ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                                                        

(Υπόθεση Αρ. 355/2021)

 

21 Φεβρουαρίου 2024

[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

                              GIOVANI DEVELOPERS LTD                         

                                                                             Αιτήτρια

                                                ΚΑΙ

         ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ

1.   ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ

2. ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΠΟΠΤΕΙΑΣ ΚΑΙ ΕΛΕΓΧΟΥ ΠΑΡΟΧΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ

 

Καθ’ ων  η Αίτηση

 

Ν. Ζερβού (κα), για Γιώργος Ζ. Γεωργίου & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για Αιτήτρια

Ειρ. Νεοφύτου (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Καθ’ ων η Αίτηση

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Με την επίδικη απόφασή τους, η οποία περιέχεται σε σχετική επιστολή ημερομηνίας 2.2.2021, οι καθ’ ων η αίτηση προχώρησαν στη διαγραφή της αιτήτριας από το Μητρώο Παρόχων Υπηρεσιών για το Κυπριακό Επενδυτικό Πρόγραμμα («το Μητρώο»), στο οποίο αυτή είχε εγγραφεί κατά το έτος 2018. Η εν λόγω απόφαση, ως αναφέρεται στην επιστολή που εστάλη στην αιτήτρια, στηρίχθηκε στις διατάξεις των Κανονισμών 18(1) και 18(2)(α) των περί Τιμητικής Πολιτογράφησης για Λόγους Δημοσίου Συμφέροντος και Πολιτογράφησης Αλλοδαπών Επιχειρηματιών ή Επενδυτών Κανονισμών του 2020 (Κ.Δ.Π. 379/2020). Όπως αναφέρεται στην προσβαλλόμενη απόφαση-

 

«2. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή διεπίστωσε και αποφάσισε, πως δεν πληροίτε τις πρόνοιες του Κανονισμού 2(1) και δεν εποπτεύεστε από κάποια από τις εποπτικές αρχές, που καθορίζονται στο άρθρο 59 του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου για τις συγκεκριμένες κατηγορίες της υπόχρεης οντότητας βάσει του Κανονισμού 2(1). Περαιτέρω, σύμφωνά με τα στοιχεία που είδαν το φως της δημοσιότητας και σχετίζονται με υλικό που προβλήθηκε/μεταδόθηκε σε όλα τα τηλεοπτικά και ραδιοφωνικά μέσα μαζικής ενημέρωσης, σε όλα τα έντυπα μέσα μαζικής ενημέρωσης και σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης της Δημοκρατίας και του εξωτερικού στις 12 και 13 Οκτωβρίου 2020 και/ή μεταγενέστερα, και χωρίς να ληφθεί υπόψη οποιοδήποτε υλικό, που λήφθηκε με μη σύννομο τρόπο, η Επιτροπή διαπίστωσε και αποφάσισε, πως υπάρχει εκ μέρους σας παραβίαση των διατάξεων των Κανονισμών 13(α)(γ)(δ)(ε) και 17(5), καθώς και του Κανονισμού 17(1) και των παραγράφων 6 και 8 του σχετικού Παραρτήματος, καθότι έχουν παρατηρηθεί εκ μέρους του κ. Χ. Τ. δηλώσεις και/ή ενέργειες και/ή παραλήψεις, οι οποίες αντιβαίνουν τις υπό αναφορά διατάξεις των Κανονισμών, ήτοι:

(α) έχει πληγεί η ακεραιότητα, η φήμη και η εικόνα σας ως πάροχος υπηρεσιών, καθώς επίσης έχετε πλήξει την φήμη και εικόνα του δημόσιου τομέα και της Δημοκρατίας ευρύτερα, και/ή

(β) δεν υπάρχει εκ μέρους σας συμμόρφωση με την ισχύουσα νομοθεσία, και/ή

(γ) έχει παρατηρηθεί εκ μέρους σας αντιεπαγγελματική πρακτική και/ή συμπεριφορά, και/ή

(δ) δεν τηρήθηκαν εκ μέρους σας τα ισχύοντα δεοντολογικά πρότυπα, και/ή

(ε) έχετε προβεί σε παραπληροφόρηση πελατών/υποψήφιων πελατών σας, ως προς τις σχέσεις σας με κυβερνητικούς αξιωματούχους, με στόχο την προβολή των υπηρεσιών σας, όπως και ως προς τη δυνατότητά σας να επισπεύσετε τη διαδικασία εξέτασης αιτήσεων πελατών σας, και/ή

(στ) έγιναν εκ μέρους σας αναφορές, ότι η διαδικασία εξέτασης αίτησης στο πλαίσιο του Προγράμματος δύναται να επισπευσθεί με οποιονδήποτε τρόπο (fast track procedure), και/ή

(ζ) έχετε προβεί σε ενέργειες, οι οποίες είχαν στόχο τον επηρεασμό του έργου των κυβερνητικών υπηρεσιών που ασχολούνται με την εξέταση αιτήσεων.

3. Στην απόφασή της η Επιτροπή έλαβε υπόψη σχετική νομολογία, όπου ο κανόνας της αναδρομικότητας των Πειθαρχικών Κανονισμών δεν ισχύει στις Πειθαρχικές Διώξεις κατά τρόπο που ισχύει στο Ποινικό Δίκαιο για τις Ποινικές Διώξεις. Συναφώς, η Επιτροπή αποφάσισε, πως μπορεί να εφαρμόσει τις πρόνοιες του Κανονισμού 18, των K.Δ.Π. 379/2020. Περαιτέρω, σημειώνεται, πως οι πρόνοιες των εν λόγω Κανονισμών, που κατά την απόφαση της Επιτροπής έχετε παραβεί, περιλαμβάνονται και στον Κώδικα Συμπεριφοράς των ετών 2018 και 2019, τον οποίο και έχετε υπογράψει, όπου ως συνέπεια της μη συμμόρφωσής του προβλέπεται η διαγραφή του Παρόχου από το Μητρώο. Σημειώνεται περαιτέρω, πως η Επιτροπή έλαβε υπόψη πως ζητήσατε ο ίδιος τη διαγραφή σας από το Μητρώο, χωρίς όμως να παραδέχεστε τις κατηγορίες που σας έχουν προσαφθεί.».

 

Κατά της πιο πάνω απόφασης, καταχωρήθηκε από την αιτήτρια η υπό κρίση προσφυγή, στις 6.4.2021.

 

Είχε προηγηθεί, στις 14.10.2020, συνεδρία της, δυνάμει του Κανονισμού 10 της Κ.Δ.Π. 379/2020 συσταθείσας, Επιτροπής Εποπτείας και Ελέγχου Παρόχων Υπηρεσιών («η Επιτροπή»), κατά την οποία εξετάστηκαν θέματα συμμόρφωσης με τις υποχρεώσεις παρόχων υπηρεσιών, περιλαμβανομένης και της περίπτωσης της αιτήτριας. Όπως αναφέρεται στο πρακτικό της συνεδρίας, σύμφωνα με τα στοιχεία που είδαν το φως της δημοσιότητας και σχετίζονταν με υλικό που προβλήθηκε σε όλα τα τηλεοπτικά και ραδιοφωνικά μέσα μαζικής ενημέρωσης, σε όλα τα έντυπα μέσα μαζικής ενημέρωσης και σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης της Δημοκρατίας και του εξωτερικού από τις 12 Οκτωβρίου μέχρι και τις 14 Οκτωβρίου του 2020, παρατηρήθηκαν εκ μέρους δύο παρόχων, περιλαμβανομένης της αιτήτριας εταιρείας, δηλώσεις και/ή ενέργειες και/ή παραλήψεις οι οποίες αντιβαίνουν τις διατάξεις των Κανονισμών 13(α)(γ)(δ)(ε) και 17(5), καθώς και του Κανονισμού 17(1) και των παραγράφων 6 και 8 του Παραρτήματος της K.Δ.Π. 379/2020.

 

Ως εκ των πιο πάνω, η Επιτροπή έκρινε ότι υπήρχε εκ πρώτης όψεως μη συμμόρφωση/παραβίαση των ανωτέρω Κανονισμών και από την αιτήτρια, στην οποία o Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών, ως Πρόεδρος της Επιτροπής, απέστειλε σχετική επιστολή ημερομηνίας 26.10.2020. Στην εν λόγω επιστολή αναφερόταν ότι η αιτήτρια, εφόσον το επιθυμούσε, μπορούσε να υποβάλει γραπτώς τις θέσεις τις επί των πιο πάνω, εντός προθεσμίας δέκα ημερών από την ημερομηνία της επιστολής, δυνάμει του Κανονισμού 18(3) της Κ.Δ.Π. 379/2020. Στην εν λόγω επιστολή, αναφέρονταν επίσης τα εξής:

 

«Επιθυμώ να αναφερθώ στο πιο πάνω θέμα και να σας ενημερώσω, πως η Επιτροπή Εποπτείας και Ελέγχου Παρόχων Υπηρεσιών, η οποία συστάθηκε δυνάμει της Κ.Δ.Π 379/20, και σύμφωνα με τις εξουσίες που παραχωρούνται σ’ αυτή από την εν λόγω Κ.Δ.Π, στη συνεδρία της ημερομηνίας 14/10/2020, έκρινε, εκ πρώτης όψεως και στη βάση των στοιχείων που περιήλθαν σε γνώση της Επιτροπής, πως υπάρχει παραβίαση των διατάξεων των Κανονισμών 13(α)(γ)(δ)(ε) και 17(5), καθώς και του Κανονισμού 17(1) και των παραγράφων 6 και 8 του σχετικού Παραρτήματος.

 

2. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα στοιχεία που είδαν το φως της δημοσιότητας και σχετίζονται με υλικό που προβλήθηκε σε όλα τα τηλεοπτικά και ραδιοφωνικά μέσα μαζικής ενημέρωσης, σε όλα τα έντυπα μέσα μαζικής ενημέρωσης και σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης της Δημοκρατίας και του εξωτερικού στις 12 και 13 Οκτωβρίου 2020 και/ή μεταγενέστερα, έχουν παρατηρηθεί εκ μέρους του κ. Χ.Τ. δηλώσεις και/ή ενέργειες και/ή παραλήψεις οι οποίες αντιβαίνουν τις υπό αναφορά διατάξεις των Κανονισμών, ήτοι:

 

(α) έχει πληγεί η ακεραιότητα, η φήμη και η εικόνα σας ως πάροχος υπηρεσιών, καθώς επίσης έχετε πλήξει την φήμη και εικόνα του δημόσιου τομέα και της Δημοκρατίας ευρύτερα, και/ή

(β) δεν υπάρχει εκ μέρους σας συμμόρφωση με την ισχύουσα νομοθεσία, και/ή

(γ) έχει παρατηρηθεί εκ μέρους σας αντιεπαγγελματική πρακτική και/ή συμπεριφορά,

και/ή

(δ) δεν τηρήθηκαν εκ μέρους σας τα ισχύοντα δεοντολογικά πρότυπα, και/ή

(ε) έχετε προβεί σε παραπληροφόρηση πελατών/υποψήφιων πελατών σας, ως προς τις σχέσεις σας με κυβερνητικούς αξιωματούχους, με στόχο την προβολή των υπηρεσιών σας, όπως και ως προς τη δυνατότητά σας να επισπεύσετε τη διαδικασία εξέτασης αιτήσεων πελατών σας, και/ή

(στ) έγιναν εκ μέρους σας αναφορές, ότι η διαδικασία εξέτασης αίτησης στο πλαίσιο του Προγράμματος δύναται να επισπευσθεί με οποιονδήποτε τρόπο (fast track procedure), και/ή

(ζ) έχετε προβεί σε ενέργειες, οι οποίες είχαν στόχο τον επηρεασμό του έργου των κυβερνητικών υπηρεσιών που ασχολούνται με την εξέταση αιτήσεων.».

 

Ας σημειωθεί, όπως εξάλλου αναφέρεται και στο δικόγραφο της ένστασης, ότι η εν λόγω επιστολή απεστάλη στην εταιρεία «Giovanni Group» και όχι στην «Giovani Developers Ltd», που είναι η επωνυμία της αιτήτριας. Αυτό, ωστόσο, δεν φαίνεται να επηρέασε καθ’ οιονδήποτε τρόπο την εξέλιξη της υπόθεσης, εφόσον η αιτήτρια υπέβαλε τις θέσεις τις γραπτώς επί των πιο πάνω, δι’ επιστολής ημερομηνίας 5.11.2020, προς τον Πρόεδρο της Επιτροπής, ασκώντας ωσαύτως το προβλεπόμενο στον Κανονισμό 18(3) δικαίωμα ακρόασης.

 

Τελικά, με την επίδικη απόφασή τους, η οποία περιέχεται στην επιστολή ημερομηνίας 2.2.2021, και αφού προηγουμένως λήφθηκε υπόψη και σχετική γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, ημερομηνίας 14.12.2020, οι καθ’ ων η αίτηση προχώρησαν στην διαγραφή της αιτήτριας από το Μητρώο. Όπως αναφέρεται στην εν λόγω απόφαση, η Επιτροπή, δυνάμει της Κ.Δ.Π. 379/2020 και αφού έλαβε δεόντως υπόψη τις γραπτές παραστάσεις που, κατ’ εφαρμογή του Κανονισμού 18(3), είχε υποβάλει η αιτήτρια με την επιστολή της ημερομηνίας 5.11.2020, καθώς και το περιεχόμενο σχετικής γνωμάτευσης του Γενικού Εισαγγελέα, αποφάσισε τη διαγραφή της αιτήτριας «ως «πάροχου υπηρεσιών», όπως ορίζεται στον Κανονισμό 2(1). Οι αποφάσεις της Επιτροπής βασίστηκαν στις πρόνοιες των Κανονισμών 18(i) και (2)(α).».

 

Όπως προκύπτει από τα αμέσως πιο πάνω, για τη διαμόρφωση της επίδικης απόφασης, λήφθηκε υπόψη και η δοθείσα υπό του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, γνωμάτευση, ημερομηνίας 14.12.2020, η οποία βρίσκεται εντός του διοικητικού φακέλου του Υπουργείου Εσωτερικών, που κατατέθηκε και σημειώθηκε ως «Τεκμήριο 1». Εξετάζοντας το εν λόγω έγγραφο, διαπιστώνω ότι χωρίζεται επί της ουσίας σε δυο μέρη και/ή ενότητες. Συγκεκριμένα, στο μέρος Α της γνωμάτευσης, εξετάζεται και/ή γίνεται εισήγηση αναφορικά με το ζήτημα της αναδρομικότητας ή μη της Κ.Δ.Π. 379/2020, ζήτημα που συνδέεται με τα επίδικα θέμα και αποτελεί έναν από τους εγειρόμενους λόγους ακύρωσης που προωθεί δια της γραπτής της αγόρευσης η συνήγορος της αιτήτριας, επικαλούμενη παραβίαση της αρχής της νομιμότητας. Στο μέρος Β της γνωμάτευσης, εξετάζεται το κατά πόσον νομιμοποιούνται οι καθ’ ων η αίτηση να λάβουν υπόψη τους, για σκοπούς επιβολής διοικητικού προστίμου, γεγονότα που είδαν το φως της δημοσιότητας, ως αναφέρεται στην επίδικη απόφαση. Και το εν λόγω ζήτημα συνδέεται άρρηκτα με τα επίδικα θέματα, εφόσον συνιστά περιεχόμενο προβαλλόμενων λόγων ακύρωσης που προωθεί η αιτήτρια (περί πάσχουσας και/ή εσφαλμένης διαδικασίας, παραβίασης της αρχής της νομιμότητας, έλλιπούς και/ή εσφαλμένης αιτιολογίας, εμφιλοχωρήσασας πλάνης). Οι καθ’ ων η αίτηση,  δια της γραπτής τους αγόρευσης, αντικρούουν τους συγκεκριμένους προβαλλόμενους λόγους ακύρωσης, στηριζόμενοι και στη γνωμάτευση του νομικού τους συμβούλου. Τόσο το ζήτημα της αναδρομικότητας ή μη της Κ.Δ.Π. 379/2020, όσο και αυτό του κατά πόσον υπήρξε παραβίαση της αρχής της νομιμότητας κατά τρόπο που να επιδρά στο κύρος της προσβαλλόμενης πράξης, αποτελούν αντικείμενο δικαστικού ελέγχου. Συνεπώς, ορθώς η  υπό αναφορά γνωμάτευση τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, για σκοπούς λήψης της δικής του απόφασης. Αυτό εξάλλου επιτάσσει και το καθήκον ορθής απονομής της δικαιοσύνης, εφόσον το Δικαστήριο δεν μπορεί να επιτελέσει ορθά το έργο του στη βάση ελλιπών πληροφοριών (Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου ν. Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισμού κ.α., Υποθ. Αρ. 741/2013, ημερ. 30.11.2015, ECLI:CY:AD:2015:D796).

 

Με τον πρώτο εγειρόμενο λόγο ακύρωσης που προωθείται, η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, καθώς και όλες οι προηγηθείσες αυτής ενέργειες, πάσχουν και είναι αποτέλεσμα εσφαλμένης διαδικασίας. Εντός αυτού του πλαισίου, εγείρεται ο ισχυρισμός ότι οι καθ’ ων η αίτηση, δια της προεκτεθείσας επιστολής τους ημερομηνίας 26.10.2020, καλούσαν την αιτήτρια να τοποθετηθεί «στη βάση στοιχείων που είδαν το φως της δημοσιότητας και σχετίζονται με υλικό που προβλήθηκε σε όλα τα τηλεοπτικά και ραδιοφωνικά μέσα μαζικής ενημέρωσης, σε όλα τα έντυπα μέσα μαζικής ενημέρωσης και σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης της Δημοκρατίας και του εξωτερικού στις 12 και 13 Οκτωβρίου 2020», χωρίς να προσδιορίζουν ποια ήσαν τα στοιχεία αυτά και πως συνδέονταν με την αιτήτρια.

Προβάλλεται επίσης, σε άμεση συνάρτηση με τα πιο πάνω, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση περιλαμβάνει νέα κατηγορία για παράβαση Κανονισμού, συγκεκριμένα του Κανονισμού 2(1) της Κ.Δ.Π. 379/2020, η οποία δεν είχε περιληφθεί στην προηγηθείσα επιστολή ημερομηνίας 26.10.2020: συνεπώς δεν δόθηκε η ευκαιρία στην αιτήτρια να τοποθετηθεί και επ’ αυτού, κατά παράβαση του Κανονισμού 18.

 

Περαιτέρω, συνεχίζει η κα Ζερβού, από τον διοικητικό φάκελο απουσιάζει οποιαδήποτε αναφορά σε σχετική διαδικασία διερεύνησης γεγονότων, εγγράφων και συγκεκριμένων πληροφοριών που να οδηγούν αναντίλεκτα σε απόδειξη των συστατικών στοιχείων των ισχυριζόμενων παραβάσεων, ενώ απουσιάζει από τα πρακτικά που ευρίσκονται στο διοικητικό φάκελο, και οποιαδήποτε αναφορά στα συγκεκριμένα στοιχεία που τελικά οδήγησαν στην προσβαλλόμενη απόφαση.

 

Οι αμέσως πιο πάνω ισχυρισμοί, που αναπτύσσονται στο πλαίσιο του πρώτου εγειρόμενου λόγου ακύρωσης, συνδέονται άρρηκτα με τρεις έτερους, αυτοτελώς προβαλλόμενους, λόγους ακύρωσης που προωθούνται: αφενός, περί παραβίασης του Κανονισμού 18(3) της Κ.Δ.Π. 379/2020 και του εκεί προβλεπόμενου δικαιώματος ακρόασης και, αφετέρου, περί αναιτιολόγητης και/ή μη επαρκώς αιτιολογημένης απόφασης, αλλά και εμφιλοχωρήσασας πλάνης.

Οι πιο πάνω εγειρόμενοι λόγοι ακύρωσης εξετάζονται αμέσως πιο κάτω συνδυαστικά, λόγω της άμεσης συνάφειας που παρουσιάζουν.

 

Η επίδικη απόφαση λήφθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις των Κανονισμών 18(1) και (2)(α) της Κ.Δ.Π.379/2020, καθότι διαπιστώθηκε παράβαση των διατάξεων της εν λόγω Κ.Δ.Π. Σύμφωνα με τις εν λόγω διατάξεις του Κανονισμού 18, με πλαγιότιτλο «Συνέπειες μη συμμόρφωσης με τους Κανονισμούς»:

 

«18. -(1) Κάθε πάροχος υπηρεσιών, περιλαμβανομένων των φυσικών προσώπων που ενεργούν εκ μέρους του, καθώς και των υπαλλήλων ή/και συνεργατών του για τους σκοπούς του Προγράμματος, εφαρμόζει όλες τις πρόνοιες των παρόντων Κανονισμών, όπως και τις κατευθυντήριες γραμμές, οδηγίες και εγκυκλίους που εκδίδονται δυνάμει αυτών.

(2) Μη συμμόρφωση με τους Κανονισμούς, τις κατευθυντήριες γραμμές, τις οδηγίες ή τις εγκυκλίους που εκδίδονται δυνάμει αυτών δύναται να επιφέρει-

(α) τη διαγραφή του παρόχου υπηρεσιών από το Μητρώο.».

 

Εν προκειμένω, όπως αναφέρεται στην επίδικη απόφαση, η Επιτροπή διαπίστωσε πως υπήρχε εκ μέρους της αιτήτριας παραβίαση των διατάξεων των Κανονισμών 13(α)(γ)(δ)(ε) και 17(5), καθώς και του Κανονισμού 17(1) και των παραγράφων 6 και 8 του Παραρτήματος της Κ.Δ.Π. 379/2020.  Παρατίθενται οι εν λόγω διατάξεις:

 

«13. Τα μέλη του Μητρώου Παρόχων υπέχουν προσωπική και συλλογική ευθύνη στη διατήρηση και ενίσχυση της ορθής εφαρμογής του Προγράμματος και δεσμεύονται να ενεργούν πιστά, ώστε-

(α) Καμία ανοχή ή/και εμπλοκή σε μορφές αντιεπαγγελματικών ή ανήθικων πρακτικών να επιδεικνύεται·

[…]

(γ) να υπάρχει πλήρης συμμόρφωση με την ισχύουσα νομοθεσία και την τήρηση των όρων του Προγράμματος σε σχέση με τις επιτρεπόμενες επενδύσεις και τα ελάχιστα απαιτούμενα όρια, καθώς και με τους άλλους όρους και προϋποθέσεις του Προγράμματος·

(δ) να τηρούνται τα ίδια δεοντολογικά πρότυπα από όλους όσοι εμπλέκονται στο Πρόγραμμα·

(ε) να αποφεύγονται συμπεριφορές που πλήττουν την ακεραιότητα, τη φήμη και την εικόνα των παρόχων υπηρεσιών, όπως και του δημόσιου τομέα και της Δημοκρατίας ευρύτερα·

[…]

 

17.-(1) Κάθε πάροχος υπηρεσιών περιλαμβανομένων των φυσικών προσώπων που ενεργούν εκ μέρους του, καθώς και των υπαλλήλων ή/και συνεργατών του, για σκοπούς του Προγράμματος, εφαρμόζει όλες τις οδηγίες σε σχέση με την προβολή αυτού, όπως αυτές αναφέρονται στο Παράρτημα.

[…]

(5) Κάθε πάροχος υπηρεσιών απαγορεύεται να παραπληροφορεί τους πελάτες του ως προς τις σχέσεις του με κυβερνήσεις ή κυβερνητικούς αξιωματούχους, με στόχο την προβολή των υπηρεσιών του, όπως και ως προς τη δυνατότητά του να επισπεύσει τη διαδικασία εξέτασης της αίτησης του πελάτη του.».

 

Στις δε παραγράφους 6 και 8 του Παραρτήματος, αναφέρονται τα εξής:

 

«6. Απαγορεύεται αναφορά στο ότι η διαδικασία εξέτασης αίτησης στο πλαίσιο του Προγράμματος δύναται να επισπευσθεί με οποιονδήποτε τρόπο (fast track procedure).

[…]

8. Απαγορεύεται οποιαδήποτε ενέργεια, η οποία έχει ως στόχο τον επηρεασμό του έργου των κυβερνητικών υπηρεσιών που ασχολούνται με την εξέταση αιτήσεων.».

 

Ωστόσο, εξετάζοντας την επίδικη απόφαση, το περιεχόμενο της οποίας σκοπίμως έχει εκτεθεί αυτολεξεί πιο πάνω, διαπιστώνω ότι το εκεί περιεχόμενο λεκτικό των προαναφερθεισών διατάξεων, ουσιαστικά αναπαράγεται στο σώμα της απόφασης ως αιτιολογία της, χωρίς την απαιτούμενη συγκεκριμενοποίηση και αναφορά σε συγκεκριμένα γεγονότα και/ή στοιχεία, τα οποία να μπορούν να στοιχειοθετήσουν την κατ’ ισχυρισμόν διάπραξη παραβίασης αυτών των διατάξεων από την αιτήτρια. Ποιες συγκεκριμένα είναι οι εκ μέρους της αιτήτριας ή οι εκ μέρους του κ. Χ. Τ. «δηλώσεις και/ή ενέργειες και/ή παραλήψεις, οι οποίες αντιβαίνουν τις υπό αναφορά διατάξεις των Κανονισμών» και οι οποίες, υπαγόμενες στις πιο πάνω κανονιστικές διατάξεις, συνιστούν παραβάσεις δυνάμει της Κ.Δ.Π. 379/2020; Πότε συγκεκριμένα έλαβαν χώρα οι εν λόγω πράξεις και/ή ενέργειες και ποια διαδικασία ακολουθήθηκε από τους καθ’ ων η αίτηση για τη διαπίστωσή τους; Και βεβαίως, και χωρίς να εξετάζεται το σύννομο ή μη της λήψης υπόψη του υλικού που οι καθ’ ων η αίτηση επικαλούνται και το οποίο λήφθηκε υπόψη για τη διαμόρφωση της επίδικης κρίσης τους, η απλή αναφορά σε «στοιχεία που είδαν το φως της δημοσιότητας και σχετίζονται με υλικό που προβλήθηκε/μεταδόθηκε σε όλα τα τηλεοπτικά και ραδιοφωνικά μέσα μαζικής ενημέρωσης, σε όλα τα έντυπα μέσα μαζικής ενημέρωσης και σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης της Δημοκρατίας και του εξωτερικού στις 12 και 13 Οκτωβρίου 2020 και/ή μεταγενέστερα», δεν απαντά στα πιο πάνω ερωτήματα και δεν ανταποκρίνεται στις επιταγές για επαρκή αιτιολόγηση της επίδικης απόφασης, προκειμένου να καθίσταται εφικτή η διενέργεια του απαιτούμενου δικαστικού ελέγχου (Στέφανος Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270).

 

Τα πιο πάνω ισχύουν και αναφορικά με την προηγηθείσα επιστολή των καθ’ ων η αίτηση, ημερομηνίας 26.10.2020, με την οποία οι καθ’ ων καλούσαν την αιτήτρια να τοποθετηθεί «στη βάση στοιχείων που είδαν το φως της δημοσιότητας και σχετίζονται με υλικό που προβλήθηκε σε όλα τα τηλεοπτικά και ραδιοφωνικά μέσα μαζικής ενημέρωσης, σε όλα τα έντυπα μέσα μαζικής ενημέρωσης και σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης της Δημοκρατίας και του εξωτερικού στις 12 και 13 Οκτωβρίου 2020», χωρίς και πάλι να προσδιορίζεται ούτε ποια ήσαν τα στοιχεία αυτά και πως συνδέονταν με την αιτήτρια, αλλ’ ούτε ποιες ήσαν οι υπό του κ. Τ. ή/και της αιτήτριας «δηλώσεις και/ή ενέργειες και/ή παραλήψεις», οι οποίες αντιβαίνουν τις προαναφερθείσες διατάξεις της Κ.Δ.Π. 379/2020.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 28(2) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν.158(Ι)/1999), «δεν αποτελεί επαρκή αιτιολογία η αναφορά στην απόφαση γενικών χαρακτηρισμών που μπορούν να εφαρμοστούν και να ισχύουν για κάθε περίπτωση ούτε η απλή αναφορά των γενικών όρων του νόμου που μπορούν να τύχουν εφαρμογής σε οποιαδήποτε περίπτωση.». Κατά πάγια νομολογία, η απλή αναφορά σε νομοθετική διάταξη δεν αποτελεί αιτιολογία (Γεωργιάδης ν. Συμβουλίου Εγγραφής Αρχιτεκτόνων και Πολιτικών Μηχανικών (1991) 4 Α.Α.Δ. 1162, Παπαγεωργίου ν. Δημοκρατίας (1984) 3 Α.Α.Δ. 1348). Στα δε «Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας» 1929-1959, σ. 186, αναφορικά με την επανάληψη διατάξεων νόμου, αναφέρονται τα εξής:

 

«Ίνα πληρωθή η προς αιτιολογίαν απαίτησις του νόμου, δέον αύτη να μη περιορίζεται εις γενικούς χαρακτηρισμούς δυναμένους να εφαρμοσθώσιν εις πάσαν περίπτωσιν, ουδέ να επαναλαμβάνη τας διατάξεις του νόμου, αλλά δέον να εκτίθενται τα πραγματικά στοιχεία, εφ' ων εβασίσθη η κρίσις του διοικητικού οργάνου. Ισοδυναμεί προς ανύπαρκτον αιτιολογίαν η επανάληψις των γενικών όρων του νόμου, δυναμένων να τύχωσιν εφαρμογής επί οιασδήποτε περιπτώσεως: 424, 1921(54)».

 

Ούτε και μπορεί η δοθείσα αιτιολογία της επίδικης απόφασης να συμπληρωθεί από το διοικητικό φάκελο, ούτε και η συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση με παρέπεμψε σε οποιοδήποτε σχετικό έγγραφο, είτε της ένστασης είτε του διοικητικού φακέλου, που να υποστηρίζει επαρκώς την αιτιολόγηση της επίδικης κατάληξης. Και, βεβαίως, δεν αποτελεί έργο του Δικαστηρίου η συλλογή και πρωτογενής αξιολόγηση των στοιχείων του φακέλου για να κρίνει αν η απόφαση της Διοίκησης είναι επαρκώς αιτιολογημένη, ούτε και η χρήση διάσπαρτων στοιχείων από το διοικητικό φάκελο είναι πανάκεια, προκειμένου να καλυφθεί το κενό αιτιολογίας (Συμεωνίδου κ.α. ν. Δημοκρατία (1997) 3 Α.Α.Δ., 145). Η δε παραπομπή στα στοιχεία του φακέλου, συμπληρωματικών της αιτιολογίας, δεν αποτελεί πανάκεια. Υπάρχει αυτή η δυνατότητα όταν τα στοιχεία αυτά είναι σαφώς και αρρήκτως συνδεδεμένα με τη ληφθείσα απόφαση, έτσι που να μπορεί να λεχθεί ότι βρίσκονται αναπόφευκτα πίσω της. Αν δηλαδή καταδεικνύουν αναμφίβολα και αναντίλεκτα τους λόγους που οδήγησαν στην απόφαση (Vassiliou v. Republic (1982) 3 C.L.R. 220, Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 185). Πιο πρόσφατα, στην Κ.A. Preston v. Υπουργείου Εσωτερικών, Ε.Δ.Δ. 189/19, ημερ. 10.12.2020, τονίστηκε εκ νέου ότι δεν συνιστά έργο του Δικαστηρίου η συλλογή και πρωτογενής αξιολόγηση των στοιχείων του φακέλου για να κρίνει αν η απόφαση της Διοίκησης είναι επαρκώς αιτιολογημένη.

 

Ως εκ των πιο πάνω, ο πρώτος προβαλλόμενος λόγος ακύρωσης που προωθείται, ευσταθεί, εφόσον διαπιστώνονται σφάλματα και/ή πλημμέλειες στην ακολουθηθείσα διαδικασία που απέληξε στην έκδοση της επίδικης απόφασης, ενώ, ταυτόχρονα, διαπιστώνεται και κενό αιτιολόγησης της απόφασης.

 

Επιπρόσθετα, και σε συνέχεια των πιο πάνω, είναι ορθή η εισήγηση της συνηγόρου της αιτήτριας, ότι δεν δόθηκε στην αιτήτρια το δικαίωμα να απαντήσει επί του συνόλου των υπό διερεύνηση παραβιάσεων της κείμενης νομοθεσίας εκ μέρους της. Ειδικότερα, όπως αναφέρεται στην προεκτεθείσα επίδικη απόφαση, η Επιτροπή διαπίστωσε πως η αιτήτρια δεν πληρούσε τις πρόνοιες του Κανονισμού 2(1) της Κ.Δ.Π. 379/2020, καθότι δεν εποπτεύεται «από κάποια από τις εποπτικές αρχές, που καθορίζονται στο άρθρο 59 του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου για τις συγκεκριμένες κατηγορίες της υπόχρεης οντότητας βάσει του Κανονισμού 2(1)», αποφασίζοντας, συνακόλουθα, τη διαγραφή της από το Μητρώο.

 

Σύμφωνα με τον περιεχόμενο στον Κανονισμό 2 ορισμό του όρου, «πάροχος υπηρεσιών» σημαίνει φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο καθορίζεται ως «υπόχρεη οντότητα» δυνάμει των διατάξεων του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου και το οποίο, μεταξύ άλλων, παρέχει υπηρεσίες πολιτογράφησης σε αλλοδαπούς επιχειρηματίες ή επενδυτές και στα μέλη της οικογένειάς τους, με σκοπό την υποβολή αίτησης για πολιτογράφηση, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 111Α του Νόμου.

 

Ασφαλώς και η προβλεπόμενη στον Κανονισμό 2 έννοια του «παρόχου υπηρεσιών», εάν διαβαστεί απομονωμένα, συνιστά ορισμό συγκεκριμένου όρου και δεν δημιουργεί από μόνη της κανόνα δικαίου,  ούτε οποιαδήποτε υποχρέωση, αλλ’ ούτε και στοιχειοθετεί οποιαδήποτε παράβαση διάταξης των Κανονισμών. Παραπέμπει, ωστόσο, ο υπό αναφορά ορισμός, στις διατάξεις του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου και οι καθ’ ων η αίτηση, βασιζόμενοι σε αυτές τις διατάξεις, αλλά και στον εν λόγω Κανονισμό 2, αποφάσισαν ότι η αιτήτρια δεν εποπτεύετο από κάποια από τις εποπτικές αρχές, που καθορίζονται στο άρθρο 59 του προαναφερθέντος Νόμου, για τις συγκεκριμένες κατηγορίες της υπόχρεης οντότητας βάσει του Κανονισμού 2(1). Είναι δε και γι’ αυτό τον λόγο που αποφάσισαν τη διαγραφή της αιτήτριας από το Μητρώο, ως μη εμπίπτουσας στο εννοιολογικό περιεχόμενο του εν λόγω Κανονισμού. Επί της ουσίας, οι καθ’ ων η αίτηση, με συνδυαστική εφαρμογή των διατάξεων του Κανονισμού 2(1) και του άρθρου 59 του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου, κατέληξαν σε πρόσθετο λόγο, πέραν των διαπιστώσεών τους για παραβίαση των Κανονισμών 13(α)(γ)(δ)(ε) και 17(1)(5), διαγραφής της αιτήτριας από το Μητρώο.

 

Κατ’ αυτό τον τρόπο, οι καθ’ ων η αίτηση έθεσαν ουσιαστικά νέα γεγονότα, που στοιχειοθετούσαν μια νέα κατ’ ισχυρισμόν παραβίαση διατάξεων εκ μέρους της αιτήτριας και έναν πρόσθετο λόγο διαγραφής της αιτήτριας από το Μητρώο. Εξάλλου, φαίνεται από την επίδικη απόφαση πως και οι ίδιοι οι καθ’ ων η αίτηση δεν αντιμετώπισαν την πρόνοια του Κανονισμού 2(1) ως μια διάταξη που απλά περιέχει τον ορισμό ενός όρου («πάροχος υπηρεσιών»), αλλά ως μια διάταξη που η μη πλήρωση και/ή η παραβίασή της από την αιτήτρια, οδήγησε στην διαγραφή της τελευταίας από το Μητρώο: υπέρ αυτής της διαπίστωσης συνηγορεί η περιεχόμενη στην επίδικη απόφαση φράση ότι «η Επιτροπή διεπίστωσε και αποφάσισε, πως δεν πληροίτε τις πρόνοιες του Κανονισμού 2(1)».

 

Όμως, τα αμέσως πιο πάνω γεγονότα και οι διαπιστώσεις των καθ’ ων η αίτηση, δεν είχαν τεθεί προηγουμένως ενώπιον της αιτήτριας, δια της προαναφερθείσας επιστολής τους ημερομηνίας 26.10.2020, ως έδει, προκειμένου η αιτήτρια να είναι σε θέση να τοποθετηθεί και να απαντήσει και επ’ αυτών, όπως είχε δικαίωμα να πράξει, σύμφωνα με τον Κανονισμό 18(3), στο πλαίσιο του εκεί προβλεπόμενου δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης.

Κατά συνέπεια, οι πιο πάνω ενέργειες των καθ’ ων η αίτηση στοιχειοθετούν και πρόσθετο λόγο ακύρωσης που συνίσταται στην παραβίαση του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης. Όπως συναφώς λέχθηκε στην Φρειδερίκη Γιαγκοπούλου ν. Δημοκρατίας (1998) 4 Α.Α.Δ. 1225,-

 

«H αρχή του δικαιώματος της ακρόασης δεν εξαντλείται μόνο στο δικαίωμα του διοικούμενου να λάβει γνώση των στοιχείων της υπόθεσής του και να εκθέσει τις απόψεις του, αλλά επεκτείνεται και στην υποχρέωση της Διοίκησης να λάβει υπ’ όψιν της τις απόψεις του αυτές (Μ. Στασινόπουλος, ανωτέρω, σελ. 50 και 51).

 

Η ακρόαση του επηρεαζομένου, εκτός του ότι ικανοποιεί θεμελιώδη βασική αρχή και δικαίωμα του πολίτη, προστατεύει και τη Διοίκηση από το ενδεχόμενο η απόφαση που θα ληφθεί να είναι αποτέλεσμα πλάνης, μια και η Διοίκηση δεν θα έχει την ευκαιρία να αξιοποιήσει την ακρόαση του διοικούμενου ο οποίος είναι δυνατόν να εισφέρει στην ορθότερη διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών.».

 

Και πιο κάτω, αναφορικά με την πρόσκληση του διοικούμενου από τη Διοίκηση για ακρόαση-

«H πρόσκληση πρέπει να είναι πλήρης, ήτοι να ενημερώνει επαρκώς τον καλούμενο επί του υπό κρίσιν θέματος, επί του οποίου πρόκειται να ληφθεί εκτελεστή απόφαση. Στην περίπτωση πιθανότητας λήψης δυσμενούς διοικητικού μέτρου που επίκειται συνεπεία υπαιτίου συμπεριφοράς, η πρόσκληση θα πρέπει να περιλαμβάνει επαρκή περιγραφή της μομφής που απευθύνεται προς τον καλούμενο (Μ. Στασινόπουλος, σελ. 204). Γενικά, ο τρόπος της πρόσκλησης προς ακρόαση θα πρέπει να δείχνει ειλικρινή σεβασμό προς το πραγματικό περιεχόμενο του δικαιώματος της υπεράσπισης.».   

 

Συνεπώς, διαπιστώνεται παραβίαση του υπό του Κανονισμού 18(3) της Κ.Δ.Π. 379/2020 προβλεπόμενου δικαιώματος ακρόασης, δεδομένου ότι δεν δόθηκε στην αιτήτρια η δυνατότητα να θέσει ενώπιον των καθ’ ων η αίτηση τις θέσεις της αναφορικά με το κατά πόσον αυτή πληρούσε τις πρόνοιες του Κανονισμού 2(1) της Κ.Δ.Π. 379/2020 και υπόκειτο στη δέουσα εποπτεία, σύμφωνα με το άρθρο 59 του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου.

 

Ενόψει δε της αμέσως πιο πάνω κατάληξης, ούτε και το δικαίωμα πλάνης στην κρίση των καθ’ ων η αίτηση μπορεί να αποκλειστεί, εφόσον δε λήφθηκαν υπόψη στην τελική κρίση, οι θέσεις και/ή οι ισχυρισμοί της αιτήτριας όσον αφορά τη διαπίστωση των καθ’ ων η αίτηση ότι αυτή δεν πληρούσε τις πρόνοιες του Κανονισμού 2(1) της Κ.Δ.Π. 379/2020.

 

Με τις πιο πάνω διαπιστώσεις, σφραγίζεται η τύχη της υπό εξέταση προσφυγής και παρέλκει η εξέταση άλλων ζητημάτων που έχουν εγερθεί.  

 

Κατά συνέπεια, η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται. Επιδικάζονται €2000 έξοδα υπέρ της αιτήτριας και εναντίον των καθ’ ων η αίτηση, πλέον Φ.Π.Α..

 

 

 

                                                                                     Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο