ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                                                       

(Υπόθεση Αρ. 206/2020)

 

6 Φεβρουαρίου 2024

[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

                                               D. D.

                                                                             Αιτήτρια

                                                  ΚΑΙ

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ/Η ΜΕΣΩ

1.   ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΕΩΣ

2.   ΤΜΗΜΑ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ

3.   ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ

 

Καθ’ ων  η Αίτηση

 

Κ. Κουπαρή (κα), για Δρ. Χρίστο Π. Χριστοδουλίδη, για Αιτήτρια

Μ. Δρυμιώτου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α’, για Καθ’ ων η Αίτηση

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Με την υπό εξέταση προσφυγή, η αιτήτρια αξιώνει-

 

«Α. Δήλωση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η απόφαση άρνησης εισόδου της Αιτήτριας στην Κύπρο των Καθ’ ων η αίτηση ημερομηνίας 19/02/2020 την οποία παρέλαβε στις 19/02/2020 (Παράρτημα A) ειδοποιώντας την Αιτήτρια ότι παρόλο που έχει στην κατοχή της βίζα δεν θα της επιτραπεί η είσοδος στην Κύπρο για τον λόγο ότι δεν έχει έγγραφα να δεικνύουν τον σκοπό της διαμονής της στην Κύπρο και δεν έχει πόρους συντήρησης κατά την διαμονή της στην Κύπρο η οποία κρατείτε [sic] παράνομα κλειστή σε δωμάτιο στο αεροδρόμιο Λάρνακας είναι άκυρη, αντισυνταγματικά, παράνομη και στερείται κάθε νόμιμου αποτελέσματος, παράνομη αντίκεινται [sic] προς την καλή πίστη που πρέπει να διέπει τις αποφάσεις της διοίκησης, είναι αντίθετα [sic] προς την Νομολογία, αντίκεινται [sic] προς τις αρχές της χρηστής διοίκησης και εκδόθηκε χωρίς την δέουσα έρευνα.

 

B. Δήλωση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η απόφαση άρνησης εισόδου της Αιτήτριας στην Κύπρο των Καθ’ ων η αίτηση ημερομηνίας 19/02/2020 την οποία παρέλαβε στις 19/02/2020 (Παράρτημα A) ειδοποιώντας την Αιτήτρια ότι παρόλο που έχει στην κατοχή της βίζα δεν θα της επιτραπεί η είσοδος στην Κύπρο για τον λόγο ότι δεν έχει έγγραφα να δεικνύουν τον σκοπό της διαμονής της στην Κύπρο και δεν έχει πόρους συντήρησης κατά την διαμονή της στην Κύπρο η οποία κρατείτε [sic] παράνομα κλειστή σε δωμάτιο στο αεροδρόμιο Λάρνακας εκδόθηκαν με κατάχρηση εξουσίας, κατά παράβαση ουσιώδεις [sic] τύπου και κατά παράβαση του Κεφ. 105, νόμο 7(Ι)/2007, ΕΣΔΑ και του Συντάγματος.».

 

Η αιτήτρια, κάτοχος βιομετρικού διαβατηρίου Ουκρανίας, αφίχθηκε στην Κυπριακή Δημοκρατία στις 19.2.2020 από την Ουκρανία. Κατά το διαβατηριακό έλεγχο, διαπιστώθηκε ότι εντός του διαβατηρίου της υπήρχε «άδεια εργασίας», εκδοθείσα από τις παράνομες «αρχές» του ψευδοκράτους, η οποία είχε λήξει στις 22.12.2019.

 

Ως εκ τούτου, η αιτήτρια οδηγήθηκε για περαιτέρω έλεγχο, από τον  οποίο διαφάνηκε ότι αυτή είχε αφιχθεί αρχικά στην Κύπρο στις 10.5.2018, μέσω του αεροδρομίου Λάρνακας και της παραχωρήθηκε άδεια παραμονής ως επισκέπτριας για 90 ημέρες, δηλαδή μέχρι τις 8.8.2018, ημερομηνία που η αιτήτρια αναχώρησε από την Κύπρο μέσω του ίδιου αεροδρομίου. Διαπιστώθηκε επίσης από τον έλεγχο ότι η αιτήτρια κατείχε το χρηματικό ποσό των €60, ενώ δεν κατείχε εισιτήριο επιστροφής, κατά παράβαση, όπως αναφέρεται στο δικόγραφο της ένστασης, των προϋποθέσεων εισόδου που προβλέπονται στο άρθρο 6 καθώς και στο Παράρτημα I του Κώδικα Συνόρων Σένγκεν, το οποίο περιλαμβάνει τα δικαιολογητικά για την εξακρίβωση της εκπλήρωσης των προϋποθέσεων εισόδου.

 

Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τις σφραγίδες άφιξης/αναχώρησης εντός του διαβατηρίου της αιτήτριας, αυτή αφίχθηκε στην Κύπρο και στις 22.12.2018, μέσω του παράνομου αεροδρομίου Τύμπου, το οποίο  βρίσκεται στις μη ελεγχόμενες από την Δημοκρατία περιοχές, και αναχώρησε στις 7.8.2019, μέσω του ίδιου αεροδρομίου. Στη συνέχεια, η αιτήτρια αφίχθηκε και πάλι στις 27.8.2019, μέσω του παράνομου αεροδρομίου Τύμπου, και αναχώρησε από το αεροδρόμιο της Λάρνακας στις 28.12.2019. Όπως αναφέρεται στο δικόγραφο της ένστασης, από τις εν λόγω αφιξοαναχωρήσεις της αιτήτριας στην Κύπρο, διαπιστώνεται ότι αυτή είχε ξεπεράσει την επιτρεπόμενη από τον νόμο διαμονή της στην Δημοκρατία, ήτοι τις 90 μέρες για κάθε χρονική περίοδο 180 ημερών, κατά παράβαση του άρθρου 6 του Κώδικα Συνόρων Σένγκεν. Αναφέρουν επίσης οι καθ’ ων η αίτηση στην ένστασή τους ότι, από έλεγχο που έγινε μέσω του συστήματος του Tμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, δεν εντοπίστηκε οποιαδήποτε εγγραφή που να αφορά στην αιτήτρια, «κάτι που εξυπακούει ότι ουδέποτε αποτάθηκε στις νόμιμες Αρχές της Δημοκρατίας για να διευθετήσει τη νόμιμη παραμονής της στην Κύπρο. Αντιθέτως, όπως φαίνεται και στο διαβατήριο της, είχε εξασφαλίσει «άδεια εργασίας» από τις παράνομες αρχές των κατεχομένων για εργασία σε καζίνο με ισχύ από τις 22/12/2018 μέχρι και τις 22/12/2019». Ούτε και κατείχε η αιτήτρια, συνεχίζουν οι καθ’ ων, οποιαδήποτε πρόσκληση φιλοξενούντος, όπως προβλέπεται στο άρθρο 6 και στο Παράρτημα I του Κώδικα Συνόρων Σένγκεν.

 

Ενόψει των πιο πάνω, δεν επετράπη στην αιτήτρια η είσοδος στη Δημοκρατία και τέθηκε αυτή υπό περιορισμό σε ειδικά διαμορφωμένες αίθουσες που βρίσκονται στο Αεροδρόμιο Λάρνακας, εν αναμονή της επιστροφής της στην Ουκρανία με την ίδια πτήση, στις 22.2.2020. Αυτό, σύμφωνα πάντα με την ένσταση των καθ’ ων, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 4 του περί Ευθύνης των Μεταφορέων στη Δημοκρατία και για άλλα Συναφή Θέματα Νόμου (Ν.146(Ι)/2007), ο οποίος προβλέπει ότι ο αερομεταφορέας, ο οποίος μετέφερε αλλοδαπό στη Δημοκρατία, οφείλει, κατόπιν απαίτησης του Διευθυντή, να τον επαναπροωθήσει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση στην τρίτη χώρα, από την οποία τον μετέφερε ή στην τρίτη χώρα που του χορήγησε το Ταξιδιωτικό Έγγραφο, με το οποίο αυτός διακινήθηκε ή σε άλλη τρίτη χώρα στην οποία είναι εξασφαλισμένη η είσοδός του.

 

Στις 21.2.2020, καταχωρήθηκε η υπό εξέταση προσφυγή.

 

Η πλευρά της αιτήτριας προωθεί ισχυρισμούς περί έλλειψης επαρκούς και/ή της δέουσας αιτιολογίας της προσβαλλόμενης πράξης, μη διενέργειας της δέουσας έρευνας, εμφιλοχωρήσασας πλάνης, αλλά και παραβίασης των αρχών της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης.

 

Η πλευρά των καθ’ ων η αίτηση αντιτείνει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε ορθά και νόμιμα, κατόπιν δέουσας έρευνας και κατ’ ορθή ενάσκηση των εξουσιών που τους παρέχει ο Νόμος, είναι δε επαρκώς και/ή δεόντως αιτιολογημένη, δυνάμενη να συμπληρωθεί από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου και ουδεμία πλάνη εμφιλοχώρησε κατά τη λήψη αυτής.

 

Τόσο δια του δικογράφου της ενστάσεως, ως έχει εκτεθεί και πιο πάνω, όσο και δια της γραπτής της αγόρευσης, η ευπαίδευτη συνήγορος για τους καθ’ ων η αίτηση, προκειμένου να στοιχειοθετήσει τη θέση περί νόμιμης και ορθής απόφασης της Διοίκησης, αναφέρεται στα πραγματικά γεγονότα, αλλά και στο οικείο νομοθετικό πλαίσιο, που, ως ισχυρίζεται, αποτέλεσαν τη βάση για τη λήψη της επίδικης απόφασης. Όπως επίσης αναφέρεται στην ένσταση των καθ’ ων η αίτηση, σχετικά με το χώρο περιορισμού μικρής διάρκειας στο Αεροδρόμιο Λάρνακας, με βάση σχετική Σύσταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ημερομηνίας 6.11.2006 (Εγχειρίδιο Σένγκεν - Παράγραφος 6.12), οι συνοριοφύλακες οφείλουν να λαμβάνουν κάθε πρόσφορο μέσο, με βάση τις τοπικές περιστάσεις, προκειμένου να αποτρέπεται η παράνομη είσοδος υπηκόων τρίτων χωρών, στους οποίους έχει απαγορευτεί η είσοδος (π.χ. τα άτομα αυτά πρέπει να περιορίζονται στη ζώνη διέλευσης του εκάστοτε αερολιμένα). Ως εκ τούτου, οι επιβάτες στους οποίους δεν επιτρέπεται η είσοδος στη Δημοκρατία, περιορίζονται σε χώρο περιορισμού μικρής χρονικής διάρκειας στο αεροδρόμιο Λάρνακας, ο οποίος ελέγχεται κατά τακτά διαστήματα από την Επιτροπή του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Πρόληψη των Βασανιστηρίων.

 

Στη βάση των πιο πάνω, καταλήγει η κα Δρυμιώτου, οι καθ’ ων η αίτηση ενήργησαν καθόλα σύννομα και ως αβάσιμοι θα πρέπει να απορριφθούν και οι ισχυρισμοί περί παραβίασης των αρχών της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης.

 

Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση, υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για προώθηση των εκατέρωθεν θέσεων, είτε υπέρ είτε κατά της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Εν πρώτοις, δεν παραγνωρίζω το γεγονός ότι η αιτήτρια πράγματι, όπως προκύπτει και από τα ενώπιον μου τεθέντα στοιχεία, σε δυο περιπτώσεις αφίχθηκε παράνομα στη Δημοκρατία, μέσω του παράνομου αεροδρομίου της Τύμπου.

 

Επιπρόσθετα, είναι καλά γνωστό και παγίως νομολογημένο ότι το ζήτημα της παραχώρησης άδειας εισόδου σε αλλοδαπούς, άπτεται των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας και το ακυρωτικό Δικαστήριο δύσκολα επεμβαίνει στην άσκηση τέτοιας εξουσίας, εφόσον η μόνη υποχρέωση που η Δημοκρατία υπέχει στον τομέα αυτό κατά την άσκηση της διακριτικής της εξουσίας, είναι να ενεργεί με καλή πίστη (Tulin Sabahatin Veysel κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 184/2008, ημερ. 6.7.2010, Boulatnikova v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1082/2005, ημερ. 31.5.2007). Εφόσον τηρείται η αρχή της καλής πίστης, η κρίση της Δημοκρατίας αναγνωρίζεται κατά τα άλλα ως απόλυτη (Reyes v. Δημοκρατίας Α.Ε. 181/2012, ημερ. 24.10.2018, Ήρωα ν. Δημοκρατίας (2005) 3 A.A.Δ. 307). Tο δε τεκμήριο της καλόπιστης άσκησης της διακριτικής ευχέρειας παραμένει έγκυρο, μέχρι απόδειξης του αντιθέτου (Reyes, ανωτέρω, Suleiman v. Republic (1987) 3 C.L.R. 224). 

 

Εν προκειμένω, σύμφωνα με την προσβαλλόμενη απόφαση, ως αυτή περιέχεται στο έντυπο με τίτλο «REFUSAL OF ENTRY AT THE BORDER» (Παράρτημα Α στην αίτηση ακυρώσεως), οι καθ’ ων η αίτηση αρνήθηκαν στην αιτήτρια την είσοδό της στη Δημοκρατία, καθότι δεν είχε τα κατάλληλα έγγραφα που να δικαιολογούν τον σκοπό και τις προϋποθέσεις διαμονής της στη χώρα και, επιπρόσθετα, επειδή δεν είχε επαρκείς πόρους για την περίοδο που θα έμενε στη Δημοκρατία και για την επιστροφή της στη χώρα καταγωγής της. Πιο συγκεκριμένα, στο εν λόγω έντυπο, παρατίθενται 9 περιπτώσεις άρνησης εισόδου (Α μέχρι Ι) και όσον αφορά στην περίπτωση της αιτήτριας, κρίθηκε ότι ίσχυαν οι περιπτώσεις Ε και G, όπου προβλέπεται άρνηση εισόδου όταν το πρόσωπο που αιτείται άδεια εισόδου-

 

«Ε. Has no appropriate documentation justifying the purpose and conditions of stay. The following document(s) could not be provided:….

[…]

G. Does not have sufficient means of substinsense in relation to the period and form of stay or the means to return to the country of origin or transit.».

Τα αμέσως πιο πάνω αποτελούν την αιτιολογία της επίδικης απόφασης. Το δε προαναφερθέν έντυπο, είναι και το μόνο που έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου αναφορικά με τη λήψη της επίδικης απόφασης. Ωστόσο, δεν μπορώ παρά να παρατηρήσω ότι, με δεδομένη την ύπαρξη μόνο του συγκεκριμένου εντύπου, σε συνδυασμό με το περιεχόμενό του και, ελλείψει οποιουδήποτε άλλου, σχετικού με τη λήψη της επίδικης απόφασης, εγγράφου και/ή στοιχείου, εύλογα προκύπτει ζήτημα κενού αιτιολογίας, εφόσον δεν καθίσταται επ’ ουδενί εφικτή η διενέργεια του απαιτούμενου δικαστικού ελέγχου. Πέραν του εν λόγω, εν πολλοίς τυποποιημένου, εγγράφου και της εκεί περιεχόμενης αιτιολόγησης, πουθενά δεν εντοπίζεται οποιοδήποτε έγγραφο (π.χ. εσωτερικό σημείωμα, έκθεση γεγονότων από το αρμόδιο τμήμα), που να στοιχειοθετεί και/ή να καταδεικνύει τις ενέργειες στις οποίες προέβησαν οι καθ’ ων η αίτηση, στο πλαίσιο της διερεύνησης της υπόθεσης, πριν από τη λήψη της επίδικης απόφασης.

 

Βεβαίως, δεν παραγνωρίζω ότι τόσο δια του δικογράφου της ενστάσεως, όσο και δια της γραπτής της αγόρευσης, η συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση αναφέρεται στο σκεπτικό και σε διάφορες διατάξεις, στη βάση των οποίων, ως ισχυρίζεται, λήφθηκε η επίδικη απόφαση. Ωστόσο, τα όσα σχετικά προβάλλει η κα Δρυμιώτου δεν μπορούν να αποτελέσουν επαρκές αιτιολογικό έρεισμα της επίδικης απόφασης, καθότι οι εν λόγω ισχυρισμοί συνιστούν απόπειρα εισαγωγής αιτιολογίας εκ των υστέρων, η οποία βεβαίως και είναι ανεπίτρεπτη. Κατά πάγια νομολογία, η αιτιολογία της διοικητικής πράξης θα πρέπει να δίδεται κατά το χρόνο λήψης και/ή έκδοσης της εν λόγω πράξης από το αρμόδιο διοικητικό όργανο και το περιεχόμενο της γραπτής αγόρευσης του δικηγόρου των καθ’ ων η αίτηση και γενικότερα ισχυρισμοί που προβάλλονται από τους δικηγόρους δεν μπορούν να αποτελέσουν μέρος της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης (Στέφανος Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270, Ελπινίκη Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 4104, Μαρούλλα Αχιλλέως ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 565, Χριστίνα Τσιαντή κ.α. ν. Διευθυντή Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως (2008) 4 Α.Α.Δ. 824). Από κανένα σημείο του επίδικου εντύπου δεν προκύπτει η νομική βάση και τα γεγονότα που στοιχειοθετούν τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Ούτε και με παρέπεμψε η συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση σε οποιοδήποτε σχετικό έγγραφο, είτε της ένστασης είτε του διοικητικού φακέλου, που να υποστηρίζει την επίδικη κατάληξη. Και, βεβαίως, δεν αποτελεί έργο του Δικαστηρίου η συλλογή και πρωτογενής αξιολόγηση των στοιχείων του φακέλου για να κρίνει αν η απόφαση της Διοίκησης είναι επαρκώς αιτιολογημένη, ούτε και η χρήση διάσπαρτων στοιχείων από το διοικητικό φάκελο είναι πανάκεια, προκειμένου να καλυφθεί το κενό αιτιολογίας (Συμεωνίδου κ.α. ν. Δημοκρατία (1997) 3 Α.Α.Δ., 145). Η δε παραπομπή στα στοιχεία του φακέλου, συμπληρωματικών της αιτιολογίας, δεν αποτελεί πανάκεια. Υπάρχει αυτή η δυνατότητα όταν τα στοιχεία αυτά είναι σαφώς και αρρήκτως συνδεδεμένα με τη ληφθείσα απόφαση, έτσι που να μπορεί να λεχθεί ότι βρίσκονται αναπόφευκτα πίσω της. Αν δηλαδή καταδεικνύουν αναμφίβολα και αναντίλεκτα τους λόγους που οδήγησαν στην απόφαση (Vassiliou v. Republic (1982) 3 C.L.R. 220, Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατίας 1929-1959, σελ. 185).

 

Τα πιο πάνω επαναλήφθηκαν στην Κ.A. Preston v. Υπουργείου Εσωτερικών, Ε.Δ.Δ. 189/19, ημερ. 10.12.2020, όπου λέχθηκε ότι δεν συνιστά έργο του Δικαστηρίου η συλλογή και πρωτογενής αξιολόγηση των στοιχείων του φακέλου για να κρίνει αν η απόφαση της Διοίκησης είναι επαρκώς αιτιολογημένη και, κατ’ επέκταση, το αποτέλεσμα δέουσας έρευνας (βλ. και την απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου στην M.S.Q. TRADING LTD ν. Οργανισμός Γεωργικής Ασφάλισης, Υποθ. Αρ. 921/2017, ημερ. 15.4.2021).

 

Παρόμοια ισχύουν και εν προκειμένω και δεδομένα το Δικαστήριο δεν είναι υπόχρεο να ανατρέξει στον διοικητικό φάκελο, xωρίς μάλιστα να έχει γίνει και οποιαδήποτε συγκεκριμένη παραπομπή από τους συνηγόρους των καθ’ ων σε στοιχεία εντός του εν λόγω φακέλου, για να εντοπίσει, τα όποια, διάσπαρτα στοιχεία, προκειμένου να διαπιστώσει την επάρκεια της αιτιολόγησης της επίδικης απόφασης. Κάτι τέτοιο, υπό το φως και της προεκτεθείσας νομολογίας, θα εξέφευγε των ορίων και της ίδιας της φύσης του αναθεωρητικού ελέγχου του Δικαστηρίου τούτου.

 

Εν προκειμένω, από πουθενά δεν προκύπτει το σκεπτικό και/ή ο συλλογισμός των καθ’ ων η αίτηση αναφορικά με την επίδικη κατάληξη, ενώ, επιπρόσθετα, δεν αναφέρεται στην επίδικη απόφαση, βάσει ποιας νομοθεσίας οι καθ’ ων η αίτηση ενήργησαν και τελικά αποφάσισαν όπως απαγορευτεί στην αιτήτρια η είσοδος στη Δημοκρατία. Μάλιστα, διαπιστώνω ότι στο σημείο Ε, όπου απαιτείται όπως παρατίθενται τα έγγραφα που έχουν ζητηθεί από τον εκάστοτε αιτούντα και δεν έχουν παρουσιαστεί, οι καθ’ ων η αίτηση άφησαν κενό το συγκεκριμένο σημείο και δεν αναφέρθηκαν σε κανένα τέτοιο έγγραφο.

 

Συνεπώς, ενόψει των πιο πάνω, η αιτιολόγηση της προσβαλλόμενης απόφασης αναπόφευκτα κρίνεται ελλιπής και πάσχουσα, εφόσον, λόγω της υπό της Διοίκησης έλλειψης οποιασδήποτε αναφοράς σε νομική βάση, αλλά και σε γεγονότα που θα μπορούσαν να υπαχθούν στις σχετικές νομοθετικές διατάξεις, η απόφαση στερείται της αναγκαίας συγκεκριμενοποίησης και δεν δύναται να υπαχθεί στον απαιτούμενο δικαστικό έλεγχο, ως η νομολογία πάγια και διαχρονικά απαιτεί (Στέφανος Φράγκου, ανωτέρω). Αυτές οι ελλείψεις δημιουργούν σφάλμα και, κατ’ επέκταση, κενό αιτιολογίας, που δεν μπορεί να καλυφθεί από την αρχή της καλής πίστης. Όπως λέχθηκε και στην Reyes, ανωτέρω, η εν λόγω αρχή δεν αποτελεί πανάκεια για να καλύψει κάθε κενό. Η αιτιολογία αποτελεί εχέγγυο σύννομης άσκησης της διοίκησης αποκλείοντας την αυθαιρεσία. Σε κάθε δε περίπτωση, οι αρχές του Διοικητικού Δικαίου επιβάλλουν την αιτιολόγηση της ληφθείσας απόφασης.

 

Έχει δε κατ' επανάληψη νομολογηθεί η ανάγκη για σαφή αιτιολόγηση της διοικητικής πράξης, ούτως ώστε να μην αφήνονται αμφιβολίες ως προς το ποιος ήταν ο πραγματικός λόγος που οδήγησε το διοικητικό όργανο στη λήψη της απόφασης (βλ. και άρθρο 28(1) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, Ν.158(Ι)/1999). Θα πρέπει, και σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει εν προκειμένω, να παρατίθενται όχι μόνο οι πραγματικοί, αλλά και οι νομικοί λόγοι που αποτέλεσαν το έρεισμα της διοικητικής απόφασης. Αντίθετα, αιτιολογία που διατυπώνεται κατά τρόπο που να μην προκύπτει πως και στη βάση ποιών νομοθετικών/κανονιστικών διατάξεων διαμορφώθηκε η κρίση της Διοίκησης, είναι αόριστη και ελλιπής, εφόσον το Δικαστήριο δεν έχει στη διάθεσή του συγκεκριμένα στοιχεία επιδεκτικά δικαστικής εκτίμησης και άσκησης δικαστικού ελέγχου (Χρίστος Πετρώνδας ν. Δημοκρατίας (1969) 3 Α.Α.Δ. 214, Παπαγεωργίου ν. Δημοκρατίας (1984) 3 Α.Α.Δ. 1348).

Στην υπό κρίση περίπτωση, απαιτείτο ρητή και σαφής συμπερίληψη στο σώμα της επίδικης απόφασης, των διατάξεων του νόμου ή/και των κανονισμών, στη βάση των οποίων ενήργησαν εν προκειμένω οι καθ' ων η αίτηση και έλαβαν την επίδικη απόφαση, προκειμένου να διαπιστωθεί η ορθή υπαγωγή σε αυτές, των γεγονότων της παρούσας υπόθεσης και να καταστεί αντιληπτό το σκεπτικό και/ή ο συλλογισμός της Διοίκησης, επιτρέποντας ωσαύτως τη διενέργεια του απαιτούμενου δικαστικού ελέγχου.

 

Τα όσα αναφέρονται στο επίδικο έντυπο ημερομηνίας 19.2.2020, δεν ανταποκρίνονται στις πιο πάνω επιταγές περί δέουσας αιτιολογίας, με αποτέλεσμα να παρατηρείται κενό αιτιολόγησης της προσβαλλόμενης πράξης, το οποίο, λαμβανομένων υπόψη και των όσων έχουν προαναφερθεί, ουδόλως μπορεί να συμπληρωθεί από τα ενώπιον μου στοιχεία και δη τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου. Η συμπλήρωση της αιτιολογίας από το διοικητικό φάκελο επιτρέπεται μόνον όταν τα απαιτούμενα στοιχεία προκύπτουν από το φάκελο κατά τρόπο βέβαιο και αναντίλεκτο (Χρίστος Παναγιωτίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 342). Εν προκειμένω, δεν έχει τεθεί ενώπιον μου οποιοδήποτε έγγραφο και/ή στοιχείο, από το οποίο, πράγματι, θα μπορούσε να διαπιστωθεί η συμπλήρωση της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης, αλλά και η διενέργεια της δέουσας έρευνας.

 

Ως εκ των πιο πάνω, διαπιστώνεται κενό αιτιολόγησης της επίδικης απόφασης, που αναπόφευκτα οδηγεί στην ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης.

 

Με τις πιο πάνω διαπιστώσεις, παρέλκει η εξέταση άλλων ζητημάτων που έχουν εγερθεί.

 

Η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται. Επιδικάζονται €1800 έξοδα υπέρ της αιτήτριας και εναντίον των καθ' ων η αίτηση, πλέον Φ.Π.Α., εάν υπάρχει.

 

 

 

                                                                                                    Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο