ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 45/2019,

175/2019 και 176/2019)

 

20 Φεβρουαρίου 2024

 

[Ε. ΜΙΧΑΗΛ, ΔΔΔ]

 

(Υπόθεση Αρ. 45/2019)

Μεταξύ

Α. Κ.

Αιτήτριας

ΚΑΙ

 

ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ

Καθ’ ης η Αίτηση

…………………………

(Υπόθεση Αρ. 175/2019)

Μεταξύ

Χ. Χ.

Αιτητή

ΚΑΙ

 

ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ

Καθ’ ης η Αίτηση

…………………………

(Υπόθεση Αρ. 176/2019)

Μεταξύ

Μ. Π.

Αιτητή

ΚΑΙ

 

ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ

Καθ’ ης η Αίτηση

…………………………

Πάνος Παναγιώτου για Κωνσταντίνου Παναγιώτου & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για την αιτήτρια στην Υπόθεση Αρ. 45/2019.

Βαρτενή Κασαπιάν (κα) για Χρίστος Πατσαλίδης Δ.Ε.Π.Ε., για τους αιτητές στις Υποθέσεις Αρ. 175/2019 και 176/2019.

Θεογνωσία Κουσπή (κα), για τα ενδιαφερόμενα μέρη Κ., Δ., Κ. και Μ.

Άννα Κ. Χρίστου (κα) για Ιωαννίδης Δημητρίου Δ.Ε.Π.Ε., για την καθ’ ης η αίτηση.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

          ΜΙΧΑΗΛ, ΔΔΔ: Οι αιτητές με τις προσφυγές τους ζητούν την ακύρωση της απόφασης της καθ’ ης η αίτηση της οποίας έλαβαν γνώση στις 21.12.2018 με την οποία αποφάσισε να διορίσει στις θέσεις βοηθού μηχανικού δικτύου τους Σ. Κ., Γ. Γ., Σ. Δ., Α. Κ. και Κ. Μ. αντί των αιτητών.

Στις 12.4.2017 η καθ’ ης η αίτηση προκήρυξε δύο θέσεις βοηθού μηχανικού δικτύου για τις οποίες υποβλήθηκαν 464 αιτήσεις. Ακολούθησε γραπτή εξέταση στην οποία συμμετείχαν 297 υποψήφιοι. Ενδιάμεσα, οι θέσεις προς πλήρωση αυξήθηκαν κατά δύο. Στις 12.9.2017 η καθ’ ης η αίτηση δημοσίευσε τον κατάλογο επιτυχόντων. Μετά από προφορική συνέντευξη ενώπιον της συμβουλευτικής υπεπιτροπής, καταρτίστηκε στις 8.11.2017 πίνακας διοριστέων ο οποίος αφού εγκρίθηκε από την καθ’ ης η αίτηση σε συνεδρία ημερομηνίας 14.11.2017, αναρτήθηκε με ισχύ μέχρι τις 15.11.2018. Ακολούθησε πλήρωση των τεσσάρων θέσεων.

Στις 9.5.2018 το Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού πληροφόρησε την καθ’ ης η αίτηση ότι η Βουλή αποφάσισε την εξαίρεση από την αναστολή πλήρωσης θέσεων επιπρόσθετων είκοσι τριών θέσεων βοηθού μηχανικού δικτύου. Η καθ’ ης η αίτηση προχώρησε την 1.7.2018 στην πλήρωση περαιτέρω επτά θέσεων και με τους εν λόγω διορισμούς, ο αρχικός πίνακας διοριστέων εξαντλήθηκε ενώ ακόμα ήταν κενές δεκαέξι θέσεις. Για τον λόγο αυτό, διεξάχθηκαν νέες προφορικές συνεντεύξεις για σαράντα οχτώ υποψηφίους δηλαδή τον τριπλάσιο αριθμό των διαθέσιμων θέσεων και η συμβουλευτική υπεπιτροπή κατάρτισε πίνακα ο οποίος εγκρίθηκε στις 2.8.2018 από την καθ’ ης η αίτηση και στις 3.8.2018 ανακοινώθηκε ο πίνακας διοριστέων.

Ακολούθησε στις 14.11.2018 επιπρόσθετη αποδέσμευση πέντε θέσεων στις οποίες διορίστηκαν οι επόμενοι πέντε στον πίνακα διοριστέων δηλαδή, τα ενδιαφερόμενα μέρη στις υπό κρίση προσφυγές.

Η καθ’ ης η αίτηση εγείρει προδικαστικές ενστάσεις των οποίων η εξέταση έχει προτεραιότητα. Εισηγείται ότι οι αιτητές στερούνται εννόμου συμφέροντος να στρέφονται κατά της επιλογής των ενδιαφερομένων μερών επειδή η πράξη που τυχόν επηρέασε τα συμφέροντά τους ήταν ο καταρτισμός του πίνακα διοριστέων στις 15.11.2017, για τον ίδιο λόγο οι προσφυγές ασκήθηκαν εκπρόθεσμα και η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι εκτελεστή πράξη αλλά πράξη εκτέλεσης. Εισηγείται, επίσης, η καθ’ ης η αίτηση ότι οι αιτητές στερούνται εννόμου συμφέροντος διότι αποδέχτηκαν εξ αρχής τη διαδικασία που θα ακολουθούσε η καθ’ ης η αίτηση ανεπιφύλακτα.

Όπως προκύπτει από τα γεγονότα όπως τα εκθέτει η ίδια η καθ’ ης η αίτηση στην ένστασή της, ο πίνακας διοριστέων της 15.11.2017, εξαντλήθηκε με τους διορισμούς που έγιναν την 1.7.2018. Συνεπώς, ο πίνακας διοριστέων που αφορά τους αιτητές δεν είναι της 15.11.2017, ως η εισήγηση της καθ’ ης η αίτηση, αλλά της 3.8.2018. Η λογική των προδικαστικών ενστάσεων, όμως, εφαρμόζεται είτε αναφερόμαστε στον πίνακα της 15.11.2017 είτε σε αυτόν της 3.8.2018 και αφορά ζητήματα που μπορεί το Δικαστήριο να εξετάσει και αυτεπάγγελτα.

Οι αιτητές, αντιτείνουν ότι ο καταρτισμός του πίνακα διοριστέων είναι ενδιάμεση προπαρασκευαστική πράξη και ως τέτοια δεν παράγει εκτελεστή πράξη μέχρι τη λήψη απόφασης διορισμού ή προαγωγής.

Για να κριθεί κατά πόσο στις υπό κρίση υποθέσεις ο πίνακας διοριστέων ήταν προπαρασκευαστική πράξη ή εκτελεστή που κατά τον χρόνο της δημοσίευσής του επηρέασε τα έννομα δικαιώματα των αιτητών, είναι σημαντικό να ανατρέξουμε στις πρόνοιες του σχετικού νόμου. Ως αναφέρει η καθ’ ης η αίτηση στην ένσταση, εφαρμογής τυγχάνουν οι πρόνοιες του περί Αξιολόγησης Υποψηφίων για Διορισμό στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμου, Ν. 6(Ι)/1998 (στο εξής ο «Νόμος»). Το σχετικό με το υπό εξέταση ζήτημα είναι το Άρθρο 7(α) του Νόμου, ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο, που προνοεί τα εξής:

«(7)(α) Η διορίζουσα αρχή προβαίνει στην πλήρωση των κενών θέσεων µε την προσφορά στους υποψηφίους διορισµού σε αυτές, µε βάση τη σειρά κατάταξής τους στον Πίνακα και µέχρι τη συµπλήρωση των κενών θέσεων:

Νοείται ότι η διορίζουσα αρχή µπορεί µε αιτιολογηµένη απόφαση της να µην προχωρήσει στην πλήρωση των θέσεων ή ορισµένων από αυτές, αν κρίνει ότι οι υποψήφιοι που έχουν σειρά διορισµού δεν είναι κατάλληλοι για διορισµό.»

Στον πίνακα διοριστέων της 3.8.2018 οι αιτητές Κ. και Π. κατατάγηκαν στη σειρά 23, ο αιτητής Χ. στη σειρά 24 και τα ενδιαφερόμενα μέρη Κ., Γ., Δ., Κ. και Μ. στη σειρά 17 μέχρι 21 αντίστοιχα. Με βάση την πρόνοια του Άρθρου 7(α), όμως, η κατάταξη από μόνη της δεν οδηγεί με ασφάλεια στο συμπέρασμα ότι σίγουρα θα επιλεγεί υποψήφιος που κατατάσσεται πιο πάνω από άλλον έτσι ώστε στο στάδιο της δημοσίευσης του πίνακα διοριστέων να προκύπτει εκτελεστή πράξη που επηρεάζει τα συμφέροντα των αιτητών χωρίς να χρειάζεται να αναμένεται η τελική απόφαση. Συνεπώς, συμφωνώ με την εισήγηση των αιτητών ότι ο καταρτισμός του πίνακα διοριστέων συνιστά προπαρασκευαστική πράξη και δεν θα μπορούσε να προσβληθεί αυτοτελώς. Κατ’ επέκταση, ούτε ζήτημα απώλειας εννόμου συμφέροντος προκύπτει και επομένως, οι προδικαστικές ενστάσεις απορρίπτονται.

Ως προς την εισήγηση για έλλειψη εννόμου συμφέροντος των αιτητών λόγω ανεπιφύλακτης αποδοχής της διαδικασίας, αυτή θα εξεταστεί με αναφορά σε κάθε λόγο ακύρωσης που προβάλλουν οι αιτητές.  

Οι λόγοι ακύρωσης που προβάλλει η αιτήτρια Κ. συνοψίζονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του Νόμου διότι οι επίδικες θέσεις υπερβαίνουν τις κλίμακες εισδοχής που προνοεί ο Νόμος, έλλειψη αιτιολογίας και δέουσας έρευνας, μη τήρηση άρτιων πρακτικών, λήψη απόφασης από όργανο υπό παράνομη σύνθεση και παραβίαση της αρχής της ισότητας κατά τη διαδικασία της προφορικής εξέτασης.

Ο αιτητής Χ. εισηγείται ότι παραβιάστηκε η αρχή της ισότητας διότι τέθηκαν οι ίδιες ερωτήσεις σε όλους τους υποψηφίους και στις τρεις μέρες της προφορικής εξέτασης με κίνδυνο να έγιναν γνωστές οι ερωτήσεις και έλλειψη αιτιολογίας.

Ο αιτητής Π. εισηγείται ότι η μέθοδος που ακολουθήθηκε σε σχέση με τις γραπτές εξετάσεις οδήγησε σε άνιση μεταχείριση, ότι η διαδικασία της προφορικής εξέτασης παραβιάζει την αρχή της ισότητας και ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε χωρίς δέουσα έρευνα και αιτιολογία.

Ξεκινώντας από τον κοινό λόγο ακύρωσης που προβάλλουν όλοι οι αιτητές, δηλαδή ότι παραβιάστηκε η αρχή της ισότητας από τη διαδικασία που ακολούθησε η καθ’ ης η αίτηση σε σχέση με την προφορική εξέταση επειδή, ως εισηγούνται, η εξέταση όλων των υποψηφίων ολοκληρώθηκε σε τρεις διαφορετικές μέρες με την πιθανότητα διαρροής των ερωτήσεων, κρίνω ότι δεν προβάλλεται μετ’ εννόμου συμφέροντος αφού ήταν γνωστό εκ των προτέρων στους αιτητές ότι η προφορική εξέταση θα διεξαγόταν σε διαφορετικές μέρες και συμμετείχαν χωρίς να προβάλουν, είτε γραπτώς είτε προφορικά, οποιαδήποτε επιφύλαξη.

Εν πάση περιπτώσει, δεν συμφωνώ με την εισήγηση των αιτητών ότι παραβιάζεται η αρχή της ισότητας σε περίπτωση που τέθηκαν οι ίδιες ερωτήσεις σε όλους τους υποψηφίους. Όπως καταγράφεται στα πρακτικά της συνεδρίας της καθ’ ης η αίτηση ημερομηνίας 2.8.2018 οι ερωτήσεις που τέθηκαν ήταν σχετικές με «τα προσόντα και τη μόρφωση τους, ερωτήσεις γενικού ενδιαφέροντος και μεταξύ άλλων, πάνω σε θέματα που άπτονται των καθηκόντων της υπό πλήρωση θέσης καθώς και των απαιτήσεων του Σχεδίου Υπηρεσίας».

Από το αντικείμενο των ερωτήσεων, δεν προκύπτει ότι αφορούσαν θέματα που σε περίπτωση που κάποιος υποψήφιος γνώριζε εκ των προτέρων τις ερωτήσεις θα τον έθετε σε πλεονεκτικότερη θέση από κάποιο άλλο. Από την άλλη, με αυτό τον τρόπο διασφαλίζεται το ίσο μέτρο στην αξιολόγηση αφού προκύπτει από όμοια βάση.

Ο ίδιος λόγος που αφορά στην έλλειψη εννόμου συμφέροντος, εφαρμόζεται και στον λόγο ακύρωσης που προβάλλει η αιτήτρια Κωστοπούλου αναφορικά με την εσφαλμένη εφαρμογή του Νόμου διότι οι επίδικες θέσεις υπερβαίνουν τις κλίμακες εισδοχής που προνοεί ο Νόμος. Όπως υποδεικνύει η καθ’ ης η αίτηση, στη γνωστοποίηση κενών θέσεων ημερομηνίας 14.2.2017, στην οποία περιλαμβάνονταν και οι επίδικες, αναφέρθηκε ότι η διαδικασία πλήρωσης διέπεται από τον Νόμο. Εντούτοις, η αιτήτρια Κωστοπούλου συμμετείχε χωρίς να προβάλει καμία ένσταση, επιφύλαξη ή αμφισβήτηση και επομένως, κωλύεται από το να προβάλλει λόγο ακύρωσης που ανατρέχει στη ρίζα της διαδικασίας.

Ο αιτητής Π. επίσης εγείρει λόγο ακύρωσης που αφορά στη διαδικασία που ακολούθησε η καθ’ ης η αίτηση και συγκεκριμένα, σε σχέση με τη βαθμολογία που έλαβε στη γραπτή εξέταση. Το παράπονο, όμως, του εν λόγω αιτητή απαντήθηκε στις 4.12.2017 και παρά το ότι – ως αφήνει ο αιτητής να νοηθεί – δεν έμεινε ικανοποιημένος με την απάντηση που έλαβε, εντούτοις συνέχισε να λαμβάνει μέρος στη διαδικασία και πάλι χωρίς καμία επιφύλαξη. Ούτε όταν καταρτίστηκαν οι δύο πίνακες διοριστέων αντέδρασε με οποιονδήποτε τρόπο ο αιτητής παρά το ότι για σκοπούς επίλυσης του συγκεκριμένου παραπόνου, τότε θα ήταν η ορθή στιγμή να το πράξει.

Σε σχέση με τους λόγους ακύρωσης που προβάλλουν οι αιτητές και αφορούν στην έλλειψη αιτιολογίας και δέουσας έρευνας, το κύριο πρόβλημα που εντοπίζουν οι αιτητές είναι στον αυθαίρετο, κατά την εισήγησή τους, τρόπο απόδοσης των μονάδων.

Η αιτήτρια Κ. εντοπίζει, επίσης, έλλειψη δέουσας έρευνας σε σχέση με πιστοποιητικά που δεν υποβλήθηκαν ή υποβλήθηκαν χωρίς ημερομηνία ή με ημερομηνία μεταγενέστερη.

Συγκεκριμένα, για το ενδιαφερόμενο μέρος Κ. η αιτήτρια εντοπίζει ότι το πιστοποιητικό γνώσης της Αγγλικής γλώσσας που υπέβαλε δεν έχει ημερομηνία κατάθεσής του ενώ το πιστοποιητικό πανεπιστημίου για ισοδυναμία του με μεταπτυχιακό και η βεβαίωση ολοκλήρωσης της στρατιωτικής θητείας φέρουν ημερομηνία μεταγενέστερη της ημερομηνίας υποβολής των αιτήσεων. Το ίδιο θέμα που αφορά στη στρατιωτική θητεία εντοπίζει η αιτήτρια και για το ενδιαφερόμενο μέρος Γ.. Για το ενδιαφερόμενο μέρος Δ., η αιτήτρια εισηγείται ότι η βεβαίωση που υπέβαλε για πιστοποίηση καλής γνώσης της Αγγλικής γλώσσας δεν εμπίπτει στα αποδεκτά τεκμήρια από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας. Το ενδιαφερόμενο μέρος Κ. υπέβαλε πιστοποιητικά σε σχέση με τη γνώση των απαιτούμενων γλωσσών χωρίς ημερομηνία καταχώρησης ενώ δεν υπέβαλε κανένα πιστοποιητικό που να αποδεικνύει την πολύ καλή γνώση της Αγγλικής γλώσσας. Τέλος, αναφορικά με το ενδιαφερόμενο μέρος Μ. η αιτήτρια εντοπίζει ότι τα πιστοποιητικά που υπέβαλε είτε δεν έχουν ημερομηνία καταχώρησης στον διοικητικό φάκελο είτε φέρουν ημερομηνία μεταγενέστερη.

Έχω διεξέλθει των διοικητικών φακέλων που κατατέθηκαν και αφορούν τα ενδιαφερόμενα μέρη. Σε κάθε φάκελο εντοπίζονται σε ξεχωριστό πλαστικό φάκελο τα έγγραφα που υπέβαλε το κάθε ενδιαφερόμενο μέρος με την αίτησή του. Τα έγγραφα είναι αντίγραφα και όχι πρωτότυπα και το ίδιο ισχύει και για όλα τα έγγραφα που υπέβαλε η αιτήτρια Κ.. Τα έγγραφα της αιτήτριας, επίσης, δεν έχουν καμία πιστοποίηση ότι είναι πιστά αντίγραφα σε αντίθεση με κάποια από όσα υπέβαλαν τα ενδιαφερόμενα μέρη. Αυτό παρατηρείται διότι όπως ορθά επισημαίνει η συνήγορος της καθ’ ης η αίτηση, σύμφωνα με τη γνωστοποίηση των επίδικων θέσεων τα αναγκαία στοιχεία /πιστοποιητικά υποβάλλονται σε αντίγραφα ενώ στη σχετική σημείωση αναφέρεται ότι «η γνησιότητα των αντιγράφων θα επιβεβαιωθεί πριν από την πρόσληψη οποιουδήποτε υποψηφίου». Επειδή σύμφωνα με την επιστολή προσφοράς διορισμού των ενδιαφερομένων μερών ημερομηνίας 27.11.2018 η πρόσληψή τους θα άρχιζε την 1.12.2018 η πιστοποίηση, όπου υπάρχει, έχει ημερομηνία 29.11.2018 δηλαδή πριν την πρόσληψη ως το περιεχόμενο της γνωστοποίησης των θέσεων. Συνεπώς, δεν εντοπίζω καμία παράλειψη της καθ’ ης η αίτηση να ερευνήσει δεόντως οποιοδήποτε ζήτημα σε σχέση με τα έγγραφα που υπέβαλαν τα ενδιαφερόμενα μέρη.

Σε ότι αφορά στα ενδιαφερόμενα μέρη Δ. και Κ. και την εισήγηση της αιτήτριας Κ. αναφορικά με τις βεβαιώσεις που υπέβαλαν για τεκμηρίωση της πολύ καλής γνώσης της Αγγλικής γλώσσας, ως η απαίτηση του σχεδίου υπηρεσίας, η επεξήγηση της καθ’ ης η αίτηση ότι με βάση την εγκύκλιο της Ε.Δ.Υ. η επιτυχία πάνω από 50% στις γραπτές εξετάσεις της καθ’ ης η αίτηση στη συγκεκριμένη γλώσσα αποδεικνύουν την πολύ καλή γνώση αυτής, θεωρώ ότι απαντά επαρκώς το ζήτημα και δεν προκύπτει ούτε στο σημείο αυτό οτιδήποτε.

Το ίδιο ισχύει και με την απόδοση της βαθμολογίας πρόσθετων ακαδημαϊκών προσόντων και πείρας. Τα κριτήρια απόδοσης της βαθμολογίας καθορίστηκαν στη συνεδρία της καθ’ ης η αίτηση ημερομηνίας 5.9.2017 και αποφασίστηκε ο τρόπος κατανομής τους ως εξής:

«Όπως πληροφόρησε ο κ. Καράβας, με βάση τις πρόνοιες του περί Αξιολόγησης Υποψηφίων για Διορισμό στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμο, Ν. 6(Ι)/1998 ως έχει μέχρι σήμερα τροποποιηθεί, η βαρύτητα που δίδεται από τη διορίζουσα αρχή στο καθένα από τα κριτήρια επιλογής, αποτιμάται σε μονάδες ως ακολούθως:

(i)           Αποτέλεσμα γραπτής εξέτασης:  σύνολο μονάδων, με ανώτατο όριο τις 100 μονάδες

(ii)         Αποτελέσματα προφορικής εξέτασης, αν έχει διεξαχθεί:  0 έως 20 μονάδες

(iii)        Άλλα ακαδημαϊκά προσόντα:  0 έως 3 μονάδες

(iv)        Πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης:  0 έως 5 μονάδες.

Ακολούθως, ο κ. Καραβάς επεξήγησε τον τρόπο κατανομής της βαθμολογίας των ακαδημαϊκών προσόντων και της σχετικής πείρας, όπως αυτός ίσχυε μέχρι σήμερα.  Συγκεκριμένα, ανέφερε ότι η βαθμολόγηση των ακαδημαϊκών προσόντων (σχετικών με τα καθήκοντα της θέσης) πέραν των απαιτούμενων από το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης, μέχρι 3 μονάδες, έχει ως εξής:

(α)     (i)  1ο Πανεπιστημιακό Πτυχίο ή Δίπλωμα όταν δεν απαιτείται από το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης – 1 μονάδα

(ii)  2ο Πανεπιστημιακό Πτυχίο ή Δίπλωμα όταν απαιτείται Πτυχίο ή Δίπλωμα από το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης – 1 μονάδα

(β)     Μεταπτυχιακός τίτλος MSc ή MBA – 2 μονάδες

(γ)     Διδακτορικός τίτλος PhD – 3 μονάδες

Ακολούθως, ο κ. Καραβάς, εξήγησε τη βαθμολόγηση, σε σχέση με την Σχετική Πείρα, η οποία λαμβάνει μέχρι 5 μονάδες, ως εξής:

(α)  Λιγότερη από έτος – 0 μονάδες

(β)  Για κάθε συμπληρωμένο έτος – 1 μονάδα

(δηλ. 1 συμπληρωμένο έτος:  1 μονάδα, 2 συμπληρωμένα έτη:  2 μονάδες, 3 συμπληρωμένα έτη:  3 μονάδες, 4 συμπληρωμένα έτη:  4 μονάδες)

(γ)  Συμπληρωμένα 5 έτη και άνω – 5 μονάδες»

Μελετώντας τη βαθμολογία ως αποδόθηκε στους αιτητές και στα ενδιαφερόμενα μέρη, δεν διαπιστώνω κάποια αυθαιρεσία ως η εισήγηση των αιτητών αλλά ούτε και διαπιστώνεται η καθ’  ης η αίτηση να ενήργησε κατά την απόδοση της βαθμολογίας εκτός των εύλογων ορίων έτσι ώστε να προκύπτει ανάγκη παρέμβασης από το Δικαστήριο.

Σε σχέση με την αιτιολογία της αξιολόγησης εκάστου υποψηφίου στην προφορική εξέταση και τη βαθμολογία που αποδόθηκε για αυτή, παραθέτω το σχετικό απόσπασμα από τα πρακτικά της συνεδρίας της συμβουλευτικής υπεπιτροπής ημερομηνίας 25 και 26.6.2018 και 9.7.2018 για τους αιτητές και τα ενδιαφερόμενα μέρη (η ίδια βαθμολογία υιοθετήθηκε και από την καθ’ ης η αίτηση):

Αιτήτρια Κ.: «[…] απάντησε στις ερωτήσεις που της υποβλήθηκαν σχεδόν καλά και κρίθηκε ως σχεδόν καλή υποψήφια (Βαθμολογία Προφορικής Συνέντευξης 10,80).»

Αιτητής Χ.: «[…] απάντησε στις ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν σχεδόν καλά και κρίθηκε ως σχεδόν καλός υποψήφιος (Βαθμολογία Προφορικής Συνέντευξης 9,50).»

Αιτητής Π.: «[…] απάντησε στις ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν πολύ καλά και κρίθηκε ως πολύ καλός υποψήφιος (Βαθμολογία Προφορικής Συνέντευξης 15,50).»

Ενδιαφερόμενο μέρος Κ.: «[…] απάντησε στις ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν πολύ καλά και κρίθηκε ως πολύ καλός υποψήφιος (Βαθμολογία Προφορικής Συνέντευξης 17,50).»

Ενδιαφερόμενο μέρος Γ.: «[…] απάντησε στις ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν εξαιρετικά και κρίθηκε ως εξαίρετος υποψήφιος (Βαθμολογία Προφορικής Συνέντευξης 19,20).»

Ενδιαφερόμενο μέρος Δ.: «[…] απάντησε στις ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν καλά και κρίθηκε ως καλός υποψήφιος (Βαθμολογία Προφορικής Συνέντευξης 12,60).»

Ενδιαφερόμενο μέρος Κ.: «[…] απάντησε στις ερωτήσεις που της υποβλήθηκαν καλά και κρίθηκε ως καλή υποψήφια (Βαθμολογία Προφορικής Συνέντευξης 14,60).»

Ενδιαφερόμενο μέρος Μ.: «[…] απάντησε στις ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν καλά και κρίθηκε ως καλός υποψήφιος (Βαθμολογία Προφορικής Συνέντευξης 12,60).»

Συνοπτικά, η βαθμολογία που έλαβαν οι αιτητές και τα ενδιαφερόμενα μέρη είναι η ακόλουθη:

Αιτητής Χ.                                         Σχεδόν Καλός              9,50

Αιτήτρια Κ.                                       Σχεδόν Καλή                10,80

Ενδ. Μέρος Δ.                                 Καλός                            12,60

Ενδ. Μέρος Μ.                                 Καλός                            12,60

Ενδ. Μέρος Κ.                                 Καλή                             14,60

Αιτητής Π.                                         Πολύ Καλός                  15,50

Ενδ. Μέρος Κ.                                 Πολύ Καλός                  17,50

Ενδ. Μέρος Γ.                                  Εξαίρετος                      19,20

Είναι αναμενόμενο ότι η αξιολόγηση ενός υποψηφίου ως σχεδόν καλού ή καλού ή πολύ καλού ή εξαίρετου θα αντανακλάται και σε διαφορετική βαθμολογία. Πράγματι, από τον πιο πάνω πίνακα προκύπτει ότι η βαθμολογία όσων αξιολογήθηκαν στην προφορική εξέταση ως καλοί είναι ψηλότερη αυτών που αξιολογήθηκαν ως σχεδόν καλοί, ψηλότερη είναι και η βαθμολογία όσων αξιολογήθηκαν ως πολύ καλοί και ακόμα ψηλότερη είναι η βαθμολογία του ενδιαφερόμενου μέρους Γ. που αξιολογήθηκε ως εξαίρετος. Παρατηρείται, όμως, ασυμφωνία στη βαθμολογία που αποδόθηκε μεταξύ υποψηφίων στους οποίους δόθηκε ο ίδιος γενικός χαρακτηρισμός για την απόδοσή τους.

Εντούτοις, η απόφαση της καθ’ ης η αίτηση για τα κριτήρια απόδοσης της βαθμολογίας στην προφορική εξέταση ως λήφθηκε στη συνεδρία ημερομηνίας 5.9.2017 (το σχετικό απόσπασμα παρατίθεται πιο πάνω) ήταν όχι η λεκτική περιγραφή της απόδοσης των υποψηφίων αλλά η βαθμολογία. Επομένως, εφόσον η καθ’ ης η αίτηση μπορούσε να αποδώσει βαθμολογία από 0 έως 20 μονάδες και το έπραξε διαφοροποιώντας τη βαθμολογία ανάλογα με την απόδοση εκάστου υποψηφίου, δεν τεκμηριώνεται αυθαιρεσία.

Ούτε έλλειψη αιτιολογίας εντοπίζω αφού, όπως ορθά επισημαίνουν οι συνήγοροι της καθ’ ης η αίτηση και των ενδιαφερομένων μερών, ο Νόμος δεν απαιτεί την αιτιολόγηση της απόδοσης των μονάδων και αυτό κρίθηκε από τη νομολογία ορθό (βλ. Μιχαηλίδου – Αρσένη ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 486, Νικολαΐδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Συνεκδ. Υποθέσεις Αρ. 92/2010 κ.ά., 26.5.2014).

Η αιτήτρια Κ. εισηγείται, τέλος, ότι δεν τηρήθηκαν άρτια πρακτικά από τη συμβουλευτική υπεπιτροπή διότι ενώ οι προφορικές εξετάσεις διεξάχθηκαν σε τρεις διαφορετικές συνεδρίες, τηρήθηκε ένα πρακτικό και για τις τρεις. Επιπρόσθετα, οι υπογραφές δεν είναι πλήρεις.

Η τήρηση πρακτικών από ένα διοικητικό όργανο για σκοπούς δικαστικής διαδικασίας, σκοπό έχει να επιτρέψει στο Δικαστήριο να ασκήσει έλεγχο νομιμότητας. Η αρτιότητα ενός πρακτικού κρίνεται από τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης. Στην υπό κρίση υπόθεση, οι προφορικές εξετάσεις κατά παραδοχή της καθ’ ης η αίτηση επεκτάθηκαν σε τρεις συνεδρίες. Η σύνταξη ενός ενιαίου πρακτικού στο οποίο περιλήφθηκαν όλοι οι υποψήφιοι αντί τριών, δεν επηρεάζει την αρτιότητά του εφόσον περιλαμβάνει όλα τα στοιχεία και πληροφορίες που χρειάζονται για να διεκπεραιωθεί ο δικαστικός έλεγχος (βλ. Ράφτης ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 345, Χρυσάφη ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 550, Κεννέ-Μαρμαρά ν. ΑΤΗΚ, Υπόθεση Αρ. 1225/2007, 14.4.2009).

Ούτε η εισήγηση περί μη αρτιότητας του ιδίου πρακτικού λόγω μη υπογραφής από τον προεδρεύοντα των συνεδριών ευσταθεί. Το Παράρτημα 11 υπογράφεται ή μονογράφεται σε όλες τις σελίδες από τον προεδρεύοντα.

Εισηγείται, επίσης, η αιτήτρια ότι πάσχει η σύνθεση της καθ’ ης η αίτηση ημερομηνίας 2.8.2018 διότι τα πρακτικά υπογράφηκαν από τον πρόεδρο ο οποίος δεν μετείχε στην εν λόγω συνεδρία. Ο λόγος που προβάλλεται δεν αφορά ούτε επηρεάζει τη σύνθεση του οργάνου ως η εισήγηση της αιτήτριας. Πράγματι, φαίνεται να υπογράφονται από τον πρόεδρο και όχι τον προεδρεύοντα όμως ρητώς καταγράφεται η σύνθεση του οργάνου κατά την εν λόγω συνεδρία χωρίς τη συμπερίληψη του προέδρου ο οποίος δεν μετείχε. Συνεπώς, πρόκειται περί επουσιώδους παρατυπίας η οποία δεν επηρεάζει τη νομιμότητα της σύνθεσης.

Για τους πιο πάνω λόγους καταλήγω ότι οι προσφυγές αποτυγχάνουν και απορρίπτονται και η πρόσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

Επιδικάζονται €1000 έξοδα πλέον Φ.Π.Α. εναντίον κάθε αιτητή και υπέρ της καθ’ ης η αίτηση.

 

Ε. ΜΙΧΑΗΛ, ΔΔΔ  

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο