ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

(Υπόθεση Αρ. 1246/2020)

 

9 Φεβρουαρίου 2024

 

[Ε. ΜΙΧΑΗΛ, ΔΔΔ]

 

Μεταξύ

Ρ. Μ.

Αιτήτριας

ΚΑΙ

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

Καθ’ ης η Αίτηση

…………………………

Σίμος Αγγελίδης για Ανδρέας Σ. Αγγελίδης Δ.Ε.Π.Ε., για την αιτήτρια.

Κάτια Χατζηδημητρίου (κα) για Γενικό Εισαγγελέα, για την καθ’ ης η αίτηση.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

          ΜΙΧΑΗΛ, ΔΔΔ: Η αιτήτρια με την προσφυγή της ζητά τις ακόλουθες θεραπείες:

«Α.  Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση της Καθ’ ης η Αίτηση (Παράρτημα Α) η οποία παραλήφθηκε κατά ή περί την 13.10.2020 και με την οποία η Αιτήτρια διορίστηκε με σύμβαση για άσκηση καθηκόντων του Καθηγητή Εμπορικών / Οικονομικών στη Μέση Γενική Εκπαίδευση μέχρι 31.8.2021, πλην όμως αυθαίρετα για σκοπούς αλλότριους και/ή μη νόμιμους αναγνωρίστηκαν και λήφθηκαν υπόψη μόνο τα 8 έτη προϋπηρεσίας της, δυνάμει νέων Κανονισμών που είναι Ultra Vires και/ή παραβιάζουν την αρχή της αναλογικότητας και/ή επιφέρουν άνιση μεταχείριση αφού μηδενίστηκε αυθαίρετα η πραγματική επί 21 και πλέον χρόνια, προϋπηρεσία της, είναι άδικη, άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.

Β.  Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση ημερομηνίας 20.10.2020 (Παράρτημα Β) με την οποία απορρίφθηκε αναιτιολόγητα και εσφαλμένα το αίτημά της για επανεξέταση της μισθολογικής της τοποθέτησης είναι πράξη άδικη, άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.»

Στην αιτήτρια, η οποία είναι εγγεγραμμένη στον πίνακα διοριστέων καθηγητών εμπορικών / οικονομικών στη βάση αίτησης που υπέβαλε το 1988, προσφέρθηκε στις 25.9.2019 διορισμός με σύμβαση για την περίοδο 25.9.2019 μέχρι 31.8.2020 τον οποίο η αιτήτρια αποδέχτηκε. Η αιτήτρια αιτήθηκε στις 4.10.2019 να αναγνωριστεί η προηγούμενη απασχόλησή της σε ιδιωτική σχολή. Η καθ’ ης η αίτηση εξέτασε το αίτημα και αποφάσισε να αναγνωρίσει από 1.11.2019 συγκεκριμένες περιόδους απασχόλησης ως προϋπηρεσία. Στις 9.10.2020 προσφέρθηκε στην αιτήτρια διορισμός με σύμβαση για την περίοδο 7.10.2020 μέχρι 31.8.2021, τον οποίο αποδέχτηκε. Με ηλεκτρονικά μηνύματα ημερομηνίας 14.10.2020, 2.11.2020 και 28.12.2020 η αιτήτρια ζήτησε επανεξέταση του μισθού της και η καθ’ ης η αίτηση με επιστολές ημερομηνίας 20.10.2020, 11.11.2020 και 31.12.2020 ενημέρωσε την αιτήτρια ότι ο καθορισμός του μισθού της έγινε ορθά.

Οι λόγοι ακύρωσης που προβάλλει η αιτήτρια αφορούν σε πλάνη περί τον νόμο, ultra vires κανονισμό, παραβίαση της αρχής της καλής πίστης, της αρχής της ισότητας, του ευρωπαϊκού κεκτημένου και αντισυνταγματικότητα του κανονισμού.

Η καθ’ ης η αίτηση στην ένσταση που καταχώρησε εγείρει προδικαστική ένσταση με την οποία εισηγείται ότι η πράξη που προσβάλλεται με τη δεύτερη αιτούμενη θεραπεία στην προσφυγή δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη αλλά πράξη πληροφοριακού χαρακτήρα. Στη γραπτή αγόρευση που ακολούθησε, δεν αναπτύσσεται η συγκεκριμένη προδικαστική ένσταση και συνεπώς θεωρείται ότι εγκαταλείφθηκε. Προβάλλονται, όμως, δύο άλλες προδικαστικές ενστάσεις με τις οποίες η καθ’ ης η αίτηση εισηγείται ότι το αντικείμενο εκφεύγει της δικαιοδοσίας του Διοικητικού Δικαστηρίου δηλαδή, της σφαίρας του δημοσίου δικαίου και εμπίπτει στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου επειδή αφορά σύμβαση. Εισηγείται, επίσης, η καθ’ ης η αίτηση ότι η αιτήτρια εγείρει λόγους ακύρωσης που δεν δικογραφήθηκαν δεόντως.

Σε απάντηση της πρώτης προδικαστικής ένστασης που προβάλλει η καθ’ ης η αίτηση παραθέτω το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση μειοψηφίας στην υπόθεση Χριστοδούλου ν. Δημηκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 427 που αναλύει, θεωρώ, εξαντλητικά τον τρόπο διάκρισης πράξεων δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου με ειδική αναφορά σε πράξεις που προκύπτουν κατ’ εφαρμογή κάποιας κανονιστικής διοικητικής πράξης ως και η υπό κρίση υπόθεση:

«Το Δικαστήριο, κατά την εξέταση του κατά πόσο µια πράξη εµπίπτει στη δικαιοδοσία του βάσει του Άρθρου 146.1 του Συντάγµατος, λαµβάνει, πρωτίστως, υπόψη τη φύση και το χαρακτήρα της συγκεκριµένης πράξης. Λαµβάνει, επίσης, υπόψη την υπόσταση του οργάνου που λαµβάνει την απόφαση και τις περιστάσεις λήψης της, αφού είναι δυνατό το ίδιο όργανο να ενεργεί, άλλοτε, εντός της σφαίρας του ιδιωτικού δικαίου και άλλοτε εντός της σφαίρας του δηµοσίου δικαίου, ανάλογα µε τη φύση της απόφασης.

Στη Ναυτικός Όµιλος Πάφου ν. Αρχής Λιµένων (1992) 1 Α.Α.∆. 882, αναφέρονται τα εξής:- (σελ. 893-894)

«Στην Κύπρο, έχει κατ’ επανάληψη αναγνωριστεί ότι στη δικαιοδοσία του Ανωτάτου ∆ικαστηρίου, και κατ’ ακολουθία στην αποκλειστική του αρµοδιότητα, υπάγονται µόνο εκτελεστές πράξεις δηµόσιων αρχών που επενεργούν στον τοµέα του δηµόσιου δικαίου [βλ. µεταξύ άλλων, HadjiKyriakou v. Hadjiapostolou 3 R.S.C.C. 89; Valana v. Republic 3 R.S.C.C. 91]. Εµπειρική υπήρξε η προσέγγιση στην ταξινόµηση των διοικητικών πράξεων ως προς το πεδίο δικαίου, δηµόσιο ή ιδιωτικό, στο οποίο επενεργούν. Η ουσία και όχι ο τύπος ή η µορφή την οποία λαµβάνει η πράξη, συνιστά το κριτήριο για την κατάταξή τους σε πράξεις εξουσίας ή πράξεις διαχείρισης. Η διάκριση των δυο τοµέων δικαίου και τα κριτήρια για το διαχωρισµό τους, απασχόλησαν το Ανώτατο ∆ικαστήριο ειδικά στην Antoniou a.ο. v. Republic (1984) 3 C.L.R. 623, και Machlouzarides v. Republic (1985) 3 C.L.R. 2342. Ο σκοπός για τον οποίο λαµβάνεται η απόφαση, ή γίνεται πράξη σε συνάρτηση µε τις εξουσίες δηµόσιας αρχής, αποτελεί το γνώµονα για την ταξινόµησή τους στο ένα ή το άλλο πεδίο του δικαίου. Εφόσον η πράξη ανάγεται ή σχετίζεται µε την επίτευξη των σκοπών δηµόσιας αρχής ή οργάνου, αυτή επενεργεί στον τοµέα του δηµόσιου δικαίου. ∆ηµόσιος σκοπός είναι εκείνος για τον οποίο εξ αντικειµένου το κοινό ή τµήµα του έχουν εκ της φύσεως των πραγµάτων συµφέρον στην ευόδωσή του.»

Μια πράξη, για να είναι δεκτική προσβολής µε αίτηση ακυρώσεως, δεν αρκεί να προέρχεται από διοικητικό όργανο· πρέπει και το περιεχόµενό της να είναι διοικητικό.

Κανονιστική διοικητική πράξη είναι πράξη που θέτει κανόνες, ως επί το πλείστον κανόνες δικαίου, και δηµιουργεί, λόγω της φύσης της, καταστάσεις γενικές, απρόσωπες και αντικειµενικές. Το νοµικό περιεχόµενο της κανονιστικής διοικητικής πράξης δεν εξαντλείται µε µία εφαρµογή, αλλά διατηρεί τη δυνατότητα εφαρµογής σε αόριστες και µέλλουσες περιπτώσεις που συγκεντρώνουν τις προϋποθέσεις που θέτει η πράξη. Οι κανονιστικές πράξεις της διοίκησης που έχουν νοµοθετικό περιεχόµενο δεν προσβάλλονται απευθείας µε προσφυγή, η νοµιµότητά τους, όµως, ελέγχεται παρεµπιπτόντως στα πλαίσια προσφυγής εναντίον απόφασης που λήφθηκε κατ’ εφαρµογή τους.»

Στην υπό κρίση υπόθεση, ρυθμίστηκε ένα ζήτημα όχι περιοριστικά και εξαντλητικά στα πλαίσια μίας ιδιωτικής σύμβασης αλλά κατ’ εφαρμογή και κατ’ επίκληση κανονιστικής διοικητικής πράξης η οποία έχει γενική και εφαρμογή. Συνεπώς, δεν συμφωνώ με την εισήγηση ότι λαμβάνοντας την προσβαλλόμενη απόφαση η καθ’ ης η αίτηση ενεργούσε στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου αλλά του δημοσίου.

Σε ότι αφορά στη δεύτερη προδικαστική ένσταση που εγείρει η καθ’ ης η αίτηση, δεν θεωρώ σκόπιμο να υπεισέλθω στην εξέτασή της διότι η παρανομία της προσβαλλόμενης απόφασης εστιάζεται αλλού χωρίς να χρειάζεται το Δικαστήριο να εξετάσει τους λόγους ακύρωσης τους οποίους η καθ’ ης η αίτηση εισηγείται ότι δεν έχουν δικογραφηθεί.

Συγκεκριμένα:

Η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ως νομική βάση τους περί Εκπαιδευτικών Λειτουργών (Αναγνώριση Υπηρεσίας, Προϋπηρεσίας και Τεχνικής Πείρας για Σκοπούς Διορισμού, Προαγωγής και Προσαυξήσεων) Κανονισμούς, Κ.Δ.Π. 136/2019 (στο εξής οι «Κανονισμοί»).

Με τους Κανονισμούς καταργήθηκαν προηγούμενοι κανονισμοί που βρίσκονταν σε ισχύ δηλαδή, οι περί Εκπαιδευτικών Λειτουργών (Καθορισμός Αναγνωρισμένης Υπηρεσίας για Σκοπούς Διορισμού, Προαγωγής και Προσαυξήσεων) Κανονισμοί, Κ.Δ.Π. 382/1997. Ο Κανονισμός 11 προνοεί για την έναρξη ισχύος των Κανονισμών και τις επιφυλάξεις.

Όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1 της ένστασης της καθ’ ης η αίτηση, η αιτήτρια ήταν εγγεγραμμένη στον πίνακα διοριστέων. Συνεπώς, εφαρμογής τυγχάνουν στην περίπτωσή της οι πρόνοιες του Κανονισμού 11(1) ο οποίος προνοεί τα πιο κάτω:

«11.  (1)  Για εκπαιδευτικούς λειτουργούς που περιλαμβάνονται στον πίνακα διοριστέων ή και διορίζονται ή έχουν διοριστεί από τον πίνακα διοριστέων, ισχύουν οι περί Εκπαιδευτικών Λειτουργών (Καθορισμός Αναγνωρισμένης Υπηρεσίας για Σκοπούς Διορισμού, Προαγωγής και Προσαυξήσεων) Κανονισμοί του 1997 έως 2010 και οι παρόντες Κανονισμοί τίθενται σε ισχύ για τους εκπαιδευτικούς λειτουργούς του πίνακα διοριστέων από την 1.9.2020:

Νοείται ότι, σε εκπαιδευτικούς λειτουργούς που διορίζονται σε μόνιμη θέση ή για πρώτη φορά με σύμβαση από την 1.9.2020 από τον πίνακα διοριστέων, αναγνωρίζονται για σκοπούς προσαυξήσεων και προαγωγής μέχρι 8 έτη προϋπηρεσίας, ανεξάρτητα από τα έτη που αναγνωρίστηκαν στον πίνακα για σκοπούς διορισμού.»

Όπως προκύπτει από την πιο πάνω πρόνοια, η ρύθμιση γίνεται για σκοπούς υπολογισμού των προσαυξήσεων και για σκοπούς προαγωγής και ο μέγιστος χρονικός περιορισμός των οκτώ ετών τίθεται σε εκπαιδευτικούς που διορίζονται από τον πίνακα διοριστέων από την 1.9.2020 και εντεύθεν είτε σε μόνιμη θέση είτε για πρώτη φορά με σύμβαση. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, εφαρμογής τυγχάνουν οι προηγούμενοι κανονισμοί.

Ο μέγιστος χρονικός περιορισμός των οκτώ ετών φαίνεται σύμφωνα με τον Κανονισμό 11(3) να εφαρμόζεται και στον υπολογισμό της μισθοδοσίας όσων εκπαιδευτικών διορίζονται – αντιλαμβάνομαι μόνιμα – αλλά την αμέσως προηγούμενη μέρα απασχολούνταν ως συμβασιούχοι.

Εντοπίζεται, επίσης, ο χρονικός περιορισμός στην επιφύλαξη του Κανονισμού 3(2) ως ακολούθως:

«Νοείται περαιτέρω ότι, τηρουμένων των διατάξεων του Κανονισμού 11, σε καμιά περίπτωση δεν μπορούν να αναγνωρίζονται, για σκοπούς προαγωγής και προσαυξήσεων, περισσότερα από οκτώ συνολικά έτη, εξαιρουμένης της προϋπηρεσίας σε δημόσια σχολεία δημοτικής ή μέσης εκπαίδευσης της Κύπρου.»

Στην υπό κρίση υπόθεση, η αιτήτρια δεν εμπίπτει στην κατηγορία για την οποία γίνεται πρόνοια μέσω του Κανονισμού 11(3) αφού ο διορισμός της δεν αφορά σε μόνιμο διορισμό αλλά εμπίπτει στην κατηγορία που προνοείται στον Κανονισμό 11(1) και επειδή ο Κανονισμός 3(2) θέτει την εφαρμογή του υπό των όσων προνοεί ο Κανονισμός 11, εφαρμογής τυγχάνουν στην περίπτωση της αιτήτριας όσα προνοούνται στον Κανονισμό 11(1).

Επομένως, αφού ο διορισμός της αιτήτριας με σύμβαση δεν έγινε πρώτη φορά στις ή μετά την 1.9.2020 αλλά προηγήθηκε και άλλος διορισμός με σύμβαση στις 25.9.2019 προκύπτει ότι εφαρμογής τυγχάνουν οι προηγούμενοι κανονισμοί δηλαδή, η Κ.Δ.Π. 382/1997.

Στη βάση των πιο πάνω, καταλήγω ότι η καθ’ ης η αίτηση ενήργησε υπό νομική πλάνη κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης και κατ’ επέκταση, η προσφυγή επιτυγχάνει και οι προσβαλλόμενες αποφάσεις ακυρώνονται. Επιδικάζονται €2000 έξοδα πλέον Φ.Π.Α. υπέρ της αιτήτριας και εναντίον της καθ’ ης η αίτηση.

Ε. ΜΙΧΑΗΛ, ΔΔΔ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο