δεν μπορούν να εγείρονται καθότι η απόρριψη του αιτήματος δεν έγινε στη βάση της γνησιότητας ή μη του γάμου αλλά στη βάση του ότι οι σύζυγοι δεν διαμένουν μαζί. Το δε άρθρο 4(2)(α) του περί του Δικαιώματος των Πολιτών της Ένωσης και των Μελών των Οικογενειών τους να Κυκλοφορούν και να Διαμένουν Ελεύθερα της Δημοκρατίας του 2007, Ν. 9(Ι)/2007, («ο Νόμος») προβλέπει, μεταξύ άλλων, για συμβίωση «κάτω από την ίδια στέγη με τον εν λόγω πολίτη της Ένωσης στην χώρα προέλευσης», εν προκειμένω τη Γαλλία. Οπότε, ούτε η επίκληση των διατάξεων του εν λόγω άρθρου βοηθά την αιτήτρια. Η δε επί τόπου έρευνα και τα συναχθέντα συμπεράσματα προηγήθηκαν τόσο της επιστολής του συζύγου όσο και της προσκόμισης από την αιτήτρια, των ιατρικών βεβαιώσεων για την υγεία του συζύγου της. Συνεπώς, δεν μπορεί να γίνεται λόγος για έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας στο στάδιο εκείνο, όταν δεν είχαν τεθεί ενώπιον των καθ’ ων η αίτηση τα εκ των υστέρων προσκομισθέντα στοιχεία.»

 

(Η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

 

Όπως προκύπτει από τα πιο πάνω, το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού επεσήμανε ότι η απόρριψη του αιτήματος της Εφεσείουσας δεν είχε  γίνει στη βάση της γνησιότητας ή μη του γάμου, αλλά στη βάση του ότι οι σύζυγοι δεν διαμένουν μαζί, επεσήμανε ότι ούτε η επίκληση των προνοιών του Άρθρου 4(2)(α) του περί του Δικαιώματος των Πολιτών της Ένωσης και των Μελών των Οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν Ελεύθερα στη Δημοκρατία Νόμου 7(Ι)/2007, το οποίο προβλέπει, μεταξύ άλλων, για συμβίωση «κάτω από την ίδια στέγη με τον εν λόγω πολίτη της Ένωσης στη χώρα προέλευσης», που στην προκείμενη περίπτωση ήταν η Γαλλία, μπορούσαν να βοηθήσουν την περίπτωση της Εφεσείουσας».

 

Συνεπώς, δεν υπήρχε υποχρέωση παραπομπής της περίπτωσης του αιτητή στην υπό του Κεφ. 105 προβλεπόμενη Συμβουλευτική Επιτροπή (βλ. και την πρόσφατη απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου στην S.K. v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 938/2020, ημερ. 30.10.2023, καθώς και την απόφαση στην Β.Κ. ν. Δημοκρατίας, Συνεκδ. Υποθ. Αρ. 1600/2021 και 627/2023 (i-Justice), ημερ. 27.6.2023).

 

Ενόψει των πιο πάνω, κρίνω ότι οι καθ’ ων η αίτηση ορθώς προχώρησαν στην ακύρωση του δελτίου διαμονής του αιτητή στη Δημοκρατία. Επιπρόσθετα, και σε άμεση συνάρτηση με τα πιο πάνω, καθόλα ορθά και σύννομα απορρίφθηκε και η ιεραρχική προσφυγή του αιτητή.

 

Δεν εντοπίζεται ούτε κατάχρηση εξουσίας, ούτε κακή ενάσκηση της διακριτικής ευχέρειας των καθ’ ων η αίτηση, αλλ’ ούτε κενό έρευνας και οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί του συνηγόρου του αιτητή κρίνονται αβάσιμοι και απορρίπτονται. Προκύπτει από τα ενώπιον μου στοιχεία και δη από τα παραρτήματα της ένστασης, ότι σε κάθε περίπτωση, η έρευνα των καθ’ ων η αίτηση υπήρξε επαρκής και/ή δέουσα πριν από τη λήψη της επίδικης απόφασης.

Ως εκ των πιο πάνω, και λαμβανομένου υπόψη του προεκτεθέντος ιστορικού και/ή του πραγματικού πλαισίου της υπόθεσης, κρίνω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ορθή και σε κάθε περίπτωση εύλογα επιτρεπτή και εντός των ορίων της διακριτικής ευχέρειας των καθ’ ων η αίτηση, με αποτέλεσμα να μη χωρεί επέμβαση του Δικαστηρίου.

 

Κατά συνέπεια, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Επιδικάζονται €1500 έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ’ ων η αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται συμφώνως του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

                                                                                                    Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο