ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                          

                                                                 Υπόθεση Αρ. 1210/2020

                                             

  15 Φεβρουαρίου, 2024

 

[Φ. ΚΑΜΕΝΟΣ, ΔΔΔ.]

 

Αναφορικά με τα Άρθρα 8, 11, 12, 13, 15, 25, 28, 29, 30 και 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

                                                O. W. M.

Αιτητής

Και

Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης                                                      

Καθ' ων η Αίτηση

......... 

 

 

Θεόδωρος Αχιλλέως, για Αιτητή

Αλίκη Καρσλιάδου, Δικηγόρο για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για Καθ' ων η αίτηση

                                               

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Φ. Καμένος, ΔΔΔ.: Με την προσφυγή του ο Αιτητής αιτείται τις ακόλουθες θεραπείες:

 

«Α. Δήλωση και/ή διάταγμα και/ή διακήρυξη του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση ημερομηνίας 2 Οκτωβρίου 2020 (Παράρτημα Α) την οποία παρέλαβε ο Αιτητής κατά ή περί την ίδια ημερομηνία είναι λανθασμένη και/ή άκυρη και/ή αντισυνταγματική και/ή στερείται οιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.

 

Β. Δήλωση και/ή διάταγμα και/ή διακήρυξη του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των Καθ'ων η Αίτηση ημερομηνίας 23/01/2017 (Παράρτημα Α) την οποία παρέλαβε o Αιτητής κατά /ή περί την ίδια ημερομηνία είναι άκυρη, παράνομη και δεν είναι δεόντως αιτιολογημένη, και/ή εν πάσει περιπτώσει η πράξη και/ή η απόφαση των καθ'ων η αίτηση είναι λανθασμένη και/ή άκυρη και/ή παράνομη και/ή στερείται οιουδήποτε αποτελέσματος».

 

Τα γεγονότα, ως αναφέρονται στα δικόγραφα και επιβεβαιώνονται από τους διοικητικούς φακέλους, είναι τα ακόλουθα:

 

Ο Αιτητής είναι υπήκοος Ιράκ και αφίχθηκε στην Κυπριακή Δημοκρατία την 24.08.2009 με τους γονείς του, όταν ο Αιτητής ήταν 18 ετών περίπου.

 

Την 26.04.2010, η Υπηρεσία Ασύλου ενημέρωσε τον Αιτητή και την οικογένεια του για την απόφαση παραχώρησης καθεστώτος Συμπληρωματικής Προστασίας. Εναντίον της εν λόγω απόφασης, την 14.05.2010 υποβλήθηκε διοικητική προσφυγή ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, η οποία απορρίφθηκε με απόφαση ημερομηνίας 27.01.2011.

 

Έκτοτε, ο Αιτητής συνέχισε να παραμένει στην Κυπριακή Δημοκρατία ως δικαιούχος Συμπληρωματικής Προστασίας.

 

Την 23.01.2017 ο Αιτητής υπέβαλε αίτηση (Μ 127) για πολιτογράφηση. Έπειτα από εξέταση της αίτησης καθώς και της συνέντευξης του Αιτητή, αποφασίστηκε από τον Υπουργό Εσωτερικών η απόρριψη της αίτησης του Αιτητή, με την αιτιολογία ότι ο Αιτητής δεν πληροί τα προσόντα για πολιτογράφηση, συγκεκριμένα δεν διαπιστώθηκε ότι είναι άτομο καλού χαρακτήρα.

Το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης (Καθ’ ων η αίτηση) ενημέρωσε τον Αιτητή σχετικά με την απόρριψη του ως άνω αιτήματος του, μέσω επιστολής ημερομηνίας 02.10.2020, η οποία, ως προκύπτει κατά δήλωσή του Αιτητή από το ως άνω Αιτητικό Α, παραλήφθηκε από τον Αιτητή την ίδια ημέρα, ήτοι στις 02.10.2020. Εναντίον της εν λόγω απόφασης, την 17.12.2020 ο Αιτητής καταχώρησε την παρούσα προσφυγή.

 

Με την Γραπτή του Αγόρευση ο συνήγορος του Αιτητή υιοθέτησε τους λόγους ακύρωσης, τους οποίους ήγειρε με την προσφυγή του, θέτοντας επιγραμματικά ότι η προσβαλλόμενη πράξη παραβιάζει το Σύνταγμα, τον περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμο, τα ανθρώπινα δικαιώματα καθώς και τις Αρχές Αναλογικότητας και Ισότητας. Δεν αναπτύσσει περεταίρω οποιονδήποτε εκ των εν λόγω ισχυρισμών.

 

Από την άλλη μεριά, με την ένσταση των Καθ’ ων η αίτηση, εγείρεται προδικαστική ένσταση ότι η προσφυγή είναι εκπρόθεσμη αναφορικά και με τις δύο προσβαλλόμενες πράξεις. Περαιτέρω, αναφορικά με την υπό Β θεραπεία, οι καθ’ ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι ο δικηγόρος του Αιτητή τους πληροφόρησε ότι εκ παραδρομής αυτή περιλήφθηκε στην αίτηση ακυρώσεως και εν πάση περιπτώσει  παραβιάζει και τον κανονισμό 4(2)(γ) του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Αναθεωρητική Δικαιοδοσία)(3/1962) καθότι η ισχυριζόμενη προσβαλλόμενη πράξη δεν επισυνάπτεται στην αίτηση ακυρώσεως. Κατά τα λοιπά, τόσο δια της ένστασης όσο και διά της γραπτής αγόρευσης της ευπαίδευτης συνηγόρου τους, οι Καθ’ ων η αίτηση επιμένουν στη νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης.

 

Καταρχάς, πράγματι διαπιστώνω ότι με την Γραπτή του Αγόρευση, ο Αιτητής αναφέρει ότι αιτείται ακύρωσης της προσβαλλόμενης πράξης ημερομηνίας 2 Οκτωβρίου, με την οποία δεν έγινε δεκτό το αίτημά του ημερομηνίας 23.01.2017 για απόκτηση Κυπριακής Υπηκοότητας. Δεν αναφέρεται σε οποιαδήποτε προσβαλλόμενη πράξη ημερομηνίας 23.01.2017. Δεδομένου δε ότι η ημερομηνία υποβολής του αιτήματος  για πολιτογράφηση του Αιτητή συμπίπτει με την εν λόγω ημερομηνία και ελλείψει οποιασδήποτε άλλης απόφασης ημερομηνίας 23.01.2017 αλλά και οποιουδήποτε ισχυρισμού περί του αντιθέτου, είναι εμφανές και αποδέχομαι τη θέση ότι εκ παραδρομής αυτή περιελήφθη στα αιτητικά της προσφυγής.

 

Σε κάθε περίπτωση είναι σαφές ότι ακόμα κι αν έχει υπάρξει οποιαδήποτε απόφαση ημερομηνίας 23.01.2017 (η οποία δεν ανευρίσκεται στο διοικητικό φάκελο ούτε επισυνάπτεται στην αίτηση ακυρώσεως), της οποίας στο ως άνω Αιτητικό Β, ο Αιτητής ισχυρίζεται ότι έλαβε γνώση την ίδια ημέρα (23.01.2017), η προσβολή της με την παρούσα προσφυγή στις 17.12.2020, μετά δηλαδή από σχεδόν 4 έτη από την κοινοποίησή της, είναι εμφανώς εκπρόθεσμη.

 

Δεδομένων όσων αναφέρθηκαν, πιο πάνω, το υπό Β αιτητικό απορρίπτεται.

 

Περνώντας στο υπό Α αιτητικό, με το οποίο προσβάλλεται η αρνητική απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση ημερομηνίας 02.10.2020, με την οποία απερρίφθη το αίτημα του αιτητή ημερομηνίας 23.01.2017 και της οποίας ο Αιτητής, κατά παραδοχή του (βλ. Αιτητικό υπό Α), έλαβε γνώση αυθημερόν, δηλαδή στις 02.10.2020, δεν μπορώ παρά να αποδεχτώ την προδικαστική ένσταση των Καθ’ ων η αίτηση ότι η προσφυγή είναι εκπρόθεσμη.

 

Πάγια νομολογία έχει καθορίσει ότι η 75ήμερη προθεσμία του εδαφίου 3 του Άρθρου 146 είναι ανατρεπτική και ερμηνεύεται αυστηρά. Καταχώριση προσφυγής κατόπιν της παρόδου, έστω και μικρής, των 75 ημερών από την κοινοποίηση της προσβαλλόμενης πράξης, καθιστά την προσφυγή απορριπτέα ως απαράδεκτη. Το ζήτημα θεωρείται δημοσίας τάξεως και εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο. Στην απόφαση           στην Αναθ. Έφεση Αρ. 154/2013 Βόντα v. Πανεπιστημίου Κύπρου ημερ. 01.06.2020, αναφέρθηκε:

 

«Η προθεσμία των 75 ημερών που προνοείται στο Άρθρο 146.3 του Συντάγματος για άσκηση προσφυγής, είναι επιτακτική και ανατρεπτική ως ζήτημα δημόσιας τάξης και ερμηνεύεται, κατά πάγια νομολογία, αυστηρά (βλ. Γανωματής ν Δημοκρατίας (2008) 3 ΑΑΔ 133)».

 

Προς απάντηση, ο Αιτητής αναφέρει επιγραμματικά ότι η υπέρμετρη καθυστέρηση των Καθ’ ων η αίτηση να αποφασίσουν επί του αιτήματος του Αιτητή αλλά και το γεγονός ότι τον καιρό εκείνο η χώρα εμαστίζετο από τον covid 19 αποστερεί στους Καθ’ ων η αίτηση το δικαίωμα να προβάλλουν, όπως το θέτει, για «μικρή καθυστέρηση 2 ημερών» τον ισχυρισμό ότι η προσφυγή του είναι εκπρόθεσμη, ισχυρισμό τον οποίο το Δικαστήριο πρέπει να αγνοήσει.

 

Δεν μπορώ να συμφωνήσω με την θέση αυτή. Καταρχάς, ακόμα κι εάν θεωρήσω ότι εμμέσως, από τις αναφορές του Αιτητή, τίθεται ισχυρισμός ανωτέρας βίας, αυτό θα έπρεπε να είχε τεκμηριωθεί κατάλληλα και όχι με αόριστη επίκληση στην πανδημία του covid 19, η οποία εν πάση περιπτώσει δεν κατέστησε αδύνατη, κατά δικαστική γνώση, την καταχώριση προσφυγών. Ούτε φυσικά η 75ήμερη προθεσμία για καταχώρισή αιτήσεως ακυρώσεως προθεσμία, η οποία προβλέπεται στο Σύνταγμα (και όχι σε διαδικαστικό κανονισμό) ανεστάλη με οποιονδήποτε τρόπο, άλλωστε ο Αιτητής δεν δικογραφεί ή ισχυρίζεται κάτι τέτοιο.

 

Ως προς το θέμα αυτό, στο σύγγραμμα του Ν. Χαραλάμπους: Η Δράση και ο Έλεγχος της Δημόσιας Διοίκησης 2η έκδ. σελ. 168 αναφέρεται:

 

«Η προθεσμία αναστέλλεται όταν υπάρχουν λόγοι ανώτερης βίας. Ανώτερη βία συνιστούν απρόβλεπτα γεγονότα που λαμβάνουν χώραν πριν από τη λήξη της προθεσμίας των εβδομήντα πέντε ημερών και διαρκούν και μετά τη λήξη της, εφόσον παρεμποδίζουν, κατά το χρόνο που διαρκούν, την έστω και διά πληρεξουσίου, για παράδειγμα, δικηγόρου υποβολή της Προσφυγής [Mahdesian v. Republic (1966) 3 C.L.R. 630 at p. 633, Yialousa Savings Bank Ltd. v. Republic (1977) 3 C.L.R. 25 at pp. 29—31, Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας (1929—1959) σελ 256, Θ. Τσάτσου, Η Αίτησις Ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, Έκδοση 3η, σελ. 97]. Το ζήτημα αν ορισμένα γεγονότα συνιστούν λόγους ανωτέρας βίας είναι ζήτημα πραγματικό που εξετάζεται με βάση τα συγκεκριμένα γεγονότα κάθε υπόθεσης. Κρίθηκε ότι τούρκικη εισβολή συνιστούσε λόγω ανώτερης βίας που εμπόδιζε τον αιτητή να καταθέσει την Προσφυγή του μέχρι της 23.8.74. Η ασθένεια του αιτητή, εφόσον δεν τον εμπόδιζε να δώσει εντολή στο δικηγόρο του να καταθέσει την Προσφυγή, δεν συνιστά λόγο ανώτερης βίας [Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας (1929—1959) σελ 256.]»

 

Στην παρούσα δεν έγινε επίκληση ούτε βέβαια τεκμηρίωση οποιουδήποτε εκ των ανωτέρω περιπτώσεων, που θα δικαιολογούσαν ενδεχομένως αναστολή της προθεσμίας των 75 ημερών. Ο Αιτητής δεν επικαλέστηκε ασθένεια του (που ούτε καν αυτή δικαιολογεί εκ προοιμίου αναστολή της προθεσμίας) ή άλλον συγκεκριμένο λόγο ανωτέρας βίας που να τον εμπόδισε στην έγκαιρη καταχώριση της προσφυγής. Ούτε φυσικά η όποια καθυστέρηση στην λήψη απόφασης εκ μέρους των Καθ’ ων η αίτηση αποτελεί λόγο αναστολής ή διακοπής της προθεσμίας του Άρθρου 146.3 του Συντάγματος.

 

Δεδομένων των πιο πάνω αποδέχομαι την προδικαστική ένσταση των Καθ’ ων η αίτηση ότι η παρούσα προσφυγή καταχωρήθηκε εκπρόθεσμα. Η προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Επιδικάζονται 1.500 ευρώ έξοδα υπέρ των Καθ’ ων η αίτηση και εναντίον του Αιτητή.

 

Φ. Καμένος, ΔΔΔ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο