ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ  

   (Υπόθεση αρ. 1005/2020)

19 Φεβρουαρίου 2024

[ΓΑΒΡΙΗΛ, Δ.Δ.Δ.]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ AΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

H. B.

Αιτήτρια

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ

2. ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ

Καθ’ ων η αίτηση.

……………………………

Χριστόδουλος Τσέλεπος, για Γιώργο Χρ. Τσέλεπο, για την αιτήτρια.

Κυριακή Παπαδοπούλου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση.

   Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΓΑΒΡΙΗΛ, Δ.Δ.Δ.: Με την υπό εκδίκαση προσφυγή, η αιτήτρια προσβάλλει τη νομιμότητα της απόφασης των καθ’ ων η αίτηση με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση που υπέβαλε στις 13.3.2018 για απόκτηση της κυπριακής υπηκοότητας, όπως αυτή της γνωστοποιήθηκε δια της επιστολής ημερομηνίας 12.8.2020.

 

  Η αιτήτρια είναι υπήκοος Αλγερίας. Αφίχθηκε για πρώτη φορά στη Δημοκρατία στις 27.8.2004 και στις 23.11.2004 υπέβαλε αίτηση για έκδοση άδειας προσωρινής παραμονής, η οποία απορρίφθηκε στις 5.10.2005 και ζητήθηκε από την αιτήτρια ν’ αναχωρήσει. Στις 18.7.2006, αφίχθηκε εκ νέου στη Δημοκρατία και στις 14.8.2006 υπέβαλε αίτηση για χορήγηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Χορηγήθηκε σ’ αυτήν άδεια προσωρινής παραμονής, ως αιτήτρια ασύλου, με ισχύ μέχρι την 8.6.2007. Έκτοτε, δεν υπήρξε οποιοδήποτε άλλο διάβημα της αιτήτριας για ανανέωση της άδειας παραμονής της στη Δημοκρατία.

 

  Δύο χρόνια αργότερα, ήτοι στις 10.2.2009, τέλεσε γάμο με ευρωπαίο υπήκοο και ένα μήνα αργότερα, στις 19.3.2009 απέσυρε στην αίτηση για χορήγηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας, αφού όπως δήλωσε, δεν αντιμετώπιζε κανένα φόβο δίωξης στη χώρα της. Στις 26.3.2009 υπέβαλε αίτηση για έκδοση δελτίου διαμονής, ως μέλος της οικογένειας πολίτη της Ένωσης. Η άδεια δεν εκδόθηκε, καθότι διαπιστώθηκε πως η αιτήτρια δεν διέμενε στη δηλωθείσα, εκ μέρους του ζεύγους, διεύθυνση. Στις 2.11.2009 το Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού, κήρυξε λυμένο τον γάμο της αιτήτριας με τον ευρωπαίο.

 

  Ένα μήνα αργότερα, στις 18.12.2009 η αιτήτρια τέλεσε δεύτερο γάμο με επίσης ευρωπαίο υπήκοο, από τον οποίο γάμο απέκτησε ένα τέκνο, το οποίο διαμένει μόνιμα στην Αλγερία. Στις 21.1.2011 εκδόθηκε δελτίο διαμονής της αιτήτριας στη Δημοκρατία, με ισχύ μέχρι τις 27.1.2016. Στις 30.4.2015, η αιτήτρια απέκτησε δύο παιδιά με Κύπριο πολίτη. Ακολούθησε στις 25.5.2015 από το Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας, η λύση του γάμου της με τον δεύτερο της σύζυγο και στις 28.1.2016 τέλεσε γάμο με τον Κύπριο υπήκοο. Στην αιτήτρια εκδόθηκε άδεια διαμονής με ισχύ μέχρι την 17.3.2019.

 

  Στις 22.3.2018 υπέβαλε την επίδικη αίτηση για πολιτογράφηση. Ακολούθησε στις 14.3.2018 η λύση του γάμου της και με τον τρίτο της σύζυγο, με απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λεμεσού. Στις 9.4.2019 υπέβαλε αίτηση για ανανέωση της άδειας προσωρινής παραμονής της στη Δημοκρατία.

 

  Λήφθηκαν οι απόψεις της ΚΥΠ, σύμφωνα με τις οποίες δεν υπήρχε οποιοδήποτε στοιχείο εναντίον της, από πλευράς ασφάλειας, όπως επίσης και οι απόψεις της Interpol, με επίσης  αρνητικό περιεχόμενο, με μοναδική σημείωση απαγόρευσης της αιτήτριας να μεταφέρει εκτός Κύπρου τα δύο ανήλικα τέκνα που απέκτησε με τον τρίτο της σύζυγο.

 

 

  Σχετικό σημείωμα αναφορικά με την υποβληθείσα αίτηση, ετοιμάστηκε στις 4.6.2020, στο οποίο καταγράφεται το ιστορικό της αιτήτριας. Όπως αναφέρεται, διαμένει σε ενοικιαζόμενο διαμέρισμα στη Λεμεσό μαζί με τα δύο ανήλικα τέκνα της και πληρώνει μηνιαίο ενοίκιο €525. Από τον Ιανουάριο του 2019 λαμβάνει ως μισθό από την εργασία της, το ποσό των €1092, καθώς επίσης και ποσό ύψους €450 ως διατροφή. Έγινε αναφορά στο σχετικό σημείωμα, πως η αιτήτρια πληροί τα τυπικά προσόντα που καθορίζονται στον Τρίτο Πίνακα του άρθρου 111 του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου του 2002, Ν. 141(Ι)/2002, αφού συμπληρώνει 7 χρόνια, 7 μήνες και 7 μέρες νόμιμης παραμονής στη Δημοκρατία, έχει λευκό ποινικό μητρώο και αρνητικό περιεχόμενο από την έρευνα της Αστυνομίας (ΚΥΠ και Interpol).

 

  Στο εν λόγω σημείωμα, επισημαίνεται το γεγονός της υποβολής εκ μέρους της αιτήτριας αίτησης ασύλου, την οποία απέσυρε μόλις τέλεσε γάμο με ευρωπαίο πολίτη, ενώ καταγράφεται ως επισήμανση και το γεγονός της παραμονής της για μεγάλο χρονικό διάστημα χωρίς να κατέχει άδεια παραμονής. Όπως καταγράφηκε από την λειτουργό που έχει διερευνήσει τα γεγονότα και έχει ετοιμάσει το σχετικό σημείωμα:-

«Από το όλο ιστορικό, διαπιστώνεται έλλειψη σεβασμού και μη τήρηση των νόμων της Δημοκρατίας καθώς και μη συμμόρφωσης με τις υποδείξεις και οδηγίες των αρχών. Επιπλέον διαπιστώνεται ότι η αλλοδαπή δεν διαθέτει σταθερούς και τακτικούς οικονομικούς πόρους, επαρκείς για την συντήρηση της και των εξαρτώμενων μελών της οικογένειας της. Σύμφωνα με το άρθρο 111 του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου, υποβάλλεται εισήγηση όπως η εξεταζόμενη αίτηση για πολιτογράφηση απορριφθεί […]»

 

  Το εν λόγω σημείωμα τέθηκε υπόψη του Υπουργού Εσωτερικών, μαζί με τους φακέλους της αιτήτριας, στις 6.7.2020, με απορριπτική εισήγηση, την οποία ο Υπουργός έκανε αποδεκτή στις 14.7.2020. Στις 12.8.2020 γνωστοποιήθηκε στην αιτήτρια η προσβαλλόμενη απόφαση, της οποίας το περιεχόμενο, μεταφέρω αυτούσιο:-

«Έχω οδηγίες να αναφερθώ στην αίτησή σας ημερ. 13/03/2018 για απόκτηση της κυπριακής υπηκοότητας με πολιτογράφηση και να σας πληροφορήσω ότι η αίτηση σας τέθηκε ενώπιον του Υπουργού Εσωτερικών και εξετάσθηκε με τη δέουσα προσοχή αλλά δεν κατέστη δυνατό να εγκριθεί, καθότι στο παρελθόν παραμείνατε παράνομα στη Δημοκρατία για μεγάλο διάστημα και διαπιστώθηκε έλλειψη σεβασμού και μη τήρηση των νόμων της Δημοκρατίας εκ μέρους σας καθώς και μη συμμόρφωση με τις υποδείξεις και οδηγίες των αρχών. Επιπλέον, οι οικονομικοί πόροι συντήρησης σας δεν κρίνονται επαρκείς για τη συντήρησή σας και των εξαρτώμενων μελών της οικογένειάς σας».

 

  Δια του ευπαιδεύτου δικηγόρου της, η αιτήτρια ισχυρίζεται, σε πολύ γενικές γραμμές, πως η προσβαλλόμενη απόφαση αντιβαίνει σε θεμελιώδη δικαιώματα της, είναι αναιτιολόγητη, παραβιάζει τις σχετικές διατάξεις της νομοθεσίας, είναι προϊόν κακής χρήσης της διακριτικής της ευχέρειας και ελήφθη κατά παράβαση της αρχής της νομιμότητας.

 

  Αντίθετες υπήρξαν οι θέσεις της ευπαιδεύτου δικηγόρου των καθ’ ων η αίτηση, η οποία αφού τόνισε ιδιαίτερα την ευρεία διακριτική ευχέρεια της διοίκησης στο ζήτημα της εξέτασης αιτήσεων πολιτογράφησης, προερχόμενες από την άσκηση του κυριαρχικού δικαιώματος του κράτους να επιλέγει ποιους επιθυμεί να έχει ως πολίτες του, υπέδειξε πως οι ισχυρισμοί που προβλήθηκαν υπήρξαν ατεκμηρίωτοι και αβάσιμοι.

 

  Εν πρώτοις, θα πρέπει να καταγραφεί η γενικότητα των νομικών σημείων που καταγράφονται στην αίτηση ακυρώσεως, κατά παράβαση του Κανονισμού 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, που αναφέρει πως «Έκαστος διάδικος δέον διά των εγγράφων προτάσεων αυτού να εκθέτη τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται, αιτιολογών ταύτα πλήρως».

 

  Η εν λόγω αιτιολόγηση των νομικών σημείων είναι απαραίτητη, εφόσον οποιαδήποτε αοριστία ή ασάφεια επηρεάζει αναπόφευκτα την ορθότητα της νομικής βάσης με αποτέλεσμα να είναι ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης (Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598).

 

  Όπως έχει νομολογηθεί σε σωρεία αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δεν είναι αποδεκτή παρέκκλιση από τη ρητή επιταγή του Κανονισμού 7, ενώ η δικογραφία αποτελεί το μέσο προσδιορισμού των επίδικων θεμάτων. Οι τελικές αγορεύσεις που υποβάλλονται, μετά την επιθεώρηση των φακέλων, εξειδικεύουν και συγκεκριμενοποιούν τα επίδικα θέματα, τα οποία προσδιορίζονται στην αίτηση ακυρώσεως, που καλείται το δικαστήριο να επιλύσει (Δημοκρατία ν. Κουκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Γιασουμής ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 27, Κολοκάσης ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 23, Α.Ε. 95/12 Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστημίου Κύπρου, ημερομηνίας 6.7.2018, Α.Ε. 33/2013, Mehmet ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 14.3.2019).

 

 

  Βεβαίως, ούτε και στην γραπτή αγόρευση επήλθε οποιαδήποτε εξειδίκευση των ισχυρισμών που προτάσσονται προς ακύρωση της απορριπτικής απόφασης της διοίκησης.

 

  Παρά ταύτα, για σκοπούς πληρότητας, θα προχωρήσω να εξετάσω τους γενικούς ισχυρισμούς που έχουν προβληθεί εκ μέρους της, υπό το φως, τόσο των διοικητικών φακέλων που κατατέθηκαν ως Τεκμήρια 1 – 4, όσο και της Ένστασης που καταχωρήθηκε.

 

  Οι διατάξεις που αφορούν τη δυνατότητα απόκτησης της ιδιότητας του πολίτη της Δημοκρατίας από οποιοδήποτε αλλοδαπό πρόσωπο, είναι γνωστές και καθορίζονται στις πρόνοιες του άρθρου 111 του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου του 2002, Ν. 141(Ι)/2002, ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, σε συνδυασμό με τον Τρίτο Πίνακα του Νόμου.

 

  Η σχετική με το επίδικο ζήτημα προσέγγιση της νομολογίας μας αναφορικά με αιτήματα πολιτογράφησης αλλοδαπών, σκιαγραφείται στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Mohamad v. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 18, στην οποία υποδείχθηκε πως η πολιτογράφηση συνιστά μία εξουσία που ανάγεται στην κυρίαρχη φύση του κράτους, με ευρεία διακριτική ευχέρεια της διοίκησης κατά την εξέταση των αιτημάτων, με μόνο περιορισμό την ανάγκη επίδειξης καλής πίστης.

 

  Καθορίστηκε, επίσης, εκ της νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, πως η πλήρωση και μόνον των προϋποθέσεων που ορίζονται στις διατάξεις του άρθρου 111, σε συνάρτηση με τον Τρίτο Πίνακα του Νόμου, αναφορικά με το διάστημα παραμονής του εκάστοτε αιτητή στη Δημοκρατία, με τον καλό του χαρακτήρα και την πρόθεσή του, σε περίπτωση χορήγησης σε αυτόν πιστοποιητικού πολιτογράφησης, να διαμένει στη Δημοκρατία, δεν παρέχουν αφ’ εαυτών δικαίωμα στον αλλοδαπό για πολιτογράφηση. Η σχετική εξουσία προς λήψη τέτοιας απόφασης, ανήκει στον Υπουργό Εσωτερικών και η ευχέρειά του, είναι η ευρύτερη δυνατή, με μόνο περιορισμό την καλή πίστη (Ananda Marga v. Republic (1985) 3 CLR 2583, Moyo v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1203, Ήρωα ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 307, Α.Ε. 33/2011 Issa E. E. Alyatim ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 25.10.2016).

 

  Έγινα αναφορά πιο πάνω στους λόγους που η λειτουργός που ετοίμασε το σχετικό σημείωμα το οποίο και υπέβαλε προς τον Υπουργό Εσωτερικών, μαζί με τους φακέλους της αιτήτριας, εισηγήθηκε απόρριψη της αιτήσεως. Η αίτηση απερρίφθη, όπως καταγράφεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, λόγω της μεγάλης διάρκειας παράνομης παραμονής της στη Δημοκρατία, γεγονός που καταδείκνυε έλλειψη σεβασμού στους νόμους της Δημοκρατίας. Επιπρόσθετος λόγος, αφορούσε το ζήτημα των οικονομικών πόρων για την συντήρηση τόσο της ίδιας, όσο και των δύο δίδυμων ανήλικων εξαρτώμενων τέκνων της.

 

  Έχοντας κατά νου πως η πολιτογράφηση συνιστά μία εξουσία που ανάγεται στην κυρίαρχη φύση του κράτους να επιλέγει τα πρόσωπα στα οποία επιθυμεί να παραχωρήσει την υπηκοότητα και να τα κάνει πολίτες του κράτους, με μόνη ανάγκη την επίδειξη καλής πίστης, καταλήγω πως η πιο πάνω αναφερόμενη διαπίστωση, υπήρξε εύλογη και δεν έχει, εν πάση περιπτώσει, υποδειχθεί, ούτε και προβληθεί ισχυρισμός περί ύπαρξης κακοπιστίας εκ μέρους των καθ’ ων η αίτηση.  

 

  Ένας αλλοδαπός, δεν έχει δικαίωμα για πολιτογράφηση, παρά μόνον προσδοκία. Από το περιεχόμενο των διοικητικών φακέλων, σε συνάρτηση με τους λόγους που γνωστοποιήθηκε στην αιτήτρια η απορριπτική απόφαση, καταλήγω πως η διακριτική ευχέρεια της διοίκησης ασκήθηκε εντός πλαισίων καλής πίστης και υπό αυτές τις συνθήκες, το Δικαστήριο δεν μπορεί να επέμβει και ν’ αμφισβητήσει την εν λόγω κρίση.

 

  Κρίνω, στη βάση των ενώπιον μου γεγονότων, ότι παρέχεται επαρκές πραγματικό έρεισμα για την απορριπτική απόφαση, η εκτίμηση της διοίκησης, κρίνεται και εύλογη και επιτρεπτή, υπό το φως των ενώπιον της γεγονότων και δεν διαπιστώνω έλλειψη καλής πίστης εκ μέρους του Υπουργού Εσωτερικών.

 

 

  Ενόψει όλων των πιο πάνω, η προσφυγή απορρίπτεται με €2.000 εναντίον της αιτήτριας και υπέρ των καθ’ ων η αίτηση. Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται, δυνάμει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.               

 

 

 

Γαβριήλ, Δ.Δ.Δ.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο