ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ  

(Υπόθεση αρ. 897/2019)

 

31 Ιανουαρίου 2024

                              [ΚΕΛΕΠΕΣΙΗ, Δ.Δ.Δ.]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ AΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

                                      Μ. Κ.

 

                                                                                                 Αιτητής,

                                      και

 

                   Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

                      του Υπουργείου Εργασίας, Προνοίας και

   Κοινωνικών  Ασφαλίσεων (Γραφείο Ευημερίας)

 

Καθ’ ων η αίτηση

––––––––––––––––––––––––––––––––

Ν. Καλλής, δικηγόρος για τον αιτητή.

Π. Κωνσταντίνου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, δικηγόρος για τους καθ’ ων η αίτηση.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΚΕΛΕΠΕΣΙΗ, Δ.Δ.Δ.:Αντικείμενο της παρούσας προσφυγής, συνιστά η νομιμότητα της απόφασης των καθ' ων η αίτηση, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα του αιτητή για παροχή σύνταξης ανικανότητας. Συγκεκριμένα ο αιτητής αιτείται δικαστικής απόφασης, ως ακολούθως:

 

«Δήλωση και/ή απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία η απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση που λήφθηκε κατά ή περί την 12/03/2019 αλλά επεδόθη στις 22/03/2019 και με την οποία αποφασίθηκε ότι η περίπτωση του αιτητή δεν ικανοποίει τις προϋποθέσεις 2γ και 2δ του άρθρου 40 του Ν.59(Ι)/2010 με αποτέλεσμα να απορριφθεί η αίτηση του, είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε νομικού αποτελέσματος αφού είναι άτομο το οποίο εμπίπτει στον ορισμό του «ανάπηρου» όπως φαίνεται από το άρθρο 2 του περί Δημοσίων Βοηθημάτων και Υπηρεσιών Νόμου του 2006 και 2012».

 

Ως προκύπτει από τα γεγονότα της ένστασης και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, ο αιτητής υπέβαλε στις 15.11.2018 αίτηση για παροχή σύνταξης ανικανότητας, λόγω προβλημάτων υγείας που προέκυψαν μετά από εργατικό ατύχημα. Με σχετική επιστολή ημερομηνίας 12.3.2019, γνωστοποιήθηκε στον αιτητή ότι ο Αναπληρωτής Διευθυντής Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων απέρριψε την αίτηση του, ένεκα του ότι δεν πληρούντο οι απαιτούμενες ασφαλιστικές προϋποθέσεις, ως απαιτείται στο άρθρο 40 (1) (δ) του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου (Ν.59(Ι)/2010). Συγκεκριμένα διαπιστώθηκε ότι ο αιτητής δεν ικανοποιούσε τις προϋποθέσεις εισφοράς (γ) και (δ) του Τρίτου Πίνακα του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου καθώς οι εισφορές που είχε καταβάλει στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων για την περίοδο 2016 – 2017, δεν ήταν οι απαιτούμενες, ώστε ο αιτητής να καταστεί δικαιούχος σύνταξης ανικανότητας. Παράλληλα, κρίθηκε ότι τα ιατρικά στοιχεία που υπέβαλε ο αιτητης δεν τεκμηρίωναν ότι τα συμπτώματα που καταγράφονταν σε ιατρική έκθεση που προσκόμισε ο αιτητής, προέρχονται από το ατύχημα που είχε. Ως εκ τούτου, αποφασίστηκε ότι η αίτηση του αιτητή δεν μπορούσε να εξεταστεί σύμφωνα με την επιφύλαξη του Τρίτου Πίνακα, δια της οποίας προνοείται ότι σε περίπτωση που η ανικανότητα οφείλεται σε ατύχηµα, οι ασφαλιστικές προϋποθέσεις είναι οι ίδιες µε αυτές που απαιτούνται για τη χορήγηση επιδόµατος ασθενείας.

 

Κατά της νομιμότητας της πιο πάνω απορριπτικής απόφασης ο αιτητής καταχώρησε την παρούσα Προσφυγή, στις 13.6.2019. 

Στις 22.10.2019, καταχωρίστηκε η ένσταση των καθ΄ων η αίτηση δια της οποίας η πλευρά των καθ΄ων η αίτηση ήγειρε  προδικαστική ένσταση περί εκπρόθεσμης καταχώρησης της Προσφυγής, ισχυριζόμενη ότι ενώ ο αιτητής είχε λάβει γνώση της προσβαλλόμενης απόφασης ημερομηνίας 12.3.2019 στις 22.3.2019, η παρούσα Προσφυγή καταχωρήθηκε στις 12.6.2019, ήτοι μετά την πάροδο της προθεσμίας των 75 ημερών που καθορίζει το όρθρο 146 (3) του Συντάγματος.

 

Με τη γραπτή της αγόρευση, η πλευρά του αιτητή δεν παρέθεσε  οτιδήποτε και δεν προέβηκε σε οποιαδήποτε αναφορά ή απάντηση επί της προδικαστικής ένστασης, παραμόνο περιορίστηκε  στην προώθηση λόγων ακύρωσης κατά της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης. Ειδικότερα προβληθήκαν ισχυρισμοί περί πλάνης, μη δέουσας έρευνας, ελλιπούς αιτιολογίας, εσφαλμένης ερμηνείας του Νόμων καθώς και παραβίασης των αρχών του διοικητικού δίκαιου.

 

Ακολούθησε η εκ μέρους του αιτητή καταχώρηση αίτησης τροποποίησης ημερομηνίας 1.12.2020, δια της οποίας ο αιτητής εξαιτείτο όπως τροποποιηθεί η αιτούμενη με την Προσφυγή θεραπεία και αντικατασταθεί η αναγραφομένη ημερομηνία επίδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης ήτοι 22.3.2019 με την ημερομηνία 2.4.2019, η οποία ως υποστηρίχθηκε με τη συνοδεύουσα ένορκη δήλωση, είχε αναγραφεί εκ λάθους ή εκ παραδρομής.

 

Η εν λόγω αίτηση τροποποίησης, η οποία συνάντησε την ένσταση των καθ΄ων η αίτηση, είχε απορριπτική κατάληξη. Στην ενδιάμεση απόφαση του Δικαστή Γ. Σεραφείμ (ως ήταν τότε Δ.Δ.Δ) ημερομηνίας 23.9.21, αποφασίστηκαν τα ακόλουθα:

 

«Η προσφυγή καταχωρήθηκε στις 13.6.2019, ενώ επακολούθησε η καταχώριση της Ένστασης της καθ’ ης η αίτηση στις 22.10.2019, στην οποία τέθηκε αρκούντως αναλυτικά και επεξηγηματικά από την πλευρά της καθ’ ης η αίτηση, ως προδικαστική  ένσταση, θέμα εκπροθέσμου της προσφυγής, με βάση την ημερομηνία, την οποία ο ίδιος ο αιτητής δήλωσε ως ημερομηνία λήψης γνώσης της επίδικης απόφασης με την θεραπεία (Α) της αίτησης ακυρώσεως του. Ακολούθησε η δικάσιμος ημερομηνίας 15.11.2019, κατά την οποία η πλευρά του αιτητή ζήτησε χρόνο για καταχώριση της γραπτής αγόρευσης της. Συμπερασματικά, συνεπώς, πρέπει να θεωρείται ότι, μέχρι, το αργότερο, τις 15.11.2019, η πλευρά του αιτητή είχε λάβει αντίγραφο της ένστασης της καθ’ ης η αίτηση και, συνεπώς, έκτοτε, γνώση των εγειρόμενων από την πλευρά της καθ’ ης η αίτηση ισχυρισμών, συμπεριλαμβανομένου και του ισχυρισμού περί  εκπροθέσμου της προσφυγής, στη βάση των όσων αναφέρονται γραπτώς από τον ίδιο τον αιτητή στη θεραπεία (Α) της αίτησης ακυρώσεως του. Εντούτοις, δεν υπήρξε οποιαδήποτε άμεση αντίδραση από την πλευρά του αιτητή, προς διόρθωση της ισχυριζόμενης απ’ αυτόν λανθασμένης περιγραφής της ημερομηνίας επίδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης στην προαναφερόμενη αιτούμενη θεραπεία. Αντίθετα, η πλευρά του αιτητή προχώρησε στην καταχώριση της γραπτής αγόρευσης της στις 16.1.2020, στην οποία καμία αναφορά προέβη, ως προς την  προδικαστική ένσταση της καθ’ ης η αίτηση περί  εκπροθέσμου της προσφυγής. Μόνο μετά την δικάσιμο ημερομηνίας 5.10.2020 και αφού η πλευρά της καθ’ ης η αίτηση, πέραν από το να ζητήσει χρόνο για καταχώριση της δικής της γραπτής αγόρευσης και την κατάθεση προφορικά της θέσης της ότι, πρέπει πρώτα να τύχει ακρόασης η προδικαστική ένσταση της, ο αιτητής καταχώρισε την παρούσα αίτηση τροποποίησης ημερομηνίας 1.12.2020. Με τα πιο πάνω γεγονότα ως δεδομένα, βρίσκω ότι, είναι ορθή η θέση της καθ’ ης η αίτηση περί υπέρμετρης καθυστέρησης υποβολής του παρόντος αιτήματος του αιτητή. Σε τέτοια περίπτωση, το βάρος επαρκούς τεκμηρίωσης της αίτησης του αιτητή για τροποποίηση δικογράφου αυξάνεται[…]

 

Στην παρούσα περίπτωση, η μόνη αναφορά προς τεκμηρίωση της υπό εξέτασης αιτήσεως από την πλευρά του αιτητή είναι ότι, η ημερομηνία 22/3/2019 ως ημερομηνία επίδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης αναγράφηκε εκ λάθους ή εκ παραδρομής. Δεν δόθηκε καμία επεξήγηση, ως προς την υπέρμετρη καθυστέρηση, η οποία όντως υπήρξε για διόρθωση του ισχυριζόμενου λάθους, ούτε γιατί ο αιτητής καταχώρησε τη γραπτή αγόρευση του, χωρίς καν να αναφερθεί στο ζήτημα του εκπροθέσμου, το οποίο, ως προαναφέρθηκε, εγέρθηκε από την πλευρά της καθ’ ης η αίτηση ήδη με την Ένσταση της και θα έπρεπε έκτοτε να θεωρείται γνωστό στον αιτητή. Τα προαναφερόμενα, κατά την κρίση μου, πόρρω απέχουν από το να συνιστούν επαρκή αιτιολόγηση και απόσειση του βάρους απόδειξης για ευόδωση της παρούσας αίτησης από την πλευρά του αιτητή.

 

Ως εκ τούτου, η παρούσα αίτηση απορρίπτεται, λόγω υπέρμετρης καθυστέρησης στην υποβολή της και μη επαρκούς αιτιολόγησης αυτής της καθυστέρησης, στη βάση των όσων προαναφέρθηκαν, με έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ της καθ’ ης η αίτηση, ως αυτά θα υπολογιστούν από την Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Το ζήτημα, κατά πόσο η παρούσα προσφυγή είναι όντως εκπρόθεσμη, θα εξεταστεί με βάση τα ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία κατά τις διευκρινήσεις της υπόθεσης, αφού προηγουμένως συμπληρωθούν οι αγορεύσεις των διαδίκων.»

(η έμφαση προστεθηκε)

 

Η προδικαστική ένσταση και το ζήτημα του εκπροθέσμου της Προσφυγής αναπτύχθηκε ενδελεχώς με συναφή παραπομπή σε νομολογία στη γραπτή αγόρευση των καθ΄ων η αίτηση που ακολούθησε. Ειδικότερα η πλευρά των καθ΄ων η αίτηση υποστηρίζοντας το απαράδεκτο της Προσφυγής, προέβαλλε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ημερομηνίας 12.3.2019 επιδόθηκε, ως ο ίδιος ο αιτητής αναφέρει στις 22.3.2019 και επομένως η καταχώρηση της Προσφυγής, η οποία έλαβε χώρα στις 13.6.2019 ήτοι μετά την πάροδο της ανατρεπτικής προθεσμίας των 75 ημερών, είναι εκπρόθεσμη. Εισηγείται δε ο συνήγορος των καθ΄ων η αίτηση, παραπέμποντας στο άρθρο 2 του περί Ερμηνείας Νόμου περί της ταχυδρόμησης επιστολής, ότι με δεδομένο ότι η Προσφυγή καταχωρήθηκε μετά τη λήξη της προθεσμίας των 75 ημερών, ο αιτητής ήταν αυτός που είχε το βάρος να αποδείξει ότι έλαβε καθυστερημένα γνώση της διοικητικής πράξης. Πρόσθετα και αναφορικά με τους εγειρόμενους εκ του αιτητή ισχυρισμούς, η πλευρά των καθ’ ων η αίτηση, ανταπαντώντας και απορρίπτοντας έκαστο εξ αυτών, αντέτεινε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καθόλα νόμιμη, τονίζοντας μάλιστα ότι ορισμένοι εκ των λόγων ακύρωσης που προβάλλονται στη γραπτή αγόρευση του αιτητή δεν αιτιολογούνται στα νομικά σημεία της Προσφυγής.

 

Στη δε απαντητική γραπτή αγόρευση που καταχωρήθηκε εκ μέρους του αιτητή, ουδέν αναφέρθηκε για το εγειρόμενο εκ των καθ΄ων η αίτηση ζήτημα του εκπροθέσμου της Προσφυγής. Το μόνο δε που καταγράφηκε είναι ότι ο αιτητής «απορρίπτει και αρνείται τις προδικαστικές εντάσεις» «ως λανθασμένες και/ή ανυπόστατες και/ή αναιτιολόγητες».

 

Προέχει ως ζήτημα λογικής προτεραιότητας καθώς και λόγω της φύσης και της σπουδαιότητας που ενέχει, η εξέταση της προδικαστικής ένστασης περί του εκπροθέσμου καθότι άπτεται του παραδεκτού της παρούσας Προσφυγής.

 

Κατά πάγια νομολογία, η προβλεπόμενη προθεσμία των 75 ημερών είναι ανατρεπτική και ανελαστική και ως εκ τούτου η μη καταχώρηση της Προσφυγής εντός της τασσόμενης  συνταγματικά προθεσμίας, οδηγεί σε απόρριψη λόγω απαραδέκτου (Καραγιώργη κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 137) Eze v. Δημοκρατίας, ΕΔΔ 36/16, 19.5.22). Εάν δε η προσφυγή κριθεί εκπρόθεσμη, δεν υφίσταται καν δικαιοδοσία στο Δικαστήριο να την εξετάσει (Γανωματής ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 133) MUHAMMAD AMMAR SALEH v. Δημοκρατίας (ΈΔΔΔ αρ.4/22, ημερομηνίας 23/6/22).Όπου η απόφαση της διοίκησης δεν δημοσιεύεται, όπως είναι η παρούσα περίπτωση, η προθεσμία αρχίζει να προσμετρά από το χρονικό σημείο που ο διοικούμενος έλαβε πλήρη γνώση αυτής (Thevatha v. Δημοκρατίας (Αναθ. Έφεση Αρ. 250/2012, ημερομηνίας 16/7/2019, ECLI:CY:AD:2019:C316).

 

Εν προκειμένω, αποτελεί ίδια παραδοχή του αιτητή, η οποία αναγράφεται ρητώς στο αιτητικό της Προσφυγής, ότι ο αιτητής έλαβε γνώση της προσβαλλόμενης απόφασης στις 22.3.2019, γεγονός το οποίο παρέμεινε αδιαμφισβήτητο και  αναντίλεκτο με την απόρριψη της εκ μέρους του υποβληθείσας αίτησης τροποποίησης, που σκοπό είχε την αντικατάσταση της ημερομηνίας λήψης γνώσης της επίδικης απόφασης με μεταγενέστερη ημερομηνία.

 

Μάλιστα δε και από το περιεχόμενο των γραπτών αγορεύσεων του αιτητή, καθίσταται φανερό ότι ο αιτητής ουδέν αντέτεινε και σε ουδεμία έστω αναφορά προέβη προς αντίκρουση της προδικαστικής ένστασης περί εκπροθέσμου. Εν προκειμένω ο αιτητής δεν αμφισβήτησε ότι η επιστολή ημερομηνίας 12.3.2019 δεν ταχυδρομήθηκε ή δεν παραλήφθηκε αλλά ούτε και προέβαλλε οποιοδήποτε επιχείρημα ή αντίλογο ότι αυτή ελήφθη καθυστερημένα εκτός του συνήθη χρόνου ή μεταγενέστερα από την ημερομηνία που ο ίδιος ο αιτητής καταγράφει ως ημερομηνία λήψης γνώσης της προσβαλλόμενης απόφασης στη θεραπεία της αίτησης ακυρώσεως του. Σε απόλυτη δε συνάρτηση με το ότι ο αιτητής ουδέν υποδεικνύει, πόσο δε μάλλον να αποδεικνύει, προς αντίκρουση της προδικαστικής ένστασης είναι και το γεγονός ότι ο αιτητής δεν προέβη σε οποιοδήποτε δικονομικό διάβημα, υποβολής αιτήματος για προσκόμιση μαρτυρίας.

 

Παρά την καθοριστική διαπίστωση ότι ο αιτητής έλαβε γνώση της προσβαλλόμενης απόφασης στις 22.3.2019, διαπίστωση η οποία συνίσταται στην ίδια τη παραδοχή του αιτητή στο αιτητικό της Προσφυγής και η οποία παρέμεινε αναντίλεκτη επισφραγίζοντας, δεδομένης και της ημερομηνίας καταχώρησης της Προσφυγής, οριστικά την τύχη της Προσφυγής, θεωρώ ορθό να προσθέσω, ότι εντοπίζω στο διοικητικό φάκελο της υπόθεσης (Τεκμήριο 1) την επιστολή, δια της οποίας πληροφορείτο ο αιτητής για την απόρριψη της αίτησης του, η οποία φέρει ημερομηνία 12.3.2019. Παρατηρώ δε ότι η επιστολή αυτή απευθύνεται στον αιτητή και φέρει τον ταχυδρομικό κώδικα και τη διεύθυνση διαμονής του αιτητή, η ορθότητα των οποίων επιβεβαιώνεται και από τα στοιχεία που ο ίδιος ο αιτητής κατέγραψε στην αίτηση του ημερομηνίας 15.11.2018. Άλλωστε η πλευρά του αιτητή όχι μόνο δεν αμφισβήτησε την ορθότητα της διεύθυνσης που αναγράφεται στην επιστολή ή ότι αυτή παραλήφθηκε από τον αιτητή, αλλά μάλιστα ως υποδείχθηκε, ανωτέρω, ρητώς κατέγραψε στο αιτητικό της Προσφυγής ότι η επιστολή ημερομηνίας 12.3.2019 κοινοποιήθηκε στον αιτητή στις 22.3.2019.

 

Μάλιστα, δεν θα μπορούσα να μην επισημάνω, ότι στα ενώπιον μου έγγραφα περιλαμβάνεται επιστολή των καθ΄ων η αίτηση ημερομηνίας 27.3.2019 (ερυθρό 177 του Τεκμηρίου1) στην οποία και προς απάντηση σχετικού ερωτήματος ημερομηνίας 28.1.2019 που αποστάληκε από πολιτικό κόμμα, αναφορικά με το στάδιο εξέτασης της αίτησης του αιτητή, καταγράφεται ότι η αίτηση του αιτητή είχε ήδη εξεταστεί και η σχετική απόφαση του Αναπληρωτή Διευθυντή είχε ήδη κοινοποιηθεί στον αιτητή με επιστολή ημερομηνίας 12.3.2019.

 

Συνεπακόλουθα και επί τη βάσει των ανωτέρω, διαπιστώνω ότι -και χωρίς την παράθεση οιονδήποτε στοιχείου ή αντίλογου για να καταδειχθεί εκ μέρους του αιτητή η εμπρόθεσμη καταχώρηση της  Προσφυγής- παρέμεινε ως αδιαμφισβήτητο, ενώπιον μου, γεγονός ότι ο αιτητής είχε παραλάβει και επομένως είχε λάβει γνώση της επιστολής ημερομηνίας 12.3.2019 στις 22.3.2019, γνώση που επέτρεπε στον αιτητή να ασκήσει τα νόμιμα δικαιώματα του (Πρόδρομος Ανδρέου κ.α v Δημοκρατίας              (Αναθεωρητική Έφεση αρ. 36/2016, ημερομηνίας 9/5/2023).

 

Έπεται και δεδομένης της εκ του ίδιου του αιτητή καταγραφείσας ημερομηνίας 22.3.2019 στην αιτούμενη θεραπεία της Προσφυγής, ως η ημερομηνία κοινοποίησης της προσβαλλόμενης απόφασης, η οποία ουδόλως και κατ΄ ουδένα τρόπο δεν ανατράπηκε καθώς και του αναντίλεκτου γεγονότος ότι η Προσφυγή καταχωρήθηκε στις 13.6.2023, ημερομηνία κατά την οποία είχε ήδη παρέλθει η προθεσμία των 75 ημερών, η παρούσα Προσφυγή είναι εκπρόθεσμη.

 

Συνεπώς, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Λόγω της φύσης της υπόθεσης και των προσωπικών συνθηκών του αιτητή, περιορίζω το ύψος των επιδικασθέντων εξόδων στα €500 εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ’ ων η αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

 

Κελεπέσιη, Δ.Δ.Δ.

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο