ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                          

                                                 Υπόθεση Αρ. 235/2021

                                             

    9 Φεβρουαρίου, 2024

 

[Φ. ΚΑΜΕΝΟΣ, ΔΔΔ.]

 

ΑΝΑΦOΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡO 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

             

                        T. T. V.

Αιτήτρια

                          Και

 

      Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω

1. Υπουργού Εσωτερικών

2. Διευθυντή Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης 

                                                      Καθ' ων η Αίτηση

 

......... 

 

Χρίστος Χριστούδιας, Δικηγόρος για Νίκο Α. Λοίζου & Χρίστο Γ. Χριστούδια, για Αιτήτρια

Παντελής Κωνσταντίνου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.

                                               

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Φ. Καμένος, ΔΔΔ.: Με την παρούσα προσφυγή της η Αιτήτρια αξιώνει:

 

«Δήλωση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η απόφαση και ή πράξη των Καθ’ ων η Αίτηση για απόρριψη της αίτησης, για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας με πολιτογράφηση για τους λόγους που αναφέρονται στην επιστολή του Αν. Διευθυντή Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης με αριθμό Β8-01929, ημερομηνίας 15/12/2020, που κοινοποιήθηκε στην Αιτήτρια και έλαβε γνώση κατά την 22/12/2020, για όλους τους νομικούς λόγους που αναφέρονται πιο κάτω και για κάθε ένα ξεχωριστά, είναι άκυρη, παράνομη, αντισυνταγματική και εστερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος. Η επίδικη πράξη-απόφαση επισυνάπτεται σαν ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α».

 

Τα γεγονότα, ως προκύπτουν από την Ένσταση των Καθ’ ων η αίτηση και δεν αμφισβητούνται είναι τα ακόλουθα:

 

Η Αιτήτρια είναι υπήκοος του Βιετνάμ και αφίχθηκε στην Κυπριακή Δημοκρατία την 07.04.2008 με άδεια εισόδου δια σκοπούς εργασίας ως Οικιακή Βοηθός.

 

Ακολούθως, το Τμήμα Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, εξέδωσε άδεια προσωρινής παραμονής και εργασίας της Αιτήτριας ως οικιακής βοηθού, με ισχύ μέχρι και την 13.04.2012.

 

Κατά την 12.12.2008, η Αιτήτρια υπέβαλε Αίτηση Ασύλου στην αρμόδια υπηρεσία και η σχετική συνέντευξη για την εξέταση της εν λόγω αίτησης, έλαβε χώρα την 09.02.2009.

 

Κατά την 09.11.2009, η Αιτήτρια τέλεσε πολιτικό γάμο με Κύπριο υπήκοο (κάτοχο και ελληνικής υπηκοότητας) και την αμέσως επόμενη ημέρα, δηλαδή την 10.11.2009 αποτάθηκε στο Τμήμα για διευθέτηση της παραμονής της ως σύζυγος Κύπριου υπηκόου.

 

Έκτοτε, το Τμήμα, εξέδωσε και ανανέωνε την Άδεια προσωρινής παραμονής και εργασίας της Αιτήτριας ως συζύγου Κύπριου υπηκόου.

 

Κατά την 11.05.2018, η Αιτήτρια υπέβαλε αίτηση για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας με Πολιτογράφηση.

 

Το Τμήμα, κατόπιν της έρευνας που διεξήγαγε και της ετοιμασίας σχετικής έκθεσης[1] στην οποία συμπεριλήφθηκε και η προσωπική συνέντευξη της Αιτήτριας ημερομηνίας 19.07.2019 (Ερ. 270-259, η οποία εφεξής θα αναφέρεται ως η «Έκθεση»), ενημέρωσε την Αιτήτρια με επιστολή ημερομηνίας 15.12.2020 ότι η εν λόγω αίτηση της, απορρίφθηκε από τον Υπουργό Εσωτερικών με την αιτιολογία ότι  διαπιστώθηκε η εκ μέρους της Αιτήτριας, υποβολή καταχρηστικής Αίτησης Ασύλου καθώς και η παράνομη εργοδότηση της κατά την διάρκεια εξέτασης της αίτησης της Ασύλου, πράξεις που καταδεικνύουν μη τήρηση των νόμων και έλλειψη σεβασμού προς τη Δημοκρατία. Την εν λόγω πράξη προσβάλλει με την παρούσα προσφυγή της η Αιτήτρια.

 

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος για την Αιτήτρια εγείρει και αναπτύσσει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση του Περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου του 2002 (Ν. 141(I)/2002) (εφεξής ο «Νόμος») καθότι υπογράφτηκε από αναρμόδιο όργανο αλλά και σε αντίθεση με το άρθρο 111 και τον Τρίτο Πίνακα του Νόμου, ως είχε τότε, ότι επίσης (και περαιτέρω) ότι εκδόθηκε κατά παράβαση των άρθρων 17, 24, 26-28, 38, 45,46, 48, 50, 51 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(1)/1999) και ιδίως καθότι είναι αναιτιολόγητη, προϊόν κατάχρησης εξουσίας, κακής πίστης και μη χρηστής διοίκησης, ότι  ελλείπει το περί της έκδοσής της δέον πρακτικό και ότι οι Καθ’ ων η αίτηση έλαβαν υπόψη τους εξωγενή κριτήρια προς απόρριψη της αίτησης της Αιτήτριας.

 

Από την άλλη μεριά, ο ευπαίδευτος συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση, υπεραμύνεται της νομιμότητας της προσβαλλόμενης πράξης εγείροντας παράλληλα προδικαστική ένσταση ότι η προσφυγή είναι εκπρόθεσμη.

 

Με ιδιαίτερη προσοχή μελέτησα τους εκατέρωθεν ισχυρισμούς, ως αναλύονται στις ικανές αγορεύσεις των ευπαιδεύτων δικηγόρων των διαδίκων. 

 

Προφανώς και η εξέταση της προδικαστικής ένστασης προέχει. Ως διαπιστώνεται από τις ημερομηνίες, οι οποίες καταγράφονται στα έγγραφα του διοικητικού φακέλου, η επιστολή, με την οποία γνωστοποιήθηκε η απόρριψη του αιτήματος της Αίτητριας, φέρει ημερομηνία 15.12.2020. Οι 75 ημέρες ξεκινώντας από την επομένη της ημερομηνίας αυτής, εκπνέει στις 28.02.2021 ημέρα Κυριακή. Η προσφυγή καταχωρήθηκε, την αμέσως επόμενη ημέρα, την 01.03.2021.

 

Η Νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου (The Holy See of Kitium and the Municipal Council of Limassol, 1 R.S.C.C., Φωτιάδης Φώτος κ.α ν. Θεατρικού Oργανισμού Kύπρου κ.α (1990) 3 ΑΑΔ 2079, Κυπριακό Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, Κ. Παρασκευά, 2020, σελ. 174, παράγραφος 181, υποσημ. 636) έχει επιβεβαιώσει την εφαρμογή του άρθρου 31 του περί Ερμηνείας Νόμου Κεφ. 1 στον τρόπο υπολογισμού της προθεσμίας του Άρθρου 146(3) του Συντάγματος. Συνεπώς, δυνάμει του εδαφίου (β) του άρθρου 31 του Κεφ. 1[2], η καταχώριση της προσφυγής στις 01.03.2021, η οποία είναι η αμέσως επόμενη της τελευταίας ημέρας της προθεσμίας που όμως είναι Κυριακή, ήταν εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας των 75 ημερών.

 

Σημειώνω βέβαια περαιτέρω, ότι τα ανωτέρω ισχύουν εφόσον ληφθεί υπόψη η 15η Δεκεμβρίου 2020 ως ημερομηνία λήψης γνώσης της επιστολής ημερομηνίας 15.12.2020. Από το ευρετήριο του διοικητικού φακέλου φαίνεται ότι δεν εστάλη ή εδόθη στην Αιτήτρια στις 15.12.2020 αλλά μεταγενέστερα. Συγκεκριμένα, στη σχετική εγγραφή του ευρετηρίου, πλησίον αριστερά της αναφοράς «Προς κα Tχχχ Tχχ Vχ 15/12/20» και του αριθμού ερυθρού «271» (το οποίο αντιστοιχεί στην επιστολή ημερομηνίας 15.12.2020), υπάρχει η ημερομηνία «17/12/20» και μονογραφή. Από αυτό διαπιστώνω ότι η επιστολή ημερομηνίας 15.12.2020 εδόθη ή, ως συνήθως, εστάλη ταχυδρομικώς στην Αιτήτρια στις 17.12.2020 και άρα η Αιτήτρια έλαβε γνώση ακόμα μεταγενέστερα.

 

Συνεπώς με τα  ως άνω δεδομένα, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η προσφυγή της Αιτήτριας καταχωρήθηκε εντός της 75ήμερης προθεσμίας και είναι παραδεκτή, ως εκ τούτου και η προδικαστική ένσταση απορρίπτεται.

 

Περνώντας στην ουσία  των λόγων ακύρωσης, θεωρώ σκόπιμο να εξετάσω πρώτα τους ισχυρισμούς περί αναρμοδιότητας και πλημμελούς πρακτικού.

 

Η Αιτήτρια ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη εξεδόθη, όχι από τον αρμόδιο Υπουργό αλλά από λειτουργό (γραφέα) των Καθ’ ων η αίτηση. Στηρίζει τον ισχυρισμό αυτό στο γεγονός ότι την Έκθεση προς τον Υπουργό (Ερ. 270-259), υπογράφει η λειτουργός εξέτασης (λειτουργός που φαίνεται ότι έλαβε την προσωπική συνέντευξη της Αιτήτριας) και λειτουργός ελέγχου και εκεί (στην Έκθεση) περιέχεται η εισήγηση προς τον Υπουργό για απόρριψη της αίτησης της Αιτήτριας.

 

Η εν λόγω Έκθεση είναι συνημμένη σε επιστολή του Τμήματος προς τον Υπουργό ημερ. 03.11.2020, στην οποία καταγράφονται διάφορες ομάδες αιτητών πολιτογράφησης περιλαμβανομένης της Αιτήτριας με την εκάστοτε εισήγηση του Τμήματος για έγκριση ή απόρριψη της κάθε ομάδας αιτητών. Άνωθεν της επιστολής αναγράφεται χειρόγραφα η λέξη «Έγκριση» πλησίον της υπογραφής του Υπουργού καθώς και η μονογραφή πλησίον έκαστης ομάδας περιπτώσεων, όπου προτείνεται από το Τμήμα η έγκριση ή απόρριψη της αντίστοιχα. Η Αιτήτρια εν προκειμένω θεωρεί ότι η εν λόγω υπογραφή δεν ανήκει στον Υπουργό αλλά σε άλλο πρόσωπο, το οποίο έλαβε την απόφαση αναρμοδίως. Επιπροσθέτως και πέραν τούτου, ο ευπαίδευτος συνήγορος της θέτει ότι η μονολεκτική αναφορά άνωθεν «έγκριση» με τη σχετική υπογραφή και  τις μονογραφές πλησίον της κάθε ομάδας περιπτώσεων, δεν είναι επαρκές ως πρακτικό της προσβαλλόμενης.

 

Στην πρόσφατη απόφασή μου στην Πρ. Αρ. 1260/2019 Μ.Β ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπουργού Εσωτερικών κ.α ημερ. 08.02.2024, με παραπομπή σε συνεπή νομολογία του Διοικητικού Δικαστηρίου[3], απέρριψα αντίστοιχους ισχυρισμούς της εκεί αιτήτριας. Το ίδιο θα πράξω και εδώ. Η μονολεκτική αντίστοιχα απόρριψη ή έγκριση της εισήγησης των λειτουργών μέσω της υπογραφής του Υπουργού, ήταν επαρκής απόδειξη ότι ο Υπουργός, ως αρμόδιο όργανο, εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη απόρριψης αιτήματος πολιτογράφησης. Η εν λόγω καταγραφή απέδειξε τόσο την άσκηση της αρμοδιότητας όσο και την τυπική (εξ απόψεως δέοντος πρακτικού) νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης.

 

Περαιτέρω θεωρώ ότι ουδέν μεμπτόν υπήρξε στην εμπλοκή, στην διαδικασία αξιολόγησης και ετοιμασίας της Έκθεσης, λειτουργών των Καθ’ ων η αίτηση και συγκεκριμένα στην εξέταση από ένα λειτουργό των Καθ΄ ων η αίτηση και τον έλεγχο από άλλον, η οποία εισηγήθηκε στον Υπουργό την απόρριψη της αίτησης και λήψη τελικής απόφασης από τον Υπουργό.

 

Ως εκ τούτου οι σχετικοί ισχυρισμοί της Αιτήτριας περί αναρμοδιότητας του εκδόντος της προσβαλλόμενη πράξη οργάνου και πλημμελούς πρακτικού απορρίπτονται.

 

Περνώντας στους υπόλοιπους λόγους ακύρωσης, και κατόπιν ελέγχου του διοικητικού φακέλου, ο οποίος κατατέθηκε κατά τις διευκρινίσεις,  σε συνάρτηση με τα επιχειρήματα των μερών καταλήγω στα ακόλουθα:

 

Ως αναφέρθηκε κατά την παράθεση των γεγονότων, στην επιστολή ημερομηνίας 15.12.2020 αναφέρθηκε ότι η αίτηση της Αιτήτριας απορρίφθηκε με την αιτιολογία ότι διαπιστώθηκε η εκ μέρους της, υποβολή καταχρηστικής Αίτησης Ασύλου καθώς και η παράνομη εργοδότηση της κατά την διάρκεια εξέτασης της εν λόγω αίτησης ασύλου, πράξεις που καταδεικνύουν μη τήρηση των νόμων και έλλειψη σεβασμού προς τη Δημοκρατία.

 

Το πιο πάνω συμπέρασμα, είχε διατυπωθεί με μεγαλύτερη επεξήγηση στην Έκθεση, στην οποία περιέχεται η εισήγηση για απόρριψη της αίτησης, και αναφέρεται (Ερ. 264) ότι η Αιτήτρια:

 

 «προσπάθησε να ή/και εξαπάτησε τις αρχές. Συγκεκριμένα αφίχθηκε πρώτη φορά στην Κύπρο στις 23.04.2008 για να εργαστεί ως οικιακή βοηθός και της παραχωρήθηκε άδεια προσωρινής παραμονής μέχρι 13.04.2012 Ερ. 55. Στις 12.12.2008 αιτήθηκε πολιτικό άσυλο Ερ. 58 κατά την διάρκεια της παραμονής της ενώ εργαζόταν σε περίπτερο χωρίς άδεια του Λειτουργού Μετανάστευσης γνώρισε τον κον Δχχχχχχ Κχχχχχχχχ κάτοχο Ελληνικής και Κυπριακής Ιθαγένειας με τον οποίο τέλεσε πολιτικό γάμο στις 09.11.2009 Ερ. 85. Στις 11.11.2009 απέσυρε το αίτημα της για άσυλο αφού 10.11.2009 αιτήθηκε για άδεια παραμονής ως μέλος οικογένειας κυπρίου. Έκτοτε διαμένει Κύπρο και κατόπιν διαδοχικών αιτήσεων της παραχωρείται άδεια παραμονής. Από ελέγχους που έγιναν από την Αστυνομία το 2011 Ερ 93-89, το 2012 Ερ. 111 το ζεύγος εντοπίστηκε να διαμένει μαζί. Έγινε όμως αναφορά ότι λόγω της διαφοράς ηλικίας και το γεγονός ότι δεν υπάρχει κοινή γλώσσα επικοινωνίας θεωρούν ότι ο γάμος είναι ευκαιριακός για να εξυπηρετεί τα συμφέροντα και των δύο. Όμως ο γάμος τους υφίσταται μέχρι σήμερα. Όσο αφορά την γλώσσα επικοινωνίας μιλούσε μέτρια ελληνική γλώσσα στη συνέντευξη στην οποία παρευρέθηκε και ο σύζυγός της.

 

Συμπέρασμα: Καταχρηστική αίτηση ασύλου λίγους μήνες μετά την άφιξή της στη Κύπρο.

 

Παράνομη εργασία ενώ ήταν αιτήτρια ασύλου και θα μπορούσε να εργάζεται σε συγκεκριμένες εργασίες μόνο»

 

Στο Ερ. 259, το οποίο καταγράφει τα σχόλια της λειτουργού κατόπιν της συνέντευξης, αναφέρει ότι «Στη συνέντευξη συνοδεύτηκε από τον σύζυγό της ο οποίος είναι ελληνικής καταγωγής με κυπριακή υπηκοότητα. Ανέφερε ότι εργάστηκε για 15 χρόνια στην Κύπρο και έχει σύνταξη από την Κύπρο και Ελλάδα. Η γνωριμία με την αλλοδαπή έγινε το 2008 σε περίπτερο της Λ/σίας (όπου ευρίσκετο για εργασία και είχε αίτημα για άσυλο)».

 

Ανατρέχοντας λοιπόν στα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, δεν μπορώ να εντοπίσω επαρκές υποστηρικτικό υπόβαθρο της ανωτέρω αιτιολογίας.

 

Συγκεκριμένα, ενώ στην Έκθεση αλλά και εντός των παρενθέσεων στα ανωτέρω σχόλια της λειτουργού κατόπιν της συνέντευξης γίνεται αναφορά ότι η Αιτήτρια εργαζόταν σε περίπτερο όσο ήταν αιτήτρια ασύλου, εντούτοις ουδέν έγγραφο εντός του φακέλου ανευρίσκεται, το οποίο να υποστηρίζει την καταγραφή αυτή, ούτε όμως και η ίδια η καταγραφή, είναι ευκρινής και επαρκώς αιτιολογημένη.

 

Καταρχάς, στα σχόλια της λειτουργού μετά το πέρας της συνέντευξης ότι η γνωριμία του ζεύγους έγινε σε περίπτερο στη Λευκωσία, η αναφορά (εντός παρενθέσεων)«(όπου ευρίσκετο για εργασία και είχε αίτημα για άσυλο)», ως έχει διατυπωθεί, εκτός από αόριστη, διαπιστώνεται να αποτελεί περισσότερο συμπέρασμα της λειτουργού παρά πληροφορία, η οποία λήφθηκε από τα πρόσωπα που έδωσαν την συνέντευξη. Άλλωστε καταγράφεται ως σχόλιο μετά (όχι πριν) τις υπογραφές των συνεντευξιαζομένων (Αιτήτριας και συζύγου), συνεπώς διατηρώ αμφιβολία ως προς το αν αυτοί είχαν γνώση ή συμφωνήσει με την καταγραφή αυτή. Περαιτέρω βέβαια και η αναφορά σε «όπου ευρίσκετο για εργασία» είναι και η ίδια εγγενώς αόριστη εφόσον δεν μπορεί να διαπιστωθεί κατά πόσο εργαζόταν στο περίπτερο ή βρισκόταν εκεί στα πλαίσια της νόμιμης εργασίας της ως οικιακής βοηθού για να εκτελέσει κάποιο καθήκον (πχ αγορά προϊόντος) που της ανέθεσε ο νόμιμος εργοδότης της.

 

Περαιτέρω όμως και πιο σημαντικά, από τον διοικητικό φάκελο προκύπτει ότι το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα του έτους 2008 η Αιτήτρια εργαζόταν ως οικιακή βοηθός με τον εργοδότη, ο οποίος την είχε φέρει στη Δημοκρατία περί τον Απρίλιο 2008. Τότε η Αιτήτρια είχε νόμιμη παραμονή στη Δημοκρατία ως εργοδοτούμενη οικιακή βοηθός με άδεια που ίσχυε μέχρι τις 13.04.2012 (ερ. 55). Στο ερ. 57, που είναι η επιστολή της υπηρεσίας ασύλου προς την Αιτήτρια, προκύπτει ότι η αίτηση ασύλου καταχωρήθηκε στο τέλος του 2008, στις 12.12.2008 και στο Ερ. 61, καταγράφεται ότι στις 16.12.2008 το προηγούμενο καθεστώς της αιτήτριας, προφανώς ως εργοδοτούμενη οικιακή βοηθός, ακυρώνεται.

 

Ως προκύπτει από τα γεγονότα στην Ένσταση και επιβεβαιώνεται από τον διοικητικό φάκελο, από το 2009 που η αιτήτρια παντρεύτηκε τον σύζυγό της λάμβανε διαρκώς άδεια παραμονής ως σύζυγος ευρωπαίου υπηκόου. Και εντός του 2009, μόλις παντρεύτηκε, απέσυρε την αίτηση ασύλου της.

 

Τα πρώτα στοιχεία του διοικητικού φακέλου που καταγράφουν την Αιτήτρια ως εργοδοτούμενη σε περίπτερο είναι πολύ μεταγενέστερα, και αφορούν το έτος 2011 και εντεύθεν (Ερ. 93, Ερ. 109, Ερ. 110, Ερ. 126). Ουδέν έγγραφο ανευρίσκεται εντός του φακέλου, το οποίο να αναφέρει ότι διαπιστώθηκε η Αιτήτρια να ήταν εργοδοτούμενη σε περίπτερο το έτος 2008.

 

Ούτε τα Ερ. 132, 137, 138, 140, 150, τα οποία είναι καταστάσεις αποδοχών ή λεπτομέρειες ασφαλιστικού λογαριασμού της Αιτήτριας, αναδεικνύουν άλλη εικόνα. Μάλιστα, στο Ερ. 137 φαίνεται  η Αιτήτρια να έχει ασφαλιστικές μονάδες για το 2008 που όμως εργαζόταν νομίμως ως οικιακή βοηθός, ενώ το 2009, έτος που, μέχρι να αποσύρει την αίτησή της, ήταν αιτήτρια ασύλου παρουσιάζονται μηδενικές ασφαλιστικές μονάδες. Στην ίδια κατάσταση φαίνεται ότι το 2010 και 2012 παρουσιάζεται να έχει εκ νέου ασφαλιστικές μονάδες. Το ίδιο προκύπτει για το 2013 (ερ. 138) και το 2014 (ερ. 150).

 

Φυσικά και η μη πληρωμή κοινωνικών ασφαλίσεων δεν αποδεικνύει κατ’ ανάγκην ότι η Αιτήτρια δεν είχε εργαστεί, όμως από τα ως άνω έγγραφα, στα οποία παρέπεμψα αλλά και από την απουσία άλλων που να υποστηρίζουν το συμπέρασμα των Καθ’ ων η αίτηση, δημιουργούνται εύλογες αμφιβολίες ως προς την αιτιολογία της προσβαλλόμενης πράξης, η οποία εκ των πραγμάτων είναι ελλειμματική και σε δυσαρμονία με τα στοιχεία του φακέλου.

 

Έχει δε νομολογιακά καθοριστεί ότι δεν είναι καν έργο του Δικαστηρίου, μέσα από τον όγκο εγγράφων, να ανευρίσκει ή να συμπληρώνει μια κατά τα άλλα αόριστη αιτιολογία. Στην απόφαση  Αρ. 17/2021 Janelidze v. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Διευθυντή Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, Έφεση κατά απόφασης Δ.Δ.Δ.Π. ημερ. 21/9/2021 με αναφορά στην πάγια επί του θέματος νομολογία (Ι.Γ. Μακρή Κτηματική Λτδ ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 56,  Συμεωνίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 145 ) αναφέρθηκε (η έμφαση και υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου):

 

«Το Δ.Δ.Δ.Π. εξέτασε το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου για να διαπιστώσει κατά πόσο εντοπίζονταν στοιχεία από τα οποία μπορούσε να συμπληρωθεί η ελλιπής αιτιολογία της απόφασης για την κράτηση του Εφεσείοντα.  Για την εξουσία του αυτή παρέπεμψε στο άρθρο 29 του Ν.158(Ι)/1999 και στις αποφάσεις Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270 και Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 3(Β) Α.Α.Δ. 1175.

 

Στην Singh υιοθετείται το απόσπασμα που ακολουθεί από την Συμεωνίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 145, 168-9:

 

«Υπάρχει αυτή η δυνατότητα όταν τα στοιχεία αυτά είναι σαφώς και αρρήκτως συνδεδεμένα με τη ληφθείσα απόφαση έτσι που να μπορεί να λεχθεί ότι βρίσκονται αναπόφευκτα πίσω της. Αν δηλαδή καταδεικνύουν αναμφίβολα και αναντίλεκτα τους λόγους που οδήγησαν στην απόφαση. (Βλ. Vassiliou v. Republic (1982) 3 C.L.R. 220, Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 185). Επίσης δεν είναι έργο του Δικαστηρίου η πρωτογενής αξιολόγηση των στοιχείων του φακέλου "για να κρίνει αν η απόφαση του διοικητικού οργάνου ήταν, παρά την αόριστη ή ελλιπή αιτιολογία λογικά εφικτή". (Βλ. την απόφαση της Ολομέλειας Ι.Γ. Μακρή Κτηματική Λτδ ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 56)».(βλ. ακόμα Χρυσάρης Λτδ ν. Κυπριακή Δημοκρατία, Αναθ. Έφ. Αρ.141/2014, ημερ. 10/5/2021, ECLI:CY:AD:2021:C186, ECLI:CY:AD:2021:C186)».

 

Περαιτέρω όμως, και το σκέλος της αιτιολογίας των Καθ’ ων η αίτηση, το οποίο θεωρεί ως καταχρηστική την αίτηση ασύλου της Αιτήτριας, κρίνω ότι, υπό τις περιστάσεις, πάσχει. Ως ανέφερα, όταν η Αιτήτρια  υπέβαλε την αίτηση ασύλου είχε νόμιμη παραμονή στη Δημοκρατία. Μάλιστα είχε δικαίωμα να παραμείνει και εργάζεται στη Δημοκρατία έως τις 13.04.2012 (ερ. 55). Συνεπώς δεν μπορώ να αντιληφθώ, ούτε άλλωστε οι Καθ’ ων η αίτηση αιτιολογούν, για ποιον λόγο θεωρήθηκε ως καταχρηστική η υποβολή της αίτησης δεδομένου ότι όταν η Αιτήτρια την υπέβαλε, είχε δικαίωμα νόμιμης παραμονής στη Δημοκρατία.

 

Το αν, από την άλλη μεριά, απέσυρε την εν λόγω αίτηση μετά το γάμο της με τον σύζυγό της, γάμος που σημειώνω, 10 έτη μετά, κατά τον χρόνο εξέτασης της αίτησης για πολιτογράφηση ήταν ακόμα υπαρκτός με ενεργή συμμετοχή του συζύγου της Αιτήτριας στην προώθηση της αίτησής της, είναι θεωρώ, υπό τις ως άνω εκτεθείσες περιστάσεις της παρούσας, γεγονός ανεπαρκές να στηρίξει οποιοδήποτε εύρημα καταχρηστικής, πόσο μάλλον παράνομης, ενέργειας εκ μέρους της Αιτήτριας. Σε κάθε δε περίπτωση, ούτε περί αυτού προσφέρεται επαρκής αιτιολόγηση εκ μέρους των Καθ’ ων η αίτηση ώστε να γίνεται κατανοητό το εύρημά τους περί καταχρηστικότητας.

 

Δεδομένων όσων ανέφερα πιο πάνω, αποδέχομαι τον ισχυρισμό της Αιτήτριας ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιτιολόγητη ως εκ τούτου αυτή ακυρώνεται με 1.800 ευρώ πλέον ΦΠΑ έξοδα υπέρ της Αιτήτριας και εναντίον των Καθ’ ων η αίτηση.

 

Φ. Καμένος, ΔΔΔ



[1] Η έκθεση φέρει υπογραφή της λειτουργού εξέτασης ημερομηνίας 19.07.2019 και της λειτουργού ελέγχου 26.10.2020.

[2] Το εν λόγω εδάφιο προβλέπει:

«αν η τελευταία ημέρα της περιόδου είναι Κυριακή ή δημόσια αργία (οι οποίες ημέρες αναφέρονται στο άρθρο αυτό ως “εξαιρούμενες ημέρες”) η περίοδος θα περιλαμβάνει την επόμενη ημέρα η οποία δεν είναι εξαιρούμενη ημέρα»·

 

[3] Πρ. Αρ. 475/2019 Arzumanyan ν. Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Υπουργού Εσωτερικών κ.α. ημερ. 14/3/2022 (Καλλίγερου, ΠΔΔ ως ήταν τότε), Πρ. Αρ. 749/2019 Alarcon ν. Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Υπουργού Εσωτερικών κ.α. ημερ. 29/3/2022 (Ευσταθίου- Νικολετοπούλου, ΔΔΔ ως ήταν τότε), Πρ. Αρ. 1514/2019 Cabardo ν. Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Υπουργού Εσωτερικών κ.α., ημερ. 06/05/2022 (Κωμοδρόμος, ΔΔΔ ως ήταν τότε), Πρ. Αρ. 232/2020 Mendis Hewa ν. Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Υπουργού Εσωτερικών κ.α., ημερ. 11/5/2022  (Γαβριήλ, ΔΔΔ).


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο