ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

(Υπόθεση Αρ. 1756/2023)

 

2 Φεβρουαρίου 2024

 

[Ε. ΜΙΧΑΗΛ, ΔΔΔ]

 

Μεταξύ

Π. Ν.

Σ. Σ.

Αιτητών

ΚΑΙ

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1.   ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ

2.   ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΜΕΡΙΜΝΗΣ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΣ ΕΚΤΟΠΙΣΘΕΝΤΩΝ

Καθ’ ων η Αίτηση

…………………………

Οι αιτητές εμφανίζονται προσωπικά.

Νικολέττα Νικολάου (κα) για Γενικό Εισαγγελέα, για τους καθ’ ων η αίτηση.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

          ΜΙΧΑΗΛ, ΔΔΔ: Η προσφυγή των αιτητών στρέφεται κατά της απόφασης των καθ’ ων η αίτηση της οποίας έλαβαν γνώση με επιστολή ημερομηνίας 23.8.2023 με την οποία απορρίφθηκε η ιεραρχική προσφυγή που άσκησαν οι αιτητές κατά της απόφασης της επιτροπής στεγαστικής βοήθειας ημερομηνίας 22.3.2023 με την οποία αποφασίστηκε η καταβολή στεγαστικής βοήθειας στους αιτητές σε ποσοστό 50%.

Η αιτήτρια 1 υπέβαλε στις 29.11.2021 στην καθ’ ης η αίτηση 2 αίτηση για παραχώρηση στεγαστικής βοήθειας για την αγορά διαμερίσματος. Η καθ’ ης η αίτηση 2 σε συνεδρία ημερομηνίας 22.3.2023 αποφάσισε όπως εγκρίνει την καταβολή χορηγίας μειωμένης κατά 50% επικαλούμενη τα κριτήρια ως αποφασίστηκαν από το Υπουργικό Συμβούλιο στις 3.7.2019. Οι αιτητές έλαβαν γνώση της απόφασης με επιστολή ημερομηνίας 28.4.2023. Στις 13.6.2023 οι αιτητές άσκησαν ιεραρχική προσφυγή στον καθ’ ου η αίτηση 1 ο οποίος αφού την εξέτασε αποφάσισε την απόρριψή της. Οι αιτητές ενημερώθηκαν με επιστολή ημερομηνίας 7.8.2023.

Οι λόγοι ακύρωσης που προβάλλουν οι αιτητές συνοψίζονται σε αναρμοδιότητα του οργάνου που έλαβε την προσβαλλόμενη απόφαση, μη άσκηση αρμοδιότητας εντός εύλογου χρόνου και παραβίαση της χρηστής διοίκησης και της ορθής άσκησης διακριτικής εξουσίας.

Το Άρθρο 13 του περί Παροχής Στεγαστικής Βοήθειας σε Εκτοπισθέντες, Παθόντες και Άλλα πρόσωπα Νόμος, Ν. 46(Ι)/2005 (στο εξής ο «Νόμος»), προνοεί:

«13.(1)  Οποιοδήποτε πρόσωπο μπορεί να υποβάλει ιεραρχική προσφυγή στον Υπουργό εναντίον οποιασδήποτε απόφασης της Επιτροπής που το αφορά ή το επηρεάζει άμεσα το εν λόγω πρόσωπο.  Η ιεραρχική προσφυγή υποβάλλεται το αργότερο μέσα σε τριάντα μέρες από την ημερομηνία της κοινοποίησης στον ενδιαφερόμενο της απόφασης της Επιτροπής.

(2)  Ο Υπουργός εξετάζει την πιο πάνω ιεραρχική προσφυγή και αποφασίζει, το αργότερο σε ενενήντα μέρες από την υποβολή της, κατά πόσο αυτή θα γίνει δεκτή ή θα απορριφθεί ή κατά πόσο η απόφαση της Επιτροπής, εναντίον της οποίας υποβλήθηκε η ιεραρχική προσφυγή, θα πρέπει και σε ποιο βαθμό να τροποποιηθεί.

(3)  Οποιαδήποτε απόφαση του Υπουργού με βάση το παρόν άρθρο δεν μπορεί να ληφθεί κατά παράβαση των κριτηρίων, προϋποθέσεων  ή όρων παροχής στεγαστικής βοήθειας, όπως αυτά τίθενται από το Υπουργικό Συμβούλιο.»

Οι αιτητές εισηγούνται ότι επειδή την επιστολή ημερομηνίας 7.8.2023 με την οποία ενημερώνονται οι αιτητές για το αποτέλεσμα της ιεραρχικής προσφυγής που άσκησαν υπογράφει πρόσωπο «για Γενικό Διευθυντή Υπουργείου Εσωτερικών», η απόφαση λήφθηκε αναρμόδια.

Η εισήγηση αυτή δεν ευσταθεί. Όπως καταγράφεται στην εν λόγω επιστολή οι αιτητές πληροφορούνται ότι «ο Υπουργός Εσωτερικών εξέτασε την προσφυγή και [...] αποφάσισε την απόρριψη». Η αναφορά αυτή υποστηρίζεται και από άλλα έγγραφα. Συγκεκριμένα, ως Παράρτημα 7 στην ένσταση των καθ’ ων η αίτηση στον διοικητικό φάκελο που κατατέθηκε ως Τεκμήριο 1 εντοπίζεται σημείωμα ημερομηνίας 17.7.2023 που απευθύνεται στον Υπουργό στο οποίο καταγράφεται το ιστορικό και καταλήγει σε εισήγηση για απόρριψη της ιεραρχικής προσφυγής. Σε εσωτερικό σημείωμα ημερομηνίας 25.7.2023 που επισυνάπτεται ως Παράρτημα 8 καταγράφεται χειρόγραφα η πρόταση «Εγκρίνονται οι εισηγήσεις σας» και υπογράφεται με ημερομηνία 31/7 και επισυνάπτεται έγγραφο με τίτλο «Οδηγία» και ημερομηνία 31.7.2023 που αποστέλνεται από το «Γραφείο Υπουργού ΥΠΕΣ» προς διάφορους υπηρεσιακούς αποδέκτες και την αναφορά «Συμφωνώ με την εισήγηση για απόρριψη». Στα φύλλα αρχειοθέτησης του διοικητικού φακέλου που κατατέθηκε ως Τεκμήριο 1 σημειώνονται  ως ερυθρά 118-117 τα δύο αυτά έγγραφα υπό τον τίτλο «Σημείωμα / Απόρριψη Υπουργού».

Προκύπτει, επομένως, ότι ο Υπουργός δεόντως εξέτασε και έλαβε τη σχετική απόφαση, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Το γεγονός ότι η επιστολή με την οποία ενημερώθηκαν οι αιτητές δεν απεστάλη από τον Υπουργό αλλά μέσω του Γενικού Διευθυντή, ουδόλως επηρεάζει τη νομιμότητα της απόφασης αλλά ούτε και απαιτείται ή αναμένεται η αλληλογραφία να διεκπεραιώνεται προσωπικά από τον Υπουργό.

Ως προς τον λόγο ακύρωσης που εισηγούνται οι αιτητές για μη άσκηση αρμοδιότητας της καθ’ ης η αίτηση 2 εντός εύλογου χρόνου, σχετικές είναι οι πρόνοιες του Άρθρου 9(4) του Νόμου που προνοεί ότι:

«Η Επιτροπή αποφασίζει επί της πιο πάνω αιτήσεως εντός χρονικού διαστήματος έξι (6) μηνών από την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης στην Υπηρεσία.»

Ο λόγος αυτός τέθηκε από τους αιτητές και στην ιεραρχική προσφυγή που άσκησαν και οδήγησε στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης. Είναι γεγονός ότι η καθ’ ης η αίτηση 2 έλαβε απόφαση επί της αίτησης δεκαέξι μήνες μετά την υποβολή της αίτησης δηλαδή, εκτός του χρονικού πλαισίου που θέτει ο Νόμος. Στο σημείωμα ημερομηνίας 17.7.2023 που απευθύνεται στον καθ’ ου η αίτηση 1 καταγράφεται το εξής σχετικό:

«-ο ισχυρισμός περί καθυστέρησης της ΥΜΑΠΕ να εξετάσει την αίτηση της, εντός του προβλεπόμενου χρονικού περιθωρίου των 6 μηνών (ως αναφέρεται στη σχετική Νομοθεσία), σημειώνεται ότι παρόλο που γίνεται αποδεκτός, εντούτοις η καθυστέρηση αυτή δεν επηρέασε με οποιοδήποτε τρόπο την έκβασή του αιτήματος.»

Ο καθ’ ου η αίτηση 1, όπως έχει ήδη αναφερθεί, συμφώνησε με τις εισηγήσεις που περιλαμβάνονται στο εν λόγω σημείωμα.

Στη γραπτή τους αγόρευση οι καθ’ ων η αίτηση σε απάντηση του συγκεκριμένου λόγου ακύρωσης εισηγούνται ότι προβάλλεται αλυσιτελώς διότι ακόμα και εάν επιτύχει, δεν θα ωφεληθούν. Παραπέμπουν, επίσης, στην απόφαση Χατζηθωμά ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 128/2015, 25.5.2018 στην οποία το Δικαστήριο ανέλυσε την έννοια του εύλογου χρόνου διότι στον Νόμο δεν περιλαμβανόταν χρονικό διάστημα εντός του οποίου θα έπρεπε να εξετάζονται οι αιτήσεις.

Η απόφαση στην οποία παραπέμπουν δεν τυγχάνει εφαρμογής διότι μετά την έκδοσή της και συγκεκριμένα στις 25.11.2022 με τον Τροποποιητικό Νόμο 179(Ι)/2022 εισάχθηκε το νέο Άρθρο 9 στο οποίο προνοείται πλέον χρονική προθεσμία. Ως προς την εισήγηση περί αλυσιτέλειας, το Δικαστήριο προβαίνει σε έλεγχο νομιμότητας. Δηλαδή, εάν η διοίκηση ενήργησε σε αντίθεση με πρόνοια νόμου ή κατά παράβαση αρχών του διοικητικού δικαίου, τότε η απόφαση οδηγείται σε ακύρωση. Δεν υπεισέρχεται το Δικαστήριο σε διερεύνηση του τί θα ήταν το αποτέλεσμα εάν υπήρχε συμμόρφωση με τον Νόμο διότι τότε θα ήταν ωσάν να υποκαθιστούσε τη διοίκηση. Είναι έργο της διοίκησης η λήψη απόφασης και όχι του Δικαστηρίου.

Συμπληρωματικά στο πιο πάνω, η προσέγγιση της διοίκησης ως προς το θέμα της τήρησης της χρονικής προθεσμίας που θέτει ο Νόμος και πώς αυτό δεν θα επηρέαζε την τελική τους απόφαση και επομένως όποτε και να ληφθεί απόφαση πρέπει αυτό να γίνεται αποδεκτό, είναι μονόπλευρη και δεν λαμβάνει καθόλου υπόψη ότι η εν λόγω προθεσμία μπορεί να τίθεται διότι επηρεάζει, για παράδειγμα, τον οικονομικό προγραμματισμό κάποιου αιτητή. Συνεπώς, εφόσον ο Νόμος το απαιτεί, η διοίκηση οφείλει να συμμορφώνεται.

Στη βάση των πιο πάνω καταλήγω ότι η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται. Επιδικάζονται έξοδα υπέρ των αιτητών και εναντίον των καθ’ ων η αίτηση ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Ε. ΜΙΧΑΗΛ, ΔΔΔ

 

 

  

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο