ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                                                       

(Υπόθεση Αρ. 1477/2021)

 

20 Φεβρουαρίου 2024

 

[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]

 

          ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

                                              MD M. R.

                                                                             Αιτητής

                                                    ΚΑΙ

             ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ

              ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ

                                   ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ

 

Καθ’ ων  η Αίτηση

 

Γ. Κωνσταντινίδου (κα), για Μάριο Παπαλοΐζου, για Αιτητή

Αιγ. Κίτσιου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Καθ’ ων η Αίτηση

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Με την υπό κρίση προσφυγή, ο αιτητής, υπήκοος Μπαγκλαντές, στρέφεται κατά της νομιμότητας και ζητά την ακύρωση της απόφασης των καθ’ ων η αίτηση, που περιέχεται σε σχετική επιστολή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης («το Τμήμα»), ημερομηνίας 12.10.2021, και σύμφωνα με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή του για έκδοση δελτίου διαμονής στην Κυπριακή Δημοκρατία, ως συντρόφου πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθότι, όπως αναφέρεται στην επιστολή, αυτός δεν πληρούσε τα απαιτούμενα κριτήρια, ως αυτά προβλέπονται στον περί του Δικαιώματος των Πολιτών της Ένωσης και Ορισμένων Υπηκόων του Ηνωμένου Βασιλείου και των Μελών των Οικογενειών τους να Κυκλοφορούν και να Διαμένουν Ελεύθερα στη Δημοκρατία Νόμο (Ν. 7(Ι)/2007), ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο («ο Νόμος»).

 

Ο αιτητής αφίχθηκε στη Δημοκρατία παράνομα και στις 31.8.2018, υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας, η οποία απορρίφθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου στις 30.1.2019. Κατά της εν λόγω απορριπτικής απόφασης, ο αιτητής καταχώρησε ιεραρχική προσφυγή ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, την 21.3.2019, η οποία επίσης απορρίφθηκε, στις 16.3.2020. Ακολούθως, στις 15.7.2020, ο αιτητής καταχώρησε κατά της πιο πάνω απόφασης, προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο, η οποία απορρίφθηκε στις 8.6.2021, ενώ στις 23.6.2021, ο αιτητής καταχώρησε μεταγενέστερη αίτηση ασύλου, η οποία επίσης απορρίφθηκε, στις 17.10.2021.

 

Στις 11.10.2021, ο αιτητής υπέβαλε αίτηση ως σύντροφος Ευρωπαίας πολίτη, η οποία απορρίφθηκε από το Τμήμα στις 12.10.2021. Στην επίδικη απόφαση του Τμήματος, αναφέρονταν τα εξής:

 

«You do not meet the criteria for acquisition of the right of residence in the Republic of Cyprus, according to the relevant provisions of Law 7(1)/2007 of the Right of Union Citizens and their family members to Move and reside freely within the Territory of the Republic of Cyprus.

 

According to the article 4(2) (b) of the Law, you can apply for a residence permit with an MGEN application, as the partner of an EU citizen, provided you can prove that you have a durable relationship, duly attested with an EU citizen. A sworn declaration of cohabitation is not considered adequate evidence of a durable relationship. In addition, you did not provide any other evidence (e.g. utility bills or bank accounts on both your names) that you have a durable relationship, duly attested with the EU citizen.

 

Please note that your application should be submitted along with a contract of employment, certified and stamped by the Department of Labour, of the Ministry of Employment and Social Insurance.

 

For the above reasons, your application is rejected and you are requested to leave the Republic within 30 days.».

 

Στις 2.12.2021, καταχωρήθηκε η υπό εξέταση προσφυγή.

 

Στον πυρήνα της επιχειρηματολογίας του συνηγόρου του αιτητή, βρίσκονται ισχυρισμοί περί μη διενέργειας της δέουσας έρευνας πριν από τη λήψη της επίδικης απόφασης, καθώς και περί εμφιλοχωρήσασας πλάνης, αλλά και περί έλλειψης επαρκούς ή/και της δέουσας αιτιολογίας της προσβαλλόμενης πράξης. Προωθείται επίσης ως αυτοτελής λόγος ακύρωσης, ο ισχυρισμός περί παραβίασης του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης του αιτητή. Καταλήγει ο συνήγορος του αιτητή, υποβάλλοντας ότι ο τρόπος που ενήργησαν οι καθ’ ων η αίτηση, συνιστά κατάχρηση εξουσίας.

 

Από την πλευρά τους, οι καθ’ ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε ορθά και σύννομα, μετά από διενέργεια της δέουσας έρευνας, κατ’ ορθή ενάσκηση της διακριτικής τους εξουσίας και ουδεμία πλάνη εμφιλοχώρησε κατά τη λήψη αυτής. Τονίζει η συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση ότι ουσιώδες γεγονός, βάσει του οποίου λήφθηκε η επίδικη απόφαση, αποτέλεσε η μη συμβίωση του ζεύγους και η αναχώρηση της Ευρωπαίας συντρόφου του αιτητή από τη Δημοκρατία, «κάτι το οποίο λήφθηκε δεόντως υπόψιν, μετά από δέουσα έρευνα η οποία διεξήχθη από τις αρμόδιες αρχές». Τονίζεται επίσης από την πλευρά των καθ’ ων η αίτηση η ευρεία διακριτική εξουσία ενός κράτους να επιτρέπει ή να απαγορεύει την είσοδο και/ή διαμονή αλλοδαπών στο έδαφός του, ως έκφανση της εδαφικής του κυριαρχίας, με μόνο περιορισμό την καλόπιστη ενάσκηση των εξουσιών του.

 

Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα του διοικητικού φακέλου και, γενικότερα, όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για προώθηση των εκατέρωθεν θέσεων, είτε κατά είτε υπέρ της νομιμότητας της προσβαλλόμενης πράξης.

 

Ως έχει προαναφερθεί, βασικό άξονα της επιχειρηματολογίας του αιτητή, συνιστά ο ισχυρισμός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε χωρίς τη διενέργεια της δέουσας έρευνας και υπό καθεστώς πλάνης. Επ’ αυτού, ο συνήγορος του αιτητή ισχυρίζεται ότι δεν προκύπτει να διερευνήθηκε με την απαιτούμενη επάρκεια το κατά πόσον πράγματι ο αιτητής συζούσε με την Ευρωπαία σύντροφό του. 

 

Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 του Νόμου, στο βαθμό που εδώ ενδιαφέρουν-

«(2) Χωρίς επηρεασμό τυχόν ιδίου δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής των ενδιαφερομένων διευκολύνεται η είσοδος και διαμονή στη Δημοκρατία σύμφωνα με τον περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμο, των ακόλουθων προσώπων:

(α) [.]

(β) του/της συντρόφου με τον/την οποίο/α ο πολίτης της Ένωσης έχει διαρκή σχέση, δεόντως αποδεδειγμένη.

 

(3) Για σκοπούς εφαρμογής του εδαφίου (2), η αρμόδια αρχή αναλαμβάνει εκτενή εξέταση της προσωπικής κατάστασης των αναφερομένων στο εν λόγω εδάφιο προσώπων, περιλαμβανομένης της διεξαγωγής συνεντεύξεων με τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα όπου αυτό απαιτείται, και αιτιολογεί κάθε άρνηση εισόδου ή διαμονής των προσώπων αυτών στη Δημοκρατία.

 

(4) Σε περίπτωση αμφιβολίας και, για σκοπούς διαπίστωσης του κατά πόσο υφίσταται διαρκής σχέση κατά την έννοια της παραγράφου (β) του εδαφίου (2), εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, οι διατάξεις των άρθρων 7Α και 7Β του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου αναφορικά με τον εικονικό γάμο.».

 

Όπως προκύπτει και από το παράρτημα 3 του δικογράφου της ενστάσεως, η αίτηση υποβλήθηκε στο έντυπο MGEN2 και αφορούσε σε άδεια παραμονής και εργασίας. Σε αυτήν, επισυνάφθηκαν λογαριασμός της ΑΗΚ αναφορικά με υποστατικό στην υπό του αιτητή δηλωθείσα διεύθυνση διαμονής, χωρίς πάντως να αναφέρεται σε αυτόν είτε το όνομα του αιτητή είτε αυτό της συντρόφου του, σύμβαση ενοικίασης υποστατικού, στην οποία αναγράφεται το όνομα του αιτητή, τραπεζικός λογαριασμός του αιτητή (στον οποίο αναφέρεται μόνο το όνομα του αιτητή), όπου εκτίθενται συναλλαγές τριών μόνο ημερών (από 13 μέχρι 15.9.2021), ασφάλεια για ιατροφαρμακευτική περίθαλψη του ιδίου, όπως επίσης και μια κοινή ένορκη δήλωση ημερομηνίας 11.10.2021, με την οποία φαίνεται να δηλώνεται από τον αιτητή και κάποιαν I.G., ότι συζούν στην προαναφερθείσα δηλωθείσα διεύθυνση διαμονής, ότι γνωρίζονταν για έξι μήνες και ήσαν πολύ ευτυχισμένοι.

 

Όπως προκύπτει από το κείμενο της προσβαλλόμενης απόφασης, ημερομηνίας 12.10.2021, οι καθ’ ων η αίτηση, με παραπομπή στις διατάξεις του άρθρου 4(2)(β) του Νόμου, αποφάνθηκαν πως ο αιτητής δεν απέδειξε την ύπαρξη μιας διαρκούς και/ή ανθεκτικής (“durable”) σχέσης με τη σύντροφό του, αφού δεν προσκόμισε οποιαδήποτε επαρκή μαρτυρία προς τούτο.

 

Η απόφαση των καθ’ ων η αίτηση είναι σύννομη και, σε κάθε περίπτωση, εύλογα επιτρεπτή. Πράγματι, από κανένα σημείο είτε των εγγράφων της ένστασης, είτε του οικείου διοικητικού φακέλου και εν γένει του συνόλου των ενώπιον μου τεθέντων στοιχείων, δεν προκύπτει η παραμικρή ένδειξη ότι ο αιτητής είχε κατά τον ουσιώδη χρόνο, διαρκή σχέση, δεόντως αποδεδειγμένη, με οποιαδήποτε πολίτη της Ένωσης, ως ο ίδιος ισχυρίζεται. Είναι δε ενδεικτικό ότι η μοναδική φορά που αναφέρεται το πιο πάνω όνομα (I. G.), που κατά τους ισχυρισμούς του αιτητή αποτελεί το όνομα της Ρουμάνας συντρόφου του, είναι στην προαναφερθείσα ένορκη δήλωση, της οποίας το περιεχόμενο, ας σημειωθεί, γεννά εύλογα ερωτήματα ως προς την εγκυρότητά του, εφόσον τα μεν χαρτόσημα που βρίσκονται επ’ αυτής είναι διεγγραμμένα, η δε ημερομηνία που αυτή φέρει, δεν κατεγράφη στο νενομισμένο σημείο. Επιπρόσθετα, από πουθενά δεν προκύπτει η γνησιότητα των υπογραφών που εμφαίνονται στην ένορκη δήλωση, εφόσον κάτω από αυτές δεν παρατίθενται τα ονόμα των ενόρκως δηλούντων. Στον γενικότερο προβληματισμό αναφορικά με το συγκεκριμένο έγγραφο, έρχεται να προσθέσει και το γεγονός ότι στο εν λόγω έγγραφο, περιέχονται τα ονόματα δυο προσώπων που εμφανίζονται ως ενόρκως δηλούντες, αντί να γίνουν δυο ένορκες δηλώσεις, ως έδει.

 

Ως εκ των πιο πάνω και στη βάση του συνόλου των ενώπιον μου στοιχείων, εύλογα οι καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν στη διαπίστωση ότι ο αιτητής δεν πληρούσε τα υπό του Νόμου προβλεπόμενα κριτήρια, προκειμένου να του εκδοθεί δελτίο διαμονής ως συντρόφου πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με την οποία είχε διαρκή σχέση, εφόσον μια τέτοια σχέση δεν μπορούσε επ’ ουδενί να αποδειχθεί με βάση τα ενώπιον τους τεθέντα στοιχεία. Ορθώς δε επεσήμαναν οι καθ’ ων η αίτηση στον αιτητή ότι η ένορκη δήλωση από μόνη της, δεν ήταν επαρκής απόδειξη ανθεκτικής σχέσης. Εν προκειμένω, πέραν της συγκεκριμένης ένορκης δήλωσης, ο αιτητής ουδέν προσκόμισε, με το οποίο να στοιχειοθετείται ο ισχυρισμός του περί συμβίωσης και/ή διαρκούς σχέσης με Ρουμάνα υπήκοο.

 

Κατά συνέπεια, ενόψει των πιο πάνω, εύλογα μπορεί να διαπιστωθεί ότι δεν προέκυπτε οποιαδήποτε αμφιβολία στους καθ’ ων η αίτηση αναφορικά με το κατά πόσον πράγματι υφίστατο οποιαδήποτε διαρκής σχέση μεταξύ του αιτητή και της προαναφερθείσας Ρουμάνας υπηκόου, κατά την έννοια της προεκτεθείσας παραγράφου (β) του εδαφίου (2) του άρθρου 4 του Νόμου, οπότε και μόνον θα ετύγχαναν εφαρμογής, τηρουμένων των αναλογιών, οι διατάξεις των άρθρων 7Α και 7Β του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου (Κεφ. 105) αναφορικά με τον εικονικό γάμο. Ελλείψει οποιασδήποτε αμφιβολίας επί του θέματος, αλλά και δεδομένου του προεκτεθέντος μεταναστευτικού προφίλ του αιτητή, οι καθ’ ων η αίτηση δεν χρειαζόταν να προβούν σε οποιαδήποτε περαιτέρω ενέργεια πριν από την επίδικη κατάληξή τους. Κατά συνέπεια, δεν εντοπίζεται κενό έρευνας, αλλ’ ούτε και να έχει εμφιλοχωρήσει οποιαδήποτε πλάνη στην κρίση της Διοίκησης.

 

Περαιτέρω, ούτε κενό αιτιολόγησης διαπιστώνεται. Στην επίδικη απόφαση, ως αυτή περιέχεται στην προεκτεθείσα επιστολή ημερομηνίας 12.10.2021, εκτίθενται τόσο η νομική βάση της απόφασης, όσο και οι λόγοι, για τους οποίους απορρίφθηκε το αίτημα του αιτητή για έκδοση δελτίου διαμονής. Συμπληρώνεται δε η αιτιολογία της απόφασης από τα παραρτήματα της ένστασης και το σύνολο του διοικητικού φακέλου (βλ. άρθρο 29 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν.158(Ι)/1999), Θεοδωρίδου ν. Δημοκρατίας (1984) 3 Α.Α.Δ. 146, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1171 και Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ., 371), κατά τρόπο που να καθίσταται εφικτή η διενέργεια του απαιτούμενου δικαστικού ελέγχου, που είναι και το ζητούμενο (Στέφανος Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270). Εν προκειμένω, η δοθείσα αιτιολογία παρέχει στο Δικαστήριο τα απαραίτητα εκείνα, ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία, που να οδηγούν στη διακρίβωση της νομιμότητας της διοικητικής πράξης (Λ. Σκυλλουριώτης v. Δήμου Λευκωσίας, ΕΕΔ 38/2016, ημερ. 1.7.2022, Eurofarm (P. Neophytou) Ltd ν. Δημοκρατίας Α.Ε.142/2015, ημερ. 4.4.2023, ECLI:CY:AD:2023:A121, ANDRELIA PAPHOS LTD ν. Δημοκρατίας, ΕΕΔ 49/2019, ημερ. 23.10.2023).

 

Συνακόλουθα, στη βάση των προαναφερθέντων και υπό το φως των πιο πάνω νομολογιακών κατευθυντήριων, ο ισχυρισμός του αιτητή περί έλλειψης επαρκούς αιτιολόγησης της επίδικης πράξης, δεν έχει έρεισμα και απορρίπτεται.

 

Τέλος, αδίκως διαμαρτύρεται η πλευρά του αιτητή ότι δεν παρασχέθηκε στον αιτητή το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης. Έχει αναγνωριστεί από τη νομολογία ότι το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης υπάρχει όπου ο νόμος ρητά το αναγνωρίζει ή ρητά το επιβάλλει ή σε περιπτώσεις τιμωρητικής φύσης (Φροσούλλα Μυλωνά ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1488/2010, ημερ. 30.1.2015, ECLI:CY:AD:2015:D50, Κώστας Ιωσηφίδης ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 72/1989, ημερ. 27.12.1990, Μαρία Λαζάρου Κούτσου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 720/1997, ημερ. 10.3.2000, Αριστείδου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 232/2008, ημερ. 30.4.2010). Η υπό εξέταση περίπτωση δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του Νόμου 158(Ι)/1999 και δη του άρθρου 43(1) αυτού: σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο, το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης παρέχεται «σε κάθε πρόσωπο που θα επηρεαστεί από την έκδοση πράξης ή από τη λήψη διοικητικού μέτρου που είναι πειθαρχικής φύσης ή που έχει το χαρακτήρα της κύρωσης ή που είναι άλλως πως δυσμενούς φύσης». Όπως λέχθηκε στην Παντελής Χριστοφόρου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Συνεκδ. Υποθ. Αρ. 2013/12 κ.α., ημερ. 28.1.2014, ECLI:CY:AD:2014:D71-

 

«Το άρθρο 43(1) του Νόμου αρ. 158(Ι)/1999, ταξινομεί τις περιπτώσεις παροχής προηγούμενου δικαιώματος ακρόασης όταν η έκδοση πράξης ή το διοικητικό μέτρο που θα ληφθεί είναι «... πειθαρχικής φύσης ή που έχει το χαρακτήρα κύρωσης ή που είναι άλλως πως δυσμενούς φύσης.». Η ερμηνευτική άσκηση που πρέπει να γίνει οφείλει να συμπλέει με την έννοια του κειμένου και η φράση «άλλως πως δυσμενούς φύσης», πρέπει να διαβαστεί ejusdem generis με τις προηγούμενες λέξεις που σαφώς υποδηλώνουν ότι το διοικητικό μέτρο ή η απόφαση επηρεάζει τη σχέση του διοικούμενου με την διοίκηση πειθαρχικώς ή που ενέχει κύρωση, περιέχοντας δηλαδή μομφή ως προς τον τρόπο ενάσκησης των καθηκόντων του διοικούμενου ή άπτεται της προσωπικότητας και αξιοπρέπειας του.  Με άλλα λόγια, το «άλλως πως δυσμενούς φύσης», διαβάζεται ως ανήκον στην ίδια κατηγορία με τα προηγηθέντα και όχι ανεξάρτητα και αυτόνομα.».

 

Είναι σαφές ότι και στην υπό κρίση περίπτωση, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν εμπίπτει στην εμβέλεια της διάταξης του άρθρου 43(1), αφού δεν αποτελεί αυτή ούτε κύρωση αλλ’ ούτε μέτρο πειθαρχικής φύσης (βλ. και τις αποφάσεις του παρόντος Δικαστηρίου στις D.H. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 735/2020, ημερ. 15.2.2023 και THE VEGETABLES PRODUCERS AND EXPORTERS LTD ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 34/2018, ημερ. 30.6.2020).

 

Ενόψει των πιο πάνω διαπιστώσεων, ούτε και ο ισχυρισμός περί κατάχρησης εξουσίας έχει έρεισμα και, συνεπώς, απορρίπτεται.

 

Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Επιδικάζονται €1500 έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ’ ων η αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

 

 

                                                                                                    Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο