ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ  

(Υπόθεση αρ. 1191/2019)

 

                             16 Φεβρουαρίου 2024

                             [ΚΕΛΕΠΕΣΙΗ, Δ.Δ.Δ.]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ AΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

                                        N. R.

 

                                                                                                Αιτήτρια,

                                       και

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπουργείου Εσωτερικών,       Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης

 

Καθ’ ων η αίτηση

––––––––––––––––––––––––––––––––

Αναστάσιος Μυλωνάς, για Αναστάσιος Μυλωνάς & Σία Δ.Ε.Π.Ε δικηγόρος για τον αιτήτρια.

Αλίκη Καρσλιάδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, δικηγόρος για τους καθ’ ων η αίτηση.

 

                               Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΚΕΛΕΠΕΣΙΗ, Δ.Δ.Δ.:Η αιτήτρια αιτείται δικαστικής απόφασης, ως ακολούθως:

 

«Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση που κοινοποιήθηκε στην Αιτήτρια με επιστολή ημερ. 07/05/2019 και η οποία παραλήφθηκε από την  Αιτήτρια στις 26/07/2019 ως το Παράρτημα «Α» με την οποία απορρίπτεται η αίτηση της για απόκτηση Κυπριακής Υπηκοότητας, είναι άκυρη και/ή παράνομη και/ή λανθασμένη και/ή στερείται οποιουδήποτε νομικού αποτελέσματος».

 

Ως προκύπτει από τα γεγονότα της ένστασης και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, η αιτήτρια, υπήκοος Ρωσίας, αφίχθηκε στις 23.5.2004 για πρώτη φορά στη Δημοκρατία μαζί με τον υιό της με άδεια επισκέπτη (τουριστική θεώρηση) με ισχύ μέχρι 11.7.2004. Η αιτήτρια την 1.7.2004-και προτού εκπνεύσει η σχετική άδεια- υπέβαλε τόσο για την ίδια όσο και για το τέκνο της, αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας, αίτημα το οποίο απορρίφθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου. Στις 23.6.2006 η αιτήτρια καταχώρησε κατά της πιο πάνω απορριπτικής απόφασης διοικητική προσφυγή ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων την οποία εν τέλει απέσυρε στις 4.1.2008. Ακολούθως στις 7.12.2007 η αιτήτρια τέλεσε πολιτικό γάμο με Έλληνα υπήκοο που διέμενε στη Δημοκρατία και στις 22.2.2008 αποτάθηκε στο Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης για διευθέτηση της παραμονής της ως συζύγου ευρωπαίου πολίτη καθώς και του υιού της ως εξαρτώμενου τέκνου. Στις 16.1.2012 εξασφάλισε την έκδοση δελτίου διαμονής ως μέλος οικογένειας πολίτη της Ένωσης (ένεκα του συζύγου της) με ισχύ μέχρι τις 16.1.2017. Στα πλαίσια διερεύνησης της γνησιότητας του γάμου της αιτήτριας, διαπιστώθηκε ότι η αιτήτρια βρισκόταν σε διάσταση με τον σύζυγο της και ως εκ τούτου στις 13.12.2013 το δελτίο διαμονής της αιτήτριας ακυρώθηκε και η ίδια κλήθηκε να αναχωρήσει από τη Δημοκρατία και τα στοιχεία της τοποθετηθήκαν στον κατάλογο αναζητούμενων προσώπων. Ακολούθησε αίτημα της αιτήτριας για επανεξέταση της εν λόγω απόφασης και καταχώρησης νέας αίτησης για έκδοση δελτίου διαμονής στις 3.12.2014. Η μετέπειτα έκδοση του δελτίου διαμονής της στις 17.12.2014 με ισχύ με μέχρι  17.12.2019 διενεργήθηκε στη βάση του καθεστώτος διατήρησης δικαιώματος διαμονής στη Δημοκρατία ένεκα της πενταετούς διάρκειας του γάμου της με ευρωπαίο πολίτη, παρόλο που η αιτήτρια βρισκόταν σε διάσταση με τον σύζυγο της κατά τα τελευταία χρόνια, ήτοι από το 2012. Σημειώνεται ότι, σύμφωνα με το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, από το 2009 και εντεύθεν η αιτήτρια εργοδοτείτο στη Δημοκρατία.

Στις 26.4.2016 η αιτήτρια υπέβαλε αίτηση για απόκτηση κυπριακής υπηκοότητας με πολιτογράφηση.

 

Η πιο πάνω αίτηση εξετάστηκε και απορρίφθηκε από τον Υπουργό Εσωτερικών, ο οποίος υιοθέτησε την απορριπτική εισήγηση του λειτουργού εξέτασης, η oποία περιλαμβάνετo σε σχετική έκθεση που ετοιμάστηκε, μετά από προσωπική συνέντευξη της αιτήτριας και αφού προηγουμένως, ως καταγράφεται στην έκθεση της αρμόδιας λειτουργού, είχαν ληφθεί πληροφορίες από την ΚΥΠ και την Αστυνομία.

 

Η απορριπτική απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών κοινοποιήθηκε στην αιτήτρια με επιστολή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης ημερομηνίας 7.5.2019 με το ακόλουθο περιεχόμενο:

 

 «Έχω οδηγίες να αναφερθώ στην αίτησή σας ημερ. 24/6/2016 για απόκτηση της κυπριακής υπηκοότητας με πολιτογράφηση και να σας πληροφορήσω ότι η αίτησή σας τέθηκε ενώπιον του Υπουργού Εσωτερικών και εξετάσθηκε με τη δέουσα προσοχή αλλά δεν κατέστη δυνατό να εγκριθεί καθότι δεν έχετε οικογενειακούς δεσμούς αφού η οικογένεια σας διαμένει στη χώρα σας και η σχέση σας με την Κύπρο είναι καθαρά εργασιακή.»

Κατά της νομιμότητας της πιο πάνω απορριπτικής απόφασης ο αιτητής καταχώρησε την παρούσα Προσφυγή, στις 7.8.2019. 

 

Με την ένσταση της, η πλευρά των καθ΄ων η αίτηση ήγειρε προδικαστική ένσταση ότι η παρούσα Προσφυγή είναι εκπρόθεσμη κατά παράβαση του άρθρου 146 (3) του Συντάγματος.

 

Ακολούθησε η εκ μέρους της αιτήτριας καταχώρηση αίτησης για προσαγωγή μαρτυρίας ημερομηνίας 12.4.2021, δια της οποίας η αιτήτρια αιτείτο άδεια του Δικαστηρίου για να προσκομίσει μαρτυρία υπό μορφή ένορκης δήλωσης αναφορικά με την προδικαστική ένσταση των καθ’ ων η αίτηση και ειδικότερα σε σχέση με τον χρόνο στον οποίο η αιτήτρια έλαβε γνώση της επίδικης απόφασης. Κατά τη δικάσιμο ημερομηνίας 5.10.2022, η πλευρά των καθ΄ων η αίτηση δήλωσε ότι δεν φέρει οποιαδήποτε ένσταση στην αίτηση για προσαγωγή μαρτυρίας και το Δικαστήριο επέτρεψε την προσκόμιση της αιτούμενης μαρτυρίας με Οδηγίες όπως καταχωριστεί η ένορκη δήλωση εκ μέρους της αιτήτριας, όπερ και εγένετο στις 23.12.22.

 

Προέχει ως ζήτημα λογικής προτεραιότητας καθώς και λόγω της φύσης και της σπουδαιότητας που ενέχει, η εξέταση της προδικαστικής ένστασης περί του εκπροθέσμου καθότι άπτεται του παραδεκτού της παρούσας Προσφυγής.

 

Ισχυρίζονται οι καθ΄ων η αίτηση δια μέσω της γραπτή τους αγόρευσης, ότι η Προσφυγή καταχωρήθηκε εκπρόθεσμα καθότι ασκήθηκε μετά την πάροδο των 75 ημερών από την ημερομηνία γνωστοποίησης της επίμαχης απόφασης στην αιτήτρια. Αποτελεί θέση των καθ΄ων η αίτηση ότι η αποστολή της επιστολής ημερομηνίας 7.5.2019 (ερυθρό 180 στο διοικητικό φάκελο) συντελέστηκε ταχυδρομικώς στις 16.5.2019 στη διεύθυνση της αιτήτριας και προς τούτο η πλευρά των καθ΄ων η αίτηση παραπέμπει στις έγγραφες καταχωρήσεις του περιεχομένου του διοικητικού φακέλου όπου περιλαμβάνεται η ακόλουθη χειρόγραφη καταγραφή «16/5/19 Προς κα Rχχχχ. Nχχχχ. 7/5/19»  «180» συνοδευόμενη από μονογραφή κάποιου λειτουργού. Υποβάλλει η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ΄ων η αίτηση ότι η αιτήτρια δεν αμφισβήτησε την ταχυδρόμηση της επίμαχης επιστολής αλλά ούτε και την ορθότητα της  διεύθυνσης στην οποία αυτή απεστάλη και την ημερομηνία της εν λόγω ταχυδρόμησης, παρά μόνο δήλωσε ότι η ίδια παρέλαβε την επιστολή στις 26.7.2019. Η δε μαρτυρία που προσήγαγε, συνεχίζει, δια της ενόρκου δηλώσεως της δεν αποτελεί αφ’ εαυτής επαρκή στοιχείο, ενώ το γεγονός ότι η αιτήτρια δεν αντεξετάστηκε δεν σημαίνει ότι η θέση της είναι αποδεκτή. Αφ’ ης στιγμής σύμφωνα με τη νομολογία η ταχυδρομηθείσα επιστολή παραλαμβάνεται σε 2-3 ημέρες, καταλήγει η πλευρά των καθ’ ων η αίτηση ότι «από την ταχυδρόμηση της επιστολής, ήτοι 16/05/2019 και την πάροδο 2-3 ημερών από τη ρηθείσα ημερομηνία (20/05/2019) μέχρι και την άσκηση της παρούσας προσφυγής ήτοι 07/08/2019 έχει παρέλθει η προβλεπόμενη στο άρθρο 146(3) του Συντάγματος προθεσμία των 75 ημερών. »

 

Είναι παγίως νομολογημένο ότι όπου η απόφαση της διοίκησης δεν δημοσιεύεται, όπως είναι η παρούσα περίπτωση, η προθεσμία αρχίζει να προσμετρά από το χρονικό σημείο που ο διοικούμενος έλαβε πλήρη γνώση αυτής (xxx Thevatha v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Αναθ. Έφεση Αρ. 250/2012, ημερομηνίας 16.7.2019, ECLI:CY:AD:2019:C316).

 

Εν προκειμένω η καταγραφή που διενεργείται στις 16.5.2019 και περιλαμβάνεται στις έγγραφες καταχωρήσεις του διοικητικού φακέλου προς την αιτήτρια  ήτοι «Προς κα Rχχχχ Nχχχχ» με αναφορά στο ερυθρό 180, το οποίο αποτελεί την απόφαση ημερομηνίας 7.5.2019, υποδηλοί ότι η επιστολή ημερομηνίας 7.5.2019 απεστάλη προς την αιτήτρια την ημερομηνία που θέτει η καταγραφή ήτοι στις 16.5.2019. Αφ’ ης στιγμής δεν αμφισβητήθηκε από την αιτήτρια και είναι παραδεκτό ότι η επιστολή παρελήφθη μέσω ταχυδρομείου, καταλήγω ότι η καταγραφή ημερομηνίας 16.5.2019 αναφερόταν στην ταχυδρόμηση της επιστολής. Στην Eze v. Κυπριακής Δημοκρατίας (Έφεση κατά Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ.36/2016, ημερ.19.5.2022) με πανομοιότυπη καταγραφή στο ημερολόγιο ενεργειών του διοικητικού φάκελου κρίθηκε ότι στην απουσία οποιασδήποτε άλλης αναφοράς στο διοικητικό φάκελο για άλλη κοινοποίηση προς τον εκεί εφεσείοντα, ως επισυμβαίνει και στην παρούσα περίπτωση, αναπόδραστα συμπεραίνετο ότι η εκεί πανομοιότυπη καταγραφή «To Mr xxxEze », με ημερομηνία 14.6.2012, αναφερόταν στην ταχυδρόμηση της επιστολής.

 

Κατά πάγια νομολογία όταν μια επιστολή έχει ταχυδρομηθεί, αλλά δεν έχει επιστραφεί, δημιουργείται μαχητό τεκμήριο παράδοσης στο πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται (Theodorou v. The Abbot of Kykko Monastery Mr. Chrysostomos and Others (1965) 1 C.L.R.9) Eze v. Δημοκρατίας, ΕΔΔ36/16, 19.5.22) Latifundia Properties Ltd v. Ψακή κ.ά. (2003) 1 ΑΑΔ 670, Άρθρο 2 του περί Ερμηνείας Νόμου, Κεφ. 1, Θεμιστοκλέους ν. Δημοκρατίας (2007) 3 ΑΑΔ 415,  Σάββα ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Αναθ. Έφεση Αρ. 49/2012, ημερομηνίας 7.2.2018, ECLI:CY:AD:2018:C63). 

 

Επισημαίνω ότι αποτελεί παραδεκτό γεγονός από την πλευρά της αιτήτριας ότι η επιστολή απεστάλη ταχυδρομικώς στην ορθή διεύθυνση, αφού η αιτήτρια παραδέχεται μεν ότι παρέλαβε την επιστολή αλλά καθυστερημένα. Θεωρείται, συνεπώς, κατά τεκμήριο, ότι η επιστολή είχε φθάσει στον προορισμό της εντός ευλόγου χρόνου.

 

Επομένως, σύμφωνα και με τη πάγια νομολογία, η αιτήτρια είχε πλέον το βάρος να ανατρέψει το μαχητό τεκμήριο παραλαβής εντός ευλόγου χρόνου και εναπόκειτο στην ίδια να αποδείξει ότι παρέλαβε καθυστερημένα την επιστολή ημερομηνίας 7.5.2019 (Taranjit Singh v Δημοκρατίας (Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ.86/22, ημερομηνίας 20/7/22).

 

Στην Πατάτας v. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 248,  απορρίφθηκε η προσφυγή εφόσον ο αιτητής δεν προσήγαγε κανένα στοιχείο μαρτυρίας προς υποστήριξη του ισχυρισμού του ότι η επιστολή είχε ληφθεί σε συγκεκριμένη ημερομηνία.

Στην Εμπορική Εταιρεία Παλαιχωρίου Λτδ ν. Δημοκρατίας (2009) 4 ΑΑΔ 178, λέχθηκε ότι χωρίς την προσαγωγή σχετικής μαρτυρίας, δεν μπορούσε να γίνει δεκτός ο ισχυρισμός ότι η επιστολή που έφερε κατά τα άλλα τα ορθά στοιχεία διεύθυνσης παραλήφθηκε σε χρόνο άλλο από τον συνήθη, δηλαδή μετά παρέλευση περίπου δέκα ημερών.

 

Στην Eze (ανωτέρω) κρίθηκε ότι ο εκεί εφεσείων παρέλειψε να προσάψει μαρτυρία προς υποστήριξη της θέσης του ότι παρέλαβε την επιστολή στις 19.8.2012 και πως καμία μαρτυρία δεν προσκομίστηκε που να συνδέει τον φάκελο που επισύναψε στην απαντητική του αγόρευση με την αποσταλείσα επιστολή.

 

Καθίσταται φανερό ότι κατ’ επιταγή της πάγιας νομολογίας, η αιτήτρια όφειλε να προσαγάγει την απαιτούμενη μαρτυρία προς τεκμηρίωση του ισχυρισμού της ότι παρέλαβε την επίμαχη επιστολή σε μεταγενέστερο χρόνο, ήτοι στις 26.7.2019, πράγμα που στην προκειμένη περίπτωση η αιτήτρια έπραξε.

 

Ως ήδη υποδείχθηκε, προσκομίστηκε από την πλευρά της αιτήτριας -μετά από σχετική άδεια του Δικαστηρίου στις  5.10.2022 και χωρίς οι καθ΄ων η αίτηση να φέρουν οποιαδήποτε ένσταση επί τούτου- ένορκη μαρτυρία, υπό μορφή ενόρκου δηλώσεως της αιτήτριας ημερομηνίας  22.12.22.

 

Η αιτήτρια, με την εν λόγω ένορκη δήλωση της, ισχυρίστηκε ότι, διαμένει σε πολυκατοικία στην οδό Ευάγγελου Παπανούτσου  5 στη Λάρνακα, όπου το κάθε διαμέρισμα, έχει το δικό του γραμματοκιβώτιο και ως η ίδια αναφέρει ελέγχει σε καθημερινή βάση το δικό της γραμματοκιβώτιο της. Περαιτέρω η  ενόρκως δηλούσα αναφέρει ότι στις 26.7.2019 παρέλαβε από το γραμματοκιβώτιο της ένα φάκελο, ο οποίος στο αριστερό πάνω μέρος του ανέγραφε τα ακόλουθα: «ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης 1457, Λευκωσία» χωρίς να φέρει στο εξωτερικό του μέρος οποιαδήποτε ημερομηνία ταχυδρόμησης. Στο φάκελο αυτό, δηλώνει η ενόρκως δηλούσα, περιέχετο και η επιστολή ημερομηνίας 7.5.2019 δια της οποίας απορρίπτετο η αίτηση της για πολιτογράφηση. Ο εν λόγω φάκελος επισυνάφθηκε στην ένορκη δήλωση της αιτήτριας  ως Τεκμήριο Α. Πρόσθετα η ενόρκως δηλούσα δηλώνει ότι επισκέφθηκε άμεσα το δικηγόρο της, στις 29.7.2019 και προχώρησε στην καταχώρηση της υπό κρίση Προσφυγής  στις 7.8.2019, ήτοι 12 ημέρες από τη λήψη της εν λόγω επιστολής.

 

Ο συνήγορος της αιτήτριας, αγορεύοντας προφορικά επί του θέματος στο στάδιο των διευκρινήσεων τόνισε ότι στην μαρτυρία που προσκομίστηκε υπό μορφή ένορκης δήλωσης της αιτήτριας αναφέρονται τα γεγονότα σε σχέση με το χρόνο παραλαβής της επιστολής από την ίδια. Η μαρτυρία αυτή, υπέβαλε, δεν αμφισβητήθηκε με οποιοδήποτε τρόπο και θα πρέπει να γίνει παραδεκτή. Άλλωστε στο φάκελο στον οποίο εμπερικλείετο η επίμαχη επιστολή και ο οποίος επισυνάφθηκε ως Τεκμήριο στην ένορκη δήλωση της αιτητριας δεν υπάρχει, ως είθισται οποιαδήποτε απόδειξη πότε ο φάκελος εισήλθε στο ταχυδρομείο και καταχωρήθηκε για να αποσταλεί. Κατέληξε δε ότι αφ΄ης στιγμής υπάρχει μαρτυρία, ότι η επιστολή ημερομηνίας 7.5.2019 παραλήφθηκε σε συγκεκριμένη ημερομηνία, το δημιουργηθέν μαχητό τεκμήριο ανατρέπεται.

 

Θα συμφωνήσω με τη θέση της αιτήτριας ότι με την εκ μέρους της προσκομισθείσα μαρτυρία, έχει επιτύχει την ανατροπή του εν λόγω μαχητού τεκμηρίου, το οποίο δημιουργήθηκε αναφορικά με την αποστολή της επιστολής ημερομηνίας 7.5.2019.

 

Πράγματι η αιτήτρια, δεν έτυχε αντεξέτασης επί της ενόρκου δηλώσεως της από το δικηγόρο του καθ’ ου η αίτηση, που χειριζόταν κατ΄ εκείνο το χρόνο την υπόθεση, ώστε να κριθεί η αξιοπιστία της. Ούτε όμως, ως ορθά υπέδειξε η πλευρά της αιτήτριας, προσκομίστηκε εκ μέρους των καθ’ ων η αίτηση οποιαδήποτε μαρτυρία που να αντικρούει την ένορκη μαρτυρία της αιτήτριας, την οποία, μάλιστα, ως παρατηρώ, οι καθ΄ων η αίτηση απεδέχθηκαν να προσκομιστεί, χωρίς να ενστούν.

 

Η δε επίκληση της απόφασης MARKETRENTS FINANCE LTD ν 1. Γιώργου  Χριστοδουλίδη κα ( Πολιτική Έφεση αρ. (2007) 1Α Α.Α.Δ) από μέρους των καθ΄ων η αίτηση προς επίρρωση της θέσης ότι  παρά τη μη αντεξέταση της αιτήτριας, δεν σημαίνει ότι η θέση της είναι αποδεκτή, δεν μπορεί να τύχει οποιασδήποτε εφαρμογής στην παρούσα περίπτωση, τα δεδομένα της οποίας ουδεμία σχέση έχουν με τα δεδομένα της υπό εξέταση προσφυγής αφού η εν λόγω απόφαση αφορούσε σε αίτηση για επαναφορά απορριφθείσας αγωγής στην οποία μάλιστα, κρίθηκε ότι τα γεγονότα τα οποία επικαλούνταν οι εκεί εφεσείοντες στην ένορκο δήλωση τους ανατρέπονταν από προηγούμενες αναφορές των συνηγόρων τους ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

 

Εν τέλει, καθίσταται φανερό, ότι οι καθ΄ων η αίτηση περιορίστηκαν στη θέση ότι η επιστολή αποστάληκε ταχυδρομικώς στην ορθή διεύθυνση της αιτήτριας στις 16.5.2019 παραβλέποντας το καθοριστικό γεγονός ότι στην παρούσα περίπτωση έγινε δεκτή συγκεκριμένη μαρτυρία ως προς την ημερομηνία παραλαβής της  υπό αναφορά επιστολής. Με αυτά τα δεδομένα η μαρτυρία που τέθηκε από πλευράς αιτήτριας παρέμεινε εν προκειμένω αναντίλεκτη (ARACHCHIGE και Δημοκρατίας (Έφεση κατά Απόφασης Δ.Δ.Δ.Π.Αρ. 23/2021, ημερομηνίας 17/9/21).

 

Συνεπώς και υπό τα ιδιαίτερα δεδομένα της παρούσας υπόθεσης, καταλήγω ότι δεν μπορεί να τίθεται ζήτημα εκπροθέσμου της προσφυγής, αφού παρέμεινε ως αδιαμφισβήτητο ενώπιον μου, γεγονός ότι η αιτήτρια είχε λάβει γνώση της επιστολής ημερομηνίας 7.5.2019 στις 26.7.2019, γνώση που επέτρεπε στην αιτήτρια να ασκήσει τα νόμιμα δικαιώματα της (Πρόδρομος Ανδρέου κ.αv Δημοκρατίας(Αναθεωρητική Έφεση αρ. 36/2016, ημερομηνίας 9/5/2023).

 

Απόλυτα σχετική είναι η απόφαση NASHAT MONER LOFTY MATRY v Δημοκρατίας (Υπόθεση Αρ. 536/2008, ημερομηνίας 20/9/11), στην οποία το Ανώτατο Δικαστήριο υπό αντίστοιχα δεδομένα με την υπό κρίση υπόθεση, κατέληξε στα ακόλουθα:

«Στην παρούσα υπόθεση η  αποστολή της επιστολής με την οποία οι καθ’ων η αίτηση κοινοποιούσαν στον αιτητή την επίμαχη απόφαση, στην ορθή διεύθυνση του αιτητή, όπως και η μη επιστροφή της, δεν έχει αμφισβητηθεί από τον τελευταίο. Το μαχητό όμως τεκμήριο λήψης της εν λόγω επιστολής από τον αιτητή, που εκ πρώτης όψεως δημιουργείται (βλ. Θεανώ Θεμιστοκλέους ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 415), αμφισβητήθηκε έντονα από τον αιτητή, ο οποίος να σημειωθεί έχει και το βάρος ανατροπής του εν λόγω τεκμηρίου, με μαρτυρία η οποία δεν αντικρούστηκε από την πλευρά των καθ’ων η αίτηση, οι οποίοι υπενθυμίζω περιορίστηκαν στον ισχυρισμό ότι η υποχρέωση τους εξαντλείται στην  αποστολή ταχυδρομικώς της απόφασης στην ορθή διεύθυνση του αιτητή και μη επιστροφής της και στην παράλειψη από πλευράς του αιτητή να πληροφορηθεί για την τύχη της ένστασης του, πριν την επιστροφή του στην Κύπρο.

Με βάση την ενώπιον μου μαρτυρία κρίνω ότι ο αιτητής έχει επιτύχει την ανατροπή του εν λόγω μαχητού τεκμηρίου. Συνακόλουθα, η χρονική προθεσμία των 75 ημερών δεν μπορεί, κάτω από τις συγκεκριμένες περιστάσεις, να λογίζεται, ως η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ’ων η αίτηση εισηγείται, αλλά από τις 28.1.2008, ημερομηνία κατά την οποία η απόφαση περιήλθε για πρώτη φορά σε πλήρη γνώση του αιτητή. Χρήσιμη συναφώς αναφορά, ως προς τις αρχές που διέπουν το θέμα μπορεί να γίνει στο σύγγραμμα «Η Αίτησις Ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας», Τρίτη Έκδοση, του Καθηγητή Θ. Τσάτσου, κάτω από το κεφάλαιο «Η προθεσμία».

Ως αποτέλεσμα, η προδικαστική ένσταση απορρίπτεται.»

(η έμφαση προστέθηκε)

 

Συνεπώς, και στη βάση των ανωτέρω, κρίνω ότι, η παρούσα προσφυγή καταχωρήθηκε εμπρόθεσμα και ως εκ τούτου η προδικαστική ένσταση απορρίπτεται.

 

Προχωρώ να εξετάσω την ουσία των ισχυρισμών της αιτήτριας, όπως αυτοί αναπτύχθηκαν στη γραπτή αγόρευση της αιτήτριας.

 

Προς ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης προβάλλεται από την πλευρά της αιτήτριας ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι προϊόν πλάνης, μη δέουσας έρευνας καθώς και ότι η αιτήτρια κατέχει όλα τα τυπικά προσόντα που απαιτούνται για πολιτογράφηση. Οι πιο πάνω ισχυρισμοί της αιτήτριας εδράζονται επί της βάσης ότι οι καθ΄ων η αίτηση υπό πλάνη δεν έλαβαν υπόψη και δεν διερεύνησαν τα ακόλουθα: α) ότι ο υιός της αιτήτριας μεγάλωσε στην Κύπρο και οι δεσμοί του είναι άρρηκτα συνδεδεμένοι με τη Δημοκρατία και ότι παρά το γεγονός ότι έχει μεταβεί στη Ρωσία για σπουδές έχει σκοπό να επιστρέψει στην Κύπρο για μόνιμη διαμονή την όποια θεωρεί πατρίδα του, β) ότι η αιτήτρια ζει και εργάζεται ανελλιπώς στη Κύπρο για 15 συνεχόμενα χρόνια δημιουργώντας άρρηκτους δεσμούς με τη Δημοκρατία και ότι η ίδια επισκέπτεται τη χώρα της μια φορά το χρόνο, γ) οι δεσμοί της αιτήτριας είναι δυνατοί και έχει δημιουργήσει δυνατές φιλίες με τον τοπικό πληθυσμό, δ) η αιτήτρια ομιλεί πολύ καλά την ελληνική γλώσσα. Πρόσθετα υποβάλλει ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας ότι δεν διερευνήθηκε με τη δέουσα έρευνα ότι η αιτήτρια είναι νομοταγής και ότι έχει πολύ καλές συστάσεις από πρόσωπα που την γνωρίζουν. Πρόσθετος ισχυρισμός προβάλλεται περί ελλιπούς και εσφαλμένης αιτιολογίας αναφορικά με την απόφαση που κοινοποιήθηκε στην αιτήτρια.

 

Αντίθετα η ευπαίδευτη συνήγορος του καθ’ ου η αίτηση, απορρίπτοντας και αντικρούοντας όλους τους πιο πάνω ισχυρισμούς με συγκεκριμένες παραπομπές σε έγγραφα του διοικητικού φακέλου, υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καθόλα νόμιμη, δεόντως αιτιολογημένη καθώς και ότι λήφθηκε μετά από δέουσα έρευνα και ορθή ενάσκηση της διακριτικής εξουσίας του Υπουργού Εσωτερικών. Επισημαίνει δε, η πλευρά των καθ’ ων η αίτηση με παραπομπή σε νομολογία ότι οι λόγοι ακύρωσης που προβάλλονται δεν αιτιολογούνται κατά παράβαση του Κανονισμού 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962. Περαιτέρω υποβάλλει η πλευρά των καθ’ ων η αίτηση ότι η αιτήτρια δεν τεκμηρίωσε ούτε κατ’ ελάχιστον τους ισχυρισμούς της περί πλάνης, έλλειψης δέουσας έρευνας και ελλιπούς αιτιολογίας, τους οποίους προβάλλει με γενικό τρόπο καθώς και ότι η γραπτή αγόρευση δεν αποτελεί μέσο προσαγωγής μαρτυρίας ή διεύρυνσης των θεμάτων όπως αυτά τέθηκαν ενώπιον της διοίκησης. Τονίζει δε η ευπαίδευτη συνήγορος με παραπομπή σε νομολογία ότι η πολιτογράφηση αποτελεί εξουσία η όποια ανάγεται στην κυριαρχική φύση του κράτους καθώς και ότι η διακριτική ευχέρεια του Υπουργού Εσωτερικών είναι η ευρύτερη δυνατή, με μόνο περιορισμό την καλή πίστη. Η δε αιτήτρια, καταλήγει η ευπαίδευτη συνήγορος, δεν προώθησε οποιοδήποτε ισχυρισμό για κακόπιστη συμπεριφορά της διοίκησης.

 

Έχω εξετάσει με προσοχή τις εκατέρωθεν θέσεις των ευπαίδευτων συνηγόρων σε συνάρτηση με το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης.   

 

Εν πρώτοις δε θα συμφωνήσω με τη θέση των καθ΄ων η αίτηση περί μη επαρκούς δικογράφησης δεδομένου ότι οι ισχυρισμοί που εγείρονται περί πλάνης, έλλειψης δέουσας έρευνας και ελλιπούς αιτιολογίας σαφώς περιλαμβάνονται στα νομικά σημεία της Προσφυγής με τρόπο που μπορούν να τύχουν δικαστικής εξέτασης.

 

Κατά πάγια και διαχρονική νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, το ζήτημα της πολιτογράφησης άπτεται των κυριαρχικών δικαιωμάτων του κράτους και επομένως η διοίκηση διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια κατά την εξέταση των αιτημάτων, με μόνο περιορισμό να ενεργεί με καλή πίστη (Mohamad v. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 18, ISSAE. EALYATIM v. Δημοκρατίας (2016) 3 Α.Α.Δ. 496) Tulin  Sabahatin Veysel κ.ά ν. Δημοκρατίας, (Υποθ. Αρ. 184/2008, ημερ. 6.7.2010)  Boulatnikova v. Δημοκρατίας, (Υποθ. Αρ. 1082/2005, ημερ. 31.5.2007) Κυπριακή Δημοκρατία κ.α. ν. Ζ.Μ. (2011) 3 Α.Α.Δ. 20 ). Ακόμα δε και η πλήρωση των τυπικών προϋποθέσεων για πολιτογράφηση δεν συνεπάγεται δίχως άλλο ότι ο αιτητής δικαιούται αυτόματα πιστοποιητικό πολιτογράφησης (Reyes και Κυπριακής Δημοκρατίας (Αναθεωρητική Έφεση αρ. 181/12, ημερομηνίας 24/10/18).

 

Σχετικά είναι τα όσα προβλέπονται στο άρθρο 111 του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου 2002 (Ν.141(Ι)/2002), ως αυτό αποτελούσε το εφαρμοστέο νομοθετικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο, ως εδώ ενδιαφέρουν:

 

«Ο Υπουργός, όταν υποβληθεί σ' αυτόν αίτηση κατά τον καθορισμένο τύπο και τρόπο από οποιοδήποτε αλλοδαπό ενήλικα και με πλήρη ικανότητα, ο οποίος ικανοποιεί τον Υπουργό ότι κατέχει τα προσόντα για πολιτογράφηση σύμφωνα με τις διατάξεις του Τρίτου Πίνακα, δύναται να χορηγήσει σ' αυτόν πιστοποιητικό πολιτογράφησης.»

 

Στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Nabil Mohamed Adel Fattah Amer v. Δημοκρατίας (2011 3 Α.Α.Δ 66) λέχθηκαν τα εξής σχετικά και καθοδηγητικά ως προς το υπό εξέταση ζήτημα:

 

«Το Άρθρο 111 του Νόμου 141(Ι)/2002 παρέχει σε αλλοδαπό το δικαίωμα να αποταθεί για πολιτογράφηση, αλλά όχι το απόλυτο δικαίωμα πολιτογράφησης. Η παραχώρηση πολιτογράφησης  είναι στη διακριτική ευχέρεια του Υπουργού και το ζήτημα εγγραφής κάποιου ως πολίτη της Δημοκρατίας άπτεται των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Δημοκρατίας, με αποτέλεσμα το ακυρωτικό δικαστήριο δύσκολα να επεμβαίνει στην άσκηση της εξουσίας. Έτσι, η διακριτική ευχέρεια του κράτους να αποκλείει αλλοδαπούς, είναι πολύ ευρεία, όχι όμως απόλυτη, αφού υπόκειται στην καλόπιστη άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που παρέχει ο Νόμος. Όταν η διακριτική ευχέρεια ασκείται καλόπιστα, το Δικαστήριο δεν μπορεί να αμφισβητήσει περαιτέρω την απόφαση. Επίσης, το τεκμήριο της καλόπιστης άσκησης της διακριτικής ευχέρειας παραμένει έγκυρο, μέχρι απόδειξης του αντιθέτου (Suleiman vRepublic (1987) 3 C.L.R. 224)  και η υποκειμενική εκτίμηση των γεγονότων από τη Διοίκηση δεν υπόκειται στον έλεγχο του Δικαστηρίου, που μπορεί να επέμβει μόνο αν, λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία στο σύνολό τους, θεωρεί ότι τα συμπεράσματα της Διοίκησης δεν είναι εύλογα, ή είναι αποτέλεσμα πλάνης περί τα πράγματα ή το Νόμο, ή λήφθηκε χωρίς τη δέουσα έρευνα. (Republic vGeorghiades (1972) 3 C.L.R. 594)».

 

Συνεπώς και στη βάση των ανωτέρω, η θέση της αιτήτριας ότι η ίδια κατέχει τα τυπικά προσόντα που απαιτούνται για πολιτογράφηση, ουδόλως επηρεάζει με οποιοδήποτε τρόπο τη νομιμότητα της προσβαλλομένης απόφασης και ουδόλως δύναται αφ΄εαυτής να καταδείξει πλάνη των καθ΄ων αίτηση, αφού, ως είναι παγίως νομολογημένο η πλήρωση των τυπικών προσόντων παρέχει μόνο το δικαίωμα για υποβολή αίτησης για πολιτογράφηση και όχι δικαίωμα έγκρισης τέτοιας αίτησης και απόκτησης άνευ έτερου της κυπριακής ιθαγένειας (Ήρωα ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 307).

 

Αναφορικά δε με τους λοιπούς ισχυρισμούς της αιτήτριας περί ύπαρξης πλάνης και ελλιπούς έρευνας, κρίνω ότι αυτοί ουδόλως ευσταθούν και ως εκ τούτου απορρίπτονται στην ολότητα τους.

 

Καταρχάς θα συμφωνήσω με τη θέση της συνηγόρου των καθ΄ων η αίτηση ότι οι ισχυρισμοί της αιτήτριας τίθενται κατά γενικό και αόριστο τρόπο, χωρίς οποιαδήποτε έστω στοιχειώδη τεκμηρίωση και παραπομπή σε συγκεκριμένα στοιχεία προς στοιχειοθέτηση των ισχυρισμών της.

 

Το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης και δη η έκθεση της λειτουργού που διεξήγαγε τη συνέντευξη (ερυθρό 179-175), η οποία τέθηκε ενώπιον του Υπουργού προς λήψη απόφασης, επιβεβαιώνουν με τρόπο αναντίλεκτο ότι  λήφθηκαν υπόψη όλα τα ουσιώδη δεδομένα και ότι διενεργήθηκε η απαιτούμενη υπό τις περιστάσεις έρευνα αναφορικά με την αίτηση της αιτήτριας, η εξέταση της οποίας διενεργήθηκε μάλιστα στη βάση των στοιχείων που η ίδια δήλωσε και κατέγραψε στην αίτηση της και στο έντυπο καταγραφής στοιχείων κατά το στάδιο της συνέντευξης για πολιτογράφηση  (ερυθρά 174-171).

 

Ειδικότερα και σε σχέση με τον ισχυρισμό της αιτήτριας ότι δήθεν δεν λήφθηκε υπόψη και δεν διερευνήθηκε ότι ο υιός της αιτήτριας ο οποίος μεγάλωσε στην Κύπρο, έχει άρρηκτους δεσμούς με τη Δημοκρατία και ότι παρά το γεγονός ότι έχει μεταβεί στη Ρωσία για σπουδές έχει σκοπό να επιστρέψει στην Κύπρο για μόνιμη διαμονή, την οποία θεωρεί πατρίδα του παρατηρώ ότι στο έντυπο καταγραφής στοιχείων, το μόνο, που η ίδια η αιτήτρια, δήλωσε για τον υιό της ήταν ότι «την επισκέπτεται στην άδεια του». Στη δε έκθεση της λειτουργού καταγράφονται επί του θέματος τα ακόλουθα:  «κατά τη συνέντευξη, η αιτήτρια δήλωσε ότι νιώθει την Κύπρο ως πατρίδα της και ότι δεν θέλει να φύγει από την Κύπρο παρόλο που ο γιος της έχει φύγει για Ρωσία και δεν μένει πλέον Κύπρο καθότι την επισκέπτεται. Σημειώνεται, ωστόσο ότι, από έλεγχο στο σύστημα ARS  ο γιος της δεν επανήλθε πότε στην Κύπρο από το 2013 όπου και αναχώρησε μόνιμα. Η αιτήτρια δεν έχει άλλα συγγενικά της πρόσωπα στη Δημοκρατία.[…]

Η σχέση της δηλαδή με τη Δημοκρατία είναι, τα τελευταία τουλάχιστον πέντε χρόνια, καθαρά επαγγελματική καθότι αφενός η αιτήτρια δεν έχει οικογένεια στην Κύπρο, ο γιος της ζει μόνιμα εκτός Κύπρου από το 2013, ενώ με τον Ευρωπαίο σύζυγο της βρίσκεται σε διάσταση από το 2012».

Αδιαμφισβήτητα προκύπτει ότι τα όσα αναφέρει η αιτήτρια περί άρρηκτων δεσμών του υιού της με τη Δημοκρατία και την επιθυμία του να επιστρέψει μόνιμα, προβάλλονται απαραδέκτως για πρώτη φορά στη γραπτή αγόρευση της αιτήτριας και ουδόλως υποστηρίζονται από το περιεχόμενο του  διοικητικού φακέλου της υπόθεσης και ως εκ τούτου δεν δύνανται να ληφθούν υπόψη από το Δικαστήριο, αφού ως είναι νομολογημένο, δεν είναι επιτρεπτή η προσκόμιση μαρτυρίας και η απόδειξη γεγονότων δια μέσω των γραπτών αγορεύσεων ( Χατζηγεωργίου v Δήμου Πόλεως Χρυσοχούς (Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 33/2015, ημερομηνίας 1/2/22) ΕΖΕ v Δημοκρατίας (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 36/16, ημερομηνίας 19/5/22).

 

Οι καθ΄ων η αίτηση όχι μόνο δεν πλανήθηκαν τουναντίον διερεύνησαν τη σχέση του υιού της αιτήτριας με τη Δημοκρατία, διαπιστώνοντας μάλιστα ότι η θέση της αιτήτριας περί επισκέψεων του υιού της στη Δημοκρατία ουδόλως ευσταθούσε, αφού ο υιός της ουδέποτε επισκέφθηκε τη χώρα από το 2013, όταν και αναχώρησε για σπουδές.

 

Αναφορικά με τη θέση της αιτήτριας ότι υπό πλάνη και έλλειψη δέουσας έρευνας δεν λήφθηκε υπόψη ότι ζει και εργάζεται ανελλιπώς στη Κύπρο για 15 συνεχόμενα χρόνια δημιουργώντας άρρηκτους δεσμούς με τη Δημοκρατία και ότι οι δεσμοί της αιτήτριας είναι δυνατοί και έχει δημιουργήσει δυνατές φιλίες με τον τοπικό πληθυσμό, διαπιστώνω τα ακόλουθα:

 

Σε ερώτηση που περιλαμβάνεται στο έντυπο καταγραφής στοιχείων κατά το στάδιο της συνέντευξης για πολιτογράφηση, εάν η αιτήτρια συνδέεται φιλικά με Κύπριους, με συναφείς οδηγίες να καταγράψει  3 ονόματα εξ αυτών, η ίδια η αιτήτρια και χωρίς να παραθέσει οποιοδήποτε όνομα, δήλωσε ως αυτολεξεί καταγράφεται, ότι  «γνωρίζει Κύπριους από τη θητεία της αλλά δεν έχει Κύπριους φίλους μόνο γνωστούς».

 

Έπεται ότι οι αναφορές και ισχυρισμοί της αιτήτριας για ισχυρούς   δεσμούς και δυνατές φιλίες με το τοπικό πληθυσμό, καταρρίπτονται ευθέως από τα όσα η ίδια δήλωσε και επομένως ουδόλως μπορούν να επηρεάσουν κατ΄ ουδένα τρόπο τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης  απόφασης. Αναφορικά δε με το χρονικό διάστημα διαμονής της αιτήτριας στη Δημοκρατία ήτοι 15 χρόνια, παρατηρώ και σε αντίθεση με τις αιτιάσεις της αιτήτριας, ότι σαφώς λήφθηκε υπόψη και συνυπολογίστηκε αφού η αιτήτρια κρίθηκε ότι κατέχει τα προβλεπόμενα από τον Τρίτο Πίνακα του άρθρου 111 τουΝόμου 141(Ι)/2002 προσόντα για πολιτογράφηση, στα οποία περιλαμβάνονται και τα έτη διαμονής στη Δημοκρατία.

 

Παντελώς αβάσιμος και ως εκ τούτου απορριπτέος κρίνεται και ο έτερος ισχυρισμός της αιτήτριας περί πλάνης των καθ΄ων η αίτηση, ο οποίος ερείδεται στο ότι η αιτήτρια ομιλεί πολύ καλά την ελληνική γλώσσα. Απλή ανάγνωση του περιεχομένου του έντυπου που συμπληρώθηκε από την αιτήτρια καταδεικνύει ότι ήταν η  ίδια αιτήτρια που δήλωσε ότι ομιλεί «μέτρια» την ελληνική γλώσσα. Τούτο άλλωστε διαπιστώθηκε και από την αρμόδια λειτουργό, η οποία στη δίκη της έκθεση κατέγραψε ότι «παρόλο που η γνώση της ελληνικής γλώσσας δεν αποτελεί κριτήριο» στη συνέντευξη της αιτήτριας παρευρέθηκε και μια Ρωσίδα φίλη της, «η οποία της ερμήνευσε στα Ρώσικα πολλές από τις ερωτήσεις καθώς και τις απαντήσεις της αιτήτριας από τα Ρωσικά στα Ελληνικά.»

 

Καθίσταται εν προκειμένω απόλυτα σαφές ότι ο εν λόγω ισχυρισμός της αιτήτριας, περί πλάνης και έλλειψης έρευνας ότι δήθεν ομιλεί πολύ καλά την ελληνική γλώσσα, όχι μόνο δεν υποστηρίζεται από το περιεχόμενο του  διοικητικού φακέλου της υπόθεσης, αλλά τουναντίον είναι ολωσδιόλου αβάσιμος αφού αντιμάχεται το περιεχόμενο αυτού.

 

Ούτε όμως οι γενικόλογες αναφορές της αιτήτριας ότι δεν διερευνήθηκε δήθεν από τους καθ΄ων η αίτηση το γεγονός ότι η αιτήτρια είναι νομοταγής και ότι έχει πολύ καλές συστάσεις ευσταθούν. Τουναντίον και ακόμη μια φορά το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου αποκαλύπτει ότι οι ισχυρισμοί είναι παντελώς αβάσιμοι και αίολοι. Ειδικότερα στην έκθεση της λειτουργού καταγράφεται με σαφήνεια ότι η αιτήτρια έχει προσκομίσει λευκό ποινικό μητρώο καθώς και ότι οι αρμόδιες αρχές ΚΥΠ και Αστυνομία έχουν επιβεβαιώσει τη μη ύπαρξη οποιουδήποτε ποινικού αδικήματος εκ μέρους της. Αναφορικά δε με την εισήγηση ότι παραγνωρίστηκαν οι συστάσεις που είχε η αιτήτρια από πρόσωπα που τη γνωρίζουν, παρατηρώ ότι από το διοικητικό φάκελο δεν προκύπτει να έχουν προσκομιστεί προς τους καθ΄ων η αίτηση οποιεσδήποτε άλλες συστάσεις και επομένως η αιτήτρια αναφέρεται προφανώς στην υπογραφή από τρία πρόσωπα της προδιατυπωμένης δήλωσης εγγυητή που περιλαμβάνεται στη  αίτηση πολιτογράφησης. Παραβλέπει όμως η αιτήτρια ότι η υπογραφή των εν λόγω δηλώσεων είναι μεν απαραίτητη για τη έγκυρη υποβολή της αίτησης πλην όμως ουδόλως δύναται να οδηγήσει αφ΄ευατής στην έγκριση της επίδικης αίτησης. Εν πάση περιπτώσει ουδόλως προκύπτει οι εν λόγω δηλώσεις, οι οποίες ήταν ενώπιον των καθ΄ων η αίτηση, να παραγνωρίστηκαν.

 

Συνεπώς καθόλα νόμιμα και εύλογα επιτρεπτά η αρμόδια λειτουργός, στηριζόμενη στα ενώπιον της στοιχεία και στη προηγηθείσα προσωπική συνέντευξη της αιτήτριας, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αιτήτρια και «πέραν του δικαιώματος διαμονής το οποίο διατηρεί, δεν έχει εδραιώσει εμπράκτως άλλους δεσμούς πέραν από επαγγελματικούς με τη Δημοκρατία» και εισηγήθηκε  την απόρριψη της αίτησης της.

 

Έπεται ότι τα όσα παραθέτει η αιτήτρια ουδόλως αντικρούουν τα όσα αδιαμφισβήτητα νομίμως καταγράφονται στην έκθεση της λειτουργού, η οποία αποτέλεσε το έρεισμα για τη λήψη της απόφασης του Υπουργού και το περιεχόμενο της οποίας, σαφώς και αρρήκτως συνδεδεμένο με  τη ληφθείσα απόφαση, συμπληρώνει την αιτιολογία αφού καταδεικνύει αναμφίβολα και αναντίλεκτα τους λόγους που οδήγησαν στην λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης (Vassiliou vRepublic (1982) 3 C.L.R. 220, Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929 - 1959 σελ. 185) Ηλιόπουλος ν. ΑΗΚ (2000) 3 Α.Α.Δ. 438). 

 

Απορριπτέα κρίνεται και η αναφορά της αιτήτριας ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, όπως κοινοποιήθηκε στην αιτήτρια, δεν περιλαμβάνει οτιδήποτε που να δικαιολογεί τη καταγραφείσα διαπίστωση ότι η αιτήτρια δεν έχει οικογενειακούς δεσμούς καθότι η οικογένεια της διαμένει στη χώρα της και η σχέση της με τη Κύπρο είναι καθαρά εργασιακή. Ο πιο πάνω ισχυρισμός της αιτήτριας αναφέρεται στο περιεχόμενο της επιστολής ημερομηνίας 7.5.2019, η οποία ωστόσο δεν αποτελεί την απόφαση επί του αιτήματος της αιτήτριας, παρά μόνο συνιστά κοινοποίηση της ήδη ληφθείσας απόφασης του Υπουργού. Συνεπώς τα όσα η αιτήτρια διατείνεται περί ελλιπούς αιτιολογίας στο σώμα της εν λόγω επιστολής, παραβλέπουν το πλήρες περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου το οποίο καθιστά την προσβαλλόμενη απόφαση πλήρως αιτιολογημένη.

 

Καταληκτικά και ως προς τον ισχυρισμό που τέθηκε από την πλευρά της αιτήτριας για πρώτη φορά κατά το στάδιο των διευκρινήσεων ότι το ζητούμενο δεν είναι η ύπαρξη οικογενειακών δεσμών αλλά οι δεσμοί με τη χώρα, επισημαίνω ότι η τοποθέτηση αυτή δεν επηρεάζει με οποιοδήποτε τρόπο την νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, η οποία ούτως η άλλως στηρίχθηκε στη διαπίστωση ότι η αιτήτρια δεν έχει οποιοδήποτε δεσμό πέραν της εργασιακής της σχέσης με τη χώρα, διαπίστωση την οποία η αιτήτρια δεν κατόρθωσε να καταδείξει ως εσφαλμένη.

 

Στη βάση των ανωτέρω, καταλήγω ότι η αιτήτρια δεν έχει θέσει οτιδήποτε ικανό για να ανατρέψει το τεκμήριο της κανονικότητας που περιβάλλει την προσβαλλομένη απόφαση (Καττιμέρη  v Δημοκρατία (Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 65/2019, ημερομηνίας 22 Νοεμβρίου 2023). Οι καθ΄ων η αίτηση ενήργησαν καλόπιστα και η απόφαση απόρριψης της αίτησης της αιτήτριας ήταν εύλογα επιτρεπτή υπό το φως, των ενώπιον της διοίκησης, στοιχείων.

 

Συνεπώς η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καθόλα νόμιμη και ουδείς λόγος ακύρωσης στοιχειοθετείται. Κατά συνέπεια, η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται. Επιδικάζονται €1.700 έξοδα εναντίον της αιτήτριας και υπέρ των καθ’ ων η αίτηση.

                               Κελεπέσιη, Δ.Δ.Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο