ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                                                        

(Υπόθεση Αρ. 641/2020)

 

12 Φεβρουαρίου 2024

[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

                                              Β. Ζ.                      

                                                                             Αιτητής

                                                ΚΑΙ

         ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ

      ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

 

Καθ’ ων  η Αίτηση

 

Ξ. Ευγενίου (κα) και Στ. Παναγιώτου (κα), για Ανδρέας Σ. Αγγελίδης Δ.Ε.Π.Ε., για Αιτητή

Μ. Κοτσώνη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Καθ’ ων η Αίτηση

Κ. Καλλής, για Καλλής & Καλλής Δ.Ε.Π.Ε., για Ενδιαφερόμενο Μέρος

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Με την υπό εξέταση προσφυγή, προσβάλλεται ως άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος η απόφαση της καθ’ ης η αίτηση, Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (Ε.Δ.Υ.), η οποία δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ημερομηνίας 3.7.2020 και σύμφωνα με την οποία προήχθη τα ενδιαφερόμενο μέρος («Ε.Μ.») Α.Ν. αντί του αιτητή, στη μόνιμη θέση Ανώτερου Λειτουργού  Δημόσιων Μεταφορών, Διεύθυνση Δημοσίων Επιβατικών Μεταφορών, Υπουργείο Μεταφορών, Επικοινωνιών και Έργων («η επίδικη θέση») από 1.7.2020.

 

Η διαδικασία πλήρωσης της επίδικης θέσης ξεκίνησε όταν η Ε.Δ.Υ. έλαβε επιστολή του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Μεταφορών, Επικοινωνιών και Έργων («ο Γενικός Διευθυντής»), ημερομηνίας 20.2.2018, με την οποία ο τελευταίος ζητούσε την πλήρωση της επίδικης θέσης.

 

Η επίδικη θέση δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερομηνίας 27.4.2018 και εις ανταπόκριση, υποβλήθηκαν 127 αιτήσεις, μεταξύ των οποίων και αυτές του αιτητή και του Ε.Μ..

 

Ακολούθως, με σχετική επιστολή ημερομηνίας 14.2.2020, η σχετική έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής υποβλήθηκε από τον Γενικό Διευθυντή, ως Πρόεδρο της αρμόδιας Συμβουλευτικής Επιτροπής, στην Ε.Δ.Υ., η οποία την εξέτασε, στη συνεδρία της με ημερομηνία 21.5.2020. Κατά τη συγκεκριμένη συνεδρία, η Επιτροπή, αφού μελέτησε την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, καθώς και τους οικείους διοικητικούς φακέλους των υποψηφίων, αποφάσισε να καλέσει σε προφορική εξέταση τους υποψηφίους που είχαν συστηθεί από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονταν το Ε.Μ. και ο αιτητής.

 

Εν συνεχεία, στις 4.6.2020, έλαβε χώρα η διαδικασία των προφορικών συνεντεύξεων ενώπιον της Ε.Δ.Υ., κατά την οποία παρίστατο και ο Γενικός Διευθυντής. Όπως προκύπτει από το σχετικό πρακτικό, ο τελευταίος, ενώπιον του οποίου είχαν τεθεί προς μελέτη όλοι οι σχετικοί διοικητικοί φάκελοι, αξιολόγησε την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση και ακολούθως, αφού σύστησε για προαγωγή τον αιτητή, αποχώρησε από τη συνεδρία.

 

Μετά την αποχώρηση του Γενικού Διευθυντή, η Ε.Δ.Υ. αξιολόγησε και η ίδια την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση και ασχολήθηκε με τη γενική αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων. Η Επιτροπή, στη βάση των ενώπιον της στοιχείων, έκρινε κατά πλειοψηφία ότι δεν μπορούσε να υιοθετήσει τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή, «σημειώνοντας ότι αυτή δεν συνάδει με τα στοιχεία των Φακέλων» και, αντ’ αυτού, επέλεξε το Ε.Μ. ως τον πιο κατάλληλο και αποφάσισε να του προσφέρει προαγωγή στην επίδικη θέση από 1.7.2020.

 

Ο αιτητής αντέδρασε και κατά της πιο πάνω απόφασης καταχώρησε την υπό κρίση προσφυγή.

 

Δια της γραπτής αγόρευσης του συνηγόρου του αιτητή, προωθούνται οι ακόλουθοι λόγοι ακύρωσης:

 

(α) Πάσχει ως πεπλανημένη, αναιτιολόγητη και ως προϊόν μη δέουσας έρευνας, η κρίση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και της Ε.Δ.Υ. αναφορικά με τα προσόντα του Ε.Μ.. Στο πλαίσιο αυτό, ο αιτητής αμφισβητεί την κρίση των καθ’ ων η αίτηση ότι το Ε.Μ. είναι κάτοχος του πλεονεκτήματος, σύμφωνα με το οικείο σχέδιο υπηρεσίας.

 

(β) Εσφαλμένα κρίθηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή και από την Ε.Δ.Υ. ότι το Ε.Μ. κατέχει το απαιτούμενο προσόν της πείρας.

 

(γ) Πάσχει η κρίση της Ε.Δ.Υ. αναφορικά με τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή υπέρ του αιτητή. Υπό καθεστώς πραγματικής και νομικής πλάνης, η Επιτροπή αξιολόγησε και εν τέλει παρέκαμψε την εν λόγω σύσταση, χωρίς μάλιστα να δώσει ειδική και/ή πειστική αιτιολογία προς τούτο.

 

(δ) Η Ε.Δ.Υ., χωρίς αιτιολογία, παραγνώρισε και/ή δεν έλαβε πραγματικά υπόψη της, την αξιολόγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, κατά την οποία ο αιτητής αξιολογήθηκε ως «Εξαίρετος», ενώ το Ε.Μ. ως «Πάρα πολύ καλός».

 

(ε) Υπήρξε αναιτιολόγητη η κρίση της Ε.Δ.Υ. σε σχέση με την προφορική συνέντευξη των υποψηφίων.

 

Από την πλευρά της, η συνήγορος για την καθ’ ης η αίτηση, αντικρούοντας τους εγειρόμενους λόγους ακύρωσης, αντιτείνει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε κατόπιν διενέργειας της δέουσας έρευνας, καθόλα ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με την οικεία νομοθεσία, είναι δε αυτή επαρκώς και/ή δεόντως αιτιολογημένη, εύλογα επιτρεπτή και εντός των ορίων της διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης και ουδεμία πλάνη εμφιλοχώρησε κατά τη λήψη αυτής. Τόσο η δοθείσα σύσταση, όσο και η τελική απόφαση της Ε.Δ.Υ. βρίσκονται σε συμβατότητα και ουδόλως συγκρούονται με τα στοιχεία των οικείων διοικητικών φακέλων. Η Ε.Δ.Υ., όπως και προηγουμένως η Συμβουλευτική Επιτροπή, συνεχίζει η κ. Κοτσώνη, ορθώς αξιολόγησε τα προσόντα των υποψηφίων, περιλαμβανομένων και αυτών του Ε.Μ., προσδίδοντας σε αυτά τη δέουσα βαρύτητα. Η δε απόκλιση της πλειοψηφίας της Ε.Δ.Υ. από τη δοθείσα σύσταση, υπήρξε πλήρως και/ή ειδικώς αιτιολογημένη, όπως αιτιολογημένη υπήρξε η κρίση της Ε.Δ.Υ. και ως προς την απόδοση των υποψηφίων κατά την ενώπιον της προφορική συνέντευξη.

 

Καταλήγει η συνήγορος της καθ’ ης η αίτηση, τονίζοντας ότι ο αιτητής σε καμία περίπτωση δεν κατόρθωσε να αποδείξει έκδηλη υπεροχή έναντι του Ε.Μ., ως η νομολογία επιτάσσει, και υποβάλλοντας την εισήγηση περί απόρριψης της προσφυγής.

 

Υπέρ της νομιμότητας και ορθότητας της επίδικης απόφασης επιχειρηματολογεί και ο συνήγορος για το Ε.Μ., ο οποίος προβάλλει εν πολλοίς παρόμοιες θέσεις με αυτές της καθ’ ης η αίτηση. Τονίζει ιδιαίτερα ο κ. Καλλής ότι τόσο η Συμβουλευτική Επιτροπή όσο και η Ε.Δ.Υ. προέβησαν στη δέουσα έρευνα αναφορικά με το μεταπτυχιακό προσόν του Ε.Μ. και καθόλα ορθά και σύννομα πιστώθηκε στο Ε.Μ. η κατοχή του πλεονεκτήματος.

 

Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα των οικείων διοικητικών φακέλων και, γενικότερα, όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για προώθηση των εκατέρωθεν θέσεων, είτε κατά είτε υπέρ της νομιμότητας της προσβαλλόμενης πράξης.

 

Όπως έχει προαναφερθεί, με τον πρώτο προβαλλόμενο λόγο ακύρωσης που προωθεί, ο αιτητής βάλλει κατά της ορθότητας και νομιμότητας της απόφασης της Συμβουλευτικής Επιτροπής, αλλά και εν συνεχεία της Ε.Δ.Υ., οι οποίες έκριναν ότι το Ε.Μ. κατέχει το υπό του σχεδίου προβλεπόμενο πλεονέκτημα.

 

Επ’ αυτού, η συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση ήγειρε δια της γραπτής της αγόρευσης, προδικαστική ένσταση, ισχυριζόμενη έλλειψη εννόμου συμφέροντος του αιτητή να εγείρει έναν τέτοιο ισχυρισμό, ειδικά όσον αφορά την κρίση της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Και τούτο, σύμφωνα με την κα Κοτσώνη, καθότι ο ίδιος ο αιτητής κρίθηκε από τη Συμβουλευτική ως «Εξαίρετος» και συμπεριλήφθηκε στον τελικό κατάλογο που υποβλήθηκε στην Ε.Δ.Υ.: συνεπώς, ακόμα και αν ακυρωθεί η απόφαση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, ο αιτητής δεν θα αποκομίσει οποιοδήποτε όφελος, εφόσον η ακύρωση θα αφορά και στη δική του υποψηφιότητα.

 

Η προδικαστική ένσταση δεν ευσταθεί. Ο αιτητής, ναι μεν συστήθηκε από την Συμβουλευτική Επιτροπή, ωστόσο αυτό που αμφισβητεί είναι την κρίση της εν λόγω Επιτροπής ότι το Ε.Μ. κατέχει το υπό του σχεδίου υπηρεσίας προβλεπόμενο πλεονέκτημα: είναι δε στη βάση και της εν λόγω κρίσης που επιλέγηκε τελικά το Ε.Μ. αντί του αιτητή, ενώ σε περίπτωση που ο συγκεκριμένος εγειρόμενος λόγος ακύρωσης επιτύχει και κριθεί ότι εσφαλμένα κρίθηκε ότι το Ε.Μ. κατέχει το πλεονέκτημα, θα οδηγηθεί σε ακυρότητα και η τελική απόφαση επιλογής του Ε.Μ. από την Ε.Δ.Υ. και θα γίνει επανεξέταση, η οποία δύναται να απολήξει στην επιλογή του αιτητή για την πλήρωση της επίδικης θέσης και, εν πάση περιπτώσει, ουδείς μπορεί να γνωρίζει ποια θα είναι η νέα απόφαση της Διοίκησης αν η επίδικη ακυρωθεί (Δέσποινα Κυπριανού ν. Πανεπιστήμιο Κύπρου, Υποθ. Αρ 6518/2013, ημερ. 26.4.2017). Σε κάθε δε περίπτωση, απλή συμπερίληψη του αιτητή στον κατάλογο των υπό της Συμβουλευτικής Επιτροπής συστηθέντων, δεν του αποστερεί τη δυνατότητα να προσβάλει μετ’ εννόμου συμφέροντος την έκθεση της Συμβουλευτικής, εφόσον θεωρεί ότι αυτή πάσχει (Λεωνίδου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 1579, ημερ. 29.5.1998).

 

Ως εκ των πιο πάνω, η προδικαστική ένσταση απορρίπτεται ως αβάσιμη.

 

Σύμφωνα με την υποπαράγραφο (5) της παραγράφου 2.2. («Απαιτούμενα προσόντα») του σχεδίου υπηρεσίας της επίδικης θέσης (παράρτημα 3 στην ένσταση)-

 

«(5) Μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλος, που αποκτήθηκε μετά από σπουδές διάρκειας ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους σε ένα από τα θέματα που αναφέρονται στην παράγραφο (1) πιο πάνω ή/και μέλος του Συνδέσμου Εγκεκριμένων Λογιστών Κύπρου, αποτελεί πλεονέκτημα».

 

Στην δε παράγραφο (1), στην οποία η αμέσως πιο πάνω παράγραφος παραπέμπει, προβλέπονται τα εξής θέματα:

 

«Οικονομικά, Νομικά (περιλαμβανομένου του Barrister-at-Law), Δημόσια Διοίκηση, Διοίκηση Επιχειρήσεων, Μηχανολογία».

 

Εν προκειμένω, το Ε.Μ. κατέχει τον μεταπτυχιακό τίτλο «MSc Operational Research», από το University of Birmingham, ο οποίος δεν εμπίπτει στα πιο πάνω, υπό του σχεδίου υπηρεσίας προβλεπόμενα, θέματα, ούτως ώστε να μπορεί να προσδώσει το πλεονέκτημα στο Ε.Μ.. Περαιτέρω, ούτε και η άμεση σχετικότητα του εν λόγω τίτλου με τα πιο πάνω θέματα, εν πρώτοις τουλάχιστον, είναι εμφανής. Ούτε και παρέχεται προς τούτο, οποιαδήποτε κατατόπιση και/ή καθοδήγηση προς το Δικαστήριο από τους καθ’ ων η αίτηση: αφενός η Συμβουλευτική Επιτροπή, ως προς το κατά πόσον το Ε.Μ. κατέχει το πλεονέκτημα, αρκέστηκε στην καταγραφή της λέξης «ΝΑΙ» (παράρτημα 5 στην ένσταση), ενώ η  Ε.Δ.Υ., σύμφωνα με το πρακτικό της συνεδρίας της, ημερομηνίας 21.5.2020, περιορίστηκε να αναφέρει επί του θέματος τα εξής:

 

«Όσον αφορά τους υπόλοιπους υποψηφίους, η Επιτροπή υιοθέτησε τα πορίσματα της Συμβουλευτικής Επιτροπής αναφορικά με την κατοχή του πλεονεκτήματος, επισημαίνοντας ότι ο Ν.Α., στον οποίο έχει πιστωθεί το πλεονέκτημα διαθέτει μεταπτυχιακό προσόν στο Operational Research και η Επιτροπή ύστερα από μελέτη των θεμάτων που έχει διδαχτεί, αλλά και του όλου φάσματος που αφορά τον συγκεκριμένο κλάδο, διαπίστωσε ότι αυτός μπορεί να θεωρηθεί κλάδος της Διοίκησης Επιχειρήσεων».

 

Τα πιο πάνω, δεν αποτελούν επαρκή αιτιολογία επί του υπό συζήτηση ζητήματος. Δεδομένου ότι ο τίτλος του μεταπτυχιακού προσόντος του Ε.Μ. δεν φαίνεται να εμπίπτει σε οποιοδήποτε από τα προεκτεθέντα θέματα και/ή δεν παραπέμπει σε συγκεκριμένο θέμα του σχεδίου υπηρεσίας της επίδικης θέσης, η Συμβουλευτική Επιτροπή, αλλά και η Ε.Δ.Υ., όφειλαν να προβούν στην απαιτούμενη έρευνα ως προς το αντικείμενο του εν λόγω τίτλου και/ή τη συνάφειά του με τα εν λόγω θέματα, καταγράφοντας, για σκοπούς επαρκούς αιτιολόγησης, τους λόγους για τους οποίους κρίθηκε ότι αυτός ο τίτλος είναι συναφής και ικανοποιεί τις απαιτήσεις του σχεδίου υπηρεσίας. Άμεσα σχετική είναι η απόφαση στην Δημοσθένης Αντωνίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Συνεκδ. Υποθ. Αρ. 700/2007 κ.α., ημερ. 4.3.2011, όπου λέχθηκαν τα εξής:

 

«Η προβληματική όμως διάσταση του θέματος έγκειται στο αναιτιολόγητο συμπέρασμα ότι κατοχή του πιο πάνω μεταπτυχιακού τίτλου αυτόματα συνεπάγεται και την υπαγωγή του σε μεταπτυχιακό προσόν, σε θέμα ή θέματα, σχετικά με τα εξειδικευμένα καθήκοντα της θέσης που περιγράφονται στην παράγραφο (1) του σχεδίου υπηρεσίας και σχετίζονται με έργα υδατικής ανάπτυξης».

 

Η Συμβουλευτική Επιτροπή, αρχικά, όφειλε, στο πλαίσιο της υποχρέωσής της για διενέργεια της δέουσας έρευνας, να προβεί στις απαιτούμενες ενέργειες, προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσον πράγματι ο μεταπτυχιακός τίτλος του Ε.Μ. μπορεί να συνιστά πλεονέκτημα σύμφωνα με τα υπό του σχεδίου υπηρεσίας προβλεπόμενα.

 

Πολλώ δε μάλλον η Ε.Δ.Υ., η οποία στη συνεδρία της, ημερομηνίας 21.5.2020, «υιοθέτησε τα πορίσματα της Συμβουλευτικής Επιτροπής αναφορικά με την κατοχή του πλεονεκτήματος», επισημαίνοντας ειδικά για το Ε.Μ., ότι αυτός έχει πιστωθεί το πλεονέκτημα, καθότι «διαθέτει μεταπτυχιακό προσόν στο Operational Research και η Επιτροπή ύστερα από μελέτη των θεμάτων που έχει διδαχτεί, αλλά και του όλου φάσματος που αφορά τον συγκεκριμένο κλάδο, διαπίστωσε ότι αυτός μπορεί να θεωρηθεί κλάδος της Διοίκησης Επιχειρήσεων».

 

Τα αμέσως πιο πάνω σε καμία περίπτωση δεν ανταποκρίνονται στις επιταγές για διενέργεια δέουσας έρευνας και συνακόλουθης αιτιολόγησης εκ μέρους του διορίζοντος οργάνου, πριν από τη λήψη της απόφασής του. Από πουθενά δεν προκύπτει σε τι συνίστατο η μελέτη που προέβη η Ε.Δ.Υ. για να διαπιστώσει ότι τα θέματα που είχε διδαχθεί το Ε.Μ. για την απόκτηση του μεταπτυχιακού προσόντος στο Operational Research, μπορούν να θεωρηθούν ότι εμπίπτουν και/ή σχετίζονται με τον κλάδο της Διοίκησης Επιχειρήσεων. Αυτό που εντοπίζεται από τον προσωπικό φάκελο του Ε.Μ. σε σχέση με το ζήτημα, είναι η αναλυτική βαθμολογία του, με καταγραφή των μαθημάτων που αυτός παρακολούθησε: δεν καθίσταται όμως αντιληπτό πως μαθήματα όπως το «Simulation and Expert Systems», «Information Systems Development», «Systems Thinking», Systems Modelling and Practice», «JAVA Programming», «Research Methods» και «Topics in Man Math», σχετίζονται με τη Διοίκηση Επιχειρήσεων. Θα αναμένετο από την Ε.Δ.Υ. να στοιχειοθετήσει τα ευρήματα και/ή τις διαπιστώσεις της και, γενικότερα, να καταγράψει σε τι συνίστατο η έρευνα που διενήργησε, προκειμένου να καταστεί αντιληπτή και στο Δικαστήριο η απαιτούμενη σχετικότητα του μεταπτυχιακού του Ε.Μ. με τον κλάδο της Διοίκησης Επιχειρήσεων και, συνακόλουθα, να καθίσταται εφικτή και η διενέργεια του απαιτούμενου δικαστικού ελέγχου, που είναι και το ζητούμενο (Στέφανος Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270).

 

Απαιτείτο σαφής παράθεση των λόγων και/ή του συλλογισμού της Ε.Δ.Υ., στη βάση των οποίων το διορίζον όργανο κατέληξε στη διαπίστωση ότι το Ε.Μ. ήταν κάτοχος του υπό του σχεδίου υπηρεσίας προβλεπόμενου πλεονεκτήματος. Μάλιστα, η ανάγκη για μια τέτοια επαρκή έρευνα και αιτιολογία, επιτείνεται από το γεγονός ότι η μειοψηφία της ίδιας της Ε.Δ.Υ., στη συνεδρία ημερομηνίας 4.6.2020, όταν και λήφθηκε η επίδικη απόφαση (παράρτημα 17 στην ένσταση), έκρινε ότι το Ε.Μ. «κατέχει προσόντα που είναι διαφορετικά από αυτά που καταγράφονται σε σχέση με τα καθήκοντα και τις ευθύνες της θέσης όπως ορίζονται στο Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης». Επιπρόσθετα, δεδομένου, ως έχει ήδη λεχθεί, ότι ο μεταπτυχιακός τίτλος του Ε.Μ. ήταν σε τομέα που δεν φαίνεται, εκ πρώτης όψεως τουλάχιστον, να σχετίζεται άμεσα με τα υπό του οικείου σχεδίου υπηρεσίας απαιτούμενα, απαιτείτο όπως η Ε.Δ.Υ. αιτιολογήσει δεόντως την κατάληξή της (Αλεξάνδρου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1375/2010, ημερ. 5.3.2013).

 

Σαφώς και δεν παραγνωρίζω ότι η ερμηνεία και εφαρμογή των σχεδίων υπηρεσίας ανήκει αποκλειστικά στην αρμοδιότητα του διορίζοντος οργάνου και το Δικαστήριο κατά την άσκηση της αναθεωρητικής του δικαιοδοσίας, δεν αποφαίνεται πρωτογενώς περί την ερμηνεία και εφαρμογή σχεδίου υπηρεσίας και δεν επεμβαίνει στην κρίση της Διοίκησης, παρά μόνον όταν η ερμηνεία δεν είναι εύλογα επιτρεπτή ή το διορίζον όργανο έχει υπερβεί τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας (Γεώργιος Ζειτουντσιάν ν. Κύπρου Πετρίδη κ.α., Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 49/2016, ημερ. 18.9.2023, Χρίστος Σολομωνίδης ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 1/2017, ημερ. 18.9.2023, ECLI:CY:AD:2023:C286, Βραχίμης Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ 312 και Καντούνας ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ 344). Εν προκειμένω, όμως, το προεκτεθέν κενό έρευνας και αιτιολόγησης σε σχέση με την αξιολόγηση του μεταπτυχιακού του Ε.Μ., αναπόφευκτα στοιχειοθετούν περίπτωση υπέρβασης των άκρων ορίων της διακριτικής ευχέρειας της Ε.Δ.Υ..

 

Ο συνήγορος του Ε.Μ. επιχειρηματολογεί εν εκτάσει στη δική του γραπτή αγόρευση, προς υποστήριξη τόσο του ισχυρισμού ότι το Ε.Μ. κατείχε τα απαιτούμενα προσόντα προκειμένου να θεωρηθεί ότι ήταν κάτοχος του πλεονεκτήματος, όσο και του ισχυρισμού ότι η Ε.Δ.Υ. προέβη στη διενέργεια της δέουσας έρευνας πριν από τη λήψη της απόφασής της. Ωστόσο, δεν μπορώ παρά να παρατηρήσω ότι τα όσα αναφέρει ο κ. Καλλής δεν αναιρούν τις υπό του Δικαστηρίου τούτου προεκτεθείσες διαπιστώσεις περί κενού έρευνας και αιτιολογίας εκ μέρους των καθ’ ων η αίτηση. Πρόκειται για ισχυρισμούς δικηγόρου, οι οποίοι ουδόλως διαφοροποιούν τα πράγματα και ουδόλως μπορούν να καλύψουν την απουσία επαρκούς έρευνας και αιτιολογίας. Την ίδια ώρα, οι εν λόγω ισχυρισμοί συνιστούν απόπειρα εισαγωγής αιτιολογίας εκ των υστέρων, η οποία βεβαίως και είναι ανεπίτρεπτη. Κατά πάγια νομολογία, η αιτιολογία της διοικητικής πράξης θα πρέπει να δίδεται κατά το χρόνο λήψης και/ή έκδοσης της εν λόγω πράξης από το αρμόδιο διοικητικό όργανο και το περιεχόμενο της γραπτής αγόρευσης και γενικότερα ισχυρισμοί που προβάλλονται από τους δικηγόρους, δεν μπορούν να αποτελέσουν μέρος της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης (βλ. Στέφανος Φράγκου, ανωτέρω, Ελπινίκη Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 4104, Μαρούλλα Αχιλλέως ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 565 και Χριστίνα Τσιαντή κ.α. ν. Διευθυντή Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως (2008) 4 Α.Α.Δ. 824, καθώς και τις αποφάσεις του παρόντος Δικαστηρίου στην C. LIASIDES EXHIBITIONWISE LTD ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 230/2018, ημερ. 9.9.2022 και MENDEL CENTER FOR BIOMEDICAL SCIENCES ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 412/2018, ημερ. 10.5.2022).

 

Ως εκ των πιο πάνω, διαπιστώνεται κενό έρευνας, αλλά και αιτιολόγησης, πλημμέλειες που αναπόδραστα επιδρούν στην εγκυρότητα και νομιμότητα της τελικής απόφασης προαγωγής του Ε.Μ. στην επίδικη θέση. Δεδομένης δε αυτής της διαπίστωσης, ούτε και το ενδεχόμενο εμφιλοχωρήσας πλάνης, ως πρόσθετου λόγου ακύρωσης (Χρύσανθος Κωνσταντίνου ν. Συμβουλίου Αμπελουργικών Προϊόντων, Α.Ε. 964, ημερ. 25.6.1992), μπορεί να αποκλειστεί.

 

Με τις πιο πάνω διαπιστώσεις, σφραγίζεται η τύχη της υπό εξέταση προσφυγής και παρέλκει η εξέταση άλλων ζητημάτων που έχουν εγερθεί.  

 

Κατά συνέπεια, η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται. Επιδικάζονται €2000 έξοδα υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθ’ ων η αίτηση, πλεόν Φ.Π.Α..

                                                                                                    Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο