ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                          

                                                 Υπόθεση Αρ. 13/2024 (K) iJustice

                                             

  14 Φεβρουαρίου, 2024

 

[Φ. ΚΑΜΕΝΟΣ, ΔΔΔ.]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ Τ0 ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

A.R.

Αιτητής

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, μέσω

1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΏΝ

2. ΔΙΕΥΘΥΝΤH ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ

                                                      Καθ' ων η Αίτηση

......... 

 

 

Έλενα Μυριάνθους, για Αιτητή

Ειρήνη Προκοπίου, Δικηγόρο για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για Καθ' ων η αίτηση

                                               

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Φ. Καμένος, ΔΔΔ.: Με την προσφυγή του ο Αιτητής αιτείται τις ακόλουθες θεραπείες:

 

«Α. Δήλωση και/ή απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι τα Διατάγματα κράτησης και απέλασης ημερομηνίας 15.12.2023 που εκδόθηκαν από τους Καθ' ων η αίτηση εναντίον του Αιτητή δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 6 (1) (K) και 14 του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου ΚΕΦ. 105 και του άρθρου 188(3) (γ) του Συντάγματος και του επιδόθηκαν κατά την ίδια ημερομηνία- ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1, είναι άκυρα, αντισυνταγματικά, παράνομα και στερούνται οποιοσδήποτε εννόμου αποτελέσματος και όπως διατάξει την ακύρωση τους και την άμεση απελευθέρωση του Αιτητή.

 

B. Δήλωση και/ή Διάταγμα του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή η απόφαση των Καθ' ων η αίτηση για έκδοση των Διαταγμάτων Απέλασης και Κράτησης μέχρι την απέλαση, ημερ. 15.12.2023 είναι μετά την αίτηση του στην υπηρεσία Ασύλου για επανάνοιγμα του φακέλου του, ανυπόστατη, άκυρη, παράνομη, στερημένη οποιοσδήποτε νομικού αποτελέσματος και έχει ληφθεί καθ' υπέρβαση εξουσίας και/ή χωρίς καθόλου δικαιοδοσία και είναι αποτέλεσμα πλάνης και κακής εφαρμογής του Νόμου.

Γ. Δήλωση και/ή Διάταγμα του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των Καθ' ων η αίτηση να θεωρούν του Αιτητή, μετά την αίτηση για επανάνοιγμα του φακέλου ως αλλοδαπό απαγορευμένο μετανάστη και όχι ως Αιτητή πολιτικού ασύλου, και κατά συνέπεια υποκείμενο σε απέλαση, είναι ασυμβίβαστη με την αρχή της μη επαναπροώθησης η οποία προβλέπεται σε Διεθνή Σύμβαση, στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο Κυπριακό Δίκαιο και παραβιάζει τα άρθρα 2 και 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών ή/και των άρθρων 7 και/ή 8 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας ή/και των άρθρων 2 ή/και 4 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

 

Δ. Διαζευκτικά με την πιο πάνω θεραπεία και/ή εναλλακτικά με την πιο πάνω θεραπεία, απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου με την οποία να κρίνεται η κράτηση του Αιτητή ως παράνομη και με την οποία να διατάζονται πραγματικά εναλλακτικά της κράτησης του Αιτητή μέτρα και τα οποία δεν συνιστούν κράτηση, κατά τη κρίση του Δικαστηρίου.

 

Ε. Προσωρινό Διάταγμα με το οποίο να αναστέλλεται η ισχύς των πιο πάνω Διαταγμάτων κράτησης και απέλασης ημερ. 15.12.2023, μέχρι την εκδίκαση της παρούσας προσφυγής.».

 

Τα γεγονότα, τα οποία προκύπτουν από τα δικόγραφα και επιβεβαιώνονται από τους σχετικούς διοικητικούς φακέλους είναι τα ακόλουθα:

 

Ο Αιτητής είναι υπήκοος Καμερούν και αφίχθηκε στην Δημοκρατία μέσω των μη ελεγχόμενων από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχών (παράνομο αεροδρόμιο Τύμπου) σε άγνωστο χρόνο και τόπο.

 

Στις 25.11.2019 υπέβαλε αίτηση Διεθνούς προστασίας, η οποία απορρίφθηκε στις 12.12.2021 πρωτοβάθμια. Στις 12.12.2022 υπέβαλε στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας (εφεξής το «ΔΔΔΠ») προσφυγή η οποία απορρίφθηκε στις 23.11.2023.

 

Στις 15.12.2023 συνελήφθην για παράνομη παραμονή στην Δημοκρατία, στην Λευκωσία. Την ίδια ημέρα 15.12.2023 ο Αιτητής κηρύχθηκε ως απαγορευμένος μετανάστης και παράλληλα εκδόθηκαν διατάγματα κράτησης και απέλασης εναντίον του δυνάμει του άρθρου 14 του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου Κεφ. 105 (εφεξής το «Κεφ. 105»).

 

Η αιτιολογία που δόθηκε αναφορικά με την κήρυξή του ως παρανόμου, η οποία ενσωματώθηκε και στα προσβαλλόμενα διατάγματα κράτησης και απέλασης, ήταν ότι ο Αιτητής είναι απαγορευμένος μετανάστης δυνάμει της παραγράφου  (Κ) του άρθρου 6 των περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμων καθότι παρέμεινε παράνομα στη Δημοκρατία από τις 23.11.2023 όταν απορρίφθηκε η προσφυγή του κατά της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου από το ΔΔΔΠ. Περαιτέρω, στο διάταγμα κράτησης αναφέρθηκε ότι κρίθηκε αναγκαίο να τεθεί υπό κράτηση καθότι «διαπιστώθηκε ότι υπάρχει κίνδυνος διαφυγής, [Άρθρο 18ΠΣΤ(1)(α) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου]. Δεδομένου ότι δεν συμμορφώθηκε με προηγούμενη απόφαση επιστροφής, δεν έχει δηλωθείσα ακριβή διεύθυνση διαμονής και είναι αρνητικός στον επαναπατρισμό του, δεν υπάρχει περιθώριο εναλλακτικών της κράτησης μέτρων».

 

Των προσβαλλόμενων πράξεων προηγήθηκε η κατάθεση του αστυνομικού που τον συνέλαβε στις 15.12.2023 και η σχετική έκθεση της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης ημερομηνίας 15.12.2023. Στην τελευταία, περιλαμβάνονται διάφορες πληροφορίες ως προς το ανωτέρω καταγραφόμενο ιστορικό του Αιτητή και την εισήγηση για έκδοση των προσβαλλόμενων πράξεων ενόψει του ότι, μεταξύ άλλων, ο Αιτητής δεν επιθυμεί να επαναπατρισθεί, ότι δεν δήλωσε την ακριβή διεύθυνση διαμονής του και ότι από τις 23.11.2023 που απερρίφθη η αίτηση του στο ΔΔΔΠ παραμένει παράνομα στη Δημοκρατία. Επίσης αναφέρεται ότι ο Αιτητής δεν είναι κάτοχος διαβατηρίου και γίνονται προσπάθειες εντοπισμού του εν λόγω εγγράφου.

 

Ως καταγράφεται στην ένσταση, από το σύστημα της Υπηρεσίας Ασύλου δεν διαφαίνεται ο Αιτητής, μετά την απόρριψη της προσφυγής του στο ΔΔΔΠ να έχει προχωρήσει σε μεταγενέστερη αίτηση ασύλου. Σημειώνω εδώ ότι, σε επίπεδο γεγονότων, ο Αιτητής δεν αναφέρει ότι καταχώρησε μεταγενέστερη αίτηση ασύλου ούτε ημερομηνία υποβολής μια τέτοιας αίτησης, παρ’ όλα αυτά στους λόγους ακύρωσης, τους οποίους αναπτύσσει γίνεται κάποια σποραδική αναφορά σε υποβολή τέτοιας μεταγενέστερης αίτησης. Επί τούτου θα γίνει λόγος και πιο κάτω.

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος του Αιτητή διά της αγόρευσής της, θέτει ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις είναι αναιτιολόγητες και κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας (ιδίως με εκτεταμένη αναφορά στο διάταγμα κράτησης), ότι είναι προϊόν ελλιπούς έρευνας και πλάνης περί τα πράγματα και τον Νόμο και ότι παραβιάζουν την αρχή της μη επαναπροώθησης αφού κατά τον ουσιώδη χρόνο έκδοσής τους, ο Αιτητής διατηρούσε την ιδιότητα αιτητή διεθνούς προστασίας.

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση από τη μεριά της, απορρίπτει όλους τους ισχυρισμούς του Αιτητή υπεραμυνόμενη τη νομιμότητά τους. Θέτει μάλιστα πρωτίστως ότι, υπό τις περιστάσεις, ο αιτητής δεν έχει δικαίωμα παραμονής και άρα ορθώς και νομίμως εξεδόθησαν οι προσβαλλόμενες πράξεις.

 

Μελέτησα με τη δέουσα προσοχή όλα τα γεγονότα και ισχυρισμούς, τα οποία υπεβλήθησαν και καταλήγω στα ακόλουθα:

 

Εισαγωγικά αναφέρω ότι με τα αιτητικά Α-Β και (εν μέρει) το Δ της προσφυγής προσβάλλονται οι ίδιες πράξεις (διατάγματα κράτησης και απέλασης) των Καθ’ ων η αίτηση  στη βάση διαφορετικών νομικών βάσεων, πρακτική που ορθό είναι να αποφεύγεται (βλ. Προσ. Αρ. 640/2017 TΗUY ν Δημοκρατίας απόφαση ημερομηνίας 31.8.2017). Εσφαλμένη είναι και διατύπωση του Αιτητικού υπό Γ, εφόσον, καταγράφονται ισχυριζόμενες παραβιάσεις της νομοθεσίας ως προς την κήρυξη του Αιτητή ως παράνομου μετανάστη, εντούτοις δεν ζητείται ακύρωση της κήρυξης αυτής αλλά η δήλωση ή διάταγμα παραβίασης της αρχής της μη επαναπροώθησης, θεραπεία που σε κάθε περίπτωση δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα του παρόντος ακυρωτικού Δικαστηρίου.

 

Περαιτέρω, αναφορικά με το αιτητικό Ε της αίτησης, ως αναφέρθηκε στην απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου (Φ. Κωμοδρόμος, ΔΔΔ ως ήταν τότε) στην υπόθεση Αρ. 1835/2022 (Κ) L.T.V. v Κυπριακή Δημοκρατία μέσω 1. Υπουργού Εσωτερικών 2. Αν. Διευθύντριας του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης 3. Γενικού Εισαγγελέα ημερ. 25.11.2022 με παραπομπή σε προηγούμενη νομολογία του [Singh v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 12/2021 (Κ), ημερ. 26.11.2021 (Ευσταθίου-Νικολετοπούλου, ΔΔΔ ως ήταν τότε) και Singh ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 820/2021, ημερ. 6.9.2021 (Ζερβού, ΔΔΔ)]:

 

«Εν πρώτοις, όσον αφορά στην αιτούμενη στην παράγραφο Ε της αιτήσεως ακυρώσεως θεραπεία, θα πρέπει να επισημανθεί ότι η έκδοση διατάγματος αναστολής των επίδικων διαταγμάτων δεν αναγνωρίζεται μέσω του δικογράφου της προσφυγής. Εφόσον επιθυμούσε την προσωρινή αναστολή των εν λόγω διαταγμάτων, η αιτήτρια θα έπρεπε να είχε προχωρήσει με την καταχώρηση σχετικής αίτησης, συμφώνως του Κανονισμού 13 του περί Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962, ο οποίος εφαρμόζεται βάσει των περί του Διοικητικού Δικαστηρίου Διαδικαστικών Κανονισμών του 2015 (βλ. τις αποφάσεις του Διοικητικού Δικαστηρίου στις Singh v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 12/2021 (Κ), ημερ. 26.11.2021 και Singh ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 820/2021, ημερ. 6.9.2021). Συνεπώς η αιτούμενη δια του αιτητικού Ε θεραπεία απορρίπτεται.

 

Συμφωνώ με την ανωτέρω νομολογία, ως εκ τούτου το Αιτητικό υπό Ε, απορρίπτεται και περνώ στους λόγους ακύρωσης, τους οποίους εγείρει ο Αιτητής.

 

Ξεκινώντας από τον ισχυρισμό του ότι οι επίδικες πράξεις παραβιάζουν την αρχή της μη επαναπροώθησης, θεωρώ ότι αυτός είναι απορριπτέος.

Καταρχάς, σημειώνεται ότι ενώ ο Αιτητής, στα υπ’ αυτού καταγεγραμμένα γεγονότα δεν ισχυρίζεται ότι υπέβαλε οποιαδήποτε μεταγενέστερη αίτηση ούτε άλλωστε καθορίζει τον χρόνο που έπραξε κάτι τέτοιο[1], εντούτοις στην ανάλυσή επί των λόγων ακύρωσής του καταγράφει ότι καταχώρησε μεταγενέστερη αίτηση[2], σε άλλο δε σημείο της Αγόρευσής του αναφέρει ότι έχει μάλιστα καταχωρήσει δεύτερη μεταγενέστερη αίτηση[3].

 

Το παρόν Δικαστήριο δεν μπορεί φυσικά να λάβει υπόψη ατεκμηρίωτους ισχυρισμούς ως πραγματικά γεγονότα, από τα δε γεγονότα ως καταγράφονται ανωτέρω και επιβεβαιώνονται από τον διοικητικό φάκελο, δεν προκύπτει, κατά τον χρόνο έκδοσης των προσβαλλόμενων αποφάσεων, ή εν πάση περιπτώσει οποτεδήποτε, να είχε ο Αιτητής υποβάλει οποιαδήποτε μεταγενέστερη αίτηση (πρώτη ή δεύτερη). Μετά την απόρριψη της προσφυγής του από το ΔΔΔΠ, δεν προκύπτει ο Αιτητής να προέβη σε οποιαδήποτε ενέργεια προς αμφισβήτηση της απόφασης του ΔΔΔΠ ή προς διοικητική επανεξέταση της κρίσης επί του καθεστώτος του.

 

Σε κάθε περίπτωση, δεν εντοπίζω ούτε είναι αντιληπτό σε ποια βάση τίθεται ισχυρισμός ότι θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι έχει δικαίωμα παραμονής στη Δημοκρατία ως αιτητής διεθνούς προστασίας, τα δε αποσπάσματα από νομολογία (C-924/19 PPU και C-925/19 PPU, FMS κ.ά. ημερ. 14.05.2020, C-921/19 LΗ ημερ. 10.06.2021) και κοινοτική νομοθεσία (Οδηγία 2013/32/ΕΕ, άρθρο 41, κ.α), στα οποία παραπέμπει η ευπαίδευτη συνήγορος του, δεν είναι εδώ σχετικά, εφόσον από το πραγματικό υπόβαθρο της παρούσας υπόθεσης απουσιάζει ακριβώς η τεκμηρίωση εκκρεμότητας οποιασδήποτε αίτησης διεθνούς προστασίας.

 

Απορριπτέοι είναι και οι ισχυρισμοί του Αιτητή ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις είναι αναιτιολόγητες, δυσανάλογες και προϊόν πλημμελούς έρευνας και πλάνης. Καταρχάς διαπιστώνω ότι η επιχειρηματολογία του Αιτητή τόσο ως προς τον ισχυρισμό του για το αναιτιολόγητο, δυσανάλογο όσο και ως προς την δέουσα έρευνα και πλάνη επικεντρώνονται στο διάταγμα κράτησης. Δεν τίθεται οποιοδήποτε ισχυρισμός που να πλήττει ευθέως τη νομιμότητα της κήρυξης του Αιτητή ως παρανόμου ούτε του διατάγματος απέλασης. Ουσιαστικά το σύνολο των λόγων ακύρωσης, ως αναπτύσσονται στην αγόρευση του Αιτητή, βάλλουν εναντίον του διατάγματος κράτησης.

 

Ο Αιτητής θεωρεί ότι οι Καθ΄ων η αίτηση εξέδωσαν το διάταγμα κράτησης παραβιάζοντας το καθήκον τους για δέουσα έρευνα και αιτιολογία, εφόσον θεωρεί ότι υπήρχαν διαθέσιμα εναλλακτικά μέτρα αλλά και επειδή ήταν αιτητής μεταγενέστερης αίτησης, την οποία οι Καθ’ ων η αίτηση δεν έλαβαν υπόψη.

 

Ως προς το τελευταίο αυτό σημείο, θεωρώ ότι έχει επαρκώς καλυφθεί από την απόφασή μου αναφορικά με τον λόγο ακύρωσης ως προς την ισχυριζόμενη παράβαση της αρχής της μη επαναπροώθησης∙ εφόσον από τα γεγονότα και διοικητικό φάκελο δεν προκύπτει ο Αιτητής να υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι οι Καθ΄ ων η αίτηση αγνόησαν ή παρέλειψαν να διερευνήσουν οποιοδήποτε γεγονός, το οποίο θα ήταν ικανό να καταστήσει παράνομες ή προϊόν πλημμελούς έρευνας τις προσβαλλόμενες αποφάσεις τους. Δεν ευσταθεί περαιτέρω ο ισχυρισμός ότι, σύμφωνα με το Παράρτημα 11 της ένστασης προκύπτει εισήγηση για αναστολή του διατάγματος απέλασης γεγονός που καθιστά αναιτιολόγητο το διάταγμα κράτησης. Η ένσταση δεν περιέχει παράρτημα 11 και από τον διοικητικό φάκελο απουσιάζει οποιοδήποτε έγγραφο που να περιέχει τέτοια εισήγηση.

 

Ούτε, τέλος, αποδέχομαι τον ισχυρισμό περί πάσχουσας αιτιολογίας και νομιμότητας του διατάγματος κράτησης ή περί παράβασης της αρχής της αναλογικότητας. Το άρθρο 18ΠΣΤ(1) του Κεφ. 105 προνοεί:

 

«18ΠΣΤ.-(1) Εκτός εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση επιτρέπεται να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα επαρκή αλλά λιγότερο αναγκαστικά μέτρα, ο Υπουργός Εσωτερικών δύναται να εκδίδει διάταγμα με το οποίο να θέτει υπό κράτηση υπήκοο τρίτης χώρας υποκείμενο σε διαδικασίες επιστροφής, μόνο για την προετοιμασία της επιστροφής και/ή τη διεκπεραίωση της διαδικασίας απομάκρυνσης, ιδίως όταν -

 

(α) υπάρχει κίνδυνος διαφυγής, ή

 

(β) ο συγκεκριμένος υπήκοος τρίτης χώρας αποφεύγει ή παρεμποδίζει την προετοιμασία της επιστροφής ή τη διαδικασία απομάκρυνσης.

 

Τέτοια κράτηση έχει τη μικρότερη δυνατή διάρκεια και διατηρείται μόνο καθόσον χρόνο η διαδικασία απομάκρυνσης εξελίσσεται και εκτελείται με τη δέουσα επιμέλεια».

 

Στην παρούσα υπόθεση ο Αιτητής συνελήφθη κατόπιν της απόρριψης της προσφυγής του από του ΔΔΔΠ από τις 23.11.2023 και ενώ η παραμονή του ήταν πλέον παράνομη. Κατά την κατάθεσή του, δήλωσε ότι δεν επιθυμεί τον επαναπατρισμό του, ενώ δεν δήλωσε την ακριβή διεύθυνση διαμονής του. Περαιτέρω μάλιστα δεν κατείχε διαβατήριο.

 

Οι Καθ’ ων η αίτηση, κατά την έκδοση των προσβαλλόμενων πράξεων αναφέρθηκαν στη μη συμμόρφωση του Αιτητή στην προηγούμενη απόφαση επιστροφής, τη μη δήλωση διεύθυνσης διαμονής του και της απροθυμίας του να επαναπατρισθεί και, ως εκ τούτου, θεωρώ ενήργησαν σύννομα, αναλογικά και σύμφωνα με όσα η νομοθεσία (βλ ιδίως πιο πάνω άρθρο 18ΠΣΤ του Κεφ. 105) και η νομολογία έχει καθορίσει κατά την έκδοση των προσβαλλόμενων πράξεων. Άλλωστε, στην απόφαση στην Υπόθεση αρ. 5735/2013  Mensah και Κυπριακής Δημοκρατίας ημερομηνίας 31.05.2017, η οποία ακολουθήθηκε συστηματικά από τη νομολογία του Διοικητικού Δικαστηρίου υποδείχθηκε ότι η ίδια η κήρυξη του Αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη εμπεριέχει λογικά τον κίνδυνο διαφυγής του ανά πάσα στιγμή κάτι που θεωρώ όχι μόνο δικαιολογεί την έκδοση του επίδικου διατάγματος κράτησης αλλά, υπό τα ως άνω αναφερόμενα, το καθιστά πλήρως αιτιολογημένο και αναλογικό. Με παρόμοιο τρόπο τοποθετήθηκε επί ανάλογων ισχυρισμών το Διοικητικό Δικαστήριο σε αρκετές αποφάσεις του. Παραπέμπω ενδεικτικώς στην απόφαση της τότε Προέδρου του Διοικητικού Δικαστηρίου Μ. Καλλιγερου στην Υπόθεση Αρ. 593/2021 Miah v. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Διευθυντή Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης 19.07.2021, στην οποία αναφέρθηκε:

 

«Σε σχέση με τους λοιπούς λόγους ακυρώσεως, ότι ο Διευθυντής παρέλειψε να αιτιολογήσει επαρκώς, γιατί δεν επέλεξε εναλλακτικά της κράτησης μέτρα, ώστε να εφαρμοστεί η αρχή της αναλογικότητας, διαπιστώνω ότι ο λόγος ακυρώσεως θα πρέπει να απορριφθεί, καθότι ο Διευθυντής αιτιολογεί την απόφασή του σε σχέση με το διάταγμα κράτησης σύμφωνα με το άρθρο 18ΠΣΤ(1) και 18ΟΔ καθότι: «διαπιστώθηκε ότι υπάρχει κίνδυνος διαφυγής, άρθρο 18ΠΣΤ(1), 18ΟΔ και παρεμπόδιση των διαδικασιών απέλασης του, δεδομένου ότι σύμφωνα με την ΥΑΜ δεν είναι κάτοχος ταξιδιωτικών εγγράφων, δεν έχει διεύθυνση συνήθους διαμονής, δεν υπάρχει περιθώριο εναλλακτικό της κράτησης μέτρων.» Πράγματι όπως προκύπτει από τον διοικητικό φάκελο κατά την σύλληψή του ο αιτητής επικαλέστηκε ότι δεν έχει στην κατοχή του ταξιδιωτικά έγγραφα, παρά μόνο εμφάνισε φωτογραφία διαβατηρίου στο κινητό του τηλέφωνο, κάτι που δεν μπορεί βεβαίως να αντικαταστήσει το διαβατήριο για σκοπούς επαναπροώθησης και δεν είχε δηλώσει διεύθυνση διαμονής, γεγονός που καθιστούσε απόλυτα εύλογη, κατά την κρίση του δικαστηρίου, την απόφαση του Διευθυντή να παραμείνει ο αιτητής υπό κράτηση, ώστε να διευκολυνθεί η απομάκρυνση του βάσει του διατάγματος απέλασης. Ο ισχυρισμός του δε κατά την ανάκρισή του μετά την σύλληψή του, ότι είχε φτάσει στην Κύπρο μόλις στις 21/3/2021 παρέμεινε αναπόδεικτος. Το σημαντικό ήταν πως όταν συνελήφθη διαπιστώθηκε πως δεν είχε αποταθεί για αίτηση ασύλου».

 

Ορθά λοιπόν, θεωρώ, αιτιολογημένα, αναλογικά και εντός των πλαισίων της νομοθεσίας και νομολογίας, εξεδόθησαν οι προσβαλλόμενες πράξεις, περιλαμβανομένου του διατάγματος κράτησης, ουδέν δε σφάλμα εντοπίζεται, το οποίο χρήζει της παρέμβασης του παρόντος Δικαστηρίου.

 

Δεδομένων των πιο πάνω, δεν στοιχειοθετείται οποιοσδήποτε εκ των προβαλλόμενων λόγων ακύρωσης. Η παρούσα προσφυγή, περιλαμβανομένων των λοιπών αιτητικών (Α-Δ) αυτής, είναι απορριπτέα ως εκ τούτου απορρίπτονται.

 

Επιδικάζονται 1.800 ευρώ έξοδα υπέρ των Καθ’ ων η αίτηση και εναντίον του Αιτητή. Οι προσβαλλόμενες πράξεις επικυρώνονται βάσει του άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.

Φ. Καμένος, ΔΔΔ



[1] Βλ. Γεγονότα σε Γραπτή Αγόρευση Αιτητή (και σε Προσφυγή) Παράγραφοι 1-6.

[2] Βλ. Γραπτή Αγόρευση Αιτητή από σελ. 3 έως και πρώτη παράγραφο της σελ 10.

[3] Βλ. τελευταία παράγραφο της σελ. 10 της Αγόρευσής του Αιτητή.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο