ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                          

                                      Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 409/2017, 486/2018, 487/2018 και 488/2018

                                             

    27 Φεβρουαρίου, 2024

 

[Φ. ΚΑΜΕΝΟΣ, ΔΔΔ.]

 

Αναφορικά με τα Άρθρα 146, 24,28, 30 του Συντάγματος

 Αρ. 409/2017

      Joannou & Paraskevaides (Overseas) Ltd

Αιτήτριας

                          Και

 

      Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω

                Υπουργείου Οικονομικών διά του Τμήματος Τελωνείου 

                                                      Καθ' ων η Αίτηση

------

Αναφορικά με τα Άρθρα 30 και 146 του Συντάγματος

Αρ. 486/2018

      ΡΡΤ Aviation Services Limited

Αιτήτριας

                            Και

1.      Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Υπουργείου Οικονομικών

2.      Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Διευθυντή Τμήματος Τελωνείου

Καθ' ων η αίτηση

------

Αρ. 487/2018

      ΡΡΤ Aviation Services Limited

Αιτήτριας

                            Και

1.      Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Υπουργείου Οικονομικών

2.      Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Διευθυντή Τμήματος Τελωνείου

Καθ' ων η αίτηση

------

Αρ. 488/2018

      ΡΡΤ Aviation Services Limited

Αιτήτριας

                            Και

1.      Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Υπουργείου Οικονομικών

2.      Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Διευθυντή Τμήματος Τελωνείου

Καθ' ων η αίτηση

 

 

......... 

 

Ε. Προδρόμου (κα) για George Pamboridis LLC, Δικηγόροι για Αιτήτρια σε Πρ. Αρ. 409/2017,

κ. Μ. Κυριακίδης με Α. Παπαευσταθίου (κα) και Μ. Κωνσταντή (κα) για Χάρης Κυριακίδης & Σία Δ.Ε.Π.Ε, Δικηγόροι για Αιτήτρια σε Πρ. Αρ. 486/2018, 487/2018 και 488/2018,

Σ. Χαραλάμπους (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.

                                               

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Φ. Καμένος, ΔΔΔ.: Με την προσφυγή αρ. 409/2017, ως αναφέρεται στο αιτητικό της, η Αιτήτρια αξιώνει ακύρωση της Εκ των Υστέρων Βεβαίωσης Άλλης Τελωνειακής Οφειλής, την οποία εξέδωσαν οι Καθ’ ων η αίτηση και η οποία κοινοποιήθηκε στην Αιτήτρια με επιστολή ημερομηνίας 02.01.2017 σε σχέση με το αεροσκάφος με αριθμός εγγραφής ΜJANP, με την οποία οι Καθ’ ων η αίτηση απαίτησαν από την Αιτήτρια Ειδικό φόρο κατανάλωσης και φόρο προστιθέμενης αξίας ύψους €13.462,86, πλέον χρηματική επιβάρυνση ίση προς 10% επί του εν λόγω ποσού, ανερχόμενη σε €1.346,86 πλέον δημόσιο τόκο υπερημερίας επί του καταβλητέου ποσού συμπεριλαμβανομένης της χρηματικής επιβάρυνσης από την ημέρα που το εν λόγω ποσό κατέστη οφειλόμενο.

 

Με την προσφυγή με αριθμό 486/2018 προσβάλλεται η απόφαση των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 18.01.2018 δια της οποίας, κατόπιν άσκησης αιτήματος αναθεώρησης της Αιτήτριας, οι Καθ’ ων η αίτηση επαναβεβαίωσαν ότι η Αιτήτρια οφείλει ειδικό φόρο κατανάλωσης και φόρο προστιθέμενης αξίας ύψους €488.000,52, πλέον χρηματική επιβάρυνση ίση προς 10% επί του πιο πάνω ποσού, ανερχόμενη σε €48.800,05 πλέον δημόσιο τόκο υπερημερίας επί του καταβλητέου ποσού συμπεριλαμβανομένης της χρηματικής επιβάρυνσης από την ημέρα που το εν λόγω ποσό κατέστη οφειλόμενο.

 

Με την προσφυγή με αριθμό 487/2018 προσβάλλεται η απόφαση των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 18.01.2018 δια της οποίας, κατόπιν άσκησης αιτήματος αναθεώρησης της Αιτήτριας, οι Καθ’ ων η αίτηση επαναβεβαίωσαν ότι η Αιτήτρια οφείλει ειδικό φόρο κατανάλωσης και φόρο προστιθέμενης αξίας ύψους €13.462,86, πλέον χρηματική επιβάρυνση ίση προς 10% επί του πιο πάνω ποσού, ανερχόμενη σε €1.346,86 πλέον δημόσιο τόκο υπερημερίας επί του καταβλητέου ποσού συμπεριλαμβανομένης της χρηματικής επιβάρυνσης από την ημέρα που το εν λόγω ποσό κατέστη οφειλόμενο.

 

Με την προσφυγή με αριθμό 488/2018 προσβάλλεται η απόφαση των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 18.01.2018 δια της οποίας, κατόπιν άσκησης αιτήματος αναθεώρησης της Αιτήτριας, οι Καθ’ ων η αίτηση επαναβεβαίωσαν ότι η Αιτήτρια οφείλει ειδικό φόρο κατανάλωσης και φόρο προστιθέμενης αξίας ύψους €1.865.3Ο2,75, πλέον χρηματική επιβάρυνση ίση προς 10% επί του πιο πάνω ποσού, ανερχόμενη σε €186.530,27 πλέον δημόσιο τόκο υπερημερίας επί του καταβλητέου ποσού συμπεριλαμβανομένης της χρηματικής επιβάρυνσης από την ημέρα που το εν λόγω ποσό κατέστη οφειλόμενο.

 

Τα γεγονότα των υπό κρίση προσφυγών, ως προκύπτουν από τις ενστάσεις των Καθ’ ων η αίτηση και διαπιστώνω από τους διοικητικούς φακέλους, είναι τα ακόλουθα:

 

 

Το Τμήμα Τελωνείων (εφεξής αναφέρεται ως «Καθ’ ων η αίτηση» ή «Τμήμα Τελωνείων»), με την Εκ των Υστέρων Βεβαίωση Άλλης Τελωνειακής Οφειλής αρ. 769/08 ημερομηνίας 18.12.2008, απαίτησε από την αιτήτρια στην προσφυγή αρ. 409.2017 εταιρεία (εφεξής για ευχερέστερη καταγραφή η Αιτήτρια στην Προσφυγή Αρ. 409/2017 θα αναφέρεται ως «JPO») την καταβολή του συνολικού ποσού των €869.050,00, το οποίο αντιπροσώπευε οφειλόμενο ειδικό φόρο κατανάλωσης για ενεργειακά προϊόντα και ΦΠΑ, πλέον χρηματική επιβάρυνση € 86.905,00, πλέον νόμιμο τόκο, αναφορικά με ειδικά καύσιμα αεριωθουμένου, τα οποία παραλήφθηκαν από την εν λόγω εταιρεία χωρίς την καταβολή των αναλογούντων ειδικού φόρου κατανάλωσης και ΦΠΑ.

 

Η υπό αναφορά απαίτηση του Τμήματος Τελωνείων βασίστηκε στο εύρημα ότι κατά τη χρονική περίοδο μεταξύ 1.5.2004 - 30.9.2007, οι πτήσεις οι οποίες είχαν πραγματοποιηθεί από αεροσκάφη τα οποία χρησιμοποιούνταν από την JPO για τη μεταφορά των διευθυντών και του προσωπικού της σε άλλες χώρες, στις οποίες η εταιρεία διεξήγαγε επιχειρηματικές δραστηριότητες, δεν χρησιμοποιήθηκαν για τη μεταφορά επιβατών ή εμπορευμάτων ή για την παροχή υπηρεσιών έναντι αμοιβής ή για σκοπούς των Κρατικών Αρχών και/ή ότι οι διενεργηθείσες κατά το ίδιο χρονικό διάστημα πτήσεις των συγκεκριμένων αεροσκαφών πραγματοποιήθηκαν για ιδιωτικούς σκοπούς και/ή για διεθνείς μεταφορές προσώπων και/ ή αγαθών χωρίς κόμιστρο, με συνακόλουθο τα εν λόγω αεροσκάφη να μην ήταν δικαιούχα απαλλαγής από την καταβολή του ειδικού φόρου κατανάλωσης καθώς και του ΦΠΑ που αναλογούσαν στα ειδικά καύσιμα αεριωθουμένου τα οποία είχαν χρησιμοποιηθεί για την κίνηση των εν λόγω αεροσκαφών.

 

Η πιο πάνω απαίτηση του Τμήματος Τελωνείων αποτέλεσε επίδικο αντικείμενο στην προσφυγή αρ. 187/2009 μεταξύ της JPO και του Τμήματος Τελωνείων, στα πλαίσια της οποίας το Ανώτατο Δικαστήριο, με απόφασή του ημερομηνίας 25.10.2010 ακύρωσε την επίδικη απαίτηση του Τμήματος Τελωνείων στην έκταση που αφορούσε στην επιβολή του ειδικού φόρου κατανάλωσης, της χρηματικής επιβάρυνσης και του τόκου που αναλογούσαν στη συγκεκριμένη οφειλή, επικυρώνοντας παράλληλα την επίδικη απαίτηση του Τμήματος στην έκταση που αφορούσε στην επιβολή του ΦΠΑ, της χρηματικής επιβάρυνσης και του τόκου που αναλογούσαν στη συγκεκριμένη οφειλή.

 

Το Τμήμα Τελωνείων, μετά από σχετική σύσκεψη, η οποία πραγματοποιήθηκε το Νοέμβριο του 2010 στη Νομική Υπηρεσία, αποφάσισε την καταχώρηση Έφεσης εναντίον της ως άνω πρωτόδικης απόφασης, ως επίσης και όπως αναμείνει την έκδοση της τελεσίδικης απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπό αναφορά Έφεση που θα αφορούσε την επιβολή ειδικού φόρου κατανάλωσης και μετά να προχωρήσει σε είσπραξη του ΦΠΑ που, κατά τη θέση τους αναλογούσε στα ποσά των ειδικών φόρων κατανάλωσης των οποίων η επιβολή θα αποτελούσε επίδικο αντικείμενο της Έφεσης η οποία θα καταχωρείτο από τη Δημοκρατία σε σχέση με την υπόθεση. Σημειώνεται ότι το Τμήμα Τελωνείων, από το Μάιο του 2006 και εντεύθεν, επέβαλλε ΦΠΑ στις επίδικες παραδόσεις καυσίμων στη βάση της δασμολογητέας αξίας τους, χωρίς να επιβάλλει ΦΠΑ επί των ειδικών φόρων κατανάλωσης.

 

Την 01.12.2010 καταχωρήθηκε εκ μέρους της Δημοκρατίας και εναντίον της πιο πάνω πρωτόδικης απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου η Αναθεωρητική Έφεση αρ. 197/2010 μεταξύ του Τμήματος Τελωνείων και της JPO.

 

Στις 12.09.2016, εκδόθηκε απόφαση στην εν λόγω Αναθεωρητική Έφεση αρ. 197/2010, η οποία ανέτρεψε τα ακυρωτικά ευρήματα της πρωτόδικης απόφασης.

 

Προ της ως άνω απόφασης στην Αναθεωρητική Έφεση αρ. 197/2010 αλλά και των επίδικων με την παρούσα υπόθεση χρόνων, προς το σκοπό εφαρμογής των σχετικών νομοθετικών διατάξεων για θέματα απαλλαγής των Ειδικών Φόρων Κατανάλωσης και του μηδενικού συντελεστή Φόρου Προστιθέμενης Αξίας σε σχέση με αεροσκάφη, το Τμήμα Τελωνείων είχε εκδώσει σειρά εγκυκλίων, οι οποίες λόγω της σχετικότητας με τα επίδικα ζητήματα είχε απασχολήσει την απόφαση επί της εν λόγω Αναθεωρητικής Έφεση αρ. 197/2010. Συγκεκριμένα, και ως αναφέρθηκε και στην εν λόγω απόφαση:

 

Πρώτη ήταν η Ερμηνευτική Εγκύκλιος 84Α, ημερομηνίας 27.04.2004, η οποία αναφέρεται στο Άρθρο 25(7) του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου και επεξηγείται ότι με βάση το άρθρο αυτό το εδάφιο 6(β) του Άρθρου 25 δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση αγαθών τα οποία φορτώνονται για χρήση ως εφόδια σε θαλάσσια διαδρομή ή αεροπορική πτήση που πραγματοποιείται για ιδιωτικούς σκοπούς. Ερμηνεύεται ότι εισάγεται εξαίρεση από τον μηδενικό συντελεστή ΦΠΑ και διευκρινίζεται ότι αεροπορική πτήση πραγματοποιείται για ιδιωτικούς σκοπούς όταν το αεροπλάνο δεν χρησιμοποιείται για την εκτέλεση διεθνούς μεταφοράς προσώπων ή και αγαθών με κόμιστρο.

 

Στις 16.12.2004 εκδόθηκε η εγκύκλιος ΕΕ - «Μ» (8) όπου ως «αεροπορική πτήση για ιδιωτικούς σκοπούς» ορίζεται κάθε πτήση που δεν πραγματοποιείται με αεροσκάφος βάρους μεγαλύτερου των 8.000 κιλών, το οποίο χρησιμοποιείται από αεροπορικές εταιρείες που εκτελούν κυρίως διεθνείς μεταφορές με κόμιστρο ενώ παράλληλα, με αναφορά στις διατάξεις του Άρθρου 44(1)(α) του περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμου 91(Ι)/2004, διευκρινίζεται ότι παρέχεται απαλλαγή από τον Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης στο ειδικό καύσιμο αεριωθουμένων το οποίο παραδίδεται με σκοπό τον εφοδιασμό αεροσκαφών που εκτελούν διεθνείς και ενδοκοινοτικές αεροπορικές μεταφορές, με εξαίρεση το καύσιμο που προορίζεται για τον εφοδιασμό αεροσκαφών που εκτελούν ιδιωτικές πτήσεις αναψυχής. Ακολούθως, γίνεται αναφορά στην ερμηνεία του όρου «ιδιωτική πτήση αναψυχής», όπως καθορίζεται στο πιο πάνω άρθρο και δίδονται κάποια παραδείγματα περιπτώσεων όπου η παράδοση καυσίμων για χρήση ως εφοδίων σε αεροπορικές πτήσεις που πραγματοποιούνται για εμπορικούς σκοπούς θα απαλλασσόταν - νοουμένου ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις και πληρούνταν οι πρόνοιες των ανάλογων νομοθεσιών - από την καταβολή των αναλογούντων εισαγωγικών δασμών, ειδικών φόρων κατανάλωσης και ΦΠΑ. Μεταξύ των ενδεικτικών παραδειγμάτων καταγράφονται, ως σημεία (6) και (8), τα εξής: «Η παράδοση καυσίμων για αεροπορική πτήση αεροπλάνου το οποίο ανήκει και χρησιμοποιείται από εταιρεία (όχι αεροπορική) για τη μεταφορά των διευθυντών ή του προσωπικού της από την Κύπρο για εργασία σε άλλες χώρες επιβαρύνεται με το θετικό συντελεστή Φ.Π.Α. (15%) αλλά απαλλάσσονται από τον εισαγωγικό δασμό και φόρο κατανάλωσης» και «Η παράδοση καυσίμων για αεροπορική πτήση αεροπλάνου, το οποίο ανήκει σε εταιρεία, αλλά χρησιμοποιείται για τη μεταφορά του διευθυντή της στο εξωτερικό για σκοπούς θεραπείας επιβαρύνεται με το θετικό συντελεστή Φ.Π.Α. (15%) απαλλάσσεται όμως από τον εισαγωγικό δασμό και φόρο κατανάλωσης.»

 

Τέλος, στις 06.11.2008, εκδόθηκε η τροποποιητική Εγκύκλιος, με την οποία αντικαταστάθηκε το κείμενο των δύο πιο πάνω ενδεικτικών παραδειγμάτων εφαρμογής, σημεία (6) και (8), με το εξής τροποποιημένο κείμενο: «Η παράδοση καυσίμων για αεροπορική πτήση αεροπλάνου, το οποίο μπορεί να ανήκει και χρησιμοποιείται από εταιρεία (όχι αεροπορική) για τη μεταφορά των διευθυντών ή του προσωπικού της από την Κύπρο για εργασία σε άλλες χώρες επιβαρύνεται με το θετικό συντελεστή Φ.Π.Α. (15%), με αντίστοιχη καταβολή του εισαγωγικού δασμού και φόρου κατανάλωσης» και «Η παράδοση καυσίμων για αεροπορική πτήση αεροπλάνου, το οποίο ανήκει σε εταιρεία, αλλά χρησιμοποιείται για τη μεταφορά του διευθυντή της στο εξωτερικό για σκοπούς θεραπείας επιβαρύνεται με το θετικό συντελεστή Φ.Π.Α. (15%), με αντίστοιχη καταβολή του εισαγωγικού δασμού και φόρου κατανάλωσης».

 

Η Αιτήτρια στις πρ. αρ. 486-488/2018 εταιρεία ΡΡΤ AVIATION SERVICES LTD (εφεξής αναφερόμενη ως «ΡΡΤ»), υπό την ιδιότητά της ως προμηθεύτρια εταιρεία πετρελαιοειδών, κατά τη χρονική περίοδο μεταξύ 01.01.2011 έως 31.08.2016,  παρέδωσε από τις εγκαταστάσεις της στο Αεροδρόμιο Λάρνακας και Πάφου σε διάφορα αεροσκάφη, ποσότητα ειδικών καυσίμων αεριωθουμένου σε θερμοκρασία περιβάλλοντος 15◦ Κελσίου, για εφοδιασμό των υπό αναφορά αεροσκαφών προς το σκοπό διενέργειας πτήσεων από τη Δημοκρατία με προορισμό χώρες εντός και/ή εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

 

Ακολούθως το Τμήμα Τελωνείων, με επιστολές του με ημερομηνία 12.12.2016 και 14.12.2016 αντίστοιχα πληροφόρησε την ΡΡΤ ότι σύμφωνα με τα ενώπιον του διαθέσιμα στοιχεία, και στη βάση των συνημμένων σε αυτές καταστάσεις, τα ειδικά καύσιμα αεριωθουμένου τα οποία η εν λόγω εταιρεία παρέδωσε για χρήση σε διάφορα αεροσκάφη, στο Αεροδρόμιο Πάφου και Λάρνακας κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 1ης Ιανουαρίου 2011 μέχρι και 31 Αυγούστου 2016 (Πάφος) και 2ας Ιανουαρίου 2011 μέχρι και 31 Αυγούστου 2016 (Λάρνακα), φαινόταν ότι δεν χρησιμοποιήθηκαν για τη μεταφορά επιβατών ή εμπορευμάτων ή για παροχή υπηρεσιών έναντι αμοιβής ή για σκοπούς των Κρατικών Αρχών, ως επίσης και ότι οι κατά το ίδιο χρονικό διάστημα πτήσεις, των υπό αναφορά αεροσκαφών πραγματοποιήθηκαν για ιδιωτικούς σκοπούς ή και για μεταφορά προσώπων ή και αγαθών χωρίς κόμιστρο, και συνεπώς τα ούτω παραδοθέντα καύσιμα φαινόταν να μην είναι δικαιούχα απαλλαγής από την υποχρέωση καταβολής των αναλογούντων σε αυτά ειδικού φόρου κατανάλωσης και φόρου προστιθέμενης αξίας. Παράλληλα με τις εν λόγω επιστολές, το Τμήμα Τελωνείων πληροφόρησε την ΡΡΤ αναφορικά με το δικαίωμα ακρόασης που της παρείχετο σε σχέση με τις υποθέσεις το οποίο, μπορούσε να ασκήσει μέχρι την 27η Δεκεμβρίου 2016.

 

Η ΡΡΤ, με επιστολές των δικηγόρων της ημερομηνίας 28.12.2016 ζήτησε παράταση της ταχθείσας προθεσμίας για άσκηση του δικαιώματος ακρόασης μέχρι τις 30.12.2016, αίτημα στο οποίο δεν έτυχε απάντησης.

 

Σημειώνεται ότι, εντός των αεροσκαφών, στα οποία η ΡTT παρέδωσε το ως άνω είδος καυσίμου ήταν και 28.523 λίτρα στην JPO για το αεροσκάφος ΜJANP τον Ιανουάριο και Ιούνιο 2013. Το Τμήμα Τελωνείων, με επιστολή του ημερομηνίας 21.12.2016 πληροφόρησε την JPO με κοινοποίηση την ΡΡΤ ότι σύμφωνα με τα ενώπιον του διαθέσιμα στοιχεία, και στη βάση της συνημμένης σε αυτή κατάστασης, τα ειδικά καύσιμα αεριωθουμένου τα οποία η ΡΤΤ παρέδωσε για χρήση στο αεροσκάφος ΜJANP, στο Αεροδρόμιο Λάρνακας κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ Ιανουαρίου και Ιουνίου 2013 φαινόταν ότι δεν χρησιμοποιήθηκαν για τη μεταφορά επιβατών ή εμπορευμάτων ή για παροχή υπηρεσιών έναντι αμοιβής ή για σκοπούς των Κρατικών Αρχών, ως επίσης και ότι οι κατά το ίδιο χρονικό διάστημα πτήσεις των υπό αναφορά αεροσκαφών πραγματοποιήθηκαν για ιδιωτικούς σκοπούς ή και για μεταφορά προσώπων ή και αγαθών χωρίς κόμιστρο, και συνεπώς τα ούτω παραδοθέντα καύσιμα φαινόταν να μην είναι δικαιούχα απαλλαγής από την υποχρέωση καταβολής των αναλογούντων σε αυτά ειδικού φόρου κατανάλωσης και φόρου προστιθέμενης αξίας. Παράλληλα με την εν λόγω επιστολή, το Τμήμα Τελωνείων παραχώρησε δικαίωμα ακρόασης εντός 10 ημερών (από 21.12.2016).

 

Με επιστολές των δικηγόρων της ΡΤΤ ημερομηνίας 02.01.2017, η ΡΤΤ παρέθεσε τις απόψεις της σε σχέση με τις ως άνω επιστολές του Τμήματος Τελωνείων ημερομηνίας 12.12.2016, 14.12.2016 και 21.12.2016  και αρνήθηκε οποιαδήποτε υποχρέωση της για καταβολή των αξιούμενων ποσών. H JPO δεν απέστειλε οποιαδήποτε απάντηση.

 

Το Τμήμα Τελωνείων, με 4 επιστολές του, όλες ημερομηνίας 02.01.2017, πληροφόρησε για την απόφασή του να εκδώσει Εκ των Υστέρων Βεβαίωση Άλλης Τελωνειακής Οφειλής.

 

Συγκεκριμένα, με την Εκ των Υστέρων Βεβαίωση Άλλης Τελωνειακής Οφειλής αρ. 1/2017:

 

(α) Πληροφόρησε την ΡΤΤ ότι, μέσα στα πλαίσια εκ των υστέρων ελέγχου ο οποίος διενεργήθηκε από το Τμήμα Τελωνείων και στη βάση των ενώπιον του Τμήματος διαθέσιμων στοιχείων, διαπιστώθηκε ότι η εταιρεία κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 02.01.2011 μέχρι και 31.08.2016 παρέδωσε από τις εγκαταστάσεις της στο Αεροδρόμιο Λάρνακας, συνολική ποσότητα 3.862.444 λίτρων ειδικού καυσίμου αεριωθουμένου με θερμοκρασία περιβάλλοντος 15◦ Κελσίου, για εφοδιασμό συγκεκριμένων αεροσκαφών, οι αριθμοί εγγραφής των οποίων εμφαίνονται στη συνημμένη στην υπό αναφορά απαίτηση του Τμήματος Τελωνείων κατάσταση, τα οποία δεν χρησιμοποιήθηκαν για τη μεταφορά επιβατών ή εμπορευμάτων ή για παροχή υπηρεσιών έναντι αμοιβής ή για σκοπούς των Κρατικών Αρχών, ως επίσης και ότι οι κατά το ίδιο χρονικό διάστημα διενεργηθείσες πτήσεις των συγκεκριμένων αεροσκαφών από τη Δημοκρατία πραγματοποιήθηκαν για ιδιωτικούς σκοπούς ή και για μεταφορά προσώπων ή και αγαθών χωρίς κόμιστρο, και συνεπώς τα ούτω παραδοθέντα καύσιμα δεν είναι δικαιούχα απαλλαγής από την υποχρέωση καταβολής των αναλογούντων σε αυτά ειδικού φόρου κατανάλωσης και φόρου προστιθέμενης αξίας.

 

(β) Απαίτησε από την ΡΤΤ την καταβολή του συνολικού ποσού των €1.865.302,76, το οποίο αναλύεται σε οφειλόμενο ποσό ειδικού φόρου κατανάλωσης σε ενεργειακά προϊόντα ύψους €1.579.568,49 και του αναλογούντος σε αυτό οφειλόμενου ποσού φόρου προστιθέμενης αξίας ύψους €285.734,27 πλέον χρηματική επιβάρυνση ίση προς το 10% επί του πιο πάνω ποσού και ανερχόμενη στο ποσό των €186.530,28, πλέον δημόσιο τόκο υπερημερίας επί του καταβλητέου ποσού, συμπεριλαμβανομένης της χρηματικής επιβάρυνσης, από την ημέρα που το εν λόγω ποσό κατέστη οφειλόμενο, ως αναλυτικά εμφαίνεται στην εκεί συνημμένη σε παράρτημα κατάσταση.

 

(γ) Ενημέρωσε, μεταξύ άλλων, την ΡΤΤ αναφορικά με το εκ του νόμου παρεχόμενο δικαίωμά της για υποβολή αιτήματος αναθεώρησης της εναντίον της επίδικης απαίτησης του Τμήματος Τελωνείων εντός προθεσμίας εξήντα (60) ημερών από την ημερομηνία έκδοσής της, στη βάση των διατάξεων του άρθρου 112 του περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμου αρ. 94(Ι) του 2004 και του άρθρου 139 του περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμου αρ. 91 (Ι) του 2004.

 

Με την Εκ των Υστέρων Βεβαίωση Άλλης Τελωνειακής Οφειλής αρ. 3/2017 και την Εκ των Υστέρων Βεβαίωση Άλλης Τελωνειακής Οφειλής αρ. 3Α/2017, το Τμήμα Τελωνείων πληροφόρησε την ΡΤΤ και την JPO αντίστοιχα ότι, κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 30.01.2013 μέχρι και 14.06.2013 αναφορικά με το αεροσκάφος ΜJANP, η JPO παρέλαβε από τις εγκαταστάσεις της ΡΤΤ στο Αεροδρόμιο Λάρνακας, συνολική ποσότητα 28.523 λίτρων του εν λόγω καυσίμου απαιτώντας τον πόσο των €13.462,86 πλέον χρηματική επιβάρυνση 10% ποσού €1.346,86 πλέον δημόσιο τόκο υπερημερίας. Κατά τα λοιπά, η Εκ των Υστέρων Βεβαίωση Άλλης Τελωνειακής Οφειλής αρ. 3/2017 και η  Εκ των Υστέρων Βεβαίωση Άλλης Τελωνειακής Οφειλής αρ. 3Α/2017 είχαν πανομοιότυπο περιεχόμενο με την ως άνω Εκ των Υστέρων Βεβαίωση Άλλης Τελωνειακής Οφειλής αρ. 1/2017.

 

Περαιτέρω, με την Εκ των Υστέρων Βεβαίωση Άλλης Τελωνειακής Οφειλής αρ. 13/2017, το Τμήμα Τελωνείων πληροφόρησε την ΡΤΤ ότι κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 01.01.2011 μέχρι και 31.08.2016 παρέδωσε από τις εγκαταστάσεις της στο Αεροδρόμιο Πάφου σε διάφορα αεροσκάφη, οι αριθμοί εγγραφής των οποίων παρατίθεται αναλυτικά με την ποσότητα καυσίμου που έκαστο έλαβε, συνολική ποσότητα 978.069 λίτρων του εν λόγω καυσίμου απαιτώντας τον πόσο των €488.000,52 πλέον χρηματική επιβάρυνση 10% ποσού €48.800,05 πλέον δημόσιο τόκο υπερημερίας. Κατά τα λοιπά, η  Εκ των Υστέρων Βεβαίωση Άλλης Τελωνειακής Οφειλής αρ. 13/2017 είχε πανομοιότυπο περιεχόμενο με την ως άνω Εκ των Υστέρων Βεβαίωση Άλλης Τελωνειακής Οφειλής αρ. 1/2017.

 

Η ΡΡΤ, με 3 επιστολές των δικηγόρων της, όλες ημερομηνίας 02.03.2017, υπέβαλε αιτήματα αναθεώρησης εναντίον της Εκ των Υστέρων Βεβαίωσης Άλλης Τελωνειακής Οφειλής αρ. 1/2017, της Εκ των Υστέρων Βεβαίωσης Άλλης Τελωνειακής Οφειλής αρ. 3/2017 και της Εκ των Υστέρων Βεβαίωσης Άλλης Τελωνειακής Οφειλής αρ. 13/2017.

 

Η JPO δεν υπέβαλε αντίστοιχο αίτημα αναθεώρησης και στις 09.03.2017 καταχώρισε την, εκ των συνεκδικαζομένων, προσφυγή αρ. 409/2017.

 

Το Τμήμα Τελωνείων, με τρεις επιστολές του όλες ημερομηνίας 18.01.2018, επαναβεβαίωσε τις εκ των υστέρων βεβαιώσεις 1/2017, 3/2017 και 13/2017 ημερομηνίας 02.03.2017 , οι οποίες είναι και οι προσβαλλόμενες με τις εκ των υπό κρίση συνεκδικαζόμενων προσφυγών αρ. 488/2018, 487/2018 και 486/2018 αντίστοιχα.

 

Με τις εν λόγω επιστολές το Τμήμα Τελωνείων πληροφόρησε την εταιρεία ΡΡΤ, μεταξύ άλλων (στα οποία θα αναφερθώ πιο κάτω) ότι από έρευνα που πραγματοποιήθηκε στα σχετικά με τις πτήσεις συγκεκριμένων αεροσκαφών έγγραφα, αναφορικά με τις αντίστοιχες σε κάθε επιστολή χρονική περίοδο, διαπιστώθηκε ότι οι διενεργηθείσες πτήσεις των εν λόγω αεροσκαφών από τη Δημοκρατία πραγματοποιήθηκαν για μη εμπορικούς σκοπούς ή και για μεταφορές προσώπων ή και αγαθών χωρίς κόμιστρο, με αποτέλεσμα το χρησιμοποιούμενο για την πραγματοποίηση των επίδικων πτήσεων ειδικό καύσιμο αεριωθούμενου (τύπου Jet-A-1) σε θερμοκρασία περιβάλλοντος 15◦ κελσίου να μην καθίσταται δικαιούχο της απαλλαγής από την υποχρέωση καταβολής του αναλογούντος ειδικού φόρου κατανάλωσης και του αναλογούντος επί του εν λόγω ποσού φόρου προστιθέμενης αξίας.

 

Λόγω συνάφειας, οι πιο πάνω προσφυγές συνεκδικάσθηκαν, διατηρώντας φυσικά η κάθε μία την αυτοτέλειά της [βλ. Γεωργίου ν. Δήμου Λ/σού (Αρ.4) (1992) 4 Α.Α.Δ. 3225], δεδομένου ότι, ως έχει νομολογηθεί (Στυλιανίδου κ.ά. και Α.ΤΗ.Κ. (Αρ. 2) (1993) 4 Α.Α.Δ. 1835Μακρίδης και Μιχαηλίδου (1990) 1 Α.Α.Δ. 416), η συνεκδίκαση των προσφυγών δεν εξομοιώνει τα επίδικα θέματα.

 

Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των Αιτητριών, με τις αγορεύσεις τους ανέπτυξαν, έκαστος, τους δικούς του λόγους ακύρωσης, η δε ευπαίδευτη συνήγορος των Καθ΄ων η αίτηση υπεραμύνθηκε της νομιμότητας των προσβαλλόμενων πράξεων, στις δε προσφυγές αρ. 486-488/2018 ήγειρε και προδικαστικές ενστάσεις.

 

Μελέτησα με ιδιαίτερη προσοχή τους ισχυρισμούς και επιχειρήματα των ευπαίδευτων συνηγόρων, οι οποίοι είχαν την ευκαιρία να αναπτύξουν και προφορικώς τις θέσεις τους κατά τις διευκρινίσεις, οι οποίες έλαβαν χώρα σε δύο δικασίμους. Σε αυτές κατατέθηκαν 21 φάκελοι και box files ως Τεκμήρια, έγγραφα τα οποία είχα επίσης την ευκαιρία να διεξέλθω. Καταλήγω λοιπόν στα ακόλουθα:

 

Καταρχάς σημειώνω ότι η επιχειρηματολογία της JPO και της ΡΤΤ ως προς τους προβαλλόμενους λόγους ακύρωσης, δεν παρουσίασε αντιστοιχία, ως εκ τούτου απαιτείται ξεχωριστή ανάλυση για καλύτερη κατανόηση της παρούσας.

 

Ξεκινώντας από την προσφυγή της JPO, ήτοι την προσφυγή αρ. 409/2017, μέσω της αγόρευσης των ευπαίδευτων συνηγόρων της, προβλήθηκε βασικά η θέση ότι η εταιρεία αυτή, δηλαδή η Joannou & Paraskevaides (Overseas) Ltd ουδέποτε κατά το χρονικό διάστημα 30.01.2013 μέχρι και 14.06.2013 ενήργησε με οποιαδήποτε ιδιότητα ως αυτές καταγράφονται στο άρθρο 6 εδάφιο 1 του Ν. περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμου Ν. 91(Ι)/2004 (εφεξής ο «Ν. 91(Ι)/2004») ή του άρθρου 5 εδάφιο 1 του περί Προστιθέμενης Αξίας Νόμου Ν. 95 (Ι)/2000 (εφεξής ο «Ν. 95 (Ι)/2000») αλλά η μόνη εταιρεία του (ιδίου με αυτή) συγκροτήματος εταιρειών που κατά το εν λόγω διάστημα προέβη σε αγορές καυσίμων ήταν η εταιρεία Joannou & Paraskevaides (Aviation) Ltd (εφεξής «JPA»), η οποία όμως είναι διαφορετική νομική οντότητα από την Αιτήτρια.

 

Στη βάση του εν λόγω ισχυρισμού της, η JPO υποβάλλει ότι δεν είναι οφειλέτης δυνάμει των ως άνω προνοιών της νομοθεσίας αλλά και περαιτέρω ότι η διοίκηση τελεί υπό πλάνη, εφόσον της έθεσε τη θέση της αυτή, κατά την άσκηση του δικαιώματος ακρόασης της στα πλαίσια της Εκ των Υστέρων Βεβαίωσης Άλλης Τελωνειακής Οφειλής Αρ. 11Α/2017 (δηλαδή άλλης βεβαίωσης), όμως δεν τη διερεύνησε επαρκώς ώστε να επιβεβαιώσει τον ισχυρισμό της JPO.

 

H θέση αυτή της JPO, θεωρώ ότι δεν βρίσκει έρεισμα στις αναφερόμενες νομοθετικές πρόνοιες και περιεχόμενο των φακέλων.

 

Καταρχάς, ως αναφέρουν οι Καθ΄ ων η αίτηση και διαπιστώνω και από τον δικαστικό φάκελο, η προσβαλλόμενη πράξη (υπό τον τίτλο όμως Εκ των Υστέρων Βεβαίωση Άλλης Τελωνειακής Οφειλής Αρ. 3Β/2017-Παράρτημα 20 σε Ένσταση σε προσφυγή 409/2017)  είχε επιδοθεί και στην JPA, η οποία την είχε μάλιστα προσβάλει με την προσφυγή αρ. 408/2017, η οποία όμως απεσύρθη και απερρίφθη. Αν θεωρούσε ότι εκείνην αφορούσε η εν λόγω πράξη, ως ισχυριζόμενη ιδιοκτήτρια ή χρήστη του αεροσκάφους, αναμενόταν ότι θα διατηρούσε την εν λόγω προσφυγή της, ως άμεσα θιγόμενη από την εν λόγω Εκ των Υστέρων Βεβαίωση. Δεν το έπραξε όμως και διατήρησε την παρούσα προσφυγή αρ. 409/2017.

 

Περαιτέρω, στα γεγονότα της αίτησης ακυρώσεώς φαίνεται ότι δεν αμφισβητεί η Αιτήτρια ότι η ίδια, δηλαδή η JPO και όχι η JPA, παρέλαβε τα καύσιμα αναφέροντας ότι οι Καθ΄ ων η αίτηση με την επιστολή τους ημερομηνίας 21.12.2016 «παραχώρησαν το δικαίωμα ακρόασης στην αιτήτρια καθ’ ότι από  τα ενώπιόν τους διαθέσιμα στοιχεία φαινόταν ότι τα ειδικά καύσιμα αεριωθούμενου τα οποία παρέλαβε η αιτήτρια για χρήση για αεροσκάφη κατά το χρονικό διάστημα 30 Ιανουαρίου 2013 μέχρι και 14 Ιουνίου 2013 χρησιμοποιήθηκαν για σκοπούς για τους οποίους η αιτήτρια δεν ήτο δικαιούχος απαλλαγής(…) (η έμφαση είναι του Δικαστηρίου)».  

 

Τα γεγονότα της αίτησης ακυρώσεως υιοθέτησε και με την γραπτή της αγόρευση και στη βάση πιο πάνω αναφοράς, η οποία κατά τη συνήθη ερμηνεία της, δύναται να εκληφθεί ως παραδοχή του γεγονότος της παραλαβής των καυσίμων από την ίδια, θα ήταν φυσιολογικά απορριπτέα η όλη επιχειρηματολογία της Αιτήτριας.

 

Παρ’ όλα αυτά, δεδομένου ότι δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι η αναφορά αυτή δεν αποτελεί παραδοχή γεγονότος αλλά ότι ενδεχομένως αναπαρήγαγε το περιεχόμενο της επιστολής των Καθ΄ων η αίτηση ημερομηνίας 21.12.2016, θα προχωρήσω, για σκοπούς πληρότητας, να εξετάσω κατά πόσο από τα ενώπιόν μου στοιχεία τεκμηριώνεται ο ισχυρισμός της, ότι δεν είναι ιδιοκτήτρια του αεροσκάφους ή παραλήπτης της επίδικης ποσότητας καυσίμου και τη σχετικότητά του με τα επίδικα.

 

Είναι η θέση των Καθ’ ων η αίτηση ότι από τα έγγραφα του διοικητικού φακέλου και δη τις Δηλώσεις Ανεφοδιασμού Αεροπλάνου ημερομηνιών 31.01.2013, 12.06.2013 και 14.06.2013 (Παραρτήματα σε Ένσταση 4, 7 και 11 αντίστοιχα), τις οποίες υπέγραφαν οι εκάστοτε κυβερνήτες του εν λόγω αεροσκάφους και υπέβαλε η ίδια τη αιτήτρια στους Καθ’ ων η αίτηση, αποδεικνύεται ότι ορθώς επεβλήθη στην JPO η προσβαλλόμενη φορολογία.

 

Συμφωνώ με τη θέση αυτή των Καθ΄ ων η αίτηση.

 

 

Από τα εν λόγω έγγραφα προκύπτει αφενός η σύνδεση της JPO (και όχι της JPA) με την αποδέσμευση της εν λόγω ποσότητας καυσίμων αφετέρου ότι χρήστης της ποσότητας καυσίμου ήταν η JPO, αναφέροντας συγκεκριμένα (επί των εν λόγω Δηλώσεων Ανεφοδιασμού Αεροπλάνου) ότι το αεροσκάφος με αριθμό εγγραφής ΜJΑΝP «is been used by the air company J&P Overseas», δηλαδή το εν λόγω αεροσκάφος έχει χρησιμοποιηθεί από την αεροπορική εταιρεία J&P Overseas.

 

Τα ανωτέρω αναντίλεκτα στοιχεία του διοικητικού φακέλου υποστηρίζουν το εύρημα των Καθ’ ων η αίτηση, ως εκ τούτου δεν μπορεί η απόφασή τους να αμφισβητηθεί απλώς στη βάση εκ των υστέρων (επιστολή JPO ημερομηνίας 23.12.2016) ατεκμηρίωτων ισχυρισμών της αιτήτριας. Εν πάση δε περιπτώσει, όπως διαπιστώνω με αναφορά στην πρόνοια του άρθρου 6(1) του Ν. 91(Ι)/2004 [καθώς και του άρθρου 5 του Ν. 95 (Ι)/2000], είναι αδιάφορο το ιδιοκτησιακό καθεστώς του αεροσκάφους συνεπώς δεν όφειλαν οι Καθ’ ων η αίτηση να είχαν διερευνήσει οτιδήποτε περαιτέρω. Σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο 6(1) του Ν. 91(Ι)/2004:

 

«6.-(1) Υπόχρεος να καταβάλει τον ειδικό φόρο κατανάλωσης που καθίσταται απαιτητός σύμφωνα με το άρθρο 5 είναι:

 

(α) σε σχέση με την έξοδο εναρμονισμένων προϊόντων από καθεστώς αναστολής όπως αναφέρεται στο άρθρο 5(1)(α):

 

(i) ο εγκεκριμένος αποθηκευτής, ο εγγεγραμμένος παραλήπτης ή κάθε άλλο πρόσωπο που απελευθερώνει ή εξ ονόματος του οποίου απελευθερώνονται τα εναρμονισμένα προϊόντα από καθεστώς αναστολής και σε περίπτωση παράτυπης εξόδου από τη φορολογική αποθήκη, κάθε άλλο πρόσωπο που εμπλέκεται στην έξοδο αυτή,

 

(ii) σε περίπτωση παρατυπίας κατά τη διακίνηση εναρμονισμένων προϊόντων υπό καθεστώς αναστολής, όπως αυτή ορίζεται στα εδάφια (1), (2) και (4) του άρθρου 7: ο εγκεκριμένος αποθηκευτής, ο εγγεγραμμένος αποστολέας ή κάθε άλλο πρόσωπο που εγγυήθηκε την πληρωμή σύμφωνα με τα εδάφια (1) και (2) του άρθρου 11Β, και κάθε πρόσωπο που συμμετείχε στην παράτυπη έξοδο και το οποίο γνώριζε ή όφειλε ευλόγως να γνωρίζει τον παράτυπο χαρακτήρα της εξόδου»,

 

Μάλιστα, σύμφωνα με το εδάφιο 2 του πιο πάνω άρθρου 6 του Ν. 91(Ι)/2004, προβλέπεται ότι σε περίπτωση περισσότερων υπόχρεων για την καταβολή του οφειλόμενου ποσού του ειδικού φόρου κατανάλωσης, τα πρόσωπα αυτά είναι αλληλεγγύως και εις ολόκληρον υπόχρεα για την πληρωμή της εν λόγω οφειλής, κάτι που δικαιολογεί την αποστολή της εν λόγω Εκ των Υστέρων Βεβαίωσης, στον χρήστη του καυσίμου ανεξάρτητα της τυχούσας αποστολής της και στον ιδιοκτήτη του αεροσκάφους, ως πιθανό εμπλεκόμενο στην έξοδο του καυσίμου από καθεστώς αναστολής.

 

Συνεπώς και στο μέτρο που όλη η επιχειρηματολογία της Aιτήτριας JPO και λόγοι ακύρωσης περί πλημμελούς διερεύνησης του συγκεκριμένου ισχυρισμού και λόγω αυτής εσφαλμένης εφαρμογής της ως άνω νομοθεσίας, εδράζεται στον ισχυρισμό της ότι η ίδια δεν είναι ιδιοκτήτρια του αεροσκάφους με αριθμό εγγραφής ΜJΑΝP, αυτή είναι εκ των πραγμάτων απορριπτέα δεδομένου ότι οι Καθ’ ων η αίτηση εφάρμοσαν ορθά την σχετική νομοθεσία καθώς και εξετέλεσαν δεόντως έναντι της JPO το καθήκον τους για δέουσα διερεύνηση του εν λόγω ισχυρισμού της JPO ιδίως σε αντιπαραβολή όσων είχαν ενώπιόν τους.

 

Δεδομένου τούτου η προσφυγή αρ. 409/2017 απορρίπτεται και η Εκ των Υστέρων Βεβαίωση Άλλης Τελωνειακής Οφειλής αρ. 3Α/2017 επικυρώνεται έναντι της Αιτήτριας JPO στο σύνολό της, εξαιρουμένου του χρόνου έναρξης της  επιβολής της χρηματικής επιβάρυνσης και του τόκου που αναλογούν στην επιβολή του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης. Δεδομένου ότι η υποχρέωση καταβολής του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης βεβαιώθηκε με την προσβαλλόμενη πράξη ημερομηνίας 02.01.2017, η πληρωμή της χρηματικής επιβάρυνσης και του τόκου που αναλογούσαν, ορθό είναι, στα πλαίσια των αρχών της χρηστής διοίκησης, να αρχίζει από την πιο εν λόγω ημερομηνία 02.01.2017 (Αναθ. Έφ. αρ. 197/2010 Κυπριακή Δημοκρατία ν. Joannou & Paraskevaides (Overseas) Ltd (2016) 3 ΑΑΔ 389 και Κοινοπραξία Ηλέκτωρ ΑΕ κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2015) 3 Α.Α.Δ. 418).

 

Περνώ στην εξέταση των προσφυγών αρ. 486/2018, 487/2018 και 488/2018.

 

Σε όλες τις ως άνω προσφυγές, διά των ενστάσεων των Καθ’ ων η αίτηση, η διοίκηση επιμένει περί της νομιμότητας των προσβαλλόμενων πράξεων, στις δε προσφυγές αρ. 486/2018 και 488/2018, εγείρουν και προδικαστική ένσταση ότι οι εκεί προσβαλλόμενες εξεδόθησαν κατ’ ενάσκηση δέσμιας αρμοδιότητας και άρα στερούνται εκτελεστότητας. Η ευπαίδευτη συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση  δεν αναπτύσσει τελικά την εν λόγω προδικαστική ένσταση στην γραπτή της αγόρευση. Ορθά κατά την άποψή μου καθότι ο χαρακτηρισμός μιας πράξης ως δέσμιας αρμοδιότητας ή διακριτικής ευχέρειας δεν αφορά ούτε αποκλείει την εκτελεστότητα της (βλ. Απόφαση Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου σε Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 28/18 Απόστολος Αρσαλίδης ν. Δημοκρατίας μέσω Υπουργικού Συμβουλίου  κ.α. ημερ. 19.01.2024). Συνεπώς, σε κάθε περίπτωση, η εν λόγω προδικαστική ένσταση απορρίπτεται.

 

Με την κοινή για όλες τις προσφυγές αγόρευσή τους, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι της Αιτήτριας αναπτύσσουν αριθμό λόγων ακύρωσης και συγκεκριμένα ότι η διοίκηση άσκησε κακώς ή πλημμελώς τη διακριτική της εξουσία ή/και υπερέβην τα ακραία όριά της, ότι παρέλειψε το καθήκον της για επαρκή έρευνα όντας σε πλάνη περί τα πράγματα, προέβη σε κακή ή εσφαλμένη ερμηνεία ή/και εφαρμογή της σχετικής νομοθεσίας, παραβίασε το δικαίωμα ακρόασης της Αιτήτριας και τις αρχές καλής πίστης και δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και τέλος, ότι οι επίδικες αποφάσεις δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένες.

 

Με την αγόρευσή της, η ευπαίδευτη συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση εγείρει ένσταση στην ανάπτυξη συγκεκριμένων λόγων ακύρωσης. Λέγει ότι οι ισχυρισμοί περί πλημμελούς άσκησης διακριτικής εξουσίας και έρευνας καθώς και πλάνης περί τα πράγματα και εσφαλμένης εφαρμογής της σχετικής νομοθεσίας δεν μπορούν να εξεταστούν από το παρόν Δικαστήριο. Αυτό, κατά την εισήγησή της, διότι οι εν λόγω λόγοι ακύρωσης δεν ετέθησαν ενώπιον του Τμήματος Τελωνείων, το οποίο εξέτασε τα αιτήματα αναθεώρησης της Αιτήτριας και άρα σύμφωνα με την νομολογία, το παρόν Δικαστήριο πρέπει να τους απορρίψει.

 

Σύμφωνα με την απόφαση Έπαυλις Κομήτης Λτδ ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2009) 3 ΑΑΔ 342, στην οποία με παραπέμπει η ευπαίδευτη συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση, που αφορούσε προσφυγή κατά απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών, το Ανώτατο Δικαστήριο, έκρινε εκεί ότι ορθά ο πρωτόδικος Δικαστής δεν είχε εξετάσει λόγους ακύρωσης που οι εφεσείοντες δεν έθεσαν προς εξέταση ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών στα πλαίσια της ιεραρχικής τους προσφυγής, αναφέροντας τα ακόλουθα:

 

«Λόγοι ακύρωσης οι οποίοι δεν τέθηκαν ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών και εγείρονται για πρώτη φορά με την προσφυγή δεν εξετάζονται από το Δικαστήριο. Αν συνέβαινε το αντίθετο, ο σκοπός του νόμου θα καταστρατηγείτο ενώ εμμέσως θα παραβιαζόταν η προθεσμία των 75 ημερών του Άρθρου 146 του Συντάγματος.»

 

Η εν λόγω προσέγγιση ακολουθήθηκε και σε άλλες περιπτώσεις, στις οποίες προβλέπετο εκ του νόμου δικαίωμα διοικητικής ή ενδικοφανούς προσφυγής, όπως σε περιπτώσεις ενστάσεων για βεβαιώσεις φόρων (βλ. Υπόθεση Αρ. 725/2011        Arlington Enteprises Ltd ν. Δημοκρατίας μέσω Υπουργείου Οικονομικών ημερ. 07.09.2016) και ιεραρχικών προσφυγών επί πολεοδομικών αποφάσεων (βλ. Υπόθεση Αρ. 1346/2012 Παντελή Χασάπη ν. Δημοκρατίας μέσω Υπουργικού Συμβουλίου ημερ. 12.06.2015, ECLI:CY:AD:2015:D421).

 

Επανερχόμενος λοιπόν στα αιτήματα αναθεώρησης, τα οποία υπέβαλε η Αιτήτρια, και μελετώντας το περιεχόμενό τους, διαπιστώνω ότι πράγματι μεν η εκεί ανάπτυξη της επιχειρηματολογίας δεν ταυτίζεται με τη γραπτή αγόρευση των ευπαιδεύτων συνηγόρων της, παρ’ όλα αυτά ο ισχυρισμός περί πλημμελούς έρευνας αλλά και εσφαλμένης εφαρμογής της περί φόρου κατανάλωσης νομοθεσίας, οι οποίοι αναπτύσσονται στην τελευταία, εμπεριέχονται ήδη στα αιτήματα αναθεώρησης.

 

Για παράδειγμα, στη σελίδα 3 των επιστολών ημερομηνίας 02.01.2017 των δικηγόρων της Αιτήτριας, αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι το καύσιμο παραδόθηκε για εμπορικούς σκοπούς και/ή για μεταφορά επιβατών ή εμπορευμάτων ή παροχή υπηρεσιών έναντι αμοιβής ή κομίστρου (παράγραφος 5.1) και ότι το Τμήμα Τελωνείων δεν διερεύνησε δεόντως το θέμα αυτό (παράγραφος 5.2) καθώς και ότι έκτοτε δεν περιήλθε στην γνώση του Τμήματος οποιοδήποτε νεώτερο στοιχείο που να μπορεί να υποστηρίξει ότι το καύσιμο παραδόθηκε για σκοπούς άλλους από τους ως άνω (παράγραφος 5.3).

 

Ακολούθως, στη σελίδα 4, παραπέμπει, μεταξύ άλλων, στις δηλώσεις ανεφοδιασμού των αεροσκαφών και στις διασαφήσεις, τις οποίες ως η αναφορά, το Τμήμα σφράγιζε, στις δε σελίδες 7-8 τίθεται, μεταξύ άλλων, η θέση ότι η Αιτήτρια δεν είναι ούτε πρέπει να είναι υποκείμενο φορολογίας καθότι ενεργεί ως εισπράκτορας, θεωρώντας ως υποκείμενα της τελωνειακής οφειλής τους ιδιοκτήτες ή κατόχους των αεροσκαφών.

 

Ανατρέχοντας στον διοικητικό φάκελο αρ. 12.05.012.012.006, ο οποίος κατατέθηκε ως Τεκμήριο 11, και όπου εντοπίζονται τα πρακτικά που προηγήθηκαν των επίδικων αποφάσεων και βασικά τα σημειώματα των αρμοδίων λειτουργών του Τμήματος ημερομηνίας 22.05.2017 (εφεξής «τα Σημειώματα»), τα οποία τελικώς υιοθετήθηκαν από τους Καθ’ ων η αίτηση και εξεδόθησαν οι προσβαλλόμενες αποφάσεις, αναφέρεται ότι όλα τα στοιχεία (βασικά οι δηλώσεις ανεφοδιασμού) ήταν ενώπιον του Τμήματος (βλ Κυανά 203,177 και 142 των Σημειωμάτων αναφορικά με τις εκ των υστέρων βεβαιώσεις 13/2017, 3/2017 και 1/2017 αντίστοιχα) καθώς επίσης και τη θεώρησή τους ότι η Αιτήτρια είναι υποκείμενο της φορολογίας δυνάμει των άρθρων 6(1)(α)(i) και 44(1)(α) του Ν. 91(Ι)/2004 (βλ. Κυανά 207, 202, 181, 176, 145 και 142[1] των Σημειωμάτων).

 

Συνεπώς, παρά την διαφορετική ανάπτυξη των αιτημάτων αναθεώρησης με τους εδώ εγειρόμενους λόγους ακύρωσης, θεωρώ ότι τουλάχιστον ο ισχυρισμός περί πλημμελούς έρευνας αλλά και εσφαλμένης εφαρμογής της περί φορολογίας κατανάλωσης νομοθεσίας, εγέρθησαν στα αιτήματα αναθεώρησης. Γι’ αυτό έτυχαν και της κρίσης των Καθ΄ ων η αίτηση, οι οποίοι τους αντιμετώπισαν και, ως προκύπτει από τα πρακτικά και τα ως άνω σημειώματα που προηγήθηκαν της έκδοσης των προσβαλλόμενων αποφάσεων, είχαν την ευκαιρία να αποφασίσουν στην ουσία τους χωρίς τώρα να τίθεται ζήτημα αιφνιδιασμού τους ή βάσιμης ανησυχίας περί καταστρατήγησης της προθεσμίας των 75 ημερών λόγω πχ οψιγενών στις παρούσες προσφυγές ισχυρισμών.

 

Ο ισχυρισμός περί παράβασης των άρθρων 25(6)(β) και 25(7) του Ν.95(Ι)/2000 (ως ίσχυε κατά τους επίδικους χρόνους) και ο ισχυρισμός ότι η διοίκηση άσκησε κακώς ή πλημμελώς τη διακριτική της εξουσία ή/και υπερέβην τα ακραία όριά της, αυτοί πράγματι δεν εγέρθηκαν στα αιτήματα αναθεώρησης.

 

Ως εκ τούτου, το ζήτημα της παράβασης των εν λόγω άρθρων 25(6)(β) και 25(7) του Ν. 95(Ι)/2000, δεν θα εξεταστεί ως παράβαση νόμου per se, παρ’ όλα αυτά καλύπτεται, θεωρώ, εμμέσως κατά την εξέταση και απόφαση επί του εγειρόμενου (τόσο στα αιτήματα αναθεώρησης όσο και στις αιτήσεις ακυρώσεως) ισχυρισμού περί πλημμελούς αιτιολογίας και έρευνας καθότι συνδέεται με την κρίση επί της φύσης των εκάστοτε πτήσεων (εάν είναι ιδιωτική, εμπορική ή άλλως).

 

Κατά παρόμοιο τρόπο, το ζήτημα της διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης εξετάζεται εμμέσως και μόνο ως πρόκριμα στα πλαίσια επίσης του ισχυρισμού περί πλημμελούς αιτιολογίας εφόσον ο συγκεκριμένος λόγος ακύρωσης αντικρίζεται, νομολογιακά και νομοθετικά με διαφορετικό τρόπο σε περίπτωση ύπαρξης[2] ή μη[3] διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης κατά την έκδοση των εκάστοτε προσβαλλόμενων πράξεων. Με γνώμονα λοιπόν τα ανωτέρω προχωρώ στην εξέταση των υπολοίπων λόγων ακύρωσης.

 

Ως προς τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας ότι οι Καθ’ ων η αίτηση προέβησαν σε κακή ή εσφαλμένη ερμηνεία ή/και εφαρμογή της σχετικής νομοθεσίας, ότι παραβίασαν το δικαίωμα ακρόασης της Αιτήτριας και τις αρχές καλής πίστης και δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, θεωρώ ότι αυτοί είναι, δεδομένης της διαμορφωθείσας νομολογίας και στη βάση όσων εκθέτω ειδικότερα πιο κάτω, απορριπτέοι.

 

Η απόφαση στην Αναθεωρητική Έφεση αρ. 197/2010 Κυπριακή Δημοκρατία ν. Joannou & Paraskevaides (Overseas) Ltd (2016) 3 ΑΑΔ 389 (εφεξής «Αναθεωρητική Έφεση αρ. 197/2010»), θεωρώ καλύπτει επαρκώς τους εν λόγω ισχυρισμούς. Εκεί, με αναφορά στην απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ημερομηνίας 01.12.2011 στην υπόθεση C-79/10 Systeme Helmbolz GmbH κατά Hauptzollamt Nurnberg, το Ανώτατο Δικαστήριο δέχθηκε ότι το ειδικό καύσιμο αεριωθουμένου, το οποίο προορίζεται για τον εφοδιασμό αεροσκαφών που εκτελούν ιδιωτικές πτήσεις αναψυχής, σύμφωνα με την κειμένη νομοθεσία, δεν απαλλάσσεται από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης καθώς και ότι η επιβολή και είσπραξη δασμών και φόρων αποτελεί θέμα δημοσίου συμφέροντος, με αποτέλεσμα η αρμόδια αρχή να νομιμοποιείται να ανακαλέσει προηγούμενη αντίθετη προς το νόμο πρακτική της και να εισπράξει τον οφειλόμενο φόρο, επισημαίνοντας μάλιστα ότι η διαρροή χρόνου δεν αποτελεί, ούτως ή άλλως, κώλυμα για την ανάκληση όπου η ανακληθείσα διοικητική πράξη αντιστρατεύεται το δημόσιο συμφέρον.

 

Στη βάση δε των σχετικών διατάξεων της περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας νομοθεσίας (καθώς και των διατάξεων της Οδηγίας 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου της 28ης Νοεμβρίου 2006 σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας), η οποία συνιστά δεσμευτικό κοινοτικό κεκτημένο, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η χρήση όσων εκ των αεροσκαφών που οι πτήσεις που αυτά πραγματοποίησαν κατά τον ουσιώδη χρόνο δεν είχαν ως βάση τη μεταφορά επιβατών έναντι κομίστρου, η επιβολή της επίδικης φορολογίας ΦΠΑ κρίθηκε ομοίως και αυτή αναπόφευκτη.

 

Στην ίδια υπόθεση απορρίφθηκαν οι ισχυρισμοί των Αιτητριών περί παράβασης της χρηστής διοίκησης, καλής πίστης και δικαιολογημένης εμπιστοσύνης λόγω της επί χρόνων εφαρμογής της εσφαλμένης εγκυκλίου του Τμήματος καθότι κρίθηκε ότι η εσφαλμένη εφαρμογή του Νόμου, ως απόρροια της λανθασμένης ερμηνευτικής εγκυκλίου, οδήγησε στην κατά παράβαση του Νόμου απαλλαγή της Εφεσίβλητης από την καταβολή νόμιμης οφειλής και υπό το πρίσμα αυτό ορθά το Τμήμα Τελωνείων, ενεργώντας στα πλαίσια αποκατάστασης της νομιμότητας, ανακάλεσε την προηγούμενη, λανθασμένη, πράξη του, ως είχε εξουσία επαναφέροντας τα πράγματα στην ορθή νομική και πραγματική τους θέση.

 

Στις παρούσες μάλιστα υποθέσεις δεν ετέθη καν ζήτημα εσφαλμένης εγκυκλίου. Ως προκύπτει άλλωστε από όσα ανέφερε και το Ανώτατο Δικαστήριο, η διόρθωση στην εγκύκλιο είχε ήδη επέλθει (το έτος 2008), πολύ πριν δηλαδή τους επίδικους με τις παρούσες υποθέσεις χρόνους, οι οποίες αφορούν τα έτη 2011-2016.  Παρά το ότι η Αιτήτρια εδώ είχε υπόψη της τις δηλώσεις ανεφοδιασμού των αεροσκαφών των εκάστοτε πελατών της, στις οποίες σε όλες αναφερόταν ο σκοπός της εκάστοτε πτήσης προκειμένου αυτές να τύχουν του ανάλογου φορολογικού χειρισμού και παρά το ότι για πλείστες από αυτές, ο σκοπός αναφερόταν ότι είναι ιδιωτικός, εντούτοις δεν κατέβαλε για αυτές την υπό κρίση φορολογία. Επ’ αυτού, το επιχείρημα που προτάσσει η Αιτήτρια είναι ότι εφόσον οι Καθ΄ ων η αίτηση δεν εντόπισαν κατά τον χρόνο εκείνο την μη πληρωμή της φορολογίας αλλά δέχθηκαν και προχώρησε η όλη διαδικασία χωρίς την πληρωμή της, αυτό καθιστά ακυρωτέα την ανάκληση εκείνης της απόφασής τους.

 

Γίνεται αντιληπτό από τα ανωτέρω ότι στην πιο πάνω απόφαση στην Αναθεωρητική Έφεση αρ. 197/2010 απερρίφθησαν αντίστοιχοι ισχυρισμοί υπό συνθήκες μάλιστα εφαρμογής εσφαλμένης εγκυκλίου της διοίκησης. Στην παρούσα είναι έτι δικαιολογημένες επί τούτου οι προσβαλλόμενες αποφάσεις, δεδομένου ότι απλώς και μόνο η μη είσπραξη αλλά με ορθά διατυπωμένη την εγκύκλιο ως προς το τι αναμένεται από τους αποδέκτες της, φανερώνει ακόμα μικρότερο «πταίσμα» εκ μέρους της διοίκησης από το τί κρίθηκε ως δικαιολογόν την ανακλητική απόφαση στην Αναθεωρητική Έφεση αρ. 197/2010.

 

Η Αιτήτρια, ως αποθηκευτής του καυσίμου [βλ. 6(1)(α)(i) του Ν. 91(Ι)/2004], είχε αλληλέγγυα και εις ολόκληρον ευθύνη [βλ. ιδίως άρθρο 6 εδάφιο 2 του Ν. 91(Ι)/2004], έναντι των Καθ’ ων η αίτηση για πληρωμή των σχετικών φόρων. Νόμιμα λοιπόν οι Καθ’ ων η αίτηση αξίωσαν από αυτήν την επίδικη φορολογία με τις υπό κρίση προσβαλλόμενες πράξεις αναφορικά με τις δηλωθείσες, στις δηλώσεις ανεφοδιασμού, ως ιδιωτικές πτήσεις.

 

Δε θεωρώ δε ότι η διάκριση, την οποία επιχείρησαν να κάνουν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι της Αιτήτριας, κατά  την ακροαματική διαδικασία, μεταξύ «ιδιωτικών πτήσεων» και «ιδιωτικών πτήσεων αναψυχής» βρίσκει οποιοδήποτε έρεισμα στην νομοθεσία ή νομολογία. Εμφανώς το θέμα δεν είναι ουσιώδες, δεδομένου ότι όλες οι ιδιωτικές πτήσεις εξαιρούνται από την απαλλαγή και άρα είναι αδιάφορο ποια επιλογή επί της δήλωσης ανεφοδιασμού έκαναν οι εκάστοτε κυβερνήτες των αεροσκαφών. Εφόσον στη σχετική δήλωση ανεφοδιασμού, η πτήση καθοριζόταν ως ιδιωτική, είτε καθοριζόταν ως αναψυχής είτε όχι, δεν ετύγχανε φοροαπαλλαγής.

 

Αυτό προκύπτει ευθέως και από τις πιο πάνω αποφάσεις στην Αναθεωρητική Έφεση αρ. 197/2010 και C-79/10 όπου η διάκριση αφορά την εμπορική χρήση έναντι της ιδιωτικής χρήσεως. Άλλωστε η μεταφορά των διευθυντών και προσωπικού της Αιτήτριας στην Αναθεωρητική Έφεση αρ. 197/2010 δεν καταγράφηκε ότι αφορούσε λόγους «αναψυχής» με τη στενή έννοια (δηλαδή διασκέδαση ή πχ εκδρομή ή κάτι παρόμοιο) αλλά για σκοπούς των εργασιών της εταιρείας και το Ανώτατο Δικαστήριο δέχθηκε ότι εφόσον οι επίδικες πτήσεις εμπίπτουν στα όρια μιας ιδιωτικής πτήσης, η χρησιμοποίηση των υπό αναφορά αεροσκαφών λάμβανε χώραν για μη εμπορικούς σκοπούς και άρα ήταν φορολογητέα[4]. Παρομοίως, στη σκέψη 33 της C-79/10 δεν γίνεται καν αναφορά στη λέξη «αναψυχή» αλλά το όλο ζήτημα της διάκρισης μεταξύ εμπορικής και ιδιωτικής φύσης της πτήσης, εντοπίζεται στο κατά πόσο για την πτήση έχει πληρωθεί αντίτιμο ή όχι[5].

 

Ξεκάθαρα δε, η λοιπή νομολογία, ως παγιώθηκε με τις αποφάσεις στις Αναθ. Έφεση Αρ. 65/14 Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Διευθύντριας του Τμήματος Τελωνείων ν. L. Nemitsas Ltd ημερ. 20.01.2021, Αλέξανδρος Σολέας και Υιός Λτδ ν. Δημοκρατίας (1993) 4 ΑΑΔ 803, Αναθ. Έφεση 98/2013 Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω Διευθύντριας Τμήματος Τελωνείων ν. Φεραίος Λτδ ημερ. 01.07.2019, Αρ. 227/2012 Δημοκρατία ν. Panipsos Ltd ημερ. 15.01.2019,  Μίχαλος Δημητρίου Λτδ. κ.α. ν Δημοκρατία (2009) 3 ΑΑΔ 675 και ΈΔΔ Αρ. 112/2016 I.K. Print Direct ημερ. 16.01.2024 έχει απορρίψει ισχυρισμούς περί παράβασης των αρχών καλής πίστης και δικαιολογημένης εμπιστοσύνης σε περίπτωση έκδοσης εκ των υστέρων βεβαιώσεων φορολογίας έστω και μετά από πάροδο μεγάλων χρονικών διαστημάτων ή κατόπιν συντρέχοντος σφάλματος της διοίκησης στη μη έγκαιρη είσπραξή τους. Ως αναφέρθηκε στην πλέον πρόσφατη από τις ανωτέρω, I.K. Print Direct:

 

Η υποχρέωση της ορθής κατάταξης στη δασμολογική κλάση ανήκε στους εφεσίβλητους, όπως στο άρθρο 54 αναφέρεται, οι δε εφεσείοντες υπείχαν και υπέχουν ευθύνη αναζήτησης και είσπραξης των οφειλόμενων τελών όταν το λάθος γίνει αντιληπτό, άλλως πως, θα αφήνετο η έννοια της καλής πίστης, να καταλήξει σε κατάργηση της νομιμότητας στη λειτουργία της διοίκησης (Δημοκρατία ν. Παπαφώτη (1997) 3 ΑΑΔ 166).  Όπως επισημάνθηκε από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Σκούλλου ν. Υπουργού Οικονομικών κ.α (2004) 3 ΑΑΔ 530,534, «το Τελωνείο δεν μπορούσε και δε δικαιούτο να απαλλάξει τον εισαγωγέα από την πληρωμή νόμιμα οφειλομένων δασμών που αποτελεί απαράγραπτο χρέος προς τη Δημοκρατία και η υποχρέωση αυτή δεν μπορεί να μεταβληθεί με διοικητική απόφαση.»

 

Ακόμη όμως και να εντοπιζόταν σφάλμα ή ολιγωρία εκ μέρους του Τελωνείου, έχουν εφαρμογή τα όσα λέχθηκαν στην  Μίχαλος Δημητρίου Λτδ. κ.α. ν Δημοκρατία (2009) 3 ΑΑΔ 675 και υιοθέτησαν από τη Nemitsas Ltd. (ανωτέρω)

 

Υπενθυμίζω ότι στις παρούσες υποθέσεις δεν υπήρξε καν σφάλμα των Καθ΄ ων η αίτηση στην καθοδήγηση της Αιτήτριας, η οποία προφανώς είχε ή όφειλε να είχε υπόψη της τη σχετική νομοθεσία[6] και την εγκύκλιο (Ερμηνευτική Εγκύκλιος 84Α ημερομηνίας 27.04.2004, η οποία ήταν εξ αρχής ορθή και η εγκύκλιος ημερομηνίας 06.11.2008 με την οποία είχαν διορθωθεί τα παραδείγματα των «ιδιωτικών πτήσεων» της προηγούμενης εγκυκλίου ημερομηνίας 16.12.2004) των Καθ’ ων η αίτηση, όπου περιγραφόταν σε ποιες πτήσεις, ως ιδιωτικές, καταβάλλεται η σχετική φορολογία.

 

Επίσης, ως προκύπτει από την ανωτέρω αναφερόμενη νομολογία, δεν διαδραματίζει οποιοδήποτε ρόλο, το γεγονός ότι η Αιτήτρια είναι πιθανόν να μην μπορούσε να εισπράξει από τους πελάτες της τα ποσά  της φορολογίας που ενδεχόμενα θα τους είχε μετακυλήσει αν η φορολογία είχε εισπραχθεί κατά τον χρόνο αποδέσμευσης του καυσίμου.

 

Εδώ πρώτα να σημειώσω ότι το εύρημα στην απόφαση στην Αναθ. Έφεση Αρ. 68/2013 BP Eastern Mediterranean Ltd v Δημοκρατίας ημερ. 26.09.2019, την οποία επικαλείται η Αιτήτρια, αφορούσε απόφαση επί του προδικαστικού ζητήματος της αλυσιτέλειας της προσφυγής σε σύνδεση με την έγερση λόγου ακυρότητας περί παράβασης των εν λόγω αρχών και επί του ούτω διατυπωθέντος ευρήματος, στηρίχθηκε ακολούθως το πρωτόδικο δικαστήριο κατά επανεκδίκαση στην  Πρ. Αρ. 534/2007 BP Eastern Mediterranean Ltd v Δημοκρατίας ημερ. 26.06.2020, το οποίο κρινόμενο ως δεσμευτικό για το Διοικητικό Δικαστήριο διέγνωσε παράβαση των εν λόγω αρχών. Ως εκ τούτου δε θεωρώ ότι μπορεί να παράσχει καθοδήγηση στα γεγονότα της παρούσας.

 

Εν προκειμένω στην παρούσα, καθοδηγητικές είναι οι αποφάσεις στις Αναθεωρητικές Εφέσεις Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω Διευθύντριας Τμήματος Τελωνείων ν. Φεραίος Λτδ ημερ. 01.07.2019, Αρ. 227/2012 Δημοκρατία ν. Panipsos Ltd ημερ. 15.01.2019. Στις πρωτόδικες υποθέσεις Υπ. Αρ. 509/2010 Φεραίος Λτδ ν. Δημοκρατίας ημερ. 08.07.2013[7] και Υπ. Αρ. 743/10 Panipsos Ltd v. Δημοκρατίας ημερ. 27.09.2012[8], είχαν γίνει δεκτοί οι εν λόγω ισχυρισμοί, ως έρεισμα του ακυρωτικού ευρήματος περί παράβασης των αρχών της καλής πίστης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικούμενου και αμφότερες ανατράπηκαν κατ’ έφεση, με την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου ομόφωνα να επιβεβαιώνει στις ως άνω αποφάσεις της, ότι δεν χωρεί η εφαρμογή των αρχών αυτών επί οφειλόμενων δασμών και φόρων.

 

Υπό την ανάπτυξη του λόγου ακύρωσης περί εσφαλμένης εφαρμογής της νομοθεσίας αναφορικά ειδικά με την επιβολή της πρόσθετης επιβάρυνσης του 10%, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι της Αιτήτριας με παραπέμπουν στην Υπόθεση C‑81/15 Καπνοβιομηχανία Καρέλια AE κατά Υπουργού Οικονομικών ημερ. 28.01.2016, όπου αποφασίστηκε ότι αντιτίθεται στην αρχή της ασφάλειας δικαίου και της αναλογικότητας η εθνική κανονιστική ρύθμιση που επιτρέπει να κηρύσσεται αλληλεγγύως υπεύθυνος για την πληρωμή των ποσών των χρηματικών κυρώσεων που επιβλήθηκαν λόγω παραβάσεως κατά τη διακίνηση εμπορευμάτων υπό καθεστώς αναστολής επιβολής των ειδικών φόρων καταναλώσεως ο κύριος των προϊόντων αυτών, όταν έχει συμβατική σχέση με τους δράστες της παραβάσεως η οποία τους καθιστά εντολοδόχους του– δυνάμει της οποίας ο εγκεκριμένος αποθηκευτής κηρύσσεται αλληλεγγύως υπεύθυνος για την πληρωμή των χρηματικών κυρώσεων αυτών, χωρίς να μπορεί να απαλλαγεί από την ευθύνη αυτή αποδεικνύοντας ότι δεν έχει καμία σχέση με τις ενέργειες των δραστών της παραβάσεως, ακόμη και αν, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, ο αποθηκευτής αυτός, κατά τον χρόνο διαπράξεως της παραβάσεως, δεν είχε ούτε την κυριότητα των εμπορευμάτων ούτε συμβατική σχέση με τους δράστες της παραβάσεως αυτής η οποία να τους καθιστά εντολοδόχους του.

 

Είναι εμφανές ότι το γεγονότα της πιο πάνω απόφασης διαφέρουν ουσιωδώς με την παρούσα. Εκεί ετέθη θέμα ποινικών κυρώσεων (λόγω λαθρεμπορίας των εντολοδόχων του αποθηκευτή) με αντικειμενική ευθύνη του αποθηκευτή, όπου η εθνική ρύθμιση δεν του έδιδε τη δυνατότητα να αποδείξει ότι δεν ήταν συμμέτοχος στο έγκλημα καταλογίζοντας του και σε αυτόν τα χρηματικά ποσά ως ποινική κύρωση. Και αυτό κρίθηκε ότι ήταν δυσανάλογο. Στην παρούσα η προσαύξηση 10% δεν αποτελεί ποινική κύρωση, περαιτέρω μάλιστα, η Αιτήτρια δεν θεωρώ ότι έδειξε ότι έλαβε κάθε μέτρο προκειμένου να είχε αποτρέψει τη φοροδιαφυγή, δεδομένου ότι, ως αναφέρθηκε, όφειλε να είχε γνώση των εγκυκλίων αλλά και της σχετικής νομοθεσίας παρ’ όλα αυτά αρκέστηκε στη μη έγκαιρη είσπραξή από τους Καθ’ ων η αίτηση. Με αυτό ως δεδομένο, ακόμα κι αν η εν λόγω απόφαση C‑81/15 εφαρμοζόταν για την υπό κρίση περίπτωση, θεωρώ ότι η Αιτήτρια δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι έλαβε κάθε εύλογο μέτρο προς διασφάλιση ότι δεν θα επερχόταν η απώλεια της επίδικης φορολογίας. Θα ίσχυε ότι αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων στις σκέψεις 52-53 της εν λόγω απόφασης C‑81/15:

 

 «52      Όπως όμως επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο, κατά την κρατήσασα στο δικαστήριο αυτό άποψη, το άρθρο 108 του τελωνειακού κώδικα έχει την έννοια ότι ο εγκεκριμένος αποθηκευτής που έλαβε κάθε μέτρο που μπορούσε ευλόγως να απαιτηθεί από αυτόν προκειμένου να διασφαλίσει ότι οι πράξεις του δεν οδηγούν σε συμμετοχή σε φοροδιαφυγή απαλλάσσεται από την ευθύνη αυτή μόνον εφόσον αποδείξει ότι δεν θα ήταν σε καμιά περίπτωση σε θέση να έχει γνώση της πιθανότητας τελέσεως λαθρεμπορίας. (…)

 

53      Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι καθεστώς αυξημένης ευθύνης όπως το επίμαχο στην κύρια δίκη μπορεί να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις που απορρέουν από τις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της αναλογικότητας μόνον εφόσον προβλέπεται σαφώς και ρητώς από την εθνική νομοθεσία και παρέχει στον εγκεκριμένο αποθηκευτή πραγματική δυνατότητα να απαλλαγεί από την ευθύνη του».

 

Δε θεωρώ περαιτέρω ότι η Αιτήτρια στερήθηκε του δικαιώματος ακρόασης της. Ως ανέφερα στην παράθεση των γεγονότων, δόθηκε ρητώς τέτοιο δικαίωμα με σχετικές επιστολές των Καθ’ ων η αίτηση ημερομηνίας 12.12.2016 (Παράρτημα Α σε Πρ. Αρ. 486/2018), 14.12.2016 (Παράρτημα Α σε Πρ. Αρ. 488/2018) και 21.12.2016 (Παράρτημα Α σε Πρ. Αρ. 487/2018). Σε κάθε περίπτωση, πέραν των ως άνω επιστολών, βάσει των γεγονότων όπως εκτέθηκαν πιο πάνω και  του δεσμευτικού προηγούμενου της Μίχαλος Δημητρίου Λτδ (ανωτέρω) όπου έχει καθοριστεί η φύση της υπό κρίση διαφοράς και του αιτήματος αναθεώρησης, το οποίο η Αιτήτρια άσκησε, δε θεωρώ ότι οι Καθ’ ων η αίτηση έσφαλλαν στο εν λόγω θέμα με οποιονδήποτε τρόπο.

 

Ως εκ των ανωτέρω, απορρίπτω τους λόγους ακύρωσης ότι οι Καθ’ ων η αίτηση παραβίασαν το δικαίωμα ακρόασης της Αιτήτριας και τις αρχές καλής πίστης και δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Περαιτέρω απορρίπτω τον ισχυρισμό ότι προέβησαν σε κακή ή εσφαλμένη ερμηνεία ή/και εφαρμογή της σχετικής νομοθεσίας, διευκρινίζω όμως ότι το εν λόγω εύρημα μου, δεν αφορά εκείνες τις αποδεσμεύσεις καυσίμων στις πτήσεις, οι οποίες στις Δηλώσεις Ανεφοδιασμού αεροσκαφών δηλώθηκαν ως εμπορικές ή για κρατικούς σκοπούς. Επί αυτών, η νομιμότητα τους δοκιμάζεται με την ανάλυση που θα τεθεί αμέσως πιο κάτω στην κρίση επί του λόγου ακυρότητας περί πλημμελούς αιτιολογίας και έρευνας.

 

Εισαγωγικά εν προκειμένω, ως προς το θέμα της αιτιολογίας, διευκρινίζω ότι εφόσον η διοίκηση διαπιστώσει ότι τα δεδομένα μιας περίπτωσης (ιδιωτικής ή άλλης φύσεως πράξης) την καθιστούν φορολογικό υποκείμενο, δεν έχει διακριτική ευχέρεια να μην βεβαιώσει τη φορολογία. Λειτουργεί με δέσμια αρμοδιότητα. Ακόμα λοιπόν και εάν είχε εγερθεί δεόντως στο αίτημα αναθεώρησης ο εν λόγω ισχυρισμός, και μπορούσε το παρόν να τον εξετάσει, θα ήταν απορριπτέος. Οι λέξεις «μπορεί» και «δύναται» των άρθρων 20 του Ν.91(Ι)/2014 και 48 του Ν.94(Ι)/2004 θεωρώ ότι είναι δηλωτικές της κατάφασης αρμοδιότητας, της ύπαρξης δηλαδή αρμοδιότητας και όχι του τρόπου άσκησής της. Αν άλλωστε μπορούσαν οι Καθ΄ων η αίτηση να μη φορολογούν ενώ κάποιος ή κάτι είναι υποκείμενο φορολογίας, θα παραβίαζε όχι μόνο την εγχώρια, περιλαμβανομένου του Συντάγματος και κοινοτική νομοθεσία αλλά και την σαφή νομολογία (βλ. I.K. Print Direct και εκεί αναφερόμενη Σκούλλου ν. Υπουργού Οικονομικών κ.α (2004) 3 ΑΑΔ 530), με την οποία έχει ρητώς νομολογηθεί ότι το Τελωνείο δεν μπορεί και δε δικαιούται να απαλλάξει τον εισαγωγέα από την πληρωμή νόμιμα οφειλομένων δασμών που αποτελεί απαράγραπτο χρέος προς τη Δημοκρατία και η υποχρέωση αυτή δεν μπορεί να μεταβληθεί με διοικητική απόφαση.

 

Επί πράξεων εκδοθέντων κατά δέσμια αρμοδιότητα δεν απαιτείται μεν συνήθως αιτιολογία όμως, στις περιπτώσεις, ως οι υπό κρίση, έχουμε εκ των υστέρων βεβαιώσεις, οι οποίες αποτελούν ουσιαστικά ανακλήσεις των προηγούμενων «μη βεβαιώσεων» των επίδικων φορολογιων. Αυτό προκύπτει και από τις πιο πάνω αναφερόμενες αποφάσεις στις Αναθ. Έφεση Αρ. 65/14 Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Διευθύντριας του Τμήματος Τελωνείων ν. L. Nemitsas Ltd ημερ. 20.01.2021 και Αναθ. Έφεση 98/2013 Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω Διευθύντριας Τμήματος Τελωνείων ν. Φεραίος Λτδ ημερ. 01.07.2019.

 

Υπό το πρίσμα αυτό, της ανακλητικής πράξης, δέον να δίδεται η αιτιολογία, ασχέτως ότι η διοίκηση ενήργησε δέσμια (Μ. Ν. Πικραμμένος «Η Αιτιολογία των Διοικητικών Πράξεων & ο Ακυρωτικός Δικαστικός Έλεγχος», 2012, σελ. 197-198). Σε κάθε βέβαια περίπτωση, στην παρούσα, οι Καθ΄ ων η αίτηση στην απόφασή τους κατέγραψαν αιτιολογία, συνεπώς, ακόμα κι αν δεν είχαν υποχρέωση αιτιολόγησης, εφόσον αυτή δόθηκε, ελέγχεται δικαστικώς (βλ. Μ. Ν. Πικραμμένος ανωτέρω στις σελ. 325-326).

 

Ως αναφέρθηκε στα γεγονότα, οι επίδικες εκ των υστέρων βεβαιώσεις εξεδόθησαν στις 02.01.2017. Είχε προηγουμένως παρασχεθεί δικαίωμα ακρόασης στην Αιτήτρια, το οποίο το άσκησε. Εξαιρουμένων των ποσών, του διαστήματος ελέγχου και του αεροδρομίου, το υπόλοιπο περιεχόμενο των εκ των υστέρων βεβαιώσεων ημερ. 02.01.2017, ήταν και στις τρεις επιστολές κοινό. Οι Καθ΄ ων η αίτηση ανέφεραν ότι «στη βάση των ενώπιον του Τμήματος διαθέσιμων στοιχείων» διαπιστώθηκε ότι οι πτήσεις πραγματοποιήθηκαν για ιδιωτικούς σκοπούς και προχώρησε και βεβαίωσε τα ποσά περιλαμβάνοντας λίστα των πτήσεων αυτών μαζί με λεπτομέρειες των διατακτικών, ποσοτήτων, ονομάτων εταιρειών (όπου υπήρχαν) και αξιούμενων ποσών.

 

Στα αιτήματα αναθεώρησης της, η Αιτήτρια αρνήθηκε την ύπαρξη οποιονδήποτε στοιχείων ή διαζευκτικά ισχυρίστηκε πλήρη άγνοια τέτοιων στοιχείων, ικανών να διαφοροποιήσουν τον υφιστάμενο μέχρι τότε φορολογικό χειρισμό, επιμένοντας ότι η ίδια είχε στηριχθεί στις δηλώσεις των κυβερνητών των αεροσκαφών, τις οποίες ούτε οι Καθ΄ ων η αίτηση αμφισβήτησαν και άρα τώρα δεν μπορεί να αντιληφθεί στη βάση ποιων στοιχείων, εξεδόθησαν οι εκ των υστέρων βεβαιώσεις.

 

Η απορριπτική των αιτημάτων αναθεώρησης απόφαση των Καθ΄ ων η αίτηση ενσωματώθηκε στις υπό κρίση προσβαλλόμενες πράξεις ημερομηνίας 18.01.2018. Με τις εν λόγω επιστολές το Τμήμα Τελωνείων πληροφόρησε την εταιρεία ΡΡΤ, μεταξύ άλλων ότι[9]:

 

«Με έναυσμα την τελεσίδικη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην πιο  πάνω Αναθεωρητική Έφεση αρ. 197/2010 ημερομηνίας 12.9.2016 μεταξύ Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω του Υπουργείου Οικονομικών δια του Τμήματος Τελωνείων κατά της εταιρείας Joannou & Paraskevaides (Overseas) Ltd και στα πλαίσια της εκ του νόμου δυνατότητας του Τμήματος Τελωνείων να διενεργεί εκ των υστέρων ελέγχους προς το σκοπό διασφάλισης της ορθής εφαρμογής της τελωνειακής και της άλλης νομοθεσίας, το Τμήμα Τελωνείων εκ των πραγμάτων οφείλει να προχωρήσει σε έλεγχο της ορθότητας των δηλώσεων οι οποίες υποβλήθηκαν για τον εφοδιασμό αεροσκαφών με καύσιμα χωρίς την καταβολή των αναλογούντων σε αυτά ειδικού φόρου κατανάλωσης και Φ.Π.Α. και ή χωρίς την καταβολή του αναλογούντος σε αυτά Φ.Π.Α., ανάλογα με τον δηλωθέντα σκοπό των πτήσεων των εν λόγω αεροσκαφών από τη Δημοκρατία, σε συνδυασμό με τις προς τούτο υποβληθείσες διασαφήσεις εκ μέρους των Εταιρειών Πετρελαιοειδών και τα καταβληθέντα ποσά.

(…)

Από έρευνα που πραγματοποιήθηκε στα σχετικά με τις πτήσεις αεροσκαφών έγγραφα, αναφορικά με την χρονική περίοδο μεταξύ (…) διαπιστώθηκε ότι οι διενεργηθείσες πτήσεις των υπό αναφορά, στην εν λόγω Εκ των υστέρων βεβαίωση αεροσκαφών από τη Δημοκρατία πραγματοποιήθηκαν για μη εμπορικούς σκοπούς ή και για μεταφορές προσώπων ή και αγαθών χωρίς κόμιστρο με αποτέλεσμα  το χρησιμοποιούμενο για την πραγματοποίηση των επίδικων πτήσεων ειδικό καύσιμο   (..) να μην καθίσταται δικαιούχο απαλλαγής (…).

 

Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου (…).

 

Επίσης, η προβαλλόμενη θέση  σας για χρήση των αεροσκαφών στα πλαίσια της επιτέλεσης εμπορικών σκοπών ή/και ότι το καύσιμο που παραδόθηκε στις εν λόγω πτήσεις χρησιμοποιήθηκε για τη μεταφορά επιβατών ή εμπορευμάτων ή για την παροχή υπηρεσιών έναντι αμοιβής ή κομίστρου δεν ευσταθεί εφόσον, το ειδικό καύσιμο αεριωθούμενου που πωλήθηκε, παραδόθηκε σε χρήστες αεροσκαφών οι οποίοι το χρησιμοποιούσαν για ιδιωτικούς σκοπούς σύμφωνα με τις Δηλώσεις Ανεφοδιασμού που οι ίδιοι υπέβαλαν στο Τμήμα Τελωνείων (έμφαση του Δικαστηρίου)».

 

Περαιτέρω σημειώνεται ότι, μέσα στα πλαίσια της πιο πάνω αναφερόμενης απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου, Αναθεωρητική Έφεση αρ. 197/10 μεταξύ Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω του Υπουργείου Οικονομικών δια του Τμήματος Τελωνείων κατά της εταιρείας Joannou & Paraskevaides (Overseas) Ltd, νομολογήθηκε επίσης ότι η επιβολή και είσπραξη δασμών και φόρων αποτελεί θέμα δημοσίου συμφέροντος, με αποτέλεσμα η αρμόδια αρχή να νομιμοποιείται να ανακαλέσει προηγούμενη αντίθετη προς το νόμο πρακτική της και να εισπράξει τον οφειλόμενο φόρο, επισημαίνοντας παράλληλα ότι η διαρροή χρόνου δεν αποτελεί, ούτως ή άλλως, κώλυμα για την ανάκληση όπου η ανακληθείσα διοικητική πράξη αντιστρατεύεται το δημόσιο συμφέρον.

 

Αναφορικά με τη θέση ότι η πελάτιδά σας εταιρεία PTT Aviation Services Limited δεν είναι ή/και δεν πρέπει να είναι υποκείμενο της φορολογίας, σημειώνεται η εκ του νόμου υποχρέωση της για καταβολή του ειδικού φόρου κατανάλωσης που καθίσταται απαιτητός, εκ της ιδιότητας της ως εγκεκριμένος αποθηκευτής βάσει των διατάξεων του άρθρου 6(1)(α)(i) του περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμου αρ 91(Ι)/2004».

 

Οι επιστολές έκλειναν με την αναφορά του Τμήματος Τελωνείων ότι η εκάστοτε Εκ των Υστέρων Βεβαίωση Άλλης Τελωνειακής Οφειλής ημερομηνίας 02.01.2017 δεν μπορούσε να διαφοροποιηθεί και άρα επαναβεβαιώνεται.

 

Προ της κατάληξης στις πιο πάνω επιστολές, εκπονήθηκαν τα Σημειώματα (ημερομηνίας 22.05.2017) στα οποία αναφέρθηκα ανωτέρω και αναζητήθηκε η γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα. Τελικώς εξεδόθησαν οι προσβαλλόμενες. Η αιτιολογία, η οποία εκτέθηκε ανωτέρω, ουσιαστικά αποτελεί αναπαραγωγή των αναφορών των εν λόγω Σημειωμάτων. Ανατρέχοντας λοιπόν στα Σημειώματα θεωρώ ότι η αιτιολογία που εκεί δόθηκε είναι ελλειμματική σε τέτοιο βαθμό που επιδρά στη νομιμότητα και των προσβαλλόμενων πράξεων. Συγκεκριμένα:

 

Στα Σημειώματα, αφού εξηγείται η σχετική νομοθεσία και νομολογία, οι Καθ’ ων η αίτηση παραθέτουν τον εκάστοτε ισχυρισμό των αιτημάτων αναθεώρησης της Αιτήτριας και, ακολούθως, κάτω από έκαστο κεφάλαιο υπό τίτλο «Σχόλια αναφορικά με τον πιο πάνω ισχυρισμό» θέτουν την απάντησή τους προς αυτόν.

 

Το σχετικό με το ζήτημα των εγγράφων που ελήφθησαν υπόψη εκ μέρους των Καθ’ ων η αίτηση περιέχεται στη σελίδα 6 των Σημειωμάτων, όπου γίνεται η ακόλουθη αναφορά (η έμφαση έχει προστεθεί από το Δικαστήριο):

 

«Η εταιρεία ΡΡΤ ΑVIATION SERVICES LIMITED προβάλλει τον ισχυρισμό ότι η φύση των εν λόγω πτήσεων έγιναν για εμπορικούς σκοπούς ή/και εν πάσει περιπτώσει ότι το καύσιμο που παραδόθηκε στις εν λόγω πτήσεις χρησιμοποιήθηκε για τη μεταφορά επιβατών ή εμπορευμάτων ή για την παροχή υπηρεσιών έναντι αμοιβής ή κομίστρου.

 

Σχόλια αναφορικά με τον πιο πάνω ισχυρισμό:

 

Κατ' αρχή σημειώνεται η αντίθεση του εν λόγω ισχυρισμού με προηγούμενο ισχυρισμό για τη μη κατοχή στοιχείων για σκοπούς άσκησης κατά τρόπο ουσιαστικό του δικαιώματος ακρόασης της.

 

Ανεξάρτητα όμως της πιο πάνω θέσης, η προβαλλόμενη θέση της εταιρείας ΡΡΤ AVIATION SERVICES LIMITED για χρήση των αεροσκαφών στα πλαίσια της επιτέλεσης εμπορικών σκοπών δεν ευσταθεί εφόσον, το ειδικό καύσιμο αεριωθούμενου που πώλησε, το παρέδωσε σε χρήστες αεροσκαφών οι οποίοι το χρησιμοποιούσαν για ιδιωτικούς σκοπούς σύμφωνα με τις Δηλώσεις Ανεφοδιασμού που οι ίδιοι υπέβαλαν στο Τμήμα Τελωνείων.

 

Επιπρόσθετα και ενώ είναι παραδεκτό ότι "έκτοτε και μέχρι σήμερα κανένα νέο στοιχείο δεν περιήλθε σε γνώση του Τμήματος Τελωνείων" για τις επίδικες πτήσεις, σημειώνεται ότι ενώ όλα τα στοιχεία βρίσκονταν ενώπιον του Τμήματος και συνάγετο ότι οι πτήσεις πραγματοποιήθηκαν για μη εμπορικούς σκοπούς ή και για μεταφορές προσώπων ή και αγαθών χωρίς κόμιστρο, το Τμήμα Τελωνείων ανέμενε ως όφειλε την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Αναθεωρητική Έφεση αρ. 197/10 με την οποία θα κρινόταν η νομιμότητα ή μη της διεκδίκησης του ειδικού φόρου κατανάλωσης και του ΦΠΑ επί του εν λόγω φόρου κατανάλωσης για τις εν λόγω πτήσεις».

 

Όπως γίνεται ευκόλως αντιληπτό από το πιο πάνω απόσπασμα, το οποίο ουσιαστικά αναπαρήχθη και στην αιτιολογία των επιστολών ημερομηνίας 18.01.2018, οι Καθ’ ων η αίτηση ανέφεραν ότι προκειμένου να κρίνουν το αν η εκάστοτε πτήση ήταν ιδιωτικού ή εμπορικού σκοπού στηρίχθηκαν σε στοιχεία που είχαν ενώπιόν τους. Στις Δηλώσεις Ανεφοδιασμού. Αυτές διερεύνησαν και αυτές ήταν ενώπιόν τους. Δεν αναζήτησαν οποιοδήποτε άλλο στοιχείο αλλά στηρίχθηκαν στα έγγραφα αυτά. Σε κάθε περίπτωση, από τα έγγραφα που ετέθησαν ενώπιόν μου δεν προκύπτει να αναζητήθηκε από οποιονδήποτε οποιοδήποτε νεώτερο στοιχείο αλλά οι Καθ΄ων η αίτηση στηρίχθηκαν στα ήδη υφιστάμενα ενώπιόν τους έγγραφα και οι ίδιοι ανέφεραν ότι αυτά ήταν οι Δηλώσεις Ανεφοδιασμού όπου αναφερόταν ο ιδιωτικός σκοπός των πτήσεων.

 

Πλην όμως, οι παραδόσεις καυσίμων που, βάσει των δηλώσεων ανεφοδιασμού, συμπεριέλαβαν οι Καθ’ ων η αίτηση στις επίδικες πράξεις, δεν ήταν όλες δηλωμένες ως ιδιωτικής φύσεως. Υπήρχε ένας αριθμός αυτών, οι οποίες ήταν δηλωμένες ως εμπορικού σκοπού (και κάποιες ολίγες για «κρατικούς σκοπούς»). Και ενώ οι ίδιοι οι Καθ΄ων η αίτηση ρητώς ανέφεραν ότι τις δηλώσεις ανεφοδιασμού έλαβαν υπόψη για να κρίνουν τον ιδιωτικό σκοπό, κάτι που καθιστά πλήρως αιτιολογημένο το μέρος των αποφάσεών τους να φορολογήσουν παραδόσεις σε εκείνες τις δηλωθείσες ως ιδιωτικές πτήσεις, εντούτοις καθιστά αναιτιολόγητο το μέρος των αποφάσεών τους που αφορά τις πτήσεις εκείνες, οι οποίες είχαν δηλωθεί ως εμπορικού σκοπού.

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση στην αγόρευσή της με παρέπεμψε ενδεικτικά σε διασάφηση, την οποία υπέβαλε η Αιτήτρια και στην οποία, ως ανέφερε, καταγράφεται ότι όλες οι πτήσεις του μήνα, ήταν ιδιωτικές. Λέγει ότι ενώ στην δήλωση ανεφοδιασμού η πτήση αναφερόταν από τον κυβερνήτη ως εμπορικού σκοπού εντούτοις στη διασάφηση στα σημεία 31.5 και 44.7 οι πτήσεις αναφέρονταν ως ιδιωτικού σκοπού με την αναφορά «PRIVATE FTS» και άρα, ως ο ισχυρισμός της, οι Καθ’ ων η αίτηση έλαβαν υπόψη και αυτά τα στοιχεία.

 

Δεν μπορώ να δεχτώ ότι η εν λόγω αναφορά της δικηγόρου των Καθ΄ ων η αίτηση είναι ικανή να αναπληρώσει την αιτιολογία, την οποία οι ίδιοι οι Καθ΄ ων η αίτηση όφειλαν να είχαν δώσει προς πλήρη αιτιολόγηση των αποφάσεών τους. Εκτός ότι παγίως έχει νομολογηθεί  ότι αναφορές δικηγόρων σε αγορεύσεις δεν αναπληρώνουν την αιτιολογία (Στέφανος Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 270), οι ίδιοι οι Καθ’ ων η αίτηση δεν ανέφεραν ότι στηρίχθηκαν στις διασαφήσεις προκειμένου να πειστούν για την φύση των πτήσεων.

 

Αν και δεν διαλανθάνει της προσοχής μου ότι οι Καθ’ ων η αίτηση εξήγγειλαν την πρόθεσή τους να στηριχθούν και στις διασαφήσεις για την κρίση της φύσης των πτήσεων[10], εξαγγελία που αναπαρήγαγε την αντίστοιχη των σελίδων 5 των Σημειωμάτων, εντούτοις, πουθενά στις προσβαλλόμενες αποφάσεις ή στα έγγραφα του φακέλου δεν αναφέρεται ότι οι καταγραφές των διασαφήσεων καθόρισαν την απόφαση τους να χαρακτηρίσουν όλες τις δηλωθείσες ως εμπορικές πτήσεις ως ιδιωτικές και ακολούθως να τις φορολογήσουν και αυτές.

 

Από δε την ανασκόπηση των διοικητικών φακέλων και δη των διασαφήσεων και των δηλώσεων ανεφοδιασμού, διαπιστώνω ότι η όποια καταγραφή στις διασαφήσεις αναφορικά με το σκοπό των πτήσεων του εκάστοτε μήνα, δεν ελαμβανόταν, κατά τους χρόνους υποβολής της διασάφησης, μόνο αυτός υπόψη από τους Καθ’ ων η αίτηση όπως δεν λαμβανόταν μόνο υπόψη ούτε ο δηλωθείς σε κάθε δήλωση ανεφοδιασμού σκοπός κάθε πτήσης. Προκύπτει ότι για αρκετές όσες ο σκοπός δηλωνόταν εμπορικός, γινόταν περαιτέρω έρευνα από τους Καθ’ ων η αίτηση ώστε, εικάζω, να επιβεβαιωθεί ο σκοπός τους.

 

Από την εν λόγω ανασκόπηση των φακέλων διαπιστώνω ότι πχ υπήρχε διασάφηση, η οποία περιείχε την αναφορά «PRIVATE FLS»[11] και ενώ σε κάποιες από τις πτήσεις που αφορούσε η διασάφηση, δηλωνόταν εμπορικός σκοπός, εντούτοις οι Καθ΄ ων η αίτηση δεν περιορίζονταν στη διασάφηση αλλά διερευνούσαν τη συγκεκριμένη δήλωση. Μάλιστα προκύπτει ότι συγκεκριμένες πτήσεις που στις δηλώσεις ανεφοδιασμού δηλώνονταν ως εμπορικές όμως δεν προσκομίζονταν συγκεκριμένα έγγραφα από τις εταιρείες (πχ συνήθως αναφερόμενο έγγραφο AOC), τότε αυτές, με καταγραφή επί των ίδιων των δηλώσεων ως προς την έλλειψη εγγράφου/εγγράφων, θεωρούνταν ως ιδιωτικές και ως τέτοιες αντιμετωπίζονταν φορολογικά. Ουδόλως έπαιζε ρόλο άρα η αναφορά στη διασάφηση αλλά οι Καθ΄ων διερευνούσαν περαιτέρω το ζήτημα[12].

 

Αντίστοιχα βέβαια στους διοικητικούς φακέλους εντοπίζονται περιπτώσεις όπου ο δηλωθείς στη δήλωση ανεφοδιασμού σκοπός ήταν εμπορικός και η διασάφηση περιείχε την αναφορά «»PRIVATE FLS», οι Καθ’ ων η αίτηση δεν αμφισβητούσαν σε κάποιες τον δηλωθέντα σκοπό ενώ σε άλλες φαίνεται να το έπρατταν λόγω έλλειψης επαρκούς έγγραφης τεκμηρίωσης από τις εταιρείες. Παράδειγμα βρίσκεται στο Τεκμήριο 4Β, όπου στο Συν. 206, ήτοι στη διασάφηση Αυγούστου 2012, υπάρχει αναφορά «PRIVATE» και ο κυβερνήτης του αεροσκάφους είχε δηλώσει την πτήση Συν 209Α ως «commercial purpose» αλλά υπάρχει σημείωση από λειτουργό των Καθ΄ων η αίτηση περί της μη προσκόμισης AOC από την Swissport, ενώ για τον ίδιο μήνα (ίδια διασάφηση) στο Συν 210Α δεν περιέχει οποιαδήποτε ανάλογη σημείωση παρά το ότι ο δηλωθείς σκοπός ήταν επίσης εμπορικός («commercial purpose»). Το ίδιο αναφορικά με τη διασάφηση Μαΐου 2016 (τεκμήριο 6) και  τις πτήσεις 04.05.2016 και 17.05.2016 (όπου δεν υπάρχουν σημειώσεις παρά το ότι δηλώνονται ως εμπορικές) αντίθετα με την πτήση 27.05.2016, η οποία δηλώνεται εμπορική αλλά υπάρχει σημείωση λειτουργού περί μη προσκόμισης απαραίτητων εγγράφων.

 

Από την άλλη μεριά, ανευρίσκονται δηλώσεις ανεφοδιασμού με την αναφορά σκοπού ως εμπορικού και διασαφήσεις όπου δεν περιέχεται καν η αναφορά «PRIVATE» παρ’ όλα αυτά και αυτές περιέχονται στις προσβαλλόμενες πράξεις[13] είτε έτυχαν περαιτέρω διερεύνησης από τους Καθ’ ων η αίτηση[14].

 

Επιπροσθέτως, στα Τεκμήρια 2 και 4 των διοικητικών φακέλων, όπου υπάρχουν τα έγγραφα αναλυτικές καταστάσεις αναφορικά με τις επιμέρους παραδόσεις καυσίμων σε διάφορα αεροσκάφη για τους επίδικους στις προσφυγές 486/2018 (Κ. 137-52) και 488/2018 (Κ. 146-52) αντίστοιχα, χρόνους, ενώ οι Καθ’ ων η αίτηση αναφέρονται στα έγγραφα του φακέλου περιλαμβανομένων στην 488/2018 των διασαφήσεων (βλ. ιδίως Κ. 137-52), εντούτοις ουδέν αναφέρεται περί αμφισβήτησης των διασαφήσεων αλλά το μόνο αναφερόμενο ως έρεισμα ως προς τη φύση των πτήσεων είναι οι δηλώσεις ανεφοδιασμού, σε δε εκείνες οι οποίες είχαν δηλωθεί ως «εμπορικού σκοπού» προστίθετο (σχεδόν πανομοιότυπα σε όλες) η αναφορά (η έμφαση και υπογράμμιση του Δικαστηρίου):  «Σημειώνεται ότι ο χρήστης του πιο πάνω αεροσκάφους δεν παρουσίασε στο Τμήμα Τελωνείων ικανοποιητικά έγγραφα και/ή στοιχεία, από τα οποία να καταδεικνύεται ότι το εν λόγω αεροσκάφος χρησιμοποιήθηκε για την μεταφορά επιβατών ή εμπορευμάτων ή για την παροχή υπηρεσιών έναντι αμοιβής ή για σκοπούς κρατικών αρχών, ως επίσης και ότι η επίδικη πτήση του αεροσκάφους  από τη Δημοκρατία πραγματοποιήθηκε για μη ιδιωτικούς σκοπούς ή και μεταφορά προσώπων ή και αγαθών με κόμιστρο»

 

Συνεπώς και από αυτά τα έγγραφα προκύπτει ότι, το έρεισμα για την κρίση της φύσης δεν καταγράφεται να ήταν οι διασαφήσεις αλλά οι δηλώσεις ανεφοδιασμού και τα στοιχεία που οι χρήστες (δεν) προσκόμισαν.

 

Από τα ανωτέρω άρα, καθίσταται, τουλάχιστον κατά τη δική μου εκτίμηση, εμφανές ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις δεν είναι δεόντως αιτιολογημένες για εκείνες τις παραδόσεις καυσίμου, για τις οποίες οι πτήσεις είχαν δηλωθεί ως εμπορικές ή για κρατικούς σκοπούς (υπήρχαν και λίγες τέτοιες) στις δηλώσεις ανεφοδιασμού.

 

Είτε επί των δηλώσεων αναφερόταν ο λόγος που θεωρήθηκαν τότε ως ιδιωτικές είτε όχι είτε στις διασαφήσεις περιήχετο αναφορά «»PRIVATE FLS» είτε όχι, δεν είναι έργο ούτε της ευπαίδευτης συνηγόρου των Καθ’ ων η αίτηση να αιτιολογήσει μέσω της αγόρευσής της ούτε του παρόντος Δικαστηρίου να ανατρέξει στα στοιχεία των ογκωδών ομολογουμένως διοικητικών φακέλων να εντοπίσει τους λόγους που εκείνες οι πτήσεις θεωρήθηκαν ως ιδιωτικές και όχι ως εμπορικές (ή κρατικές) ούτε φυσικά να αναπληρώσει την αιτιολογία για όσες τα έγγραφα σιωπούν ή μαρτυρούν αντίθετες εκδοχές. Ούτε ασφαλώς να πιθανολογήσει για ποιον λόγο περιλήφθηκαν στις προσβαλλόμενες πράξεις.

 

Όφειλαν εν προκειμένω οι Καθ’ ων η αίτηση να αναφέρουν τους λόγους που θεώρησαν τις δηλωθείσες ως εμπορικές πτήσεις, ως ιδιωτικές ώστε να γίνει κατανοητή η απόφασή τους να τύχουν αυτές φορολόγησης ως ιδιωτικές και προκειμένου να καταστεί ξεκάθαρο ότι διερευνήσαν πλήρως τα ενώπιόν τους στοιχεία και δεν εμφιλοχώρησε οποιαδήποτε πλάνη στην επ’ αυτών κρίση τους. Προφανώς βέβαια, για τις δηλωθείσες ως ιδιωτικές δεν υπάρχει αμφιβολία ως προς την κρίση αυτή ούτε ανάγκη για επιπλέον αιτιολόγηση.

 

Εννοείται βέβαια ότι δεν μπορώ να συμφωνήσω ούτε με τη θέση των Καθ΄ ων η αίτηση ότι όφειλε με το αίτημα αναθεώρησης η Αιτήτρια να τους προσκομίσει στοιχεία περί της εμπορικής φύσης των πτήσεων, οι οποίες, στις δηλώσεις, είχαν ήδη καταγραφεί ως εμπορικές. Πρώτα γιατί η θέση αυτή αναφέρθηκε μεν στην αγόρευση των Καθ΄ων η αίτηση, όμως πουθενά, ως ανέφερα ήδη, στις προσβαλλόμενες δεν καταγράφεται ότι είχαν ενώπιον τους αντικρουόμενα στοιχεία που έχριζαν διευκρίνισης αλλά, ως ανέφερα πιο πάνω, στις προσβαλλόμενες έρεισμα για την έκδοση των προσβαλλόμενων, έγινε μόνο στις δηλώσεις ανεφοδιασμού και τα όσα οι «χρήστες» προσκόμισαν και όχι στις διασαφήσεις.

 

Δεύτερον, διότι ο ρόλος του αιτήματος αναθεώρησης δεν είναι για να συμπληρώσει η Αιτήτρια, ως διοικούμενη, την αιτιολογία μιας ήδη ειλημμένης απόφασης της διοίκησης. Στις εκ των υστέρων βεβαιώσεις ημερομηνίας 02.01.2017, οι Καθ΄ων η αίτηση ισχυρίστηκαν γενικώς την ύπαρξη στοιχείων, τα οποία τους οδήγησαν στην έκδοση των εν λόγω εκ των υστέρων βεβαιώσεων ημερ. 02.01.2017. Δεν ανέφεραν οποιαδήποτε λεπτομέρεια ως προς ποια είναι τα στοιχεία αυτά ούτε ότι μεταξύ τους υπάρχουν αντιφάσεις παρά το ότι κατά την άσκηση δικαιώματος ακρόασης εκ μέρους της Αιτήτριας ΡΡΤ, αυτή διαμαρτυρήθηκε με παραπομπή τόσο στις δηλώσεις ανεφοδιασμού όσο και στις διασαφήσεις. Δεν ανέφεραν λεπτομέρεια ή ειδική αιτιολογία ούτε κατόπιν της άσκησης των αιτημάτων αναθεώρησης όπου και εκεί έγινε ειδική μνεία από την PPT στις εν λόγω δηλώσεις ανεφοδιασμού και στις διασαφήσεις.

 

Θεωρώ ότι εν προκειμένω η απόφαση, έχριζε ειδικώς αιτιολόγηση εκ μέρους των Καθ’ ων η αίτηση και δεν θα μπορούσε αυτό να γίνει με αναδρομή από το παρόν Δικαστήριο σε αποσπασματικές πληροφορίες των διοικητικών φακέλων ούτε βέβαια με πιθανολόγηση του Δικαστηρίου, το οποίο εν πάση περιπτώσει στερείται αρμοδιότητας πρωτογενούς κρίσης των στοιχείων του φακέλου. Στην πιο πάνω αναφερόμενη Φράγκου με παραπομπή στη Νομολογία του ΣτΕ αναφέρθηκε:

 

«Πορίσματα Νομολογίας (πιο πάνω), σελ. 185-186: "... η εκ του φακέλλου αναπλήρωσις της ελλειπούσης αιτιολογίας δύναται να χωρήσει μόνον, εφ' όσον ευθέως και αμέσως προκύπτει τοιαύτη εκ των στοιχείων του φακέλλου, διότι άλλως, το Στ.Ε. θα έπρεπε ν' αναζητήσει και σταθμίσει αυτό τα στοιχεία ταύτα, οπότε θα υποκαθίστατο εις την αρμοδίαν διοικητικήν αρχήν εν τη κατ' ουσίαν εκτιμήσει των αποδεικτικών και λοιπών στοιχείων: 267/45, 1144/46"».

 

Ενδεικτικό μάλιστα προφανώς της ελλειμματικής έρευνας και της προβληματικής αιτιολογίας εκ μέρους των καθ’ ων η αίτηση ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα είναι το γεγονός, ότι, όπως διαπιστώνω από αντιπαραβολή των παραδόσεων καυσίμων και των σχετικών εγγράφων του διοικητικού φακέλου, τις οποίες αφορούν οι προσβαλλόμενες αποφάσεις, η Αιτήτρια PPT έτυχε φορολόγησης δις (για ποσό €6.010,26) για την ίδια αποδέσμευση καυσίμου.

 

Συγκεκριμένα, η αποδέσμευση ημερομηνίας 10.06.2013, η οποία αποτελούσε μέρος της Εκ των Υστέρων Βεβαίωσης Άλλης Τελωνειακής Οφειλής Αρ. 3/2017 (αντικείμενο της προσφυγής 487/2018) περιέχεται και στην Εκ των Υστέρων Βεβαίωση Άλλης Τελωνειακής Οφειλής Αρ. 1/2017 (αντικείμενο της προσφυγής 488/2018). Αυτό προκύπτει από την δεύτερη καταγραφή στη σελίδα 1 της συνημμένης στην Εκ των Υστέρων Βεβαίωση Άλλης Τελωνειακής Οφειλής Αρ. 3/2017 ημερομηνίας 02.01.2017 κατάστασης σε αντιπαραβολή με την προτελευταία καταγραφή στη σελίδα 15 (από 32) της συνημμένης στην Εκ των Υστέρων Βεβαίωση Άλλης Τελωνειακής Οφειλής Αρ. 1/2017 ημερομηνίας 02.01.2017 κατάστασης.

 

Ως λοιπόν συνάγεται από όλα τα πιο πάνω, αποδέχομαι τον ισχυρισμό της Αιτήτριας ότι οι προσβαλλόμενες στις προσφυγές 486/2018, 487/2018 και 488/2018 δεν είναι δεόντως αιτιολογημένες και, λόγω της πλημμελούς επί του ζητήματος της φορολόγησης των δηλωθεισών επί των δηλώσεων ανεφοδιασμού ως εμπορικών (και κρατικών) πτήσεων αιτιολόγηση, δε μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο εμφιλοχώρησης πλάνης περί τα πράγματα ή ελλειματικής τούτων διερεύνησης.

 

Λόγω της αυτοτέλειας των προσφυγών και των προβαλλόμενων λόγων ακύρωσης, η προσφυγή Αρ. 409/2017, δεν επηρεάζεται από τα ακυρωτικά ευρήματα στα πλαίσια των υπολοίπων προσφυγών, ως εκ τούτου η εν λόγω προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη πράξη ως προς την Αιτήτρια JPO επικυρώνεται εξαιρουμένου του χρόνου έναρξης της επιβολής της χρηματικής επιβάρυνσης και του τόκου που αναλογούν στην επιβολή του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης. Εφόσον η υποχρέωση καταβολής του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης βεβαιώθηκε με την προσβαλλόμενη πράξη ημερομηνίας 02.01.2017, η πληρωμή της χρηματικής επιβάρυνσης και του τόκου που αναλογούσαν, ορθό είναι, στα πλαίσια των αρχών της χρηστής διοίκησης, να αρχίζει από την εν λόγω ημερομηνία 02.01.2017 (Αναθ. Έφ. αρ. 197/2010 Κυπριακή Δημοκρατία ν. Joannou & Paraskevaides (Overseas) Ltd (2016) 3 ΑΑΔ 389 και Κοινοπραξία Ηλέκτωρ ΑΕ κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2015) 3 Α.Α.Δ. 418). Τα έξοδα της προσφυγής Αρ. 409/2017 επιδικάζονται υπέρ των Καθ΄ων η αίτηση και εναντίον της Αιτήτριας JPO ως θα υπολογιστούν από το Πρωτοκολλητείο και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Δεδομένου ότι και οι τρεις (από σύνολο τριών) δηλωθείσες πτήσεις, οι οποίες αφορούν την Εκ των Υστέρων Βεβαίωση Άλλης Τελωνειακής Οφειλής αρ. 3/2017 είχαν δηλωθεί στις δηλώσεις ανεφοδιασμού ως εμπορικής φύσεως[15] η Προσφυγή Αρ. 487/2018 επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.

 

Οι Προσφυγές αρ. 486/2018 και 488/2018 επιτυγχάνουν και οι προσβαλλόμενες πράξεις ακυρώνονται μερικώς ως προς εκείνες τις αποδεσμεύσεις καυσίμου, οι οποίες στις δηλώσεις ανεφοδιασμού δηλώθηκαν ως «εμπορικού» ή «κρατικού» σκοπού και αναιτιολόγητα περιλήφθησαν στις προσβαλλόμενες πράξεις. Και αναφορικά με τις προσφυγές αρ. 486/2018 και 488/2018 το μέρος των εκεί προσβαλλόμενων που επικυρώνεται δεν αφορά τον χρόνο έναρξης της επιβολής της χρηματικής επιβάρυνσης και του τόκου που αναλογούν στην επιβολή του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης, εφόσον η υποχρέωση καταβολής του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης βεβαιώθηκε αρχικά με τις εκ των υστέρων βεβαιώσεις ημερομηνίας 02.01.2017, η πληρωμή της χρηματικής επιβάρυνσης και του τόκου που αναλογούσαν, ορθό και εδώ είναι να αρχίζει από την εν λόγω ημερομηνία 02.01.2017.

 

Τα έξοδα στις προσφυγές 486/2018, 487/2018 και 488/2018 επιδικάζονται υπέρ της Αιτήτριας ΡΡΤ και εναντίον των Καθ’ ων η αίτηση ως θα υπολογιστούν από το Πρωτοκολλητείο και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Φ. Καμένος, ΔΔΔ



[1] Προφανώς, εκ γραφικού ολισθήματος, το Κυανό 142 του διοικητικού φακέλου-Τεκμήριο 11 καταγράφεται δύο φορές. Στο σημείο αυτό εννοώ το δεύτερο Κυανό 142, αυτό δηλαδή που, εντός του φακέλου, προηγείται του Κυανού 141.

[2] Σχετικό το άρθρο 26(1)(α) του περί Γενικών Αρχών Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν.158(Ι)/1999).

[3] Σχετικό το άρθρο 27(α) του Ν.158(Ι)/1999.

[4] Το Ανώτατο Δικαστήριο εν προκειμένω έκρινε:

 

«Συνεπώς, στην υπό κρίση περίπτωση, οι επίδικες πτήσεις εμπίπτουν στα όρια «ιδιωτικής πτήσης αναψυχής» και η χρησιμοποίηση των υπό αναφορά αεροσκαφών λάμβανε χώραν για μη εμπορικούς σκοπούς. Ως εκ τούτου η απαλλαγή από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης δεν ήταν επιτρεπτή

(…)

πως ήδη λέχθηκε, με τον δεύτερο λόγο έφεσης προσβάλλεται ως λανθασμένη η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου σύμφωνα με την οποία οι Εφεσείοντες ουδέποτε ερεύνησαν επαρκώς, ούτε και είχαν ενώπιον τους ικανοποιητικά στοιχεία, επί των οποίων βάσιμα θα μπορούσαν να στηριχθούν για να συμπεράνουν ότι οι επίδικες πτήσεις εντάσσονταν στις ιδιωτικές πτήσεις αναψυχής. Επεξηγώντας, η ευπαίδευτη συνήγορος των Εφεσειόντων έθεσε ότι ενώπιον των αρμοδίων αρχών υπήρχαν όλα τα απαραίτητα στοιχεία που αφορούσαν το σκοπό των πτήσεων και τα οποία δόθηκαν από τους ίδιους τους Εφεσείοντες, προκειμένου να προσδιοριστούν οι πτήσεις ως ιδιωτικές αφού αφορούσαν τη μεταφορά των υπαλλήλων. Υπό το πρίσμα αυτό, εισηγήθηκε, δεν υπήρχε η ανάγκη να ζητήσουν οι Εφεσείοντες περαιτέρω στοιχεία για να καθοριστεί ο σκοπός των πτήσεων. Το όλο ζήτημα, κατέληξε, δεν αφορά σε διαφωνία μεταξύ των μερών ως προς το σκοπό των πτήσεων, αλλά έγκειται στο κατά πόσο ο σκοπός αυτός εμπίπτει στον κανόνα της απαλλαγής του Άρθρου 44(1)(α) του πιο πάνω Νόμου, ως θέμα ερμηνείας.

 

Αντιθέτως, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι της Εφεσίβλητης θέτουν ότι ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρχαν ενώπιον των Εφεσειόντων τα απαραίτητα στοιχεία και πως οι Εφεσείοντες παρέλειψαν να προβούν στη δέουσα έρευνα προκειμένου να καταλήξουν εάν οι πτήσεις των επίδικων αεροσκαφών διεξήχθησαν για εμπορικούς ή ιδιωτικούς σκοπούς.

 

Είναι βάσιμος και ο υπό εξέταση λόγος έφεσης. Όπως ήδη έχει καταγραφεί, δεν τελούν υπό αμφισβήτηση τα γεγονότα επί των οποίων εδράσθηκε ο χαρακτηρισμός των πτήσεων ως ιδιωτικής φύσης. Το παραδεκτό πλέγμα των δεδομένων δεν άφηνε περιθώρια αναζήτησης περαιτέρω στοιχείων. Υπό τα δεδομένα αυτά δεν τίθετο και ζήτημα παράλειψης διεξαγωγής δέουσας έρευνας, αφού κάθε σχετιζόμενο με την υπόθεση στοιχείο ήταν ήδη διαθέσιμο και ό,τι απέμενε πλέον ήταν ο ορθός κατά το νόμο καθορισμός του σκοπού των πτήσεων και η δυνατότητα φορολογικής απαλλαγής τους, με βάση το Άρθρο 44(1)(α).».

 

[5] Στη σκέψη 33 αναφέρθηκε εν προκειμένω:

 

(…) δεν είναι δυνατό να τύχει της προβλεπόμενης από την εν λόγω διάταξη φορολογικής απαλλαγής του αεροπορικού καυσίμου επιχείρηση, όπως η επίμαχη, η οποία, για να αναπτύξει τις δραστηριότητές της, χρησιμοποιεί ιδιόκτητο αεροσκάφος προκειμένου να διασφαλίσει τις μετακινήσεις των μελών του προσωπικού της προς πελάτες ή προς εμπορικές εκθέσεις, καθόσον οι μετακινήσεις αυτές δεν χρησιμεύουν ευθέως για την παροχή από την επιχείρηση αυτή υπηρεσίας εναέριας μεταφοράς έναντι αμοιβής».

[6] Σε κάθε περίπτωση, η ίδια ισχυρίζεται ότι ήταν καλή γνώστης της νομοθεσίας. Στην παράγραφο 8 της σελίδας 8 της απαντητικής αγόρευσης αναφέρει:

 

«Στην περίπτωσή μας όμως, η Αιτήτρια γνώριζε και γνωρίζει την εθνική και κοινοτική νομοθεσία και βάσει αυτής έδρασε, δρα και θα δρα, ενώ δεν υφίστατο οποιοδήποτε ζήτημα τεχνικού προβλήματος, όπως στην υπόθεση που επικαλούνται οι Καθ΄ων η αίτηση (..)».

[7] Στην Υπ. Αρ. 509/2010 Φεραίος Λτδ ν. Δημοκρατίας ημερ. 08.07.2013 αναφέρθηκε:

 

«Και μάλιστα, αφού η Αιτήτρια θα επηρεάζετο δυσμενώς από την αλλαγή στάσης της διοίκησης αφού έχει ήδη διαθέσει τα πούρα με τον προτιμησιακό συντελεστή και δεν της είναι δυνατό πλέον να εισπράξει άλλα ποσά προς κάλυψη του γενικού συντελεστή που η διοίκηση επιδιώκει να επαναφέρει».

 

[8] Στην Υπ. Αρ. 743/10 Panipsos Ltd v. Δημοκρατίας ημερ. 27.09.2012 αναφέρθηκε:

 

«Μετέπειτα, υπάρχει παραβίαση των αρχών της καλής πίστης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικούμενου προς την διοίκηση.  Αυτό διότι μετά την πάροδο χρόνου, το Τμήμα Τελωνείων, χωρίς να υποδεικνύει ότι οι αιτητές ήσαν καθ΄ οιονδήποτε τρόπο ένοχοι ή συμμέτοχοι στην έκδοση ψευδών πιστοποιητικών, επιβάλλουν εκ των υστέρων φορολογία, ενώ τα εμπορεύματα είχαν ήδη εκτελωνιστεί και πωληθεί στην αγορά με τις ανάλογες βέβαια τιμές που καθορίσθηκαν εν πολλοίς και από το γεγονός της εισαγωγής των προϊόντων όχι από την Κίνα ώστε να μην επιβάλλοντο πρόσθετοι δασμοί».

[9] Όσες αναφορές των επιστολών ημερομηνίας 18.01.2018 παραλείπονται αφορούν πρόνοιες της νομοθεσίας ή γεγονότα παραδεκτά, και πάντως όχι ουσιώδη για τους σκοπούς της παρούσας.

[10] Στην πρώτη παράγραφο των επιστολών των ημερομηνίας 18.01.2018, την οποία παρέθεσα ήδη, ανέφεραν, μεταξύ άλλων (υπογράμμιση και έμφαση του Δικαστηρίου):

 

«(…) το Τμήμα Τελωνείων εκ των πραγμάτων οφείλει να προχωρήσει σε έλεγχο της ορθότητας των δηλώσεων οι οποίες υποβλήθηκαν για τον εφοδιασμό αεροσκαφών με καύσιμα χωρίς την καταβολή των αναλογούντων σε αυτά ειδικού φόρου κατανάλωσης και Φ.Π.Α. και ή χωρίς την καταβολή του αναλογούντος σε αυτά Φ.Π.Α., ανάλογα με τον δηλωθέντα σκοπό των πτήσεων των εν λόγω αεροσκαφών από τη Δημοκρατία, σε συνδυασμό με τις προς τούτο υποβληθείσες διασαφήσεις εκ μέρους των Εταιρειών Πετρελαιοειδών και τα καταβληθέντα ποσά».

[11] Βλ. για παράδειγμα σε Τεκμήριο 4Α:

-Συν 5, ήτοι διασάφηση Ιουνίου 2011, στην οποία υπάρχει ανάλογη αναφορά «PRIVATE FLTS» και ο κυβερνήτης του αεροσκάφους είχε δηλώσει την πτήση Συν 20 ως commercial purpose, εντούτοις υπάρχει σημείωση ημερ. 22.06.2011 από λειτουργό των Καθ΄ων η αίτηση ότι «Μίλησα πάρα πολλές φορές και εγώ και ο Χxxxxxxxxx με την Μxxxxx και τον Αxxxx της Swissport για το AOC αλλά δεν μας έστειλαν τίποτα».

-Συν. 33, ήτοι διασάφηση Ιουλίου 2011, στην οποία υπάρχει αναφορά «PRIVATE VATABLE FLTS» και ο κυβερνήτης του αεροσκάφους είχε δηλώσει την πτήση Συν 38 ως commercial purpose, εντούτοις υπάρχει σημείωση ημερ. 20.07.2011 από λειτουργό των Καθ΄ων η αίτηση.

-Συν. 43, ήτοι διασάφηση Αυγούστου 2011, στην οποία υπάρχει αναφορά «PRIVATE FLTS» και ο κυβερνήτης του αεροσκάφους είχε δηλώσει την πτήση Συν 49 ως commercial purpose, εντούτοις υπάρχει σημείωση ημερ. 31.08.2011 από λειτουργό των Καθ΄ων η αίτηση.

-Συν. 43, ήτοι διασάφηση Αυγούστου 2011, στην οποία υπάρχει αναφορά «PRIVATE FLTS» και οι κυβερνήτες των αεροσκαφών είχαν δηλώσει τις πτήσεις Συν 49, 50 και 55 ως commercial purpose, εντούτοις υπάρχουν σημειώσεις κάτωθεν από λειτουργούς των Καθ΄ων η αίτηση και πάλι αναφορικά με μη προσκόμιση AOC.

-Συν. 64, ήτοι διασάφηση Σεπτεμβρίου 2011, στην οποία υπάρχει αναφορά «PRIVATE» και ο κυβερνήτης του αεροσκάφους είχε δηλώσει την πτήση Συν 65 ως commercial purpose, εντούτοις υπάρχει σημείωση από λειτουργό των Καθ΄ων η αίτηση και πάλι αναφορικά με μη προσκόμιση AOC.

 

[12]   Στο Τεκμήριο 6, ήτοι διασάφηση Μαρτίου 2016, στην οποία υπάρχει αναφορά «PRIVATE» και ο κυβερνήτης του αεροσκάφους είχε δηλώσει την πτήση ημερομηνίας 19.03.2016 ως «commercial purpose», εντούτοις υπάρχει σημείωση ημερ. 22.02.2016 από λειτουργό των Καθ΄ων η αίτηση «Μίλησα με το Λxxx LGS. To συγκεκριμένο θα χρεωθεί ΦΠΑ καθότι είναι Private και ήταν μόνο πλήρωμα χωρίς επιβάτες».

[13] Παραπέμπω για παράδειγμα σε Τεκμήριο 4Β, το Συν 172, ήτοι διασάφηση Ιουνίου 2012, στην οποία δεν υπάρχει αναφορά «PRIVATE» και ο κυβερνήτης του αεροσκάφους είχε δηλώσει την πτήση Συν 175Α ως commercial purpose. Επίσης παραπέμπω σε τεκμήριο 5 στη διασάφηση Ιανουαρίου 2014, στην οποία δεν υπάρχει μηχανογραφημένη αναφορά «PRIVATE» μέσω του συστήματος ΘΗΣΕΑΣ (παρά μόνο χειρόγραφη που μπορεί να υποτεθεί ότι ετέθη από τους Καθ’ ων η αίτηση και όχι την Αιτήτρια) και ο κυβερνήτης του αεροσκάφους είχε δηλώσει δύο πτήσεις 06.01.2014 ως commercial purpose και δεν υπάρχει οποιαδήποτε σημείωση των λειτουργών των Καθ΄ων η αίτηση.

 

[14] Παραπέμπω σε τεκμήριο 5 στη διασάφηση Μαρτίου 2014, στην οποία δεν υπάρχει μηχανογραφημένη αναφορά «PRIVATE» μέσω του συστήματος ΘΗΣΕΑΣ (ούτε χειρόγραφη) και ο κυβερνήτης του αεροσκάφους είχε την πτήση ημερ. 08.03.2014 ως commercial purpose όμως υπάρχει σημείωση των λειτουργών των Καθ΄ων η αίτηση περί της προσπάθειας τους να επικοινωνήσουνε με την Abelair και ότι έπρεπε να προσκομιστεί νέο AOC.

 

[15] Οι δε διασαφήσεις είναι αντιφατικές δεδομένου ότι οι ηλεκτρονικές μέσω ΘΗΣΕΑ διασαφήσεις Ιανουαρίου 2013 και Ιουνίου 2013 (Κ. 74 και 65 αντίστοιχα του Τεκμηρίου 3) δεν ανέφεραν ότι είναι «PRIVATE» αλλά υπάρχει μόνο χειρόγραφη στο Κ. 65 σημείωση προφανώς των λειτουργών των Καθ΄ων η αίτηση ότι εκέινη είναι private, μια άλλη δε διασάφηση που φαίνεται μάλλον να αφορά τον Ιούνιο 2013 (Κ. 68 Τεκμηρίου 3) αναφέρει ότι είναι «Private».


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο