ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                                                        

(Υπόθεση Αρ. 650/2020)

 28 Φεβρουαρίου 2024

[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

                                              Χ. Σ.                        

                                                                             Αιτήτρια

                                                ΚΑΙ

         ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ

      ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

      

 

Καθ’ ων  η Αίτηση

 

Σ. Τσαχίδου (κα), για Αχιλλεύς & Αιμίλιος, Κωνσταντίνος Αιμιλιανίδης, Κ. Κατσαρός & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για Αιτήτρια

Δ. Εργατούδη (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Καθ’ ων η Αίτηση

Ρ. Πασιουρτίδου (κα) και Κ. Αμβροσίου (κα) για Άντης Τριανταφυλλίδης & Υιοί Δ.Ε.Π.Ε., για Ενδιαφερόμενο Μέρος

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Με την υπό εξέταση προσφυγή, προσβάλλεται ως άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος η απόφαση της καθ’ ης η αίτηση, Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (Ε.Δ.Υ.), η οποία δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ημερομηνίας 3.7.2020 και σύμφωνα με την οποία προήχθη, αντί της αιτήτριας, το ενδιαφερόμενο μέρος («Ε.Μ.») Χ. Π. στη μόνιμη θέση Πρώτου Λειτουργού Διεθνών Σχέσεων, Βουλή των Αντιπροσώπων («η επίδικη θέση») από 15.6.2020.

 

Η διαδικασία πλήρωσης της επίδικης θέσης ξεκίνησε όταν η Ε.Δ.Υ. έλαβε επιστολή του Γενικού Διευθυντή της Βουλής των Αντιπροσώπων («ο Γενικός Διευθυντής»), ημερομηνίας 26.2.2020, με την οποία ο τελευταίος ζητούσε την πλήρωση μιας κενής μόνιμης θέσης Πρώτου Λειτουργού Διεθνών Σχέσεων, Βουλή των Αντιπροσώπων. Η εν λόγω, επίδικη, θέση είναι θέση προαγωγής.

 

Ακολούθησε η συνεδρία της Ε.Δ.Υ., ημερομηνίας 28.5.2020, κατά την οποία παρέστη και ο Γενικός Διευθυντής, ο οποίος, αφού σύστησε για προαγωγή το Ε.Μ., αποχώρησε, πριν από την υπό της Ε.Δ.Υ αξιολόγηση των υποψηφίων και λήψη της επίδικης απόφασης.

 

Μετά την αποχώρηση του Γενικού Διευθυντή, η Ε.Δ.Υ., όπως αναφέρεται στο σχετικό πρακτικό, στα πλαίσια εξέτασης της καταλληλότητας των υποψηφίων,  ανέτρεξε στον φάκελο πλήρωσης της θέσης, στους προσωπικούς φακέλους και τους φακέλους των ετήσιων υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων και έλαβε επίσης υπόψη της, τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή. Έκρινε δε η Ε.Δ.Υ., στη βάση του συνόλου των ενώπιον της στοιχείων, ότι το Ε.Μ. υπερείχε της ανθυποψήφιάς της, την επέλεξε ως την πιο κατάλληλη και αποφάσισε να της προσφέρει προαγωγή στην επίδικη θέση από 15.6.2020.

 

Η αιτήτρια αντέδρασε και κατά της πιο πάνω απόφασης καταχώρησε την υπό κρίση προσφυγή, στις 23.7.2020.

 

Με τους πρώτους τρεις εγειρόμενους λόγους ακύρωσης που προωθεί, η πλευρά της αιτήτριας βάλλει κατά της σύστασης του Γενικού Διευθυντή, ισχυριζόμενη ότι αυτή πάσχει και/ή είναι μηδενικής αξίας, εφόσον αντίκειται στα στοιχεία των φακέλων, στηρίχθηκε σε αξιολόγηση που είναι αντίθετη προς το νόμο, είναι δε πεπλανημένη, αναιτιολόγητη και προϊόν μη δέουσας έρευνας και δόθηκε κατά παραγνώριση της υπεροχής της αιτήτριας σε πείρα και/ή αξία και αρχαιότητα, στοιχεία που προσέδιδαν στην αιτήτρια προτεραιότητα για προαγωγή στην επίδικη θέση.

 

Περαιτέρω, με τον τέταρτο προβαλλόμενο λόγο ακύρωσης που προωθείται, η αιτήτρια στρέφεται κατά της τελικής απόφασης της Ε.Δ.Υ., η οποία, κατά τη σχετική εισήγηση, έχοντας υιοθετήσει την ήδη πάσχουσα σύσταση του Γενικού Διευθυντή, πάσχει λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας, αλλά και αιτιολογίας και συμπαρασύρεται σε ακυρότητα.

 

Από την πλευρά τους, οι καθ’ ων η αίτηση αντιτείνουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε κατόπιν διενέργειας της δέουσας έρευνας, καθόλα ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με την οικεία νομοθεσία, είναι δε αυτή επαρκώς και/ή δεόντως αιτιολογημένη, εύλογα επιτρεπτή και εντός των ορίων της διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης και ουδεμία πλάνη εμφιλοχώρησε κατά τη λήψη της. Τόσο η δοθείσα σύσταση, όσο και η τελική απόφαση της Ε.Δ.Υ., βρίσκονται σε συμβατότητα και ουδόλως συγκρούονται με τα στοιχεία των οικείων διοικητικών φακέλων. Η υπό των καθ’ ων η αίτηση αξιολόγηση όλων των σχετικών στοιχείων κρίσης, περιλαμβανομένων και των πρόσθετων προσόντων των υποψηφίων, υπήρξε σύννομη και εντός των ορίων της διακριτικής τους εξουσίας. Σε κάθε δε περίπτωση, καταλήγει η συνήγορος για τους καθ’ ων η αίτηση, η αιτήτρια δεν κατόρθωσε να αποδείξει έκδηλη υπεροχή έναντι του Ε.Μ..

 

Υπέρ της νομιμότητας και ορθότητας της επίδικης απόφασης επιχειρηματολογεί και η συνήγορος για το Ε.Μ., η οποία προβάλλει εν πολλοίς παρόμοιες θέσεις με αυτές της πλευράς των καθ’ ων η αίτηση και υποβάλλοντας ότι η προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.

 

Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα των οικείων διοικητικών φακέλων και, γενικότερα, όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για προώθηση των εκατέρωθεν θέσεων, είτε κατά είτε υπέρ της νομιμότητας της προσβαλλόμενης πράξης.

 

Η συγκριτική εικόνα της αιτήτριας και του Ε.Μ. ως προς τα θεσμοθετημένα στοιχεία κρίσης, αποκαλύπτει τα εξής:

 

Στις ετήσιες εκθέσεις των τελευταίων πέντε χρόνων, όπου η Ε.Δ.Υ., ως αναφέρεται και στο σχετικό πρακτικό, προσέδωσε ιδιαίτερη έμφαση, οι δυο διάδικοι είναι ισοδύναμοι και ως τέτοιες χαρακτηρίζονται και από τον Γενικό Διευθυντή, έχοντας αξιολογηθεί ως καθόλα Εξαίρετες.

 

Όσον αφορά στα προσόντα, πέραν των απαιτούμενων υπό του σχεδίου υπηρεσίας της επίδικης θέσης, η αιτήτρια διαθέτει τον τίτλο Master of Arts in International Relations and European Studies, το δε Ε.Μ. Master of Arts in Contemporary European Studies και Διδακτορικό Τίτλο στην Πολιτική Επιστήμη. Τα εν λόγω προσόντα, όπως αναφέρεται από την Ε.Δ.Υ. στο πρακτικό λήψης της επίδικης απόφασης, αν και είναι σχετικά με τα καθήκοντα της επίδικης θέσης, δεν απαιτούνται από το οικείο σχέδιο υπηρεσίας, ούτε και αποτελούν πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν και τους αποδόθηκε η ανάλογη βαρύτητα.

Ως προς την αρχαιότητα, η αιτήτρια υπερέχει κατά περίπου δυο χρόνια έναντι του Ε.Μ., υπεροχή που ανάγεται αμέσως προηγούμενη της επίδικης θέση, ήτοι αυτήν του Ανώτερου Λειτουργού Διεθνών Σχέσεων.

 

Τέλος, το Ε.Μ. είχε υπέρ του τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή, ο οποίος, στηριζόμενος στα πιο πάνω κριτήρια και/ή λαμβάνοντας υπόψη την προεκτεθείσα υπηρεσιακή εικόνα των δυο διαδίκων, ως ρητά καταγράφεται στην εν λόγω σύσταση, έκρινε ως καταλληλότερη και σύστησε για προαγωγή το Ε.Μ..

 

Έχοντας θέσει το πιο πάνω πλαίσιο, επισημαίνω τα εξής:

 

Δεν αμφισβητείται ότι, πράγματι, η αιτήτρια υπερέχει σε αρχαιότητα του Ε.Μ. κατά δυο περίπου χρόνια στην αμέσως προηγούμενη της επίδικης θέση, ήτοι αυτήν του Ανώτερου Λειτουργού Διεθνών Σχέσεων

 

Βεβαίως, σύμφωνα με τη νομολογία, η αρχαιότητα φέρει μαζί της, κατά τεκμήριο, και την ανάλογη πείρα λόγω ακριβώς του εύρους  υπηρεσίας του συγκεκριμένου υποψηφίου (Μουρτζή v. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 605 και Δημοκρατία v. Μιχαηλίδη (1999) 3 Α.Α.Δ. 756). Εκ του γεγονότος ότι η αρχαιότητα δεν έχει παύσει να αποτελεί θεσμοθετημένο κριτήριο, παρόλο που έχει υποτιμηθεί, η πείρα ως απορρέουσα από αυτή την αρχαιότητα, την τονίζει, προσθέτοντας στην αξία (Δημοκρατία v. Ταλιώτη (2010) 3 Α.Α.Δ. 391, Ζωδιάτης ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 406). Η δε πείρα, ως παράγων δεν αποτελεί ένα από τα θεσμοθετημένα κριτήρια προαγωγής, ωστόσο, κατά πάγια νομολογία, εφόσον είναι σχετική και ανάγεται σε καθήκοντα που ο υποψήφιος επιτελούσε στην αμέσως της προηγούμενης της προαγωγής θέσης, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη από το διοικητικό όργανο εφόσον αυτή η πείρα προσθέτει στην αξία του (βλ. Παναγή v Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 639). Όλες οι πιο πάνω αρχές επισημάνθηκαν στην Περικλέους ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2/2014, ημερ. 13.1.2020, ECLI:CY:AD:2020:C15.

 

Ταυτόχρονα, όμως, και παρά τα πιο πάνω, είναι νομολογιακά αναγνωρισμένο ότι η αρχαιότητα από μόνη της δεν είναι ρυθμιστικός παράγοντας και προσλαμβάνει αποφασιστική σημασία μόνον όταν οι υποψήφιοι είναι ίσοι ως προς τα υπόλοιπα κριτήρια, ήτοι την αξία και τα προσόντα (Αναστασία Βιολάρη ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 162/2010, ημερ. 11.4.2017, Βασιλειάδης ν. Τσιάππα (2005) 3 Α.Α.Δ. 403). Επιπρόσθετα, έχει επίσης νομολογηθεί ότι σε θέσεις που βρίσκονται ψηλά στην ιεραρχία, όπως εν προκειμένω η επίδικη, η αρχαιότητα δεν έχει μεγάλη σημασία (Παρούτη ν. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 99).

 

Συνεπώς, δεδομένης της πιο πάνω συγκριτικής εικόνας των διαδίκων, η όποια σημασία θα μπορούσε να προσδοθεί στην υπεροχή σε αρχαιότητα της αιτήτριας έναντι του Ε.Μ., τελεί υπό την αίρεση της διαπίστωσης ότι στα λοιπά κριτήρια αξιολόγησης, αυτή και το Ε.Μ. είναι ισοδύναμες. Με δεδομένη δε την ισοδυναμία των δυο διαδίκων στις υπηρεσιακές εκθέσεις των τελευταίων πέντε ετών, αποκτά ιδιαίτερη σημασία η αξιολόγηση των πρόσθετων προσόντων, τόσο από τον Γενικό Διευθυντή, ο οποίος και σύστησε το Ε.Μ., αλλά και από την Ε.Δ.Υ., η οποία έλαβε υπόψη της την εν λόγω σύσταση και επέλεξε για προαγωγή το Ε.Μ..

 

Σύμφωνα με το πρακτικό της επίδικης συνεδρίας, ημερομηνίας 28.5.2020, ο Γενικός Διευθυντής, στο πλαίσιο της αξιολόγησης των προσόντων των δυο υποψηφίων, ανέφερε τα εξής:

 

«Γνωρίζω προσωπικά και τις δύο υποψήφιες για προαγωγή, λόγω της επαφής που έχω μαζί τους από τη θέση του Γενικού Διευθυντή της Βουλής των Αντιπροσώπων που σήμερα κατέχω, αλλά και από τη θέση του Διευθυντή Υπηρεσίας Διεθνών Σχέσεων, που κατείχα προηγουμένως, προκειμένου, όμως, να προβώ σε σύσταση, έχω μελετήσει τους Προσωπικούς Φακέλους των υποψηφίων και τους Φακέλους των Ετήσιων Υπηρεσιακών τους Εκθέσεων.

 

Με βάση τα πιο πάνω και λαμβάνοντας υπόψη τα καθιερωμένα κριτήρια για προαγωγή στο σύνολό τους -αξία, προσόντα, αρχαιότητα- καθώς και τις απαιτήσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας της υπό πλήρωση θέσης, κρίνω ως καταλληλότερη για προαγωγή στη θέση Πρώτου Λειτουργού Διεθνών Σχέσεων την Π. Χ., την οποία και συστήνω.

 

Σημειώνεται ότι η Π. είναι ίση σε αξία με την Σ., όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις Ετήσιες Υπηρεσιακές τους Εκθέσεις, με έμφαση σ' αυτές των τελευταίων χρόνων, στις οποίες δίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα, αξιολογηθείσες καθόλα εξαίρετες.

 

Σε ό,τι αφορά το θέμα των προσόντων και οι δύο υποψήφιες κατέχουν επιπρόσθετα προσόντα, τα οποία, παρότι δεν απαιτούνται από το Σχέδιο Υπηρεσίας, ούτε αποτελούν πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν, είναι σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης και τους έδωσα την ανάλογη βαρύτητα. Συγκρινόμενες όμως μεταξύ τους, η συστηθείσα Χ. Π. υπερέχει σε προσόντα έναντι της Σ. Χ.. Ειδικότερα, η Π. κατέχει Master of Arts in Contemporary European Studies από το Πανεπιστήμιο Sussex του Ηνωμένου Βασιλείου και Διδακτορικό Τίτλο στην Πολιτική Επιστήμη από το Πανεπιστήμιο Κύπρου, ενώ η Σ. Χ. κατέχει Master of Arts in International Relations and European Studies του Πανεπιστημίου East Anglia του Ηνωμένου Βασιλείου.

 

Όσον αφορά το θέμα της αρχαιότητας, η συστηθείσα Π. Χ. υστερεί σε αρχαιότητα κατά περίπου δύο έτη στην παρούσα τους θέση Ανώτερου Λειτουργού Διεθνών Σχέσεων, γεγονός που συνυπολόγισα στην απόφασή μου. Έλαβα, ωστόσο, υπόψη ότι η Π. υπερέχει έκδηλα σε προσόντα έναντι της Σ., τα οποία, παρόλο που δεν απαιτούνται από το Σχέδιο Υπηρεσίας, ούτε αποτελούν πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν, είναι σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης και τους έδωσα την ανάλογη βαρύτητα.»                                             

 

Ακολούθως, επί του ίδιου θέματος, η Ε.Δ.Υ. ανέφερε τα εξής:

 

Όσον αφορά τα προσόντα, η Επιτροπή έλαβε υπόψη ότι η Π. υπερέχει σε προσόντα έναντι της ανθυποψήφιάς της, καθώς κατέχει ακαδημαϊκά προσόντα υψηλότερου επιπέδου. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή παρατήρησε ότι η Π. διαθέτει Δίπλωμα Τουρκικών Σπουδών, ΜΑ in Contemporary European Studies και Διδακτορικό Πολιτικής Επιστήμης, ενώ η ανθυποψήφιά της Σ. Χ. διαθέτει ΒΑ in Economics και ΜΑ in International Relations and European Studies. H Επιτροπή παρατήρησε ότι όλα τα πιο πάνω προσόντα των δύο υποψηφίων, αν και είναι σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης, εντούτοις, δεν απαιτούνται, ούτε αποτελούν πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν σύμφωνα με το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης και, ως εκ τούτου, τους απέδωσε την ανάλογη βαρύτητα. Ωστόσο, η Επιτροπή, δεν μπόρεσε να παραβλέψει το γεγονός ότι η επιλεγείσα υπερέχει καταφανώς σε προσόντα έναντι της ανθυποψήφιάς της, καθώς κατέχει επιπρόσθετα σχετικά προσόντα τα οποία είναι υψηλότερου επιπέδου από αυτά που κατέχει η ανθυποψήφια της, καθώς, πέραν του πρώτου πανεπιστημιακού τίτλου και μεταπτυχιακού διπλώματος που κατέχει και η ανθυποψήφιά της, διαθέτει επίσης Διδακτορικό δίπλωμα. Συναφώς, η Επιτροπή σημείωσε ότι το Διδακτορικό της δίπλωμα, ως υπέρτερο προσόν, προσθέτει στην αξία λόγω της ευρύτητας των γνώσεων αλλά και της επιστημονικής κατάρτισης που προσδίδει στην κάτοχό της, ώστε αυτή να ανταποκριθεί επαρκέστερα στα καθήκοντα της ανώτερης θέσης και τις αυξημένες ευθύνες που αναλαμβάνει. Επιπλέον, η Επιτροπή έλαβε υπόψη ότι η επιλεγείσα διαθέτει την υπέρ της σύσταση του Γενικού Διευθυντή της Βουλής των Αντιπροσώπων, που συνάδει με τα στοιχεία των Φακέλων.

 

Καταλήγοντας στην απόφασή της για επιλογή της Π., η Επιτροπή δεν παρέλειψε να λάβει υπόψη ότι αυτή υστερεί σε αρχαιότητα έναντι της μη επιλεγείσας ανθυποψήφιάς της, η οποία ανάγεται στην παρούσα τους θέση, ήτοι Ανώτερου Λειτουργού Διεθνών Σχέσεων, κατά δύο χρόνια περίπου. H Επιτροπή παρατήρησε ότι η μη επιλεγείσα δεν υπερέχει έναντι της επιλεγείσας σε αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις, με έμφαση σε αυτές των τελευταίων ετών, διαθέτει επιπρόσθετα σχετικά προσόντα, όπως η επιλεγείσα, αλλά χαμηλότερου επιπέδου, και, επιπλέον, δεν διαθέτει την υπέρ της σύσταση του Γενικού Διευθυντή της Βουλής των Αντιπροσώπων, την οποία η επιλεγείσα διαθέτει. Ως εκ τούτου, κρίθηκε ότι από μόνη της η εν λόγω αρχαιότητα δεν μπορεί να υπερφαλαγγίσει τη γενική υπεροχή της επιλεγείσας.».

 

Είναι πάγια και διαχρονικά νομολογημένο ότι πρόσθετα προσόντα που δεν προβλέπονται από το σχέδιο υπηρεσίας, ως συμβαίνει εν προκειμένω, λαμβάνονται υπόψη, μόνον εφόσον είναι συναφή προς τα καθήκοντα της θέσης. Εναπόκειται στο διορίζον όργανο να τα αξιολογήσει και σταθμίσει, αποφεύγοντας δυο άκρα, ήτοι, αφενός, να μη δοθεί σ' αυτά υπερβολική βαρύτητα, ώστε να ισοδυναμούν με απόδοση έκδηλης υπεροχής, αλλά, αφετέρου, η σημασία που τους δίδεται να μην είναι εντελώς οριακή, όπως θα ήταν, αν τα πρόσθετα προσόντα δεν είχαν σχέση με τα καθήκοντα της θέσης. Μέσα σε αυτά τα όρια, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει σε ό,τι αφορά την αξιολόγηση και στάθμιση των στοιχείων (Σολομωνίδη ν. Δημοκρατίας, Α.Ε.135/2013, ημερ. 3.2.2020, ECLI:CY:AD:2020:C44, Πανίκος Πούρος κ.α. ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 374, Γιώργος Ζωδιάτης ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 406). Εν πάση όμως περιπτώσει, τα πρόσθετα προσόντα δεν μπορούν να παραγνωριστούν, εφόσον αποτελούν στοιχείο εξέτασης και απόφασης επί της ικανότητας ενός υποψηφίου για την καλύτερη διεκπεραίωση των καθηκόντων της θέσης (Καραγεώργη v. Δημοκρατίας, Α.Ε. 49/2013, ημερ. 9.7.2019, ECLI:CY:AD:2019:C293). Έχει επίσης νομολογηθεί ότι, σε περίπτωση ισοδύναμων υποψηφίων, πρόσθετα ακαδημαϊκά προσόντα σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης, παρέχουν πλεονέκτημα στον κάτοχό τους για την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης (Δημοκρατία κ.α. ν. Ασσιώτη (2010) 3 Α.Α.Δ. 395).  

 

Επιπρόσθετα, έχει νομολογηθεί ότι ο διδακτορικός τίτλος, ως προσόν ανώτερου επιπέδου από το επίπεδο Master’s, θέτει τον κάτοχό του σε θέση ισχύος έναντι των λοιπών υποψηφίων. Ενδεικτική προς τούτο είναι η απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Ευανθία Παπασάββα ν. Τούλας Κούλουμου κ.α. (2005) 3 Α.Α.Δ. 235, όπου κρίθηκε από το Δικαστήριο ως εύλογα επιτρεπτή η κρίση της Ε.Δ.Υ., σύμφωνα με την οποία «O Διδακτορικός τίτλος "Ph.D. in Applied Social Studies" της εφεσείουσας την έθετε σε θέση υπεροχής έναντι της εφεσίβλητης, που αντιπαραβάλλει ως μεταπτυχιακό τίτλο το "Maitrise" Ψυχολογίας που είναι επιπέδου Master's» (βλ. και τις αποφάσεις του παρόντος Δικαστηρίου στις Κόκκινος ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1007/2018, ημερ. 16.6.2021, Λεωνίδου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1009/2016, ημερ. 24.5.2019 και Κουρίδης ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1207/2015, ημερ. 29.3.2019). Συνεπώς, και στην υπό κρίση περίπτωση, εύλογα θα μπορούσε να λεχθεί υπό το φως της προεκτεθείσας νομολογίας, ότι ο Διδακτορικός Τίτλος που κατέχει το Ε.Μ. ως τίτλος ανώτερος του προεκτεθέντος μεταπτυχιακού τίτλου του της αιτήτριας, θέτει αυτήν σε θέση ισχύος έναντι της αιτήτριας, που δεν κατέχει ένα τέτοιο προσόν. 

 

Κατά συνέπεια, ορθώς και, εν πάση περιπτώσει, εύλογα ο Γενικός Διευθυντής έκρινε ότι το Ε.Μ. υπερτερούσε έναντι της αιτήτριας και συνέστησε αυτήν για προαγωγή στην επίδικη θέση. Δεν έχω λόγο να αμφισβητήσω ότι όλα τα στοιχεία αναφορικά με τους υποψηφίους, περιλαμβανομένων και των προσόντων τους, τα οποία, ως ρητά αναγράφεται, βρίσκονταν, ως μέρος του περιεχομένου των προσωπικών τους φακέλων, ενώπιον του Γενικού Διευθυντή, αλλά και της Ε.Δ.Υ., λήφθηκαν υπόψη για τη διαμόρφωση της σύστασης, αλλά και της τελικής κρίσης της Ε.Δ.Υ.. Προκύπτει ότι ο Γενικός Διευθυντής, κατά τη διατύπωση της σύστασής του, μελέτησε όλα τα ενώπιον του δεδομένα, με αποτέλεσμα η σύσταση αυτή να εμπεριέχει τα κατά τη νομολογία απαραίτητα γνωρίσματα νομιμότητας και ουσίας (Δημοκρατία ν. Κυρατζή-Κτωρίδου, Α.Ε. 311/2016, ημερ. 8.5.2023, Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας, ΕΔΔ 108/2016, ημερ. 2.10.2023). Δεν εντοπίζεται έλλειψη αιτιολογίας, αλλ’ ούτε και έρευνας στην δοθείσα σύσταση. Ισχυρίζεται η πλευρά της αιτήτριας ότι, εφόσον το σχέδιο υπηρεσίας της επίδικης θέσης, πέραν της τριετούς υπηρεσίας στην αμέσως προηγούμενη θέση, δεν προβλέπει άλλα ακαδημαϊκά προσόντα, ο Γενικός Διευθυντής όφειλε να επεξηγήσει γιατί ο Διδακτορικός Τίτλος του Ε.Μ. κρίνεται ανώτερος από την αρχαιότητα της αιτήτριας. Ωστόσο, αυτή η εισήγηση της αιτήτριας παραπέμπει ουσιαστικά σε μηχανιστικό υπολογισμό, από τον οποίο ελλείπει το στοιχείο της διακριτικής ευχέρειας και της καθολικής κρίσης υπό το φως του συνόλου των παραμέτρων. Όπως λέχθηκε στην Σωτήρης Αναστασιάδης ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 8/2016, ημερ. 16.2.2023, ECLI:CY:AD:2023:C56, σε αυτού του είδους της περιπτώσεις, θα πρέπει να διενεργείται ουσιαστική συνεξέταση, με κριτήριο τα ακραία όρια της διακριτικής ευχέρειας του διοικητικού οργάνου και όχι ένας μηχανιστικός υπολογισμός ή μια αριθμητική συνεξέταση που απολήγει σε επέμβαση στην εύλογη άσκηση της διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης. Η ίδια προσέγγιση ακολουθήθηκε και αργότερα, στην Χρίστος Ε. Σολομωνίδης ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 1/2017, ημερ. 18.9.2023, ECLI:CY:AD:2023:C286, όπου, με αναφορά και στην Αναστασιάδης, ανωτέρω, λέχθηκαν τα εξής:

 

«Θα ξεκινήσουμε χάριν τονισμού με όσα είχαμε την ευκαιρία πολύ πρόσφατα να επαναλάβουμε ως αποκρυσταλλωμένες θέσεις της νομολογίας μας αναφορικά με την τελική και συνολική στάθμιση των δεδομένων σε τέτοιες περιπτώσεις, παραθέτοντας το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Σωτήρης Κολέττας ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, ΑΕ 32/16, ημερ. 20.6.2023, ECLI:CY:AD:2023:C214:

 

 «Ως προς τη συνολική στάθμιση των δεδομένων:

 

Η προαναφερθείσα απόφαση Παναγή εξηγεί με σαφήνεια το ρόλο του διοικητικού οργάνου κατά την επιλογή  υποψηφίων για διορισμό ή προαγωγή:

 

«. το διοικητικό όργανο διαμορφώνει κρίση έχοντας υπόψη το σύνολο των στοιχείων τα οποία είναι ενώπιον του.  Η επιλογή γίνεται στη βάση της αξιολόγησης όλων των δεδομένων, η οποία αξιολόγηση εφόσον είναι εύλογη, σύμφωνη με τα στοιχεία και τα δεδομένα που είναι ενώπιον του διοικητικού οργάνου και δεν εκφεύγει των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας, δεν είναι δυνατό να υποκατασταθεί από το αναθεωρητικό Δικαστήριο. Η θέση του εφεσείοντος κατατείνει στη λανθασμένη προσέγγιση ότι μπορεί στην ουσία να γίνεται μια αριθμητική ή μαθηματική συνεξέταση των στοιχείων κατά τρόπο που το ένα στοιχείο υπέρ του ενός υποψηφίου, να εξουδετερώνεται από κάποιο άλλο στοιχείο υπέρ του άλλου υποψηφίου. Τέτοια άσκηση αναμφίβολα παραπέμπει σε μηχανιστικό υπολογισμό από τον οποίο όμως ελλείπει το στοιχείο της διακριτικής ευχέρειας και της καθολικής κρίσης υπό το φως του συνόλου των παραμέτρων. Όπως υποδείχθηκε στην Πολυξένη Γρηγορίου (Μιχαηλίδου) v. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 275, δεν μπορεί να προκαθοριστεί η βαρύτητα των στοιχείων κρίσης ώστε οποιοδήποτε από αυτά να έχει και ορισμένη σημασία. Το σύστημα αξιολόγησης πρέπει, καθώς υποδείχθηκε και στην Γιωργούδης v. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 116, να στοχεύει στην ανάδειξη του καταλληλότερου υποψηφίου, με μόνη δέσμευση να εξυπηρετείται η αξιοκρατία και το δημόσιο συμφέρον.».

 

Ενόψει των πιο πάνω, η σύσταση του Γενικού Διευθυντή κρίνεται ορθή και σύννομη και, σε κάθε περίπτωση, είναι εύλογα επιτρεπτή και δεν συγκρούεται με τα στοιχεία των φακέλων.

 

Αυτή δε η σύσταση προσθέτει στην αξία του Ε.Μ. (Κέντα ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 485, Ανδρέας Ματσάγκος ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (2008) 3 Α.Α.Δ. 199). Έχει κατ’ επανάληψη νομολογηθεί ότι ο προϊστάμενος του τμήματος και/ή της υπηρεσίας, όπου υφίσταται η κενή θέση, βρίσκεται στην καταλληλότερη θέση να γνωρίζει στην πράξη τις ανάγκες της εν λόγω θέσης, αλλά και για να περιγράψει τις αρετές που χρειάζονται για την επιτυχή εκτέλεση των καθηκόντων μιας θέσης, επισημαίνοντας ποιες από τις ιδιότητες και τις ικανότητες που καταφαίνεται ότι έχει ένας υπάλληλος ταιριάζουν καλύτερα στις ανάγκες, ώστε αυτός να αναδεικνύεται ο καταλληλότερος (Λοΐζος Παναγή ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. Αρ. 156/2008, ημερ. 29.9.2011, Μοδίτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 695). Η δε σημασία που αποδίδεται στις συστάσεις του προϊσταμένου, στοχεύει ακριβώς στη διασφάλιση ότι κατά τη διαδικασία επιλογής, το διορίζον όργανο θα καθοδηγηθεί από τον προϊστάμενο που βρίσκεται σε μοναδική θέση να συμβουλεύσει την Επιτροπή επί των ιδιοτήτων και της αξίας των υφιστάμενών του (βλ. Constantinou v. Republic (1984) 3 C.L.R. 498, 501, Κύρου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1435/99 κ.α., ημερ. 12.9.2001).

 

Κατ’ επέκταση, και η τελική κρίση της Ε.Δ.Υ, η οποία υιοθέτησε την πιο πάνω σύσταση, κρίνεται ορθή, νόμιμη και εύλογα επιτρεπτή. Δεν εντοπίζεται κενό έρευνας, ούτε αιτιολόγησης στην κρίση της Επιτροπής, η οποία, ενεργώντας εντός των ορίων της διακριτικής της εξουσίας, έκρινε ότι η υπεροχή του Ε.Μ. έναντι της αιτήτριας σε προσόντα, σε συνδυασμό με την υπέρ της σύσταση, προσέδιδαν σε αυτήν υπεροχή και την καθιστούσαν ως την πλέον κατάλληλη για προαγωγή στην επίδικη θέση.

 

Υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, δεν αποτελεί έργο του Δικαστηρίου η πρωτογενής αξιολόγηση των προσόντων των υποψηφίων (Χρυστάλλα Συμεωνίδου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 911/93 κ.α., ημερ. 18.4.1997). Όπως χαρακτηριστικά λέχθηκε επί του θέματος στην Παναγή ν. Δημοκρατίας (2011) 3 A.A.Δ. 639, αλλά και στην Αναστασιάδης, ανωτέρω, αποτελεί έργο καθαρά διοικητικό η αποτίμηση και/ή αξιολόγηση των προσόντων των υποψηφίων και το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει με τη διενέργεια πρωτογενούς έρευνας και ουσιαστικής κρίσης επί του θέματος, αλλά ελέγχει το κατά πόσον η Διοίκηση έχει κινηθεί εντός των ευλόγων ορίων της διακριτικής της ευχέρειας και έχει αιτιολογήσει πλήρως την απόφασή της (Δημήτριος Χατζηκωστή ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 72/2017, ημερ. 14.11.2023). Θα ήταν ανεπίτρεπτο το Δικαστήριο τούτο να υπεισέλθει σε αξιολογικό βάθος στην κρίση και ενάσκηση της ευχέρειας της Ε.Δ.Υ., υποκαθιστώντας κατ’ ουσία τις εξουσίες της και αντικαθιστώντας τη δική του εκτίμηση στα πράγματα (Χατζηχάννας, ανωτέρω, Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 119/16, ημερ. 14.9.2023). Ο έλεγχος του ακυρωτικού Δικαστηρίου περιορίζεται στον έλεγχο της νομιμότητας της διοικητικής πράξης και στο κατά πόσον η Διοίκηση έχει υπερβεί τα ακραία όρια της διακριτικής της εξουσίας (Κούσιου Κορφιώτου ν. Δημοκρατίας, E.Δ.Δ. 18/2016, ημερ. 24.5.2022), κάτι που δεν εντοπίζω να έχει συμβεί στην υπό κρίση υπόθεση, όπου η υπεροχή της αιτήτριας σε αρχαιότητα, κατά δύο περίπου χρόνια δεν μπορεί, άνευ ετέρου, να υποσκελίσει την υπεροχή του Ε.Μ. σε προσόντα, αλλά και αξία, λόγω της υπέρ της δοθείσας σύστασης, με αποτέλεσμα η προσβαλλόμενη απόφαση να είναι σύννομη και σε κάθε περίπτωση εύλογα επιτρεπτή.

 

Εξάλλου, και σε συνέχεια των αμέσως πιο πάνω, έχει κατ’ επανάληψη νομολογηθεί ότι σε θέσεις ψηλά στην ιεραρχία, όπως στην υπό κρίση περίπτωση, η διακριτική ευχέρεια του διορίζοντος οργάνου είναι ευρύτερη και η αποτίμηση της βαρύτητας των διαφόρων στοιχείων κρίσης των υποψηφίων δεν είναι προκαθορισμένη (Αναστασία Βιολάρη, ανωτέρω, Καραγιάννη-Κλεάνθους, ανωτέρω, Παρούτη, ανωτέρω).

 

Η συνήγορος της αιτήτριας, προς υποστήριξη της επιχειρηματολογίας της περί παραγνώρισης και/ή μη λήψης υπόψη της αρχαιότητας της αιτήτριας, αναφέρεται στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Ροζάνα Αμφιτρίτη Κούτσιου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Συνεκδ. Υποθ. Αρ. 426/2011 κ.α., ημερ. 12.11.2015, ECLI:CY:AD:2015:D747: ωστόσο σε εκείνη την περίπτωση, και σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει εν προκειμένω, οι υποψήφιοι ήσαν ισοδύναμοι σε αξία και προσόντα, με αποτέλεσμα η όποια υπεροχή σε αρχαιότητα να είχε όντως ουσιώδη σημασία. Στην παρούσα περίπτωση, η υπεροχή της αιτήτριας σε αρχαιότητα, κατά τον τρόπο που έχει προεκτεθεί, και η συνακόλουθη πείρα, ασφαλώς και δεν υποσκελίζουν άνευ ετέρου την υπεροχή του Ε.Μ. σε προσόντα, με αποτέλεσμα η προσβαλλόμενη απόφαση να είναι σύννομη και σε κάθε περίπτωση εύλογα επιτρεπτή (βλ. και την απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου στην Αλκείδου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1082/2017, ημερ. 17.9.2020).

 

Επιπρόσθετα, η πλευρά της αιτήτριας ισχυρίστηκε, για πρώτη φορά δια της απαντητικής γραπτής αγόρευσής της, ότι εσφαλμένα και υπό πλάνη λήφθηκε υπόψη και/ή κρίθηκε το μεταπτυχιακό του Ε.Μ. ως πρόσθετο προσόν, καθότι με το εν λόγω προσόν, ως απαιτούμενο σε προ προηγούμενη θέση, το Ε.Μ. είχε διεκδικήσει διορισμό. Συνεπώς, και γι’ αυτό τον λόγο πάσχει και η σύσταση του Γενικού Διευθυντή, ως αποτέλεσμα πλημμελούς έρευνας, όσο και η τελική απόφαση της Ε.Δ.Υ.. Και αυτός ο ισχυρισμός στερείται βασιμότητας: έχει νομολογηθεί ότι προσόντα που απαιτούνταν για διορισμό σε προηγούμενες θέσεις, μπορούν να ληφθούν υπόψη ως επιπρόσθετα προσόντα σε μεταγενέστερη προαγωγή (Άρτεμις Ορφανίδου ν. Δημοκρατία, Α.Ε. 131/2012, ημερ. 19.4.2018, ECLI:CY:AD:2018:C178). Συνεπώς, ήταν επιτρεπτή η χρησιμοποίηση ως πρόσθετου, ενός προσόντος το οποίο είχε ήδη χρησιμοποιηθεί προς ικανοποίηση του σχεδίου υπηρεσίας προηγούμενης θέσης (βλ. και Δημοκρατία v. Πογιατζή (2001) 3 Α.Α.Δ. 787 και Χαράλαμπος Ρούσου v. Δημοκρατίας, Α.Ε. 33/2010, ημερ. 17.10.2014).

 

Εν τέλει, η αιτήτρια δεν έχει αποδείξει έκδηλη υπεροχή έναντι του Ε.Μ., ως η νομολογία πάγια και διαχρονικά απαιτεί (Θεοκλέους ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 90/2013, ημερ. 26.11.2019, ECLI:CY:AD:2019:C490, Καραγιάννη-Κλεάνθους, ανωτέρω). Εν προκειμένω, η αιτήτρια είχε το βάρος απόδειξης έκδηλης υπεροχής, προκειμένου να πετύχει ακυρότητα της επίδικης πράξης. Ωστόσο, στη βάση του συνόλου των ενώπιον μου στοιχείων, κρίνω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν εύλογα επιτρεπτή και δεν αποδείχθηκε από πλευράς αιτήτριας έκδηλη υπεροχή έναντι του Ε.Μ., ώστε να δικαιολογείται επέμβαση του Δικαστηρίου, η οποία, κατά πάγια νομολογία, είναι δυνατή μόνον όπου διαπιστώνεται έκδηλη υπεροχή έναντι του επιλεγέντος υποψηφίου (Δημήτριος Χατζηκωστή ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 72/2017, ημερ. 14.11.2023). Το δε βάρος να αποδείξει μια τέτοια υπεροχή φέρει η αιτήτρια (Παναγιώτη Χατζηβασιλείου ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1998) 3 Α.Α.Δ. 755, Δημοκρατία ν. Μάριος Παπαχριστοδούλου (2002) 3 Α.Α.Δ. 329). Ούτε και υπήρξε υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής ευχέρειας της Ε.Δ.Υ., οπότε και μόνον θα μπορούσε το ακυρωτικό Δικαστήριο να παρέμβει  (βλ. Georghiou v. Republic (1976) 3 CLR 74). Αντίθετα, κρίνω ότι οι καθ’ ων η αίτηση ενήργησαν μέσα στα επιτρεπτά όρια.

 

Η προσβαλλόμενη απόφαση πληροί όλες τις παραμέτρους που θέτει η νομολογία, εφόσον σε αυτήν αναφέρονται τόσο η αιτιολογία της αλλά και τα αναγκαία στοιχεία, ώστε να μπορεί να ασκηθεί ο απαιτούμενος δικαστικός έλεγχος.

 

Ενόψει των πιο πάνω, ως αβάσιμοι θα πρέπει να απορριφθούν οι ισχυρισμοί περί μη διενέργειας της δέουσας έρευνας εκ μέρους των καθ’ ων η αίτηση, αλλά και περί πλάνης κατά τη λήψη της επίδικης απόφασης. Δεν διακρίνω να έχει εμφιλοχωρήσει οποιαδήποτε πλάνη της Ε.Δ.Υ., ούτε ως προς την αξιολόγηση των προσόντων των διαδίκων, ούτε ως προς το ζήτημα της αρχαιότητας και της πείρας, αλλ’ ούτε και σε οποιοδήποτε άλλο στοιχείο κρίσης.

 

Καταλήγω λοιπόν ότι η απόφαση των καθ’ ων η αίτηση υπήρξε ορθή, νόμιμη και σε κάθε περίπτωση εύλογα επιτρεπτή και εντός των ορίων της διακριτικής τους ευχέρειας, συνάδει δε αυτή, με το περιεχόμενο των οικείων διοικητικών φακέλων.

 

Ως εκ των πιο πάνω, δεν στοιχειοθετείται λόγος ακύρωσης και, συνακόλουθα, δε χωρεί επέμβαση του Δικαστηρίου.

 

Κατά συνέπεια, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Επιδικάζονται €1.500 έξοδα υπέρ των καθ’ ων η αίτηση και εναντίον της αιτήτριας. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

 

 

                                                                                                    Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο