ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                          

                                                 Υπόθεση Αρ. 776/2020

                                             

    8 Φεβρουαρίου, 2024

 

[Φ. ΚΑΜΕΝΟΣ, ΔΔΔ.]

 

ΑΝΑΦOΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡO 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

             

                        Μ. D. S.

Αιτήτρια

                          Και

 

Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπουργού Εσωτερικών

                                                      Καθ' ου η Αίτηση

 

......... 

 

Κασσάνδρα Κουππαρή, Δικηγόρος για Αιτήτρια

Μέλανη Τρεμούρη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.

                                               

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Φ. Καμένος, ΔΔΔ.: Με την παρούσα προσφυγή της η Αιτήτρια αξιώνει:

 

«Α. Δήλωση καύή Απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου ότι ή αρνητική απάντηση του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, του Υπουργείου Εσωτερικών της Κυπριακής Δημοκρατίας ημερομηνίας 5/8/2020 στην αίτηση και/ή επιστολή, η οποία υποβλήθηκε κατά η περί τις 30/5/2018 είναι παράνομη και/ή αντίθετη με το Σύνταγμα και/ή με τις Ευρωπαϊκές Οδηγίες και/ή Κανονισμούς και/ή την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων.

 

B. Ακύρωση της απόφασης των Καθ’ ων η αίτηση, ημερομηνίας 5/8/2020, για απόρριψη της επιστολής και/ή αίτησης της αιτήτριας, η οποία υποβλήθηκε κατά η περί τις 30/5/2018 , δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος».

 

Τα γεγονότα, ως προκύπτουν από τα δικόγραφα και διοικητικούς φακέλους είναι τα ακόλουθα:

 

Η Αιτήτρια είναι υπήκοος Ινδίας και αφίχθηκε στη Δημοκρατία στις 26.02.2010 με άδεια εισόδου για σκοπούς Εργασίας, την οποία ανανέωνε μέχρι και την 12.02.2020. Στις 31.08.2017 η Αιτήτρια υπέβαλε αίτηση χορήγησης πιστοποιητικού κυπριακής υπηκοότητας με πολιτογράφηση.

 

Το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης πραγματοποίησε συνέντευξη της Αιτήτριας και, κατόπιν της όλης έρευνας του, με έκθεσή των λειτουργών του (η οποία μαζί με τα σχετικά έγγραφα παρατίθεται ως Ερ. 295-272 στον Διοικητικό Φάκελο Αρ. Β. 10-00636 και εφεξής αναφέρεται ως η «Έκθεση») και ενώ είχε διαπιστώσει ότι οι υπόλοιπες προϋποθέσεις του άρθρου 111 και Τρίτου Πίνακα του Περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου του 2002 (Ν. 141(I)/2002) (εφεξής ο «Νόμος»), ως είχε τότε, ικανοποιούνταν, εισηγήθηκε (για συγκεκριμένους λόγους που θα γίνει αναφορά κατωτέρω) όπως η αίτηση απορριφθεί.

 

Στο ερ. 293 του Διοικητικού Φακέλου (εφεξής οποιαδήποτε αναφορά σε ερυθρά, δέον να θεωρείται ότι αφορά τον ανωτέρω Διοικητικό Φάκελο Αρ. Β. 10-00636) της Έκθεσης, αναφέρεται ότι η Αιτήτρια διαμένει στην οικία του εργοδότη της, στον οποίο εργάζεται παρουσιάζοντας προς τούτο κατάσταση κοινωνικών ασφαλίσεων, ότι έχει ένα ανήλικο τέκνο, το οποίο διαμένει στην Ινδία με τον πρώην σύζυγό της, ότι διατηρεί τραπεζικό λογαριασμό στη Δημοκρατία και ότι:  «Ζει στην Κύπρο 9 έτη. Φαίνεται πως πρόθεσή της είναι να παραμείνει στη Δημοκρατία για εργασία μόνο. Δεν κατάφερε να καταδείξει οποιουσδήποτε βιοτικούς δεσμούς με την Κύπρο».

 

Στο ερ. 284 της Έκθεσης, αναφέρεται ότι ο σκοπός της Αιτήτριας, ως δηλώθηκε κατά την συνέντευξή της, είναι να συνεχίσει να διαμένει στη Δημοκρατία και να εργάζεται και να φέρει το παιδί της στην Κύπρο, στο δε Ερ. 285, καταγράφονται (μεταξύ άλλων), οι απαντήσεις της Αιτήτριας σε ερωτήσεις ιστορικού, πολιτικού και κοινωνικού περιεχομένου, οι οποίες ήταν ορθές, οι επισκέψεις της σε άλλες περιοχές στη Δημοκρατία και το γεγονός ότι δεν επισκέφθηκε ποτέ τα κατεχόμενα.

 

Ως εγγυητές της αίτησης της Αιτήτριας, καταγράφονται (Ερ 268) τρία πρόσωπα (Κύπριοι πολίτες), οι οποίοι εντός της Έκθεσης αναφέρονται και ως φίλοι της Αιτήτριας (βλ. Ερ. 285). Περαιτέρω, στο Ερ. 286 (μέρος της Έκθεσης), στο σχετικό σημείο όπου ζητείται να δηλωθεί αν η Αιτήτρια έχει φιλικές και κοινωνικές σχέσεις με Κύπριους και άλλους (πχ από την εργασία) και να ονοματίσει τρία πρόσωπα, καταγράφονται ως φίλοι της Αιτήτριας τρία πρόσωπα με ελληνικά ονόματα (ένα εκ των οποίων φαίνεται να είναι το ίδιο με μία εκ των εγγυητών). Στο ερ. 281 υπάρχει πιστοποιητικό παρακολούθησης μαθημάτων ελληνικής γλώσσας ενώ, ως προκύπτει από το Ερ. 282 (αποτελεί επίσης μέρος της Έκθεσης), η συνέντευξη της Αιτήτριας πραγματοποιήθηκε πλήρως στην ελληνική γλώσσα.

 

Στις 15.06.2020 ο Υπουργός Εσωτερικών ενέκρινε την εισήγηση για απόρριψη του αιτήματος της αιτήτριας και στις 05.08.2020 το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης με επιστολή του ίδιας ημερομηνίας ενημέρωσε την αιτήτρια ότι η σχετική αίτησή της απορρίφθηκε. Στην εν λόγω επιστολή αναφέρεται ότι: «η αίτηση εξετάστηκε με τη δέουσα προσοχή αλλά δεν κατέστη δυνατό να εγκριθεί, καθότι η σχέση σας με την Κύπρο είναι καθαρά εργασιακή». Η εν λόγω είναι η προσβαλλόμενη πράξη.

 

Ακολούθως, το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης παραχώρησε στην αιτήτρια άδεια παραμονής στην Κυπριακή Δημοκρατία για σκοπούς εργασίας ως οικιακή βοηθός.

 

Εισαγωγικά αναφέρω ότι με τα δύο αιτητικά της προσφυγής προσβάλλεται ουσιαστικά η ίδια πράξη των καθ΄ ων η αίτηση στη βάση διαφορετικών νομικών βάσεων. Η εν λόγω πρακτική δεν εξυπηρετεί οποιοδήποτε δικονομικό ή άλλο σκοπό και καλό είναι να αποφεύγεται (βλ. Προσ. Αρ. 640/2017 TΗUY ν Δημοκρατίας απόφαση ημερομηνίας 31.8.2017).

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος της Αιτήτριας, διά των αγορεύσεων της προωθεί δύο ουσιαστικά αλληλένδετους λόγους ακύρωσης: ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι αναιτιολόγητη και προϊόν πλημμελούς έρευνας. Στηρίζει τη θέση της αυτή στη θέση της ότι, η Αιτήτρια με την αίτησή της αποδεικνύει τους δεσμούς της με την Κυπριακή Δημοκρατία, εφόσον έχει δηλωθέντες φίλους και εγγυητές Κύπριους πολίτες, ομιλεί την Ελληνική, έχει καταθέσεις σε κυπριακό τραπεζικό οργανισμό, απάντησε ορθά σε όλες τις ερωτήσεις αναφορικά με την ιστορική και κοινωνική πραγματικότητα της Κύπρου, με αποτέλεσμα να μη γίνεται αντιληπτή η προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία έκρινε ως απορριπτέα την αίτησή της λόγω «καθαρά εργασιακής» σχέσης της Αιτήτριας με τη Δημοκρατία. Δεν αμφισβητεί, τουναντίον δέχεται, την ευρεία διακριτική ευχέρεια του κράτους σε ζητήματα πολιτογράφησης όμως, θεωρεί ότι, υπό το φως των πιο πάνω δεδομένων, ο Καθ’ ου η αίτηση όφειλε να διερευνήσει πληρέστερα την αίτηση της Αιτήτριας και να αιτιολογήσει δεόντως την απόφασή του.

 

Τους εν λόγω ισχυρισμούς απορρίπτει η ευπαίδευτη συνήγορος του Καθ’ ου η αίτηση προτείνοντας ότι το όλο ζήτημα εμπίπτει στην ευρεία διακριτική ευχέρεια του Κράτους και άρα ότι εφόσον δεν τίθεται ζήτημα κακόπιστης άσκησής της ευχέρειας αυτής, δεν υπάρχει ακυρωτικό έδαφος.

 

Μελέτησα με την απαραίτητη προσοχή τους ενώπιόν μου ισχυρισμούς υπό την φως των αναντίλεκτων στοιχείων του διοικητικού φακέλου και καταλήγω στα ακόλουθα:

 

 

Καταρχάς, είναι δεδομένο, έχει άλλωστε παγίως νομολογηθεί ότι η παραχώρηση πολιτογράφησης εμπίπτει στην ευρεία διακριτική ευχέρεια του Υπουργού και το Δικαστήριο δύσκολα επεμβαίνει όταν η διακριτική ευχέρεια ασκείται καλόπιστα, η δε υποκειμενική εκτίμηση των γεγονότων από τη Διοίκηση δεν υπόκειται στον έλεγχο του Δικαστηρίου. Το Δικαστήριο μπορεί να επέμβει μόνο αν, λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία στο σύνολό τους, θεωρεί ότι τα συμπεράσματα της Διοίκησης δεν είναι εύλογα, ή είναι αποτέλεσμα πλάνης περί τα πράγματα ή το Νόμο, ή λήφθηκαν χωρίς τη δέουσα έρευνα. Στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 74/2008 Νabil Mohamed Adel Fattah Amer v. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 66 αναφέρθηκε:

 

Το Άρθρο 111 του Νόμου 141(Ι)/2002 παρέχει σε αλλοδαπό το δικαίωμα να αποταθεί για πολιτογράφηση, αλλά όχι το  απόλυτο δικαίωμα πολιτογράφησης.  Η παραχώρηση πολιτογράφησης είναι στη διακριτική ευχέρεια του Υπουργού και το ζήτημα εγγραφής κάποιου ως πολίτη της Δημοκρατίας άπτεται των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Δημοκρατίας, με αποτέλεσμα το ακυρωτικό δικαστήριο δύσκολα να επεμβαίνει στην άσκηση της εξουσίας.  Έτσι, η διακριτική ευχέρεια του κράτους να αποκλείει αλλοδαπούς, είναι πολύ ευρεία, όχι όμως απόλυτη, αφού υπόκειται στην καλόπιστη άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που παρέχει ο Νόμος.  Όταν η διακριτική ευχέρεια ασκείται καλόπιστα, το Δικαστήριο δεν μπορεί να αμφισβητήσει περαιτέρω την απόφαση.  Επίσης, το τεκμήριο της καλόπιστης άσκησης της διακριτικής ευχέρειας παραμένει έγκυρο, μέχρι απόδειξης του αντιθέτου (Suleiman v. Republic (1987) 3 C.L.R. 224) και η υποκειμενική εκτίμηση των γεγονότων από τη Διοίκηση δεν υπόκειται στον έλεγχο του Δικαστηρίου, που μπορεί να επέμβει μόνο αν, λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία στο σύνολό τους, θεωρεί ότι τα συμπεράσματα της Διοίκησης δεν είναι εύλογα, ή είναι αποτέλεσμα πλάνης περί τα πράγματα ή το Νόμο, ή λήφθηκε χωρίς τη δέουσα έρευνα. (Republic v. Georghiades (1972) 3 C.L.R. 594). 

 

Ως αναφέρθηκε ήδη, η Αιτήτρια επικαλείται πλημμέλεια έρευνας και αιτιολογίας με αναφορά στα στοιχεία της αίτησης της Αιτήτριας και του διοικητικού φακέλου. Η ευπαίδευτη συνήγορος της Αιτήτριας με παραπέμπει προς υποβοήθηση στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Αναθ. Έφεση Αρ. 181/12 Reyes ν. Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Λειτουργού Μετανάστευσης Υπουργείο Εσωτερικών ημερ. 24.10.2018 καθώς και στην απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου (Γαβριήλ, ΔΔΔ) στην Υπ. Αρ. 1079/2015 Ramos ν. Υπουργείου Εσωτερικών (Τμήμα Μετανάστευσης) 09.08.2019, όπου με αναφορά στη Reyes έγινε δεκτή η εκεί προσφυγή.

 

Συμφωνώ με την αναλογία και θεωρώ αμφότερες ως καθοδηγητικές στα γεγονότα της παρούσας. Στη Reyes το Ανώτατο Δικαστήριο, αφού επισημαίνει την ευρεία διακριτική εξουσία της Κυπριακής Πολιτείας στην πολιτογράφηση αλλοδαπών, σημειώνει το καθήκον της Διοίκησης για δέουσα διερεύνηση και αιτιολόγηση της απόφασής της επί μιας τέτοιας αιτήσεως αναφέροντας εν προκειμένω ότι (η υπογράμμιση και έμφαση είναι του Δικαστηρίου):

 

«Η ύπαρξη των τυπικών κριτηρίων, δεν οδηγεί βεβαίως αυτομάτως και άνευ ετέρου σε έγκριση.  Εκτός από τη βούληση του ατόμου, η οποία εκφράζεται με την υποβολή αίτησης, απαιτούμενο στοιχείο είναι και η έκφραση κυρίαρχης βούλησης της πολιτείας που δύναται να προσδώσει την ιθαγένεια.   Συνεπώς, δεν επαρκεί μόνο η συνδρομή των τυπικών προϋποθέσεων του Νόμου, όπως αναλύονται στον Τρίτο Πίνακα του Νόμου.  Επιβάλλεται, για την άσκηση της ευρείας διακριτικής ευχέρειας του Υπουργού, να διερευνηθούν και άλλοι παράγοντες, όπως η δυνατότητα ενσωμάτωσης του αιτητή στο Κυπριακό περιβάλλον, η ειλικρινής επιθυμία του να καταστεί Κύπριος πολίτης, λαμβανομένου υπόψη ότι επέδειξε καλή διαγωγή, ότι έμαθε και ομιλεί ικανοποιητικά την Ελληνική γλώσσα, τις γνώσεις του για τον Κυπριακό πολιτισμό, τα ήθη και τα έθιμα και γενικά τη συμμετοχή του στον ντόπιο τρόπο ζωής, βλ. Δίκαιο Ιθαγένειας, Ζωή Παπασιώπη Πασιά, 7η έκδοση, σελ. 124-126.  Τα ως άνω δε στοιχεία, εκτιμούνται ελευθέρως με στάθμιση των γενικότερων συμφερόντων του κράτους και σε συνάρτηση με τα τυχόν δημογραφικά, οικονομικά και εθνικά προβλήματα.  Εντός του εν λόγω πλαισίου, εντάσσεται και φυσικά δεν αναιρείται, η υποχρέωση καλόπιστης εξέτασης του αιτήματος και διεξαγωγή δέουσας έρευνας.

 

Ο ασκών την εξουσία, δεν παύει να ενεργεί καλόπιστα, όταν η απόφαση του στηρίζεται μόνο σε λογική αμφιβολία και όχι σε οτιδήποτε πέραν αυτής.  Εφόσον τηρείται η αρχή της καλής πίστης, η κρίση της Δημοκρατίας αναγνωρίζεται κατά τα άλλα ως απόλυτη (Ήρωα ν. Δημοκρατίας (2005) 3 A.A.Δ. 307).

 

Tο τεκμήριο της καλόπιστης άσκησης της διακριτικής ευχέρειας παραμένει έγκυρο, μέχρι απόδειξης του αντιθέτου (Suleiman v. Republic (1987) 3 C.L.R. 224). 

 

Από τα στοιχεία του φακέλου τα οποία, κατά το Δικαστήριο, συμπληρώνουν την αιτιολογία, έκδηλα προκύπτει ότι υπήρχαν στοιχεία που έχρηζαν περαιτέρω διερεύνησης και όχι μόνο.  Υπήρχαν στοιχεία τα οποία αγνοήθηκαν παντελώς ή καταγράφησαν κατά τρόπο που δεν ανταποκρίνεται στο περιεχόμενο του φακέλουˑ όπως ότι η εφεσείουσα εργάστηκε στην Ελληνική πρεσβεία ως μέλος βοηθητικού προσωπικού, και μάλιστα σε δύο χρονικές περιόδους, οπότε θα έπρεπε ενδεχομένως να διερευνηθεί περαιτέρω το θέμα των γνώσεων της στην Ελληνική.  Ότι η αδελφή της, όπως προκύπτει από το φάκελο, XXXXX Μικελλίδου, πολίτις της Κυπριακής Δημοκρατίας, διαμένει με τον Ελληνοκύπριο σύζυγο της στην Κύπρο.  Η υποκειμενική τελική τοποθέτηση της Διευθύντριας, ότι η εφεσείουσα «δεν έχει οποιοδήποτε άλλο δεσμό με την Κύπρο» δεν αντανακλά την αληθινή κατάσταση πραγμάτων.

 

Άλλωστε, η διαπίστωση ότι η εφεσείουσα ως αλλοδαπή δεν έχει δεσμούς με τον τόπο, είναι κρίση που δύναται να αποδοθεί σε κάθε αλλοδαπό.  Στην υπό κρίση περίπτωση, όχι μόνο δεν αναφέρεται οτιδήποτε στην επιστολή της Διευθύντριας που να δικαιολογεί τη διαπίστωση, αλλά αντιθέτως δεν αποκαλύπτεται και ως στοιχείο δυνάμενο να επιδράσει στη μόρφωση της τελικής απόφασης ο συγγενικός δεσμός με την αδελφή της.  Ο ισχυρισμός των εφεσίβλητων ότι η αιτιολογία συμπληρώνεται από τα στοιχεία του φακέλου είναι αβάσιμος.  Οι αναφορές των αρμοδίων είναι γενικές και αόριστες.  Εν πάση περιπτώσει η εν λόγω αρχή δεν αποτελεί πανάκεια για να καλύψει κάθε κενό.  Η αιτιολογία αποτελεί εχέγγυο σύννομης άσκησης της διοίκησης αποκλείοντας την αυθαιρεσία.  Η κρίση ότι «δεν συντρέχει ουσιαστικός λόγος που να δικαιολογεί την έγκριση» και «δεν έχει δεσμούς με την Κύπρο» πάσχει από αοριστία.

 

Σε κάθε περίπτωση οι αρχές του διοικητικού δικαίου υποβάλλουν τη διεξαγωγή έρευνας με σκοπό τη διαπίστωση όλων των συναφών ουσιωδών γεγονότων.  Η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που ακολουθείται ποικίλει αναλόγως με το υπό εξέταση ζήτημα.  Η έκταση που θα της προσδοθεί και η μορφή που θα πάρει η έρευνα ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης. Η διερεύνηση των ουσιωδών θεμάτων τα οποία παρέχουν τη βάση για ασφαλή συμπεράσματα συνιστούν το κριτήριο για τον χαρακτηρισμό μιας έρευνας ως πλήρους.  Η δε επάρκεια της ελέγχεται ως προς τη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το υπό εξέταση ζήτημα (Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου (2008) 3 Α.Α.Δ. 100)».

 

Με παρόμοιο τρόπο τοποθετήθηκε το Διοικητικό Δικαστήριο (Ζερβού, ΔΔΔ) στην Πρ. Αρ. 478/2016 Vartanova ν. Κυπριακής Δημοκρατίας ημερ. 02.03.2021, στην οποία αναφέρθηκε:

 

«Επιπρόσθετα, από τα ενώπιόν μου στοιχεία καταλήγω πως η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης περιορίστηκε σε γενικούς χαρακτηρισμούς καθότι δεν έγινε ουσιαστική διερεύνηση της κοινωνικής ενσωμάτωσης της αιτήτριας, αφού δεν προκύπτει να αντλήθηκαν πληροφορίες από τα άτομα τα οποία της ζητήθηκε να κατονομάσει ως Κύπριους φίλους της.  Ούτε φαίνεται να αξιολογήθηκαν καθοιονδήποτε τρόπο οι απαντήσεις της σε σχέση με τα ιστορικά και θεσμικά δεδομένα της Δημοκρατίας».

 

Στην πρόσφατη απόφαση στην Πρ. Αρ. 1004/2020 N N J P G ν. Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης ημερ. 15.02.2023, το Διοικητικό Δικαστήριο (Καλλίγερου, ΠΔΔ, ως ήταν τότε) απέρριψε την προσφυγή της εκεί αιτήτριας. Εκεί, η συνέντευξη διεξήχθη πλήρως στα αγγλικά, η αιτήτρια δεν θυμόταν πότε γιορτάζεται η ανεξαρτησία της Κυπριακής Δημοκρατίας, είχε επισκεφθεί τις κατεχόμενες περιοχές της Κύπρου, ενώ ως προς τους κοινωνικούς της δεσμούς στην Κύπρο, ανέφερε ότι ράβει ρούχα και ότι κάποιες φορές πληρώνεται για αυτό και ως εγγυητές της κατονόμασε τα τρία τέκνα του εργοδότη της. Στην ερώτηση με την οποία κλήθηκε να αναφέρει τους δυο βασικότερους λόγους που επιθυμούσε να αποκτήσει την κυπριακή ιθαγένεια απάντησε αναφέροντας ως πρώτο λόγο ότι ήρθε στην Κύπρο για να ζει με τον άντρα της με τον οποίο είχαν διαφορετικές θρησκείες κάτι που δεν το αποδέχονταν οι γονείς της και ως δεύτερο λόγο, ότι οι εργοδότες της ήταν σαν οικογένειά της. 

 

Με εκείνα τα δεδομένα το Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή, εφόσον η εικόνα του Διοικητικού Φακέλου ήταν ευκρινής και δεν έχρηζε περαιτέρω έρευνας όντας σε αρμονία με την αιτιολόγηση της προσβαλλόμενη πράξης. Είναι αντιληπτό ότι στην παρούσα, αυτό δεν ισχύει. Εδώ η όλη εικόνα (στοιχεία της αίτησης της Αιτήτριας και διοικητικού φακέλου) είναι εκ διαμέτρου διαφοροποιημένη από την Πρ. Αρ. 1004/2020 N N J P G.

 

Όπως προκύπτει από τα έγγραφα, στα οποία αναφέρθηκα κατά την παράθεση των γεγονότων, μεταξύ άλλων πληροφοριών, η Αιτήτρια δήλωσε ως δεσμούς (φίλους, εγγυητές) συγκεκριμένο, υπό τις περιστάσεις, θα έλεγα ικανό αριθμό προσώπων, τα οποία, αν και δεν παρατίθενται αναλυτικές για όλους πληροφορίες, πλείστοι είναι δηλωμένοι ως κύπριοι πολίτες. Ανατρέχοντας μάλιστα, στα Ερ. 232-227, όπου καταγράφονται τα στοιχεία των εργοδοτών της Αιτήτριας και των ανήλικων τέκνων της οικογένειας τους, φαίνεται ότι εργοδότες και τέκνα ήταν διαφορετικά πρόσωπα από τους δηλωθέντες ως εγγυητές και φίλους της Αιτήτριας.

 

Παράλληλα, η Αιτήτρια ομιλούσε την ελληνική γλώσσα σε τέτοιο επίπεδο ώστε κατέστη δυνατόν να ολοκληρώσει την συνέντευξη στα ελληνικά ενώ οι απαντήσεις της ήταν ορθές και ως προς τα όσα αφορούσαν το κοινωνικό, πολιτικό και ιστορικό γίγνεσθαι της Κύπρου.

 

Με αυτά ως δεδομένα, οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας περί πλημμέλειας έρευνας και αιτιολογίας της προσβαλλόμενης πράξης, ευσταθούν εφόσον, πράγματι, από την προσβαλλόμενη πράξη ακόμα και με αρωγή στα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, δεν μπορεί να γίνει αντιληπτό για ποιον λόγο τελικά κρίθηκε ως «καθαρά εργασιακή» η σχέση της με τη Δημοκρατία.

 

Σημειώνω περαιτέρω επί τούτου ότι η αναφορά σε «καθαρά εργασιακή» σχέση, ενδεχόμενα θα είχε βαρύτητα και επαρκές αιτιολογικό «εκτόπισμα» σε περίπτωση όπου τα λοιπά στοιχεία του φακέλου ήταν αρκούντως ευκρινή ως προς την πλημμελή κοινωνική ενσωμάτωση της Αιτήτριας με τη Δημοκρατία (βλ. πχ Πρ. Αρ. 1004/2020 N N J P G). Στην παρούσα περίπτωση, τα στοιχεία της αίτησης της Αιτήτριας, στα οποία αναφέρθηκα, έχριζαν, αν μη τι άλλο, περαιτέρω διερεύνησης ώστε να διαπιστωθεί αν όντως αυτά ευσταθούν και τον βαθμό ενσωμάτωσής της με την Κυπριακή Πολιτεία.  Είναι προφανές ότι, με τα εν λόγω δεδομένα, η απλή κρίση της σχέσης αυτής, ως «καθαρά εργασιακής» είναι ελλειμματική.

 

 

Σημειώνεται εδώ ότι, με τα ανωτέρω δεδομένα, και οι δηλωθέντες ως σκοποί της Αιτήτριας (να συνεχίζει να εργάζεται και να φέρει και το ανήλικο τέκνο της στη Δημοκρατία), φαίνεται να καθιστούν το συμπέρασμα περί «καθαρά εργασιακής» σχέσης ως αναιτιολόγητο. Ο δηλωθείς σκοπός της Αιτήτριας να συνεχίζει να εργάζεται στην Δημοκρατία, συνάδει με την ιδιότητά της ως οικιακής βοηθού, ιδιότητα (εργασία) που ήταν και το νομικό έρεισμα (Τρίτος Πίνακας του Νόμου, ως είχε τότε) της Αιτήτριας να αιτηθεί πολιτογράφησης, συνεπώς από την επίδικη πράξη ή τα στοιχεία του Διοικητικού Φακέλου, δεν γίνεται αντιληπτό για ποιον λόγο αυτό, ουσιαστικά από μόνο του, αποτελεί την καταγραφείσα αιτιολογία απόρριψης της αίτησής της. Από την άλλη μεριά δεν αιτιολογείται στο ελάχιστο για ποιον λόγο ο δηλωθείς σκοπός της επιθυμίας της Αιτήτριας να φέρει το ανήλικο τέκνο της στη Δημοκρατία καταδεικνύει καθαρά εργασιακή σχέση, εφόσον μάλλον δεικνύει πρόθεση ανάπτυξης περαιτέρω δεσμών με την Κύπρο παρά το αντίθετο.

 

Έχοντας λοιπόν υπόψη τα όσα, επί ανάλογων δεδομένων, η πιο πάνω Νομολογία (Reyes, Ramos, Vartanova), καθοδηγεί, ήταν, στην υπό κρίση περίπτωση, απαραίτητη η περαιτέρω διερεύνηση αλλά και αιτιολόγηση της απόφασης της Διοίκησης, ως εκ τούτου η προσβαλλόμενη πράξη πάσχει και χρήζει ακύρωσης. 

 

Η προσφυγή επιτυγχάνει. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται με 1.800 πλέον ΦΠΑ έξοδα υπέρ της Αιτήτριας και εναντίον των Καθ’ ων η αίτηση.

 

Φ. Καμένος, ΔΔΔ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο