ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ  

   (Υπόθεση αρ. 1033/2020)

19 Φεβρουαρίου 2024

[ΓΑΒΡΙΗΛ, Δ.Δ.Δ.]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ AΡΘΡΑ 12, 15, 23, 25, 29, 30, 33, 35, 169(2)-(3), 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

Σ. Μ.

Αιτητής

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

Καθ’ ου η αίτηση.

……………………………

Δέσποινα Χάσικου, για Ανδρέας Χάσικος, για τον αιτητή.

Ανδρέας Αντωνιάδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΓΑΒΡΙΗΛ, Δ.Δ.Δ.: Ο αιτητής στρεφόμενος κατά του Αρχηγού Αστυνομίας, αξιώνει την εξής θεραπεία από το Δικαστήριο:-

«Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η ανακλητική πράξη και/ή απόφαση του Καθ’ ου η Αίτηση για στέρηση της ισχύουσας άδειας κατοχής πυροβόλου όπλου κατηγορίας Δ του Αιτητή εκδοθείσας επ’ ονόματι του την 15/11/2016, πράξη/απόφαση η οποία του κοινοποιήθηκε προφορικά από το Τμήμα Υπηρεσίας Θήρας κατόπιν διαδικτυακής αίτησης για ανανέωση της άδειας κυνηγίου του και με απαντητική γραπτή επιστολή του Τμήματος Υπηρεσίας Θήρας ημερομηνίας 07/10/2020, είναι άκυρη, παράνομη και/ή αντισυνταγματική και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.»

 

  Στον αιτητή είχε εκδοθεί άδεια κατοχής πυροβόλου όπλου, δυνάμει του περί Πυροβόλων και Μη Πυροβόλων Όπλων Νόμου του 2014, ως αυτός έχει τροποποιηθεί, Ν. 113(Ι)/2004. Στις 7.5.2019 το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, στα πλαίσια εκδίκασης της ποινικής υπόθεσης με αρ. 668/19, επέβαλε στον αιτητή, κατόπιν παραδοχής του, χρηματικό πρόστιμο, για το ποινικό αδίκημα της κατοχής εκρηκτικών υλών χωρίς άδεια από τον Επιθεωρητή Εκρηκτικών Υλών, κατά παράβαση του άρθρου 2 και 4(i)(ε)(4)(δ) και (5) του περί Εκρηκτικών Υλών Νόμου, Κεφ. 54.

 

  Όπως αναφέρεται στο περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου που κατατέθηκε στη διαδικασία ως Τεκμήριο 1, ο αιτητής είχε επιχειρήσει να ανανεώσει την άδεια κυνηγίου υποβάλλοντας ηλεκτρονικά σχετική αίτηση για ανανέωση προς την Υπηρεσία Θήρας και διαπίστωσε πως το σύστημα δεν του επέτρεπε να προχωρήσει. Κατόπιν προφορικής ενημέρωσης από την Υπηρεσία Θήρας, του γνωστοποιήθηκε πως, λόγω της καταδίκης του, δεν μπορούσε να προβεί σε ανανέωση. Ως εκ τούτου, μέσω του δικηγόρου του, απέστειλε προς τον Αρχηγό Αστυνομίας επιστολή ημερομηνίας 26.8.2020, με την οποία ζητούσε όπως το όνομά του αφαιρεθεί από τον κατάλογο των ατόμων τα οποία δεν δικαιούνται να ανανεώσουν την άδεια κυνηγίου.

 

  Ο Αρχηγός Αστυνομίας, δια της επιστολής ημερομηνίας 2.9.2020, γνωστοποίησε προς τον δικηγόρο του αιτητή, τα εξής:-

«Αναφορικά με το πιο πάνω θέμα σας πληροφορώ ότι σύμφωνα με το Άρθρο 5(4)(στ), του περί Πυροβόλων και Μη Πυροβόλων Όπλων Νόμο 113(Ι)/2004, «Πρόσωπο που καταδικάζεται για οποιοδήποτε από τα αδικήματα που αναφέρονται στην υποπαράγραφο (δ) δύναται, ύστερα από παρέλευση δέκα ετών από την ημερομηνία καταδίκης του και επτά ετών από την ημερομηνία της αποφυλάκισης του, να υποβάλει αίτηση, σύμφωνα με το παρόν άρθρο, για την εξασφάλιση άδειας κατοχής πυροβόλων κατηγορίας Δ΄».

2. Η επιφύλαξη του πιο πάνω άρθρου αναφέρει ότι «Νοείται ότι για τα αδικήματα του εμπρησμού, κατοχής, χρήσης, κατοχής με σκοπό την προμήθεια ελεγχόμενων φαρμάκων και ψυχοτρόπων ουσιών που αναφέρονται στην παράγραφο (δ), ο Υπουργός έχει εξουσία με σύσταση του Αρχηγού της Αστυνομίας με βάση τα πραγματικά γεγονότα της κάθε περίπτωσης να μειώσει την προαναφερόμενη περίοδο».

3. Επειδή, ο πελάτης σας έχει καταδικαστεί για το αδίκημα της κατοχής εκρηκτικών υλών χωρίς άδεια από τον επιθεωρητή εκρηκτικών υλών (2 χάρτινες κυλινδρικές κροτίδες), κατά παράβαση του Άρθρου 4(4)(δ), Κεφ. 54 του περί Εκρηκτικών Υλών Νόμου, ο Υπουργός δεν έχει την εξουσία σύμφωνα με το πιο πάνω άρθρο, να μειώσει την προαναφερόμενη περίοδο.»

 

 

  Ο δικηγόρος του αιτητή διαφώνησε με το περιεχόμενο της πιο πάνω αναφερόμενης επιστολής, τη νομιμότητα της οποίας, όμως, δεν προσέβαλε με προσφυγή. Αντί τούτου, απέστειλε προς τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας επιστολή ημερομηνίας 28.9.2020, στην οποία εξέθετε τους λόγους για τους οποίος ο ίδιος θεωρούσε πως η απόφαση του Αρχηγού Αστυνομίας υπήρξε πεπλανημένη.

 

  Ακολούθησε επιστολή ημερομηνίας 7.10.2020 από τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Θήρας, προς τον δικηγόρο του αιτητή, σε σχέση με την αίτηση που υπέβαλε για ανανέωση της άδειας κυνηγίου, αναφέροντας τα εξής:-

«[…] 2. Προς εφαρμογή της πιο πάνω πρόνοιας της Νομοθεσίας η Υπηρεσία μου, λαμβάνει σχετική ενημέρωση αναφορικά με τα πρόσωπα που δεν δύνανται ή τους έχει στερηθεί το δικαίωμα απόκτησης άδειας κατοχής όπλου, από την Αστυνομία.

3. Με βάση την πιο πάνω ενημέρωση, ο κ. […] έχει στερηθεί του δικαιώματος κατοχής κυνηγετικού όπλου λόγω καταδίκης του από Δικαστήριο στις 7/5/2019.

4. Λόγω του ότι, ο κ. […] έχει στερηθεί το δικαιώματος κατοχής κυνηγετικού όπλου, δεν είναι δυνατόν να προχωρήσει η διαδικασία ανανέωσης της άδειας κυνηγίου του. Η άδεια κυνηγίου του κ. […] θα είναι δυνατό να ανανεωθεί όταν αποκτήσει εκ νέου άδεια κατοχής κυνηγετικού όπλου».

 

  Στις 19.10.2020, ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως, ενημέρωσε τον αιτητή πως δεν παρέχεται η δυνατότητα στον Υπουργό να μειώσει την περίοδο στέρησης του δικαιώματος κατοχής πυροβόλου όπλου, λόγω του ότι σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5(4)(δ)(ix) του Ν. 113(Ι)/2004, δεν του δίδεται τέτοια ευχέρεια σε σχέση με τη φύση του αδικήματος για το οποίο καταδικάστηκε.

 

  Η ευπαίδευτη συνήγορος για τον αιτητή, υποστήριξε πως η ανακλητική απόφαση του Αρχηγού Αστυνομίας με την οποία στέρησε από τον αιτητή την άδεια κατοχής πυροβόλου όπλου, όπως αυτή του γνωστοποιήθηκε προφορικά και αργότερα γραπτώς από την επιστολή της Υπηρεσίας Θήρας ημερομηνίας 7.10.2020, είναι πάσχουσα, λόγω παράβασης ουσιώδους τύπου, αφού δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις του άρθρου 5(5) του Ν. 113(Ι)/2004, λόγω του ότι δεν δόθηκε στον αιτητή προηγούμενη εύλογη και γραπτή ειδοποίηση πως επίκειται ν’ ακολουθήσει η ανάκληση αυτής. Διατείνεται ότι για την πράξη ανάκλησης της άδειας κατοχής πυροβόλου όπλου, δεν συνεκτιμήθηκαν από τον Αρχηγό Αστυνομίας και οι διατάξεις του Ν. 70/81, ήτοι του περί Αποκαταστάσεως Καταδικασθέντων Νόμου, βάσει του οποίου ο αιτητής είχε ήδη αποκατασταθεί, εξού και είχε στην κατοχή του λευκό ποινικό μητρώο, ότι η εν λόγω απόφαση παραβιάζει τις διατάξεις των Άρθρων 23, 25 και 28 του Συντάγματος, καθώς και του δικαιώματος της ιδιωτικής ζωής του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ.

 

  Ο ευπαίδευτος συνήγορος της Δημοκρατίας, ήγειρε στη γραπτή του αγόρευση ζήτημα εκπροθέσμου της προσφυγής, ισχυριζόμενος πως τα έννομα αποτελέσματα της στέρησης της άδειας κατοχής πυροβόλου όπλου άρχισαν από την ημερομηνία της καταδίκης του, ήτοι από 7.5.2019 και συνεπώς, η προσφυγή καταχωρηθείσα στις 3.11.2020 είναι εκπρόθεσμη. Επί της ουσίας, υποστήριξε πως η απόφαση του Αρχηγού Αστυνομίας συνιστά στέρηση της άδειας και όχι τροποποίηση, ούτε αναστολή, αλλά ούτε και ανάκληση, έτσι ώστε να τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις του άρθρου 5(5) του Ν. 113(Ι)/2004 προκειμένου να προηγηθεί προς τον αιτητή η παροχή σχετικής ειδοποίησης. Κατά τις θέσεις του, οι διατάξεις του Ν. 113(Ι)/2004 υπερισχύουν ως lex specialis του γενικότερου περί Αποκαταστάσεως Καταδικασθέντων Νόμου, Ν. 70/81, καταλήγοντας πως η απόφαση του Αρχηγού Αστυνομίας, υπήρξε σύννομη και ορθή.

 

  Προχωρώντας να εξετάσω τους εκατέρωθεν εγειρόμενους ισχυρισμούς, διαπιστώνω, εν πρώτοις, πως καίτοι η προσφυγή στρέφεται κατά του Αρχηγού Αστυνομίας, εντούτοις, δεν προσεβλήθη εκ μέρους του αιτητή, η αρχικώς γνωστοποιηθείσα προς αυτόν απόφαση. Στο αιτητικό της προσφυγής, ζητείται έλεγχος νομιμότητας της «ανακλητικής απόφασης» του Αρχηγού Αστυνομίας, δια της οποίας επήλθε στέρηση της άδειας κατοχής πυροβόλου όπλου, όπως αυτή του γνωστοποιήθηκε με την επιστολή της Υπηρεσίας Θήρας, ημερομηνίας 7.10.2020.

 

  Με την εν λόγω, όμως, επιστολή ημερομηνίας 7.10.2020 δεν γνωστοποιήθηκε το πρώτον προς τον αιτητή η απόφαση του Αρχηγού.

 

  Αντιθέτως, πλήρη γνώση όλων των συγκεκριμένων δεδομένων είχε λάβει προηγουμένως ο αιτητής, με το περιεχόμενο της επιστολής ημερομηνίας 2.9.2020 εκ μέρους του Αρχηγού Αστυνομίας. Τότε, του γνωστοποιήθηκε πως η δυνατότητα για εξασφάλιση άδειας κατοχής πυροβόλου όπλου κατηγορίας Δ (νέας άδειας και όχι και ανανέωσης προηγουμένως ισχύουσας), ήταν δυνατή μετά από παρέλευση 10 ετών από την ημερομηνία της καταδίκης του, συμφώνως των διατάξεων του άρθρου 5(4)(στ) του Ν. 113(Ι)/2004. Επιπροσθέτως, του γνωστοποιήθηκε κι η μη δυνατότητα εκ μέρους του Υπουργού για μείωση της πιο πάνω αναφερόμενης χρονικής περιόδου, λόγω της φύσεως του αδικήματος για το οποίο καταδικάστηκε, κατ’ εφαρμογή των όσων αναφέρονται στην επιφύλαξη του πιο πάνω αναφερόμενου άρθρου.

 

  Ο αιτητής δεν προσέβαλε την νομιμότητα της πιο πάνω αναφερόμενης απόφασης. Αντί τούτου, με την υπό εκδίκαση, προσβάλλεται η νομιμότητα της απόφασης της Υπηρεσίας Θήρας, ημερομηνίας 7.10.2020, μέσω της οποίας, όμως, ο αιτητής πληροφορείται για την ήδη γνωστοποιηθείσα σ’ αυτόν, απόφαση του Αρχηγού Αστυνομίας.

 

  Αυτή καθ’ αυτή η απόφαση του Αρχηγού Αστυνομίας, με την οποία ο αιτητής στερήθηκε την άδεια κατοχής πυροβόλου όπλου, όπως του γνωστοποιήθηκε με την επιστολή ημερομηνίας 2.9.2020, ουδέποτε προσβλήθηκε από τον αιτητή, με αποτέλεσμα αυτή να θεωρείται νόμιμη. Η εδώ προσβαλλόμενη απόφαση ημερομηνίας 7.10.2020 της Υπηρεσίας Θήρας, επαναλαμβάνει και πληροφορεί τον αιτητή για την ήδη ληφθείσα απόφαση του Αρχηγού Αστυνομίας, η οποία, υπό τις περιστάσεις που αναφέρθηκαν, θεωρείται νόμιμη.

 

  Συνεπώς, στη βάση των πιο πάνω, κρίνεται πως η προσβαλλόμενη απόφαση ημερομηνίας 7.10.2020, δεν συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη, αλλά πράξη πληροφοριακή, της προηγούμενης εκτελεστής, αλλά μη προσβληθείσας, διοικητικής απόφασης του Αρχηγού Αστυνομίας ημερομηνίας 2.9.2020 με την οποία ο αιτητής έλαβε πλήρη γνώση όλων των δεδομένων που σχετίζονται με την επίπτωση της καταδίκης του, επί της άδειας κατοχής πυροβόλου όπλου.

 

  Για τους πιο πάνω λόγους, καταλήγω πως η προσφυγή θα πρέπει ν’ απορριφθεί, ως απαράδεκτη.

 

  Παρά την πιο πάνω κατάληξη, θα προχωρήσω να εξετάσω τους ισχυρισμούς του αιτητή, για σκοπούς πληρότητας, σε περίπτωση που κριθεί πως η εδώ προσβαλλόμενη απόφαση, συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη.

 

  Βάσει των διατάξεων του άρθρου 5(4)(γ)(iii) του περί Πυροβόλων και Μη Πυροβόλων Όπλων Νόμου, Ν. 113(Ι)/2004 ως αυτός έχει τροποποιηθεί, ο Αρχηγός Αστυνομίας έχει εξουσία να εκδίδει άδεια απόκτησης και κατοχής πυροβόλου όπλου κατηγορίας Δ, υπό την προϋπόθεση πως δεν έχει καταδικαστεί στα αδικήματα που περιγράφονται στην υποπαράγραφο (δ) του εν λόγω άρθρου, καταδίκη που συνιστά κώλυμα στην έκδοση άδειας και κατοχής πυροβόλου όπλου, ανάμεσα στα οποία περιλαμβάνεται υπό εδάφιο (ix) η εισαγωγή, κατοχή, κατασκευή, αποθήκευση ή μεταφορά εκρηκτικών υλών, όπως το αδίκημα για το οποίο ο αιτητής καταδικάστηκε στις 7.5.2019.

 

  Όπως ρητώς αναφέρεται στις πρόνοιες του άρθρου 5(4)(στ) του Νόμου, καταδικασθέν πρόσωπο για τα αδικήματα της υποπαραγράφου (δ), δύναται μετά την παρέλευση 10 ετών από την ημερομηνία της καταδίκης του να αιτηθεί την εξασφάλιση (νέας) άδειας κατοχής πυροβόλου όπλου κατηγορίας Δ.

 

  Κρίνεται σημαντικό ν΄αναφερθεί, πως όπως πολύ ορθά υπέδειξε και η Δημοκρατία, η άδεια κατοχής πυροβόλου όπλου κατηγορίας Δ που κατείχε ο αιτητής, ακυρώθηκε, από την ημερομηνία της καταδίκης του. Αυτό προκύπτει ευκρινώς από τις διατάξεις του άρθρου 5(6) του Ν. 113(Ι)/2004. Ο αιτητής από τις 7.5.2019 δεν ήταν αδειούχος, αφού η άδεια που κατείχε, ακυρώθηκε λόγω της καταδίκης του. Με την καταδίκη, δεν επέρχεται, ούτε ανάκληση της άδειας, ούτε αναστολή, ούτε και τροποποίηση αυτής, έτσι ώστε να τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις του άρθρου 5(5) του Νόμου, προκειμένου να απαιτείται, ως ουσιώδης τύπος, η παροχή προς τον αιτητή εύλογης και γραπτής ειδοποίησης. Η ακύρωση της άδειας γίνεται αυτόματα με την καταδίκη του αδειούχου προσώπου.

 

  Επιπροσθέτως, ως προς το ζήτημα του χρόνου που νομιμοποιείται ο αιτητής να υποβάλει νέα αίτηση για έκδοση άδειας κατοχής πυροβόλου όπλου κατηγορίας Δ,  σε συμφωνία με τις εισηγήσεις της Δημοκρατίας, οι διατάξεις του ειδικότερου Νόμου, Ν. 113(Ι)/2004 υπερισχύουν του γενικότερου περί Αποκαταστάσεως Καταδικασθέντων Νόμου, Ν. 70/81 και επομένως, ορθά κρίθηκε από τον καθ’ ου η αίτηση, αφενός, η άμεση ακύρωση της άδειας που ο ίδιος κατείχε, ήτοι από 7.5.2019 και αφετέρου η μη δυνατότητα μείωσης της περιόδου δυνατότητας υποβολής νέας αίτησης για έκδοση άδειας κατοχής πυροβόλου όπλου κατηγορίας Δ, βάσει των διατάξεων του άρθρου 5(4)(στ) του Ν. 113(Ι)/2004.

 

  Απορριπτέοι ως εγερθέντες αόριστα και γενικά οι ισχυρισμοί περί παράβασης των διατάξεων των Άρθρων 23, 25 και 28 του Συντάγματος. Είναι πάγια και αυστηρή η νομολογία ως προς την απαίτηση έγερσης λόγων αντισυνταγματικότητας με την δέουσα ευκρίνεια και λεπτομέρεια, λόγοι που θα πρέπει να προωθούνται και να αποδεικνύονται με πειστικά στοιχεία και κυρίως, να εγείρονται ευκρινώς στο σώμα της ίδιας της αιτήσεως ακυρώσεως (Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Δημοκρατία ν. Σπύρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 533, Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2009) 3 Α.Α.Δ. 655 και Χαραλάμπους ν. Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου (2012) 3 Α.Α.Δ 59).

 

  Βάσει όλων των ανωτέρω, η απόφαση του Αρχηγού κρίνεται ως ορθή και νόμιμη.

  Για τους λόγους που έχουν αναφερθεί, η προσφυγή απορρίπτεται. Εναντίον του αιτητή και υπέρ του καθ’ ου η αίτηση, επιδικάζονται €2.000 ως έξοδα.

 

                       

 

 

         Γαβριήλ, Δ.Δ.Δ.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο