ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ 

                                                                      Υπόθεση Αρ. 2183/2023 (Κ)

 

                                                  6 Φεβρουαρίου, 2024

 

                                             [Λ. Ν. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ.]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

A. K. B., από τo Ιράν

                                                                                                              Αιτητής,

                             v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

1.   ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, 2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ

                                                                                Καθ' ων η Αίτηση

 

 

Σ. Ζαχαρίου για Π. Μιχαηλίδης & Α. Αντωνίου Δ.Ε.Π.Ε., δικηγόρος για τον Αιτητή.

Θ. Παπανικολάου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, δικηγόρο για τους Καθ' ων η Αίτηση.

  ___________________

 

                                                

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ.: Ο αιτητής με την παρούσα προσφυγή στρέφεται κατά απόφασης ημερομηνίας 20.12.2023, των Καθ’ ων η Αίτηση, η οποία αφορούσε την κήρυξη του ως απαγορευμένου μετανάστη, δυνάμει του άρθρου 6(1) (ζ) και (κ) του Περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, Κεφ. 105, του διατάγματος απέλασης του αιτητή και του διατάγματος κράτησης του μέχρις ότου απελαθεί, με ίδια ημερομηνία, τα οποία διατάγματα εκδόθηκαν ταυτόχρονα στην βάση του άρθρου 14 του περί αλλοδαπών και μετανάστευσης νόμου. Συγκεκριμένα, μέσω της προσφυγής, ζητά:

«Α.    Δήλωση ή/και Απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου με την οποία να κηρύσσεται ως άκυρη, παράνομη, στερημένη έννομου αποτελέσματος, αντισυνταγματική και ότι είναι αποτέλεσμα πλάνης και κακής εφαρμογής του Νόμου, η απόφαση των Καθ’ ων η Αίτηση ημερ. 20/12/2023 με αριθμό φακέλου F08-00793 & F07-04434, η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή στις 22/12/2023 και με την οποία ο Αιτητής κηρύχθηκε παράνομος μετανάστης και/ή με την οποία διατάχθηκε η κράτηση και η απέλαση του και/ή η παραμονή του εκτός της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Β.      Απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου με την οποία να αναγνωρίζει τον Αιτητή ως δικαιούχο προσφυγικού καθεστώτος προστασίας και/ή ως δικαιούχο του πραγματικού και/ή νομικού καθεστώτος και/ή κατάστασης που υπήρχε πριν από την έκδοση της προσβαλλόμενης με την παρούσα πράξης και/ή απόφασης των Καθ’ ων η Αίτηση

 

Ως καταγράφεται στην Ένσταση των Καθ' ων η Αίτηση και προκύπτει από τα έγγραφα του διοικητικού φακέλου, αλλά και του φακέλου ο οποίος περιλαμβάνει έγγραφα τα οποία φέρουν το χαρακτηρισμό «Απόρρητο» και έχουν όλα κατατεθεί στο Δικαστήριο, τα σχετικά με την παρούσα γεγονότα έχουν ως ακολούθως:

 

Ο αιτητής, υπήκοος του Ιράν με ημερομηνία γεννήσεως 12/06/1985, μαζί με τη πρώην σύζυγο του, υπέβαλαν στις 25/10/2007 αίτημα στην Κυπριακή Δημοκρατία για παροχή σ’ αυτούς καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Η αίτηση τους απορρίφθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου στις 11/06/2009 και στις 01/07/2009, αμφότεροι καταχώρησαν διοικητική προσφυγή κατά της απορριπτικής απόφασης στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, η οποία απορρίφθηκε στις 27/05/2011.

 

Στις 01/09/2011, ο αιτητής και η πρώην σύζυγος του, υπέβαλαν αίτηση για επανάνοιγμα του φακέλου τους και επανεξέταση του αιτήματος τους για παραχώρηση διεθνούς προστασίας, με αποτέλεσμα, στις 14/09/2011, η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων να παραχωρήσει στον αιτητή, την πρώην σύζυγο του και την θυγατέρα τους, καθεστώς προσωρινής διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους, για περίοδο έξι μηνών, ήτοι μέχρι τις 14/03/2012. Το καθεστώς προσωρινής διαμονής της οικογένειας, ανανεώθηκε μέχρι και τις 31/12/2014. 

 

Στις 20/01/2015, ο αιτητής εξασφάλισε άδεια προσωρινής διαμονής στην Δημοκρατία, ως εξαρτώμενο πρόσωπο αναγνωρισμένου πρόσφυγα, με ισχύ μέχρι τις 01/07/2017, ενώ στις 10/01/2018 εξασφάλισε άδεια προσωρινής διαμονής στην Δημοκρατία, ως σύζυγος αναγνωρισμένου πρόσφυγα, με ισχύ μέχρι τις 10/01/2021. Εν τέλει, στις 16/06/2021 ο αιτητής εξασφάλισε άδεια προσωρινής διαμονής στην Δημοκρατία, ως αναγνωρισμένος πρόσφυγας, με ισχύ μέχρι τις 16/06/2024.

 

Στις 04/11/2023, ο αιτητής συνελήφθη δυνάμει δικαστικού εντάλματος σύλληψης για σκοπούς διερεύνησης ποινικής υπόθεσης, καθότι υπάρχουν πληροφορίες ότι ο αιτητής δραστηριοποιείται προς όφελος ιρανικών τρομοκρατικών στοιχείων, με σκοπό την πραγματοποίηση εγκληματικής ενέργειας και συγκεκριμένα την δολοφονία ισραηλινών υπηκόων. Σχετικά στοιχεία των υπηρεσιών ασφαλείας της Δημοκρατίας ως διαβιβάστηκαν στη Διευθύντρια του Τ.Α.Π.Μ., έχουν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου κατά το στάδιο των Διευκρινήσεων μέσω της κατάθεσης σχετικών φακέλων όπου περιλαμβάνονται έγγραφα με την ένδειξη «Απόρρητο».

 

Στις 19/11/2023 εκδόθηκαν εναντίον του αιτητή, Διάταγμα Απέλασης δυνάμει του άρθρου 29 του Περί Προσφύγων Νόμου και του άρθρου 14 του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, αλλά και Διάταγμα Κράτησης δυνάμει του άρθρου 14 του περί αλλοδαπών και μετανάστευσης νόμου.

 

Στις 16/11/2023, ο δικηγόρος του αιτητή απέστειλε, σχετική επιστολή προς τον Υπουργό Εσωτερικών και ακολούθως, στις 06/12/2023, ο αιτητής καταχώρησε την υπ’ αριθμόν 2054/2023 Προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο, η οποία στρέφετο κατά των Διαταγμάτων Κράτησης και Απέλασης ημερ. 19/11/2023. Στις 20/12/2023, τα εν λόγω Διατάγματα Κράτησης και Απέλασης ακυρώθηκαν από τους Καθ’ ων η Αίτηση, με αποτέλεσμα η υπ’ αριθμόν 2054/2023 Προσφυγή να απορριφθεί ως αποσυρθείσα στις 2/01/2024.

 

Στις 14/12/2023, το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης αποφάσισε την ακύρωση της άδειας διαμονής του αιτητή και των ταξιδιωτικών εγγράφων που του χορηγήθηκαν στην βάση αναγνώρισης του ως πρόσφυγα.  

 

Στις 15/12/2023, το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης απέστειλε σχετική επιστολή προς τις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας, με σκοπό να παρατεθούν οι απόψεις της Υπηρεσίας αναφορικά με την κράτηση και τον επαναπατρισμό του αιτητή, λαμβανομένου υπόψιν του συμφέροντος του παιδιού του Αιτητή και την οικογενειακή ζωή του.

 

Στις 20/12/2023 οι Καθ΄ων η Αίτηση αποφάσισαν όπως ο αιτητής κηρυχθή παράνομος μετανάστης και διατάχθηκε, εκ νέου, η κράτηση και η απέλαση του. Η απόφαση της διοίκησης κοινοποιήθηκε στον αιτητή στις 22/12/2023 και ακολούθως, στις 29/12/2023, καταχώρησε την παρούσα Προσφυγή.

 

Τα επίδικα διατάγματα, όπως προκύπτει τόσο από το περιεχόμενο τους όσο και από τα έγγραφα που έχουν κατατεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου, εκδόθηκαν από τη Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, βάσει του Κεφ. 105, λόγω του ότι ο αιτητής κατέστη απαγορευμένος μετανάστης, συνεπεία του ότι η προσωπική συμπεριφορά του θεωρήθηκε ότι αποτελεί πραγματική, ενεστώσα και σοβαρή απειλή κατά της ασφάλειας της κοινωνίας και συνακόλουθα απειλή κατά της δημόσιας τάξης και ασφάλειας της Δημοκρατίας για τους λόγους που αναφέρονται. Συγκεκριμένα, στο περιεχόμενο του διατάγματος απέλασης αναγράφεται ότι από μαρτυρία που κατέχουν οι αρμόδιες αρχές του κράτους εναντίον του αιτητή, προκύπτει ότι, υπάρχουν εύλογες υπόνοιες ότι ενέχεται σε υπόθεση που αφορά σε «Συνομωσία προς Διάπραξη Κακουργήματος» κατά παράβαση του άρθρου 371 Κεφ. 154 σε συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση Άρθρο 63 Κεφ. 154 και σε αδικήματα που αφορούν στον περί καταπολέμησης της τρομοκρατίας και προστασίας θυμάτων Νόμων 75(Ι)/2019.  Η αιτιολογία αυτή υποστηρίζεται από το περιεχόμενο των επιστολών της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης οι οποίες φέρουν το χαρακτηρισμό «Απόρρητο» και τις διαπιστώσεις της αρμόδιας υπηρεσίας ασφαλείας του κράτους, βάσει των οποίων οι Καθ’ ων η Αίτηση έκριναν ότι ο αιτητής αποτελεί κίνδυνο για την κυπριακή κοινωνία και την ασφάλεια της Δημοκρατίας.

 

Η Διευθύντρια του Τ.Α.Π.Μ. κατόπιν εξουσιοδότησης από τον Υπουργό Εσωτερικών, δυνάμει του άρθρου 18ΠΣΤ του Κεφ.105, έχει τη διακριτική ευχέρεια να θέσει υπό κράτηση τον αιτητή για τον σκοπό της απομάκρυνσής του από το έδαφος της Δημοκρατία, εφόσον διαπιστώνεται ότι υφίσταται κίνδυνος διαφυγής του, όπως και έπραξε εκδίδοντας το Διάταγμα Κράτησης.  Όπως προκύπτει από το κείμενο του εν λόγω Διατάγματος, αλλά και της επιστολής της προς τον Αρχηγό Αστυνομίας στις 20/12/2023, η Διευθύντρια του Τ.Α.Π.Μ., εξέτασε την πιθανότητα επιβολής στον αιτητή εναλλακτικών της κράτησης μέτρων, την οποία και απέκλεισε λόγω της διαπίστωσης ότι η προσωπική συμπεριφορά του αιτητή αποτελεί πραγματική, ενεστώσα και σοβαρή απειλή κατά της ασφάλειας της κοινωνίας και συνακόλουθα απειλή κατά της δημόσιας τάξης και ασφάλειας της Δημοκρατίας για τους λόγους που αναφέρονται στο Διάταγμα Απέλασης του,

 

Σχολιάζοντας διαδοχικά όλους τους λόγους ακύρωσης τους οποίους προβάλει ο αιτητής, με τη σειρά που τους προωθεί μέσω της γραπτής του αγόρευσης, διαπιστώνω τα ακόλουθα.

 

Ο αιτητής, ως καταγράφει στη προσφυγή του και προωθεί με την γραπτή αγόρευση του δικηγόρου του, υποστηρίζει ότι η απόφαση κήρυξης του ως απαγορευμένου μετανάστη και συνακόλουθα τα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου διατάγματα κράτησης και απέλασης πάσχουν, αφού η απόφαση λήφθηκε καταχρηστικά, είναι αποτέλεσμα σειράς παραβιάσεων της νομοθεσίας αλλά και των αρχών που διέπουν τη λειτουργίας της διοίκησης. 

 

Κατά κύριο λόγο, ο αιτητής προωθεί ως λόγους ακύρωσης ότι, η προσβαλλόμενη πράξη λήφθηκε καταχρηστικά, εκδόθηκε χωρίς τη δέουσα ή/και επαρκή έρευνα και στερείται της απαιτούμενης αιτιολογίας. Επίσης υποστηρίζει ότι, η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει το τεκμήριο αθωότητας του, είναι αποτέλεσμα διαδικασίας που πλήττει τη καλή πίστη και την δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του διοικούμενου, ενώ προβάλει ότι οι Καθ’ ων οι αίτηση ενήργησαν αυθαίρετα και κατά παράβαση των Αρχών της Φυσικής Δικαιοσύνης. Σχετικά με αυτούς τους λογους, στο στάδιο των Διευκρινήσεων, ο δικηγόρος του αιτητή υποστήριξε ότι θα έπρεπε να του δοθεί πρόσβαση στο σύνολο των διοικητικών φακέλων, περιλαμβανομένων και των εγγράφων τα οποία έχουν ταξινομηθεί από τη διοίκηση ως «Απόρρητα».

 

Ακόμα, υποστηρίζει ο αιτητής ότι, οι Καθ’ ων η Αίτηση δεν ακολούθησαν τις προβλεπόμενες διαδικασίες τις οποίες επιτάσσει ο Νόμος και/ή δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 29 του Περί Προσφύγων Νόμου και/ή προϋποθέσεις ανάκλησης ή αποκλεισμού του καθεστώτος και/ή απέλαση του αιτητή είναι παράνομη έχουν παραβιαστεί κατάφωρα οι διαδικασίες του άρθρου 29 του περί προσφύγων νόμου.  Σχετικά επιχειρηματολογεί ότι, η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει και/ή είναι ασύμβατη με την αρχή της μη επαναπροώθησης του αιτητή και/ή η απόφαση λήφθηκε κατά παράβαση των κριτηρίων που εξαιρούν την μη εφαρμογή της αρχής της μη επαναπροώθησης. 

 

Τέλος υποστηρίζει ότι, το προσβαλλόμενο διάταγμα κράτησης εκδόθηκε κατά παράβαση της διαδικασίας που προβλέπεται στο άρθρο 18ΠΣΤ του Περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου.

 

Αντίθετα, η θέση της δικηγόρου των Καθ’ ων η Αίτηση είναι ότι το διάταγμα κράτησης του αιτητή είναι ορθό και νόμιμο, όπως και το διάταγμα απέλασης αυτού, και ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση ενήργησαν σύμφωνα με το Νόμο και την αποφασιστική εξουσία που παρέχεται στη Διευθύντρια από το άρθρο 14 του Κεφ. 105, να εκδίδει διατάγματα κράτησης σε απαγορευμένους μετανάστες που βρίσκονται στο έδαφος της Δημοκρατίας, με σκοπό την απέλαση τους.

 

Προτού προχωρήσουμε στον σχολιασμό των προβαλλόμενων λόγων ακύρωσης, σημειώνουμε ότι, οι επίδικες αποφάσεις εκδόθηκαν δυνάμει των άρθρων 6(1) (ζ) και (κ) και 14 του Κεφ. 105, λόγω του ότι κρίθηκε από το αρμόδιο όργανο της διοίκησης πως η προσωπική συμπεριφορά του αιτητή αποτελεί πραγματική, ενεστώσα και σοβαρή απειλή κατά της ασφάλειας της κοινωνίας και συνακόλουθα απειλή κατά της δημόσιας τάξης και ασφάλειας της Δημοκρατίας, για τους λόγους που αναφέρονται στο διάταγμα απέλασης του και καταγράφονται πιο κάτω.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 6(1) (ζ) και (κ) του Κεφ.105 (η έμφαση προστίθεται):

 

«Απαγoρευμέvoι μεταvάστες

 

6.-(1)   Τα ακόλoυθα πρόσωπα θα είvαι απαγoρευμέvoι μεταvάστες και, τηρoυμέvωv τωv διατάξεωv τoυ Νόμoυ αυτoύ ή τωv διατάξεωv πoυ δυvατό vα περιέχovται σε oπoιoυσδήπoτε Καvovισμoύς πoυ εκδόθηκαv δυvάμει αυτoύ ή σε oπoιoδήπoτε Διάταγμα τoυ Υπoυργικoύ Συμβoυλίoυ, δεv θα επιτρέπεται η είσoδoς στη Δημoκρατία σε:-

 

(ζ)     oπoιoδήπoτε πρόσωπo τo oπoίo φαίvεται από μαρτυρία τηv oπoία τo Υπoυργικό Συμβoύλιo δυvατό vα θεωρήσει επαρκή, ότι εvδέχεται vα συμπεριφερθεί κατά τέτoιo τρόπo πoυ vα καταστεί επικίvδυvo στηv ησυχία, δημόσια τάξη, έvvoμη τάξη ή δημόσια ήθη ή vα πρoκαλέσει έχθρα, μεταξύ τωv πoλιτώv της Δημoκρατίας και της Αυτής Μεγαλειότητας ή vα ραδιoυργήσει εvαvτίov της εξoυσίας της Αυτής Μεγαλειότητας και αρχής στη Δημoκρατία

 

(κ)     oπoιoδήπoτε πρόσωπo τo oπoίo εισέρχεται ή διαμέvει στη Δημoκρατία κατά παράβαση oπoιασδήπoτε απαγόρευσης, όρoυ, περιoρισμoύ ή επιφύλαξης πoυ περιλαμβάvεται στo Νόμo αυτό ή σε oπoιoυσδήπoτε Καvovισμoύς πoυ εκδόθηκαv βάσει τoυ Νόμoυ αυτoύ ή σε oπoιαδήπoτε άδεια πoυ παραχωρήθηκε ή εκδόθηκε βάσει τoυ Νόμoυ αυτoύ ή τωv Καvovισμώv αυτώv·» (η έμφαση δική μας)

 

          Το Άρθρο 14 του Κεφ.105, προβλέπει, μεταξύ άλλων, τα εξής:

 

«14.-(1) Τηρoυμέvωv τωv διατάξεωv τoυ Νόμoυ αυτoύ και τωv όρωv oπoιασδήπoτε άδειας ή έγκρισης πoυ χoρηγήθηκε βάσει τoυ Νόμoυ αυτoύ ή oπoιωvδήπoτε Καvovισμώv πoυ εκδόθηκαv βάσει αυτoύ και με την επιφύλαξη των διατάξεων του περί Προσφύγων Νόμου, o Αvώτερoς Λειτουργός Μετανάστευσης δύvαται vα διατάξει oπoιoδήπoτε αλλoδαπό o oπoίoς είvαι απαγoρευμέvoς μεταvάστης ή oπoιoδήπoτε πρόσωπo τo oπoίo, αφoύ εισήλθε στη Δημoκρατία με άδεια vα παραμείvει σε αυτή για περιoρισμέvη περίoδo, παραμέvει στη Δημoκρατία μετά τηv παρέλευση της περιόδoυ αυτής ή oπoιoδήπoτε πρόσωπo τo oπoίo περιλαμβάvεται εvτός της κατηγoρίας πoυ απαριθμείται στηv παράγραφo (θ) τoυ εδαφίoυ (1) τoυ άρθρoυ 6 vα απελαθεί από τη Δημoκρατία και, εv τω μεταξύ, vα τεθεί υπό κράτηση

          Πρόσθετα, σχετική με την παρούσα υπόθεση είναι και η διάταξη του άρθρου 18ΠΣΤ του Κεφ. 105, οι οποίες έχουν ως εξής:

 

«18ΠΣΤ.- (1) Εκτός εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση επιτρέπεται να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα επαρκή αλλά λιγότερο αναγκαστικά μέτρα, ο Υπουργός Εσωτερικών δύναται να εκδίδει διάταγμα με το οποίο να θέτει υπό κράτηση υπήκοο τρίτης χώρας υποκείμενο σε διαδικασίες επιστροφής, μόνο για την προετοιμασία της επιστροφής και/ή τη διεκπεραίωση της διαδικασίας απομάκρυνσης, ιδίως όταν

(α)          υπάρχει κίνδυνος διαφυγής, ή

(β)          ο συγκεκριμένος υπήκοος τρίτης χώρας αποφεύγει ή παρεμποδίζει την προετοιμασία της επιστροφής ή τη διαδικασία απομάκρυνσης.»

 

Στη παρούσα υπόθεση τα επίδικα διατάγματα εκδόθηκαν από τη Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης (Τ.Α.Π.Μ.), ασκώντας τις εξουσίες της, βάσει του Κεφ. 105, λόγω του ότι ο αιτητής κατέστη απαγορευμένος μετανάστης, συνεπεία του ότι η προσωπική συμπεριφορά του κρίθηκε ότι αποτελεί πραγματική, ενεστώσα και σοβαρή απειλή κατά της ασφάλειας της κοινωνίας και συνακόλουθα απειλή κατά της δημόσιας τάξης και ασφάλειας της Δημοκρατίας, για τους λόγους που αναφέρονται στο διάταγμα απέλασης του. Συγκεκριμένα στο περιεχόμενο του διατάγματος απέλασης αναγράφεται ότι, «Από μαρτυρία που κατέχουν οι αρμόδιες αρχές του κράτους εναντίον του αιτητή προκύπτει ότι υπάρχουν εύλογες υπόνοιες ότι ενέχεται σε υπόθεση που αφορά σε «Συνομωσία προς Διάπραξη Κακουργήματος» κατά παράβαση του άρθρου 371 Κεφ. 154 σε συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση Άρθρο 63 Κεφ. 154 και σε αδικήματα που αφορούν στον περί καταπολέμησης της τρομοκρατίας και προστασίας θυμάτων Νόμων 75(Ι)/2019. Ως εκ τούτου, κρίνω και αποφασίζω ότι αποτελεί πραγματική, ενεστώσα και σοβαρή απειλή κατά της ασφάλειας της κοινωνίας και συνακόλουθα, απειλή κατά της δημόσιας τάξης και ασφάλειας της Δημοκρατίας »

 

Δυνάμει του άρθρου 18ΠΣΤ του Κεφ.105, ο Υπουργός Εσωτερικών (και κατόπιν εξουσιοδότησης η Διευθύντρια του Τ.Α.Π.Μ.) έχει διακριτική ευχέρεια να θέσει υπό κράτηση τον αιτητή για τον σκοπό της απομάκρυνσής του από τη Δημοκρατία. Όπως προκύπτει από τον ενώπιον μου φάκελο, οι Καθ’ ων η αίτηση, εξέτασαν τα στοιχεία που αφορούσαν τον αιτητή και ακολούθως κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι υφίσταται κίνδυνος διαφυγής του, κρίση η οποία βρίσκεται εντός των ορίων της διακριτικής της ευχέρειας για τους λόγους που αναφέρονται στο διάταγμα απέλασης.

 

Εν προκειμένω κρίνω ότι, η προσωπική συμπεριφορά του αιτητή, όπως αποτυπώνεται στις επιστολές ημερ. 16/11/2023 και 11/01/2024 της Αστυνομίας προς την Διευθύντρια του Τ.Α.Π.Μ. οι οποίες περιλαμβάνονται στον ενώπιον του Δικαστηρίου φάκελο με την ένδειξη «Απόρρητα Έγγραφα», δικαιολογεί τη διαπίστωση της Διευθύντριας ότι ο αιτητής αποτελεί πραγματική, ενεστώσα και σοβαρή απειλή κατά της ασφάλειας της κοινωνίας και συνακόλουθα απειλή κατά της δημόσιας τάξης και ασφάλειας της Δημοκρατίας, με αποτέλεσμα να αποκλείεται η πιθανότητα επιβολής στο εν λόγω πρόσωπο εναλλακτικών της κράτησης μέτρων.

 

Συνεπώς, θα συμφωνήσω με τη δικηγόρο των Καθ΄ων η Αίτηση ότι στη παρούσα τηρήθηκε και η Αρχή της Αναλογικότητάς στη βάση των στοιχείων και δεδομένων που βρίσκονταν ενώπιον της Διοίκησης κατά τον ουσιώδη χρόνο έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων κράτησης, αφού σταθμίστηκαν όλα και αποφασίσθηκε η κράτηση του αιτητή, προκειμένου να διασφαλιστεί η εκτέλεση και διεκπεραίωση της διαδικασίας απομάκρυνσής της στη χώρα καταγωγής του. Ως εκ τούτου, το μέτρο κράτησής του αιτητή κρίνω ότι ορθώς κρίθηκε από τη Διοίκηση ως μέτρο ανάλογο προς επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, δηλαδή της απέλασης του.

 

Προβάλλεται από το δικηγόρο του αιτητή ότι, οι προσβαλλόμενες αποφάσεις των Καθ’ ων η Αίτηση λήφθηκαν καταχρηστικά, καθότι αυτών προηγήθηκαν τα Διατάγματα Κράτησης και Απέλασης ημερ. 19/11/2023, τα οποία ακυρώθηκαν από τους Καθ’ ων η Αίτηση στις 20/12/2023. Περαιτέρω, ο Αιτητής ισχυρίζεται ότι η μοναδική διαφορά μεταξύ των ακυρωθεισών διαταγμάτων και/ή των επίδικων διαταγμάτων είναι η νομοθετική βάση, ως επίσης καταλήγει στο συμπέρασμα ότι οι Καθ΄ ων η Αίτηση, σιωπηρώς με την εν λόγω στάση, εφόσον ανακλήθηκαν τα διατάγματα ημερ. 19/11/2023 και χωρίς να προκύψει μεταγενέστερα το οτιδήποτε νεότερο, η διοίκηση αποδέχθηκε ότι έπασχε τόσο το νομικό υπόβαθρο έκδοσης όσο και το υπόβαθρο των πραγματικών γεγονότων.

Είναι ωστόσο προφανές για το Δικαστήριο ότι, στην παρούσα διαδικασία τα προγενέστερα διατάγματα κράτησης και απέλασης ημερ. 19/11/2023 δεν αποτελούν επίδικα θέματα.  Το Δικαστήριο θα εξετάσει την απόφαση των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 20/12/2023, η οποία κοινοποιήθηκε στον αιτητή στις 22/12/2023 με την οποία αυτός κηρύχθηκε παράνομος μετανάστης ενώ συνεπεία της απόφασης αυτής, διατάχθηκε η κράτηση και η απέλαση του εκτός Δημοκρατίας. Εν πάση περιπτώσει, σημειώνω ότι, η ερμηνεία της ακύρωσης αυτών και παράθεση των λόγων με αναφορά και στα σχετικά γεγονότα, δίδεται από την ευπαίδευτη δικηγόρο των Καθ΄ων η Αίτηση στη γραπτή της αγόρευση, εξήγηση η οποία δεν αφήνει περιθώρια ερμηνείας περί καταχρηστικότητας της διαδικασίας από τη διοίκηση.

 

Στη συνέχεια θα μας απασχολήσουν οι ισχυρισμοί του αιτητή  ότι, η απόφαση των Καθ’ ων η Αίτηση στερείται της δέουσας αιτιολογίας και ότι, ως υποστηρίζει, ελήφθη χωρίς τη δέουσα έρευνα. Υποστηρίζεται ότι, από το σώμα της προσβαλλόμενης απόφασης δεν διαφαίνεται η οποιαδήποτε αιτιολόγηση της προσβαλλόμενης απόφασης με συγκεκριμένα γεγονότα και ότι, η πρόσδοση του στοιχείου του απορρήτου σε κάποια δεδομένα δεν μπορεί να αποτελέσει λόγο ούτως ώστε να μην αιτιολογηθεί με συγκεκριμένα στοιχεία στο σώμα της η προσβαλλόμενη απόφαση. Όπως έχει υποστηρίξει κατ’ επανάληψη ο δικηγόρος του αιτητή, αν όντως υπήρχε μαρτυρία θα έπρεπε να ζητηθεί η ανανέωση αστυνομικής κράτησης, αλλά και να προωθηθεί ποινική υπόθεση στο Δικαστήριο, κάτι το οποίο δεν έγινε.  

 

Αντίστοιχο ζήτημα, έχει εξετάσει  το Ανώτατο Δικαστήριο στην Υπόθεση αρ. 1064/2012 ημερομηνίας 20 Μαΐου 2014, ECLI:CY:AD:2014:D338, ANGHEL VIOREL v. Κ. Δ. ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, όπου ο εκεί αιτητής ομοίως δεν έτυχε ποινικής καταδίκης για οποιοδήποτε αδίκημα πριν την έκδοση αντίστοιχων διαταγμάτων. Κρίνω σκόπιμο να παραθέσω σχετικά αποσπάσματα ως ακολούθως:

 

«Με πολύ παρόμοια θεματολογία το Δικαστήριο έχει ασχοληθεί πρόσφατα στην υπόθεση Svetoslav Stoyanov v. Δημοκρατίας, υπ΄ αρ. 718/2012, ημερ. 26.2.2014, από όπου μεταφέρονται τα εξής αποσπάσματα επί του νομοθετικού και  νομολογιακού πλαισίου και ερμηνείας που διέπει τις υποθέσεις αυτές:

 «Το δεύτερο ζήτημα που θα απασχολήσει το Δικαστήριο αφορά την εν γένει αιτιολογία και την επάρκεια της, καθώς και την έρευνα που έγινε ώστε ο αιτητής να θεωρηθεί ότι αποτελούσε απειλή για τη δημόσια τάξη της Δημοκρατίας.  Η βασική τοποθέτηση του αιτητή είναι ότι η διοίκηση ενήργησε κατά πλάνη περί τα πράγματα προβαίνοντας στη διαπίστωση ότι συνιστούσε απειλή για τη Δημοκρατία και ότι χωρίς έρευνα και χωρίς να του δοθεί το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης κρίθηκε ως απαγορευμένος μετανάστης με αποτέλεσμα την απέλαση του. 

(…)

Στα πλαίσια της κυριαρχίας του κράτους και στη βάση της εξέτασης κατά πόσο συμπεριφορά συνιστά πραγματική, ενεστώσα και επαρκώς σοβαρή απειλή, υποδείχθηκε στην απόφαση Svetlin Lilyanchov Dichev v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 309/2012, ημερ. 15.11.2013, ότι η συμπεριφορά αυτή μπορεί να διαπιστωθεί και χωρίς καταδικαστική απόφαση από Δικαστήριο.  Αρκεί να υπάρχουν πληροφορίες και αξιόπιστες πηγές οι οποίες να προκαλούν ανησυχίες αναφορικά με την παρουσία του αλλοδαπού στη Δημοκρατία.  Συναφώς στην Eddine v. Δημοκρατία (2008) 3 Α.Α.Δ. 95, αποφασίστηκε ότι «το κράτος δεν έχει την υποχρέωση να υποστηρίξει την απορριπτική του θέση με στοιχεία που θα δικαιολογούσαν με θετικό τρόπο τη μη συνέχιση της παραμονής του στην Κύπρο.».  Αρκεί να παρέχεται επαρκώς πραγματικό έρεισμα για την αρνητική απόφαση εφόσον υπάρχουν και συγκεντρώνονται από κατάλληλες βέβαια πηγές πληροφορίες που προκαλούν ανησυχία.  Ακόμη και γενικές ενδείξεις μπορούν δικαιολογημένα να αιτιολογήσουν αρνητική απόφαση, η όποια δε αμφιβολία επενεργεί υπέρ της Δημοκρατίας, στα πλαίσια του προεξάρχοντος κυριαρχικού της δικαιώματος να ελέγχει ποιοι διακινούνται και διαμένουν  στο έδαφος της, (Moyo v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1203 και Ananda Marga Ltd v. Republic (1985) 3 C.L.R. 2583).»

(…)

Το γεγονός ότι εν τέλει δεν ασκήθηκε ποινική δίωξη εναντίον του αιτητή δεν διαφοροποιεί τα εναντίον του δεδομένα.  Εναντίον του αιτητή, και άλλων επτά προσώπων, σχηματίστηκε αστυνομικός φάκελος για τα αδικήματα της συνωμοσίας, του τραυματισμού, της παράνομης συνάθροισης, της οχλαγωγίας, της κλοπής, της επίθεσης με πρόσκληση πραγματικής σωματικής βλάβης και της άσκησης του επαγγέλματος του ιδιώτη φύλακα χωρίς άδεια.  Η απόφαση για απέλαση δεν προϋποθέτει καταδίκη για ποινικό αδίκημα.

 

 Το άρθρο 29(3)(β) του Νόμου αρ. 7(Ι)/2007, απλώς αναφέρεται στο ότι δεν δικαιολογείται η θεώρηση της συμπεριφοράς αλλοδαπού ως συνιστώσας «πραγματική, ενεστώσα και επαρκώς σοβαρή απειλή», η ύπαρξη προηγούμενων καταδικών από ποινικό Δικαστήριο.  Αυτό συνάδει με το τεκμήριο αθωότητας που επικαλείται ο αιτητής, εφόσον δεν είναι βεβαίως δυνατή η απέλαση με αποκλειστικό γνώμονα τυχόν προηγούμενες καταδίκες.  Η κατά το άρθρο 29 «πραγματική, ενεστώσα και επαρκής σοβαρή απειλή», συναρτάται κατά τεκμήριο με υφιστάμενη κατάσταση πραγμάτων, η οποία, εφόσον συνοδεύεται και με προηγούμενες καταδίκες, ενισχύει την ανεπιθύμητη συμπεριφορά και καθιστά ακόμη πιο δικαιολογημένη την απέλαση.»

 

Όπως είναι παραδεκτό, ο αιτητής κατέστη παράνομος μετανάστης βάση του άρθρου 6(1)(ζ) του Κεφ. 105, εφόσον κρίθηκε ότι επρόκειτο για απαγορευμένο μετανάστη στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας, καθότι με μαρτυρία που είχαν ενώπιον τους οι Καθ' ων η Αίτηση, ως οι σχετικές επιστολές της ΥΑΜ οι οποίες κατετέθησαν στο Δικαστήριο, η προσωπική συμπεριφορά του αποτελεί κίνδυνο για την δημόσια τάξη και ασφάλεια της Δημοκρατίας, για τους λόγους που αναφέρονται εντός των επιστολών αυτών. 

 

Αυτός ήταν και ο λόγος έκδοσης του διατάγματος κράτησης του Αιτητή καθώς και του διατάγματος απέλασης του, ενώ η αιτιολογία προκύπτει ρητώς από το λεκτικό που εμπεριέχεται στα σχετικά έγγραφα. Δεδομένου τούτου, καταλήγω ότι το επίδικο διάταγμα κράτησης, ως προορισμένο να διαφυλάξει τη δυνατότητα υλοποίησης και εκτέλεσης του διατάγματος απέλασης, αποτελεί νόμιμη πράξη.

 

Ανατρέχοντας στα όσα καταγράφονται στις προσβαλλόμενες πράξεις αλλά και στην επιστολή την οποία η Διευθύντρια απηύθυνε προς τον Αρχηγό Αστυνομίας την ίδια ημέρα, κρίνω ότι, η διοίκηση με βάση τα ενώπιον της δεδομένα εξέτασε δεόντως την περίπτωση του αιτητή και εξέδωσε τις προσβαλλόμενες πράξεις, ακριβώς για το συγκεκριμένο λόγο, ότι δηλαδή αυτός, πλέον, κρίθηκε ότι συνιστά κίνδυνο για την δημόσια τάξη και ασφάλεια της χώρας όπου του παρέχεται διεθνής προστασία. Συνεπώς, η θέση του αιτητή ότι της προσβαλλόμενης πράξης, συμπεριλαμβανομένων των διαταγμάτων, δεν προηγήθηκε η δέουσα έρευνα και ότι αυτή δεν αιτιολογείται δεόντως, απορρίπτεται.

 

Έχοντας εξετάσει τη διαδικασία την οποία ακολούθησε η διοίκηση ως το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, δεν με βρίσκει σύμφωνο ούτε η θέση του αιτητή ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει το τεκμήριο αθωότητας του, αλλά και ούτε ότι Καθ’ ων οι αίτηση ενήργησαν αυθαίρετα και κατά παράβαση των Αρχών της Φυσικής Δικαιοσύνης. Αναφορικά δε με τη θέση του αιτητή ότι δεν ακολουθήθηκαν οι προβλεπόμενες διαδικασίες τις οποίες επιτάσσει ο Περί Προσφύγων Νόμος ή ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 29 του Νόμου και δει οι αρχές που εξαιρούν την μη εφαρμογή της αρχής της μη επαναπροώθησης, θα υιοθετήσω τη θέση της ευπαίδευτης δικηγόρου των Καθ΄ων η Αίτηση ότι το παρόν δικαστήριο δεν κέκτηται δικαιοδοσίας εξέτασης τυχόν παραβίασης της αρχής της μη επαναπροώθησης, δυνάμει του άρθρου 29 του Περί Προσφύγων Νόμου, καθώς και γενικότερα εξέταση των άρθρων του Περί Προσφύγων Νόμου, καθότι δυνάμει του άρθρου 11 (2) του περί Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο (Ν. 73(Ι)/2018), το αρμόδιο δικαστήριο να εξετάσει ένα τέτοιο ισχυρισμό είναι το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας. Τονίζω ότι τα επίδικα διατάγματα εκδόθηκαν στην βάση του άρθρου 14 του περί αλλοδαπών και μετανάστευσης νόμου και όχι δυνάμει του άρθρου 29 του Περί Προσφύγων Νόμου.

 

Ως προς τον ισχυρισμό ότι ο αιτητής δεν ενημερώθηκε για τις θεραπείες που έχει για να προσβάλει την πράξη, την φύση και/ή μορφή της θεραπείας, την προθεσμία που τάσσει ο νόμος και το αρμόδιο δικαστήριο προς το οποίο μπορεί να απευθυνθεί, πάλι θα διαφωνήσουμε. Όπως σημειώνει και η πλευρά των Καθ΄ ων η Αίτηση, παραπέμποντας το Δικαστήριο στο Ερ. 243 του διοικητικού φακέλου με αριθμό F08-00793TJ, μαζί με τα επίδικα διατάγματα επιδόθηκε στον αιτητή, επιστολή ίδιας ημερομηνίας (20/12/2023), στο περιεχόμενο της οποίας ακριβώς γίνεται αναφορά σε όλα τα πιο πάνω. 

 

Καταλήγοντας, θα εξετάσω και τη θέση που υποστηρίζει ο δικηγόρος του αιτητή ότι, το προσβαλλόμενο Διάταγμα Κράτησης παραβιάζει την Αρχής της Αναλογικότητας και κατ’ επέκταση τις Αρχές της Χρηστής Διοίκησης αφού, όπως είναι παραδεκτό, το δυσμενές μέτρο της κράτησης συντελέστηκε για την επίτευξη του σκοπού της απέλασης και οι δυσμενείς συνέπειες μιας διοικητικής πράξης για τον διοικούμενο, δεν πρέπει να είναι δυσανάλογες με τον επιδιωκόμενο με την πράξη σκοπό. Ειδικότερα, προβάλλεται ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση θα μπορούσαν να επιβάλουν στον αιτητή εναλλακτικά μέτρα, αντί να τον θέσουν υπό κράτηση και ότι εν προκειμένω η κράτηση του είναι έκδηλα υπερβολική για τον σκοπό της απέλασης.

 

Προς σχολιασμό αυτής της θέσης του αιτητή, σημειώνω ότι στο άρθρο 18ΟΘ (4) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου (ΚΕΦ.105) ως προς το διάταγμα κράτησης, γίνεται ρητή αναφορά σε «κίνδυνος διαφυγής» ή  «εάν το συγκεκριμένο πρόσωπο αποτελεί κίνδυνο για τη δημόσια ασφάλεια, τη δημόσια τάξη ή την ασφάλεια της Δημοκρατία» οπότε δεν δίδεται δικαίωμα οικειοθελούς αναχώρησης το οποίο εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του Αvώτερoυ Λειτουργού Μετανάστευση. Στη παρούσα περίπτωση, ο αιτητής όχι μόνο δεν εξέφρασε την επιθυμία του για οικειοθελή επιστροφή στη χώρα καταγωγής του, αλλά αντίθετα μέσω των δικηγόρων του άσκησε κάθε δυνατή προσπάθεια να το αποφύγει. 

 

Στο συγκεκριμένο άρθρο γίνεται αναφορά ότι «(4) Εάν υπάρχει κίνδυνος διαφυγής ή εάν αίτηση για νόμιμη παραμονή έχει απορριφθεί ως προδήλως αβάσιμη ή δολία ή εάν το συγκεκριμένο πρόσωπο αποτελεί κίνδυνο για τη δημόσια ασφάλεια, τη δημόσια τάξη ή την ασφάλεια της Δημοκρατίας, ο Αvώτερoς Λειτουργός Μετανάστευσης δύναται είτε να μη χορηγεί χρονικό διάστημα οικειοθελούς αναχώρησης είτε να χορηγεί χρονικό διάστημα κάτω των επτά ημερών.».

 

Οι αρχές που καθορίζει η νομολογία μας, ως προς τη διαφύλαξη του Κράτους Δικαίου, είναι καλά γνωστές. Εν προκειμένω, η αρχή της καλής πίστης σκοπεί στον αποκλεισμό της αυθαιρεσίας στη διοικητική λειτουργία (Tamassos Suppliers ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 60), ωστόσο δεν υπερφαλαγγίζει την αρχή της σύννομης λειτουργίας της διοίκησης, επίσης «η αρχή της καλής πίστης, δε μεταβάλλει τις αρχές δικαίου που διέπουν την άσκηση των εξουσιών, που εναποτίθενται σε διοικητικό όργανο, ούτε προεξοφλεί την άσκηση της εξουσίας η οποία παρέχεται» (βλ. Παμπόρη ν. Δημοκρατίας, υπόθεση αρ. 164/95, ημερ. 15/12/1995 , όπως επίσης και Vasiliou ν. Republic (1982) 3 C.L.R. 220, Papadopoulou ν. Republic (1984) 3 C.L.R. 332, Droussiotis v. C.B.C. (1984) 3 C.L.R. 546, Μιχαηλίδου ν. Δημοκρατίας, υπόθεση αρ. 573/94, ημερ. 8/03/1996).

 

Ανατρέχοντας στα έγγραφα που αφορούν τον αιτητή εντός του διοικητικού φακέλου, λαμβανομένου υπόψιν και του περιεχομένου των επιστολών της ΥΠΑΜ οι οποίες έχουν κατατεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου με την ένδειξη «Απόρρητο», επιβεβαιώνεται η διαπίστωση των Καθ ΄ων η Αίτηση ότι, η συμπεριφορά του εν λόγω αιτητή αποτελεί άμεσο κίνδυνο για την ασφάλεια της Δημοκρατίας. Δεν είναι έργο του Δικαστηρίου να ερευνήσει τα όσα περιστατικά καταγράφονται στα σχετικά έγγραφα με την ένδειξη «Απόρρητο» και άπτονται ζητημάτων δημόσιας τάξης και εσωτερικής ασφάλειας του κράτους, αλλά και ούτε, σημειώνω, έχει παρουσιαστεί οτιδήποτε προς αμφισβήτηση της πληροφόρησης η οποία προσφέρεται, μέσω των φακέλων, από τις αρμόδιες υπηρεσίες ασφαλείας της Δημοκρατίας.

 

Αναφορικά με το παράπονο του δικηγόρου του Αιτητή ότι θα έπρεπε να του δοθεί πρόσβαση στο σύνολο των διοικητικών φακέλων, περιλαμβανομένων και των εγγράφων που έχουν ταξινομηθεί από τη διοίκηση ως «Απόρρητα»,  θεωρώ χρήσιμο να υιοθετήσω σχετική αναφορά από την απόφαση του αδελφού Δικαστή Φ.Κωμοδρόμου ημερ. 24 Απριλίου 2023, στην Υπόθεση Αρ. 1080/2019 N. T. ν. Κ.Δ. μέσω Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης σε σχέση με την αξιολόγηση από το Δικαστήριο των εγγράφων τα οποία έχουν κατατεθεί ενώπιον του ως «Απόρρητα», και να επαναλάβω απόσπασμα αυτής, ως ακολούθως:

 «Βεβαίως, θα πρέπει να σημειωθεί ότι, το σύνολο των διοικητικών φακέλων, περιλαμβανομένων και των εγγράφων που έχουν ταξινομηθεί από τη Διοίκηση ως «Απόρρητα», τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου και αξιολογήθηκαν δεόντως, έχοντας ως αφετηρία τις πιο πάνω νομολογιακές αρχές και τις προεκτεθείσες διαπιστώσεις. Αυτό εξάλλου επιτάσσει και το καθήκον ορθής απονομής της δικαιοσύνης, εφόσον το Δικαστήριο δεν μπορεί να επιτελέσει ορθά το έργο του στη βάση ελλιπών πληροφοριών. Αποτελεί δε δικαίωμα του Δικαστηρίου να έχει ενώπιον του όλα τα στοιχεία, δεδομένα και γεγονότα που οδήγησαν στη λήψη μιας συγκεκριμένης απόφασης (Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου ν. Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισμού κ.α., Υποθ. Αρ. 741/2013, ημερ. 30.11.2015, ECLI:CY:AD:2015:D796, ECLI:CY:AD:2015:D796). Στην European Commission and Others v. Yassin Abdullah Kadi, Joined Cases C-584/10 P, C-593/10 P and C-595/10 P, 4, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) τόνισε πως είναι απαραίτητο να προσκομιστούν όλοι οι λόγοι επί των οποίων βασίστηκε η επίδικη απόφαση και ότι αυτό αποτελεί υποχρέωση της Διοίκησης (βλ. και Regner v. Τσεχίας, Υποθ. Αρ. 35289/11, ημερ. 19.9.2017, όπου το ΕΔΑΔ έκρινε ότι οι εθνικοί δικαστές, οι οποίοι, στο πλαίσιο της αναζήτησης επαρκώς αντισταθμιστικών εγγυήσεων, υπεισήλθαν κατά κάποιον τρόπο στη θέση του αιτητή, έχοντας πλήρη πρόσβαση στις πληροφορίες και τα στοιχεία, μη δεσμευόμενοι από τους ισχυρισμούς του προσφεύγοντος, αλλά  δυνάμενοι να επεκτείνουν την έρευνά τους όπου έκριναν αναγκαίο για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων αυτού, όχι μόνο διέθεταν αυτά τα δικαιώματα, αλλά και τα άσκησαν πλήρως, ούτως ώστε να δικαιολογηθεί από αυτούς και ο λόγος της μυστικότητας της διαδικασίας).

 

Επί της ουσίας του ενώπιον μου ζητήματος, με επίκληση του περιεχομένου των διοικητικών φακέλων, διαπιστώνω ότι, επιβεβαιώνεται το περιεχόμενο του διατάγματος απέλασης όπου αναγράφεται ότι από μαρτυρία που κατέχουν οι αρμόδιες αρχές του κράτους εναντίον του Αιτητή προκύπτει ότι υπάρχουν εύλογες υπόνοιες ότι ενέχεται σε υπόθεση που αφορά σε «Συνομωσία προς Διάπραξη Κακουργήματος» κατά παράβαση του άρθρου 371 Κεφ. 154 σε συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση Άρθρο 63 Κεφ. 154 και σε αδικήματα που αφορούν στον περί καταπολέμησης της τρομοκρατίας και προστασίας θυμάτων Νόμων 75(Ι)/2019. Συνεπώς, κρίνω ότι καθίσταται εύλογο το συμπέρασμα της διοίκησης πως, στη παρούσα περίπτωση θα υπήρχε κίνδυνος διαφυγής από το συγκεκριμένο πρόσωπο και παρεμπόδιση της διαδικασίας επαναπατρισμού του, εάν δεν υλοποιείτο και εν πάση περιπτώσει εάν παύσει να συνεχίζεται η κράτηση αυτού.

 

Οι Καθ΄ων η αίτηση ως η αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας αποφασίζει επί θεμάτων εισόδου και παραμονής αλλοδαπών στην επικράτεια της χώρας, εξετάζοντας την κάθε περίπτωση με καλή πίστη και σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, ενώ το τεκμήριο υπέρ της καλόπιστης άσκησης της διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης παραμένει ακλόνητο μέχρι απόδειξης του αντιθέτου (βλ. Maria Nicky Reyes ν. Δημοκρατίας (1996) 4 ΑΑΔ 401, Amanda Marga Ltd. ν. Δημοκρατίας (1985) 1 ΑΑΔ 2583, Abtul Rashim Souleiman ν. Δημοκρατίας (1987) 3 ΑΑΔ 224, Usman Ibne Mushtaq ν. Δημοκρατίας (1995) 4 ΑΑΔ 1479, Reza Mohammedi κ.α. ν. Δημοκρατίας (2001) 4 ΑΑΔ 559).

 

Καταλήγοντας και ως προς αυτό το λόγο ακύρωσης, θα συμφωνήσω με τη δικηγόρο των Καθ’ ων η αίτηση ότι, δεδομένων των ιδιαίτερων περιστάσεων που αφορούν τον αιτητή, το υπό εξέταση μέτρο της κράτησης του ήταν κατάλληλο και ανάλογο με το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, δηλαδή την υλοποίηση του διατάγματος απέλασης, το οποίο ως προαναφέρθηκε έχει εκδόθει νομίμως, μετά από δέουσα έρευνα και αιτιολογία. 

 

Ενόψει όλων των όσων έχω προαναφέρει, κρίνω ότι ορθώς εκδόθηκαν οι προσβαλλόμενες αποφάσεις και ουδείς εκ των λόγων ακυρώσεως που προωθήθηκαν από τον αιτητή ευσταθεί.

 

Η παρούσα προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται, με έξοδα ύψους 1500 Ευρώ υπέρ των Καθ’ ων η Αίτηση και εναντίον του αιτητή.

                                                                            

 

Λ. Ν. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο