ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                          

                                                 Υπόθεση Αρ. 1680/2019

                                             

    8 Φεβρουαρίου, 2024

 

[Φ. ΚΑΜΕΝΟΣ, ΔΔΔ.]

 

ΑΝΑΦOΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡO 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

             

                          S. A.

Αιτητής

                          Και

 

Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπουργείου Εσωτερικών

                                                      Καθ' ου η Αίτηση

 

......... 

 

Κασσάνδρα Κουππαρή, Δικηγόρος για Αιτητή

Νικόλας Ιερωνυμίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.

                                               

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Φ. Καμένος, ΔΔΔ.: Με την παρούσα προσφυγή ο Αιτητής αξιώνει:

 

«Α. Δήλωση καύή Απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου ότι ή αρνητική απάντηση του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, του Υπουργείου Εσωτερικών της Κυπριακής Δημοκρατίας ημερομηνίας 15.10.2019 στην αίτηση και/ή επιστολή, η οποία υποβλήθηκε κατά η περί τις 30.03.2015 είναι παράνομη και/ή αντίθετη με το Σύνταγμα και/ή με τις Ευρωπαϊκές Οδηγίες και/ή Κανονισμούς και/ή την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων.

 

B. Ακύρωση της απόφασης των Καθ’ ων η αίτηση, ημερομηνίας 15.10.2019, για απόρριψη της επιστολής και/ή αίτησης της αιτήτριας, η οποία υποβλήθηκε κατά η περί τις 30.03.2015, δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος».

 

 

Τα γεγονότα, ως προκύπτουν από τα δικόγραφα και διοικητικούς φακέλους είναι τα ακόλουθα:

 

Ο Αιτητής είναι υπήκοος Ιράν και αφίχθη στην ηλικία των 7 ετών για πρώτη φορά στη Δημοκρατία στις 28.02.2001 μαζί με την οικογένεια του. Όλη η οικογένεια υπέβαλε αίτηση ασύλου μέσω των Ηνωμένων Εθνών και τους παραχωρήθηκε άδεια διαμονής μέχρι την ολοκλήρωση εξέτασης της αίτησης ασύλου τους.

 

Στις 29.10.2003, τα Ηνωμένα Έθνη ενέκριναν το αίτημα ασύλου ενημερώνοντας την οικογένεια του Αιτητή ότι είχαν όλα τα μέλη της οικογένειας αναγνωριστεί ως πρόσφυγες. Έκτοτε και μέχρι σήμερα, ο Αιτητής ανανεώνει την παραμονή του στη Δημοκρατία με το εν λόγω καθεστώς πρόσφυγα.

 

Στις 30.03.2015, ο Αιτητής υπέβαλε αίτηση Μ127 για απόκτηση Κυπριακής υπηκοότητας με πολιτογράφηση. Η αίτηση του Αιτητή εξετάστηκε, αφού λήφθηκαν υπόψη όλες οι απόψεις των εμπλεκομένων μερών, προσωπική συνέντευξη, καθώς και τα τυπικά προσόντα παραμονής. Στο πλαίσιο της συλλογής απόψεων και πληροφοριών από τις αρμόδιες υπηρεσίες, διαπιστώθηκε ότι υπήρχαν πληροφορίες από την Αστυνομία ότι ο Αιτητής απασχόλησε την υπηρεσία σε διάφορες ποινικές υποθέσεις, εκ των οποίων, ως προκύπτει από σχετική επιστολή της Αστυνομίας ημερομηνίας 25.10.2018 (Παράρτημα 20 σε ένσταση), η μία, δεν είχε ακόμη αποκατασταθεί κατά τη διάρκεια εξέτασης της αίτησής του.

 

Η αίτηση του Αιτητή απορρίφθηκε από τον Υπουργό Εσωτερικών επειδή δεν πληρούσε την προϋπόθεση 1 (γ) του Τρίτου Πίνακα του άρθρου 111 του Περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου 141 (1)/2002 (ως είχε τότε), δηλαδή δεν διαπιστώθηκε ότι είναι άτομο καλού χαρακτήρα και ο Αιτητής ενημερώθηκε με επιστολή στις 15.10.2019, πράξη την οποία προσβάλει με την παρούσα προσφυγή.

 

Εισαγωγικά αναφέρω ότι με τα δύο αιτητικά της προσφυγής προσβάλλεται η ίδια πράξη του Καθ’ ου η αίτηση στη βάση διαφορετικών νομικών βάσεων, πρακτική που ορθό είναι να αποφεύγεται (βλ. Προσ. Αρ. 640/2017 TΗUY ν Δημοκρατίας απόφαση ημερομηνίας 31.8.2017).

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος του Αιτητή εγείρει διάφορους λόγους ακύρωσης της προσβαλλόμενης πράξης. Με την αγόρευσή της θέτει καταρχάς, ως προδικαστική ένσταση ότι παρήλθε ο χρόνος που προβλέπει το άρθρο 36 του Ν. 158(Ι)/1999 θεωρώντας ότι υπήρξε παράλειψη του Καθ’ ου η αίτηση να απαντήσει στο αίτημα του Αιτητή. Ως λόγους ακύρωσης προωθεί ότι η αίτηση του Αιτητή έπρεπε να εγκριθεί καθότι πληρούσε τις προϋποθέσεις του άρθρου 111 και Τρίτου Πίνακα του Περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου του 2002 (Ν. 141(I)/2002) (εφεξής ο «Νόμος»), ως είχε τότε, καθώς και ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι προϊόν κατάχρησης και/ή υπέρβασης εξουσίας, πλημμελούς έρευνας και πλάνης, και μη καλόπιστης άσκησης διακριτικής ευχέρειας και κατά παράβαση του δικαιώματος ακρόασης του Αιτητή.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του Καθ’ ου η αίτηση, υπεραμύνεται της νομιμότητας της προσβαλλόμενης πράξης, υποβάλλοντας, ότι όσοι λόγοι ακύρωσης προωθεί ο Αιτητής και δεν δικογραφούνται στην αίτηση ακυρώσεως, κατά παράβαση του Κανονισμού 7 του περί του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, δεν πρέπει να εξεταστούν. Πέραν τούτου, υποστηρίζει ότι η προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί, καθότι η ευρεία διακριτική εξουσία του Υπουργού Εσωτερικών για χορήγηση πιστοποιητικού πολιτογράφησης, ασκήθηκε νόμιμα, καλόπιστα και μετά από δέουσα έρευνα επί όλων όσων μπορούσαν να ληφθούν υπόψη, υπό τις περιστάσεις.

 

Καταρχάς, όπως ορθά υποδεικνύει ο συνήγορος του Καθ’ ου η αίτηση, είναι απαράδεκτη δικονομικά η θέση, υπό τύπο προδικαστικής ένστασης εκ μέρους του Αιτητή, της ισχυριζόμενης παράβασης του άρθρου 36 του Ν. 158(Ι)/1999. Νοείται, με δικονομικούς πάντα όρους, έγερση προδικαστικής ένστασης προς αντίκρουση και όχι προς προώθηση της αίτησης ακύρωσης.

 

Στο δε μέτρο που η επιχειρηματολογία αναπτύσσεται ουσιαστικά ως λόγος ακύρωσης, αυτός είναι απορριπτέος καθότι εμφανώς (και αυτό προκύπτει και από το Αιτητικό της προσφυγής), η απόφαση επί της αίτησης του Αιτητή έχει ληφθεί και είναι η προσβαλλόμενη με την παρούσα προσφυγή. Ως εκ τούτου δεν είναι αντιληπτή η έγερση ισχυρισμού περί ύπαρξης παράλειψης έκδοσης απόφασης επί του αιτήματος του Αιτητή, τη στιγμή που ακριβώς με την παρούσα προσφυγή προσβάλλεται η περί αυτού απόφαση και όχι οποιαδήποτε παράλειψη.

 

Σημειώνω εξάλλου ότι η παραπομπή σε νομολογία αναφορικά με την εφαρμογή των άρθρων  9-10 του Ν. 158(Ι)/1999 δεν προσφέρει καθοδήγηση στην παρούσα καθότι ο Αιτητής εδώ δεν επικαλείται ότι εντός του χρόνου εξέτασης της αίτησής του το νομοθετικό καθεστώς τροποποιήθηκε με αποτέλεσμα να υποστεί δυσμένεια, η οποία δεν θα είχε σημειωθεί αν λαμβανόταν υπόψη το ισχύον κατά το τέλος του «ευλόγου χρόνου» εξέτασης της αίτησης του Αιτητή νομοθετικό καθεστώς. 

 

Περαιτέρω βέβαια συμφωνώ με τη διατυπωθείσα θέση του δικηγόρου του Καθ’ ου η αίτηση ότι δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη μη δικογραφηθέντες στην Αίτηση Ακυρώσεως ισχυρισμοί. Τέτοιος είναι και ο ισχυρισμός περί εσφαλμένης εφαρμογής του περί Αποκαταστάσεως Καταδικασθέντων Νόμου του 1981 (Ν. 70/1981), ο οποίος αναπτύσσεται όχι ευθέως ως αυτοτελής λόγος ακύρωσης αλλά στα πλαίσια ανάπτυξης της πιο πάνω αναφερόμενης «προδικαστικής ένστασης» του Αιτητή αναφορικά με ισχυριζόμενη πλημμελή λήψη υπόψη όσων εκ των καταδικών του Αιτητή, αποκαταστάθηκαν. Εμφανώς, δεν έχει δεόντως δικογραφηθεί στην Αίτηση Ακυρώσεως παράβαση των άρθρων του νόμου αυτού και συνεπώς δεν μπορεί να εξεταστεί από το παρόν Δικαστήριο. Σχετικές επί του θέματος είναι οι αποφάσεις Latomia Estate Ltd κ.α ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 3 ΑΑΔ 672, Σταύρος Μαραγκός ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 671 και Αναθ. Έφ. 156/2012 Mustafa Haghilo v. Δημοκρατίας ημερομηνίας 27.02.2018.

 

Περνώντας τώρα στους αναπτυχθέντες λόγους ακύρωσης, σημειώνω τα ακόλουθα:

 

Είναι καλά θεμελιωμένη Νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου και έχει με ευλάβεια ακολουθηθεί από το Διοικητικό Δικαστήριο ότι η παραχώρηση πολιτογράφησης εμπίπτει στην ευρεία διακριτική ευχέρεια του Υπουργού και το Δικαστήριο δύσκολα επεμβαίνει όταν η διακριτική ευχέρεια ασκείται καλόπιστα, η δε υποκειμενική εκτίμηση των γεγονότων από τη Διοίκηση δεν υπόκειται στον έλεγχο του Δικαστηρίου. Το Δικαστήριο μπορεί να επέμβει μόνο αν, λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία στο σύνολό τους, θεωρεί ότι τα συμπεράσματα της Διοίκησης δεν είναι εύλογα, ή είναι αποτέλεσμα πλάνης περί τα πράγματα ή το Νόμο, ή λήφθηκαν χωρίς τη δέουσα έρευνα. (Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 74/2008 Νabil Mohamed Adel Fattah Amer v. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 66).

 

Στη απόφαση στην Αναθ. Έφεση Αρ. 181/12 Reyes ν. Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Λειτουργού Μετανάστευσης Υπουργείο Εσωτερικών ημερ. 24.10.2018, το Ανώτατο Δικαστήριο ανέφερε (η υπογράμμιση και έμφαση είναι του Δικαστηρίου):

 

«Η ύπαρξη των τυπικών κριτηρίων, δεν οδηγεί βεβαίως αυτομάτως και άνευ ετέρου σε έγκριση.  Εκτός από τη βούληση του ατόμου, η οποία εκφράζεται με την υποβολή αίτησης, απαιτούμενο στοιχείο είναι και η έκφραση κυρίαρχης βούλησης της πολιτείας που δύναται να προσδώσει την ιθαγένεια.   Συνεπώς, δεν επαρκεί μόνο η συνδρομή των τυπικών προϋποθέσεων του Νόμου, όπως αναλύονται στον Τρίτο Πίνακα του Νόμου.  Επιβάλλεται, για την άσκηση της ευρείας διακριτικής ευχέρειας του Υπουργού, να διερευνηθούν και άλλοι παράγοντες, όπως η δυνατότητα ενσωμάτωσης του αιτητή στο Κυπριακό περιβάλλον, η ειλικρινής επιθυμία του να καταστεί Κύπριος πολίτης, λαμβανομένου υπόψη ότι επέδειξε καλή διαγωγή, ότι έμαθε και ομιλεί ικανοποιητικά την Ελληνική γλώσσα, τις γνώσεις του για τον Κυπριακό πολιτισμό, τα ήθη και τα έθιμα και γενικά τη συμμετοχή του στον ντόπιο τρόπο ζωής, βλ. Δίκαιο Ιθαγένειας, Ζωή Παπασιώπη Πασιά, 7η έκδοση, σελ. 124-126.  Τα ως άνω δε στοιχεία, εκτιμούνται ελευθέρως με στάθμιση των γενικότερων συμφερόντων του κράτους και σε συνάρτηση με τα τυχόν δημογραφικά, οικονομικά και εθνικά προβλήματα.  Εντός του εν λόγω πλαισίου, εντάσσεται και φυσικά δεν αναιρείται, η υποχρέωση καλόπιστης εξέτασης του αιτήματος και διεξαγωγή δέουσας έρευνας.

 

Ο Αιτητής δέχεται[1] ότι καταδικάσθηκε σε ποινικές υποθέσεις από τις οποίες η μία δεν είχε αποκατασταθεί κατά τον χρόνο εξέτασης της αίτησής του. Παραπονείται όμως ότι, κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης ελήφθησαν υπόψη μόνο οι ποινικές του καταδίκες προκειμένου η Διοίκηση να καταλήξει στο συμπέρασμά της ότι δεν είναι καλού χαρακτήρα και όχι άλλα σημαντικά δεδομένα, όπως ότι οι γονείς και αδελφός του έχουν ήδη πολιτογραφηθεί, ότι μεγάλωσε στην Δημοκρατία και μιλά άπταιστα την ελληνική, ότι κατά τους χρόνους που υπέπεσε στα αδικήματα είχε δυσμενή ψυχολογική κατάσταση λόγω θανάτου οικείου του προσώπου και ότι θα βοηθά τους γονείς του (οι οποίοι είναι λήπτες Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος) και ιδίως τον πατέρα του ο οποίος, κατά τον ισχυρισμό, πάσχει από αναπηρία.

 

Με αναδρομή στα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, δεν διαπιστώνω ότι η επίδικη απόφαση ήταν, υπό τις περιστάσεις, εσφαλμένη.

 

Καταρχάς, τα όσα η ευπαίδευτη συνήγορος αναφέρει ανωτέρω ότι δεν λήφθησαν υπόψη από τους Καθ’ ων η αίτηση, δεν μπορεί να διαπιστωθεί κατά ποίον τρόπο είναι αποδεικτικά του καλού χαρακτήρα του Αιτητή και εσφαλμένα αγνοήθηκαν  από τον Καθ’ ου η αίτηση. Δεν εξηγείται δηλαδή, ούτε όμως εξάγεται κατά κοινή λογική, πως η έγκριση του αιτήματος πολιτογράφησης των γονέων ή αδελφού του ή το ότι ο Αιτητής ομιλεί άπταιστα την Ελληνική μπορεί να είναι αποδεικτικά του καλού του χαρακτήρα.

 

Αντιθέτως, θεωρώ ότι η επιστολή της αστυνομίας (Παράρτημα 20 σε Ένσταση), η οποία καταγράφει τις ποινικές καταδίκες (και όχι απλά κατηγορίες, ως τις αναφέρει η ευπαίδευτη δικηγόρος του Αιτητή σε άλλο σημείο της Αγόρευσής της[2]), είναι αξιολογητέο στοιχείο του διοικητικού φακέλου, το οποίο νόμιμα και λογικά ο Καθ’ ου η αίτηση έλαβε υπόψη για την απόφασή του ως προς το κριτήριο του καλού χαρακτήρα του Αιτητή.

 

Χωρίς να αλλοιώνεται το ήδη διατυπωμένο εύρημα μου ως προς τη μη δέουσα δικογράφηση του Ν. 70/1981, είναι αναγκαίο εδώ να σημειώσω παρενθετικά ότι δεν διαλανθάνει της προσοχής μου το γεγονός ότι οι ποινικές καταδίκες του Αιτητή αφορούσαν αδικήματα, τα οποία εκ της σχετικά «ελαφράς»[3] φύσεως τους, προφανώς είναι υποκείμενα σε (αυτοδίκαια εκ του νόμου) αποκατάσταση σε συγκεκριμένους χρόνους δυνάμει του σχετικού Πίνακα του Ν. 70/1981. Παρ’ όλα αυτά, κατά την κρίση μου, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η Διοίκηση έσφαλλε λαμβάνοντας υπόψη ένα σχετικά «ελαφράς» φύσεως αδίκημα ως κριτήριο του χαρακτήρα του Αιτητή (ή οποιουδήποτε αιτητή) καθότι αυτό, δηλαδή η διαφοροποίηση αναλόγως βαρύτητας του αδικήματος, θα προσέθετε, θεωρώ, διατύπωση στον Νόμο και περιορισμό στη διακριτική ευχέρεια της, που ο Νομοθέτης εν τη σοφία του, δεν έθεσε.

 

Ως προς τον λόγο ακυρότητας περί ισχυριζόμενης παράβασης του δικαιώματος ακρόασης του Αιτητή λόγω μη παροχής σε αυτόν της ευκαιρίας να εξηγήσει τις συνθήκες τέλεσης των αδικημάτων, η Νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, έχει ήδη αποφανθεί ότι η εν λόγω διαδικασία, κατά την οποία ο αιτούμενος υποβάλλει προς τη Διοίκηση τα υποστηρικτικά της αίτησής του έγγραφα, δεν είναι εκείνης της μορφής που προβλέπεται παροχή δικαιώματος ακρόασης. Σχετικές εν προκειμένω είναι οι αποφάσεις στις Παπακόκκινου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 510, Joudine κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 500, Υπ. Αρ. 120/2007 Ahmad Saeed ν. Κυπριακής Δημοκρατίας κ.α, 14.05.2009, Υπ. Αρ. 1640/2010 Bekir Inge ν. Κυπριακής Δημοκρατίας ημερ. 26/9/2013 (βλ. ιδίως την Υπ. Αρ. 1493/2006, Εdu Ayotunde Α. κ.α ν. Κυπριακής Δημοκρατίας ημερ. 07.10.2008, όπου τα γεγονότα και νομικοί ισχυρισμοί παρουσιάζουν σημαντική αναλογία με την παρούσα).

 

Δεδομένων όσων ανέφερα πιο πάνω, τα οποία απαντούν και στους υπόλοιπους ισχυρισμούς του Αιτητή, από τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν ενώπιόν μου, δε διαπιστώνω η προσβαλλόμενη πράξη να είναι προϊόν κατάχρησης ή υπέρβασης εξουσίας ή πλημμελούς έρευνας και πλάνης, ούτε ότι ο Καθ’ ου η αίτηση άσκησε με οποιονδήποτε τρόπο κακόπιστα το καθήκον του κατά την εξέταση της Αίτησης του Αιτητή.

 

Ως εκ των ανωτέρω, δεν εντοπίζω πλημμέλεια στην προσβαλλόμενη απόφαση. Η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται δυνάμει του Άρθρου 146(4)(α) του Συντάγματος. Τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ των Καθ΄ ων η αίτηση και εναντίον του Αιτητή ως θα υπολογιστούν από το Πρωτοκολλητείο και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Φ. Καμένος, ΔΔΔ

 



[1]Βλ μεταξύ άλλων, Νομικό σημείο 12 και Σημείο 4 Γεγονότων σε Αίτηση Ακυρώσεως, Σημείο 4 Γεγονότων σε σελ 2 Αγόρευσης Αιτητή,  Σελ. 4,5,8 Αγόρευσης Αιτητή.

[2] Σελ. 14 Αγόρευσης, όπου αναφέρεται «Ακόμη και αν ευσταθούν οι ποινικές κατηγορίες εναντίον του αιτητή(..)»

[3] Ο χαρακτηρισμός αυτός δεν τίθεται προς δικαιολόγηση οποιασδήποτε παράνομης συμπεριφοράς, αλλά έχοντας υπόψη την «ιεράρχηση» που η πολιτεία έχει επιλέξει επ’ αυτών μέσω της ποινικής και άλλης συναφούς νομοθεσίας περιλαμβανομένου βέβαια του Ν. 70/1981 .


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο