ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ 

                                                                Υπόθεση Αρ. 25/2024 (Κ)

 

                                                  9 Φεβρουαρίου, 2024

 

                                             [Λ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ.]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

A. J. από το Πακιστάν

                                                                                                                      Αιτητής,

                             v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

1.   ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, 2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ

 

                                                                                 Καθ' ων η Αίτηση

 

 

Χρ. Π. Χριστοδουλίδης, δικηγόρος για τον Αιτητή.

 

Τ. Ιακωβίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, δικηγόρο για τους Καθ' ων η αίτηση.

 

 ___________________

 

                                                

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Λ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ.:

Ο αιτητής με την παρούσα προσφυγή στρέφεται κατά των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης του με ημερομηνία 28/11/2023.

Ως καταγράφεται στην Ένσταση των Καθ' ων η Αίτηση και προκύπτει από τα έγγραφα του διοικητικού φακέλου, τα σχετικά με την παρούσα υπόθεση γεγονότα έχουν ως ακολούθως:

 

Ο αιτητής, υπήκοος Πακιστάν με ημερομηνία γέννησης την 15/3/1991 υπέβαλε αίτημα στις 19/7/2018 για παροχή σ’ αυτόν διεθνούς προστασίας, το οποίο και απορρίφθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου στις 10/10/2018.  

 

Στις 21/8/2018 ο αιτητής τέλεσε γάμο με την E. C. ευρωπαία υπήκοο με καταγωγή από τη Ρουμανία, η οποία, ως προκύπτει από το φάκελο στο Ερυθρούν 123, εγκατέλειψε το έδαφος της Δημοκρατίας λίγες μέρες αργότερα. Στις 22/10/2018 ο αιτητής υπέβαλε αίτηση για έκδοση δελτίου διαμονής ως μέλος οικογένειας πολίτη της 'Ενωσης, η οποία απορρίφθηκε στις 18/09/2019.

 

Με σκοπό τον έλεγχο γνησιότητας του γάμου, η Αστυνομία προέβη σε έρευνα και ετοίμασε σχετική Έκθεση ημερ. 6/2/2019, όπου αναφέρεται ότι το ενοικιαστήριο έγγραφο το οποίο υποβλήθηκε από τον αιτητή (Ερ. 69 και 121), ήταν εξολοκλήρου πλαστό έγγραφο, ενώ η δηλωθείσα διεύθυνση διαφάνηκε ότι ήταν κενό οικόπεδο. Περαιτέρω αναφέρεται ότι, ως δήλωσε ο ίδιος ο αιτητής μέσω τηλεφώνου, πλέον διέμενε στη Πάφο, χωρίς να αποκαλύπτει τη διεύθυνση του δηλώνοντας ότι δεν τη θυμάται. Όπως καταγράφεται στην έκθεση, μεταφέροντας δηλώσεις του αιτητή, ουδέποτε υπήρξε συμβίωση με την ευρωπαία υπήκοος, ενώ αυτή επέστρεψε στη πατρίδα της λίγο μετά τη τέλεση του γάμου χωρίς ο ίδιος να γνωρίζει αν θα επιστρέψει η σύζυγος του στη Κύπρο. Στις 6/2/2020 τα στοιχεία του αιτητή καταχωρήθηκαν στον κατάλογο αναζητούμενων προσώπων.

 

Στις 5/10/2020, ο αιτητής υπέβαλε άλλη αίτηση για έκδοση δελτίου διαμονής ως μέλος οικογένειας πολίτη της Ένωσης η οποία επίσης απορρίφθηκε, στις 27/9/2022.

 

Όπως προκύπτει από επιστολή της Αστυνομίας, ο αιτητής φαίνεται να διατηρούσε 2 διοικητικούς φακέλους και 2 μοναδικούς αριθμούς εγγραφής ARC. Από έλεγχο που έγινε, διαπιστώθηκε ότι, ο αιτητής υπέβαλε αίτηση στις 22/8/2018 ως μέλος οικογένειας πολίτη της Ένωσης με αριθμό ARC 55127130 που αντιστοιχεί στον φάκελο Α18-07275. Στις 3/10/2018 προσήλθε στην ΥΑΜ και εξασφάλισε νέο ARC με αριθμό εγγραφής 5794739 που αντιστοιχεί στον φάκελο F18-01547. Στην αίτηση του ημερομηνίας 5/10/2020 χρησιμοποίησε το ARC 55127130 που αντιστοιχεί στον φάκελο Α18-07275. Στις 31/8/2021 όταν επισύναψε το έγγραφο του αλλαγής Διεύθυνσης χρησιμοποίησε ARC με αριθμό εγγραφής 5794739 που αντιστοιχεί στον φάκελο F18-01547. Σημειώνεται ότι ο αιτητής σε κανένα στάδιο δεν ενημέρωσε το Τμήμα για την ύπαρξη 2 φακέλων και 2 ARC.

Ως προκύπτει από το διοικητικό φάκελο, ο αιτητής σε όλες τις αιτήσεις του προς τη κυπριακή πολιτεία δήλωνε διαφορετικές ή ακόμα όπως διαπιστώθηκε από την αστυνομία και ψευδείς διευθύνσεις. Ειδικότερα κατά την υποβολή της αίτησης του για εξασφάλιση διεθνούς προστασίας δήλωσε διεύθυνση διαμονής στη Πάφο (Ερ. 78 και 130), ακολούθως κατά τη τέλεση του γάμου του στο Δήμο Αραδίππου με την ευρωπαία υπήκοο δήλωσε κοινή διεύθυνση στην οδό Νεοπτολέμου στη Λευκωσία (Ερ. 73 και 125) όπου η αστυνομία διαπίστωσε ότι ουδέποτε διέμενε (Ερ. 25, 66 και 116), με την πρώτη αίτηση του για άδεια διαμονής ως σύζυγος ευρωπαίας υπηκόου δήλωσε διεύθυνση στην οδό Βασιλίσσης Όλγας αρ. 12Α στην Ακρόπολη Λευκωσίας (Ερ. 78 και 130) όπου το ενοικιαστήριο έγγραφο το οποίο υποβλήθηκε (Ερ. 69 και 121), ήταν εξολοκλήρου πλαστό έγγραφο ενώ η δηλωθείσα διεύθυνση διαφάνηκε ότι ήταν κενό οικόπεδο, ενώ με την δεύτερη αίτηση του για άδεια διαμονής ως σύζυγος ευρωπαίας υπηκόου δήλωσε διεύθυνση στην οδό Ανθεμίου στη Λευκωσία (Ερ. 65 και 117).

 

Ο αιτητής, στις 27/11/2023 συνελήφθη στο Παραλίμνι για παράνομη παραμονή στην Δημοκρατία. Περαιτέρω εναντίον του εκκρεμούσε η ποινική υπόθεση 1693/19 που αφορούσε το αδίκημα εξασφάλισης εγγραφής με ψευδείς παραστάσεις. Στις 28/11/2023 η υπόθεση διαβιβάσθηκε ενώπιον της Νομικής Υπηρεσίας όπου δόθηκαν οδηγίες όπως ο αιτητής δεν διωχθεί ποινικά, αλλά να απελαθεί.

Στις 28/11/2023, δυνάμει του άρθρου 14 του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, εκδόθηκαν διατάγματα απέλασης και κράτησης του αιτητή, κατά των οποίων καταχωρήθηκε η παρούσα υπόθεση ενώπιον του Δικαστηρίου.

 

Ως ισχυρίζεται ο αιτητής, η απόφαση ημερομηνίας 27/09/2022 με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση του για δελτίο διαμονής, του κοινοποιήθηκε μετά την σύλληψη του, στις 20/12/2023, μέσω της Ένστασης της Δημοκρατίας σε άλλη προσφυγή ενώπιον του Δ. Δικαστηρίου (Υπόθεση αρ. 2039/23 η οποία απεσύρθη στις 26/1/2024). Σχετικά, ως προκύπτει από το σχετικό φάκελο (Ερ.138 - 159), την 1/12/2023 ο αιτητής κατέθεσε ιεραρχική προσφυγή δυνάμει του άρθρου 32Α του Ν.7(Ι)/2007 προσβάλλοντας την απόφαση με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση του ημερομηνίας 05/10/2020. Απορριπτική απόφαση της ιεραρχικής προσφυγή απεστάλη στον δικηγόρο του αιτητή με επιστολή ημερομηνίας 22/01/2024.

 

Ο δικηγόρος του αιτητή, με αναφορές στα γεγονότα τα οποία περιεγράφηκαν ανωτέρω, προβάλει και άλλους ισχυρισμούς γεγονότων. Ωστόσο, ισχυρισμοί οι οποίοι δεν υποστηρίζονται από το περιεχόμενο του σχετικού διοικητικού φακέλου, ουδόλως θα απασχολήσουν το Δικαστήριο. Ως έχει πολλάκις νομολογηθεί, η αγόρευση σε υποθέσεις διοικητικού δικαίου δεν είναι μέσο για θεμελίωση πραγματικών δεδομένων και περαιτέρω, δεν είναι επιτρεπτή η προσαγωγή μαρτυρίας χωρίς την άδεια του Δικαστηρίου, κάτι το οποίο δεν έχει επιτραπεί.

 

Ο αιτητής, ως καταγράφει στη προσφυγή του και προωθεί με την γραπτή αγόρευση του δικηγόρου του, προβάλει ότι (αντιγράφω ακριβές απόσπασμα από την γραπτή του αγόρευση), « Στην ουσία η προσφυγή του Αιτητή στρέφεται εναντίον της απόφασης ημερομηνίας 28/11/2023 με την οποία κηρύχθηκε ως απαγορευμένος μετανάστης ενώ η απόφαση ημερομηνίας 27/09/2022 με την απορρίφθηκε η αίτηση του για δελτίο διαμονής του κοινοποιήθηκε στις 20/12/2023 μέσω της ένστασης της Δημοκρατίας μέτα την σύλληψη του. Περαιτέρω την 01/12/2023 ο Αιτητής κατάθεσε ιεραρχική προσφυγή δυνάμει του άρθρου 32 Α του Ν.7(Ι)/2007 προσβάλλοντας την απόφαση άγνωστης ημερομηνίας με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση του ημερομηνίας 05/10/2020. (Παράρτημα 9 της ένστασης). Συνακόλουθα στις 20/12/2023 κοινοποιήθηκε η αιτιολογημένη απόφαση του Τμήματος ημερομηνίας 27/09/2022 με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση ημερομηνίας 05/ 10/2020 και στις 02/01/2024 ο Αιτητή κατάθεσε ιεραρχική προσφυγή προσβάλλοντας την εν λόγω απόφαση, (παράρτημα Η της αίτησης του).»

 

Αυτό που κυρίως υποστηρίζει ο αιτητής, είναι ότι έλαβε γνώση για την απόρριψη της αίτησης του ημερ. 05/10/2020 για έκδοση δελτίου διαμονής στις 27/09/2022, αφότου συνελήφθη στις 27/11/2023, και επειδή στη συνέχεια καταχώρησε ιεραρχική προσφυγή προσβάλλοντας την εν λόγω απόφαση ημερομηνίας, κατά τον δικηγόρο του η απόφαση «η διοικητική πράξη ημερομηνίας 28/11/2023 με την οποία εκδόθηκαν διατάγματα κράτησης και απέλασης καθίσταται παράνομη και πρόωρη».

 

Οι περαιτέρω αναφορές του αιτητή, αφορούν ισχυρισμούς για παραβίαση της αρχής της χρηστής διοίκησης εκ μέρους των Καθ΄ ων η Αίτηση, όπως και η θέση του ότι αυτός ακόμα διατηρεί δικαίωμα διαμονής δυνάμει του άρθρου 32 Α(6) του Νόμου 7(1)/2007 ως μέλος οικογένειας ευρωπαίου πολίτη, αφού όπως αναφέρει, «ουδέποτε καταχωρήθηκε αίτηση διαζυγίου από τον Αιτητή η την σύζυγο του και ως εκ τούτου ουδέποτε λύθηκε ο γάμος και βρίσκεται σε ισχύει και από την στιγμή που ουδέποτε διερευνήθηκε από την Συμβουλευτική Επιτροπή μέχρι σήμερα για να κριθεί ως εικονικός, συνεχίζει να παράγει έννομα αποτελέσματα και δίδει δικαίωμα στον Αιτητή νόμιμης παραμονής στη Δημοκρατία. Είναι η θέση του Αιτητή ότι στην περίπτωση του ως μέλος οικογένειας Ευρωπαίου πολίτη δεν εφαρμόζεται ο περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμος (Κεφ. 105), τον οποίον εφάρμοσαν οι Καθ' ων η αίτηση αλλά ο Νόμος 7(Ι)/2007, κατ' αναλογία σύμφωνα με τα νομολογία του Ανώτατου Δικαστηρίου.».

Τέλος, υποστηρίζει ότι παραβιάστηκε και το άρθρο 18 ΟΘ του ΚΕΦ 105 το οποίο αναφέρει ότι η απόφαση επιστροφής του προβλέπει κατάλληλο χρονικό διάστημα για την οικειοθελή αναχώρηση του, το οποίο παράνομα δεν του παραχωρήθηκε.  

 

Η δικηγόρος των Καθ’ ων η Αίτηση προβάλει ότι η απόφαση είναι καθόλα νόμιμη και ορθή και τεκμηριώνεται πλήρως από τον διοικητικό φάκελο. Με αναφορά πάντα στα γεγονότα που φαίνονται στην Ένσταση και περιλαμβάνονται στο οι δε ισχυρισμοί του δικηγόρου του αιτητή ως ανωτέρω, πέραν από αβάσιμοι, ουδόλως επηρεάζουν τη νομιμότητα των επίδικων διαταγμάτων και/ή ούτε αιτιολογούν την μη διευθέτηση της διαμονής του αιτητή στη Δημοκρατία.

Όπως τονίζει, επαναλαμβάνοντας τα περιστατικά τα οποία ακολούθησαν τον γάμο του αιτητή με την ευρωπαία υπήκοο, ουδέποτε δόθηκε δελτίο διαμονής ως μέλος οικογένειας πολίτης Ένωσης στον αιτητη, παρά τις προσπάθειες του. Η απόρριψη της αίτησης ημερ. 5/10/2020 όπως μπορεί να διαπιστωθεί από το σχετικό Παράρτημα 6 στην Ένσταση των Καθ’ ων η Αίτηση, στάλθηκε στις 27/9/2022 στην διεύθυνση η οποία είχε δηλωθεί στην αίτηση του ημερ. 5/10/2020. Ο αιτητής δεν καταχώρησε εμπρόθεσμη ιεραρχική προσφυγή και ως εκ τούτου παραμένει παράνομα στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας από τις 5/11/2022 ημερομηνία όπου παρήλθε η προθεσμία αναχώρησης του από τη Κυπριακή Δημοκρατία.

Με δεδομένα τα όσα προβάλει η ευπαίδευτη δικηγόρος των Καθ΄ων η Αίτηση, όπως διαπιστώνω ότι όντως επιβεβαιώνονται από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, θα εξετάσω την κύρια θέση την οποία προωθεί ο αιτητής ως προαναφέρθηκε.

Ο αιτητής υποστηρίζει ότι, από τη στιγμή που δεν έλαβε την απόφαση ημερομηνίας 27/09/2022 με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση του ημερομηνίας 05/10/2020 η οποία αποτελεί το νομιμοποιητικό υπόβαθρο της έκδοσης των προσβαλλόμενων διαταγμάτων, και ακολούθως όταν το πληροφορήθηκε μέσω δικαστικής διαδικασίας υπέβαλε ιεραρχική προσφυγή, τα διατάγματα αυτά είναι παράνομα.  

Σχετικά με το ζήτημα της αποστολής της απορριπτικής απόφασης στη δηλωθείσα διεύθυνση του αιτητή, παραπέμπω στην απόφαση της Α. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ - ΝΙΚΟΛΕΤΟΠΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ ημερ. 29/07/2016 στη Προσφυγή Αρ. 46/2013 ΗΟΑΙ ΤΗΙ LE και Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω της Διευθύντριας του Τμήματος Αλλοδαπών και Μετανάστευσης, όπου αναφέρθηκαν τα πιο κάτω:

«Από την έρευνα μου στον διοικητικό φάκελο, διαπίστωσα την ύπαρξη επιστολής ημερομηνίας 8/5/2012 (ερυθρό 57), υπογεγραμμένη από τον λειτουργό του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης κ. «Α. Χριστοδούλου για Διευθύντρια», απευθυνόμενη στην αιτήτρια, στην «οδό Αρσινόης 10, 1010, Λευκωσία». Στην εν λόγω επιστολή υπάρχει στο πάνω μέρος δεξιά η σημείωση «Sent by Post», με μονογραφή και ημερομηνία «8/5».

Η πιο πάνω διεύθυνση, είναι η ίδια την οποία η αιτήτρια δήλωσε στο έντυπο παραπόνου που υπέβαλε στις 12/1/2012 (ερυθρό 54). Έχω επίσης διαπιστώσει ότι στις 7/6/2012 (ερυθρό 61), η Υπηρεσία Αλλοδαπών και Μετανάστευσης, καταχώρησε τα στοιχεία της αιτήτριας στον κατάλογο αναζητουμένων προσώπων, σημειώνοντας ότι, η αλλοδαπή παραμένει στην Κύπρο παράνομα σε άγνωστη διεύθυνση και έπρεπε να γίνουν έρευνες για εντοπισμό της.

Η αιτήτρια δηλαδή, ένα περίπου μήνα μετά την συγγραφή της επιστολής ημερομηνίας 8/5/2012, είχε ήδη αλλάξει διεύθυνση διαμονής, αφού χαρακτηρίστηκε από την Υπηρεσία Αλλοδαπών και Μετανάστευσης ως αγνώστου διαμονής χωρίς να ενημερώσει τις αρχές, όπως είχε υποχρέωση για την οποιαδήποτε αλλαγή διαμονής της. Η υποχρέωση αυτή, προνοείται στον Κανονισμό 36 (ε) και (στ) των περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Κανονισμών του 1972 μέχρι 2013 (ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΤΡΙΤΟΝ, Δ.Π 242/72, ως αυτοί τροποποιήθηκαν), σύμφωνα με τις πρόνοιες του οποίου:

«36-( 1) Πας αλλοδαπός δέον όπως -

(α)     .....................

(ε) εάν πρόκειται να αλλάξη την διαμονήν αυτού, εφοδιάζη τον λειτουργόν καταγραφής της επαρχίας καταγραφής εν η τότε διαμένει με λεπτομέρειας αναφορικώς προς την ημερομηνίαν καθ' ην η διαμονή του πρόκειται να αλλαγή και αναφορικώς προς τον σκοπούμενον τόπον διαμονής αυτού.

(στ) αμα τη επιτεύξει αλλαγής διαμονής από μίαν επαρχίαν καταγραφής εις ετέραν, τότε εντός 5 ημερών από της αφίξεως αυτού εις την επαρχίαν καταγραφής εις ην μετακινείται, πληροφορή τον λειτουργόν καταγραφής της εν λόγω επαρχίας περί της αφίξεως του δια προσαγωγής του πιστοποιητικού εγγραφής αυτού εις τον υπεύθυνον αξιωματικόν του πλησιέστερου αστυνομικού σταθμού δι' αναγραφήν εν αυτώ της νέας αυτού διευθύνσεως».  Σχετικές επίσης είναι και οι αποφάσεις LILIEN KHISHIG JARGAL - ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, προσφυγή αρ. 144/2010, ημερομηνίας 12/3/2012, ΑΝΤΡΕΑΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ κ.ά ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, ECLI:CY:AD:2014:D438, υπόθεση αρ. 607/2012, ημερομηνίας 27/6/2014, ECLI:CY:AD:2014:D438. Συνεπώς η συμπεριφορά αυτή της αιτήτριας, η απόκρυψη δηλαδή σημαντικών στοιχείων που όφειλε εκ του Νόμου να δηλώσει, κάθε άλλο παρά καλόπιστη συμπεριφορά θα μπορούσε να χαρακτηριστεί.

 (…)

Λαμβάνοντας υπόψη ότι σύμφωνα με τη νομολογία μας (Βλ. Θεανώ Θεμιστοκλέους κ.ά ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2007)3 Α.Α.Δ 415, Katsiantonis ν. Frantzeskou (1981) 1 Α.Α.Δ 566), η πρόνοια στο άρθρο 2 του περί Ερμηνείας Νόμου Κεφ. 1 για «επίδοση με ταχυδρομείο», δεν επιβάλλει γενική υποχρέωση να είναι ασφαλισμένες οι επιστολές και δεδομένης της μη αμφισβήτησης της αιτήτριας για την ορθότητα της διεύθυνσης και τη μη επιστροφή της επιστολής, κατά τη κρίση μου η σημείωση στην εν λόγω επιστολή, ότι αυτή στάληκε στις 8/5/2012 με ταχυδρομείο, τεκμηριώνει ότι η επιστολή ταχυδρομήθηκε. Εξάλλου η αιτήτρια δεν έχει προσκομίσει οποιαδήποτε μαρτυρία που να ανατρέπει το τεκμήριο της λήψης της επιστολής.

Απόλυτα σχετικό επί του θέματος είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση Θεανώ Θεμιστοκλέους (ανωτέρω). «Αλλά είναι και χωρίς δυσκολία που προκύπτει πως η σχετική πρόνοια του άρθρου 2 του περί Ερμηνείας Νόμου Κεφ. 1, «επίδοση με ταχυδρομείο», δεν επιβάλλει γενική υποχρέωση να είναι ασφαλισμένες οι επιστολές στις οποίες αναφέρεται. (Βλ. συναφώς Katsiantonis ν. Frantzeskou (1981) 1 Α.Α.Δ.

566). Ενώ, παράλληλα, καμιά άλλη νομοθετική πρόνοια δεν προτάθηκε ως επιβάλλουσα τέτοια υποχρέωση. Και η εισήγηση των εφεσιβλήτων πως δεν υπάρχει τέτοια, παρέμεινε αναπάντητη. Από την άλλη, ενώ πράγματι το τεκμήριο λήψης, ενόψει της πιο πάνω νομοθετικής πρόνοιας και της νομολογίας (βλ. Theodorou ν. The Abbot of Kykko Monastery (1965) 1 C.L.R. 9, Πιττάκα ν. Γ & B Χατζηδημοσθένους Λτδ (2004) 1 Α.Α.Δ 1895) προϋποθέτει ταχυδρόμηση στην ορθή διεύθυνση και μη επιστροφή, όπως ήδη σημειώσαμε, εδώ κάθε άλλο παρά διατυπώθηκε αμφισβήτηση επί αυτών, ενόψει της οποίας, ως προς εγειρόμενο επίδικο θέμα πλέον, οι εφεσίβλητοι θα είχαν βάρος να αποσείσουν με εν τέλει κριτή το Δικαστήριο, αναλόγως με τους χειρισμούς, το υλικό του φακέλου και την όποια μαρτυρία θα επέτρεπε να προσαχθεί. (Βλ. Θεοφάνης Χατζηγιάννη κ.α. ν. Υπουργικού Συμβουλίου κ.α., Προσφυγή Αρ. 846/01, ημερομηνίας 30.5.03 και συναφώς Busy Bodys Wine Bar & Rest. Ltd ν. Εφόρου Φ.Π.Α. (1999) 2 Α.ΑΛ. 516). Ούτε και επιχειρήθηκε ανατροπή του τεκμηρίου με την προσαγωγή μαρτυρίας ως προς τη μη λήψη της επιστολής (βλ. Katsiantonis ν. Frantzeskou (ανωτέρω). Ορθώς, λοιπόν, ο συνάδελφός μας χαρακτήρισε τον ισχυρισμό ως ατεκμηρίωτο».

Συνεπώς, θεωρείται κατά τεκμήριο ότι η επιστολή ημερομηνίας 8/5/2012 είχε φθάσει στον προορισμό της, εφόσον εστάλη στη διεύθυνση που η αιτήτρια είχε δηλώσει και δεν επεστράφη. Κατ' επέκταση η αιτήτρια έλαβε γνώση του περιεχομένου της εν λόγω επιστολής, δηλαδή την απόρριψη του αιτήματος της εντός εύλογου χρόνου από την ταχυδρόμηση της. Επομένως ή κατά πολύ αργότερο (9 μήνες), καταχωρισθείσα προσφυγή της αιτήτριας, είναι εκπρόθεσμη.

Η προδικαστική ένσταση των καθ' ων η αίτηση γίνεται αποδεκτή.»

 

Όπως υποστηρίζουν και οι Καθ΄ ων η Αίτηση, η απορριπτική επιστολή εστάλη στη διεύθυνση η οποία δηλώθηκε από τον αιτητή, ενώ όπως σημειώνεται σε διαφορετικά έγγραφα του διοικητικού φακέλου, ο αιτητής, όποτε αυτό επιχειρήθηκε, δεν ανταποκρινόταν ή δεν συνεργαζόταν με τις αρχές οι οποίες επικοινωνούσαν μαζί του στο κινητό του τηλέφωνο ώστε να δώσει την τρέχουσα του διεύθυνση.

 

Θα συμφωνήσω με την ευπαίδευτη δικηγόρο των Καθ΄ων η Αίτηση ότι παρά την τέλεση του εν λόγω γάμου με την ευρωπαία υπήκοο, μετά από έρευνα που πραγματοποιήθηκε, ουδέποτε δόθηκε δελτίο διαμονής ως μέλος οικογένειας πολίτη της Ε.Ε. στον αιτητή. Η απόρριψη της αίτησης ημερ. 5/10/2020, στάλθηκε από τους Καθ’ ων η Αίτηση στις 27/9/2022 στην διεύθυνση η οποία είχε δηλωθεί στην αίτηση του. Από την απόρριψη της αιτήσεως του και τη μη συμμόρφωση του στην οδηγία που δόθηκε ώστε να εγκαταλείψει τη Δημοκρατία, ο αιτητής κατέστη παράνομος μετανάστης. Αυτός ήταν ο λόγος έκδοσης του επίδικου διατάγματος απέλασης του αιτητή στις 28.11.2023 και η αιτιολογία προκύπτει ρητώς από το λεκτικό των επίδικων αποφάσεων.

 

Η πλευρά του αιτητή προβάλλει ισχυρισμό ότι, παραβιάζεται η αρχή της μη επαναπροώθησης, λόγω μη ακύρωσης ή αναστολής των επίδικων διαταγμάτων κράτησης και απέλασης μετά την αποστολή της μεταγενέστερης των διαταγμάτων ιεραρχικής προσφυγής του αιτητή στον Υπουργό Εσωτερικών στις 1/12/2023.

 

Δεν μπορώ να συμφωνήσω με τον πιο πάνω ισχυρισμό. Το Δικαστήριο κρίνει τη νομιμότητα των επίδικων διαταγμάτων κράτησης και απέλασης κατά τον ουσιώδη χρόνο έκδοσης τους και όχι βάση μεταγενέστερων ενεργειών, όπως είναι η μεταγενέστερη αυτών επιστολή του δικηγόρου του αιτητή προς τον Υπουργό Εσωτερικών. Το γεγονός ότι σε χρόνο που ακολούθησε της σύλληψης και της έκδοσης των προσβαλλόμενων διαταγμάτων ημερ. 28.11.2023, ο αιτητής κατέθεσε ιεραρχική προσφυγή δυνάμει του άρθρου 32Α του Ν.7(Ι)/2007 προσβάλλοντας την απόφαση με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση του ημερομηνίας 05/10/2020, ουδόλως επηρεάζει τη νομιμότητα των διαταγμάτων. Επαναλαμβάνω ότι η ιεραρχική προσφυγή απορρίφθηκε στις 22/01/2024 οπότε και απεστάλη σχετική επιστολή προς τον δικηγόρο του (Ερ. 84 & 85, 94 & 95).

 

Ο αιτητής υποστηρίζει ότι ακόμα διατηρεί δικαίωμα διαμονής δυνάμει του άρθρου 32 Α(6) του Νόμου 7(1)/2007 ως μέλος οικογένειας ευρωπαίου πολίτη, αφού όπως αναφέρει ο δικηγόρος του, ουδέποτε καταχωρήθηκε αίτηση διαζυγίου από τον αιτητή η την σύζυγο του και ως εκ τούτου ουδέποτε λύθηκε ο γάμος και βρίσκεται σε ισχύει, ενώ από την στιγμή που ουδέποτε διερευνήθηκε από την Συμβουλευτική Επιτροπή για να κριθεί ως εικονικός, συνεχίζει να παράγει έννομα αποτελέσματα και να του δίδει δικαίωμα νόμιμης παραμονής στη Δημοκρατία.

 

Ούτε και με αυτή τη θέση του αιτητή θα συμφωνήσω.  Η  ευρωπαία υπήκοος μόλις λίγες μέρες μεταγενέστερα της τέλεσης του γάμου της στις 21/8/2018 με τον αιτητή, αναχώρησε για τη χώρα καταγωγής της χωρίς να προκύπτει να επέστρεψε ποτέ ξανά στο έδαφος της Δημοκρατίας. Οι δύο απόπειρες του αιτητή για έκδοση δελτίου διαμονής ως μέλος οικογένειας πολίτη της Ε.Ε., μεταγενέστερες της αναχώρησης της συζύγου του, απορρίφθηκαν και ουδέποτε εκδόθηκε τέτοιο έγγραφο αφού δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις της σχετικής νομοθεσίας.  

 

Σύμφωνα με τον περί του Δικαιώματος των Πολιτών της Ένωσης και των Μελών των Οικογενειών τους να Κυκλοφορούν και να Διαμένουν Ελεύθερα στη Δημοκρατία Νόμου του 2007 (Ν.7(Ι)/2007), εκ του οποίου απορρέουν και ρυθμίζονται τα δικαιώματα των πολιτών της Ένωσης και των μελών της οικογένειάς τους στη Δημοκρατία, το δικαίωμα διαμονής που απορρέει από την ιδιότητα του μέλους της οικογένειας πολίτη της Ε.Ε., δεν παρέχει αυτοτελή δικαιώματα στους υπηκόους τρίτων χωρών. Τα εν λόγω δικαιώματα είναι παράγωγα και απορρέουν από την ενάσκηση του δικαιώματος κυκλοφορίας του ιδίου του πολίτη της Ένωσης.

Ειδικότερα, όπως αναφέρεται στο άρθρο 4(1) του Νόμου 7(Ι)/2007, αυτός εφαρμόζεται «σε κάθε πολίτη της Ένωσης, ο οποίος αφίκνειται ή διαμένει στη Δημοκρατία καθώς και στα μέλη της οικογένειάς του, ανεξαρτήτως ιθαγένειας, που τov συνοδεύουν κατά τη μετάβασή του στη Δημοκρατία ή που αφίκνεινται στη Δημοκρατία για να τον συναντήσουν». Στο άρθρο 14 παρ. 2 της Οδηγίας 2004/38/ΕΚ, η οποία ενσωματώνεται στην ημεδαπή έννομη τάξη με τον πιο πάνω Νόμο, προβλέπεται ότι «Οι πολίτες της Ένωσης και τα μέλη των οικογενειών τους έχουν το δικαίωμα διαμονής που προβλέπεται στα άρθρα 7, 12 και 13, εφόσον πληρούν τις προϋποθέσεις που ορίζονται σε αυτά»: εφόσον ο πολίτης της Ένωσης δεν ασκεί το δικαίωμα κυκλοφορίας, διαμένοντας εντός του κράτους υποδοχής». Ο παρεπόμενος χαρακτήρας του δικαιώματος διαμονής σε μέλη των οικογενειών ευρωπαίων πολιτών, αναγνωρίστηκε από το Δ.Ε.Ε. και στην απόφαση Subdelegacion del Gobierno en Ciudad Real κατά RH, Υπόθεση C-836/18, ημερ. 27/02/2020.

 

Ο αιτητής δεν νομιμοποειται να αξιώνει αναγνώριση δικαιώματος διαμονής μόνος του στο κράτος μέλος υποδοχής τη ευρωπαίας συζύγου του και εν προκειμένω η Κ.Δ. ως  κράτος μέλος παύει να θεωρείται κράτος μέλος υποδοχής στην περίπτωση που ο πολίτης της Ένωσης αναχωρήσει από το εν λόγω κράτος. Συνεπώς, καταλήγω ότι, η παραμονή του αιτητή, υπηκόου τρίτης χώρας, στη Δημοκρατία, κατέστη παράνομη από την ημερομηνία αναχώρησης της συζύγου του για την χώρα καταγωγής της, σύμφωνα με την παραδοχή του αιτητή στη σχετική αστυνομική έκθεση, μόλις λίγες μέρες μετά την τέλεση του γάμου, χωρίς να προκύπτει η ακριβής ημερομηνία αναχώρησης της.  

 

Επιπρόσθετα, ο αιτητής προέβαλε τη θέση ότι, τα προσβαλλόμενα διατάγματα κράτησης και απέλασης παραβιάζουν το Άρθρο 18ΟΗ (4) και (5) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105.

 

Στο νόμο γίνεται ρητή αναφορά σε δικαίωμα οικειοθελούς αναχώρησης, το οποίο εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του Αvώτερoυ Λειτουργού Μετανάστευσης, σε διάστημα που κυμαίνεται μεταξύ επτά και τριάντα ημερών, με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που προβλέπονται στα εδάφια (2) και (4) στο άρθρο 18ΟΘ. Στο ίδιο άρθρο γίνεται αναφορά ότι «(4) Εάν υπάρχει κίνδυνος διαφυγής ή εάν αίτηση για νόμιμη παραμονή έχει απορριφθεί ως προδήλως αβάσιμη ή δολία ή εάν το συγκεκριμένο πρόσωπο αποτελεί κίνδυνο για τη δημόσια ασφάλεια, τη δημόσια τάξη ή την ασφάλεια της Δημοκρατίας, ο Αvώτερoς Λειτουργός Μετανάστευσης δύναται είτε να μη χορηγεί χρονικό διάστημα οικειοθελούς αναχώρησης είτε να χορηγεί χρονικό διάστημα κάτω των επτά ημερών.»

 

Περαιτέρω, παραπέμπω στο άρθρο 18ΟΔ όπου γίνεται σχετική αναφορά ότι, για τους σκοπούς των άρθρων 18ΟΔ μέχρι 18ΠΘ, εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια, «"κίνδυνος διαφυγής" σημαίνει την ύπαρξη, σε ατομική περίπτωση, οποιουδήποτε από τους ακόλουθους λόγους, που οδηγεί στην εικασία ότι υπήκοος τρίτης χώρας υποκείμενος σε διαδικασίες επιστροφής μπορεί να διαφύγει».

 

Ανατρέχοντας στα έγγραφα που αφορούν τον αιτητή εντός του διοικητικού φακέλου, αυτός δεν παρουσιάζεται να έχει μόνιμη διεύθυνση διαμονής, ενώ ούτε ήταν συνεργάσιμος με τις αρχές αποκρύβοντας την κατά καιρούς πραγματική του διεύθυνση διαμονής. Εν προκειμένω, τα όσα καταγράφονται στο διοικητικό φάκελο σε σχέση με τη προηγούμενη συμπεριφορά του αιτητή στο έδαφος της Κ.Δ. οδηγούν στο εύλογο συμπέρασμα ότι στη παρούσα περίπτωση θα υπήρχε εύλογα κίνδυνος διαφυγής από το συγκεκριμένο πρόσωπο και παρεμπόδιση της διαδικασίας επαναπατρισμού του. Καταλήγω ότι στη παρούσα ορθώς έπραξε η διοίκηση και απορρίπτω και αυτή τη θέση του αιτητή.

 

Καταλήγοντας, ενόψει των όσων έχω προαναφέρει, κρίνω ότι ορθώς εκδόθηκαν τα σχετικά διατάγματα και ουδείς εκ των λόγων ακυρώσεως που προωθήθηκαν ευσταθεί.

 

Η παρούσα προσφυγή, στην ολότητα της, αποτυγχάνει και απορρίπτεται, με έξοδα ύψους 1500 Ευρώ υπέρ των Καθ’ ων η Αίτηση και εναντίον του Αιτητή.

 

 

                                                                             Λ. Ν. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο