ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ  

(Υπόθεση αρ. 1632/2019)

 

20 Φεβρουαρίου 2024

[ΚΕΛΕΠΕΣΙΗ, Δ.Δ.Δ.]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ AΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

                                        K. M.

 

                                                                                                 Αιτητής,

                                          και

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

  Υπουργείου Εσωτερικών

Καθ’ ου η αίτηση

––––––––––––––––––––––––––––––––

Κασσάνδρα Κουπαρή, δικηγόρος για τον αιτητή.

Μιχάλης Καλογήρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, δικηγόρος για τον καθ’ ου η αίτηση.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΚΕΛΕΠΕΣΙΗ, Δ.Δ.Δ.: Με την παρούσα προσφυγή, ο αιτητής στρέφεται κατά της νομιμότητας της απόφασης του καθ’ ου η αίτηση, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση που υπέβαλε στις 27.9.2017 για απόκτηση της κυπριακής υπηκοότητας με πολιτογράφηση και η οποία κοινοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή ημερομηνίας 30.9.2019.

 

Ως προκύπτει από τα γεγονότα της ένστασης και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου ο αιτητής, υπήκοος Πακιστάν, αφίχθηκε για πρώτη φορά το 2005 στο έδαφος της Δημοκρατίας μέσω των κατεχόμενων περιοχών και στις 8.2.2005 υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Στις 10.4.2006 αποφασίστηκε η διακοπή της διαδικασίας εξέτασης της αίτησης ασύλου του αιτητή από την Υπηρεσία Ασύλου καθότι ο ίδιος δεν προσήλθε στην καθορισμένη συνέντευξη. Ο αιτητής έκτοτε παρέμενε παράνομα στη Δημοκρατία. Στις 29.8.2008 ο αιτητής τέλεσε πολιτικό γάμο με ευρωπαία υπήκοο, γάμος ο όποιος λύθηκε στις 6.07.2009 με απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου Πάφου. Εν συνεχεία ο αιτητής στις 9.2.2010 τέλεσε νέο γάμο με άλλη Ρουμάνα υπήκοο και στις 30.9.2011, μετά από σχετική υποβολή αίτησης, εξασφάλισε την έκδοση δελτίου διαμονής ως μέλος οικογενείας πολίτη της Ένωσης, η οποία του παραχωρήθηκε με ισχύ μέχρι τις 30.9.2016. Στις 21.6.2016 με απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας λύθηκε ο γάμος του αιτητή με την ευρωπαία σύζυγο του. Οι μετέπειτα ανανεώσεις της ισχύς του δελτίου διαμονής του αιτητή με διάρκεια μέχρι τις 22.2.2027 διενεργήθηκε στη βάση του καθεστώτος διατήρησης δικαιώματος διαμονής στη Δημοκρατία ένεκα της διάρκειας του προηγούμενου γάμου του με ευρωπαία πολίτη.

 

Ακολούθως, στις 29.9.2017 ο αιτητής υπέβαλε αίτηση για απόκτηση κυπριακής υπηκοότητας με πολιτογράφηση.

 

Η πιο πάνω αίτηση εξετάστηκε και απορρίφθηκε από τον Υπουργό Εσωτερικών, ο οποίος υιοθέτησε την απορριπτική εισήγηση της λειτουργού εξέτασης, η oποία περιλαμβάνετo σε σχετική έκθεση που ετοιμάστηκε, μετά από προσωπική συνέντευξη του αιτητή και αφού προηγουμένως είχαν ληφθεί πληροφορίες από την ΚΥΠ, την Αστυνομία και στοιχεία από την ΙNTERPOL.

 

Η απορριπτική απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών κοινοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης ημερομηνίας 30.9.2019 με το ακόλουθο περιεχόμενο:

 

 «Έχω οδηγίες να αναφερθώ στην αίτησή σας ημερ. 27/9/2017 για απόκτηση της κυπριακής υπηκοότητας με πολιτογράφηση και να σας πληροφορήσω ότι η αίτησή σας τέθηκε ενώπιον του Υπουργού Εσωτερικών και εξετάσθηκε με τη δέουσα προσοχή αλλά δεν κατέστη δυνατό να εγκριθεί καθότι η σχέση σας με την Κύπρο είναι καθαρά εργασιακή. Επιπλέον, δεν πληροίτε την προϋπόθεση 1 (δ) του Τρίτου Πίνακα του άρθρου ΙΙΙ του Περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου Ν.141 (Ι)/2002, δηλαδή λόγω του ότι δεν έχει διαπιστωθεί πέραν πάσης αμφιβολίας η πρόθεσή σας για μόνιμη παραμονή στη Δημοκρατία, αφού η οικογένεια σας βρίσκεται στη χώρα σας και ένα μέρος των εισοδημάτων σας τα στέλνετε στην οικογένειά σας στο Πακιστάν».

 

Κατά της νομιμότητας της πιο πάνω απορριπτικής απόφασης ο αιτητής καταχώρησε την παρούσα Προσφυγή.

 

Προς ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης προβάλλεται από την πλευρά τoυ αιτητή ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι προϊόν πλάνης και συνυπολογισμού εξωγενών παραγόντων, μη δέουσας έρευνας καθώς και ότι ο αιτητής κατέχει όλα τα τυπικά προσόντα που απαιτούνται για πολιτογράφηση. Αποτελεί κύρια θέση του αιτητή επί της οποίας εδράζονται οι πιο πάνω ισχυρισμοί  ότι ενώ ο αιτητής ανέφερε στην αίτηση του ότι αποστέλλει χρήματα στη χώρα του για «να πληρώνει για ένα χωράφι» οι καθ΄ων η αίτηση «όντας σε πλάνη περί τα πράγματα έχουν προσθέσει ότι η οικογένεια του αιτητή βρίσκεται στη χώρα του και ότι με τα εισοδήματα του τους  συντηρεί.» Ακόμη και να ισχύει το γεγονός ότι προφορικά ο αιτητής ανέφερε κατά τη συνέντευξη του ότι αποστέλλει χρήματα στη μητέρα και στο πατέρα του που ζουν στο Πακιστάν, συνεχίζει η κα Κουπαρή, αυτό δεν συνιστά λόγο για να θεωρηθεί ότι η σχέση του αιτητή με την Κύπρο είναι εργασιακή. Περαιτέρω υποβάλλει η πλευρά του αιτητή ότι ο καθ΄ου η αίτηση κατέληξε κατά αντιφατικό τρόπο και παρά τα ενώπιον του δεδομένα ότι η σχέση του αιτητή με τη Δημοκρατία είναι αποκλειστικά εργασιακή. Πρόσθετος ισχυρισμός προβάλλεται περί ανεπαρκούς αιτιολογίας καθώς και περί μη παροχής δικαιώματος ακρόασης στον αιτητή. Καταληκτικά υποστηρίζει η ευπαίδευτη συνήγορος του αιτητή ότι ο καθ’ ου η αίτηση υπερέβηκε τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας και δεν έδρασε με την προϋπόθεση της καλής πίστης.

 

Αντίθετα ο ευπαίδευτος συνήγορος του καθ’ ου η αίτηση, απορρίπτοντας όλους τους πιο πάνω ισχυρισμούς, υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καθόλα νόμιμη, δεόντως αιτιολογημένη καθώς και ότι λήφθηκε μετά από δέουσα έρευνα και ορθή ενάσκηση της διακριτικής εξουσίας του Υπουργού Εσωτερικών. Επισημαίνει δε, η πλευρά του καθ’ ου η αίτηση ότι οι λόγοι ακύρωσης που προβάλλονται δεν αιτιολογούνται κατά παράβαση του Κανονισμού 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962. Περαιτέρω υποβάλλει η πλευρά του καθ’ ου η αίτηση ότι ο αιτητής δεν τεκμηρίωσε ούτε κατ’ ελάχιστον τους ισχυρισμούς του, τους οποίους προβάλλει με γενικό, αόριστο και ατεκμηρίωτο τρόπο. Τονίζει δε,  η πλευρά του καθ’ ου η αίτηση με παραπομπή σε νομολογία ότι η πολιτογράφηση αποτελεί εξουσία η όποια ανάγεται στην κυριαρχική φύση του κράτους καθώς και ότι η διακριτική ευχέρεια του Υπουργού Εσωτερικών είναι η ευρύτερη δυνατή, με μόνο περιορισμό την καλή πίστη. Επιπρόσθετα επισημαίνει ο ευπαίδευτος συνήγορος του καθ΄ου η αίτηση ότι το Δικαστήριο δεν υποκαθιστά την κρίση του οργάνου αλλά περιορίζεται στον έλεγχο νομιμότητας και στη διακρίβωση του κατά πόσον η διοίκηση έχει υπερβεί τα ακραία όρια της διακριτικής ευχέρειας. Επί της ουσίας αποτελεί θέση του καθ΄ου η αίτηση ότι αυτό που διαφάνηκε από τη συνέντευξη του αιτητή ήταν η πρόθεση του να εργάζεται στη Κύπρο και να αποστέλλει, σύμφωνα και με τη δήλωση του, χρήματα στην οικογένεια του στο Πακιστάν.

 

Έχω εξετάσει με προσοχή τις εκατέρωθεν θέσεις των ευπαίδευτων συνηγόρων σε συνάρτηση με το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης.   

 

Κατά πάγια και διαχρονική νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, το ζήτημα της πολιτογράφησης άπτεται των κυριαρχικών δικαιωμάτων του κράτους και επομένως η διοίκηση διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια κατά την εξέταση των αιτημάτων, με μόνο περιορισμό να ενεργεί με καλή πίστη (Mohamad v. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 18), ISSA E.E ALYATIM v. Δημοκρατίας (2016) 3 Α.Α.Δ. 496) Tulin Sabahatin Veysel κ.ά ν. Δημοκρατίας, (Υποθ. Αρ. 184/2008, ημερ. 6.7.2010)  Boulatnikova v. Δημοκρατίας, (Υποθ. Αρ. 1082/2005, ημερ. 31.5.2007) Κυπριακή Δημοκρατία κ.α. ν. Ζ.Μ. (2011) 3 Α.Α.Δ. 20 ). Ακόμα δε και η πλήρωση των τυπικών προϋποθέσεων για πολιτογράφηση δεν συνεπάγεται δίχως άλλο ότι ο αιτητής δικαιούται αυτόματα πιστοποιητικό πολιτογράφησης, αφού η πλήρωση των τυπικών προσόντων παρέχει μόνο το δικαίωμα για υποβολή αίτησης για πολιτογράφηση και όχι δικαίωμα έγκρισης τέτοιας αίτησης και απόκτησης άνευ έτερου της κυπριακής ιθαγένειας (Ήρωα ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 307) Reyes και Κυπριακής Δημοκρατίας (Αναθεωρητική Έφεση αρ. 181/12, ημερομηνίας 24/10/18).

 

Σχετικά είναι τα όσα προβλέπονται στο άρθρο 111 του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου 2002 (Ν.141(Ι)/2002), ως αυτό αποτελούσε το εφαρμοστέο νομοθετικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο, ως εδώ ενδιαφέρουν:

 

«Ο Υπουργός, όταν υποβληθεί σ' αυτόν αίτηση κατά τον καθορισμένο τύπο και τρόπο από οποιοδήποτε αλλοδαπό ενήλικα και με πλήρη ικανότητα, ο οποίος ικανοποιεί τον Υπουργό ότι κατέχει τα προσόντα για πολιτογράφηση σύμφωνα με τις διατάξεις του Τρίτου Πίνακα, δύναται να χορηγήσει σ' αυτόν πιστοποιητικό πολιτογράφησης.»

 

Στο δε Τρίτο Πίνακα, καταγράφονται τα προσόντα για πολιτογράφηση, ως εξής:

 

ΠΡΟΣΟΝΤΑ ΓΙΑ ΠΟΛΙΤΟΓΡΑΦΗΣΗ

 

«1. Με την τήρηση των διατάξεων της αμέσως προηγούμενης παραγράφου, τα προσόντα για πολιτογράφηση αλλοδαπού που αιτείται τέτοια πολιτογράφηση, είναι τα ακόλουθα:

(α) Διαμονή στη Δημοκρατία για όλο το χρονικό διάστημα των αμέσως προηγούμενων 12 μηνών από την ημερομηνία της αίτησης, και

(β) κατά τη διάρκεια των αμέσως προηγούμενων από το πιο πάνω αναφερόμενο δωδεκάμηνο χρονικό διάστημα επτά ετών, είτε διέμενε στη Δημοκρατία, είτε διετέλεσε στη δημόσια υπηρεσία της Δημοκρατίας, είτε μερικώς το ένα και μερικώς το άλλο, για χρονικά διαστήματα που αθροισμένα να μην είναι λιγότερα των τεσσάρων ετών: Νοείται ότι οι φοιτητές, επισκέπτες και αυτοεργοδοτούμενοι, καθώς και οι αθλητές, προπονητές, τεχνικοί αθλημάτων, οικιακοί βοηθοί, νοσοκόμοι και οι εργαζόμενοι σε Κύπριους ή ξένους εργοδότες ή σε υπεράκτιες εταιρείες, που διαμένουν στη Δημοκρατία αποκλειστικά με σκοπό την εργασία, όπως επίσης και οι σύζυγοι, τα τέκνα ή άλλα εξαρτώμενά τους πρόσωπα, πρέπει, κατά τη διάρκεια των αμέσως προηγούμενων τουλάχιστον επτά ετών να συγκεντρώνουν συνολική διαμονή στη Δημοκρατία τουλάχιστον επτά ετών, από την οποία το ένα έτος αμέσως πριν την ημερομηνία υποβολής της αίτησής τους η διαμονή του να είναι συνεχής,

(γ) είναι καλού χαρακτήρα, και

(δ) έχει πρόθεση σε περίπτωση χορήγησης σ' αυτόν πιστοποιητικού

(i) να διαμένει στη Δημοκρατία,

(ii) να εισέλθει ή να εξακολουθήσει να διατελεί στη δημόσια υπηρεσία της Δημοκρατίας ή υπηρεσία σε διεθνή οργανισμό του οποίου η Δημοκρατία είναι μέλος ή υπηρεσία σε οποιοδήποτε σύνδεσμο, εταιρεία ή σώμα που ιδρύθηκε στη Δημοκρατία[..]»

 

Στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Nabil Mohamed Adel Fattah Amer v. Δημοκρατίας (2011 3 Α.Α.Δ 66) λέχθηκαν τα εξής σχετικά και καθοδηγητικά ως προς το υπό εξέταση ζήτημα:

 

«Το Άρθρο 111 του Νόμου 141(Ι)/2002 παρέχει σε αλλοδαπό το δικαίωμα να αποταθεί για πολιτογράφηση, αλλά όχι το απόλυτο δικαίωμα πολιτογράφησης. Η παραχώρηση πολιτογράφησης  είναι στη διακριτική ευχέρεια του Υπουργού και το ζήτημα εγγραφής κάποιου ως πολίτη της Δημοκρατίας άπτεται των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Δημοκρατίας, με αποτέλεσμα το ακυρωτικό δικαστήριο δύσκολα να επεμβαίνει στην άσκηση της εξουσίας. Έτσι, η διακριτική ευχέρεια του κράτους να αποκλείει αλλοδαπούς, είναι πολύ ευρεία, όχι όμως απόλυτη, αφού υπόκειται στην καλόπιστη άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που παρέχει ο Νόμος. Όταν η διακριτική ευχέρεια ασκείται καλόπιστα, το Δικαστήριο δεν μπορεί να αμφισβητήσει περαιτέρω την απόφαση. Επίσης, το τεκμήριο της καλόπιστης άσκησης της διακριτικής ευχέρειας παραμένει έγκυρο, μέχρι απόδειξης του αντιθέτου (Suleiman vRepublic (1987) 3 C.L.R. 224)  και η υποκειμενική εκτίμηση των γεγονότων από τη Διοίκηση δεν υπόκειται στον έλεγχο του Δικαστηρίου, που μπορεί να επέμβει μόνο αν, λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία στο σύνολό τους, θεωρεί ότι τα συμπεράσματα της Διοίκησης δεν είναι εύλογα, ή είναι αποτέλεσμα πλάνης περί τα πράγματα ή το Νόμο, ή λήφθηκε χωρίς τη δέουσα έρευνα. (Republic vGeorghiades (1972) 3 C.L.R. 594)».

 

Εν πρώτοις δε θα συμφωνήσω με τη θέση του καθ΄ου η αίτηση περί μη επαρκούς δικογράφησης δεδομένου ότι οι προβληθέντες λόγοι ακύρωσης σαφώς περιλαμβάνονται και εξειδικεύονται στα νομικά σημεία της Προσφυγής και ως εκ τούτου θα τύχουν δικαστικής εξέτασης.

 

Εν προκειμένω και έχοντας κατά νου τις πιο πάνω νομολογιακά δοσμένες αρχές που διέπουν το υπό εξέταση ζήτημα, διαπιστώνω ότι οι ισχυρισμοί του αιτητή, όπως αυτοί αναπτύχθηκαν στη γραπτή του αγόρευση, περί ελλιπούς έρευνας και πλάνης ουδόλως ευσταθούν και απορρίπτονται στην ολότητα τους.

 

Ειδικότερα όπως προκύπτει από το έντυπο που συμπληρώθηκε κατά την συνέντευξη του αιτητή, η συνέντευξη διεξήχθη πλήρως στα αγγλικά, εφόσον ο αιτητής γνωρίζει «λίγα Ελληνικά».  Αναφορικά με την οικονομική κατάσταση και τους αντίστοιχους δεσμούς στη Δημοκρατία ο αιτητής ανέφερε ότι δεν έχει ακίνητη ιδιοκτησία στη Κύπρο ούτε και καταθέσεις σε κυπριακές τράπεζες, ενώ δήλωσε ότι «Έχει 1 χωράφι στη χώρα του» και  «Στέλλει λεφτά στη χώρα του όταν μπορεί και όσα περισσεύουν από το μισθό του».Για την Κυπριακή Ιστορία και Πραγματικότητα, ο αιτητής δεν γνώριζε πότε γιορτάζεται η ανεξαρτησία της Κυπριακής Δημοκρατίας, ενώ στις υπόλοιπες ερωτήσεις,ως καταγράφεται από την αρμόδια λειτουργό απάντησε ορθά. Ως προς τους δεσμούς του με την Κύπρο ο αιτητής παρείχε σύμφωνα και με τη διαπίστωση της λειτουργού εξέτασης (ερυθρό 130) περιορισμένες και ασαφείς απαντήσεις μέσα από τις οποίες δεν κατάφερε να καταδείξει οποιουσδήποτε βιοτικούς δεσμούς με τη Κύπρο.  Αναφορικά δε  με τους κοινωνικούς και οικογενειακούς του δεσμούς στη Δημοκρατία ο αιτητής ανέφερε ότι ουδένα οικογενειακό δεσμό και/ή καθημερινή οικογενειακή σχέση διατηρεί στη Δημοκρατία. Όταν δε του ζητήθηκε να παρουσιάσει τους κοινωνικούς του δεσμούς, περιλαμβανομένης της συμμετοχής του σε οργανώσεις/σωματεία/ομίλους κ.α ο αιτητής δήλωσε ότι «παίζει κρίκερ»  και ότι «βλέπει ποδόσφαιρο».  Ως 3 Κύπριους φίλους του κατονόμασε τους εγγυητές του, δυο εκ των οποίων, ως διαφαίνεται από το σχετικό έντυπο προσωπικής συνέντευξης, είναι «ο μάστρος»  του και «ο πρώην μάστρος» του. Στην ερώτηση με την οποία κλήθηκε να παρουσιάσει την προσαρμογή του στη νοοτροπία και τα έθιμα της Κύπρου απάντησε μονολεκτικά «φαγητά». Σε ερώτηση τι προτίθεται να κάνει σε περίπτωση απόκτησης της ιθαγένειας απάντησε ότι θα συνεχίσει να διαμένει και να εργάζεται στη Δημοκρατία.

 

Εν προκειμένω όλες οι ανωτέρω καταγραφές και τα ενώπιον του καθ΄ου η αίτηση δεδομένα επιβεβαιώνουν με τρόπο αναντίλεκτο ότι υπήρξε επαρκές έρεισμα για την απορριπτική κατάληξη της αίτησης του αιτητή και την κατάληξη ότι η σχέση του είναι καθαρά εργασιακή με τη Δημοκρατία καθώς και της περαιτέρω κατάληξης ότι δεν έχει διαπιστωθεί πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας η πρόθεση του αιτητή για μόνιμη παραμονή στη Δημοκρατία, ως η τιθέμενη προϋπόθεση του Τρίτου Πίνακα.

 

Αναφορικά δε με τη κύρια επιχειρηματολογία του αιτητή ότι ενώ ο αιτητής ανέφερε ότι αποστέλλει χρήματα στη χώρα του για πληρωμή ενός χωραφιού, η λειτουργός υπό πλάνη πρόσθεσε στην έκθεση της ότι ο αιτητής αποστέλλει χρήματα στη χώρα του για να συντηρήσει την οικογένεια του, παρατηρώ τα ακόλουθα:

 

Στο έντυπο προσωπικής συνέντευξης και υπό τον τίτλο-κεφάλαιο εισοδήματα/περιουσία στο εξωτερικό ο αιτητής ανέφερε ότι:

«Έχει 1 χωράφι στη χώρα του

…………………………………………………………….

Στέλλει λεφτά στη χώρα του όταν μπορεί και όσα περισσεύουν από το μισθό του».

 

Στη δε έκθεση της λειτουργού καταγράφονται τα ακόλουθα«ο αλλοδαπός στην προσωπική του συνέντευξη, δήλωσε πώς όσα περισσεύουν από το μισθό του τα στέλει στη χώρα του που βρίσκεται η οικογένεια του. Φαίνεται πως η πρόθεση του είναι να εργάζεται και οι απολαβές του (μερίδιο) να βοηθά την οικογένεια του στο Πακιστάν.»

 

Δεν εντοπίζω οποιαδήποτε πλάνη του καθ΄ου η αίτηση. Εν πρώτοις, παρατηρώ ότι τα όσα η αρμόδια λειτουργός κατέγραψε στην έκθεση της  ήτοι ότι ο αλλοδαπός στην προσωπική του συνέντευξη, δήλωσε πώς όσα περισσεύουν από το μισθό του τα αποστέλλει στη χώρα του όπου βρίσκεται η οικογένεια του, περιβάλλονται από το τεκμήριο της νομιμότητας και δεν έχουν αμφισβητηθεί, τουλάχιστον με νόμιμο δικονομικά τρόπο, από την πλευρά του αιτητή και ως εκ τούτου παρέμειναν αληθή και αδιαμφισβήτητα ενώπιον μου (βλ. σχετικά LI. και (Υπόθεση αρ. 1653/19, ημερομηνίας 7/9/22) H. O. S. v Δημοκρατίας Υπόθεση αρ. 565/18, ημερομηνίας 17/2/23).

Περαιτέρω καθίσταται ξεκάθαρο από την ίδια την καταγραφή στο έντυπο προσωπικής συνέντευξης ότι ο αιτητής δήλωσε, γεγονός που αποδέχεται η πλευρά του αιτητή,  ότι  αποστέλλει στη χώρα του όσα χρήματα του περισσεύουν από το μισθό του. Η πλευρά του αιτητή δεν αντιμάχεται το περιεχόμενο αυτής της δήλωσης, απλώς ισχυρίζεται ότι η αποστολή χρημάτων διενεργείται για τη πληρωμή χωραφιού. Δεν διαβλέπω πως και εάν ακόμη ήταν ορθή η θέση του αιτητή ότι τα χρήματα αποστέλλονταν στη χώρα του προς αποπληρωμή ενός χωραφιού και όχι προς στήριξη της οικογένειας του αιτητή, αυτό θα καταδείκνυε ουσιώδη πλάνη, τέτοια που να επιδρούσε ουσιωδώς και να καθιστούσε εσφαλμένη τη διαπίστωση του καθ΄ου η αίτηση ότι η σχέση του αιτητή είναι καθαρά εργασιακή με τη Δημοκρατία.

 

Η δε διαζευκτική θέση που προβάλλεται από τον αιτητή ότι και εάν ακόμη ο αιτητής ανέφερε προφορικά στη λειτουργό ότι αποστέλλει χρήματα στη μητέρα και στο πατέρα του που ζουν στο Πακιστάν, αυτό δεν συνιστά λόγο για να θεωρηθεί η σχέση του αιτητή με την Κύπρο εργασιακή, αλλά συνιστά κατά τον αιτητή εξωγενή παράγοντα, ουδόλως καταδεικνύει καθ’ οιονδήποτε τρόπο σφάλμα στην προσβαλλόμενη απόφαση.Αυτό που παραβλέπει εμφανώς η πλευρά του αιτητή είναι ότι ανεξαρτήτως και πέραν της συγκεκριμένης δήλωσης του (η οποία ευλόγως οδήγησε στη διαπίστωση ότι πρόθεση του αιτητή είναι να εργάζεται και να αποστέλλει χρήματα εκτός Κύπρου ήτοι στην οικογένεια του στο Πακιστάν) το συμπέρασμα του καθ΄ου η αίτηση ότι η σχέση  του αιτητή με την Κύπρο είναι καθαρά εργασιακή, υποστηρίζεται, δίχως άλλο, από το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του καθ΄ου η αίτηση και τα οποία με σαφήνεια αποκαλύπτουν, ως ενδελεχώς υποδείχθηκε ανωτέρω, ότι ο αιτητής δεν έχει κατορθώσει να καταδείξει οποιοδήποτε άλλο κοινωνικό, οικογενειακό, βιοτικό ή οικονομικό δεσμό, πέραν της εργασιακής του σχέσης, με τη Δημοκρατία. Επομένως η απορριπτική εισήγηση της αρμόδιας λειτουργού- η έκθεση της οποία καταλήγει στο ότι δεν φαίνεται να υπάρχει οποιοσδήποτε λόγος πολιτογράφησης του αιτητή καθότι κάτι τέτοιο δεν θα εξυπηρετήσει το δημόσιο συμφέρον και τα συμφέροντα της πολιτείας- καθώς και η συνακόλουθη απόφαση του καθ΄ου η αίτηση κρίνεται ότι δεν εκφεύγουν της καλής πίστης. Το Δικαστήριο και με δεδομένο ότι ουδεμία πλάνη έχει καταδειχθεί δεν μπορεί να επέμβει και να αμφισβητήσει την απορριπτική κρίση της διοίκησης, η οποία κατά πάγια νομολογία, αναγνωρίζεται ως προς τα άλλα να είναι απόλυτη (Angela Siomina Ήρωα v. Δημοκρατίας (2005) 3 ΑΑΔ 307) RANJEET KAUR v Δημοκρατίας (Υπόθεση αρ. 298/19, ημερομηνίας 27/6/22).

 

Συνακόλουθα και επί τη βάση των ανωτέρω, τα όσα ο αιτητής επικαλείται για να καταδείξει την ύπαρξη αντιφατικών στοιχείων και ότι η σχέση του με τη Δημοκρατία δεν είναι εργασιακή (ήτοι ότι ο αιτητής είναι στη Κύπρο από το 2008, έχει παντρευτεί δυο φόρες, γνωρίζει πλήρως τη κυπριακή ιστορία, έχει δώσει πειστικές απαντήσεις αναφορικά με τους λόγους που επιθυμεί να πολιτογραφηθεί, έχει κάνει φιλίες που επιβεβαιώνεται από τους εγγυητές που θέτει στην αίτηση του, στον ελεύθερο του χρόνο εξασκεί τα χόμπι του, επισκέπτεται μέρη στην Κύπρο και γνωρίζει κοπέλες για να παντρευτεί καθώς και ότι μεγάλωσε στη Δημοκρατία, την οποία νιώθει ως πατρίδα του και ότι θέλει να παραμείνει στη Κύπρο και να εργαστεί) ουδόλως επαρκούν για να επηρεάσουν τη νομιμότητα της προσβαλλομένης απόφασης και να αντικρούσουν τις διαπιστώσεις του καθ΄ου η αίτηση. Πρώτον διότι ουδόλως προκύπτει τα υπό αναφορά στοιχεία, τα οποία, ήταν ενώπιον του καθ΄ου η αίτηση, να παραγνωρίστηκαν. Τουναντίον το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης και δη η έκθεση της λειτουργού που διεξήγαγε τη συνέντευξη (ερυθρό 140-138), επιβεβαιώνει ότι  εξετάστηκαν και λήφθηκαν υπόψη όλα τα ουσιώδη δεδομένα και ότι διενεργήθηκε η απαιτούμενη υπό τις περιστάσεις έρευνα αναφορικά με την αίτηση του αιτητή, περιλαμβανομένων και των όσων επικαλείται ο αιτητής. Το κυριότερο όμως και αυτό που παραβλέπει ο αιτητής είναι ότι αφ’ ης στιγμής δεν έχει καταδειχθεί ότι η διοίκηση ενήργησε κακόπιστα, το ζήτημα απολήγει στο αποκλειστικό έργο συνεκτίμησης και στάθμισης στοιχείων, τα οποία ήταν ενώπιον του καθ’ ου η αίτηση ( KALATAI v. Δημοκρατίας (Υπόθεση αρ. 1615/18, ημερομηνίας 17/12/21).Ως προς τούτο μάλιστα, δεν εντοπίζω ο καθ΄ου η αιτηση να κινήθηκε εκτός της διακριτικής του ευχέρειας, η οποία ως νομολογιακά επιτάσσεται, είναι ιδιαίτερα ευρεία σε περιπτώσεις αιτήσεων πολιτογράφησης (THIRRUCHEL VAN THANGARAJAH και Δημοκρατίας (Υπόθεση αρ. 103/14, ημερομηνίας 3/3/17).

 

Περαιτέρω και εάν ακόμη γινόταν δέκτη η έτερη ατεκμηρίωτη εισήγηση της πλευράς του αιτητή ότι ο αιτητής πληρεί τα τυπικά εκ της Νομοθεσίας προσόντα, παρατηρώ ότι ουδόλως μια τέτοια κρίση θα επηρέαζε με οποιοδήποτε τρόπο τη νομιμότητα της προσβαλλομένης απόφασης αφού, ως είναι παγίως νομολογημένο η πλήρωση των τυπικών προσόντων παρέχει μόνο το δικαίωμα για υποβολή αίτησης για πολιτογράφηση και όχι δικαίωμα έγκρισης τέτοιας αίτησης και απόκτησης άνευ έτερου της κυπριακής ιθαγένειας (Ήρωα ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 307). Άλλωστε και σε μια τέτοια περίπτωση θα παρέμενε και πάλι στέρεο το συμπέρασμα ότι η σχέση του αιτητή με τη Δημοκρατία είναι αποκλειστικά εργασιακή, διαπίστωση την οποία ο αιτητής δεν κατόρθωσε να κλονίσει και η οποία συνιστά ούτως ή άλλως αυτοτελό λόγο απόρριψης της αίτησης του αιτητή (βλ. άρθρο 32 του Νόμου 158(Ι)/1999  (RUPAWATHI  PEDURUK  ATHUKORALAGE και Δημοκρατίας (Υπόθεση αρ. 515/15, ημερομηνίας 26/4/18) Φυτή ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 368/2012, ημερ. 22.10.2013), Φωτίου ν. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 501).

 

Παντελώς αστήρικτη και αβάσιμη είναι και η θέση του αιτητή ότι δήθεν εξωγενώς λήφθηκε υπόψη από τον καθ΄ου η αίτηση ότι ο αιτητής δεν ομιλεί την ελληνική γλώσσα. Απλή ανάγνωση του περιεχομένου του έντυπου προσωπικής συνέντευξης του αιτητή καταδεικνύει ότι ήταν ο  ίδιος αιτήτης που δήλωσε ότι ομιλεί «λίγα ελληνικά». Τούτο εν προκειμένω διαπιστώθηκε και από την αρμόδια λειτουργό, η οποία και στο έντυπο που συμπλήρωσε κατέγραψε ότι η συνέντευξη διενεργήθηκε αποκλειστικά στην αγγλική γλώσσα. Ουδέν μεμπτό εντοπίζω. Άλλωστε στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Reyes και Κυπριακής Δημοκρατίας (Αναθεωρητική Έφεση αρ. 181/12, ημερομηνίας 24/10/18), λέχθηκαν για τον παράγοντα της ελληνικής γλώσσας τα ακόλουθα: «Επιβάλλεται, για την άσκηση της ευρείας διακριτικής ευχέρειας του Υπουργού, να διερευνηθούν και άλλοι παράγοντες, όπως η δυνατότητα ενσωμάτωσης του αιτητή στο Κυπριακό περιβάλλον, η ειλικρινής επιθυμία του να καταστεί Κύπριος πολίτης, λαμβανομένου υπόψη ότι επέδειξε καλή διαγωγή, ότι έμαθε και ομιλεί ικανοποιητικά την Ελληνική γλώσσα […]Τα ως άνω δε στοιχεία, εκτιμούνται ελευθέρως με στάθμιση των γενικότερων συμφερόντων του κράτους και σε συνάρτηση με τα τυχόν δημογραφικά, οικονομικά και εθνικά προβλήματα.»

 

Αναφορικά με τους λοιπούς ισχυρισμούς του αιτητή περί έλλειψης επαρκούς αιτιολογίας, μη παροχής δικαιώματος ακρόασης καθώς και περί του ότι ο καθ΄ου η αιτηση υπερέβηκε τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας του και δεν έδρασε με την προϋπόθεση της καλής πίστης, παρατηρώ και παρά το ότι οι εν λόγω ισχυρισμοί τίθενται κατά γενικό και αόριστο τρόπο, χωρίς οποιαδήποτε έστω στοιχειώδη τεκμηρίωση και παραπομπή σε συγκεκριμένα στοιχεία προς στοιχειοθέτηση, ότι είναι ολωσδιόλου αβάσιμοι.

 

Αναφορικά με την μη παροχή δικαιώματος ακρόασης αρκεί να αναφέρω ότι πέραν του ότι δεν υφίσταται υποχρέωση στη διοίκηση να καλεί προς ακρόαση τα πρόσωπα που υποβάλλουν αίτηση για πολιτογράφηση, ο αιτητής είχε κάθε ευκαιρία να θέσει και μάλιστα με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, τις θέσεις του μέσω της αιτήσεως του και της προσωπικής του συνέντευξης (YULIA KOCHETOVA και Δημοκρατίας (Υπόθεση αρ. 1444/14, ημερομηνίας 24/5/17) Tonu ν. Δημοκρατίας, (Υπόθεση Αρ. 415/2019, ημερομηνίας  16.2.2022), FAMIDE  GUL KASAPHOCA και Δημοκρατίας (Υπόθεση αρ.1414/19, ημερομηνίας 17/11/22).Περαιτέρω παντελώς αβάσιμη είναι και η επίσης αόριστη θέση του αιτητή  ότι η διοίκηση  όφειλε να καλέσει σε ακρόαση τα πρόσωπα που υπέγραψαν ως εγγυητές την αίτηση του αιτητή για πολιτογράφηση (βλ. ISSA E.E. ALYATIM v Δημοκρατίας (2016) 3 Α.Α.Δ 496).

Αναφορικά δε με το γενικό και αόριστο ισχυρισμό του αιτητή περί αόριστης αιτιολογίας, επισημαίνω ότι το ίδιο το περιεχόμενο της απόφασης που κοινοποιήθηκε στον αιτητή  σε συνάρτηση με τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου και ιδιαίτερα το  έντυπο με τα βασικά ευρήματα και την έκθεση της λειτουργού εξέτασης  όπως και το έντυπο της προσωπικής συνέντευξης του αιτητή, συμπληρώνουν επαρκώς την  αιτιολογία και καταδεικνύουν αναμφίβολα και αναντίλεκτα τους λόγους που οδήγησαν στην λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης (Vassiliou  vRepublic  (1982) 3 C.L.R. 220, Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929 - 1959 σελ. 185)Ηλιόπουλος ν. ΑΗΚ (2000) 3 Α.Α.Δ. 438).  

 

Παρά τις αντίθετες ατεκμηρίωτες αιτιάσεις του αιτητή, διαπιστώνω ότι ο καθ΄ου η αίτηση άσκησε την ευρύτατη διακριτική του εξουσία καλόπιστα και η απόφαση απόρριψης της αίτησης του αιτητή ήταν εύλογα επιτρεπτή υπό το φως, των ενώπιον της διοίκησης, στοιχείων.

 

Στη βάση των ανωτέρω, καταλήγω ότι ο αιτητής δεν έχει θέσει οτιδήποτε ικανό για να ανατρέψει το τεκμήριο της κανονικότητας που περιβάλλει την προσβαλλομένη απόφαση (Καττιμέρη  v Δημοκρατία (Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 65/2019, ημερομηνίας 22 Νοεμβρίου 2023).

 

Συνεπώς η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καθόλα νόμιμη και ουδείς λόγος ακύρωσης στοιχειοθετείται. Κατά συνέπεια, η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται. Επιδικάζονται €1.700 έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ του καθ’ ου η αίτηση.

                             

                                     Κελεπέσιη, Δ.Δ.Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο