ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ  

   (Υπόθεση αρ. 1257/2020)

21 Φεβρουαρίου 2024

[ΓΑΒΡΙΗΛ, Δ.Δ.Δ.]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ AΡΘΡΑ 35, 146 ΚΑΙ 150 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

Σ. Κ.

Αιτήτρια

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

Καθ’ ων η αίτηση.

……………………………

Ξένια Ευγενίου, για Ανδρέας Σ. Αγγελίδης Δ.Ε.Π.Ε., για την αιτήτρια.

Μαρία Κυπριανού, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΓΑΒΡΙΗΛ, Δ.Δ.Δ.: Με την προσφυγή της, η αιτήτρια αξιώνει από το Δικαστήριο, τις εξής δύο θεραπείες:-

Α. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση της Καθ’ ης η Αίτηση η οποία γνωστοποιήθηκε στην Αιτήτρια με επιστολή ημερομηνίας 4.12.2020 (Παράρτημα Α) αναφορικά προς τη λεγόμενη επανεξέταση μετά από την τρίτη ακυρωτική απόφαση ημερομηνίας 29.5.2020 που πέτυχε η Αιτήτρια (προσφυγή αρ. 320/17), και με την οποία κρίθηκε, κατά παράβαση του δεδικασμένου και των όσων ίσχυαν στον ουσιώδη χρόνο ότι, η Αιτήτρια στον τότε πίνακα διοριστέων Πληροφορικής του Φεβρουαρίου του 2010 που εσφαλμένα τέθηκε στην όγδοη σειρά από την τότε κριθείσα ως πάσχουσα σειρά, είναι άκυρη, παράνομη και γι’ αυτό πρέπει να ακυρωθεί εκ νέου.

Β. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση της καθ’ ης η αίτηση που επίσης περιέχεται στο Παράρτημα Α ότι οι τότε διορισμοί των 1. Α. Π., 2. Μ. Σ., 3. Ε. Ι. και Μ. Μ. με δοκιμασία στη μόνιμη θέση καθηγητή Σχολείων Μέσης Γενικής Εκπαίδευσης για την Πληροφορική / Επιστήμη ηλεκτρονικών υπολογιστών στις συνδυασμένες μισθοδοτικές κλίμακες Α8, Α10 και Α11 από την 1.9.2010 που ακυρώθηκαν με τις προηγηθείσες προσφυγές της Αιτήτριας, ισχύουν και δεν επηρεάζονται και/ή τους επανέλαβε και πάλι, γιατί δήθεν δεν επροηγούντο, σε σειρά προτεραιότητας έναντι της Αιτήτριας και γι’ αυτό δεν θα μπορούσε να τύχει διορισμού αναδρομικά, είναι επίσης άκυρη, παράνομη και χωρίς νομικό αποτέλεσμα γι’ αυτό και θα πρέπει να ακυρωθούν.»

 

  Η αιτήτρια είναι κάτοχος Πτυχίου Πληροφορικής από το Πανεπιστήμιο Κύπρου, καθώς και μεταπτυχιακού τίτλου «Master of Science in Business Information Technology» από το UMIST του Ηνωμένου Βασιλείου. Στις 15.2.2001 υπέβαλε αίτηση για εγγραφή στον πίνακα διοριστέων καθηγητών Πληροφορικής κι εξ αυτής της αίτησης, το όνομά της περιλήφθηκε στον πίνακα διοριστέων καθηγητών Πληροφορικής Φεβρουαρίου 2002. Έκτοτε, εργάστηκε ως συμβασιούχος καθηγήτρια και αναπληρώτρια καθηγήτρια, σε διάφορα δημόσια σχολεία Μέσης Εκπαίδευσης, καθώς κι ως καθηγήτρια στη Νοσηλευτική Σχολή Κύπρου, από τις 23.9.2002, λαμβάνοντας από την Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (στο εξής «Επιτροπή») μονάδες προϋπηρεσίας, στη βάση των οποίων γίνεται ο καταρτισμός πινάκων διοριστέων, καθώς και αναθεωρημένων πινάκων διοριστέων, οι οποίοι κατά τις πρόνοιες της σχετικής νομοθεσίας, Ν. 10/69, ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο, καταρτίζεται κάθε Φεβρουάριο.

 

  Τα γεγονότα της υπόθεσης, η παράθεση των οποίων καθίσταται απόλυτα αναγκαία, ανατρέχουν στον πίνακα διοριστέων του 2008, τη νομιμότητα του οποίου η αιτήτρια αμφισβήτησε, αρχικώς, με την προσφυγή 1413/2008, στα πλαίσια εκδίκασης της οποίας εκδόθηκε ακυρωτική απόφαση (υπόθ. αρ. 1413/2008 Καζέλη ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 5.5.2010).

 

  Στην πιο πάνω αναφερόμενη απόφαση, κρίθηκε ως εσφαλμένη η μέθοδος υπολογισμού που εφάρμοσε η Επιτροπή, σε σχέση με τον υπολογισμό των μονάδων προϋπηρεσίας, ανά σχολικό έτος, το οποίο ερμηνεύθηκε πως αφορούσε, όχι σε καθαρά ημερολογιακό, αλλά αρχίζοντας από την 1η Σεπτεμβρίου και λήγοντας την 31η Αυγούστου. Το Δικαστήριο, ερμηνεύοντας την έννοια του «σχολικού έτους», ως πιο πάνω αναφέρεται, ακύρωσε, ως εσφαλμένη, την μέθοδο πίστωσης μονάδων προϋπηρεσίας για το σχολικό έτος 2006-2007, υπολογισμός που την είχε καταστήσει σε δυσμενέστερη θέση, αφού η ίδια υστέρησε των προσώπων που είχαν διοριστεί, αντί εκείνης, λόγω συγκέντρωσης χαμηλότερης συνολικής βαθμολογίας, οδηγώντας και τον πίνακα διοριστέων 2008, σε ακύρωση.

 

  Η Επιτροπή, δεν προχώρησε σε επανεξέταση της ακυρωθείσας αποφάσεως, κατά της οποίας άσκησε την Α.Ε. 88/2010. Αντί επανεξέτασης, προχώρησε στον καταρτισμό του αναθεωρημένου πίνακα διοριστέων Φεβρουαρίου για το επόμενο έτος, ήτοι για το έτος 2009, χωρίς να προβεί σε νέο υπολογισμό των μονάδων προϋπηρεσίας της αιτήτριας, για το σχολικό έτος 2006-2007, ως η δεσμευτική κρίση του Δικαστηρίου στην προσφυγή 1413/2008. Προχώρησε, ακόμα, επίσης και στον καταρτισμό του επόμενου πίνακα διοριστέων Φεβρουαρίου 2010, επαναλαμβάνοντας, ουσιαστικά, την μέθοδο υπολογισμού που κρίθηκε ως πεπλανημένη, αλλά και συνυπολογίζοντας τις μονάδες που πιστώθηκαν στην αιτήτρια για το σχολικό έτος 2006-2007, συνυπολογισμός και μονάδες, όμως, που είχαν ακυρωθεί από το Δικαστήριο. Αποτέλεσμα του καταρτισμού του πίνακα διοριστέων Φεβρουαρίου 2010, ήταν ο διορισμός των τεσσάρων ενδιαφερομένων μερών, κατά του οποίου στρέφεται κι η υπό εκδίκαση προσφυγή, από 1.9.2010 στην μόνιμη θέση Καθηγητών Μέσης Γενικής Εκπαίδευσης για την Πληροφορική / Επιστήμη Ηλεκτρονικών Υπολογιστών.

 

  Η λήψη από την Επιτροπή της πιο πάνω αναφερόμενης διοικητικής απόφασης, οδήγησε στην καταχώρηση της προσφυγής 85/2011, στην οποία εκδόθηκε απορριπτική απόφαση, αφού κατά τις κρίσεις του Δικαστηρίου, καίτοι διαπίστωσε την παράλειψη επανεξέτασης εκ μέρους της Επιτροπής, εντούτοις, κατέληξε πως η αιτήτρια απέτυχε ν’ αποδείξει ότι η παραβίαση αυτή, συσχετιζόταν αιτιωδώς με τη λανθασμένη σειρά κατάταξής της στον πίνακα διοριστέων που οδήγησε στον διορισμό των ενδιαφερομένων μερών (υπόθ. αρ. 85/2011 Καζέλη ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 11.12.2012). Την απορριπτική αυτή απόφαση, η αιτήτρια προσέβαλε με την Α.Ε. 15/2013.

 

  Μετά την έκδοση της πιο πάνω απορριπτικής αποφάσεως, ακολούθησε η έκδοση της Α.Ε. 88/2010 Δημοκρατία ν. Καζέλη, ημερομηνίας 3.4.2015[1], με την οποία επικυρώθηκε η πρωτόδικη ακυρωτική κρίση, στα πλαίσια της προσφυγής 1413/2008.

 

  Ακολούθησε κι η έκδοση της Α.Ε. 15/2013 Καζέλη ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 19.7.2016[2], με την οποία ανατράπηκε η πρωτόδικη απορριπτική απόφαση στα πλαίσια της προσφυγής 85/2011. Όπως εκεί κρίθηκε, ο καταρτισμός του πίνακα διοριστέων της επόμενης χρονιάς (2009 αλλά και 2010 ως έλαβε χώρα κατά τα αναφερόμενα στην προσφυγή 85/2011), χωρίς να προβεί σε επανεξέταση και επαναλαμβάνοντας το ίδιο σφάλμα με τους προηγούμενους, ως προς την μέθοδο υπολογισμού της προϋπηρεσίας της (κατά τις κρίσεις του ακυρωτικού αποτελέσματος στην προσφυγή 1413/2008), υπήρξε εσφαλμένος. Όπως αναφέρθηκε:-

«Κατ’ εφαρμογή των πιο πάνω αρχών, η εφεσίβλητη όφειλε να συμμορφωθεί με την ακυρωτική απόφαση σε συνάρτηση με τον Πίνακα Διοριστέων. Η μετέπειτα απόφαση για διορισμό στη βάση του Πίνακα Διοριστέων, όπως διαμορφώθηκε αρχικά, δεν μπορεί να παραμένει ισχυρή. Το κατά πόσο μετά από την επανεξέταση είναι πιθανόν η εφεσείουσα να παραμείνει στην ίδια θέση κατάταξης ή ακόμη σε χαμηλότερη θέση, δεν αλλοιώνει την κατάσταση. Άλλωστε, όπως ανέφερε η κα Συμεωνίδου κατά τη συζήτηση της έφεσης, η θέση της εφεσίβλητης ότι δεν θα της πιστώνετο οποιαδήποτε περαιτέρω μονάδα σε περίπτωση επανεξέτασης, προκύπτει από μεταγενέστερες θεωρήσεις της ΕΕΥ. 

Αυτό που έχει σημασία είναι ότι οι επίδικοι διορισμοί έγιναν στη βάση ενός καταλόγου διοριστέων, ο οποίος κρίθηκε ότι δεν καταρτίστηκε νόμιμα. Από τη στιγμή που αυτός ο κατάλογος έχει ακυρωθεί, ελλείπει το ορθό και νόμιμο υπόβαθρο της επίδικης πράξης.[3]»

 

  Στις 27.9.2016, η Επιτροπή προχώρησε να επανεξετάσει την ακυρωθείσα απόφαση. Κατά την εν λόγω συνεδρία, η Επιτροπή αποφάσισε όπως λάβει υπόψη της κι εφαρμόσει τις διατάξεις του Ν. 185(Ι)/2015, τροποποιητικού Νόμου του περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου, Ν. 10/69, ο οποίος καίτοι μεταγενέστερος, εντούτοις, είχε εκ του ίδιου του Νόμου, αναδρομική ισχύ και τροποποιούσε τις διατάξεις του άρθρου 28Β του βασικού Νόμου, σε σχέση με την απόδοση μονάδων συνολικής προϋπηρεσίας. Η Επιτροπή, εφαρμόζοντας, κατά τη διαδικασία της επανεξέτασης, τις διατάξεις του τροποποιητικού Ν. 185(Ι)/2015, προέβη εκ νέου στον καταρτισμό του αναθεωρημένου πίνακα διοριστέων καθηγητών Φεβρουαρίου του 2010, κατατάσσοντας την αιτήτρια στον αριθμό 8, προσφέροντας αναδρομικό διορισμό από 1.9.2010, στα τέσσερα ενδιαφερόμενα μέρη.

 

  Η πιο πάνω διοικητική απόφαση, αποτέλεσε το αντικείμενο της προσφυγής με αρ. 320/2017, Καζέλη ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 29.5.2020, στα πλαίσια της οποίας εκδόθηκε ακυρωτική απόφαση. Όπως κρίθηκε:-

«Εδώ, ουσιαστικά, ο νομοθέτης. με τον τροποποιητικό Νόμο και την αναδρομικότητα που προσέδωσε σε συγκεκριμένες πρόνοιες του (ανωτέρω) με εμβέλεια να εφαρμόζονται και στην παρούσα περίπτωση (ως και έγινε), στην οποία προηγήθηκε σαφής δικαστική κρίση (ανωτέρω), ανατρέπει νομοθετικώς και εκ βάθρων τα ήδη δικαστικώς κριθέντα και στερεί από την αιτήτρια τους καρπούς των προαναφερθέντων δικαστικών αποφάσεων που εκδόθηκαν υπέρ της. Αν επιτρεπόταν ο νομοθέτης να επεμβαίνει με αυτό τον τρόπο στη δεσμευτικότητα των δικαστικών αποφάσεων, όχι προς ενεργό συμμόρφωση προς το περιεχόμενο και διατακτικό τους, αλλά ακριβώς προς την αντίθετη κατεύθυνση, ως παρατηρείται στην παρούσα περίπτωση, τότε οι δικαστικές αποφάσεις θα καθίσταντο ανίσχυρες και οι πρόνοιες του άρθρου 146.5 του Συντάγματος θα παρέμεναν κενές περιεχομένου. Συνεπώς, οι πρόνοιες του άρθρου 3(2) του τροποποιητικού Νόμου, στο βαθμό που ορίζουν ότι αναδρομικά εφαρμόζονται (ως και εφαρμόστηκαν) οι πρόνοιες του άρθρου 2(α) του Νόμου (και) στην παρούσα περίπτωση, στην οποία προηγήθηκε σαφής και τελεσίδικη δικαστική δεσμευτική κρίση επί του επίδικου ζητήματος της μεθόδου απόδοσης μονάδων κατάταξης των διαδίκων στον οικείο Πίνακα Διοριστέων Καθηγητών Πληροφορικής/ Επιστήμης Ηλεκτρονικών Υπολογιστών του Φεβρουαρίου του 2010, προσκρούουν στις επιταγές του άρθρου 146.5 του Συντάγματος και είναι, ως εκ τούτου, στον προαναφερόμενο βαθμό και εμβέλεια, αντισυνταγματικές, παρασύροντας και τις επίδικες αποφάσεις, για αυτό το λόγο σε ακυρότητα.»

 

  Μετά την παράθεση του μακρού ιστορικού της υπό κρίση υπόθεσης, αλλά και του απορρέοντος εκ των ακυρωτικών αποφάσεων δεδικασμένου, η Επιτροπή προχώρησε σε επανεξέταση της ακυρωθείσας αποφάσεως, κατά τη συνεδρία της ημερομηνίας 26.11.2020 (Παράρτημα 8 στην Ένσταση). Μεταφέρω το ακόλουθο απόσπασμα από τα σχετικά πρακτικά της Επιτροπής:-

«Με βάση τα ευρήματα του Δικαστηρίου στην υπόθεση με αρ. 320/2017, η δοθείσα αναδρομικότητα σε πρόνοιες του περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (Τροποποιητικού) (Αρ.4) Νόμου του 2015, Ν. 185(Ι)/2015, στο βαθμό που όριζε και καθιστούσε δυνατή την εφαρμογή τους στην παρούσα συγκεκριμένη περίπτωση στην οποία υπήρξε σαφής προηγούμενη δεσμευτική δικαστική κρίση, επί του επίδικου και καίριου ζητήματος του ορθού τρόπου υπολογισμού των μονάδων της αιτήτριας και των ενδιαφερομένων μερών για σκοπούς κατάταξής τους στον οικείο πίνακα διορισμού παραβίαζε πρόδηλα το άρθρο 146.5 του συντάγματος.

Ως εκ των πιο πάνω, η Επιτροπή αποφασίζει να επανεξετάσει τη σειρά κατάταξης της αιτήτριας και των ενδιαφερομένων μερών στον πίνακα διοριστέων Καθηγητών Πληροφορικής/Επιστήμης Η.Υ. του Φεβρουάριου του 2010, με βάση το άρθρο 28Β(γ) των περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμων, ως ίσχυε πριν την τροποποίηση του με τον Νόμο Ν. 185(Ι)/2015. Προκύπτει ότι η σειρά της Κ[…] στον οικείο πίνακα Φεβρουάριου του 2010, θα ήταν ο αριθμός 12 αντί ο αριθμός 8, που είχε ήδη υπολογιστεί. Όσον αφορά τα ενδιαφερόμενο Μέρη, που έτυχαν διορισμού, προκύπτει ότι θα προηγούνταν σε σειρά προτεραιότητας έναντι της Κ[…]. Ως εκ τούτου, προκύπτει ότι η Κ[…] δεν θα μπορούσε να τύχει διορισμού από 1.9.2010.

Επισυνάπτεται ο αναθεωρημένος πίνακας διοριστέων Φεβρουάριου 2010, όπως διαμορφώθηκε μετά από την εφαρμογή της νομοθεσίας όπως αυτή ίσχυε το 2010, δηλαδή παραχώρηση 0,5 μονάδας για κάθε σχολικό έτος σχολικό έτος υπηρεσίας, στα άτομα που υπέβαλαν αιτήσεις και απέκτησαν πτυχίο το ίδιο έτος με την Κ[…]. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή προχώρησε σε επανεξέταση της σειράς προτεραιότητας των υποψηφίων που υπέβαλαν αιτήσεις το 2001 και απέκτησαν τίτλους το 2001, αποδίδοντας 0,5 μονάδα ανά σχολικό έτος μόνο σε όσους υποψήφιους εργάστηκαν για 12 μήνες εντός κάθε σχολικού έτους. Για τον αναθεωρημένο πίνακα διοριστέων Φεβρουάριου 2010, υπολογίστηκε η προϋπηρεσία κάθε υποψήφιου μέχρι και την 31.12.2009.»

 

  Η νομιμότητα της πιο πάνω διοικητικής αποφάσεως, αποτελεί το αντικείμενο της υπό εκδίκαση προσφυγής.

  Ως πρώτος λόγος ακύρωσης, προωθήθηκε ισχυρισμός περί παράβασης δεδικασμένου. Κατά τις θέσεις της ευπαιδεύτου συνηγόρου της αιτήτριας, ουσιώδης χρόνος της επίδικης διαδικασίας, βάσει της αρχικής ακυρωτικής δικαστικής αποφάσεως, είναι το έτος 2007 που αφορούσε στον αναθεωρημένο πίνακα διοριστέων καθηγητών Πληροφορικής του 2008 κι ειδικότερα, στον τρόπο υπολογισμού των μονάδων προϋπηρεσίας της, για το σχολικό έτος 2006-2007. Κατά τις εισηγήσεις, η Επιτροπή όφειλε να διορθώσει τον κατάλογο διοριστέων του 2008, με βάση την προϋπηρεσία της αιτήτριας για το σχολικό έτος 2006-2007 και όχι να ληφθεί υπόψη η προϋπηρεσία των ενδιαφερομένων μερών για το σχολικό έτος 2008-2009.

 

  Διατείνεται, πρόσθετα, πως η στάση της διοίκησης διέπεται από αδιαφορία έναντι του δεδικασμένου που απορρέει εκ των ακυρωτικών αποφάσεων και πως με την νέα διοικητική πράξη παραβιάζεται η καλή πίστη κι η χρηστή διοίκηση, ενώ προωθείται κι ισχυρισμός περί έλλειψης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης, αλλά και μη τήρησης άρτιου πρακτικού.

  Η συνήγορος της Δημοκρατίας, πρόταξε ισχυρισμό περί ελλείψεως εννόμου συμφέροντος εκ μέρους της αιτήτριας να προωθήσει την προσφυγή της, αφού κατά τις θέσεις της, η ίδια έχει διοριστεί στη θέση Καθηγητή Πληροφορικής από το 2011. Επί της ουσίας των ισχυρισμών της αιτήτριας, ιδίως ως προς την θέση της αιτήτριας περί παράβασης του δεδικασμένου, δεν δίδεται οποιαδήποτε απάντηση, προς υποβοήθηση του Δικαστηρίου.

 

  Έχω παραθέσει με ιδιαίτερη λεπτομέρεια το περιεχόμενο των δικαστικών αποφάσεων που έχουν εκδοθεί σε σχέση με την επίδικη διαφορά.

 

  Πρώτο ζήτημα που θα πρέπει να τύχει εξέτασης, είναι ο ισχυρισμός περί ελλείψεως εννόμου συμφέροντος εκ μέρους της αιτήτριας να προωθήσει την προσφυγή της, ενόψει διορισμού της στη θέση Καθηγητή Πληροφορικής από το 2011. Η επίδικη, όμως, διαφορά, κατά τα όσα κρίθηκαν στην πρώτη ακυρωτική απόφαση (προσφυγή με αρ. 1413/2008) δεν εστιάζεται στο έτος 2011, αλλά: (α) στον τρόπο υπολογισμού των μονάδων προϋπηρεσίας της αιτήτριας, προηγουμένως, ήτοι για το σχολικό έτος 2006-2007 και (β) στον κατάλογο διοριστέων που καταρτίστηκε το 2008, που είχε ως αποτέλεσμα να υστερήσει η ίδια έναντι των ενδιαφερομένων μερών και να της στερήσει διορισμό από τότε.

 

  Επομένως, έστω και εάν η αιτήτρια πέτυχε διορισμό από το έτος 2011, αυτό δεν της αποστερεί το έννομο της συμφέρον, το οποίο και διατηρεί προς διεκδίκηση της ακόμα προγενέστερης συμπερίληψής της στον πίνακα διοριστέων του 2008.

 

  Για τους πιο πάνω λόγους, η προδικαστική ένσταση, απορρίπτεται ως αβάσιμη.

 

  Επί της ουσίας των ισχυρισμών της αιτήτριας, κρίνεται πως οι αιτιάσεις της, περί παράβασης του δεδικασμένου, είναι ορθές.

 

  Για την υποχρέωση της διοίκησης προς επανεξέταση, στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Α.Ε. 147/15, Μαυρικίου ν. Ρ.Ι.Κ., ημερομηνίας 3.2.2023, με αναφορά στην Α.Ε. 51/2011, Μιχαήλ ν. Πίλλα, ημερομηνίας 22.12.2016, λέχθηκαν τα εξής:-

«Σύμφωνα με τη νομολογία, η διοίκηση έχει υποχρέωση να συμμορφώνεται με τα αποφασισθέντα από την ακυρωτική απόφαση και να μην επαναλαμβάνει τη νομική πλημμέλεια της ακυρωθείσας πράξης – (βλ. Δημοκρατία ν. Υψαρίδη & άλλου (Αρ. 1) (1993) 3 Α.Α.Δ. 280 και Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 517). Το ακυρωτικό δεδικασμένο καλύπτει μόνο όσα σημεία κρίνονται από το δικαστήριο, δηλαδή το λόγο για τον οποίο η πράξη ακυρώνεται. Η διοίκηση είναι δεσμευμένη σε σχέση με τα αποφασισθέντα και δεν μπορεί να επαναλάβει ό,τι έχει, ήδη, κριθεί ως νομικά πλημμελές.

 Η διαδικασία της επανεξέτασης απολήγει σε νέα διοικητική απόφαση και το διοικητικό όργανο δεσμεύεται να συμμορφωθεί με το δεδικασμένο της ακυρωτικής απόφασης, ενώ στα υπόλοιπα σημεία του υπό συζήτηση θέματος διατηρεί ελεύθερη κρίση (Αργυρού ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 639, Χατζηλουκά ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 643 και Κ.Ο.Α. ν. Σάββα (2001) 3 Α.Α.Δ. 1110)».

 

 

  Σύμφωνα με το δεσμευτικό δικαστικό δεδικασμένο που απέρρεε εκ της πρώτης ακυρωτικής αποφάσεως (προσφυγή με αρ. 1413/2008), η Επιτροπή όφειλε να προβεί σε επανεξέταση του τρόπου υπολογισμού των μονάδων που θα πίστωνε την αιτήτρια για το σχολικό έτος 2006-2007, λαμβάνοντας υπόψη πως το σχολικό έτος αρχίζει από την 1η Σεπτεμβρίου και λήγει την 31η Δεκεμβρίου, ενώ επήλθε εξ’ αυτού, και εξαφάνιση του πίνακα διοριστέων του έτους 2008.

 

  Εδώ έγκειται η πλάνη της Επιτροπής που απολήγει σε παράβαση δεδικασμένου, αφού η τελευταία, όχι μόνον δεν προέβη σε επανεξέταση του ακυρωθέντος πίνακα διοριστέων 2008, όπως είχε υποχρέωση, αλλά προχώρησε σε καταρτισμό του πίνακα διοριστέων 2009, αλλά και πίνακα διοριστέων 2010, επαναλαμβάνοντας τον ίδιο πεπλανημένο τρόπο απόδοσης μονάδων προϋπηρεσίας και χωρίς να προβεί σε κατάρτιση νέου νόμιμου καταλόγου για το έτος 2008.

 

  Δεδομένης της παράλειψης της Επιτροπής, ακόμα και εν έτη 2020 που αφορά η υπό εκδίκαση προσφυγή, να προβεί σε επανεξέταση του πίνακα διοριστέων για το έτος 2008 που αφορούσε η προσφυγή με αρ. 1413/2008, προκύπτει πως η εδώ προσβαλλόμενη απόφαση ελήφθη υπό παράβαση δεδικασμένου, αφού ουδόλως προκύπτει να έχει προχωρήσει η Επιτροπή σε επανεξέταση του καταρτισμού του πίνακα διοριστέων για το έτος 2008. Δεν διαφαίνεται πουθενά το κατά πόσον η Επιτροπή πίστωσε, εν τέλει, στην αιτήτρια οποιαδήποτε μονάδα για το σχολικό έτος 2006-2007, ως υπήρξε το αρχικό αντικείμενο της προσφυγής 1413/2008, επανεξέταση που παρέμεινε, ακόμα, υπό εκκρεμότητα.

 

  Από το δεσμευτικό δεδικασμένο[4], η Επιτροπή είχε υποχρέωση να προβεί σε ορθό υπολογισμό της προϋπηρεσίας της αιτήτριας για το σχολικό έτος 2006-2007 που ήταν το επίδικο. Αντί τούτου, η Επιτροπή έλαβε υπόψη ως δεδομένη, την ήδη κριθείσα ως παράνομη και άκυρη, προϋπηρεσία της αιτήτριας για το πιο πάνω αναφερόμενο σχολικό έτος, προχώρησε στον καταρτισμό του πίνακα διοριστέων Φεβρουαρίου 2009, απόφαση που κρίθηκε ως παράνομη με την Α.Ε. 15/2013 Καζέλη ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 19.7.2016, ενώ το ίδιο σφάλμα, ακολούθησε και κατά τον καταρτισμό του πίνακα διοριστέων Φεβρουαρίου 2010, ο οποίος ακυρώθηκε, επίσης, δικαστικά με την προσφυγή 320/17 Καζέλη ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 29.5.2010.

 

  Η επανεξέταση, θα πρέπει να ξεκινήσει από το σημείο που κρίθηκε ως παράνομο και ακυρώθηκε δικαστικά. Στη σειρά των πινάκων διοριστέων, παραμένει κενό ένα σχολικό έτος (2006-2007). Αυτό για το οποίο ακυρώθηκε ο πίνακας διοριστέων 2008 που αποτελούσε το αντικείμενο της προσφυγής με αρ. 1413/2008 που επικυρώθηκε κατ’ έφεσην στην Α.Ε. Δημοκρατία ν. Καζέλη (2015) 3 Α.Α.Δ. 146. Δεν εντοπίζω να έγινε συμμόρφωση με τις πιο πάνω αναφερόμενες δεσμευτικές δικαστικές κρίσεις.

 

  Πέραν της πιο πάνω διαπίστωσης περί παράβασης δεδικασμένου που απορρέει εκ της πρώτης ακυρωτικής αποφάσεως, σε συμφωνία με τις εισηγήσεις της αιτήτριας, κρίνεται πως από το πρακτικό συνεδρίας της Επιτροπής, ημερομηνίας 26.11.2020, δεν παρέχονται όλες οι αναγκαίες πληροφορίες και οι συλλογισμοί που οδήγησαν την Επιτροπή στη λήψη της επίδικης απόφασης, ούτε και διαφαίνεται ο τρόπος πίστωσης μονάδων προϋπηρεσίας, ανά σχολικό έτος, κατά τρόπο που καθιστά ανέφικτη την άσκηση δικαστικού ελέγχου νομιμότητας.

 

  Για τους πιο πάνω λόγους, καταλήγω πως η επίδικη διοικητική απόφαση έχει ληφθεί κατά παράβαση του δεσμευτικού δεδικασμένου που απορρέει εκ της πρώτης ακυρωτικής δικαστικής αποφάσεως και συνεπώς, αυτή οδηγείται σε ακύρωση.

 

  Η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται, βάσει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος. Επιδικάζονται υπέρ της αιτήτριας και εναντίον των καθ’ ων η αίτηση €2.000 πλέον Φ.Π.Α.

 

 

 

          Γαβριήλ, Δ.Δ.Δ.



[1] (2015) 3 Α.Α.Δ. 146.

[2] (2016) 3 Α.ΑΔ. 352.

[3] Η έμφαση προστέθηκε από το Δικαστήριο.

[4] Δημοκρατία ν. Καζέλη (2015) 3 Α.Α.Δ. 146.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο