ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ  

   (Υπόθεση αρ. 977/2019)

22 Ιανουαρίου 2024

[ΓΑΒΡΙΗΛ, Δ.Δ.Δ.]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ AΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ (ΚΥΠΡΟΥ) ΛΤΔ

Αιτήτρια

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

2. ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ

Καθ’ ων η αίτηση.

……………………………

Αίτηση ημερομηνίας 25.4.2023 για Προδικαστική Παραπομπή στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Παναγιώτα Παπαπέτρου, για Χατζηαναστασίου, Ιωαννίδη Δ.Ε.Π.Ε., για την αιτήτρια.

Σίλια Χαραλάμπους, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΓΑΒΡΙΗΛ, Δ.Δ.Δ.: Η αιτήτρια, με την παρούσα προσφυγή, αξιώνει από το Δικαστήριο τις εξής δύο θεραπείες:-

«(α) Δήλωση και/ή απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση ημερομηνίας 16.04.2019 με την οποία αρνούνται να διορθώσουν το λογαριασμό Φ.Π.Α. της Αιτήτριας και/ή να επιστρέψουν στην Αιτήτρια ποσό ύψους €246.434,46 το οποίο κατέβαλε αχρεωστήτως και/ή υπό διαμαρτυρία στον Έφορο Φορολογίας ως Φ.Π.Α. που προκύπτει από την εφαρμογή της αντίστροφης χρέωσης των υπηρεσιών που λάμβανε η Αιτήτρια από το εξωτερικό σχετικά με επεξεργασία, εκκαθάριση και εξουσιοδότηση διακίνησης χρημάτων μέσω πιστωτικών καρτών και αφορά την περίοδο 01/06/2012-31/08/2018 είναι απαράδεκτη, παράνομη, άκυρη και στερείται οποιωνδήποτε έννομων αποτελεσμάτων.

(β) Περαιτέρω απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου με την οποία να τροποποιείται εν όλω ή εν μέρει η πράξη και/ή απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση ημερομηνίας 16/04/2019 και με την οποία να διορθώνεται το λάθος των φορολογικών δηλώσεων της Αιτήτριας για την περίοδο 01/06/2012-31/08/2018 και/ή με την οποία να εγκρίνεται το αίτημα της Αιτήτριας για διόρθωση του λογαριασμού Φ.Π.Α. της Αιτήτριας και επιστροφή του ποσού αυτού στον τραπεζικό λογαριασμό της Αιτήτριας και/ή πίστωση του ποσού των €246.434,46 στον λογαριασμό ΦΠΑ της Αιτήτριας ως αχρεωστήτως και/ή εσφαλμένα και/ή υπό διαμαρτυρία καταβληθέντος.»

 

  Σύμφωνα με τα γεγονότα που περιγράφονται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους καθ’ ων η αίτηση, η αιτήτρια είναι εγγεγραμμένη στο Μητρώο ΦΠΑ, με κύρια δραστηριότητα την παροχή χρηματοοικονομικών και τραπεζικών υπηρεσιών. Με σκοπό την επιβεβαίωση της ορθότητας των στοιχείων που περιέχονται στις φορολογικές της δηλώσεις, Λειτουργοί του Φ.Π.Α. διενήργησαν έλεγχο στα βιβλία, αρχεία και στοιχεία που η ίδια τηρούσε, σε σχέση με τη φορολογική περίοδο από 1.6.2006 – 31.5.2012 (προηγούμενη φορολογική περίοδο της επίδικης).

 

  Από τον φορολογικό έλεγχο, διαπιστώθηκε η ύπαρξη ελλείψεων και σφαλμάτων, με αποτέλεσμα την έκδοση εκ μέρους του Εφόρου Φορολογίας, βεβαίωσης φορολογίας, ημερομηνίας 20.6.2012, κατά της οποίας η αιτήτρια υπέβαλε ένσταση στον Έφορο Φορολογίας. Μετά από εξέταση της υποβληθείσας ενστάσεως, ο Έφορος αποδέχτηκε αυτή μερικώς και προέβη σε μείωση της βεβαίωσης φορολογίας, με την έκδοση της διοικητικής απόφασης ημερομηνίας 28.8.2013. Το μέρος της ένστασης που δεν αποδέχτηκε ο Έφορος, αφορούσε τις υπηρεσίες που η αιτήτρια έλαβε από τον εταιρεία MasterCard από το εξωτερικό, υπηρεσίες που αφορούσαν σε υπηρεσίες επεξεργασίας, εκκαθάρισης και εξουσιοδότησης για διακίνηση χρημάτων σε σχέση με πιστωτικές κάρτες, οι οποίες - κατά τις θέσεις του Εφόρου Φορολογίας, τις οποίες δεν αποδέχεται η πλευρά της αιτήτριας - δεν εξαιρούνται από την επιβολή Φ.Π.Α.

 

  Σύμφωνα με τις θέσεις των καθ’ ων η αίτηση, σε σχέση μ’ αυτές τις παρεχόμενες υπηρεσίες από τον πάροχο MasterCard προς την αιτήτρια, επιβάλλεται κανονικός συντελεστής Φ.Π.Α., στη βάση των διατάξεων της παραγράφου 3(γ)(iii) του Πίνακα Β του Έβδομου Παραρτήματος του Ν. 95(Ι)/2000, ως αυτός ήταν σε ισχύ κατά τον ουσιώδη χρόνο. Συνεπώς, για τις υπηρεσίες αυτές που έλαβε από το πρόσωπο που ανήκει στο εξωτερικό, η αιτήτρια κλήθηκε να καταβάλει φόρο εκροών. Κατά της νομιμότητας της βεβαίωσης του Εφόρου ημερομηνίας 28.8.2013, η αιτήτρια καταχώρησε την προσφυγή με αρ. 6390/13, η οποία είχε επιτυχή κατάληξη, για λόγους ανεπαρκούς έρευνας και ελλιπούς αιτιολογίας (υπόθ. αρ. 6390/13, Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 7.12.2018).

 

  Προς επανεξέταση της ακυρωθείσας βεβαιώσεως, ο Έφορος Φορολογίας, κάλεσε την αιτήτρια να προσκομίσει πρόσθετα έγγραφα σχετικά με την αγορά των υπηρεσιών από την εταιρεία MasterCard, τα οποία προσκομίστηκαν δεόντως από την αιτήτρια και εκδόθηκε προς τούτο, νέα βεβαίωση φορολογίας, για τη συγκεκριμένη φορολογική περίοδο (1.6.2006 – 31.5.2012). Η αιτήτρια υπέβαλε προς τον Έφορο Φορολογίας, αίτημα για επιστροφή του ποσού της βεβαίωσης Φ.Π.Α., η οποία ακυρώθηκε στα πλαίσια της ακυρωτικής απόφασης στην υπόθεση αρ. 6390/13, αίτημα το οποίο απορρίφθηκε, με την εδώ προσβαλλόμενη διοικητική απόφαση ημερομηνίας 16.4.2019. Παράλληλα, εκδόθηκε και νέα βεβαίωση φορολογίας, για τη φορολογική περίοδο από 1.6.2012 – 31.8.2018, στηριζόμενος ο Έφορος στις διατάξεις της παραγράφου 3(γ)(iii) του Πίνακα Β του Έβδομου Παραρτήματος της περί Φ.Π.Α. νομοθεσίας, αφού έκρινε πως οι υπηρεσίες που η αιτήτρια έλαβε από την MasterCard βαρύνονται με κανονικό συντελεστή Φ.Π.Α. Η νομιμότητα της εν λόγω διοικητικής απόφασης, αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής. 

 

  Στα πλαίσια εκδίκασης της προσφυγής και μετά τη συμπλήρωση της γραπτής επιχειρηματολογίας των δύο πλευρών, υπεβλήθη από την ευπαίδευτη συνήγορο της αιτήτριας, η υπό κρίση ενδιάμεση αίτηση για προδικαστική παραπομπή στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.   

 

  Η υπό εκδίκαση ενδιάμεση αίτηση, βασίζεται στις διατάξεις του άρθρου 267 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο άρθρο 34Α του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν. 14/60 ως αυτός έχει τροποποιηθεί, στον περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Νόμο, Ν. 131(Ι)/15 και Διαδικαστικό Κανονισμό, στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας. Ζητείται εκ μέρους της αιτήτριας, η παραπομπή προς το ΔΕΕ, των ακόλουθων ερωτημάτων:-

 

 «Ερώτημα 1.:

Κατά πόσο στις πράξεις που αναφέρονται στις πρόνοιες του άρθρου 135 1(β) και (δ) της Οδηγίας 2006/112/ΕΚ, και/ή κατά πόσο στις πράξεις μεταφοράς χρημάτων εμπίπτουν και οι υπηρεσίες επεξεργασίας, εκκαθάρισης και εξουσιοδότησης για διακίνηση και/ή μεταφορά χρημάτων μέσω πιστωτικών καρτών από έναν τραπεζικό λογαριασμό σε άλλον.

Ερώτημα 2.:

   Κατά πόσο οι υπηρεσίες που παρέχονται από την εταιρεία MasterCard και άλλων οργανισμών πληρωμών του εξωτερικού προς τις τράπεζες σε σχέση με συναλλαγές με την χρήση πιστωτικών καρτών με αποτέλεσμα την μεταφορά χρημάτων εμπίπτουν στις πρόνοιες του άρθρου 135.1 (β) και (δ) της Οδηγίας 2006/112/ΕΚ.

    Ερώτημα 3.:

    Κατά πόσο, το άρθρο 135 (1)(δ) της Οδηγίας 2006/112/ΕΚ υποχρεώνει τα Κράτη Μέλη να απαλλάσσουν από το Φ.Π.Α. τις πράξεις επεξεργασίας, εκκαθάρισης και εξουσιοδότησης για διακίνηση και/ή μεταφορά χρημάτων μέσω πιστωτικών καρτών από έναν τραπεζικό λογαριασμό σε άλλον.»

 

  Στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την υπό εκδίκαση αίτηση, η ομνύουσα υποστηρίζει πως οι πράξεις που αφορούν την μεταφορά χρημάτων, μέσω Υπηρεσιών που τους παρέχει η MasterCard, ήτοι οι πράξεις επεξεργασίας, εκκαθάρισης και εξουσιοδότησης διακίνησης και/ή μεταφοράς χρημάτων, εξαιρούνται του Φ.Π.Α., βάσει του άρθρου 135(1)(β) και (δ) της Οδηγίας 2006/112/ΕΚ και πως οι διατάξεις του εθνικού δικαίου, ήτοι του άρθρου 3(γ)(iii) του Πίνακα Β του Έβδομου Παραρτήματος του Ν. 95(Ι)/2000, αντίκειται στις πρόνοιες της εν λόγω Οδηγίας και δεν θα πρέπει να εφαρμόζονται.

 

  Υποστηρίζει η ενόρκως δηλούσα, πως δεν έχει ξεκαθαριστεί με οποιανδήποτε απόφαση του ΔΕΕ το κατά πόσον οι πράξεις επεξεργασίας, εκκαθάρισης και εξουσιοδότησης διακίνησης και/ή μεταφοράς χρημάτων, θεωρούνται πράξεις μεταφοράς χρημάτων και απαλλάσσονται του Φ.Π.Α. και λόγω του ότι η Υπηρεσία Φ.Π.Α. επιβάλλει φόρο σε σχέση μ’ αυτές, το ζήτημα θα πρέπει να ξεκαθαριστεί, αφού επιβάλλεται η ορθή ερμηνεία των διατάξεων του συγκεκριμένου άρθρου της Οδηγίας, έτσι ώστε να επιδιωχθεί λύση στα πλαίσια της προσφυγής.

 

  Η ευπαίδευτη συνήγορος της Δημοκρατίας, καταχώρησε ένσταση στην υπό κρίση αίτηση. Δια του ομνύοντα, υποστήριξε πως οι διατάξεις της παραγράφου (β) του εδαφίου 1 του άρθρου 135 της Οδηγίας 2006/112/ΕΚ δεν έχουν οποιαδήποτε σχέση με την υπό κρίση υπόθεση, αφού αυτές αφορούν την χορήγηση και/ή διαπραγμάτευση πιστώσεων και/ή διαχείριση πιστώσεων, παρά μόνον, η σχετική, με την επίδικη διαφορά, είναι η παράγραφος (δ) του ίδιου άρθρου. Προβάλλεται διαφωνία ως προς το περιεχόμενο των ερωτημάτων, αφού όπως υποστηρίζεται από τον ενόρκως δηλών, η πλευρά της αιτήτριας, εκλαμβάνει ως αποδεκτά τα γεγονότα, ενώ ως προς αυτά υπάρχει διαφωνία. Ειδικότερα, η αιτήτρια θεωρεί πως οι υπηρεσίες επεξεργασίας, εκκαθάρισης και εξουσιοδότησης για διακίνηση χρημάτων, αποτελούν ενιαία πράξη μεταφοράς χρημάτων, ενώ η θέση των καθ’ ων η αίτηση, είναι αντίθετη, ήτοι, ακριβώς, πως οι υπηρεσίες αυτές, συνιστούν αυτοτελείς υπηρεσίες για διακίνηση χρημάτων σε σχέση με πιστωτικές κάρτες, οι οποίες προηγούνται της μεταφοράς χρημάτων. Υποστήριξε, περαιτέρω, πως η εθνική νομοθεσία είναι πλήρως εναρμονισμένη με τις διατάξεις της προαναφερόμενης Οδηγίας, ενώ προώθησε τη θέση που παρέχεται δυνατότητα αποστολής προς το ΔΕΕ, άλλου ερωτήματος, ήτοι ερωτήματος για τις συγκεκριμένες υπηρεσίες που παρέχει η MasterCard στην αιτήτρια, ήτοι υπηρεσίες επεξεργασίας, εκκαθάρισης και εξουσιοδότησης για διακίνηση χρημάτων σε σχέση με πιστωτικές κάρτες και το κατά πόσον, εφαρμόζεται, γι’ αυτές, η απαλλαγή από τον Φ.Π.Α.

 

  Κατά την ακρόαση της ενδιάμεσης αιτήσεως, αποτέλεσε βασική θέση της ευπαιδεύτου συνηγόρου της αιτήτριας, πως δεν μεταφέρθηκαν ορθά, στην εθνική νομοθεσία, οι διατάξεις του άρθρου 135(1)(β) και (δ) της Οδηγίας 2006/112/ΕΚ, καθότι στις διατάξεις της παραγράφου 3(γ)(iii) του Πίνακα Β του Έβδομου Παραρτήματος του Ν. 95(Ι)/2000, ως αυτός ήταν σε ισχύ κατά τον ουσιώδη χρόνο, εξαιρείται από την εξαίρεση επιβολής Φ.Π.Α., η εκκαθάριση, επεξεργασία και διαχείριση σε σχέση με πιστωτικές κάρτες. Η ευπαίδευτη συνήγορος της Δημοκρατίας, υποστήριξε πως το κρίσιμο ζήτημα, εν προκειμένω, είναι το κατά πόσον οι πιο πάνω αναφερόμενες υπηρεσίες (εκκαθάρισης, επεξεργασίας και διαχείρισης σε σχέση με πιστωτικές κάρτες), συνιστούν πράξεις μεταφοράς χρημάτων και άρα θα πρέπει να απαλλάσσονται από την επιβολή Φ.Π.Α. Κατά τις εισηγήσεις της, μέσω των υπηρεσιών που παρέχει η MasterCard προς την αιτήτρια, μεταφέρονται μόνον πληροφορίες και είναι η ίδια η αιτήτρια που προχωρεί στην πράξη μεταφοράς χρημάτων.

 

  Είναι καλά γνωστές οι αρχές με βάση τις οποίες το εθνικό Δικαστήριο δύναται ή υποχρεούται, εάν είναι τελευταίου βαθμού, να παραπέμψει ζήτημα στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ως Προδικαστική Παραπομπή. Διέπεται, από τις διατάξεις του άρθρου 267 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) και στην εθνική μας νομοθεσία, από τις διατάξεις του άρθρου 34Α του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν. 14/60, ως αυτός έχει τροποποιηθεί, καθώς επίσης, σε σχέση με την διαδικασία, από τον περί Προδικαστικής Παραπομπής στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων Διαδικαστικό Κανονισμό (Αρ. 1) του 2008.

 

  Στο σύγγραμμα των Καλαβρού και Γεωργόπουλου «Το Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Θεσμικό Δίκαιο» 2η έκδοση 2013, στις σελ. 289 και επ. αναφέρονται τα ακόλουθα:-

 

«Σύμφωνα με το άρθρο 267 ΣυνθΛΕΕ, ‘’δικαστήριο κράτος μέλους ενώπιον του οποίου ανακύπτει (ζήτημα επί της ερμηνείας των Συνθηκών ή επί του κύρους και της ερμηνείας των πράξεων των θεσμικών ή λοιπών οργάνων ή οργανισμών της Ένωσης) δύναται, αν κρίνει ότι απόφαση επί του ζητήματος είναι αναγκαία για την έκδοση της δικής του απόφασης, να παραπέμψει το ζήτημα στο Δικαστήριο για να αποφανθεί επ’ αυτού’’.

[…]

Έτσι, το προδικαστικό ερώτημα θα πρέπει να είναι σημαντικό για την επίλυση της διαφοράς ενώπιον της εθνικής δικαιοσύνης.

[…]

Από τη συνδυασμένη ερμηνεία των εδαφίων β’ και γ’ του άρθρου 267 ΣυνθΛΕΕ φαίνεται η προδικαστική παραπομπή να αποτελεί δικαίωμα για τα εθνικά δικαστήρια, με την εξαίρεση εκείνων των οποίων οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα και για τα οποία η προδικαστική παραπομπή αποτελεί υποχρέωση. Η διάκριση αυτή στηρίζεται στη σκέψη ότι, σε περίπτωση λανθασμένης ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης ή εφαρμογής μη έγκυρης πράξης του παράγωγου δικαίου, είναι δυνατή η διόρθωση με απόφαση ανώτερου εθνικού δικαστηρίου.»

 

  Επίσης, στο σύγγραμμα των Στάγκου και Σαχπεκίδου «Δίκαιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της Ευρωπαϊκής Ένωσης» (2000), αναφέρονται στη σελ. 293, παράγραφο 209 τα ακόλουθα:-

                                                 

«Προδικαστικό ερώτημα υποβάλλεται, περαιτέρω, στο ΔΕΚ μόνον όταν ο εθνικός δικαστής αντιμετωπίζει ζήτημα κοινοτικού δικαίου, η επίλυση του οποίου αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την έκδοση της δικής του απόφασης».

 

  Στην απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 5) (2017) 3 Α.Α.Δ. 327, έχουν συνοψιστεί τα εξής:-

«Η προδικαστική παραπομπή διέπεται από το Άρθρο 267 της Συνθήκης το οποίο καθορίζει ότι με προδικαστική απόφαση το Δικαστήριο αποφαίνεται επί της ερμηνείας της Συνθήκης, του κύρους και της ερμηνείας των πράξεων των οργάνων της κοινότητας και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και επί της ερμηνείας των καταστατικών των οργανισμών που ιδρύθηκαν με πράξη του Συμβουλίου.

[…]

Αναγνωρίζονται εξαιρέσεις στη δυνατότητα ή υποχρέωση του εθνικού Δικαστηρίου να αποστείλει προδικαστικό ερώτημα όταν η ερμηνεία είναι τόσο προφανής που να μην χρειάζεται το εθνικό Δικαστήριο να ανατρέξει σε προηγούμενη νομολογία του Δικαστηρίου επί του θέματος, αρχή γνωστή ως acte claire όπως έχει καθιερωθεί στην υπόθεση Srl CILFIT v. Ministry of Health, Case 283/1981 [1982] E.C.R. 3415. Επίσης εξαίρεση έχει καθιερωθεί στη βάση της αρχής του acte éclairé, η οποία τυγχάνει εφαρμογής όταν το ερώτημα που ανακύπτει έχει ήδη τύχει εξέτασης σε ουσιωδώς παρόμοιο ερώτημα και έχει απαντηθεί από το Δικαστήριο. Η Κυπριακή σχετική νομολογία επί των θεμάτων της προδικαστικής παραπομπής έχει αναφερθεί και συνοψισθεί σε αρκετές αποφάσεις μεταξύ των οποίων η Cypra Ltd v. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 305 και Bekefi κ.ά. v. Δημοκρατίας (2015) 3 , ECLI:CY:AD:2015:C577A.A.Δ. 437.

[…]

Έπεται ότι η παραπομπή των προδικαστικών ερωτημάτων δεν είναι αναγκαία για την επίλυση ζητημάτων ερμηνείας του ενωσιακού δικαίου, ως επιτακτική προϋπόθεση για την Γνωμάτευση του Ανωτάτου Δικαστηρίου επί της Αναφοράς του Προέδρου. Άλλωστε, όπως είναι διατυπωμένα τα ερωτήματα, αυτά δεν είναι την ερμηνεία του ενωσιακού δικαίου που επιδιώκουν σύμφωνα με το Άρθρο 267, αλλά στοχεύουν στον έλεγχο της συμβατότητας της εσωτερικής νομοθεσίας με το ενωσιακό δίκαιο. Το Δικαστήριο αποφαίνεται επί θεμάτων ερμηνείας και εγκυρότητας του Κοινοτικού Δικαίου και όχι του εθνικού δικαίου ή της συμβατότητας του τελευταίου με το πρώτο (Duringello v. INPS Case C-186/90).»

 

  Σχετικές επί του θέματος είναι και οι πολύ πρόσφατες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις Πολιτική Έφεση αρ. 17/22 Αίτηση του Τ.Γ.  για καταχώρηση αίτηση για την έκδοση εντάλματος Certiorari και/ή Prohibition, ημερομηνίας, 13.1.2023, Πολιτική Έφεση αρ. 6/22 F. R. Maximillian ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, ημερομηνίας 31.5.2022 και Πολιτική Έφεση αρ. 35/17, Seif Eldin Mostafa Mohamed Emam ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 2.11.2017.

 

  Μετά από μελέτη των εκατέρωθεν ισχυρισμών και θέσεων, διαπιστώνεται πως το ζητούμενο, προς επίλυση της επίδικης διαφοράς, είναι το κατά πόσον οι υπηρεσίες που παρείχε η MasterCard προς την αιτήτρια, σε σχέση με μεταφορά χρημάτων από πιστωτικές κάρτες, απαλλάσσονται ή όχι από την επιβολή κανονικού συντελεστή Φ.Π.Α.

 

  Στις διατάξεις του άρθρου 135(1)(β) και (δ) της Οδηγίας 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, ημερομηνίας 28.11.2006 σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας, αναφέρονται τα εξής:-

 

«             Απαλλαγές άλλων δραστηριοτήτων

                              Άρθρο 135

1.   Τα κράτη μέλη απαλλάσσουν τις ακόλουθες πράξεις:

α) […]

β) τη χορήγηση και τη διαπραγμάτευση πιστώσεων καθώς και τη διαχείριση πιστώσεων από αυτόν που τις χορήγησε

γ) […]

δ) τις πράξεις, περιλαμβανομένης της διαπραγμάτευσης, οι οποίες αφορούν καταθέσεις, τρεχούμενους λογαριασμούς, πληρωμές, μεταφορές χρημάτων, απαιτήσεις, επιταγές και λοιπά αξιόγραφα, με εξαίρεση την είσπραξη απαιτήσεων.

 

 

 

[…]»

 

 Στην εθνική νομοθεσία, οι πρόνοιες της πιο πάνω Οδηγίας, σε σχέση με τις απαλλαγές από την επιβολή Φ.Π.Α., όπως καθορίζεται στο άρθρο 26 του Ν. 95(Ι)/2000, ως ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο, περιλαμβάνονται στις διατάξεις του Έβδομου Παραρτήματος. Στον Πίνακα Β παράγραφος 3(γ), αναφέρονται τα εξής:-

  «Πίνακας Β: Άλλες εξαιρέσεις

[…]

 3. Οι εξής χρηματοοικονομικές υπηρεσίες:

[…]

(γ) οι εργασίες, περιλαμβανομένης και της διαπραγμάτευσης, που αφορούν αποδοχή καταθέσεων, τρεχούμενους χρεωστικούς λογαριασμούς, διακίνηση χρημάτων, έκδοση και διαχείριση μέσω πληρωμής (περιλαμβανομένων πιστωτικών καρτών, ταξιδιωτικών επιταγών και επιταγών τραπεζίτη) και άλλων αξιογράφων, εξαιρουμένων των εργασιών-

[…]

(iii) υπηρεσίες επεξεργασίας, εκκαθάρισης και εξουσιοδότησης για διακίνηση χρημάτων σε σχέση με πιστωτικές κάρτες∙»

  Οι θέσεις της αιτήτριας, είναι πως οι διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας, αντίκεινται στις διατάξεις της Οδηγίας, αφού κατά την μεταφορά της Οδηγίας στην κυπριακή έννομη τάξη, προστέθηκαν εξαιρέσεις στις εξαιρέσεις από την απαλλαγή, ήτοι προστέθηκαν οι  πρόνοιες της παραγράφου (iii) «υπηρεσίες επεξεργασίας, εκκαθάρισης και εξουσιοδότησης για διακίνηση χρημάτων σε σχέση με πιστωτικές κάρτες», για τις οποίες προβλέφθηκε νομοθετικά στο εθνικό δίκαιο, εξαίρεση από την εξαίρεση απαλλαγής και επομένως, επιβολή κανονικού συντελεστή Φ.Π.Α.

 

  Από την μελέτη, τόσο της ενδιάμεσης αίτησης, αλλά και από το σύνολο της επιχειρηματολογίας της αιτήτριας, όπως αυτή έχει αποκρυσταλλωθεί, μέσα από τις γραπτές της αγορεύσεις, έχω καταλήξει πως η επίδικη αίτηση, θα πρέπει ν’ απορριφθεί, καθότι η αιτούμενη παραπομπή, δεν είναι ούτε επιτρεπτή, αλλά ούτε και απαραίτητη για την επίλυση της διαφοράς προς έκδοση απόφασης, για τους λόγους που θα εξηγήσω κατωτέρω.

 

  Καταρχήν, με την επίδικη αίτηση, επιχειρείται εκ μέρους της αιτήτριας, έλεγχος συμβατότητας της εθνικής νομοθεσίας με την Οδηγία 2006/112/ΕΚ. Ο κύριος ισχυρισμός της αιτήτριας άπτεται ζητήματος εσφαλμένης μεταφοράς των προνοιών του άρθρου 135 (1)(β) και (δ) της Οδηγίας, στις διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας, αφού κατά τις εισηγήσεις, υπήρξε προσθήκη που δεν προνοείται στο κοινοτικό δίκαιο.

 

  Όπως πολύ ορθά λέχθηκε στην Cypra Ltd v. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 305, και επαναλήφθηκε στις Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 5) (ανωτέρω) και Seif Eldin Mostafa Mohamed Emam ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω), το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν αποφαίνεται επί ζητημάτων συμβατότητας του εθνικού με το ενωσιακό δίκαιο, παρά μόνον επί θεμάτων ερμηνείας με σκοπό την ομοιόμορφη εφαρμογή από τα κράτη μέλη του κοινοτικού δικαίου. Επομένως, είναι ανεπίτρεπτη η παραπομπή προδικαστικών ερωτημάτων που αποσκοπούν, όχι στην ερμηνεία του ενωσιακού δικαίου, αλλά στοχεύουν στον έλεγχο της συμβατότητας της εθνικής νομοθεσίας με το ενωσιακό δίκαιο. 

   Υπάρχει, όμως, κατά την κρίση μου και δεύτερος λόγος που συνηγορεί στην απόρριψη της επίδικης αιτήσεως, στη βάση της αρχής του acte éclairé.

 

  Όπως έχουν διατυπωθεί οι ενώπιον μου νομικοί ισχυρισμοί, επί της ουσίας της επίδικης διαφοράς, το κύριο ερώτημα που ανακύπτει προς εξέταση, είναι η φύση των υπηρεσιών που η MasterCard παρείχε προς την αιτήτρια, σε σχέση με την μεταφορά χρημάτων από πιστωτικές κάρτες. Η αιτήτρια υποστηρίζει πως οι υπηρεσίες που η ίδια λαμβάνει από την MasterCard, ήτοι οι υπηρεσίες επεξεργασίας, εκκαθάρισης και εξουσιοδότησης, αποτελούν μέρος μίας ενιαίας συναλλαγής και συγκροτούν ένα ενιαίο σύνολο, το οποίο εκπληρώνει την λειτουργία της πράξης «μεταφοράς χρημάτων», πράξη που απαλλάσσεται της επιβολής Φ.Π.Α.

 

  Κάθετα αντίθετες είναι οι θέσεις του Τμήματος Φορολογίας, σύμφωνα με τις οποίες, οι υπηρεσίες που παρέχει η MasterCard προς την αιτήτρια, δεν συνιστούν ενιαία πράξη μεταφοράς χρημάτων, αλλά συνιστούν μία αυτοτελή υπηρεσία, διαβίβασης αμφίπλευρων πληροφοριών για διακίνηση χρημάτων σε σχέση με πιστωτικές κάρτες, χωρίς να προβαίνει σε λογιστικές διεργασίες. υπηρεσία που αναλύεται σε έτερη υπηρεσία επεξεργασίας, εκκαθάρισης και εξουσιοδότησης, ήτοι υπηρεσίες που προηγούνται της τελικής πράξης μεταφοράς χρημάτων. Επομένως, αυτές οι αυτοτελείς υπηρεσίες που η αιτήτρια λαμβάνει από την MasterCard, εξαιρούνται από την απαλλαγή, επομένως, βαρύνονται με τον κανονικό συντελεστή Φ.Π.Α.

 

  Στην C-607/14 Bookit Ltd ν. Commissioners for Her Majestys Revenue and Customs, ημερομηνίας 26.5.2016, στις σκέψεις 27 και 28, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, επανέλαβε την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, πως απόκειται στον εθνικό δικαστή να εκτιμήσει εάν τα ενώπιον του στοιχεία υποδηλώνουν, υπό το πρίσμα της οικονομικής και εμπορικής υφής, την ύπαρξη ενιαίας πράξεως, ανεξαρτήτως του εάν αυτή απαρτίζεται από περισσότερες συμβάσεις. Εναπόκειται στο εθνικό Δικαστήριο να εξακριβώσει το κατά πόσον η υπηρεσία που παρέχεται από ένα πάροχο, ως συμπληρωματική υπηρεσία, πρέπει να ακολουθήσει, από πλευράς επιβολής ή όχι φορολογίας, την τύχη της κύριας παροχής υπηρεσίας.

 

  Στην υπό αναφορά απόφαση (Bookit Ltd (ανωτέρω)), υπήρξε ερμηνεία του όρου «μεταφορά χρημάτων» που εντοπίζεται στις διατάξεις του άρθρου 135(1)(δ) της Οδηγίας 2006/112/ΕΚ, ερμηνευόμενη ως εξής:-

                                                                       

«38 […] η μεταφορά χρημάτων αποτελεί πράξη συνισταμένη στην εκτέλεση εντολής αποστολής χρημάτων από έναν τραπεζικό λογαριασμό σε άλλο. Η πράξη αυτή χαρακτηρίζεται κυρίως από το ότι συνεπάγεται τη μεταβολή της νομικής και χρηματοοικονομικής καταστάσεως που υφίσταται, αφενός, μεταξύ του εντολές και του δικαιούχο και, αφετέρου, μεταξύ αυτών και των αντίστοιχων τραπεζών τους, καθώς και, αναλόγως της περιπτώσεως, μεταξύ των τραπεζών.

[…]

40 Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι, για να χαρακτηρισθούν ως πράξη που αφορά μεταφορά χρημάτων κατά την έννοια του άρθρου 135, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας περί ΦΠΑ, οι επίμαχες υπηρεσίες πρέπει να συγκροτούν διακριτό σύνολο, σφαιρικώς εκτιμώμενο, το οποίο εκπληρώνει τις ειδικές και ουσιώδεις λειτουργίες της μεταφοράς χρημάτων και το οποίο, κατά συνέπεια, έχει ως αποτέλεσμα τη μεταφορά χρηματικών ποσών και την πρόκληση νομικών και χρηματοοικονομικών μεταβολών. Συναφώς, πρέπει να διακρίνεται η απαλλασσόμενη υπηρεσία, υπό την έννοια της οδηγίας περί ΦΠΑ, από τη διενέργεια απλής υλικής πράξεως ή την παροχή τεχνικής υπηρεσίας. Προς τούτο, πρέπει ιδίως να εξετασθεί η έκταση της ευθύνης του παρέχοντος υπηρεσίες, ιδίως δε το ζήτημα αν η ευθύνη αυτή περιορίζεται στα τεχνικά θέματα ή καλύπτει τα ιδιαίτερα και ουσιώδη συστατικά στοιχεία των πράξεων (βλ., κατ’ αυτήν την έννοια, αποφάσεις της 5ης Ιουνίου 1997, SDC, C-2/95, EU:C:1997:278, σκέψη 66, και της 28ης Ιουλίου 2011, Nordea Pankki Suomi, C-350/10, EU:C:2011:532, σκέψη 24).»

(Η έμφαση προστέθηκε).

 

  Ομοίως και στις C-5/17 Commissioners for Her Majestys Revenue and Customs ν. DPAS Ltd, ημερομηνίας 25.7.2018 και C-42/18 Finanzamt Trier ν. Cardpoint GmbH, ημερομηνίας 3.10.2019, ερμηνεύθηκε η έννοια της πράξης μεταφοράς, ότι ακριβώς, αυτή αναλύεται σε μία σειρά ενεργειών και πως η απαλλαγή αφορά μόνον πράξεις που συγκροτούν ένα διακριτό σύνολο, το οποίο εκπληρώνει, εν τέλει, την πράξη μεταφοράς χρημάτων και προκαλεί ουσιαστικές νομικές και χρηματοοικονομικές μεταβολές, ως αποτέλεσμα της μεταφοράς αυτής.

 

  Στη βάση των πιο πάνω, καταλήγω πως το ζητούμενο εν προκειμένω, δεν είναι η ερμηνεία των προνοιών του άρθρου 135(1)(β) και (δ) της Οδηγίας 2006/112/ΕΚ, αλλά η εκτίμηση των γεγονότων που έχουν τεθεί ενώπιον μου και η εξέταση της φύσης των παρεχόμενων εκ της MasterCard υπηρεσιών προς την αιτήτρια και η εξέταση του πότε επέρχεται η πρόκληση νομικών και χρηματοοικονομικών μεταβολών για τη διενέργεια πράξης που απαλλάσσεται εκ της υποχρέωσης καταβολής Φ.Π.Α., ήτοι της πράξης μεταφοράς χρημάτων.

 

  Αυτή, όμως, η διεργασία και εκτίμηση, ανήκει στο εθνικό Δικαστήριο.

 

  Στη βάση όλων των πιο πάνω, η αίτηση απορρίπτεται. Επιδικάζονται €800 υπέρ των καθ’ ων η αίτηση και εναντίον της αιτήτριας.

 

  Η υπόθεση ορίζεται για οδηγίες, με σκοπό τον ορισμό της για διευκρινίσεις, στις 6.2.2024 και ώρα 8:30 π.μ.

 

 

 

 

Γαβριήλ, Δ.Δ.Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο