ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                 

(Υπόθεση Αρ. 679/2021)

 

8 Φεβρουαρίου 2024

[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

      KALLISHI BROS HOTEL APTS LIMITED

                                                                                        Αιτητές

                                                 

ΚΑΙ

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ, ΕΜΠΟΡΙΟΥ, ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ

 

Καθ’ ων η Αίτηση

 

Μ. Παρασκευά (κα), για Α. Λάντο & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για Αιτητές

Α. Αχιλλέως (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Καθ’ ων η Αίτηση

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Με την υπό κρίση προσφυγή, οι αιτητές βάλλουν κατά της νομιμότητας της απόφασης της Υπουργού Ενέργειας, Εμπορίου και Βιομηχανίας («η Υπουργός»), ημερομηνίας 13.5.2021, η οποία γνωστοποιήθηκε σε αυτούς δια σχετικής επιστολής ημερομηνίας 14.5.2021, και σύμφωνα με την οποία διαπιστώθηκε η εκ μέρους τους διάπραξη παραβάσεων και επιβλήθηκε σε αυτούς διοικητικό πρόστιμο εκ €31.250, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί των Αθέμιτων Πρακτικών των Επιχειρήσεων προς τους Καταναλωτές Νόμου (Ν.103(Ι)/2007), ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο («ο Νόμος»). Το επιβληθέν διοικητικό πρόστιμο, όπως και οι διαπιστωθείσες παραβάσεις, ως αναφέρεται και στην επίδικη απόφαση, αφορούσαν από κοινού στους αιτητές και σε άλλη μια εταιρεία, η οποία όμως δεν είναι διάδικος στην παρούσα.

 

Το ιστορικό της υπόθεσης ανάγεται στο έτος 2018. Συγκεκριμένα, στις 28.2.2018, η Υπηρεσία Προστασίας του Καταναλωτή («η Υπηρεσία») έλαβε παράπονο από καταναλωτές, το οποίο υποβλήθηκε εναντίον των αιτητών και άλλης μιας εταιρείας, που δραστηριοποιούνταν στον κτηματικό τομέα και/ή στον τομέα ανάπτυξης γης και οικοδομών, αναφορικά με σύμβαση πώλησης ακίνητης ιδιοκτησίας (οικοπέδων). Ειδικότερα, το εν λόγω παράπονο αφορούσε εμπορική πρακτική, την οποία οι δυο εταιρείες χρησιμοποίησαν πριν και/ή κατά τη διάρκεια της σύναψης της σύμβασης μεταξύ των μερών, σε σχέση με την πώληση ακίνητης ιδιοκτησίας, η οποία έλαβε χώρα στις 8.4.2008. Οι παραπονούμενοι ισχυρίστηκαν ότι οι δυο εταιρείες απέκρυψαν από αυτούς ουσιώδεις πληροφορίες, τις οποίες, εάν αυτοί γνώριζαν, δεν θα προχωρούσαν στη σύναψη της σύμβασης. Ισχυρίστηκαν, επίσης, ότι δεν είχαν ενημερωθεί για την προϋπάρχουσα υποθήκη επί του οικοπέδου, στο οποίο θα ανεγείρετο το ακίνητο, καθώς και ότι ουσιαστικά στοιχεία δεν συμπεριλήφθηκαν στο σχετικό διαφημιστικό φυλλάδιο πώλησης ή/και ήσαν παραπλανητικά.

 

Με αφορμή το πιο πάνω παράπονο, η Υπηρεσία προέβη σε έρευνα των εμπορικών πρακτικών των δυο εταιρειών και/ή σε εξέταση των όρων της υπογραφείσας, μεταξύ των μερών, σύμβασης. Στο πλαίσιο της διενεργηθείσας έρευνας, εστάλησαν από την Υπηρεσία επιστολές προς τις δυο εταιρείες, στις οποίες, μεταξύ άλλων, εκτίθεντο οι ισχυρισμοί των παραπονούμενων αναφορικά με το συμβάν και με τις οποίες ζητούντο οι θέσεις των εταιρειών επί των εν λόγω ισχυρισμών. Ειδικότερα, όσον αφορά στους αιτητές, η Υπηρεσία απέστειλε σε αυτούς επιστολή ημερομηνίας 18.10.2018, δια της οποίας τους γνωστοποιούσε τους ισχυρισμούς των παραπονούμενων και τους ενημέρωνε για τη διαπίστωση εκ πρώτης όψεως παράβασης των άρθρων 5, 6(1) και 6(2) του Νόμου, καλώντας τους να παραθέσουν τις θέσεις τους. Προέκυπτε δε από την έρευνα, σύμφωνα με την εν λόγω επιστολή, ότι οι αιτητές, οι οποίοι ήσαν νόμιμα εγγεγραμμένοι στο μητρώο του Εφόρου Εταιρειών και Επίσημου Παραλήπτη, είχαν παραβεί τον όρο 17 της οικείας σύμβασης πώλησης, ότι η απαιτούμενη άδεια οικοδομής και η πολεοδομική άδεια για την ανέγερση του ακινήτου είχαν εκδοθεί σε προγενέστερη της υπογραφής της σύμβασης ημερομηνία, το δε ακίνητο (με αρ. εγγραφής [.]), βαρυνόταν με την υποθήκη [.] με ημερομηνία εγγραφής την 6.6.2007, δηλαδή προϋπάρχουσα της ημερομηνίας υπογραφής της επίδικης σύμβασης.

 

Αφού παρήλθε η καθορισθείσα προθεσμία, χωρίς τη λήψη οποιασδήποτε απαντητικής επιστολής από τους αιτητές, η Υπηρεσία, την 1.11.2018, ολοκλήρωσε τη διερεύνηση του παραπόνου, με την αποστολή τελευταίας επιστολής προς τους αιτητές, στην οποία διατυπώνετο η διαπίστωση περί παράβασης των άρθρων 5, 6(1) και 6(2) του Νόμου και με την οποία καλούνταν οι αιτητές, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 12 του Νόμου, να εκθέσουν και/ή να υποβάλουν τις θέσεις και/ή απόψεις τους αναφορικά με τα ευρήματα της Υπηρεσίας, πριν από την επιβολή τυχόν διοικητικού προστίμου.

 

Τελικά, στις 10.12.2018, η Υπηρεσία, εφόσον δεν έλαβε οποιαδήποτε απάντηση από τους αιτητές, προχώρησε στην έκδοση της απόφασής της, με την οποία επέβαλε διοικητικό πρόστιμο εκ €50.000 στις δυο εταιρείες. Η εν λόγω απόφαση επιδόθηκε στους αιτητές στις 19.12.2018.

 

Οι αιτητές αντέδρασαν και κατά της πιο πάνω απόφασης, άσκησαν εμπρόθεσμα, στις 10.1.2019, το δικαίωμά τους για ιεραρχική προσφυγή ενώπιον του Υπουργού. Ωστόσο, λόγω προσωπικού κωλύματος του τότε Υπουργού, υπήρξε καθυστέρηση στην εκδίκαση της ρηθείσας ιεραρχικής προσφυγής.

 

Τελικά, στις 7.4.2021, στο πλαίσιο ενάσκησης του δικαιώματός τους για ιεραρχική προσφυγή, οι αιτητές υπέβαλαν γραπτώς τις θέσεις τους ενώπιον της Υπουργού, μέσω των δικηγόρων τους, στρεφόμενοι κατά του συνόλου της επίδικης απόφασης της Υπηρεσίας, ήτοι και κατά των διαπιστωθεισών παραβάσεων και κατά του ύψους του διοικητικού προστίμου.

 

Στις 13.5.2021, η Υπουργός υιοθέτησε μεν ως ορθές τις διαπιστώσεις της Υπηρεσίας αναφορικά με την υπό των δυο εταιρειών παραβίαση των άρθρων 5 και 6(1) και (2) του Νόμου, ωστόσο, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 12(4)(γ) του Νόμου, αποφάσισε όπως τροποποιήσει την προσβληθείσα απόφαση της Υπηρεσίας, δια της μείωσης του επιβληθέντος στις δυο εταιρεέις διοικητικού προστίμου από €50.000 σε €31.250, αναφέροντας ταυτόχρονα και τους μετριαστικούς παράγοντες που λήφθηκαν υπόψη για την εν λόγω απόφασή της.

 

Στις 2.7.2021, καταχωρήθηκε η υπό κρίση προσφυγή κατά της αμέσως πιο πάνω απόφασης.

 

Οι αιτητές προωθούν δια της γραπτής τους αγόρευσης δυο λόγους ακύρωσης: ισχυρίζονται, αφενός, ότι εμφιλοχώρησε πλάνη της Υπουργού αναφορικά με τις συνθήκες κάτω από τις οποίες είχε υπογραφεί το αγοραπωλητήριο έγγραφο από τους παραπονούμενους και, αφετέρου, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς την επιβολή διοικητικού προστίμου, στερείται επαρκούς και/ή της δέουσας αιτιολογίας.

 

Από την πλευρά τους, οι καθ’ ων η αίτηση αντιτείνουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε ορθά και νόμιμα, κατόπιν δέουσας έρευνας και σύμφωνα με τις οικείες νομοθετικές διατάξεις, είναι δε αυτή επαρκώς και/ή δεόντως αιτιολογημένη και ουδεμία πλάνη εμφιλοχώρησε κατά τη λήψη της. Καταλήγει η κα Αχιλλέως, ισχυριζόμενη ότι δεν στοιχειοθετείται λόγος ακύρωσης και, συνακόλουθα, δε χωρεί επέμβαση του Δικαστηρίου.

 

Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για προώθηση των εκατέρωθεν θέσεων, είτε υπέρ είτε κατά της νομιμότητας της επίδικης απόφασης.

 

Στο πλαίσιο του πρώτου εγειρόμενου λόγου ακύρωσης που προωθείται, οι αιτητές ισχυρίζονται ότι η Υπουργός τελούσε υπό πλάνη ως προς τα πραγματικά γεγονότα και δη ως προς το ρόλο του δικηγόρου που διορίστηκε από τους παραπονούμενους: κατά τη σχετική εισήγηση, με το διορισμό δικηγόρου εκ μέρους των παραπονούμενων, οι τελευταίοι είχαν το χρόνο να μελετήσουν και να διαπραγματευτούν τους όρους της σύμβασης (αγοραπωλητηρίου εγγράφου) και, είτε να τους αποδεχθούν, είτε να τους απορρίψουν. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να καταλογίζεται οποιαδήποτε ευθύνη ή/και υπαιτιότητα στους αιτητές για την υπογραφή της σύμβασης.

 

Το πρώτο που θα πρέπει να επισημανθεί, είναι ότι ο συγκεκριμένος ισχυρισμός, έτσι όπως τίθεται στη γραπτή αγόρευση των αιτητών, δεν ηγέρθη δια της προγηθείσας ιεραρχικής τους προσφυγής ενώπιον της Υπουργού, αλλά για πρώτη φορά τίθεται δια της γραπτής τους αγόρευσης στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής. Έχει, ωστόσο, κατ’ επανάληψη νομολογηθεί ότι λόγοι που δεν έχουν προβληθεί στα πλαίσια της ιεραρχικής προσφυγής και εγείρονται για πρώτη φορά στα πλαίσια προσφυγής ενώπιον του Δικαστηρίου, δεν μπορούν να εξεταστούν από το Δικαστήριο (Έπαυλις Κομήτης Λτδ ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 342). Συναφώς, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στο Σύγγραμμα του Δρ. K. Παρασκευά, Κυπριακό Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο (2020) Νομική Βιβλιοθήκη,-

 

«Θα πρέπει να επισημανθεί ότι η νομιμότητα της απόφασης ή πράξης της Διοίκησης κρίνεται από το αναθεωρητικό Δικαστήριο με αναφορά στα στοιχεία που το όργανο που είχε επιληφθεί της ιεραρχικής προσφυγής ή ένστασης είχε ενώπιόν του, σε συνάρτηση προς τους λόγους ακύρωσης και τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία που ο  ενδιαφερόμενος διοικούμενος έθεσε ενώπιόν του. Ως εκ τούτου, λόγοι ακύρωσης οι οποίοι δεν τέθηκαν ενώπιον του οργάνου που είχε επιληφθεί της ιεραρχικής προσφυγής ή ένστασης και εγείρονται για πρώτη φορά με την προσφυγή του Άρθρου 146 δεν εξετάζονται από το Δικαστήριο. Έχει επισημανθεί ότι σε περίπτωση που συνέβαινε το αντίθετο, ο σκοπός του νόμου θα καταστρατηγείτο ενώ εμμέσως θα παραβιαζόταν η προθεσμία των 75 ημερών του Άρθρου 146 του Συντάγματος.».

 

Εν πάση όμως περιπτώσει, προχωρώντας στην εξέταση του συγκεκριμένου ισχυρισμού, διαπιστώνω ότι αυτός στερείται οποιουδήποτε ερείσματος.

 

Εν πρώτοις, όπως ορθώς επισημαίνεται και στην επίδικη απόφαση της Υπουργού (σελ. 9), η ευθύνη για την τήρηση του Νόμου, ανήκει στον εμπορευόμενο, εν προκειμένω στους αιτητές, και όχι στον καταναλωτή, τον οποίο ο Νόμος επιδιώκει να προστατεύσει. Συνεπώς, ακόμα και εάν ο καταναλωτής και/ή ο παραπονούμενος είχε την ευκαιρία να μελετήσει τη σύμβαση και/ή να λάβει νομική συμβουλή πριν από την υπογραφή της σύμβασης, αυτό δεν αποσείει το βάρος και την ευθύνη της τήρησης των διατάξεων του Νόμου από τον εμπορευόμενο και ούτε το μεταθέτει στις πλάτες του καταναλωτή, που, στο πλαίσιο καταρτισμού και/ή σύναψης της σύμβασης, είναι το ευάλωτο μέρος που χρήζει προστασίας από τον Νόμο. Πράγματι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), ο καταναλωτής βρίσκεται σε υποδεέστερη κατάσταση έναντι του επαγγελματία, όσον αφορά την εξουσία διαπραγμάτευσης και το επίπεδο πληροφόρησης, κατάσταση η οποία τον υποχρεώνει να προσχωρήσει στους όρους που έχει καταρτίσει εκ των προτέρων ο επαγγελματίας, χωρίς να έχει τη δυνατότητα να επηρεάσει το περιεχόμενό τους (Caja de Ahorros και Monte de Piedad de Madrid, C-484/08, σκέψη 27, ημερ. 3.6.2010). Έχει δε, συναφώς, επισημανθεί από το ΔΕΕ και η ουσιώδης σημασία της προσυμβατικής ενημέρωσης του καταναλωτή από τον επαγγελματία, δηλαδή της πληροφόρησης που προηγείται της σύναψης της σύμβασης και βάσει της οποίας ο καταναλωτής θα αποφασίσει κατά πόσο επιθυμεί ή όχι να δεσμεύεται από τους όρους που έχει διατυπώσει εκ των προτέρων ο επαγγελματίας (Vincent Deroo-Blanquart ν. Sony Europe Limited, C-310/15, σκέψη 40, ημερ. 7.9.2016).

 

Εν προκειμένω, οι αιτητές μαζί με την έτερη εταιρεία, προέβησαν στην πώληση του ακινήτου, με τη δέσμευση, βάσει του όρου 17 της σύμβασης πώλησης, ότι θα μεταβιβάσουν αυτό επ’ ονόματι των αγοραστών, χωρίς προϋπάρχουσες υποθήκες και ελεύθερο εμπράγματων βαρών και επιβαρύνσεων. Ωστόσο, παρέλειψαν να ενημερώσουν προσυμβατικά και με σαφήνεια τους αγοραστές ότι το ακίνητο, κατά τον χρόνο της πώλησης, βαρυνόταν με υποθήκη. Είναι σαφές ότι η ύπαρξη υποθήκης επί του ακινήτου, συνιστούσε ουσιώδη πληροφορία, απαραίτητη στον μέσο καταναλωτή, εν προκειμένω στους αγοραστές του ακινήτου, προκειμένου αυτοί να λάβουν τεκμηριωμένη απόφαση συναλλαγής, έχοντας πλήρη εικόνα του πωλούμενου ακινήτου. Ελλείψει δε αυτής της γνώσης, ο αγοραστής διατρέχει τον κίνδυνο να οδηγηθεί στη λήψη απόφασης συναλλαγής, την οποία διαφορετικά ενδεχομένως να μην ελάμβανε: στην παρούσα, δημιουργήθηκε στον αγοραστή η εσφαλμένη εντύπωση ότι δεν υπήρχαν κατά τον χρόνο σύναψης της σύμβασης πώλησης προϋπάρχουσες υποθήκες και/ή εμπράγματα βάρη επί του ακινήτου.

 

Συνεπώς, ενόψει των πιο πάνω, κρίνονται αβάσιμοι οι ισχυρισμοί αιτητών περί ευθύνης των παραπονούμενων, αλλά και περί πλάνης της Υπουργού.

 

Κρίσιμες εν προκειμένω είναι οι διατάξεις των άρθρων 5, 6(1) και (2) του Νόμου, τις οποίες, σύμφωνα με την επίδικη απόφαση, οι αιτητές παραβίασαν.

 

Εν πρώτοις, στις διατάξεις του άρθρου 5 του Νόμου, προνοείται ότι μια εμπορική πρακτική θεωρείται παραπλανητική, όταν περιλαμβάνει εσφαλμένες πληροφορίες και είναι, επομένως, αναληθής, ή όταν με οποιονδήποτε τρόπο, εξαπατά ή ενδέχεται να εξαπατήσει τον μέσο καταναλωτή, όσον αφορά ένα ή περισσότερα από τα στοιχεία τα οποία παρατίθενται στο εδάφιο (2) του ιδίου άρθρου[1], ακόμα και εάν οι πληροφορίες είναι, αντικειμενικά, ορθές, ή, ούτως ή άλλως, όταν τον οδηγεί ή ενδέχεται να τον οδηγήσει να λάβει απόφαση συναλλαγής την οποία, διαφορετικά, δεν θα ελάμβανε.

 

Σύμφωνα δε με τα εδάφια (1) και (2) του άρθρου 6 του Νόμου-

 

«(1) Μια εμπορική πρακτική θεωρείται παραπλανητική όταν, στο πραγματικό της πλαίσιο, λαμβανομένων υπόψη όλων των χαρακτηριστικών της και των περιστάσεων, καθώς και των περιορισμών του συγκεκριμένου μέσου επικοινωνίας, παραλείπει ουσιώδεις πληροφορίες που χρειάζεται ο μέσος καταναλωτής, ανάλογα με το συγκεκριμένο πλαίσιο, για να λάβει τεκμηριωμένη  απόφαση συναλλαγής, και ως εκ τούτου τον οδηγεί ή ενδέχεται να τον οδηγήσει να λάβει απόφαση συναλλαγής την οποία διαφορετικά δε θα ελάμβανε.

 

(2) Παραπλανητική παράλειψη τεκμαίρεται επίσης όταν ο εμπορευόμενος αποκρύπτει ουσιώδεις πληροφορίες ή τις παρέχει κατά τρόπο ασαφή, ακατάληπτο, διφορούμενο ή εκτός χρόνου κατά τα αναφερόμενα στο εδάφιο (1), λαμβανομένων υπόψη των ζητημάτων που περιγράφονται στο εν λόγω εδάφιο, ή όταν δεν προσδιορίζει την εμπορική επιδίωξη της εμπορικής πρακτικής, εφόσον αυτή δεν είναι ήδη προφανής από το συγκεκριμένο πλαίσιο και όταν, και στις δύο περιπτώσεις, τούτο έχει ή ενδέχεται να έχει ως αποτέλεσμα να λάβει ο μέσος καταναλωτής απόφαση για συναλλαγή την οποία, διαφορετικά, δεν θα είχε λάβει.».

Ενόψει των πιο πάνω, και με δεδομένη την προεκτεθείσα διαπίστωση περί παράβασης ουσιώδους όρου της σύμβασης, η απόφαση των καθ’ ων η αίτηση περί παράβασης των άρθρων 5 και 6(1) και (2) του Νόμου εκ μέρους των αιτητών, κρίνεται ορθή και σύννομη. Οι αιτητές, κατά παράβαση των εν λόγω διατάξεων, παρέλειψαν και/ή δεν γνωστοποίησαν με οποιοδήποτε τρόπο στους αγοραστές την πραγματική οικονομική κατάσταση του ακινήτου, δηλαδή ότι αυτό βαρύνεται με υποθήκη, καθώς επίσης και τις πιθανές συνέπειες αυτής της επιβάρυνσης, ιδιαίτερα σε σχέση με την έκδοση τίτλων ιδιοκτησίας.

 

Δεν εντοπίζεται να έχει εμφιλοχωρήσει οποιαδήποτε πλάνη στη λήψη της επίδικης απόφασης εκ μέρους των καθ’ ων η αίτηση και δη της Υπουργού, ως οι αιτητές ισχυρίζονται, πόσω δε μάλλον ουσιώδης πλάνη, η οποία να έχει επιδράσει στην τελική κρίση του διοικητικού οργάνου, όπως απαιτείται από τη νομολογία (Γαλανού κ.α. ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 43, σελ. 47), αλλά και προβλέπεται στο άρθρο 46(1) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν.158(Ι)/1999).

 

Ως εκ των πιο πάνω, ο πρώτος εγειρόμενος λόγος ακύρωσης που προωθείται, κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.

 

Περαιτέρω, κρίνω ότι στερείται ερείσματος και ο δεύτερος προβαλλόμενος λόγος ακύρωσης, που έγκειται στον ισχυρισμό περί αναιτιολόγητης και/ή μη επαρκώς αιτιολογημένης απόφασης της Υπουργού, ως προς την επιβολή του διοικητικού προστίμου. Ειδικότερα, οι αιτιάσεις των αιτητών έγκεινται στο ότι εσφαλμένα δεν έγινε από την Υπουργό καταμερισμός της ευθύνης μεταξύ των δυο εταιρειών και, κατ’ επέκταση, διαχωρισμός και καταμερισμός του ποσού του επιβληθέντος διοικητικού προστίμου, ανάλογα με τη συμμετοχή της κάθε εταιρείας. Πιο συγκριμένα, οι αιτητές υποβάλλουν ότι εσφαλμένα και χωρίς επαρκή αιτιολόγηση, η Υπουργός έκρινε ότι «o όποιος καταμερισμός ευθύνης και επομένως του μεριδίου επί τον προστίμου, με αναγωγή στη  μεταξύ των Εταιρειών συμβατική σχέση είναι έργο των Δικαστηρίων». Περαιτέρω, σύμφωνα με τους αιτητές, δεν προκύπτει στη βάση ποιων στοιχείων καθορίστηκε το ύψος του προστίμου.

 

Ξεκινώντας από το τελευταίο, παρατηρώ ότι, αναφερόμενη στο ύψος του αρχικώς επιβληθέντος ποσού του διοικητικού προστίμου (€50.000), η Υπουργός επεσήμανε ότι το εν λόγω ποσό επιβλήθηκε επί εμπορικών πρακτικών, οι οποίες θεωρήθηκαν αθέμιτες κατά παράβαση των άρθρων 5 και 6 του Νόμου, για δε τον καθορισμό του ύψους του διοικητικού προστίμου, λήφθηκε υπόψη το χρονικό διάστημα το οποίο είχε παρέλθει από τη διάπραξη της παράβασης, καθώς και το ότι το ύψος του διοικητικού προστίμου έπρεπε να είναι αποτελεσματικό, να έχει ένα επαρκώς αποτρεπτικό αποτέλεσμα, να είναι ανάλογο με τη φύση, τη βαρύτητα και τη διάρκεια της παράβασης, αλλά και να συνάδει με την κατοχυρωμένη αρχή της αναλογικότητας βάσει όλων των γεγονότων.

 

Ακολούθως δε, στη βάση και του σκεπτικού που εκτίθεται στο αμέσως πιο κάτω απόσπασμα της επίδικης απόφασης, η Υπουργός αποφάσισε τη μείωση του ποσού του προστίμου, αλλά και την συνυπευθυνότητα των δυο εταιρειών :

 

«5. Ακολούθως, οι Εταιρείες αναφέρουν τη συμβατική σχέση που υπάρχει μεταξύ τους, τους λόγους πού οδήγησε στη συνομολόγησή της, καταλήγοντας ότι η ετοιμασία και η σύνταξη των Πωλητηρίων Εγγράφων γινόταν υπό την αποκλειστική ευθύνη της ΑΒ Oasis Park Development Ltd. Οι απόψεις των Προσφευγουσών επί του θέματος αυτού είναι ταυτόσημες. Στην ουσία η τελευταία αναλαμβάνει εθελούσια την ευθύνη για την ετοιμασία και σύνταξη των Πωλητηρίων Εγγράφων και αναγνωρίζει και αποδέχεται τη θέση της Kallishi Bros Hotel Apts Limited ότι δεν έχει καμία ευθύνη. Με άλλα λόγια με επίκληση της συμβατικής σχέσης θεωρείται ότι επηρεάζεται και η από του Νόμου απόδοση ευθύνης. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ναι μεν αμφισβητείται ο καταμερισμός της ευθύνης, η δε ύπαρξη της παράβασης διαφαίνεται ότι αναγνωρίζεται και από τις δύο Εταιρείες.

 

6. Εντοπίζουμε δηλαδή σε αυτή την επιχειρηματολογία ότι η Καllishi Bros Hotel Apts Limited αναγνωρίζει την αρχική της ευθύνη την οποία θεωρεί ότι έχει απεμπολήσει με τη συνομολόγηση της σύμβασης που επικαλείται. H υιοθέτηση ή απόρριψη αυτής της θέσης περνά μέσα από την αξιολόγηση της συμβατικής σχέσης των δύο Εταιρειών. H απόφαση όμως επί ιεραρχικής προσφυγής δεν μπορεί να υπεισέλθει στην αναζήτηση καταμερισμού της ευθύνης η οποία έχει ως βάση της μία συμβατική σχέση. Αυτός ο  καταμερισμός μπορεί να αναζητηθεί και να αποφασιστεί μόνο από τα Δικαστήρια. H Εταιρεία επικαλείται την ευθύνη που ανέλαβε η ΑΒ Oasis Park Development Ltd να συντάξει τα πωλητήρια έγγραφα, δυνάμει πάντα της μεταξύ τους συμβατικής σχέσης, ώστε να τεκμηριώσει τη θέση της ότι δεν υπέχει ευθύνης. H αρμοδιότητα μας όμως εξαντλείται στον έλεγχο της διοικητικής πράξης με την οποία επιβλήθηκε το πρόστιμο. H κατά την παραδοχή των Εταιρειών ύπαρξη συγκεκριμένης σύμβασης, όπως θα δούμε παρακάτω, μας παρέχει καθοδήγηση μόνο για τον τρόπο  αντιμετώπισης των Εταιρειών ως προς την συλλογική ευθύνη τούς ή απαλλαγή τους για την παράβαση.

 

7.   Με βάση τον πιο πάνω συλλογισμό και στα πλαίσια της αρμοδιότητας μας να αποφασίσουμε επί της ιεραρχικής προσφυγής παρατηρούμε ότι η ύπαρξη της συμβατικής σχέσης έχει καταστήσει συνυπεύθυνη, με βάση τον Νόμο, την ΑΒ Oasis Park Development Ltd όπου εν τη απουσία της σύμβασης μόνη υπεύθυνη θα ήταν η Kallishi Bros Hotel Apts Limited. H ύπαρξη της συμβατικής σχέσης σε αυτό το συμπέρασμα οδηγεί και όχι σε εκείνο που επικαλούνται οι Εταιρείες. H θέση τους, αν γινόταν αποδεκτή, θα σήμαινε ότι ιδιωτική συμφωνία θα μπορούσε να διαφοροποιήσει τις επιλογές του Νομοθέτη όπως έχουν εισαχθεί στον περί των Αθέμιτων Εμπορικών Πρακτικών των Επιχειρήσεων προς τους Καταναλωτές Νόμο του 2007 (Ν. 103(1)/2007). Μία τέτοια προσέγγιση δεν μας φέρει σύμφωνους και επομένως η θέση  των Προσφευγουσών απορρίπτεται.

 

8.   Ακολούθως, γίνεται η δήλωση από την Καllishi Bros Hotel Apts Limited για τον βαθμό εμπλοκής της στη σύνταξη των Πωλητηρίων Εγγράφων, την ανυπαρξία λήψης αμοιβής από το τίμημα πώλησης των ακινήτων και ότι παρά μόνο είτε προσυπέγραφαν τα Πωλητήρια Έγγραφα οι ίδιοι ή είχαν παραχωρήσει προς τούτο και Πληρεξούσιο Έγγραφο στους Α. Λ. και Χ. Χ. και υπέγραφαν αυτοί τα πωλητήρια έγγραφα στη θέση της Καllishi Bros Hotel Apts Limited. Έχουμε στην πραγματικότητα, περιγραφή της πρακτικής εφαρμογής των όσων οι Προσφεύγουσες είχαν συμφωνήσει μεταξύ τους, η οποία περιγραφή καταλήγει στο ίδιο αποτέλεσμα, την κατάδειξη ότι μόνο η μία Εταιρεία φέρει ευθύνη για όσα έχει καταλογίσει η Εντεταλμένη Υπηρεσία. Κρατώντας τη γραμμή που υιοθετήσαμε στην αμέσως προηγούμενη μας παράγραφο απορρίπτουμε για τους ίδιους λόγους τη θέση αυτή. Εξάλλου δεν μπορεί από τη μία να γίνεται δήλωση ότι συνυπογράφονταν τα πωλητήρια έγγραφα ή παραχωρήθηκε Πληρεξούσιο Έγγραφο, μάλιστα σε δύο φυσικά πρόσωπα και όχι στην ΑΒ Oasis Park Development Ltd, ώστε να τίθεται η υπογραφή στη θέση της Kallishi Bros Hotel Apts Limited και από την άλλη να αξιώνεται η απαλλαγή από την ευθύνη που πηγάζει από τα πωλητήρια έγγραφα.  Επιπρόσθετα, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι ο ισχυρισμός αυτός χαρακτηρίζεται από γενικότητα, υπό την έννοια ότι δεν μπορεί να αντιμετωπίσει την παράβαση που εντόπισε η Εντεταλμένη Υπηρεσία και έχει ως βάση συγκεκριμένο πωλητήριο έγγραφο. Φρονούμε ότι θα έπρεπε, στον κατάλληλο χρόνο, να γίνει αναφορά στο συγκεκριμένο Πωλητήριο Έγγραφο με ειδική επεξήγηση των συνθηκών της συνομολόγησής του και σύνδεσή τούς με την παράβαση.».

 

Στη συνέχεια της απόφασης, εκτίθενται με σαφήνεια και οι λόγοι και/ή παράγοντες που λήφθηκαν υπόψη για τη μείωση του επιβληθέντος προστίμου και οι οποίοι συνοψίζονται στην άμεση λήψη σχετικών διορθωτικών μέτρων που έλαβαν οι αιτητές για αποφυγή παρόμοιων περιστατικών στο μέλλον, στο γεγονός ότι δεν διαπιστώθηκε ουδεμία περαιτέρω παράβαση εκ μέρους τους μετά το επίδικο συμβάν, καθώς και στο ότι η μείωση του διοικητικού προστίμου δεν θα αποδυναμώσει το επιδιωκόμενο, επαρκώς αποτρεπτικό, αποτέλεσμα.

 

Από τα πιο πάνω, προκύπτει ευκρινώς και με επαρκή σαφήνεια το σκεπτικό του αποφασίζοντος οργάνου, τόσο ως προς την συνυπευθυνότητα των δυο εταιρειών όσο και ως προς την διαμόρφωση του ύψους του επίδικου διοικητικού προστίμου. Γενικότερα, προκύπτει με την απαιτούμενη επάρκεια το σκεπτικό και οι πραγματικοί και νομικοί λόγοι που οδήγησαν στην επίδικη κρίση, κατά τρόπο που να μην αφήνονται αμφιβολίες ως προς το ποιος ήταν ο πραγματικός λόγος που οδήγησε την Υπουργό στη λήψη της απόφασης και να καθίσταται ευχερής η διενέργεια του απαιτούμενου δικαστικού ελέγχου (Στέφανος Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270).

 

Ενόψει των πιο πάνω, δεν διαπιστώνεται λόγος ακύρωσης της επίδικης απόφασης και, συνακόλουθα, δε χωρεί επέμβαση του Δικαστηρίου.

 

Κατά συνέπεια, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €1500 έξοδα υπέρ των καθ’ ων η αίτηση και εναντίον των αιτητών. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

                                                                                                    Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.



[1] Ως τέτοια στοιχεία αναφέρονται η ύπαρξη ή φύση του προϊόντος, τα κύρια χαρακτηριστικά του προϊόντος, όπως είναι η διαθεσιμότητα, τα οφέλη και οι κίνδυνοι, η έκταση των δεσμεύσεων του εμπορευόμενου, η τιμή ή ο τρόπος  υπολογισμού της, η φύση, τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα και τα δικαιώματα του εμπορευόμενου.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο