ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                          

                                                 Υπόθεση Αρ. 1260/2019

                                             

    8 Φεβρουαρίου, 2024

 

[Φ. ΚΑΜΕΝΟΣ, ΔΔΔ.]

 

ΑΝΑΦOΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡO 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

             

                         M. B.

Αιτήτρια

                          Και

 

      Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω

1. Υπουργού Εσωτερικών

2. Αν. Διευθυντής Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης 

                                                      Καθ' ων η Αίτηση

 

......... 

 

Χρίστος Χριστούδιας, Δικηγόρος για Νίκο Α. Λοίζου & Χρίστο Γ. Χριστούδια, για Αιτήτρια

Νικολέττα Νικολάου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.

                                               

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Φ. Καμένος, ΔΔΔ.: Με την παρούσα προσφυγή της η Αιτήτρια αξιώνει:

 

«Δήλωση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η απόφαση και ή πράξη των Καθ’ ων η Αίτηση για απόρριψη της αίτησης, της Αιτήτριας για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας με πολιτογράφηση για τους λόγους που αναφέρονται στην επιστολή του Α. Διευθυντή Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης με αριθμό Β09-06325, ημερομηνίας 4/6/2019, που κοινοποιήθηκε στην Αιτήτρια και έλαβε γνώση κατά την 10/6/2019, για όλους τους νομικούς λόγους που αναφέρονται πιο κάτω και για κάθε ένα ξεχωριστά, είναι άκυρη, παράνομη, αντισυνταγματική και εστερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος. Η επίδικη πράξη-απόφαση επισυνάπτεται σαν ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α».

 

 

Τα γεγονότα:

 

 

Η Αιτήτρια είναι υπήκοος των Φιλιππινών και αφίχθηκε για πρώτη φορά στη Δημοκρατία στις 15/10/2009 με άδεια εισόδου ως οικιακή βοηθός και της δόθηκε άδεια παραμονής και εργασίας μέχρι τις 13/10/2011.

 

Στις 20/01/2011, μετά από εργατική διαφορά που είχε προκύψει μεταξύ του εργοδότη και της Αιτήτριας, της δόθηκε επιστολή αποδέσμευσης, με σκοπό να εξεύρει νέο εργοδότη.

 

Στις 09/03/2011, τα στοιχεία της καταχωρήθηκαν στον κατάλογο αναζητούμενων προσώπων, για τον λόγο ότι δεν είχε τότε διευθετήσει τη νόμιμη παραμονή της στη Δημοκρατία.

 

Στις 24/06/2011, υπέβαλε αίτημα στην Υπηρεσία Ασύλου και της παραχωρήθηκε προσωρινή άδεια διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους μέχρι τις 31/12/2011, για τον λόγο ότι η Αιτήτρια ήταν έγκυος. Η άδεια παραμονής της Αιτήτριας ανανεωνόταν με το εν λόγω καθεστώς μέχρι τις 14/05/2016.

 

Η Αιτήτρια είναι μητέρα δύο ανήλικων τέκνων, τα οποία γεννήθηκαν εκτός γάμου. Το πρώτο παιδί γεννήθηκε το έτος 2011 και είναι αγνώστου πατρός. Επί τούτου σημειώνεται ότι η Αιτήτρια το έτος 2012 είχε καταχωρήσει στο Οικογενειακό Δικαστήριο Λευκωσίας αίτηση, προς το σκοπό αναγνώρισης του εν λόγω τέκνου της από τον ισχυριζόμενο βιολογικό πατέρα του, χωρίς όμως να προκύπτει η έκβαση της αίτησης αυτής. Το δεύτερο τέκνο της είναι Κύπριος πολίτης που γεννήθηκε το έτος 2013 και αναγνωρίστηκε από κύπριο υπήκοο. Από αντιπαραβολή του ονοματεπωνύμου του ισχυριζόμενου βιολογικού πατέρα του πρώτου τέκνου με το ονοματεπώνυμο του πατέρα του δεύτερου τέκνου, διαπιστώνεται ότι είναι διαφορετικά πρόσωπα.

 

Ως αναφέρεται στην αίτηση ακυρώσεως και δεν αμφισβητείται από τους Καθ’ ων η αίτηση, μετά την γέννηση των τέκνων της, η Αιτήτρια αιτήθηκε στο Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης και λόγω της ιδιότητας της ως μητέρας κύπριου πολίτη της χορηγήθηκε άδεια παραμονής και εργασίας απεριόριστης διάρκειας (unlimited).

 

Στις 04/01/2017, η Αιτήτρια υπέβαλε αίτηση Μ 127 για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας με πολιτογράφηση.

 

Η αίτηση της Αιτήτριας για πολιτογράφηση εξετάστηκε κατόπιν προσωπικής της συνέντευξης, η οποία πραγματοποιήθηκε στις 20/12/2018. Εκεί, διαπιστώθηκε και όπως ανέφερε και η ίδια η Αιτήτρια, ότι αυτή δεν εργάζεται και είναι λήπτρια Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος (Ε.Ε.Ε.) ποσού €200 και διατροφής ποσού €400 από τον Κύπριο πατέρα του δεύτερου τέκνου της. Εξ αυτών των δεδομένων κρίθηκε ότι η Αιτήτρια δεν έχει επαρκείς πόρους συντήρησης. Περαιτέρω, διαπιστώθηκε, μεταξύ άλλων, ότι δεν έχει ενταχθεί επαρκώς στο κυπριακό κοινωνικό σύνολο, καθότι, παρόλο που βρίσκεται στη Δημοκρατία από το 2009 και είναι μητέρα Κύπριου πολίτη, δεν μιλάει την Ελληνική γλώσσα.

 

Η αίτηση της Αιτήτριας απορρίφθηκε και ενημερώθηκε με επιστολή ημερομηνίας 04/06/2019 για τους λόγους απόρριψης του αιτήματος της, απόφαση η οποία είναι και η προσβαλλόμενη με την παρούσα Προσφυγή.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος για την Αιτήτρια εγείρει και αναπτύσσει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση του Περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου του 2002 (Ν. 141(I)/2002) (εφεξής ο «Νόμος») καθότι υπογράφτηκε από αναρμόδιο όργανο αλλά και σε αντίθεση με το άρθρο 111 και τον Τρίτο Πίνακα του Νόμου, ως είχε τότε, ότι επίσης (και περαιτέρω) ότι εκδόθηκε κατά παράβαση των άρθρων 17, 24, 26-28, 38, 45,46, 50. 51 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(1)/1999) και ιδίως καθότι είναι αναιτιολόγητη, προϊόν κατάχρησης εξουσίας, κακής πίστης και μη χρηστής διοίκησης καθώς και ότι  ελλείπει το περί της έκδοσής της δέον πρακτικό.

 

Από την άλλη μεριά, η ευπαίδευτη συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση, υπεραμύνεται της νομιμότητας της προσβαλλόμενης πράξης.

 

Μελέτησα τους εκατέρωθεν ισχυρισμούς, έχοντας ενώπιόν μου και τον σχετικό διοικητικό φάκελο, ο οποίος κατατέθηκε κατά τις διευκρινίσεις. 

 

Τα κύρια επιχειρήματα του ευπαίδευτου συνηγόρου της Αιτήτριας μπορούν να χωριστούν σε δύο ενότητες.

 

Η πρώτη είναι η ισχυριζόμενη αναρμοδιότητα του εκδόντος την προσβαλλόμενη πράξη οργάνου. Θεωρεί ότι αυτή εξεδόθη όχι από τον αρμόδιο Υπουργό αλλά από λειτουργό (γραφέα) των Καθ’ ων η αίτηση. Στηρίζει τον ισχυρισμό αυτό στο γεγονός ότι τη σχετική έκθεση προς τον Υπουργό (Ερ. 207-203), στην οποία μεταξύ των πληροφοριών (οικονομικών και άλλων) που αναφέρονται για την Αιτήτρια και όπου επισυνάπτεται η προσωπική συνέντευξη της Αιτήτριας (Ερ. 202-195), υπογράφει η λειτουργός εξέτασης (η οποία φαίνεται ότι έλαβε την προσωπική συνέντευξη της Αιτήτριας) και η λειτουργός ελέγχου και στην έκθεση αυτήν περιέχεται η εισήγηση προς τον Υπουργό για απόρριψη της αίτησης της Αιτήτριας. Επί της εν λόγω έκθεσης, αναγράφεται χειρόγραφα η λέξη «Απόρριψη» πλησίον της υπογραφής του Υπουργού, κάτι που η Αιτήτρια αμφισβητεί θεωρώντας ότι η εν λόγω υπογραφή δεν ανήκει στον Υπουργό αλλά σε άλλο πρόσωπο, το οποίο έλαβε την απόφαση αναρμοδίως. Επιπροσθέτως και πέραν τούτου, ο ευπαίδευτος συνήγορος θεωρεί ότι η μονολεκτική αναφορά «απόρριψη» με τη σχετική υπογραφή, δεν είναι επαρκές ως πρακτικό της προσβαλλόμενης.

 

Η δεύτερη ενότητα αφορά το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης. Η Αιτήτρια θεωρεί ότι πληροί τα κριτήρια του Νόμου και δη του άρθρου 111 και του Τρίτου Πίνακα ως είχαν τότε. Αυτό κατά την εισήγησή της, προκύπτει και από την ίδια την προσβαλλόμενη απόφαση, στην οποία καταγράφεται τούτο ρητώς, εντούτοις, κατά παράβαση του Νόμου και του καθήκοντος για δέουσα αιτιολόγηση και χρηστή διοίκηση, δεν μεταδόθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση με αποτέλεσμα η αίτηση της να απορριφθεί.

 

Έχοντας γνώση πρόσφατης νομολογίας του Διοικητικού Δικαστηρίου στις Πρ. Αρ. 475/2019 Arzumanyan ν. Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Υπουργού Εσωτερικών κ.α. ημερ. 14/3/2022 (Καλλίγερου, ΠΔΔ ως ήταν τότε), Πρ. Αρ. 749/2019 Alarcon ν. Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Υπουργού Εσωτερικών κ.α. ημερ. 29/3/2022 (Ευσταθίου- Νικολετοπούλου, ΔΔΔ ως ήταν τότε), Πρ. Αρ. 1514/2019 Cabardo ν. Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Υπουργού Εσωτερικών κ.α., ημερ. 06/05/2022 (Κωμοδρόμος, ΔΔΔ ως ήταν τότε), Πρ. Αρ. 232/2020 Mendis Hewa ν. Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Υπουργού Εσωτερικών κ.α., ημερ. 11/5/2022  (Γαβριήλ, ΔΔΔ), επί σχεδόν πανομοιότυπων ισχυρισμών και εικόνας διοικητικού φακέλου (νομολογία με την οποία συμφωνώ), καταλήγω ότι οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας δεν μπορούν να ευδοκιμήσουν.

 

Ως προς την πρώτη ενότητα ισχυρισμών (περί αναρμοδιότητας/ πλημμελούς πρακτικού), σε όλες τις πιο πάνω υποθέσεις όπως και εδώ, κρίθηκε ότι η μονολεκτική διά της λέξης «Απόρριψη» πλησίον της υπογραφής, καταγραφή επί της απευθυνόμενης στον Υπουργό έκθεσης των λειτουργών των Καθ’ ων η αίτηση, ήταν επαρκής απόδειξη ότι ο Υπουργός, ως αρμόδιο όργανο, εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη απόρριψης αιτήματος πολιτογράφησης. Η εν λόγω καταγραφή απέδειξε τόσο την άσκηση της αρμοδιότητας όσο και την τυπική (εξ απόψεως δέοντος πρακτικού) νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης. Κρίθηκε περαιτέρω ότι ουδέν μεμπτόν υπήρχε στην εμπλοκή, στην όλη διαδικασία αξιολόγησης και ετοιμασίας της έκθεσης, λειτουργών των Καθ’ ων η αίτηση και συγκεκριμένα στην εξέταση από ένα λειτουργό των Καθ΄ ων η αίτηση και τον έλεγχο από άλλον λειτουργό, η οποία εισηγήθηκε στον Υπουργό την απόρριψη της αίτησης και λήψη τελικής απόφασης από τον Υπουργό. Πιο συγκεκριμένα:

 

Στην Alarcon αναφέρθηκε:

 

Το Παράρτημα 11 στην Ένσταση των καθ' ων η αίτηση αποτελεί την συνοπτική έκθεση που αφορά την αίτηση της αιτήτριας για απόκτηση της ιδιότητας του πολίτη, δυνάμει εγγραφής, σύμφωνα με το άρθρο 110 (2) του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου.  Η έκθεση φέρει την ένδειξη "Προς Υπουργό", με την εισήγηση όπως αυτός μεριμνήσει "για λήψη απόφασης για την εγγραφή της (αιτήτριας) ως πολίτη της Δημοκρατίας δυνάμει της εξουσίας που το άρθρο 110 (2) του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου, όπως έχει τροποποιηθεί (σας) παρέχει" στον Υπουργό.  Αναφέρεται στην έκθεση, η οποία φέρει το όνομα και τη μονογραφή της κας Κουζούπη, ότι η αίτηση "εξετάστηκε" στις 17/8/2018.  Αναφέρεται επίσης στην έκθεση ότι, "ελέγχθηκε" στις 2/10/2018 από την κα Αδαμίδου, η οποία επίσης μονογράφει την έκθεση, με την ένδειξη "Εισηγούμαι απόρριψη".  Στο πάνω μέρος δεξιά της έκθεσης, παρουσιάζεται η ένδειξη "Απόρριψη" και μια μονογραφή.

 

Αποτελεί γεγονός, ότι η έκθεση, όπως πολύ ορθά σημειώνει η ευπαίδευτη συνήγορος για τους καθ' ων η αίτηση, απευθύνεται στον αρμόδιο Υπουργό.  Συνεπώς σύμφωνα με το τεκμήριο της κανονικότητας αυτή έχει υπογραφεί από τον ίδιο.  Θεωρώ ότι δια της χειρόγραφης υπογραφής του Υπουργού, με την ένδειξη ότι συμφωνεί με την εισήγηση της Λειτουργού, ως αυτή εμπεριέχεται στο Σημείωμα προς αυτόν ημερομηνίας 16/5/2013, ο Υπουργός άσκησε την αρμοδιότητα του που του παρέχεται από το Νόμο (βλ. REYES v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 1047/2010, ημερομηνίας 26/7/2012, Καρλεττίδου v. Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 3074, Stoyanov v. Υπουργείο Εσωτερικών κ.ά., ECLI:CY:AD:2014:D151, Υπόθεση αρ. 718/2012, ημερομηνίας 26/2/2014), ECLI:CY:AD:2014:D151».

 

Στην Cabardo, επί παρόμοιων με την παρούσα δεδομένων, αποφασίστηκε:

 

«Παρομοίως, κρίνω ότι ως αβάσιμος θα πρέπει να απορριφθεί και ο ισχυρισμός περί αναρμοδιότητας του οργάνου που έλαβε την επίδικη απόφαση.

 

 Όπως έχω προαναφέρει, σύμφωνα με το άρθρο 111 του Νόμου, είναι ο Υπουργός, που, τηρουμένων των προβλεπόμενων προϋποθέσεων, δύναται να χορηγήσει πιστοποιητικό πολιτογράφησης. Όπως καταγράφεται στο πάνω αριστερό μέρος της Έκθεσης, ημερομηνίας 6.8.2018, που ετοιμάστηκε από την λειτουργό ελέγχου (παράρτημα 21), αυτή απευθύνετο προς τον Υπουργό και, για τους λόγους που εκτίθεντο στην Έκθεση, υποβαλλόταν η εισήγηση για απόρριψη του αιτήματος της αιτήτριας. Λαμβάνοντας λοιπόν υπόψη ότι η λόγω Έκθεση (και η εκεί περιεχόμενη εισήγηση) απευθύνετο στον ίδιο τον Υπουργό και δεδομένης της προαναφερθείσας διάταξης του άρθρου 111, δεν έχω λόγο να αμφισβητήσω ότι η χειρόγραφη σημείωση «Απόρριψη», επί της υπό αναφορά Έκθεσης (στο πάνω δεξιό μέρος αυτής), καθώς και η εκεί τεθείσα υπογραφή που την συνοδεύει προέρχονται από τον Υπουργό. Αντίθετα, έχω την άποψη ότι τεκμαίρεται πως η απορριπτική απόφαση προέρχεται από την αρμόδια αρχή, ήτοι τον Υπουργό και τίποτε περί του αντιθέτου δεν έχει αποδειχθεί. Όπως τονίστηκε σε σωρεία αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όπως για παράδειγμα στη Μαυρονύχη v. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 801/1999, ημερ. 12.3.2001, η Διοίκηση τεκμαίρεται πως λειτουργεί σύμφωνα με το Νόμο, εκτός όπου καθαρά αποδεικνύεται πως τούτο δε συμβαίνει. Και εν προκειμένω, τίποτε δεν δείχνει πως κάτι τέτοιο δεν συνέβη (βλ. επίσης Χριστίνα Μιχαηλίδου ν. Δημοκρατίας, (2009) 4 Α.Α.Δ. 929). Στο πλαίσιο δε της κανονικότητας των διοικητικών πράξεων, επί των οποίων υπάρχει μαχητό τεκμήριο, δεν νοείται ανατροπή του με τα όσα επιχειρηματολογεί η αιτήτρια. Το γεγονός δε ότι την επιστολή, ημερομηνίας 25.9.2019, δια της οποίας γνωστοποιήθηκε στην αιτήτρια η απορριπτική απόφαση της Διοίκησης, υπογράφει λειτουργός του Τμήματος εκ μέρους του Αν. Διευθυντή, δεν αναιρεί το γεγονός ότι την επίδικη απόφαση έλαβε ο ίδιος ο Υπουργός, σύμφωνα με το Νόμο».

 

Στο σημείο αυτό παρεμβάλλω ότι, τα παραρτήματα Γ-Δ, τα οποία επισυνάπτει με την απαντητική του αγόρευση ο συνήγορος της Αιτήτριας και αποτελούν αντίγραφα από άλλες περιπτώσεις απορριπτικών αποφάσεων προκειμένου να καταδείξει ότι η υπογραφή του Υπουργού διαφέρει από την υπό κρίση, ασφαλώς και δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη από το παρόν Δικαστήριο. Εκτός του ότι αυτά δεν κατατέθηκαν κατόπιν άδειας του Δικαστηρίου, είναι σαφές ότι το παρόν Δικαστήριο στερείται της απαραίτητης εξειδικευμένης γνώσης να διαπιστώσει της ισχυριζόμενες διαφορές στις υπογραφές, τις οποίες ο συνήγορος της Αιτήτριας προτείνει ως οφθαλμοφανείς.

 

Περνώντας τώρα στη δεύτερη ενότητα λόγων ακύρωσης, σημειώνω ότι στις αποφάσεις, στις οποίες παρέπεμψα ανωτέρω, οι εκεί αιτητές, όπως και η Αιτήτρια στην παρούσα, πληρούσαν τις τυπικές προϋποθέσεις του άρθρου 111 και Τρίτου Πίνακα του Νόμου ως είχε τότε (διάρκεια παραμονής κτλ) όμως, τα Δικαστήρια, με αναφορά σε πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, επιβεβαίωσαν ότι η πολιτογράφηση αλλοδαπών, ως απτόμενη της κυριαρχίας του κράτους, αποτελεί πεδίο ευρείας διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης να αποφασίσει κατά πόσο θα εγκρίνει την εκάστοτε αίτηση πολιτογράφησης ή όχι.

 

Ειδικότερα, ο Νόμος θέτει τα ελάχιστα τυπικά προσόντα/κριτήρια που θα πρέπει να πληρούνται για να εξετάσει ο Υπουργός Εσωτερικών την αίτηση. Ακολούθως όμως δε δεσμεύεται να δεχθεί μια αίτηση αλλά να ασκήσει την κρίση του και να την εγκρίνει ή να την απορρίψει. Δεν υπάρχει «δικαίωμα σε πολιτογράφηση» οποιουδήποτε αλλοδαπού, αλλά δικαίωμα σε υποβολή αίτησης (όταν ο αλλοδαπός πληροί τα κριτήρια) και δικαίωμα καλόπιστης εξέτασής της αίτησης του από την διοίκηση. Επίσης κρίθηκε ότι η απόρριψη της αίτησης με την αιτιολογία που άπτεται, μεταξύ άλλων, εισοδηματικών κριτηρίων και κριτηρίων ενσωμάτωσης του αιτητή στην κοινωνία, δύναται να θεωρηθεί επαρκής.

 

Πιο συγκεκριμένα και με ειδικότερη αναφορά στην Arzumanyan, στην οποία εντοπίζονται και αρκετές ομοιότητες και παρόμοια ανάπτυξη λόγων ακύρωσης με την παρούσα, αναφέρθηκε:

 

Ως προς τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, ότι άλλο πρόσωπο από τον Υπουργό Εσωτερικών εξέδωσε την επίδικη απόφαση, δεν διαπιστώνεται να αποφάσισε άλλος από τον Υπουργό. Τις εκθέσεις και τα πορίσματα των λειτουργών τα υπέγραψαν οι ίδιες οι λειτουργοί που τα ετοίμασαν. Η απόφαση για «Απόρριψη» της αίτησης, υπογράφεται από άλλο πρόσωπο, που οι καθ' ων η αίτηση αναφέρουν ότι είναι ο Υπουργός Εσωτερικών και ότι δεν ανατράπηκε το τεκμήριο της κανονικότητας. Παρόλο που οι δικηγόροι της αιτήτριας δεν αμφισβητούν την αρμοδιότητα του προσώπου που υπέγραψε στην απόφαση για «Απόρριψη» της αίτησης, πράγματι δεν έχει τεθεί ενώπιόν μου καμία μαρτυρία ότι η υπογραφή στο σχετικό έντυπο στην απόφαση για «Απόρριψη» δεν είναι του Υπουργού Εσωτερικών. Πέραν αυτού, απορρίπτεται ο ισχυρισμός ότι η απόφαση δεν λήφθηκε από τον Υπουργό. Η όλη διαδικασία και η καταγραφή όλων των απαιτούμενων πληροφοριών, ξεκινώντας από το έντυπο της αίτησης, την έρευνα για το λευκό ποινικό μητρώο, την προσωπική συνέντευξη, η καταγραφή των απαντήσεων που δόθηκαν σε αυτήν, από την οποία εξυπηρετείται η ανάγκη έρευνας, ώστε να εξάγονται και τα συμπεράσματα του Υπουργού Εσωτερικών, καθώς και η συνοπτική περίληψη/έκθεση σε σχέση με την αίτηση του κάθε αιτητή για πολιτογράφηση, καθώς και οι σχετικές εισηγήσεις των λειτουργών, γίνονται ακριβώς προς υποβοήθηση στο έργο του Υπουργού Εσωτερικών. Ο Υπουργός εξετάζει το σύνολο των πληροφοριών και αποφασίζει κατά πόσο θα εγκριθεί ή θα απορριφθεί η αίτηση. Στην προκειμένη περίπτωση αποφάσισε Απόρριψη και δεν συμφωνώ πως υπό τις όλες περιστάσεις επειδή η αιτήτρια πληρούσε τις τυπικές προϋποθέσεις για να εξεταστεί η αίτησή της, ώστε να μην απορριφθεί άνευ ετέρου κατά δέσμια αρμοδιότητα λόγω της μη πλήρωσης των τυπικών προϋποθέσεων, η αρμοδιότητα του Υπουργού να προβεί σε καλόπιστη εξέταση της αίτησης για απόκτηση της κυπριακής ιθαγένειας με πολιτογράφηση δεν ασκήθηκε εντός των πλαισίων της διακριτικής του ευχέρειας. Η αντίληψη των δικηγόρων της αιτήτριας, ότι η αιτήτρια πληρούσε όλα τα τυπικά προσόντα, άρα οι καθ' ων η αίτηση όφειλαν να εγκρίνουν την αίτησή της για πολιτογράφηση, είναι πεπλανημένη. Το γεγονός ότι η αιτήτρια μιλούσε Ελληνικά, ότι ζούσε στην Κύπρο και προτίθετο να παραμείνει για να εργάζεται όπως εργαζόταν, περιστασιακά, χωρίς άδεια εργασίας και/ή χωρίς εισφορές στις κοινωνικές ασφαλίσεις και χωρίς οτιδήποτε άλλο, πέραν της είσπραξης της σύνταξης χηρείας και της ενοικίασης στέγης, δυνατόν κατά την άσκηση της ευρείας εξουσίας του Υπουργού Εσωτερικών να οδηγήσει την αίτηση σε απόρριψη. Η απόρριψη τέτοιας αίτησης δεν μπορεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι η αρμοδιότητα του Υπουργού ασκήθηκε κακόπιστα.

 

Η πολιτογράφηση αλλοδαπών, βάσει και της πάγιας νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, άπτεται της κυριαρχίας του κράτους, το οποίο δύναται να πολιτογραφεί αλλοδαπούς ως Κύπριους ή όχι. Ο Νόμος θέτει τα ελάχιστα τυπικά προσόντα/κριτήρια που θα πρέπει να πληρούνται για να εξετάσει ο Υπουργός Εσωτερικών την αίτηση και κατά την κρίση του να την εγκρίνει. Είναι σαφές ότι κανένας αλλοδαπός δεν έχει δικαίωμα σε πολιτογράφηση, αλλά δικαίωμα σε υποβολή αίτησης  όταν πληροί τα κριτήρια και δικαίωμα όπως αυτή εξεταστεί καλόπιστα, ασχέτως αν  μετά την εξέτασή της θα γίνει δεκτή ή θα απορριφθεί.  

 

Παραθέτω απόσπασμα της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου, υπ. αρ. 96/2011, Ayman MKammis ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 26/3/2015, που συνοψίζει τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου και το οποίο υιοθετώ για τους σκοπούς της παρούσας υπόθεσης:

 

«H κατοχή των πιο πάνω προσόντων δεν συνεπάγεται αυτόματα την έκδοση πιστοποιητικού πολιτογράφησης. Όπως έχει λεχθεί κατ' επανάληψη, ο Νόμος παρέχει στον αρμόδιο Υπουργό τη διακριτική εξουσία να αποδεχθεί το αίτημα, αλλά δεν παρέχει στον αλλοδαπό δικαίωμα πολιτογράφησης. Παρέχεται μόνο το δικαίωμα να αποταθεί για πολιτογράφηση.(Βλ. Vera Joudina v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 708/2005, ημερομηνίας 20.7.2006, Tahir Mahmood v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 254/2006  και Νabil  Mohamed  Adel  Fattah  Amer v.Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ.66).  Η μόνη υποχρέωση που η Κυπριακή Δημοκρατία υπέχει στον τομέα αυτό κατά την άσκηση της διακριτικής της εξουσίας είναι να ενεργεί με καλή πίστη.  Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί επίσης πως το ζήτημα της πολιτογράφησης άπτεται των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Δημοκρατίας και επομένως το ακυρωτικό Δικαστήριο δύσκολα επεμβαίνει στην άσκηση τέτοιας εξουσίας (βλ. Tulin Sabahatin Veysel κ.α ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 184/2008, ημερ. 6.7.2010 και Boulatnikova v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1082/2005, ημερο. 31.5.2007).»

 

Δεν έχω εντοπίσει οποιαδήποτε παρανομία στην υπόθεση ενώπιόν μου. Θεωρώ δε, πως ο Υπουργός, έχοντας υπόψη όλα τα δεδομένα της αιτήτριας, η οποία έχει ήδη εξασφαλίσει δικαίωμα παραμονής απεριόριστης διάρκειας, ως χήρα Κυπρίου πολίτη, καθώς και σύνταξης χηρείας από το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων, λόγω του θανάτου του συζύγου της, μεταξύ αυτών και του γεγονότος ότι ο μόνος στόχος πολιτογράφησής της, όπως η ίδια ανέφερε, ήταν ο καλός καιρός και η εργασία, ζητήματα σχετικά με τη παραμονή και όχι με την απόκτηση της υπηκοότητας, έδρασε εντός των επιτρεπτών ορίων της ευρείας διακριτικής του ευχέρειας. Η αιτιολογία της απόφασης κρίνεται νόμιμη και συνάδει με την ευρεία εξουσία του κράτους να πολιτογραφεί αλλοδαπούς. Η αιτιολογία ούτως ή άλλως της επίδικης απόφασης, συμπληρώνεται από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου και επιτρέπει τον δικαστικό έλεγχο. Υπενθυμίζεται, πως στις υποθέσεις αυτές, βάσει της πάγιας νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, (βλ. ανωτέρω στο σχετικό απόσπασμα),  το ακυρωτικό δικαστήριο δύσκολα επεμβαίνει».

 

Στην παρούσα, η επίδικη απόφαση, εδράστηκε στο ότι η Αιτήτρια, δεν ομιλούσε την ελληνική, δεν είχε εισοδήματα από εργασία πλην από το ΕΕΕ και τη διατροφή, δεν είχε κοινωνικούς δεσμούς στη Δημοκρατία ούτε οποιαδήποτε γνώση της κυπριακής πραγματικότητας[1] αλλά οι βασικοί λόγοι της αίτησής της για πολιτογράφηση ήταν η κυπριακή ιθαγένεια του τέκνου της και το ότι ως ανέφερε, «νοιώθει άνετα»[2]. Με αυτά τα δεδομένα, θεωρώ ότι είναι επαρκώς αιτιολογημένη και εντός των επιτρεπτών ορίων της (ευρείας) διακριτικής ευχέρειας των Καθ’ ων η αίτηση η κρίση τους να απορρίψουν την αίτηση της Αιτήτριας. Δεν εντοπίζω δε οποιαδήποτε κακόπιστη στάση των Καθ’ ων η αίτηση, ούτε άλλωστε η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας με αποτέλεσμα διαφορετικό από το επιθυμητό για τον εκάστοτε (διοικούμενο) αιτητή ισοδυναμεί με κακή πίστη εκ μέρους της διοίκησης. Η όποια  προηγούμενη έγκριση άδειας παραμονής, την οποία έλαβε η Αιτήτρια, έχει διαφορετικό ρυθμιστικό περιεχόμενο και δεν προοιωνίζει τη στάση της διοίκησης επί του αιτήματος πολιτογράφησης, το οποίο διέπεται από διαφορετικά κριτήρια, νομοθετικές πρόνοιες και, νομολογιακά αναγνωρισμένο, εύρος διακριτικής ευχέρειας (Υπ. Αρ. 1507/2007 Mark Antoine Abou Hawbar ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπουργού Εσωτερικών κ.α, ημερ. 08.04.2009).

 

Ως εκ των ανωτέρω, δεν εντοπίζω πλημμέλεια στην προσβαλλόμενη απόφαση. Η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται δυνάμει του Άρθρου 146(4)(α) του Συντάγματος. Τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ των Καθ΄ ων η αίτηση και εναντίον της Αιτήτριας, τα οποία, λόγω των προσωπικών συνθηκών της Αιτήτριας, κρίνω εύλογο να περιορίσω στα €900.

 

Φ. Καμένος, ΔΔΔ



[1] Κάτι που αποδεικνύεται, θεωρώ, και από το ερωτηματολόγιο κατά τη συνέντευξη (βλ. Μέρος 10 του Ερ. 198).

[2] Μέρος 11 του Ερ. 197.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο