ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                                             

(Υπόθεση Αρ. 854/2020)

 

 26 Ιανουαρίου 2024

[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

Ε. Τ.

                                                                             Αιτήτρια

                                                  ΚΑΙ

ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗΣ ΤΙΤΛΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ (ΚΥ.Σ.ΑΤ.Σ.)

Καθ’ ου  η Αίτηση

 

Μ. Σιαηλής, για Αιτήτρια

Μ. Κυπριανού (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α’, για Καθ’ ων η Αίτηση

         

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Προσβάλλεται ως άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος η απόφαση του καθ' ου η αίτηση, Κυπριακού Συμβουλίου Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών (ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ.), η οποία περιέχεται σε σχετική επιστολή προς την αιτήτρια, ημερομηνίας 3.8.2020, και σύμφωνα με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά της για αναγνώριση του τίτλου σπουδών «Πτυχίο», που της απονεμήθηκε από την Ιδιωτική Σχολή «Παστέρ» της Ελλάδας, ως τίτλου ισότιμου και/ή αντίστοιχου προς Πτυχίο Πανεπιστημιακού επιπέδου.

 

Η αιτήτρια, στις 18.6.2019, υπέβαλε στο ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. αίτηση για αναγνώριση του πιο πάνω τίτλου σπουδών, ως τίτλου ισότιμου και αντίστοιχου προς Πτυχίο Πανεπιστημιακού επιπέδου. Η αίτηση εξετάστηκε από το καθ’ ου η αίτηση στη συνεδρία του ημερομηνία 22.5.2020, κατά την οποία και αποφασίστηκε όπως ζητηθούν περισσότερα στοιχεία και/ή πληροφορίες. Ειδικότερα, αποφασίστηκε όπως το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. επικοινωνήσει με τον αντίστοιχο φορέα αναγνώρισης τίτλων στην Ελλάδα (ΔΟΑΤΑΠ), με σκοπό την εξασφάλιση πληροφοριών αναφορικά με το καθεστώς αναγνώρισης της Ιδιωτικής Σχολής «Παστέρ», στην οποία είχε φοιτήσει η αιτήτρια.

 

Πράγματι, στις 4.6.2020, το καθ’ ου η αίτηση επικοινώνησε μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου με τον ΔΟΑΤΑΠ Ελλάδας για εξασφάλιση πληροφοριών, αναφορικά με το καθεστώς αναγνώρισης της Ιδιωτικής Σχολής «Παστέρ». Ο ΔΟΑΤΑΠ απάντησε μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στις 10.6.2020. Σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται στην εν λόγω απάντηση, «το πτυχίο από τη σχολή Παστέρ δεν ανήκει στην τριτοβάθμια εκπαίδευση αλλά στην Β/θμια και επομένως δεν μπορεί να αναγνωριστεί ως ΤΕΙ».

 

Ακολούθησε η επίδικη συνεδρία του ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ., ημερομηνίας 2.7.2020, στην οποία, σύμφωνα με το σχετικό πρακτικό, αποφασίστηκαν τα ακόλουθα:

 

«Το Συμβούλιο έλαβε γνώση των πληροφοριών που εξασφαλίστηκαν από το Διεπιστημονικό Οργανισμό Αναγνώρισης Τίτλων Ακαδημαϊκών και Πληροφόρησης (Δ.Ο.Α.Τ.Α.Π.) Θεσσαλονίκης, ημερομηνίας 10.6.2020, αναφορικά με το καθεστώς αναγνώρισης της Ιδιωτικής Σχολής «Παστέρ», στην οποία φοίτησε η αιτήτρια.

 

Το Συμβούλιο αποφάσισε να μην εγκρίνει το αίτημα για αναγνώριση του τίτλου σπουδών "Πτυχίο" που απονεμήθηκε από την Ιδιωτική Σχολή «Παστέρ» της Ελλάδας, ως τίτλου ισότιμου προς Πτυχίο πανεπιστημιακού επιπέδου διότι:

 

Ο εν λόγω τίτλος δεν έχει απονεμηθεί από αναγνωρισμένο εκπαιδευτικό ίδρυμα Ανώτερης ή Ανώτατης Εκπαίδευσης και, συνεπώς, δεν πληρούνται οι πρόνοιες του άρθρου 12.-(3) των περί Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης και Παροχής Σχετικών Πληροφοριών Νόμων του 1996 έως 2016.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 12.-(3) των περί Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης και Παροχής Σχετικών Πληροφοριών Νόμων του 1996 έως 2016, το Συμβούλιο εξετάζει και αποφαίνεται για την αναγνώριση νόμιμων και έγκυρων τίτλων σπουδών:

α) που απονέμονται από αναγνωρισμένα εκπαιδευτικά ιδρύματα ή

β) που αφορούν εκπαιδευτικά αξιολογημένους-πιστοποιημένους κλάδους σπουδών.

 

Αναγνωρισμένο εκπαιδευτικό ίδρυμα, σύμφωνα με το άρθρο 2 των προαναφερθέντων Νόμων, σημαίνει ίδρυμα που έχει τύχει αναγνώρισης ως ίδρυμα ανώτερης ή ανώτατης εκπαίδευσης από τους αρμόδιους εθνικούς φορείς της χώρας στην οποία λειτουργεί.

 

Σύμφωνα με τις πληροφορίες που εξασφαλίστηκαν από τον Δ.Ο.Α.Τ.Α.Π. Θεσσαλονίκης, η Σχολή «Παστέρ» δεν ανήκει στην τριτοβάθμια αλλά στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Συνεπώς, δεν ήταν αναγνωρισμένο εκπαιδευτικό ίδρυμα ανώτερης ή ανώτατης εκπαίδευσης από τους αρμόδιους φορείς της εν λόγω χώρας.».

 

Κατά της πιο πάνω απόφασης, καταχωρήθηκε η υπό κρίση προσφυγή, στις 15.9.2020.

 

Βασικό άξονα της επιχειρηματολογίας της αιτήτριας, αποτελεί ο ισχυρισμός περί μη διενέργειας της δέουσας έρευνας εκ μέρους του καθ’ ου η αίτηση πριν από τη λήψη της επίδικης απόφασής του. Κατά τη σχετική εισήγηση, όφειλε το καθ’ ου η αίτηση να απευθυνθεί και σε άλλη υπηρεσία προκειμένου να επιβεβαιώσει το συμπέρασμα ότι «το πτυχίο από τη σχολή Παστέρ δεν ανήκει στην τριτοβάθμια εκπαίδευση αλλά στην Β/θμια και επομένως δεν μπορεί να αναγνωριστεί ως ΤΕΙ».

Εγείρονται, επιπρόσθετα, και σε άμεση συνάρτηση με τα πιο πάνω, λόγοι ακύρωσης περί ελλιπούς και/ή ανεπαρκούς αιτιολογίας της επίδικης πράξης, καθώς και περί εμφιλοχωρήσασας πλάνης.

 

Το καθ’ ου η αίτηση αντιτείνει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καθόλα νόμιμη και ορθή, πλήρως και/ή δεόντως αιτιολογημένη και σύμφωνη με τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, αποτελεί δε το προϊόν  προηγηθείσας δέουσας έρευνας και λήφθηκε κατ’ ορθή ενάσκηση των εξουσιών που τους παρέχει ο Νόμος, ενώ ουδεμία πλάνη εμφιλοχώρησε κατά τη λήψη αυτής.

 

Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση, λαμβάνοντας υπόψη το περιεχόμενο του οικείου διοικητικού φακέλου, την ένσταση των καθ’ ων η αίτηση και, γενικότερα, όλα τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για προώθηση των εκατέρωθεν θέσεων, είτε κατά είτε υπέρ της νομιμότητας της προσβαλλόμενης πράξης. Κρίνω δε ότι ουδείς εκ των προβαλλόμενων λόγων ακύρωσης που προωθεί η αιτήτρια, ευσταθεί.

 

Προκύπτει, τόσο από το περιεχόμενο της επίδικης απόφασης που περιέχεται στην επιστολή ημερομηνίας 3.8.2020, όσο και από το πρακτικό της συνεδρίας του ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ., ημερομηνίας 2.7.2020, ότι το Συμβούλιο διενήργησε τη δέουσα έρευνα πριν από τη διαμόρφωση της κρίσης του και η κατάληξή του βρίσκεται σε πλήρη συμβατότητα με τα όσα προβλέπονται στο άρθρο 12(3) του περί Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης και Παροχής Σχετικών Πληροφοριών Νόμου, ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο («ο Νόμος», σύμφωνα με το οποίο, το Συμβούλιο εξετάζει και αποφαίνεται για την αναγνώριση νόμιμων και έγκυρων τίτλων σπουδών (α) που απονέμονται από αναγνωρισμένα εκπαιδευτικά ιδρύματα ή (β) που αφορούν εκπαιδευτικά αξιολογημένους-πιστοποιημένους κλάδους σπουδών. Σύμφωνα δε με το άρθρο 2 του Νόμου, «αναγνωρισμένο εκπαιδευτικό ίδρυμα» σημαίνει ίδρυμα που έχει τύχει αναγνώρισης ως ίδρυμα ανώτερης ή ανώτατης εκπαίδευσης από τους αρμόδιους εθνικούς φορείς της χώρας, στην οποία λειτουργεί. Εν προκειμένω, το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. αποτάθηκε στον αντίστοιχο φορέα αναγνώρισης τίτλων στην Ελλάδας, ήτοι στον ΔΟΑΤΑΠ Θεσσαλονίκης, με σκοπό την εξασφάλιση πληροφοριών αναφορικά με το καθεστώς αναγνώρισης της Ιδιωτικής Σχολής που είχε φοιτήσει η αιτήτρια και, σύμφωνα με τις πληροφορίες που εξασφαλίστηκαν, η εν λόγω Σχολή δεν ανήκει στην τριτοβάθμια, αλλά στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Συνεπώς, αυτό δεν ήταν αναγνωρισμένο εκπαιδευτικό ίδρυμα ανώτερης ή ανώτατης εκπαίδευσης από τους αρμόδιους φορείς της εν λόγω χώρας.

 

Δεν εντοπίζεται κενό έρευνας, αλλ’ ούτε αιτιολόγησης της επίδικης απόφασης. Το καθ’ ου η αίτηση, κατά την πρώτη συνεδρία για εξέταση του θέματος, έκρινε σκόπιμο να ζητήσει την προσκόµιση πρόσθετων στοιχείων, όπερ και έπραξε εν προκειμένω, με την απόφασή του να αποταθεί στον ΔΟΑΤΑΠ Θεσσαλονίκης, με σκοπό την εξασφάλιση πληροφοριών αναφορικά με το καθεστώς αναγνώρισης της Ιδιωτικής Σχολής Παστέρ. Μετά την εξασφάλιση των πρόσθετων αυτών στοιχείων, το Συμβούλιο έκρινε ότι ήταν πλέον σε θέση να αποφανθεί επί της αίτησης της αιτήτριας και, κατ’ ορθήν ερμηνεία και εφαρμογή των προαναφερθεισών διατάξεων του Νόμου, έλαβε την προσβαλλόμενη απόφαση, εφόσον η Σχολή Παστέρ δεν ήταν αναγνωρισμένο εκπαιδευτικό ίδρυμα ανώτερης ή ανώτατης εκπαίδευσης από τους αρμόδιους φορείς της Ελλάδας.

 

Υπενθυμίζεται στο σημείο αυτό ότι το κριτήριο για την επάρκεια και πληρότητα της έρευνας εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης και η εξουσία του Δικαστηρίου περιορίζεται στον έλεγχο νομιμότητας της διοικητικής πράξης, ως εύλογα επιτρεπτής υπό τις περιστάσεις και δεν επεκτείνεται στην ουσιαστική κρίση του διοικητικού οργάνου, έστω και αν το ίδιο θα μπορούσε εύλογα να καταλήξει σε διαφορετικά συμπεράσματα (FIRST ELEMENTS EUROCONSULTANTS LTD ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 34/2012, ημερ. 15.12.2017). Επαρκής θεωρείται η έρευνα που επεκτείνεται στη διερεύνηση κάθε σχετικού γεγονότος (Motorways Ltd ν. Υπουργού Οικονομικών κ.α. (1999) 3 Α.Α.Δ. 447, 450), η δε έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία επί της έρευνας που θα ακολουθηθεί είναι συνυφασμένη με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης, ποικίλλει ανάλογα με το υπό εξέταση ζήτημα και ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης (Λ. Σκυλλουριώτης v. Δήμου Λευκωσίας, Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου, Αρ. 38/2016, ημερ. 1.7.2022, Eurofarm (P. Neophytou) Ltd και Δημοκρατίας Α.Ε.142/2015, ημερ. 4.4.2023, ECLI:CY:AD:2023:A121).

 

Κρίνω ότι στην προκειμένη περίπτωση, το καθ’ ου η αίτηση προέβη σε επαρκή έρευνα και, συνακόλουθα, ούτε και πλάνη έχει καταδειχθεί να εμφιλοχώρησε στην κρίση της Διοίκησης.

 

Περαιτέρω, από το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου, περιλαμβανομένων βεβαίως και των πρακτικών των δυο συνεδρίων του καθ’ ου η αίτηση, της επίδικης  απόφασης που λήφθηκε κατά την επίδικη συνεδρία ημερομηνίας 2.7.2020 και της επιστολής ημερομηνίας 3.8.2020 προς την αιτήτρια, προκύπτουν με σαφήνεια η νομική βάση της απόφασης, η υπό του ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. υπαγωγή σε αυτήν των γεγονότων της υπόθεσης και, γενικότερα, το σκεπτικό που ακολουθήθηκε από το αποφασίζον όργανο, κατά τρόπο που καθίσταται ευχερής η διενέργεια του απαιτούμενου δικαστικού ελέγχου (Στέφανος Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270). Σύμφωνα με το άρθρο 28(1) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν.158(Ι)/1999), «η αιτιολογία μιας διοικητικής πράξης πρέπει να είναι σαφής, ώστε να μην αφήνει αμφιβολίες ως προς το ποιος ήταν ο πραγματικός λόγος που οδήγησε το διοικητικό όργανο στη λήψη της απόφασης». Με άλλα λόγια, η αιτιολογία πρέπει να παρέχει στο Δικαστήριο τα απαραίτητα εκείνα, ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία, που να οδηγούν στη διακρίβωση της νομιμότητας της διοικητικής πράξης. Πρέπει να εκτίθενται σε αυτήν οι πραγματικοί και νομικοί λόγοι που οδήγησαν στην έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης και να παρατίθενται τα κριτήρια με βάση τα οποία λήφθηκε η εν λόγω απόφαση, ώστε να καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος (ANDRELIA PAPHOS LTD ν. Δημοκρατίας, Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 49/2019, ημερ. 23.10.2023). Όπως λέχθηκε στην Λ. Σκυλλουριώτης, ανωτέρω-

 

«Η επάρκεια της αιτιολογίας κρίνεται ανάλογα με τα ιδιαίτερα περιστατικά και τη φύση της κάθε υπόθεσης. Πρέπει να είναι τέτοια που να καθιστά εφικτό τον έλεγχο της απόφασης της διοίκησης (Δημοκρατία ν. Σταύρου (1993) 3 Α.Α.Δ. 71, 76). Προς τούτο, οι  συγκεκριμένοι παράγοντες πάνω στους οποίους η διοίκηση βάσισε την απόφαση της πρέπει να αναφέρονται ειδικά.  

Η αιτιολογία της απόφασης συμπληρώνεται από το Διοικητικό φάκελο. (….) 

Αντικείμενο του αναθεωρητικού ελέγχου είναι η νομιμότητα της διαδικασίας με την τελική εκτίμηση των γεγονότων και τη λήψη της σχετικής απόφασης να αποτελεί καθήκον και υποχρέωση του αρμόδιου οργάνου».

 

Εν προκειμένω, στη βάση των προαναφερθέντων και υπό το φως των πιο πάνω νομολογιακών κατευθυντήριων, δεν εντοπίζεται ούτε κενό αιτιολογίας, αλλ’ ούτε κενό έρευνας και οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί της πλευράς της αιτήτριας, δεν έχουν έρεισμα και απορρίπτονται.

 

Καταλήγω ότι δεν στοιχειοθετείται λόγος ακύρωσης και, συνακόλουθα, δεν χωρεί επέμβαση του Δικαστηρίου.

 

Κατά συνέπεια, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται, με €1800 έξοδα υπέρ του καθ’ ου η αίτηση και εναντίον της αιτήτριας. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με βάση το Άρθρο 146(4)(α) του Συντάγματος.

 

 

 

                                                                                                    Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο