ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

Υπόθεση αρ. 1354/2017

12 Φεβρουαρίου, 2024

[Α. ΖΕΡΒΟΥ, Δ.Δ.Δ.]

Αναφορικά με τα Άρθρα 28 και 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

Α. Χ.

Αιτητής,

ΚΑΙ

ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗΣ

ΤΙΤΛΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ (ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ)

Καθ’ ου η αίτηση.

------------

Χ. Θ. Χριστάκη, για αιτητή.

Ε. Νεοφύτου (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για καθ’ ου η αίτηση.

Β. Χατζηχάννας, για Ε/Μ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Α. ΖΕΡΒΟΥ, Δ.Δ.Δ.:   Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής ζητά από το Δικαστήριο την ακόλουθη θεραπεία:

 

«Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση, η οποία περιήλθε σε γνώση του Αιτητή κατά ή περί την 14/07/2017 και με την οποία αναγνωρίστηκε ο τίτλος και/ή οι τίτλοι σπουδών του ενδιαφερομένου μέρους Α. Κ., ως τίτλος ισότιμος και αντίστοιχος προς Πτυχίο Πανεπιστημιακού Επιπέδου στον Κλάδο Δημόσια και Περιβαλλοντική Υγεία, με αποτέλεσμα να επηρεάζονται άμεσα και καθοριστικά τα επαγγελματικά δικαιώματα και η επαγγελματική σταδιοδρομία και ανέλιξη του Αιτητή, δεδομένου ότι και οι δύο εργάζονται στο Τμήμα Ιατρικών Υπηρεσιών & Υπηρεσιών Δημόσιας Υγείας του Υπουργείου Υγείας, είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη εννόμου αποτελέσματος.».

 

Ως αναφέρεται στα γεγονότα που καταγράφονται στην προσφυγή προς υποστήριξη αυτής, ο αιτητής και το Ε/Μ ήταν υποψήφιοι για την πλήρωση της θέσης προαγωγής Προϊσταμένου Υγειονομικής Υπηρεσίας, Ιατρικές Υπηρεσίες και Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας, θέση την οποία κατέλαβε το Ε/Μ με σχετική απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας.  Ο αιτητής αμφισβήτησε την εν λόγω απόφαση με προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο (προσφυγή υπ’ αρ. 116/2016), στο πλαίσιο εκδίκασης της οποίας ο δικηγόρος του αιτητή εξασφάλισε στις 14.07.2017 από τη δικηγόρο της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας σχετικό πίνακα με τα δεδομένα και τα προσόντα των υποψηφίων.  Τότε δε έλαβε, ως η θέση του, για πρώτη φορά γνώση για το γεγονός ότι το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. αποφάσισε να αναγνωρίσει τους τίτλους σπουδών του Ε/Μ “Diploma” που απονεμήθηκε από την Υγειονομική Σχολή Κύπρου και “Bachelor of Science” που απονεμήθηκε από το University of Surrey του Ηνωμένου Βασιλείου, κατά συνεκτίμηση, ως τίτλο ισότιμο και αντίστοιχο προς Πτυχίο πανεπιστημιακού επιπέδου στον κλάδο/ειδίκευση Public and Environmental Health. 

 

Θεωρώντας ότι η εν λόγω απόφαση επηρεάζει άμεσα τα δικά του έννομα συμφέροντα, ο αιτητής καταχώρισε στις 25.09.2017 την παρούσα προσφυγή, επισημαίνοντας καταρχάς ότι δεν θα ήταν νομικώς επιτρεπτός ο παρεμπίπτων έλεγχος της προσβαλλόμενης απόφασης του ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. στο πλαίσιο της προσφυγής υπ’ αρ. 116/2016.  Προς θεμελίωση του ιδιαίτερου δεσμού του με την προσβαλλόμενη απόφαση, επικαλείται τις βλαπτικές για τον ίδιο άμεσες έννομες συνέπειες που επήλθαν από την επίδικη αναγνώριση, εφόσον στη βάση αυτής το Ε/Μ κρίθηκε από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας ως προσοντούχος για τη διεκδίκηση της θέσης του Προϊσταμένου Υγειονομικής Υπηρεσίας, θέση για την οποία και ο αιτητής ήταν υποψήφιος, με την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας να επιλέγει τελικώς το Ε/Μ αντί του αιτητή.  Παραπέμπει δε ο ευπαίδευτος δικηγόρος του αιτητή σε σχετική νομολογία, συμφώνως της οποίας απόφαση η οποία επάγεται βλάβη στην υπηρεσιακή κατάσταση του αιτητή τον νομιμοποιεί να προσφύγει, καθώς και σε νομολογία σχετική με το ηθικό έννομο συμφέρον, το οποίο θεωρεί ότι υπό τις περιστάσεις ο ίδιος θεμελιώνει και ως εκ τούτου νομιμοποιείται στην καταχώριση της παρούσας προσφυγής.

 

Επί της ουσίας της επίδικης διαφοράς, ο αιτητής καταρχάς επισημαίνει το ελλιπές της καταχωρηθείσας εκ μέρους του καθ’ ου η αίτηση Ένστασης, η οποία οδηγεί σε αδυναμία άσκησης δικαστικού ελέγχου.  Ακολούθως, με αναφορά στη διάρκεια των σπουδών του Ε/Μ, υποβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι το αποτέλεσμα δέουσας έρευνας, δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη, έχει ληφθεί υπό πλάνη και κατά κατάχρηση εξουσίας και παραβιάζει την αρχή της νομιμότητας και τη σχετική με το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. πρωτογενή και δευτερογενή νομοθεσία ως προς την αναγνώριση της ισοτιμίας και αντιστοιχίας των τίτλων σπουδών Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης. 

 

Εκ μέρους του καθ’ ου η αίτηση καταχωρίστηκε Ένσταση στην προσφυγή, συμφώνως της οποίας το Ε/Μ υπέβαλε στις 14.10.2011 αίτηση για την αναγνώριση των επίδικων τίτλων σπουδών ως τίτλο ισότιμο και αντίστοιχο προς πτυχίο πανεπιστημιακού επιπέδου στον κλάδο/ειδίκευση Δημόσια και Περιβαλλοντική Υγιεινή, το δε Συμβούλιο έλαβε την προσβαλλόμενη απόφαση κατά την 118η Συνεδρία του στις 13.02.2012 και κοινοποίησε αυτήν στο Ε/Μ με επιστολή ημερομηνίας 09.03.2012.  Λόγω του διαρρεύσαντος χρόνου από τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης μέχρι την καταχώριση της παρούσας προσφυγής, η ευπαίδευτη δικηγόρος του καθ’ ου η αίτηση ήγειρε στην Ένσταση ζήτημα παραδεκτού της προσφυγής, ισχυριζόμενη ότι αυτή είναι εκπρόθεσμη.  Στο πλαίσιο της γραπτής της αγόρευσης η κα Νεοφύτου, ενώ αναγνωρίζει ότι, συμφώνως της σχετικής θεωρίας και νομολογίας, η ανατρεπτική εκ του Συντάγματος προθεσμία για την καταχώριση προσφυγής αρχίζει, όταν η διοικητική πράξη δεν είναι δημοσιευτέα, από την ημέρα που ο προσφεύγων λαμβάνει πλήρη γνώση αυτής, εντούτοις, χωρίς να εισηγείται από ποιο συγκεκριμένα χρονικό σημείο θεωρεί ότι ο αιτητής έλαβε γνώση της προσβαλλόμενης απόφασης, διασυνδέει το κατ’ ισχυρισμό εκπρόθεσμο με τη θέση ότι ο αιτητής στερείται εννόμου συμφέροντος στην καταχώριση της παρούσας προσφυγής, εισηγούμενη ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν έπρεπε να του είχε κοινοποιηθεί από το Συμβούλιο καθότι αυτή δεν τον αφορούσε.  Απορρίπτοντας δε τον ισχυρισμό του αιτητή ότι ο ίδιος επηρεάζεται δυσμενώς από την απόφαση του Συμβουλίου να αναγνωρίσει του τίτλους σπουδών του Ε/Μ, εισηγείται ότι η ΕΔΥ έλαβε την απόφαση προαγωγής του Ε/Μ συνεκτιμώντας διάφορα στοιχεία και το κατά πόσον ορθώς προήχθη το Ε/Μ δεν μπορεί να κριθεί από το παρόν Δικαστήριο, με τον αιτητή ανεπίτρεπτα, κατά την εισήγηση, να προσπαθεί να επηρεάσει το αποτέλεσμα μίας άλλης εκκρεμούσας προσφυγής (της προσφυγής υπ’ αρ. 116/2016, την οποία ο αιτητής καταχώρισε εναντίον της απόφασης προαγωγής του Ε/Μ).

 

Εν πάση περιπτώσει και άνευ βλάβης των ανωτέρω προδικαστικών ενστάσεων, η ευπαίδευτη δικηγόρος του καθ’ ου η αίτηση υποβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ορθή, νόμιμη, σύμφωνη με τις σχετικές νομοθετικές διατάξεις, έχει ληφθεί κατόπιν δέουσας έρευνας και ορθής ενάσκησης των εξουσιών του Συμβουλίου και είναι δεόντως αιτιολογημένη.  Επισημαίνοντας δε ότι το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται σε τεχνικά ζητήματα, εισηγείται ότι η απόφαση για αναγνώριση των τίτλων σπουδών του Ε/Μ λήφθηκε από αρμόδια κατάλληλα πρόσωπα τα οποία απαρτίζουν το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. και το Δικαστήριο δεν δύναται να υποκαταστήσει την κρίση τους και να προβεί το ίδιο σε έλεγχο των επίδικων τίτλων σπουδών.

 

Τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης υποστηρίζει και ο ευπαίδευτος δικηγόρος του Ε/Μ, ο οποίος επίσης εγείρει ζήτημα εκπροθέσμου της προσφυγής και ελλείψεως εννόμου συμφέροντος του αιτητή.  Ως προς το εκπρόθεσμο περιορίζεται στην επισήμανση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε στις 13.02.2012, ενώ ως προς το έννομο συμφέρον διατείνεται ότι ο αιτητής δεν έχει επηρεαστεί δυσμενώς καθότι δεν έχει υποστεί συγκεκριμένη βλάβη από την προσβαλλόμενη απόφαση, εφόσον αυτή δεν θεμελιώνεται σε βέβαια και σταθερά γεγονότα και περιστατικά.  Δύναται δε, κατά την  εισήγηση, να εγείρει όσα θέματα θέλει και πιστεύει ότι τον βοηθούν στην υπόθεσή του στο πλαίσιο της προσφυγής που με έννομο συμφέρον καταχώρισε εναντίον της προαγωγής του Ε/Μ, η νομιμότητα της οποίας δεν θα κριθεί από το παρόν Δικαστήριο.  Πρόσθετα, είναι η θέση του κ. Χατζηχάννα ότι η παρούσα προσφυγή είναι αλυσιτελής καθότι καμία ωφέλεια δεν θα προκύψει για τον αιτητή σε περίπτωση επιτυχίας της προσφυγής και ακύρωσης της εδώ προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης.

 

Κατά την ακρόαση της υπόθεσης και απαντώντας σε σχετική ερώτηση του Δικαστηρίου για το πότε συγκεκριμένα θεωρεί ότι ο αιτητής έλαβε γνώση της προσβαλλόμενης απόφασης, ο ευπαίδευτος δικηγόρος του Ε/Μ ισχυρίστηκε γενικώς και αορίστως ότι ο αιτητής έλαβε γνώση σε πολλές περιπτώσεις εφόσον είχαν γίνει, κατά τον ισχυρισμό του, μαζικές προαγωγές στην Υπηρεσία, στην οποία τόσο ο αιτητής όσο και το Ε/Μ υπηρετούν.  Εφόσον, κατά την εισήγηση, οι δύο ήταν συνάδελφοι στην ίδια Υπηρεσία τότε γνώριζαν για τα πτυχία τους και δεν μπορεί τώρα να ισχυρίζεται ο αιτητής ότι δεν γνώριζε.  Για πρώτη φορά δε παρέπεμψε στις πρόνοιες του Ν.69(Ι)/2003[1] και εισηγήθηκε ότι το Ε/Μ εκ του περισσού αποτάθηκε στο ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. για αναγνώριση καθότι, βάσει του εν λόγω νόμου, δεν είχε ανάγκη την εν λόγω αναγνώριση.

 

Κατά την ακρόαση οι ευπαίδευτοι δικηγόροι των διαδίκων πληροφόρησαν επίσης το Δικαστήριο ότι το Διοικητικό Δικαστήριο εξέδωσε εντωμεταξύ ακυρωτική απόφαση στην προσφυγή υπ’ αρ. 116/2016, η οποία συνεκδικάστηκε με άλλες προσφυγές (Κουμούρη κ.ά. ν ΕΔΥ, Συνεκδ. Υποθ. αρ. 1657/2015 κ.ά., ημερ. 30.03.2021), ακολούθησε επανεξέταση και εκ νέου επιλογή του Ε/Μ για προαγωγή, απόφαση την οποία ο αιτητής επίσης αμφισβήτησε με προσφυγή (προσφυγή υπ’ αρ. 877/2021), η εκδίκαση της οποίας ακόμα εκκρεμεί.

 

Έχω μελετήσει με προσοχή τις εκατέρωθεν θέσεις και ισχυρισμούς και καταλήγω στα ακόλουθα:

 

Εξετάζοντας κατά προτεραιότητα το ζήτημα του εννόμου συμφέροντος ως προϋπόθεση για την ανάληψη δικαιοδοσίας από το Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος (Πανεπιστήμιο Κύπρου ν Θεοδότης Χατζηβασιλείου, ΕΔΔ αρ. 24/2018, ημερ. 25.01.2024), θα πρέπει καταρχάς να υπομνησθεί ότι, σύμφωνα και με τη νομολογία στην οποία ο κ. Χατζηχάννας παρέπεμψε κατά την ακρόαση, το έννομο συμφέρον συσχετίζεται με την ιδιαιτερότητα της θέσης του προσφεύγοντος και αφορά κάθε νομική και πραγματική κατάσταση που αναγνωρίζεται από το δίκαιο από την οποία ο προσφεύγων, βάσει ενός ειδικού δεσμού, αντλεί ωφέλεια που θίγεται από την προσβαλλόμενη πράξη ή παράλειψη (Χριστοφόρου κ.ά. ν Δημοκρατίας, Αναθ. Έφεση αρ. 32/2014, ημερ. 30.01.2020).

Τούτου δοθέντος και λαμβάνοντας υπόψη ότι, σύμφωνα με την ακυρωτική απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου στην Κουμούρης, ανωτέρω, η βασική θέση του αιτητή για την αμφισβήτηση της απόφασης της ΕΔΥ για προαγωγή του Ε/Μ ήταν ότι αυτός δεν πληρούσε κατά τον ουσιώδη χρόνο τα απαιτούμενα προσόντα του Σχεδίου Υπηρεσία και μη νόμιμα κρίθηκε προσοντούχος, καταλήγω ότι ο αιτητής είχε έννομο συμφέρον στην καταχώριση της παρούσας προσφυγής, το οποίο διατηρεί και μετά την έκδοση της εν λόγω απόφασης, εφόσον ακολούθησε επανεξέταση, εκ νέου προαγωγή του Ε/Μ και νέα προσφυγή του αιτητή, η εκδίκαση της οποίας εκκρεμεί. 

 

Σε συμφωνία με τον κ. Χριστάκη, καταλήγω ότι η εδώ προσβαλλόμενη απόφαση είχε ως συνέπεια να καταστεί το Ε/Μ προσοντούχος διεκδικητής της θέσης που και ο αιτητής διεκδικούσε και ακόμα διεκδικεί.  Ως εκ τούτου, το έννομο συμφέρον του αιτητή εδράζεται στην ωφέλεια που μετά βεβαιότητας θα προκύψει για τον ίδιο από τυχόν ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης για αναγνώριση των τίτλων σπουδών του Ε/Μ.  Ορθώς δε υποβάλλει ο ευπαίδευτος δικηγόρος του αιτητή ότι η εδώ προσβαλλόμενη απόφαση του ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ συνιστά αυτοτελή διοικητική πράξη, υποκείμενη σε προσβολή δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος και δεν θα μπορούσε, κατ' εφαρμογή του τεκμηρίου της νομιμότητας, να ελεγχθεί παρεμπιπτόντως στο πλαίσιο της προσφυγής υπ’ αρ. 116/2016 εναντίον της απόφασης της ΕΔΥ για την προαγωγή του (Λάρκος κ.ά. ν Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 804, Δημοκρατίας κ.ά. ν Η.Κ. κ.ά. ΕΔΔ αρ. 39/2021, ημερ. 13.10.2022).  Σχετική με το έννομο συμφέρον του αιτητή είναι και η νομολογία στην οποία ο κ. Χριστάκης παρέπεμψε και την οποία ούτε το καθ’ ου η αίτηση ούτε το Ε/Μ σχολίασαν ή αντέκρουσαν. 

 

Ειδικότερα, στην υπόθεση Εύη Παναγή κ.ά. ν ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. Υπόθ. αρ. 1003/2009, ημερ. 07.09.2011, οι αιτητές είχαν αμφισβητήσει την απόφαση του Συμβουλίου με την οποία αναγνωρίστηκε ο τίτλος σπουδών του εκεί ενδιαφερομένου μέρους ως ισότιμος και αντίστοιχος προς Πτυχίο Πανεπιστημιακού Επιπέδου στον Κλάδο Οικιακής Οικονομίας, απόφαση η οποία είχε ως αποτέλεσμα τη συμπερίληψη από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας του ενδιαφερόμενου μέρους στον πίνακα διοριστέων καθηγητών Οικιακής Οικονομίας.  Το Δικαστήριο εξετάζοντας και απορρίπτοντας την εγερθείσα εκ μέρους του εν λόγω ενδιαφερομένου μέρους προδικαστική ένσταση ότι οι αιτητές στερούνταν έννομου συμφέροντος να προωθούν την προσφυγή και ότι αυτή θα έπρεπε να απορριφθεί ως αλυσιτελής καθότι οιοδήποτε συμφέρον δυνατόν να επηρεάζετο δεν ήταν άμεσο αλλά μελλοντικό, κατέληξε στα ακόλουθα:

 

«Αναφορικά με τη συμπερίληψη του ενδιαφερόμενου μέρους στον Πίνακα Διοριστέων από την ΕΕΥ, αυτή προσβάλλεται με την προσφυγή 1004/2009 και έχει ως υπόβαθρο την απόφαση του ΚΥΣΑΤΣ να αναγνωρίσει τον τίτλο σπουδών του ενδιαφερόμενου μέρους που προσβάλλεται με την παρούσα. Επομένως είναι αναγκαίο να αποφασισθεί πρώτα η παρούσα προσφυγή και όπως έχουν τα γεγονότα κρίνω ότι το συμφέρον των αιτητών είναι άμεσο και όχι έμμεσο αφού η συμπερίληψη του ενδιαφερόμενου μέρους στον πίνακα διοριστέων από 5/11/2009 της δίνει προτεραιότητα έναντι των αιτητών.  Το γεγονός ότι ο επηρεασμός θα εκδηλωθεί στο μέλλον, δεν στερεί ένα αιτητή από το έννομο συμφέρον όταν φαίνεται ότι ο επηρεασμός θα επέλθει με βεβαιότητα.  (Βλ. μεταξύ άλλων Λοχίας Γεωργίου κ.α. ν. Παναγή κ.α. & Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 81). Ο ισχυρισμός περί έλλειψης εννόμου συμφέροντος πιθανό να ευσταθούσε στην εκκρεμούσα προσφυγή 1004/2009 εφόσον η απόφαση της Ε.Ε.Υ. σε εκείνη την υπόθεση έχει ως υπόβαθρο την προσβαλλόμενη με την παρούσα προσφυγή απόφαση.

 

Επομένως η προδικαστική ένσταση απορρίπτεται.  Με το ίδιο σκεπτικό απορρίπτεται και η θέση ότι η προσφυγή είναι αλυσιτελής.».

 

Αλλά και στην απόφαση Χριστόδουλος Στυλιανίδης ν Ιατρικό Συμβούλιο Κύπρου, Υπόθ. αρ. 896/2014, ημερ. 31.01.2017, το Διοικητικό Δικαστήριο, εξετάζοντας προδικαστική ένσταση ότι η απόφαση του Ιατρικού Συμβουλίου Κύπρου συμφώνως της οποίας το διδακτορικό δίπλωμα του αιτητή δεν θεωρείται μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλος ή ισότιμο προσόν στη Δημόσια Υγεία, όπως αυτά αναφέρονται στο οικείο Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης Ανώτερου Ιατρικού Λειτουργού, έχασε την εκτελεστότητά της με την ενσωμάτωσή της στην τελική απόφαση της Ε.Δ.Υ., με την οποία προήχθη άλλος υποψήφιος στην επίδικη θέση, έκρινε, με αναφορά στην Παναγή, ανωτέρω, σχετικώς τα ακόλουθα:

 

«Εν προκειμένω, όπως ορθά επισημαίνει και ο συνήγορος του αιτητή, από την απόφαση του Ι.Σ.Κ. προσεβλήθη ευθέως ίδιον, ενεστώς έννομο συμφέρον του αιτητή, καθότι λόγω της απόφασης αυτής, ο αιτητής αποκλείστηκε από την Ε.Δ.Υ. ως μη προσοντούχος από τη συνέχεια της προαγωγικής διαδικασίας για την πλήρωση της επίδικης θέσης, δεδομένου ότι η Ε.Δ.Υ. στηρίχθηκε στην απόφαση του Ι.Σ.Κ.. Η δε κατάληξη του Ι.Σ.Κ. ότι ο αιτητής δεν είναι προσοντούχος, σαφώς και επηρεάζει και κάθε περίπτωση πλήρωσης θέσης Ανώτερου Ιατρικού Λειτουργού, που υποψήφιος θα είναι ο αιτητής. Παρόμοιο ζήτημα εξετάστηκε στην Εύη Παναγή κ.α. ν. Κυπριακού Συμβουλίου Αναγνώρισης Τίτλου Σπουδών (ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ.), Υποθ. Αρ. 1003/2009, ημερ. 7.9.2011, που αφορούσε στη συμπερίληψη του ενδιαφερόμενου μέρους στον Πίνακα Διοριστέων από την Ε.Ε.Υ., η οποία είχε προσβληθεί αυτοτελώς με προσφυγή, και είχε ως υπόβαθρο προηγούμενη απόφαση του ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. να αναγνωρίσει τον τίτλο σπουδών του ενδιαφερόμενου μέρους και που προσβλήθηκε με ξεχωριστή προσφυγή. Το Δικαστήριο έκρινε ότι το συμφέρον των αιτητών ήταν άμεσο και όχι έμμεσο και «το γεγονός ότι ο επηρεασμός θα εκδηλωθεί στο μέλλον, δεν στερεί ένα αιτητή από το έννομο συμφέρον, όταν φαίνεται ότι ο επηρεασμός θα επέλθει με βεβαιότητα» (βλ. και Λοχίας Γεωργίου κ.α. ν. Παναγή κ.α. & Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 81).».

 

Στη δε απόφαση Λοχίας Γεωργίου, στην οποία γίνεται αναφορά στις ανωτέρω δύο αποφάσεις και στην οποία επίσης παραπέμπει ο κ. Χριστάκη προς θεμελίωση του εννόμου συμφέροντος του αιτητή, κρίθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Tο Άρθρο 146.2, του Συντάγματος καθιστά την προσβολή ιδίου, δηλαδή προσωπικού συμφέροντος του επιζητούντος την αναθεώρηση διοικητικής απόφασης, πράξης, ή παράλειψης, προϋπόθεση για την άσκηση προσφυγής. Προάσπιση του κοινού συμφέροντος, για τη διασφάλιση της ευνομίας στη δημόσια λειτουργία, δεν αρκεί. Το Σύνταγμα δεν παρέχει δικαίωμα για την άσκηση λαϊκής ή δημοτικής αγωγής, "actio popularis", όπως εξηγείται στην Pitsillos v. C.B.C. (1982) 3 C.L.R. 208. Ο δυσμενής επηρεασμός του νομιμοποιητικού, για την άσκηση προσφυγής, συμφέροντος, πρέπει να προκαλείται κατά το χρόνο έκδοσης της πράξης ή απόφασης. Συνεπώς, το συμφέρον πρέπει να είναι "ενεστώς". Πιθανός μελλοντικός επηρεασμός δεν επενεργεί στο παρόν. Για το λόγο αυτό, η ματαίωση προσδοκίας του μέλλοντος δεν καθιστά την προσφυγή παραδεχτή.  Όμως, όπου πλήττεται συμφέρον, δεν παύει να υφίσταται το δικαίωμα για προσφυγή, για το λόγο ότι ο επηρεασμός θα εκδηλωθεί στο μέλλον, εφόσον καταφαίνεται ότι θα επέλθει με βεβαιότητα. (Βλ. Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας Α.Ε. 1425 - 29.2.1996·  Π. Δ. Δαγτόγλου Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, Δεύτερη έκδοση αναθεωρημένη και συμπληρωμένη 1994, παρα. 537-545.).

[…]

Η ιδιαιτερότητα της σχέσης του προσφεύγοντος προς την απόφαση η οποία προσβάλλεται, ενέχει μεγάλη σημασία για τον προσδιορισμό του συμφέροντος του αιτητή.

[…]

Στην Petrakis Panayides v. Republic (Public Service Commission) (1973) 3 C.L.R. 378· και Πετρώνδα ν. Συμβουλίου Αποχετεύσεως Λευκωσίας, υπ. αρ. 359/94 - 22.8.1995, αναγνωρίστηκε ότι απόφαση η οποία επάγεται βλάβη στην υπηρεσιακή κατάσταση του αιτητή, το νομιμοποιεί να προσφύγει.  Διασαφηνίζεται όμως, ότι το νομιμοποιητικό στοιχείο είναι ο επηρεασμός της αρχαιότητας του υπαλλήλου, στο πλαίσιο της ιεραρχίας του τμήματος όπου υπηρετεί και όχι η αρχαιότητα ως υπολογίσιμος παράγοντας στην αξιολόγησή του για προαγωγή στο μέλλον, όπως φαίνεται ότι έγινε δεκτό από το πρωτόδικο Δικαστήριο.».

 

Αξιολογώντας, τέλος, τον εγερθέντα κατά την ακρόαση ισχυρισμό ότι η παρούσα προσφυγή είναι εν πάση περιπτώσει αλυσιτελής καθότι το Ε/Μ εκ του περισσού αποτάθηκε στο ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. για αναγνώριση εφόσον δεν είχε ανάγκη (κατά την έκφραση του ευπαιδεύτου δικηγόρου του) την εν λόγω αναγνώριση, δεν παραβλέπω ότι, συμφώνως του άρθρου 2 του Ν.69(Ι)/2003, στο οποίο ο κ. Χατζηχάννας παρέπεμψε, ο βασικός νόμος (Ν.41(Ι)/93[2]) τροποποιήθηκε με την προσθήκη του άρθρου 3Α, το οποίο διαλαμβάνει τα ακόλουθα:

 

«3Α. Οι τίτλοι σπουδών που είχαν εκδοθεί πριν από την 1η Σεπτεμβρίου 2002 και οι οποίοι μέχρι την ημερομηνία αυτή είχαν αναγνωριστεί από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας και την Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας για σκοπούς πρόσληψης ή προαγωγής των κατόχων των τίτλων αυτών στη δημόσια υπηρεσία και στη δημόσια εκπαιδευτική υπηρεσία αντίστοιχα, θεωρούνται για τους ίδιους σκοπούς αναγνωρισμένοι και μετά την 1η Σεπτεμβρίου 2002:

Νοείται ότι για τους σκοπούς που αναφέρονται πιο πάνω τυγχάνουν της ίδιας μεταχείρισης και όλοι οι κάτοχοι τίτλων όμοιων με αυτούς που ήδη αναγνωρίστηκαν, όπως αναφέρονται στο άρθρο αυτό, ανεξάρτητα αν οι τίτλοι αυτοί δεν είχαν υποβληθεί στην Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας και στην Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας μέχρι την 1η Σεπτεμβρίου 2002, νοουμένου ότι οι σπουδές που οδήγησαν στην απόκτησή τους άρχισαν πριν ή κατά την 1η Σεπτεμβρίου 2002 και νοουμένου ότι οι όμοιοι αυτοί τίτλοι σε κάθε περίπτωση θα αποκτηθούν μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2006».

 

Ουδεμία, όμως, μαρτυρία έχει προσκομισθεί ώστε να μπορώ να διαπιστώσω κατά πόσον, πράγματι, οι επίδικοι τίτλοι σπουδών του Ε/Μ, που παραδεκτώς είχαν εκδοθεί πριν την 01.09.2002, είχαν, μέχρι την ημερομηνία αυτή, αναγνωριστεί από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας και την Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας για σκοπούς πρόσληψης ή προαγωγής των κατόχων των τίτλων αυτών στη δημόσια υπηρεσία και στη δημόσια εκπαιδευτική υπηρεσία αντίστοιχα.  Ως εκ τούτου, το Ε/Μ απέτυχε να στοιχειοθετήσει την ισχυριζόμενη λόγω των ανωτέρω νομοθετικών προνοιών αλυσιτέλεια, ως είχε το σχετικό βάρος.

 

Αξιολογώντας ακολούθως το ζήτημα του εκπροθέσμου της παρούσας προσφυγής, θα πρέπει καταρχάς να επισημάνω ότι, ενώ οι ευπαίδευτοι δικηγόροι του καθ’ ου η αίτηση και του Ε/Μ ρητώς αναγνωρίζουν ότι η προθεσμία για καταχώριση προσφυγής αρχίζει από την ημέρα που ο προσφεύγων λαμβάνει πλήρη γνώση για την απόφαση που αμφισβητεί, εντούτοις, ούτε υπέδειξαν πότε συγκεκριμένα θεωρούν ότι ο αιτητής έλαβε γνώση της προσβαλλόμενης απόφασης, ούτε επιχείρησαν, ως είχαν κάθε δικαίωμα, να προσκομίσουν σχετική προς τούτο μαρτυρία για να καταδείξουν το εκπρόθεσμο της προσφυγής, ως είχαν το σχετικό βάρος (Thevatha v., Αναθ. Έφεση αρ. 250/2012, ημερ. 16.07.2019, ECLI:CY:AD:2019:C316).  Ως εκ τούτου, αποδέχομαι τη θέση του αιτητή ότι έλαβε γνώση της προσβαλλόμενης απόφασης μόλις στις 14.07.2017, με αποτέλεσμα η καταχωρηθείσα στις 25.09.2017 προσφυγή του να είναι εμπρόθεσμη.

 

Δεν παραβλέπω ούτε το γεγονός ότι η προθεσμία των 75 ημερών που προνοείται στο Άρθρο 146.3 του Συντάγματος για άσκηση προσφυγής είναι επιτακτική και ανατρεπτική, ούτε το διαρρεύσαν διάστημα από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης μέχρι την καταχώριση της παρούσας προσφυγής.  Πλην, όμως, σύμφωνα και με σχετική επί του θέματος νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ Α1056/2012), δεν μπορεί από μόνη την παρέλευση του ανωτέρω χρονικού διαστήματος να συναχθεί τεκμήριο γνώσης της προσβαλλόμενης πράξης εκ μέρους του αιτητή σε χρόνο που να καθιστά την κρινόμενη προσφυγή εκπρόθεσμη.  Εν πάση δε περιπτώσει, επισημαίνεται ότι εν προκειμένω ο αιτητής δεν ήταν ο αποδέκτης της προσβαλλόμενης απόφασης αλλά τρίτος και η προθεσμία, σε περίπτωση που η πράξη δεν είναι δημοσιευτέα, αρχίζει να τρέχει από την επομένη της πλήρους γνώσεως αυτού για την πράξη.  Όπως επεξηγεί σχετικώς ο Π.Δ. Δαγτόγλου[3]:

 

«Ο νομοθέτης, που προβλέπει την έναρξη της προθεσμίας της αιτήσεως ακυρώσεως από την επομένη της κοινοποιήσεως, της νομοθετικά επιβαλλόμενης δημοσιεύσεως ή της πλήρους γνώσεως της προσβαλλόμενης πράξεως από τον αιτούντα, δεν ρυθμίζει ειδικά την περίπτωση που αιτών δεν είναι ο αποδέκτης της πράξεως, αλλά τρίτος. Το αποτέλεσμα είναι ότι, επί πράξεων που δεν είναι δημοσιευετέες κατά το νόμο (όπως οι περισσότερες ατομικές πράξεις) η προθεσμία προσβολής τους από τον τρίτο αρχίζει μόνο από την επομένη που έλαβε πλήρη γνώση ο τρίτος, χωρίς κανένα κατά τα άλλα χρονικό περιορισμό».

 

Ως εκ τούτου, καταλήγω ότι η παρούσα προσφυγή έχει ασκηθεί εμπροθέσμως εφόσον δεν προκύπτει η γνώση της προσβαλλόμενης απόφασης από τον αιτητή σε χρόνο προγενέστερο των 75 ημερών από την κατάθεσή της (σχετική και η απόφαση ΣτΕ Α150/2023).

 

Επί της ουσίας της υπόθεσης, αξιολογώντας τους λόγους ακύρωσης τους οποίους ο αιτητής εγείρει, διαπιστώνω ότι, στα πρακτικά της συνεδρίας του καθ’ ου η αίτηση, ημερομηνίας 13.02.2012, κατά την οποία εξετάστηκε η αίτηση του Ε/Μ και λήφθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, καταγράφονται τα ακόλουθα (παράγραφος 4.43 των πρακτικών):

 

«Το Συμβούλιο διαπίστωσε ότι η αίτηση αναφέρεται σε θέμα για το οποίο έχει ληφθεί προηγουμένως απόφαση (Αρ. Πρωτ.Ε01/00) και δεν έκρινε απαραίτητη την αποστολή του φακέλου σε Επιτροπή Κρίσεως.

Το Συμβούλιο, αποφάσισε να αναγνωρίσει τους τίτλους σπουδών “Diploma” που απονεμήθηκε από την Υγειονομική Σχολή Κύπρου και “Bachelor of Science” που απονεμήθηκε από το University of Surrey του Ηνωμένου Βασιλείου, κατά συνεκτίμηση, ως τίτλο ισότιμο και αντίστοιχο προς Πτυχίο πανεπιστημιακού επιπέδου στον κλάδο/ειδίκευση Public and Environmental Health».

 

Παρά το γεγονός ότι η αναφερόμενη ως προηγούμενη σχετική απόφαση του Συμβουλίου (Αρ. Πρωτ.Ε01/00) συνιστά την αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης για αναγνώριση των επίδικων τίτλων σπουδών του Ε/Μ, εντούτοις στον διοικητικό φάκελο που κατατέθηκε στο Δικαστήριο εντοπίζεται μόνο το εκδοθέν σε σχέση με την εν λόγω αίτηση Πιστοποιητικό Αναγνώρισης, το οποίο το Ε/Μ επεσύναψε στην αίτησή του.  Δεν εντοπίζεται και δεν έχει προσκομισθεί ούτε η σχετική εισήγηση της Επιτροπής Κρίσεων, ούτε η προηγούμενη επί του θέματος απόφαση του Συμβουλίου, με αποτέλεσμα ο δικαστικός έλεγχος, ως ορθώς υποβάλλει ο αιτητής, να είναι αδύνατος και η προσβαλλόμενη απόφαση αναιτιολόγητη.  Υπενθυμίζεται συναφώς ότι η διοίκηση έχει την υποχρέωση να θέτει υπόψη του δικαστηρίου ολόκληρο το πραγματικό υλικό το οποίο κατά τον νόμο στηρίζει την προσβαλλόμενη πράξη και τυγχάνει αναγκαίο για τον υπό του Δικαστηρίου ακυρωτικό έλεγχο (Στέφανος Φράγκου ν Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 270).  

 

Η παράλειψη της Διοίκησης να καταθέσει τον φάκελο και τα στοιχεία που συνθέτουν την υπό δικαστικό έλεγχο απόφασή της, έχει ως αναπόφευκτη συνέπεια την ακύρωση της πράξης.

 

Όπως επισημαίνεται στην Dome Investments Ltd v. Συμβουλίου Βελτιώσεως Αγίας Νάπας κ.ά. (1989) 3(Β) Α.Α.Δ. 741:

 

        «Το άρθρο 146 του Συντάγματος προβλέπει τον αναθεωρητικό δικαστικό έλεγχο των εκτελεστών διοικητικών πράξεων, αποφάσεων και παραλείψεων της Διοίκησης. Αντικείμενο της διαδικασίας είναι ο έλεγχος της νομιμότητας και εγκυρότητας της απόφασης κρινόμενης από τη σκοπιά των κανόνων της χρηστής διοίκησης. Η άσκηση δικαστικού ελέγχου προϋποθέτει την προσκόμιση της απόφασης και του φακέλου της υπόθεσης. Χωρίς τα στοιχεία αυτά η άσκηση δικαστικού ελέγχου είναι αδύνατη. Η κατάθεση τους από τη Διοίκηση αποτελεί απόρροια της συνταγματικής υποχρέωσης της Διοίκησης για υποταγή στο δικαστικό έλεγχο που καθιερώνει το Σύνταγμα. Η παράλειψη της Διοίκησης να καταθέσει το φάκελο και τα στοιχεία που συνθέτουν την απόφαση, έχει ως αναπόφευκτη συνέπεια την ακύρωση της πράξης. Όχι μόνο όταν ελλείπουν τα στοιχεία, αλλά και όταν υπάρχει αβεβαιότητα ως προς το πλαίσιο και τις συνθήκες λήψης της διοικητικής απόφασης η ακύρωση είναι αναπόφευκτη. Η τήρηση πρακτικών και η καταγραφή των ουσιωδών γεγονότων που περιστοιχίζουν τη λήψη της διοικητικής απόφασης αποτελούν υποχρέωση της Διοίκησης που επιβάλλουν οι κανόνες της χρηστής διοίκησης. (Βλ. Μεταξύ άλλων, Ierides ν. Republic (1980) 3 C.L.R. 165, και Angelidou and Others v. Republic (1982) 3 C.L.R. 520). Κάθε παρέκκλιση συνιστά κατάχρηση της διοικητικής αρμοδιότητας που πρέπει να ασκείται σύννομα και βάσει των κανόνων της χρηστής διοίκησης.».

 

Συνακόλουθα, η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται λόγω αδυναμίας άσκησης δικαστικού ελέγχου και κατ’ επέκταση λόγω έλλειψης αιτιολογίας.

 

Υπέρ του αιτητή και εναντίον του καθ’ ου η αίτηση επιδικάζονται έξοδα ύψους €1.800, πλέον ΦΠΑ.

 

Α. ΖΕΡΒΟΥ, Δ.Δ.Δ.

 

 



[1] Ο περί Αναγνώρισης Διπλωμάτων ή Τίτλων Αναγνωρισμένων Πανεπιστημίων και Άλλων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων του Εξωτερικού (Τροποποιητικός) Νόμος του 2003.

[2] Ο περί Αναγνώρισης Διπλωμάτων ή Τίτλων Αναγνωρισμένων Πανεπιστημίων και Άλλων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων του Εξωτερικού Νόμος του 1993.

[3] Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, Έκτη Έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 576.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο