ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

Υπόθεση αρ. 81/2017

1 Φεβρουαρίου, 2024

[Α. ΖΕΡΒΟΥ, Δ.Δ.Δ.]

Αναφορικά με τα Άρθρα 146, 6, 8, 9, 12, 15, 23, 28, 29, 30,

33, 34 και 35 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

Π. Κ.

Αιτητής,

ΚΑΙ

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

1.

ΑΡΜΟΔΙΑΣ ΑΡΧΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑΚΟΥ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

2.

ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

3.

ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

4.

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

5.

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

Καθ’ ων η αίτηση.

------------

 

Π. Μαυρής, για Ελένη Βραχίμη & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για αιτητή.

Μ. Κοτσώνη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για καθ’ ων η αίτηση.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Α. ΖΕΡΒΟΥ, Δ.Δ.Δ.:             Ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Οικονομικών, με επιστολή του ημερομηνίας 29.04.2015, ενεργώντας εκ μέρους της αρμόδιας αρχής, υπέβαλε την έκθεση του Ερευνώντα Λειτουργού σχετικά με την πειθαρχική έρευνα που έγινε εναντίον του αιτητή, Βοηθού Γραμματειακού Λειτουργού, Γενικό Γραμματειακό Προσωπικό, Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, και κατηγορητήριο, δεόντως υπογραμμένο από την αρμόδια αρχή, με σκοπό τη λήψη πειθαρχικών μέτρων εναντίον του, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων του 1990 έως 2015.  Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, στη συνεδρία της με ημερομηνία 13.05.2015, αποφάσισε να προχωρήσει σε πειθαρχική δίκη εναντίον του αιτητή και όρισε τις 03.06.2015 για την απολογία του, ημερομηνία κατά την οποία ο αιτητής δεν παραδέχθηκε ενοχή στις κατηγορίες και η υπόθεση ορίστηκε για ακρόαση.

 

Η ακρόαση της υπόθεσης ολοκληρώθηκε στις 04.11.2016, με την επιβολή στον αιτητή της πειθαρχικής ποινής της αναγκαστικής αφυπηρέτησης από 09.11.2016, αφού έλαβαν χώρα 13 σχετικές συνεδρίες της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας.

Εντωμεταξύ, εκκρεμούσης της διαδικασίας, ο αιτητής, με επιστολή ημερομηνίας 20.10.2016, υπέβαλε στον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας αίτημα για αναστολή της πειθαρχικής του δίωξης.  Ενημέρωσε δε προς τούτο τον Πρόεδρο και τα Μέλη της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, με επιστολή ημερομηνίας 21.10.2016, αιτούμενος όπως η Επιτροπή μην προχωρήσει στη λήψη απόφασης πριν ο Γενικός Εισαγγελέας απαντήσει στο αίτημά του για αναστολή.

 

Με απαντητική επιστολή ημερομηνίας 31.10.2016, ο Γενικός Εισαγγελέας ενημέρωσε τον αιτητή αφενός ότι η επιστολή του ημερομηνίας 20.10.2016 διαβιβάστηκε στον Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών καθότι ο Υπουργός Οικονομικών, ως η αρμόδια αρχή, ήταν αυτός που μπορούσε να επιληφθεί του ζητήματος και αφετέρου ότι ο Γενικό Διευθυντής, με επιστολή του ημερομηνίας 27.10.2016, πληροφόρησε τον Γενικό Εισαγγελέα ότι ο Υπουργός Οικονομικών αποφάσισε ότι το αίτημά του δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό.

 

Εναντίον της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας ημερομηνίας 04.11.2016, ο αιτητής καταχώρισε την προσφυγή υπ’ αρ. 23/2017 και ακολούθως, στις 18.01.2017, καταχώρισε και την παρούσα προσφυγή, αιτούμενος την ακόλουθη θεραπεία:

 

«Δήλωση και/ή Απόφαση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των καθ’ ων η αίτηση να μην αναστείλουν την πειθαρχική δίωξη του αιτητή στην πειθαρχική υπόθεση ΠΥ 2/2015 ενώπιον της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας που κοινοποιήθηκε στον αιτητή στις 4 Νοεμβρίου 2016 είναι άκυρη και/ή παράνομη και/ή ελήφθη καθ’ υπέρβαση εξουσίας και/ή στερείται οποιουδήποτε νόμιμου αποτελέσματος και/ή συνέπειας.».

 

Αναφερόμενος στα γεγονότα που οδήγησαν στην πειθαρχική του δίωξη αλλά και σε αποφάσεις σχετικές με τη μισθοδοσία του, που αποτέλεσαν αντικείμενο άλλων προσφυγών, διά της γραπτής του αγόρευσης ο αιτητής προωθεί, ως λόγους ακύρωσης της προσβαλλόμενης με την παρούσα προσφυγή απόφασης, ισχυρισμούς περί έλλειψης δέουσας έρευνας και επαρκούς αιτιολογίας, υπέρβασης εξουσίας και αποστέρησης του δικαιώματός του για εκπροσώπηση από δικηγόρο στην ενώπιον της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας διαδικασία.

 

Η ευπαίδευτη δικηγόρος των καθ’ ων η αίτηση απορρίπτει τους ισχυρισμούς του αιτητή εγείροντας αριθμό προδικαστικών ενστάσεων ως προς το παραδεκτό της παρούσας προσφυγής.  Καταρχάς ότι η προσφυγή εσφαλμένα στρέφεται εναντίον των καθ’ ων η αίτηση 1, 3, 4 και 5.  Κατά δεύτερον ότι η προσβαλλόμενη με την προσφυγή πράξη δεν συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη.  Κατά τρίτον ότι, εν πάση περιπτώσει, η προσφυγή έχει καταστεί χωρίς αντικείμενο δοθέντος ότι εκδόθηκε η απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου στην προσφυγή υπ’ αρ. 23/2017 την οποία ο αιτητής καταχώρισε εναντίον της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας ημερομηνίας 04.11.2016.  Τέλος, ότι η παρούσα προσφυγή είναι εκπρόθεσμη. 

 

Αξιολογώντας, καταρχάς, το ζήτημα κατά πόσον η προσφυγή έχει καταχωριστεί εντός της ανατρεπτικής προθεσμίας του Άρθρου 146 του Συντάγματος, διαπιστώνω ότι στην επιστολή ημερομηνίας 31.10.2016, με την οποία κοινοποιήθηκε στον αιτητή η προσβαλλόμενη πράξη και η οποία επισυνάπτεται ως Τεκμήριο 3 στην προσφυγή (και όχι στην Ένσταση, όπως εσφαλμένα αναφέρεται στη γραπτή αγόρευση των καθ’ ων η αίτηση), αναγράφεται μεν ότι η επιστολή έχει αποσταλεί με τηλεομοιότυπο, πλην όμως δεν έχει προσκομισθεί από τους καθ’ ων η αίτηση - οι οποίοι είχαν και το σχετικό βάρος απόδειξης - οποιοδήποτε αποδεικτικό της εν λόγω αποστολής, ώστε να διαπιστώσω με βεβαιότητα την ημερομηνία κατά την οποία ο αιτητής έλαβε γνώση της απόφασης που αμφισβητεί.  Ως εκ τούτου, η προδικαστική ένσταση περί εκπροθέσμου απορρίπτεται.

 

Αποδέχομαι, όμως, ως βάσιμες τις λοιπές προδικαστικές ενστάσεις.

 

Ειδικότερα, σε συμφωνία με τους καθ’ ων η αίτηση διαπιστώνω ότι η απόφαση την οποία ο αιτητής αμφισβητεί έχει ληφθεί από τον καθ’ ου η αίτηση αρ. 2 και ως εκ τούτου η προσφυγή εσφαλμένα στρέφεται εναντίον των καθ’ ων η αίτηση αρ. 3, 4 και 5, ο δε αναφερόμενος ως καθ’ ου η αίτηση 1 είναι άγνωστο στο νόμο όργανο. 

 

Επιπρόσθετα, σε συμφωνία με τους καθ’ ων η αίτηση, καταλήγω ότι η προσβαλλόμενη με την προσφυγή απόφαση για μη αναστολή της πειθαρχικής δίωξης του αιτητή δεν συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη δυνάμενη να προσβληθεί παραδεκτώς με προσφυγή, συμφώνως του Άρθρου 146 του Συντάγματος.  Ακόμα, όμως, και αν ήθελε θεωρηθεί ως εκτελεστή διοικητική πράξη, εντούτοις αυτή έχει απορροφηθεί από την τελική απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, ημερομηνίας 04.11.2016, την οποία ο αιτητής αμφισβήτησε ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου και στην οποία έχει ήδη εκδοθεί απορριπτική απόφαση (Π.Κ. ν Δημοκρατίας, Υπόθ. αρ. 23/2017, ημερ. 26.01.2018)[1].  Ως εκ τούτου, η παρούσα προσφυγή, η οποία επαναλαμβάνεται ότι καταχωρίστηκε μετά την έκδοση της απόφασης με την οποία επιβλήθηκε στον αιτητή η πειθαρχική ποινή της αναγκαστικής αφυπηρέτησης, ήταν εξ αρχής απαράδεκτη.

 

Όπως επεσήμανε η Πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην απόφαση Chrikar Trading Limited και Άλλοι ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2011) 3 ΑΑΔ 541:

 

«Ενόψει νομολογίας και συγγραμμάτων με βάση τα οποία σε μια σύνθετη διοικητική ενέργεια και αν ακόμα η κάθε μια εκ των συναρμολογουσών πράξεων διατηρεί τον εκτελεστό αυτής χαρακτήρα και μπορεί να προσβληθεί, από τη στιγμή που αυτή απορροφηθεί από την περατωθείσα διοικητική ενέργεια χάνει τον εκτελεστό της χαρακτήρα, κρίνουμε ότι δεν χρειάζεται να αποφασίσουμε στις παρούσες υποθέσεις αν η απόφαση της 2/8/2005 αποτελούσε εκτελεστή διοικητική πράξη ή όχι.  Τούτο γιατί και αν ακόμα η επιστολή της 2/8/2005 αποτελούσε εκτελεστή διοικητική πράξη που μπορούσε να προσβληθεί με προσφυγή, από τη στιγμή που αυτή ενσωματώθηκε στην τελική απόφαση της 21/8/2006 έχασε τον εκτελεστό της χαρακτήρα.

Η πιο πάνω νομική αρχή ότι από τη στιγμή που μια εκτελεστή διοικητική πράξη απορροφηθεί από νέα διοικητική πράξη χάνει την εκτελεστότητα της, εφαρμόστηκε στις υποθέσεις Κοινοπραξία Cyprus Airports Group v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 92/2004, ημερ. 8/1/2007 και Hewlett Packard Hellas E.P.E. v. Kυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1056/2004, ημερ. 15/1/2007, η οποία ουσιαστικά ακολούθησε την πρώτη.

Στην πρώτη υπόθεση (Κοινοπραξία Cyprus Airports Group) οι αιτητές είχαν προσβάλει απόφαση του Κεντρικού Συμβουλίου Προσφορών με την οποία τέθηκαν εκτός διαγωνισμού και επιλέγησαν άλλοι προσφοροδότες για να διαπραγματευθούν για τη σύναψη σύμβασης για το σχεδιασμό, ανέγερση, λειτουργία και διαχείριση των αεροδρομίων Λάρνακας και Πάφου.  Υπήρξε προδικαστική ένσταση ότι ο αποκλεισμός τους δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη.  Με ενδιάμεση απόφαση ημερ. 15/12/2004 το Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό των καθ' ων η αίτηση. Όταν όμως στη συνέχεια (13/6/2005), εκκρεμούσας της προσφυγής, εκδόθηκε τελική απόφαση για την κατακύρωση και ανάθεση του έργου σε άλλο προσφοροδότη, κρίθηκε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση (που με την ενδιάμεση απόφαση της 15/12/2004 κρίθηκε εκτελεστή), απώλεσε την εκτελεστότητα της αφού απορροφήθηκε στην τελική απόφαση και έτσι η προσφυγή απορρίφθηκε.

Εναντίον της πιο πάνω απόφασης καταχωρήθηκε έφεση (βλ. Κοινοπραξία Cyprus Airports Group v. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 437) η οποία επίσης απορρίφθηκε. Στις σελ. 442-443 η Ολομέλεια που εκδίκασε την έφεση επανέλαβε και υιοθέτησε τα πιο κάτω από την πρωτόδικη απόφαση:

«..... Το τι αποτελεί σύνθετη διοικητική πράξη και πότε προηγούμενες πράξεις έχουν το γνώρισμα της εκτελεστότητας και είναι δυνατή η προσβολή τους ξεχωριστά, το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέπεμψε, μεταξύ άλλων, στα πιο κάτω αποσπάσματα, τα οποία επαναλαμβάνουμε και υιοθετούμε.

Ο Σπηλιωτόπουλος στο «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», 9η έκδοση, στην παράγραφο 157 της σελίδας 162 αναφέρει τα ακόλουθα:

«Σύνθετη διοικητική ενέργεια υπάρχει, όταν οι σχετικές διατάξεις ορίζουν ότι για την επέλευση του τελικού έννομου αποτελέσματος απαιτούνται περισσότερες διαδοχικές διοικητικές πράξεις, η έκδοση κάθε μιας από τις οποίες είναι προϋπόθεση για την έκδοση της επόμενης, η δε τελευταία πράξη ενσωματώνει όλες τις προηγούμενες, οι οποίες έτσι αποβάλλουν την αυτοτέλειά τους.»

Στο σύγγραμα Η. Κυριακόπουλος «Ελληνικόν Διοικητικόν Δίκαιον», Γ. Ειδικό Μέρος, 4η Έκδοση στη σελίδα 98:

«Επί συνθέτου διοικητικής ενεργείας προκύπτει το ζήτημα: ποία ή ποίαι εκ των πλειόνων πράξεων, αίτινες αποτελούσι την σύνθετον διοικητικήν ενέργειαν, είναι προσβληταί δι' αιτήσεως ακυρώσεως;  Εφ' όσον αι πράξεις αύται, και διακεκριμένως λαμβανόμεναι, κέκτηνται το γνώρισμα της εκτελεστότητος, είναι δυνατή η απόσπασις και η προσβολή κεχωρισμένως και αυτοτελώς εκάστης τούτων, αλλά μόνον μέχρι της εκδόσεως της τελευταίας πράξεως, δι' ης περατούται η διοικητική ενέργεια. Μετά την περάτωσιν όμως ταύτης, μόνον η περατώσασα αυτήν πράξις υπόκειται εις προσβολήν επί ακυρώσει, ουχί δε και αυτοτελής, μεμονωμένη και ενδιάμεσος τις πράξις τούτο δε ισχύει και εν ή έτι περιπτώσει οι λόγοι ακυρώσεως αφορώσιν ουχί αμέσως εις την πράξιν ταύτην άλλ' εις ενδιάμεσον πράξιν, επειδή, μετά την επέλευσιν του τελικού αποτελέσματος, αι προηγηθείσαι πράξεις, συγχωνευόμεναι μετά της τελικής, αποβάλλουσι την ιδία των αυτοτέλειαν.  Δια της προσβολής όμως της τελευταίας πράξεως, θεωρούνται και αι προηγηθείσαι αυτής συμπροσβαλλόμεναι, ελεγχομένης και της νομιμότητος τούτων.»

 

Διαβάζουμε τα πιο κάτω στην υπόθεση Pavlos Varellas Trading Co. Ltd v. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 615, στη σελ. 637:

«Ακόμα και στην περίπτωση καθαρά ενδιάμεσων πράξεων που επιφέρουν δικό τους έννομο αποτέλεσμα, η εξήγηση της μη αναγνώρισης δυνατότητας αυτοτελούς προσβολής τους βρίσκεται στο γεγονός της ενσωμάτωσης-απορρόφησής τους στην τελική εκτελεστή πράξη.  Οπότε, κατά τον έλεγχο της νομιμότητας της τελευταίας, της σύνθετης δηλαδή, ελέγχεται, ως προπαρασκευαστική της, και η ενδιάμεση.»

(Δέστε και Αγαθαγγέλου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (Αρ.1) (1998) 3 Α.Α.Δ. 120, σελ. 125, Ηλία κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 884, σελ. 896, 897 (Πλήρης Ολομέλεια) και Κεραυνού κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 398,σελ.400).»

Πέραν των πιο πάνω και επί του ιδίου θέματος στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας 1929-1959 σελ. 244 αναφέρονται σχετικά τα ακόλουθα:

«Μετά την έκδοσιν της διοικητικής πράξεως της αποτελούσης το τέρμα της όλης συνθέτου διοικητικής ενεργείας, αύτη αποτελεί έκτοτε ενιαίαν πράξιν, πλήρως συντελεσθείσαν, και συνεπώς εφεξής προσβλητή είναι μόνον η τελευταία πράξις, ουχί δε αυτοτελώς μεμονωμένη και ενδιάμεσος πράξις, ήτις απώλεσε την ιδίαν αυτής αυτοτέλειαν συγχωνευθείσα εις την τελικήν.  Προσβαλλομένης όμως της τελικής πράξεως παραδεκτώς προβάλλονται και οι λόγοι αναγόμενοι εις τας μερικωτέρας και συγχωνευθείσας πράξεις, η διαπίστωσις δε της ακυρότητος τινός εξ αυτών επιφέρει την ακυρότητα των ακολουθησασών μερικωτέρων πράξεων, διά την έκδοσιν των οποίων η κριθείσα ως παράνομος αποτελεί νόμιμον προϋπόθεσιν.»

Είναι φανερό από όλα τα πιο πάνω ότι και αν ακόμη η απόφαση της 2/8/2005 μπορούσε να χαρακτηριστεί ως εκτελεστή διοικητική πράξη, από τη στιγμή που εκδόθηκε η τελική απόφαση της 21/8/2006 με την οποία επιβλήθηκε το διοικητικό πρόστιμο, η απόφαση της 2/8/2005 έχασε την εκτελεστότητα της και η μόνη εκτελεστή πράξη είναι αυτή της επιβολής του προστίμου δηλαδή της 21/8/2006. Επομένως οι προσφυγές εκείνες που προσέβαλαν την απόφαση της 2/8/2005 δεν μπορούν να προχωρήσουν αφού η απόφαση αυτή έχει απωλέσει τον εκτελεστό της χαρακτήρα.».

 

Βάσει των ανωτέρω η προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με €1.200 έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ' ων η αίτηση.

Α. ΖΕΡΒΟΥ, Δ.Δ.Δ.

 



[1] Ως οι ευπαίδευτοι δικηγόροι με πληροφόρησαν κατά την ακρόαση, εναντίον της εν λόγω απορριπτικής απόφασης έχει καταχωριστεί έφεση, η εκδίκαση της οποίας εκκρεμούσε μέχρι και την ημερομηνία επιφύλαξης της απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο