ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

Συνεκδ. Υποθ. αρ. 397/17 και 398/17

 

29 Φεβρουαρίου, 2024

[Α. ΖΕΡΒΟΥ, Δ.Δ.Δ.]

Αναφορικά με τα Άρθρα 146, 23, 25 και 28 του Συντάγματος

 

Υπόθεση αρ. 397/17

Μεταξύ:

ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ Γ. ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ (ΑΧΝΑΓΑΛ) ΛΙΜΙΤΕΔ

Αιτήτρια,

ΚΑΙ

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1.

ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ, ΕΜΠΟΡΙΟΥ, ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ

2.

ΕΦΟΡΟΥ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΣΗΜΟΥ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗ, ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΩΣ ΕΦΟΡΟΥ ΕΜΠΟΡΙΚΩΝ ΣΗΜΑΤΩΝ

Καθ’ ων η αίτηση.

------------

Υπόθεση αρ. 398/17

Μεταξύ:

ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ Γ. ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ (ΑΧΝΑΓΑΛ) ΛΙΜΙΤΕΔ

Αιτήτρια,

ΚΑΙ

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1.

ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ, ΕΜΠΟΡΙΟΥ, ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ

2.

ΕΦΟΡΟΥ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΣΗΜΟΥ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗ, ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΩΣ ΕΦΟΡΟΥ ΕΜΠΟΡΙΚΩΝ ΣΗΜΑΤΩΝ

Καθ’ ων η αίτηση.

------------

 

Κ. Τομπόλη – Θεοδούλου (κα) και Σ.Χ. Θεοδούλου, για Χρίστος Α. Θεοδούλου Δ.Ε.Π.Ε., για την αιτήτρια.

Ε. Νεοφύτου (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Α. ΖΕΡΒΟΥ, Δ.Δ.Δ.:   Την 31.01.2013 ο καθ’ ου η αίτηση υπ’ αρ. 2 (εφεξής «ο Έφορος») ενέκρινε, συμφώνως του άρθρου 21 του περί Εμπορικών Σημάτων Νόμου (Κεφ. 268), ως ίσχυε τότε και κατόπιν σχετικής αίτησης της αιτήτριας, την εγγραφή στο Μητρώο Εμπορικών Σημάτων (εφεξής «το Μητρώο») των εμπορικών σημάτων «αχαναλλούμι & device» (αρ. εγγραφής 81148) και «achnalloumi & devise» (αρ. εγγραφής 81149), με ιδιοκτήτρια την αιτήτρια.  Στις 02.10.2013 ο Έφορος εξέδωσε πιστοποιητικά εγγραφής των εν λόγω σημάτων στο Μητρώο.

 

Στις 13.12.2016 ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Ενέργειας, Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού (εφεξής «ο Γενικός Διευθυντής») απέστειλε στην αιτήτρια επιστολή με το ακόλουθο περιεχόμενο:

 

«Θέμα: Εθνικά πιστοποιούντα εμπορικά σήματα «ΧΑΛΛΟΥΜΙ HALLOUMI» υπ’ αριθμό 36766 (για το ώριμο χαλλούμι) και υπ’ αριθμό 36765 (για το φρέσκο χαλλούμι) που ανήκουν στην Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω του Υπουργείου Ενέργειας, Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού

 

Έχω οδηγίες να αναφερθώ στο πιο πάνω θέμα και επισημάνω τα ακόλουθα:

Η Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω του Υπουργείου Ενέργειας, Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού είναι ιδιοκτήτρια των πιστοποιούντων εμπορικών σημάτων «ΧΑΛΛΟΥΜΙ HALLOUMI» υπ’ αριθμό 36766 (για το ώριμο χαλλούμι) και υπ’ αριθμό 36765 (για το φρέσκο χαλλούμι) (στο εξής «τα Σήματα»), τα οποία είναι εγγεγραμμένα από το 1992 στο σχετικό μητρώο του Εφόρου Εταιρειών. Τα σχετικά πιστοποιητικά εγγραφής επισυνάπτονται για εύκολη αναφορά.

 

Τα Σήματα διέπονται από συγκεκριμένους Κανονισμούς Χρήσης και μόνο οι δικαιούχοι χρήσης των εν λόγω σημάτων δύνανται να τα χρησιμοποιούν επί των προϊόντων τους.

 

Δυνάμει του περί Εμπορικών Σημάτων Νόμου:

 

«14.—(1) Εμπορικό σήμα δεν εγγράφεται ή, εάν εγγράφει, είναι δυνατό να κηρυχθεί άκυρο, αν—

(α) Είναι πανομοιότυπο με προγενέστερο εμπορικό σήμα, και τα εμπορεύματα ή οι υπηρεσίες για τις οποίες το εμπορικό σήμα δηλώνεται ή είναι εγγεγραμμένο, είναι πανομοιότυπες με εκείνες για τις οποίες προστατεύεται το προγενέστερο εμπορικό σήμα,

(β) λόγω της ταυτότητάς του ή της ομοιότητας με προγενέστερο εμπορικό σήμα και της ταυτότητας ή της ομοιότητας των εμπορευμάτων ή υπηρεσιών που τα δύο εμπορικά σήματα προσδιορίζουν, υπάρχει κίνδυνος σύγχυσης του κοινού, ο οποίος περιλαμβάνει και τον κίνδυνο συσχέτισης με το προγενέστερο εμπορικό σήμα...».

 

Εν προκειμένω, το Υπουργείο έχει πρόσφατα διαπιστώσει ότι έχετε προχωρήσει περί το 2013 στην εγγραφή δύο εμπορικών σημάτων με αρ. εγγραφής 811148: «αχναλλούμι» και με αρ. εγγραφής 81149: 81149 «achnalloumi», τα οποία αφορούν ακριβώς την ίδια κατηγορία προϊόντων για τα οποία είναι εγγεγραμμένα τα Σήματα. Το Υπουργείο έχει το δικαίωμα να λάβει όλα τα νόμιμα μέτρα με σκοπό τη διαγραφή των εν λόγω εμπορικών σημάτων σας, στη βάση του ότι είναι πανομοιότυπα με τα Σήματα και λόγω του ότι υπάρχει κίνδυνος σύγχυσης του κοινού, ο οποίος περιλαμβάνει τον κίνδυνο συσχέτισης των Σημάτων, τα οποία φέρουν προϊόντα με συγκεκριμένες προδιαγραφές, με τα δικά σας σήματα.

Προκειμένου το Υπουργείο να μην λάβει οποιαδήποτε μέτρα ή/ και να απέχει από τη λήψη οποιωνδήποτε περαιτέρω νομικών μέτρων εναντίον σας, σας καλεί όπως καταχωρίσετε στον Έφορο Εταιρειών και Επίσημο Παραλήπτη αίτηση διαγραφής των εν λόγω εμπορικών σας σημάτων το αργότερο μέχρι τη Δευτέρα 19/12/2016, ενημερώνοντας σχετικά το Υπουργείο. Σε περίπτωση που δεν ληφθούν από μέρους σας τα ως άνω μέτρα, το Υπουργείο επιφυλάσσει όλα τα δικαιώματά του για να λάβει οποιαδήποτε περαιτέρω μέτρα.

 

Το Υπουργείο σημειώνει ότι η εταιρεία σας πρόσφατα έχει εγγράφει ως δικαιούχος χρήσης των Σημάτων γεγονός που της επιτρέπει να χρησιμοποιεί τα Σήματα επί των προϊόντων της τα οποία ικανοποιούν τις προδιαγραφές των Κανονισμών που διέπουν της χρήση τους και οι οποίες ταυτίζονται με την οικεία εθνική νομοθεσία.

 

Ανεξαρτήτως των ανωτέρω, σημειώνεται επίσης ότι σε σχέση με την ονομασία ΧΑΛΛΟΥΜΙ» (HALLOUMI) / «HELLIM» εκκρεμεί ενώπιον της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αίτηση για την καταχώρισή της ως Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης, η οποία προωθήθηκε από την Αρμόδια Αρχή της Κυπριακής Δημοκρατίας, το Υπουργείο Γεωργίας, Αγροτικής Ανάπτυξης και Περιβάλλοντος. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, κρίνοντας ότι ο κατατεθείς από τις αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας φάκελος CY/PDO/0005/01243 πληροί τους όρους που καθορίζονται από τον κανονισμό (ΕΕ) 1151/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 21ης Νοεμβρίου 2012, για τα συστήματα ποιότητας των γεωργικών προϊόντων και τροφίμων (ΕΕ 2012, L 343, σ. 1), όπως προβλέπεται από το άρθρο 50, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, προέβη στην δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 28.7.2015.».

 

Με επιστολή των δικηγόρων της, ημερομηνίας 19.12.2016, η αιτήτρια απάντησε στον Γενικό Διευθυντή ότι ήταν εξαρχής ενήμερη για την ύπαρξη των δύο πιστοποιούντων εμπορικών σημάτων και επίσης γνώριζε για την εκκρεμή διαδικασία κατοχύρωσης του χαλλουμιού ως προϊόντος Π.Ο.Π. στην Ε.Ε., επικροτεί δε τις προσπάθειες για προστασία του εθνικού αυτού προϊόντος, κάτι το οποίο, ως αναφέρεται στην επιστολή, απέδειξε με την εγγραφή της ως δικαιούχος χρήσης των εν λόγω πιστοποιούντων εμπορικών σημάτων.  Ακολούθως, επεσήμανε αφενός ότι η ίδια προέβη σε αίτηση κατοχύρωσης των εμπορικών της σημάτων αρ. 81148 και 81149 στις 21.11.2012, ήτοι περισσότερο από τέσσερα χρόνια πριν, και αφετέρου, το γεγονός ότι τα εν λόγω σήματα είχαν γίνει αποδεκτά δίχως όρους και είχαν εγγραφεί από τον Έφορο, παρά την ύπαρξη των προγενέστερων πιστοποιούντων εμπορικών σημάτων αρ. 36765 και 36766.  Έκτοτε, ως επιπλέον αναφέρεται στην επιστολή, η αιτήτρια έχει επενδύσει πολλά στην νόμιμη προώθηση και εκμετάλλευσή τους, αφού δικαιολογημένα θεωρούσε ότι τα σήματα της ανήκουν και αποτελούν γραφιστική/στυλιστική συνέχεια της επιτυχημένης από πλευράς μάρκετινγκ σειράς προϊόντων της, «αχναγάλ».  Εξέφρασε δε τη θέση ότι, αν κάποιος προσέξει καλά τα δύο σήματα, αυτά αποτελούνται από το φανταστικό (αγγλ. "invented"/"fictitious" - δηλ. δίχως νόημα) λεκτικό μέρος («αχναλλούμι» - "achnalloumi") σε πράσινο φόντο και άσπρο εσωτερικό, συνοδευόμενο από το γνωστό σχέδιο της Αχναγάλ των τριών σταγόνων γάλα σε σχήμα λουλουδιού πάνω από τα γράμματα «ου» στα ελληνικά και "i" στα αγγλικά.  Ως εκ τούτου, ως καταλήγει η επιστολή, η αιτήτρια δεν προτίθετο να διαγράψει η ίδια τα δεόντως εγγεγραμμένα εμπορικά της σήματα.

 

Την ίδια ημερομηνία, ήτοι στις 19.12.2016, ο Γενικός Διευθυντής απέστειλε στον Έφορο κατεπείγουσα επιστολή, με το ακόλουθο περιεχόμενο:

 

«Θέμα: Εμπορικά σήματα με αρ, εγγραφής 81148: «αχναλλούμι» και με αρ, εγγραφής 81149: 81149 «achnalloumi»

 

Αναφέρομαι στο πιο πάνω θέμα και επιθυμώ να σας ενημερώσω ότι περιήλθε πρόσφατα σε γνώση μας η καταχώριση στο μητρώο του Εφόρου Εταιρειών και Επίσημου Παραλήπτη δύο εμπορικών σημάτων με αρ. εγγραφής 81148: «αχναλλούμι» και με αρ. εγγραφής: 81149 «achnalloumi», με ιδιοκτήτρια την εταιρεία Ελευθέριος Γ. Ελευθερίου (Αχναγάλ) Λιμιτεδ (στο εξής «η εταιρεία»).

 

Η Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω του Υπουργείου Ενέργειας, Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού είναι ιδιοκτήτρια των πιστοποιούντων εμπορικών σημάτων «ΧΑΛΛΟΥΜΙ HALLOUMI» υπ’ αριθμό 36766 (για το ώριμο χαλλούμι) και υπ’ αριθμό 36765 (για το φρέσκο χαλλούμι), τα οποία είναι εγγεγραμμένα από το 1992 στο σχετικό μητρώο που τηρείτε. Η Κυπριακή Δημοκρατία μέσω του Υπουργείου είναι επίσης ιδιοκτήτρια του πιστοποιούντος εμπορικού σήματος «HALLOUMI» με αρ. εγγραφής 001082965 στο Ηνωμένο Βασίλειο, από το 1990.

 

Περαιτέρω όπως γνωρίζετε εκκρεμεί ενώπιον της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αίτηση για την καταχώριση της ονομασίας «ΧΑΛΛΟΥΜΙ» (HALLOUMI)/«HELLIM» ως Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης, η οποία προωθήθηκε από την Αρμόδια Αρχή της Κυπριακής Δημοκρατίας, το Υπουργείο Γεωργίας, Αγροτικής Ανάπτυξης και Περιβάλλοντος. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, κρίνοντας ότι ο κατατεθείς από τις αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας φάκελος CY/PDO/0005/01243 πληροί τους όρους που καθορίζονται από τον κανονισμό (ΕΕ) 1151/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 21ης Νοεμβρίου 2012, για τα συστήματα ποιότητας των γεωργικών προϊόντων και τροφίμων (ΕΕ 2012, L 343, σ. 1), προέβη στην δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 28.7.2015.

 

Θεωρούμε ότι τα ως άνω εμπορικά σήματα της εταιρείας είναι πανομοιότυπα με τα σήματα που ανήκουν στη Δημοκρατία μέσω του υπουργείου μας και υπάρχει κίνδυνος σύγχυσης του κοινού, ο οποίος περιλαμβάνει τον κίνδυνο συσχέτισης των σημάτων της Δημοκρατίας, τα οποία φέρουν προϊόντα με συγκεκριμένες προδιαγραφές, με τα εμπορικά σήματα της εταιρείας Ελευθέριος Γ. Ελευθερίου (Αχναγάλ) Λίμιτεδ. Αντίστοιχη σύγχυση ενδέχεται επίσης να προκαλέσουν τα σήματα της εταιρείας και σε σχέση με την υπό εξέταση Προστατευόμενη Ονομασία Προέλευση «ΧΑΛΛΟΥΜΙ» (HALLOUMI)/«HELLIM».

 

Υπό το φως των ανωτέρω και σχετικής επιστολής των νομικών συμβούλων της εταιρείας (αντίγραφο επισυνάπτεται), παρακαλώ όπως λάβετε όλες τις δέουσες ενέργειες προς αποκατάσταση της νομιμότητας και του δημοσίου συμφέροντος.».

 

Με ξεχωριστές επιστολές ημερομηνίας 23.12.2016, ο Έφορος κοινοποίησε στην αιτήτρια τις αποφάσεις του να ανακαλέσει την εγγραφή των εμπορικών σημάτων «achnalloumi & devise» (αρ. εγγραφής 81149) και «αχαναλλούμι & device» (αρ. εγγραφής 81148), αποφάσεις τις οποίες η αιτήτρια αμφισβητεί με τις προσφυγές υπ’ αρ. 397/17 και 398/17, αντίστοιχα, οι οποίες συνεκδικάζονται κατόπιν σχετικού διατάγματος του Δικαστηρίου. 

 

Στις επιστολές ημερομηνίας 23.12.2016, αφού αναφέρεται στο περιεχόμενο της επιστολής του Γενικού Διευθυντή ημερομηνίας 20.12.2016, ο Έφορος καταγράφει τα ακόλουθα:

 

«Έχω επανεξετάσει το θέμα και η απόφασή μου ανακαλείται για τους εξής λόγους:

 

Το Σήμα είναι πανομοιότυπα με τα ως άνω προγενέστερα πιστοποιούντα εμπορικά σήματα που ανήκουν στη Δημοκρατία, και τα εμπορεύματα για τα οποία το Σήμα είναι εγγεγραμμένο είναι όμοια με αυτά για τα οποία προστατεύονται τα προγενέστερα πιστοποιούντα εμπορικά σήματα της Δημοκρατία (Κλάση 29, γαλακτοκομικά προϊόντα).

 

Υπάρχει ομοιότητα του Σήματος με τα ως άνω προγενέστερα πιστοποιούντα εμπορικά σήμα που ανήκουν στη Δημοκρατία και ταυτότητα των εμπορευμάτων που το Σήμα και τα σήματα της Δημοκρατίας προσδιορίζουν με αποτέλεσμα να υπάρχει κίνδυνος σύγχυσης του κοινού, ο οποίος περιλαμβάνει και τον κίνδυνο συσχέτισης του Σήματος με τα προγενέστερα πιστοποιούντα εμπορικά σήματα της Δημοκρατίας.

 

Ειδικότερα, αναφέρεται ότι το σήμα «ΧΑΛΛΟΥΜΙ/HALLOUMI» προστατεύεται στην Κύπρο ως δύο ξεχωριστά πιστοποιούντα εμπορικά σήματα, τα οποία ανήκουν στην Κυπριακή Δημοκρατία μέσω του Υπουργείου Ενέργειας, Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού. Η χρήση αυτών των πιστοποιούντων εμπορικών σημάτων εξαρτάται, μεταξύ άλλων, από τη συμμόρφωση του δικαιούχου χρήσης με κανόνες αναφορικά με την παρασκευή των προϊόντων που φέρουν τα εμπορικά σήματα, οι οποίοι καθορίζουν τον τρόπο παρασκευής του τυριού που πιστοποιείται με τα πιστοποιούντα εμπορικά σήματα. Οι κανόνες αυτοί είναι πανομοιότυποι με αυτούς που περιλαμβάνονται στον περί Κυπριακών Προτύπων και Ελέγχου Ποιότητας (Καθορισμένα Πρότυπα Δέκατη Σειρά) Κανονισμό του 1985 (Κ.Δ.Π. 195/85) (στο εξής ο «Κανονισμός»), όπως εκάστοτε τροποποιείται. Ο Κανονισμός περιέχει υποχρεωτικά πρότυπα για το ώριμο χαλλούμι και το φρέσκο χαλλούμι και όποιο τυρί παρασκευάζεται στην Κύπρο πρέπει, προκειμένου να φέρει το όνομα χαλλούμι, να παρασκευάζεται σύμφωνα με τα πρότυπα αυτά.

 

Στην περίμετρο των μέσων που διαθέτει η Δημοκρατία για προστασία του εν λόγω παραδοσιακού προϊόντος, εντάσσεται επίσης και η προώθηση της εγγραφής της ονομασίας «ΧΑΛΛΟΥΜΙ» (HALLOUMI) / «HELLIM» ως Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης.

 

Δεδομένης της προφανούς γραμματικής και ηχητικής συνάφειας του Σήματος τόσο με τα πιστοποιούντα εμπορικά σήματα «ΧΑΛΛΟΥΜΙ-HALLOUMI», όσο και με το όνομα του προϊόντος χαλλούμι, σε περίπτωση διατήρησης της εγγραφής του Σήματος και χρήσης αυτού δημιουργούνται σοβαρές πιθανότητες σύγχυσης με τα υπό αναφορά πιστοποιούντα εμπορικά σήματα, καθώς και παράκαμψης του Κανονισμού και των πανομοιότυπων με αυτόν κανόνων παρασκευής του προϊόντος, που διέπουν τη χρήση των πιστοποιούντων εμπορικών σημάτων «ΧΑΛΛΟΥΜΙ/HALLOUMI». Πράγματι, η εταιρεία θα έχει τη δυνατότητα να αναγράφει το Σήμα, σε μέγεθος και σχήμα που η ίδια θα επιλέγει, επί της συσκευασίας των προϊόντων της, χωρίς να συμμορφώνεται με οποιαδήποτε υποχρέωση απορρέει από τον Κανονισμό ή από τους κανόνες που διέπουν τη χρήση των πιστοποιούντων εμπορικών σημάτων, εφόσον το αναγραφόμενο εμπορικό σήμα της ανήκει και δεν θα διέπεται από οποιουσδήποτε κανόνες χρήσης Ο κίνδυνος αυτός είναι ιδιαίτερα υψηλός στην περίπτωση, όπως στην παρούσα, όπου η εταιρεία δραστηριοποιείται στον τομέα παραγωγής και διάθεσης γαλακτοκομικών προϊόντων. Για το λόγο αυτό, η διατήρηση εγγραφής του Σήματος αντίκειται στο νόμο και στο δημόσιο συμφέρον.

 

Ο κίνδυνος παράκαμψης του Κανονισμού, καθώς και των κανόνων που διέπουν τη χρήση των πιστοποιούντων εμπορικών σημάτων «ΧΑΛΛΟΥΜΙ/HALLOUMI», οδηγεί στην ανάκληση της απόφασής μου και για λόγους δημοσίου συμφέροντος. Ο Κανονισμός και τα ανήκοντα στο κράτος πιστοποιούντο εμπορικά σήματα που αναφέρονται πιο πάνω έχουν ως στόχο να ρυθμίσουν την παρασκευή και να προστατεύσουν τη χρήση του χαλλουμιού ως παραδοσιακού εθνικού τυριού της Κύπρου. Το χαλλούμι αποτελεί μέρος της πολιτιστικής κληρονομιάς της Κύπρου και, ταυτόχρονα, ένα σημαντικό προϊόν για την οικονομία και ιδίως τις εξαγωγές της χώρας μας. Συνεπώς, η εγγραφή εμπορικών σημάτων που δημιουργεί κινδύνους παράκαμψης των σχετικών με ένα τέτοιο προϊόν κανόνων, πλήττει το δημόσιο συμφέρον.

 

Ενόψει των ανωτέρω, ανακαλώ την ως άνω απόφασή μου για έγκριση της εγγραφής του εμπορικού σήματος αρ. 81149 «achnalloumi» [για την προσφυγή αρ. 397/2017 και «αρ. 81148 «αχναλλούμι & device», για την προσφυγή αρ. 398/2017] με αναδρομική ισχύ από την ημέρα έκδοσης της εν λόγω απόφασης.».

 

Διά της γραπτής αγόρευσης των ευπαιδεύτων δικηγόρων της η αιτήτρια επισημαίνει, καταρχάς, ότι τα επίδικα σήματά της έγιναν αποδεκτά από τον Έφορο για εγγραφή στο Μητρώο δίχως όρους και τούτο παρά την ύπαρξη των προγενέστερων πιστοποιούντων εμπορικών σημάτων που ανήκουν στην Κυπριακή Δημοκρατία.  Σημειώνει δε ότι οι λέξεις «αχναλλούμι» με ελληνικούς χαρακτήρες και «achnalloumi» με λατινικούς χαρακτήρες είναι φανταστικές, εντός των πλαισίων του όρου «εμπορικό σήμα» (συμφώνως του άρθρου 2 του Κεφ. 268, ως ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο[1]) και δεν σημαίνουν τίποτε, είτε στα ελληνικά, είτε στα αγγλικά, είστε σε οποιαδήποτε ξένη γλώσσα. 

 

Επισημαίνοντας ότι η αίτηση για εγγραφή των επίδικων σημάτων της έγινε εντός του πλαισίου της σχετικής νομοθεσίας, χωρίς η ίδια να αποκρύψει ή να παραποιήσει οτιδήποτε με σκοπό να δημιουργήσει πλάνη στον Έφορο, η αιτήτρια υποβάλλει ακολούθως ότι ο καθ’ ου η αίτηση αρ. 1 δεν είχε φέρει ένσταση στην εγγραφή τους, παρά το γεγονός ότι τα επίδικα σήματα είχαν δημοσιευθεί από τον Έφορο στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και δόθηκε η νόμιμη προθεσμία των 2 μηνών σε οποιοδήποτε πρόσωπο να υποβάλει ένσταση.  Ως εκ τούτου, κατά την εισήγηση, ο καθ’ ου η αίτηση αρ. 1 εμποδίζεται και/ή κωλύεται (estopped) από του να επικαλεσθεί ομοιότητα σε μεταγενέστερο στάδιο.  Επισημαίνει δε ιδιαίτερα τη δυνατότητα έγερσης ένστασης εναντίον εγγραφής σήματος από προγενέστερο δικαιούχο ή άλλως ενδιαφερόμενο πρόσωπο, οπόταν ο Έφορος καλείται να αποφασίσει επί διαφοράς μεταξύ ιδιωτών και ως τέτοια χαρακτηρίζει την επίδικη εν προκειμένω διαφορά, η οποία δεν συνιστά διαφορά μεταξύ ενός ιδιώτη και της διοίκησης.

 

Επιπλέον, η αιτήτρια επισημαίνει ότι, κατά την εγγραφή των επίδικων εμπορικών σημάτων της, ούτε ο Έφορος είχε εγείρει θέμα πανομοιότητας ή έστω ομοιότητας αυτών με τα πιστοποιούντα εμπορικά σήματα της Κυπριακής Δημοκρατίας τη στιγμή, μάλιστα, που γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι τα εν λόγω πιστοποιούντα σήματα, τα οποία ο ίδιος είχε εγγράψει, ήταν προγενέστερα των σημάτων της αιτήτριας.

 

Ως εκ τούτου, υποβάλλοντας ότι τα επίδικα εμπορικά σήματα αποτελούν ιδιοκτησία της στην οποία είχε επενδύσει, η αιτήτρια διατείνεται καταρχάς ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις για διαγραφή τους, χωρίς καν να δοθεί στην ίδια το δικαίωμα να ακουσθεί, παραβιάζουν το Άρθρο 23 του Συντάγματος και αντιβαίνουν στις πρόνοιες και στους σκοπούς του Κεφ. 268.  Επιπλέον, παραβιάζουν σωρεία διατάξεων του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου και συγκεκριμένα: Τα άρθρα 7 και 8, τα οποία καθορίζουν τα νόμιμα πλαίσια της διοικητικής δράσης και τις περιπτώσεις που μία διοικητική πράξη δύναται, κατ’ εξαίρεση, να έχει αναδρομική ισχύ, στις οποίες δεν περιλαμβάνεται η παρούσα.  Το άρθρο 38, το οποίο εξειδικεύει το περιεχόμενο της αρχής της ισότητας, εφόσον η ίδια έτυχε άνισης μεταχείρισης έναντι άλλων δικαιούχων εμπορικών σημάτων, τα οποία μάλιστα ήταν πανομοιότυπα με τα σήματα της Κυπριακής Δημοκρατίας.  Το άρθρο 42 και την αρχή της αμεροληψίας καθότι ούτε ο καθ’ ου η αίτηση αρ. 1 ούτε ο καθ’ ου η αίτηση αρ. 2 υπήρξαν αμερόληπτοι κατά τη λήψη των προσβαλλομένων αποφάσεων, ο μεν πρώτος ως ιδιοκτήτης των επίδικων πιστοποιούντων σημάτων «ΧΑΛΛΟΥΜΙ / HALLOUMI», ο δε δεύτερος, ως υπάλληλος του πρώτου, υπαγόμενος στις οδηγίες/εντολές του πρώτου. Το άρθρο 43 καθότι δεν της δόθηκε το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης.  Το άρθρο 44(2) καθότι ο Έφορος ανεπίτρεπτα ενήργησε υπό τις εντολές και καθ’ υπόδειξη ή/και ως υπάλληλος του καθ’ ου η αίτηση αρ. 1 και όχι ασκώντας ο ίδιος ελεύθερα τη διακριτική εξουσία του.  Τα άρθρα 45 και 46, εφόσον ο Έφορος δεν προέβη σε δική του έρευνα πριν τη λήψη των επίδικων αποφάσεων, αλλά ουσιωδώς πεπλανημένα κατέληξε αυθαίρετα στο καθ’ υποβολήν από τον καθ’ ου η αίτηση αρ. 1 συμπέρασμα ότι τα επίδικα σήματα της αιτήτριας ήταν πανομοιότυπα με τα πιστοποιούντα σήματα της Κυπριακής Δημοκρατίας.  Τα άρθρα 47, 48, 50 και 52, καθότι ο Έφορος θα μπορούσε να επιλέξει στις ενέργειές του μια νόμιμη λύση που θα ήταν λιγότερο επαχθής από τις προσβαλλόμενες αποφάσεις.  Το άρθρο 55(2), καθότι δεν τηρήθηκε ο τύπος και η διαδικασία που ίσχυαν για την έκδοση των ανακληθεισών πράξεων.  Τα άρθρα 26 και 28 καθότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις, που είναι δυσμενείς για την αιτήτρια, επικαλούνται γενικά και αόριστα το δημόσιο συμφέρον.

 

Επιπρόσθετα, παραπέμποντας στις γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου ως προς τη δυνατότητα της διοίκησης να ανακαλέσει μια προηγούμενη διοικητική πράξη, όπως αυτές κωδικοποιούνται στο άρθρο 54 του Ν.158(Ι)/99 και έχουν ερμηνευθεί από τη νομολογία, η αιτήτρια υποβάλλει ότι η εγγραφή των επίδικων εμπορικών σημάτων της δεν αποτελούσε παράνομη διοικητική πράξη, ώστε ο Έφορος να δύναται να την ανακαλέσει για λόγους δημοσίου συμφέροντος, το οποίο εν πάση περιπτώσει δεν θεμελιώθηκε ούτε αιτιολογήθηκε εν προκειμένω.  Εφόσον δε, κατά την αιτήτρια, το ζήτημα της διαγραφής ενός εμπορικού σήματος ρυθμίζεται ειδικά από το Κεφ. 268, δεν τυγχάνουν εφαρμογής οι πρόνοιες του άρθρου 54 του Ν.158(Ι)/99 και η παρούσα προσφυγή θα πρέπει να επιτύχει λόγω της παράλειψης του Εφόρου να ακολουθήσει τη νόμιμη διαδικασία διαγραφής.

 

Σημειώνεται, τέλος, ότι οι ευπαίδευτοι δικηγόροι της αιτήτριας επεσήμαναν ιδιαίτερα το γεγονός ότι τα επίδικα εμπορικά σήματα «achnalloumi & devise» και «αχαναλλούμι & device» αποτυπώνονται με συγκεκριμένα χρώματα και σχέδιο (επινόημα - device) και για το λόγο αυτό είχαν εγγραφεί από τον Έφορο στην κατηγορία σήματος «Απεικονιστικό συνδυασμένο με λεκτικό στοιχείο».  Ως εκ τούτου, κατά την εισήγηση, εσφαλμένα ο Έφορος απομόνωσε το λεκτικό στοιχείο των σημάτων από το σχέδιο  αυτών, για σκοπούς σύγκρισης με τα πιστοποιούνταν σήματα της Κυπριακής Δημοκρατίας, τα οποία περιορίζονται σε μία μόνο λέξη το καθένα, χωρίς να συνοδεύονται από χρώμα ή σχέδιο.  Παρέπεμψαν δε σε σχετική νομολογία, τόσο του Ανωτάτου Δικαστηρίου όσο και του ΔΕΕ, ως προς καθιερωμένες αρχές και την έκταση της απαιτούμενης έρευνας για σκοπούς σύγκρισης δύο εμπορικών σημάτων προκειμένου να διαπιστωθεί τυχόν ομοιότητα αυτών, έρευνα η οποία, κατά την εισήγησή, δεν διενεργήθηκε από τον Έφορο.

 

Η ευπαίδευτη δικηγόρος των καθ’ ων η αίτηση απορρίπτει τους λόγους ακύρωσης και αντιτείνει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ορθή, νόμιμη, το αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και επαρκώς αιτιολογημένη.  Ειδικότερα, εισηγείται καταρχάς ότι τα επίδικα εμπορικά σήματα της αιτήτριας είναι πανομοιότυπα με τα προγενέστερα πιστοποιούντα σήματα της Κυπριακής Δημοκρατίας και προσομοιάζουν με αυτά, τόσο γραμματικά όσο και ηχητικά.  Προς υποστήριξη δε του νομίμου και αιτιολογημένου της απόφασης για αναδρομική ανάκληση της απόφασης εγγραφής, παραπέμπει στα κριθέντα πρωτοδίκως από το Ανώτατο Δικαστήριο στην απόφαση Papouis Dairies Ltd v Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 2020/2012, ημερ. 12.06.2015, ECLI:CY:AD:2015:D422, εισηγούμενη ότι η απόφαση εγγραφής των εμπορικών σημάτων της αιτήτριας ήταν μία παράνομη διοικητική πράξη, την οποία η διοίκηση είχε δυνατότητα να ανακαλέσει αναδρομικά συμφώνως των προνοιών του άρθρου 54 του Ν.158(Ι)/99, χωρίς την υποχρέωση παροχής στης αιτήτρια του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης, καθότι η απόφαση για ανάκληση δεν συνιστούσε ούτε τιμωρητικό μέτρο ούτε πειθαρχική ποινή.  Απορρίπτοντας, ακολούθως, τους ισχυρισμούς της αιτήτριας περί έλλειψης αμεροληψίας, εισηγείται ότι εν προκειμένω το Υπουργείο δρα ως ιδιοκτήτης των πιστοποιούντων εμπορικών σημάτων, ο οποίος καλείται να τα προστατεύσει και το γεγονός ότι ο Έφορος αποτελεί τμήμα του Υπουργείου ουδόλως επηρεάζει την αμεροληψία του.  Επιπρόσθετα η κα Νεοφύτου διατείνεται ότι ο Έφορος προχώρησε σε ανάκληση της προηγούμενης απόφασής του και όχι σε διαγραφή των εμπορικών σημάτων της αιτήτριας, ώστε να τυγχάνουν εφαρμογής οι σχετικές πρόνοιες του Κεφ. 268.  Σύμφωνα δε με τη θέση της, στην προσβαλλόμενη απόφαση εξειδικεύονται και αιτιολογούνται επαρκώς οι λόγο δημοσίου συμφέροντος οι οποίοι επέβαλλαν την ανάκληση.  Σχολιάζοντας, τέλος, η ευπαίδευτη δικηγόρος τη νομολογία του ΔΕΕ στην οποία η πλευρά της αιτήτριας παρέπεμψε κατά την ακρόαση, εισηγήθηκε ότι εκφεύγει της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου ο επί της ουσίας έλεγχος και η σύγκριση μεταξύ των επίδικων σημάτων. 

 

Έχω μελετήσει με προσοχή τις εκατέρωθεν θέσεις και ισχυρισμούς και σε συμφωνία με τους ευπαιδεύτους δικηγόρους της αιτήτριας καταλήγω στα ακόλουθα:

 

Η Κυπριακή Δημοκρατία, ως ιδιοκτήτρια των επίδικων πιστοποιούντων σημάτων, δεν ενεργεί κυριαρχικά ως φορέας δημόσιας εξουσίας (imperium), αλλά ως υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων (fiscus) προς το σκοπό διαφύλαξης των οικονομικών της συμφερόντων (Ναυτικός Όμιλος Πάφου ν. Αρχή Λιμένων Κύπρου (1992) 1 ΑΑΔ 882).

 

Συνακόλουθα, η όποια εν προκειμένω διαφορά της Κυπριακής Δημοκρατίας με την αιτήτρια, ως προς την επικαλούμενη ομοιότητα των επίδικων εμπορικών σημάτων, θα έπρεπε να επιλυθεί συμφώνως της διαδικασίας και των ρητών προνοιών του Κεφ. 268, ως ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης.  Η πρόβλεψη στο νόμο συγκεκριμένης διαδικασίας για την επίλυση διαφορών που ανακύπτουν από τις εγγραφές εμπορικών σημάτων, συνιστά την ειδοποιό διαφορά της υπό εξέταση περίπτωσης με τα πραγματικά και νομικά δεδομένα υπό τα οποία εξετάστηκε και αποφασίστηκε η Papouis Dairies Ltd, ανωτέρω, η οποία αφορούσε τον περί Εταιρειών Νόμο (Κεφ.113) και όχι το Κεφ.268, με το Δικαστήριο εκεί να επισημαίνει ότι στον περί Εταιρειών Νόμο δεν προβλέπεται διαδικασία ανάκλησης της εγγραφής ενός ονόματος που κρίνεται εκ των υστέρων από τον Έφορο ως ανεπιθύμητο και για το λόγο αυτό το θέμα διέπεται από τους γενικούς κανόνες ανάκλησης του άρθρου 54 του Ν.158(Ι)/99.

 

Υπενθυμίζεται συναφώς ότι σε περίπτωση που ένα ζήτημα ρυθμίζεται ειδικώς από νομοθετική διάταξη, τότε η νομιμότητα της πράξης εξετάζεται με βάση τις πρόνοιες αυτής και όχι με βάση τις γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου (Κυπριακό Διυλιστήριο Πετρελαίου Λτδ ν Δήμου Λάρνακας (2000) 3 ΑΑΔ 345).  Συμφώνως δε του άρθρου 54(6) του Ν.158(Ι)/99 οι γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου, που διέπουν την ανάκληση των διοικητικών πράξεων, δεν ισχύουν όταν η ανάκληση ρυθμίζεται ειδικά από τον νόμο.

 

Τούτων δοθέντων, εφόσον το Κεφ.268 προέβλεπε συγκεκριμένη διαδικασία και λόγους διαγραφής ενός εμπορικού σήματος από το Μητρώο (άρθρο 28) αλλά και διαδικασία για διόρθωση του Μητρώου κατόπιν αίτησης εγγεγραμμένου ιδιοκτήτη για ακύρωση της καταχώρισης ενός εμπορικού σήματος στο Μητρώο (άρθρο 35), το δε άρθρο 41 του Κεφ.268 ρητώς προέβλεπε για την υποχρέωση του Εφόρου, πριν ασκήσει τις εκ του νόμου εξουσίες του, να παράσχει ευκαιρία στον αιτητή ή τον εγγεγραμμένο ιδιοκτήτη να τύχει ακρόασης, οι προσφυγές θα πρέπει, δίχως άλλο, να επιτύχουν λόγω παράβασης νόμου, εφόσον η εν λόγω διαδικασία δεν ακολουθήθηκε εν προκειμένω και η διαγραφή των εμπορικών σημάτων της αιτήτριας αποφασίστηκε χωρίς να της παρασχεθεί το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης. 

 

Σημειώνεται ότι και η ίδια η Κυπριακή Δημοκρατία, ως ιδιοκτήτρια των επίδικων πιστοποιούντων σημάτων, προκύπτει ότι αναγνώριζε την αναγκαιότητα τήρησης της προβλεπόμενης από το Κεφ.268 διαδικασίας διαγραφής εφόσον, με την επιστολή του Γενικού Διευθυντή ημερομηνίας 13.12.2016 (ανωτέρω), κάλεσε την αιτήτρια να προβεί αυτή σε σχετική αίτηση διαγραφής, επισημαίνοντας ότι το Υπουργείο έχει το δικαίωμα «να λάβει όλα το νόμιμα μέτρα με σκοπό τη διαγραφή» των εμπορικών σημάτων της αιτήτριας.

 

Εν πάση, όμως, περιπτώσει, ακόμα και αν ήθελε θεωρηθεί ότι ήταν εν προκειμένω νομικώς επιτρεπτή η προσφυγή στις γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου που διέπουν τα της ανάκλησης διοικητικών πράξεων, ως αυτές καθορίζονται στο άρθρο 54 του Ν.158(Ι)/99, το οποίο επισημαίνεται ότι περιλαμβάνεται στο Μέρος X του Νόμου που κωδικοποιεί τις αρχές της χρηστής διοίκησης, καταλήγω στα ακόλουθα:

 

Καταρχάς, το γεγονός ότι η διοικητική πράξη είναι πράξη μονομερής, δεν σημαίνει ότι η ανάκληση ή μη ανάκλησή της επαφίεται στην απεριόριστη εξουσία της διοικήσεως.  Σε ένα κράτος δικαίου, τόσο η έκδοση όσο και η ανάκληση διοικητικών πράξεων δεν γίνεται κατά την αυθαίρετη αρέσκεια της διοικήσεως, αλλά υπόκειται σε νομικούς περιορισμούς και επιταγές[2].

 

Σύμφωνα με τους νομικούς περιορισμούς που το άρθρο 54(1) και (2) του Ν.158(Ι)/99 έχει καθορίσει, θεωρείται παράβαση των αρχών της χρηστής διοίκησης η ανάκληση από τη διοίκηση μετά πάροδο εύλογου χρόνου πράξης της, έστω και παράνομης, που στο μεταξύ δημιούργησε δικαιώματα και γενικά ευνοϊκές για το διοικούμενο καταστάσεις.  Η ανάκληση, όμως, παράνομης διοικητικής πράξης επιτρέπεται και μετά παρέλευση εύλογου χρόνου, αν αυτή εκδόθηκε έπειτα από δόλια ή απατηλή ενέργεια του ενδιαφερομένου ή αν ο ενδιαφερόμενος ήταν ενήμερος της παρανομίας της πράξης κατά το χρόνο της έκδοσής της ή για λόγους δημόσιου συμφέροντος.  Η δε ύπαρξη του εύλογου χρόνου κρίνεται από τις ειδικές περιστάσεις κάθε υπόθεσης.

 

Παράνομη είναι η πράξη που η έκδοση ή το περιεχόμενό της παραβαίνει κανόνες δικαίου ή που εκδίδεται κατόπιν πλάνης περί τα πράγματα, ήτοι κατόπιν πλήρως εσφαλμένης αντίληψης της διοίκησης για την ύπαρξη ή μη των πραγματικών προϋποθέσεων της διοικητικής πράξης, είτε αυτές απαιτούνται αμέσως από τον νόμο, είτε στήριξε σε αυτές η διοίκηση την άσκηση της διακριτικής της ευχέρειας.[3]

 

Εν προκειμένω, ο Έφορος προχώρησε στην ανάκληση της ευμενούς για την αιτήτρια απόφασής του, προς έκδοση της οποίας η ίδια δεν διαπιστώνω να ενήργησε ούτε δόλια ούτε απατηλά, χωρίς να αιτιολογεί με σαφήνεια και επαρκώς τους λόγους για τους οποίους η προγενέστερη απόφαση για έγκριση της εγγραφής των επίδικων εμπορικών σημάτων θεωρήθηκε ως παράνομη. 

 

Συμφώνως του άρθρου 14 του Κεφ. 268, ως αυτό ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο (ο τονισμός είναι του Δικαστηρίου):

 

«14.-(1) Εμπορικό σήμα δεν εγγράφεται ή, εάν εγγραφεί, είναι δυνατό να κηρυχθεί άκυρο, αν-

 

(α) Είναι πανομοιότυπο με προγενέστερο εμπορικό σήμα, και τα εμπορεύματα ή οι υπηρεσίες για τις οποίες το εμπορικό σήμα δηλώνεται ή είναι εγγεγραμμένο, είναι πανομοιότυπες με εκείνες για τις οποίες προστατεύεται το προγενέστερο εμπορικό σήμα,

 

(β) λόγω της ταυτότητας του ή της ομοιότητας με προγενέστερο εμπορικό σήμα και της ταυτότητας ή της ομοιότητας των εμπορευμάτων ή υπηρεσιών που τα δύο εμπορικά σήματα προσδιορίζουν, υπάρχει κίνδυνος σύγχυσης του κοινού, ο οποίος περιλαμβάνει και τον κίνδυνο συσχέτισης με το προγενέστερο εμπορικό σήμα,

[…]».

 

Είναι προφανές από το ανωτέρω λεκτικό ότι οι δύο προβλεπόμενες περιπτώσεις είναι διακριτές μεταξύ τους, με την μεν πρώτη να αναφέρεται στην περίπτωση πανομοιότυπου εμπορικού σήματος με προγενέστερο εμπορικό σήμα, τη δε δεύτερη, στην περίπτωση όμοιου εμπορικού σήματος με προγενέστερο εμπορικό σήμα.

 

Από το περιεχόμενο των προσβαλλομένων, όμως, αποφάσεων, όπως αυτές κοινοποιήθηκαν στην αιτήτρια με τις επιστολές ημερομηνίας 23.12.2016 (ανωτέρω), προκύπτει ότι οι δύο έννοιες χρησιμοποιήθηκαν αδιακρίτως από τον Έφορο, ο οποίος στην μεν πρώτη παράγραφο της αιτιολογίας της απόφασής του χαρακτηρίζει τα εμπορικά σήματα της αιτήτριας ως πανομοιότυπα με τα προγενέστερα πιστοποιούντα εμπορικά σήματα, στη δε αμέσως επόμενη παράγραφο αναφέρεται σε ομοιότητα μεταξύ αυτών και στον συνακόλουθο κίνδυνο σύγχυσης του κοινού.  Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να διαπιστωθεί σε ποια συγκεκριμένη παράγραφο του άρθρου 14 του Κεφ.268 ενέταξε ο Έφορος την επικαλούμενη παρανομία της απόφασής του να εγγράψει τα εμπορικά σήματα την αιτήτριας, η οποία καθιστούσε νομικώς επιτρεπτή την ανάκλησή της.  Εν πάση δε περιπτώσει, ουδεμία περαιτέρω επεξήγηση παρέχεται ως προς τη διαπιστωθείσα από τον Έφορο ομοιότητα μεταξύ των επίδικων εμπορικών σημάτων της αιτήτριας με τα προγενέστερα πιστοποιούντα σήματα, λαμβανομένης μάλιστα υπόψη της με συγκεκριμένα χρώματα και σχέδιο (device) απεικόνισης των εμπορικών σημάτων της αιτήτριας.  Ο Έφορος εν προκειμένω περιορίστηκε στην αντιφατική διαπίστωση τόσο του πανομοιότυπου όσο και της ομοιότητας των επίδικων σημάτων, χωρίς να προβεί σε οποιαδήποτε, έστω και υποτυπώδη, σύγκριση αυτών (οπτική, ακουστική ή εννοιολογική).  Ως εκ τούτου, στην απουσία οποιασδήποτε σύγκρισης, ο διαπιστωθείς κίνδυνος σύγχυσης των σημάτων δεν είναι ούτε εύλογος, ούτε αιτιολογημένος (McDonald's Corporation ν Δημοκρατίας (2016) 3 ΑΑΔ 292).

 

Υπενθυμίζεται συναφώς ότι η αιτιολογία μίας διοικητικής πράξεως συνίσταται στην έκθεση τόσο των πραγματικών όσο και των νομικών λόγων, που οδήγησαν τη διοίκηση στην απόφαση της, καθώς και στην παράθεση των κριτηρίων βάσει των οποίων άσκησε η διοίκηση τη διακριτική της ευχέρεια, με την ανάγκη της αιτιολογίας των ατομικών διοικητικών πράξεων να απορρέει από την έννοια του κράτους δικαίου.  Αιτιολογία που δεν παρέχει στον δικαστή τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για την διακρίβωση της νομιμότητας της διοικητικής πράξης ή είναι τόσο αόριστη και ασαφής ώστε να καθιστά ανέφικτο τον δικαστικό έλεγχο, δεν είναι νόμιμη και οδηγεί στην ακύρωση της πράξης.  Τότε μόνον είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη η διοικητική πράξη όταν παρέχεται στον ακυρωτικό δικαστή η δυνατότητα να αντιληφθεί επί τη βάσει ποιων στοιχείων κατέληξε η Διοίκηση στο συμπέρασμα που έγινε δεκτό (Φράγκου ν Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270).

 

Παρά την περί του αντιθέτου εισήγηση της ευπαίδευτης δικηγόρου των καθ’ ων η αίτηση, εντούτοις θα πρέπει να υπομνησθεί ότι στον αναθεωρητικό έλεγχο του Διοικητικού Δικαστηρίου υπόκειται η δοθείσα από τον Έφορο αιτιολογία ως προς τη διαπιστωθείσα ομοιότητα των επίδικων εμπορικών σημάτων, δοθέντος ότι επί αυτής στηρίχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση για ανάκληση της εγγραφής των εμπορικών σημάτων της αιτήτριας, απόφαση η οποία θεωρήθηκε ότι ήταν παράνομη και γι’ αυτό θα έπρεπε να ανακληθεί. 

 

Στην υπόθεση Υπόθεση C-317/10 P, Union Investment Privatfonds GmbH[4], το ΔΕΕ επεσήμανε (σκ.45) τα ακόλουθα:

 

«Κατά πάγια νομολογία η ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως του κοινού πρέπει να εκτιμάται σφαιρικώς, λαμβανομένων υπόψη όλων των παραγόντων που ασκούν επιρροή στη συγκεκριμένη περίπτωση (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 11ης Νοεμβρίου 1997, C‑251/95, SABEL, Συλλογή 1997, σ. I‑6191, σκέψη 22· της 22ας Ιουνίου 1999, C‑342/97, Lloyd Schuhfabrik Meyer, Συλλογή 1999, σ. I‑3819, σκέψη 18· της 12ης Ιουνίου 2007, C‑334/05 P, ΓΕΕΑ κατά Shaker, Συλλογή 2007, σ. I‑4529, σκέψη 34, και της 20ής Σεπτεμβρίου 2007, C‑193/06 P, Nestlé κατά ΓΕΕΑ, σκέψη 33). Παρότι η αξιολόγηση των παραγόντων αυτών είναι πραγματικό ζήτημα που εκφεύγει του ελέγχου του Δικαστηρίου, η μη συνεκτίμηση όλων των παραγόντων συνιστά, αντιθέτως, πλάνη περί το δίκαιο (βλ., κατ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 24ης Ιουνίου 2010, C‑51/09 P, Becker κατά Harman International Industries, η οποία δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 40) και μπορεί, ως τέτοια, να προβληθεί ενώπιον του Δικαστηρίου στο πλαίσιο αναιρέσεως.».

 

Στην απουσία εν προκειμένω πραγματικής και νομικής θεμελίωσης της επικαλούμενης παρανομίας, παρέλκει η εξέταση κατά πόσον, αφενός, οι διαπιστώσεις του Εφόρου ως προς την επικαλούμενη ομοιότητα των επίδικων εμπορικών σημάτων ήταν εύλογη και σύμφωνη με τις αρχές της νομολογίας[5] και αφετέρου, κατά πόσον η δοθείσα ακολούθως αιτιολογία ως προς τους λόγους δημοσίου συμφέροντος οι οποίοι, κατά τον Έφορο, επέτρεπαν την ανάκληση (συμφώνως του άρθρου 54(2) του Ν.158(Ι)/99[6]), ήταν νόμιμη και η απαιτούμενη υπό τις περιστάσεις.

 

Συνακόλουθα, οι προσφυγές επιτυγχάνουν και οι προσβαλλόμενες αποφάσεις ακυρώνονται.

 

Υπέρ της αιτήτρια και εναντίον των καθ’ ων η αίτηση επιδικάζονται έξοδα ύψους €2.200, πλέον ΦΠΑ.

 

Α. ΖΕΡΒΟΥ, Δ.Δ.Δ.

 



[1] «εμπορικό σήμα» σημαίνει σήμα το οποίο συνίσταται από οποιαδήποτε σημεία επιδεχόμενα γραφικής παράστασης (ιδίως δε από λέξεις, συμπεριλαμβανομένου του ονόματος προσώπων, από εικόνες, γράμματα, αριθμούς, το σχήμα του εμπορεύματος ή της συσκευασίας του, ή οποιοδήποτε συνδιασμό αυτών), που μπορούν από τη φύση τους να διακρίνουν τα εμπορεύματα ή τις υπηρεσίες μιας επιχείρησης από τα αντίστοιχα άλλων επιχειρήσεων, εφόσον το σήμα αυτό χρησιμοποιείται ή σκοπείται να χρησιμοποιηθεί για σκοπούς τέτοιας διάκρισης.

[2] Π.Δ. Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, Έβδομη Αναθεωρημένη Έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2014, παρ. 677.  

[3] Ibid, παρ. 685 επ.

[4] ECLI:EU:C:2011:405

[5] Όπως αυτές συνοψίζονται και στις σχετικές αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της ΕΕ στις υποθέσεις Τ-565/21 και Τ-558/21, στις οποίες οι ευπαίδευτοι δικηγόροι της αιτήτριας παρέπεμψαν κατά την ακρόαση.

[6] (2) Η ανάκληση παράνομης διοικητικής πράξης επιτρέπεται και μετά παρέλευση εύλογου χρόνου, αν αυτή εκδόθηκε έπειτα από δόλια ή απατηλή ενέργεια του ενδιαφερομένου ή αν ο ενδιαφερόμενος ήταν ενήμερος της παρανομίας της πράξης κατά το χρόνο της έκδοσής της ή για λόγους δημόσιου συμφέροντος.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο