ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ  

   (Υπόθεση αρ. 1/2020)

28 Μαρτίου 2024

[ΓΑΒΡΙΗΛ, Δ.Δ.Δ.]

ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 1, 1Α, 2, 6, 9, 10, 11, 13, 14, 15, 18, 19, 22, 23, 24, 25, 26, 28, 30, 31, 33, 34, 35 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ, ΑΡΘΡΟ 109 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 2002, ΝΟΜΟΣ 141(Ι)/2002, ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 1-61 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΓΕΝΙΚΩΝ ΑΡΧΩΝ ΤΟΥ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1999, ΝΟΜΟΣ 158(Ι)/1999

 

N. K., ΑΛΛΩΣ N. K.,

Αιτητής

v.

 

1. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ TOY ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΔΙΑ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ

2. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟY ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ

3. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

 

Καθ’ ων η αίτηση.

……………………………

Τάσος Κουκούνης, για Ανδρέας Κουκούνης & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τον αιτητή.

Νικολέττα Νικολάου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΓΑΒΡΙΗΛ, Δ.Δ.Δ.: Με την υπό εκδίκαση προσφυγή, προσβάλλεται η νομιμότητα της απόφασης του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, ημερομηνίας 21.10.2019, με την οποία γνωστοποιήθηκε στον αιτητή η μη έγκριση της αιτήσεως που υπέβαλε για εγγραφή του, ως Κύπριου πολίτη, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 109(1) του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου, Ν. 141(Ι)/2002, ως αυτός έχει τροποποιηθεί.

 

  Στα γεγονότα της αίτησης ακυρώσεως, αναφέρεται πως ο αιτητής γεννήθηκε το έτος 1995 στην Επαρχία Κερύνειας, από μητέρα η οποία γεννήθηκε στο χωριό Μανδριά της Πάφου κι η οποία έχει την κυπριακή υπηκοότητα. Όπως αναφέρεται στην αίτηση ακυρώσεως, ο αιτητής υπέβαλε τον Ιανουάριο του 2019, μέσω  του δικηγόρου του, αίτημα για απόκτηση της κυπριακής υπηκοότητας κι εγγραφή του ως πολίτη της Κυπριακής Δημοκρατίας. Μετά από αλλεπάλληλες υπενθυμίσεις, προς τους καθ’ ων η αίτηση, γνωστοποιήθηκε στον δικηγόρο του αιτητή η απόφαση ημερομηνίας 21.10.2019, η νομιμότητα της οποίας αποτελεί το αντικείμενο της υπό κρίση προσφυγής, το περιεχόμενο της οποίας παραθέτω αυτούσιο:-

«Έχω οδηγίες να αναφερθώ στην επιστολή σας ημερ. 22/05/2019 σχετικά με το πιο πάνω θέμα και να σας ενημερώσω ότι η αίτηση δεν μπορεί να εγκριθεί καθότι η επιφύλαξη του άρθρου 109(1), δεν επιτρέπει την εγγραφή ως Κύπριου πολίτη, προσώπου του οποίου η είσοδος ή η παραμονή στην Κύπρο οποιουδήποτε των γονέων του ήταν παράνομη.

Περαιτέρω δεν εμπίπτει στα κριτήρια που έθεσε το Υπουργικό Συμβούλιο στις 14/02/2007 (αντίγραφο σας επισυνάπτεται) και για αυτό η εξέταση της αίτησης δεν μπορεί να προωθηθεί.

Ως εκ τούτου, η αίτηση τέθηκε σε λίστα αναμονής, ώστε να εξεταστεί ευνοϊκά σε περίπτωση επέκτασης των κριτηρίων του Υπουργικού Συμβουλίου.»

 

 

  Στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από την Δημοκρατία, εγέρθηκαν δύο προδικαστικές ενστάσεις. Πρώτον, ότι η προσφυγή είναι πρόωρη, καθότι δεν έχει ακόμα ληφθεί τελική απόφαση επί της αιτήσεως του αιτητή και συναφής, επ΄αυτής, προδικαστική ένσταση περί μη παρόδου του εύλογου χρόνου από την καταχώρησή της.

 

  Αναφέρεται στην Ένσταση, πως ο αιτητής είναι Τούρκος υπήκοος, γεννηθείς στην Κερύνεια το έτος 1995, από Τουρκοκύπρια μητέρα και Τούρκο πατέρα. Περί τις 14.3.2018 είχε υποβάλει αίτηση η μητέρα του αιτητή, για εγγραφή του υιού της, ως Κύπριου πολίτη. Σύμφωνα τα όσα καταγράφονται στις παραγράφους 4 – 7 της Ένστασης, ο πατέρας του αιτητή παραμένει παράνομα στην Κύπρο, αφού από τις ταυτότητες που εξέδωσε το ψευδοκράτος, τόσο στον ίδιο τον αιτητή, όσο και στον πατέρα, φαίνεται πως αυτοί διαμένουν στην Κερύνεια. Στις 21.10.2019 απεστάλη προς τον δικηγόρο του αιτητή, η πιο πάνω αναφερόμενη επιστολή, με την οποία το αίτημα, δεν ικανοποιήθηκε.

  Προς ακύρωση της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή υποστήριξε πως η διοίκηση έδρασε παράνομα και κατά κατάχρηση εξουσίας, αφού εκ των διατάξεων του άρθρου 109(1) του Ν. 141(Ι)/2002, έπρεπε το υποβληθέν αίτημα να τεθεί ενώπιον του Υπουργικού Συμβουλίου, προκειμένου το τελευταίο να αποφασίσει πως η περίπτωση του αιτητή δεν εμπίπτει στις εξαιρέσεις του άρθρου 109, αφού πληρούσε τα κριτήρια που τίθενται στις διατάξεις του προαναφερόμενου άρθρου. Σύμφωνα με τις θέσεις του αιτητή, δεν προκύπτει πως το αίτημα άχθηκε ενώπιον του Υπουργικού Συμβουλίου, προκειμένου αυτό να τύχει εξέτασης από το ίδιο, ως κεφαλαιώδους σημασίας.

 

  Κατά δεύτερον, υποβάλλεται πως ο ακριβής λόγος απόρριψης του αιτήματος, δεν καταγράφεται επί της προσβαλλόμενης αποφάσεως, η αιτιολογία της οποίας είναι αόριστη και ασαφής, αφού επ΄αυτής, δεν γίνεται καμία αναφορά πως η είσοδος ή παραμονή στην Δημοκρατία οποιουδήποτε εκ των γονέων του υπήρξε παράνομη και από πότε αυτοί διαμένουν παράνομα στην Κύπρο, γεγονός που κατά τις εισηγήσεις, καταδεικνύει πως δεν προηγήθηκε η δέουσα, υπό τις περιστάσεις, έρευνα σε σχέση με τα πραγματικά γεγονότα και το καθεστώς του αιτητή. Αντιθέτως, όπως υποστηρίζεται, οι καθ΄ων η αίτηση στηρίχθηκαν σε στοιχεία που είχε υποβάλει σε προγενέστερο χρόνο η μητέρα του αιτητή, ήτοι κατά την 14.3.2018, χωρίς να εξεταστεί το κατά πόσον η μητέρα του συνεχίζει να είναι ακόμα παντρεμένη με τον πατέρα του.

 

  Τέλος, υπεβλήθη κι ισχυρισμός περί αντισυνταγματικότητας των διατάξεων του άρθρου 109 του Ν. 141(Ι)/2002 και των κριτηρίων που έθεσε το Υπουργικό Συμβούλιο κατά τη συνεδρία του ημερομηνίας 14.2.2007, αφού κατά τις εισηγήσεις, δημιουργεί δυσμενή διάκριση των ατόμων που προέρχονται από την Τουρκική κοινότητα της Δημοκρατίας, παραβιάζοντας τις διατάξεις των Άρθρων 8, 9, 11, 12-35 και 27 του Συντάγματος. Επιπροσθέτως, υπεβλήθη εισήγηση περί παράβασης των γενικών αρχών του διοικητικού δικαίου, της αρχής της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης.  

  Προς υποστήριξη των προδικαστικών ενστάσεων που έχουν εγερθεί από την Δημοκρατία, η ευπαίδευτη συνήγορος, υποστήριξε πως η προσφυγή έχει καταχωρηθεί πρόωρα, αφού το αίτημα δεν έχει ακόμα απορριφθεί και πως η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι εκτελεστή διοικητική πράξη, λόγω του ότι με αυτήν, ο αιτητής απλώς πληροφορείται για μία κατάσταση πραγμάτων, ήτοι για το γεγονός πως η αίτησή του παραμένει σε εκκρεμότητα, προκειμένου αυτή να τύχει εξέτασης σε περίπτωση επέκτασης των κριτηρίων του Υπουργικού Συμβουλίου.

 

  Επί της ουσίας, απορρίπτονται όλοι οι ισχυρισμοί που προβάλλονται προς ακύρωση, αναφερόμενοι οι καθ’ ων η αίτηση στις διατάξεις του άρθρου 109(1) του Ν. 141(Ι)/2002, καθώς επίσης και στην απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου με αρ. 65.067, ημερομηνίας 14.2.2007, υποβάλλοντας πως η περίπτωση του αιτητή δεν εμπίπτει στα τιθέμενα κριτήρια, αφού γεννήθηκε μετά τις 20.7.1974, ο πατέρας του είναι Τούρκος υπήκοος και ο γάμος των γονέων του τελέστηκε μετά τις 20.7.1974. Υποβάλλεται πως η προσβαλλόμενη απόφαση είναι δεόντως αιτιολογημένη, έχει ληφθεί μετά από δέουσα έρευνα όλων των ουσιωδών ζητημάτων, ενώ ως προς τον ισχυρισμό περί αντισυνταγματικότητας των διατάξεων του άρθρου 109(1), η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση υπέδειξε πως δεν προβάλλεται με τη δέουσα εξειδίκευση, αλλά αρκείται σε μία απλή παράθεση των άρθρων του Συντάγματος που κατ’ ισχυρισμόν παραβιάζονται.

 

  Όπως αναφέρθηκε, η Δημοκρατία ήγειρε προδικαστική ένσταση περί μη εκτελεστότητας της προσβαλλόμενης διοικητικής απόφασης, λόγω του ότι κατά τις εισηγήσεις, το αίτημα του αιτητή δεν απορρίφθηκε, αλλά τέθηκε σε λίστα αναμονής, προκειμένου αυτό να τύχει εξέτασης, σε περίπτωση που το Υπουργικό Συμβούλιο επεκτείνει τα τιθέμενα, προς τούτο, κριτήρια, γεγονός για το οποίο ο αιτητής έτυχε ενημέρωσης.

 

  Δεν συμφωνώ με την πιο πάνω εισήγηση. Από το σώμα της προσβαλλόμενης απόφασης, ημερομηνίας 21.10.2019, που γνωστοποιήθηκε προς τον δικηγόρο του αιτητή, αναφέρεται ρητώς, πως «η αίτηση δεν μπορεί να εγκριθεί καθότι […] η είσοδος ή η παραμονή στην Κύπρο οποιουδήποτε των γονέων του ήταν παράνομη».

 

  Σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου η οποία πραγματεύεται την έννοια του όρου «εκτελεστή διοικητική πράξη», το κριτήριο για την εκτελεστότητα μίας διοικητικής απόφασης είναι η παραγωγή εννόμων αποτελεσμάτων, ήτοι η γένεση δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, μη υφισταμένων πριν από την έκδοσή της (Δημοκρατία ν. Sunoil Bunkering Ltd (1994) 3 Α.Α.Δ. 26, Γιασεμίδου κ.ά. ν. Δημοτ. Συμβουλίου κ.ά. (Αρ. 1) (1996) 3 Α.Α.Δ. 357, Γεναγρίτης ν. Δημοκρατίας (2001) 3Β Α.Α.Δ. 1029, Α.Ε. 7/2012 Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 2.10.2017, Α.Ε. 96/2011 Νικολάου ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 1.6.2018).

 

  Με την προσβαλλόμενη απόφαση, γνωστοποιούνται στον αιτητή δύο ζητήματα: πρώτον, η μη έγκριση του αιτήματος που υπέβαλε για εγγραφή του ως Κύπριος πολίτης, στη βάση των διατάξεων του άρθρου 109(1) του Νόμου και δεύτερον, η μη ένταξη της περίπτωσής του στα κριτήρια που έθεσε το Υπουργικό Συμβούλιο στις 14.2.2007 και επ’ αυτού, η υποβληθείσα αίτηση θα τεθεί σε λίστα αναμονής.

 

  Κρίνεται πως, επί του πρώτου σκέλους, ήτοι βάσει των νομοθετικών διατάξεων, το αίτημα που υπέβαλε ο αιτητής, έτυχε απόρριψης. Το διοικητικό όργανο που εξέτασε το αίτημα, έχει εκδηλώσει την βούλησή του και έχουν παραχθεί επί τούτου, έννομα αποτελέσματα, έναντι του αιτητή, που συνεπάγονται την άμεση εκτέλεσή τους, δια της δικαστικής οδού. Συνεπώς, η προδικαστική ένσταση, θα πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμη.

 

   Επί της ουσίας, η δυνατότητα προσώπου προς απόκτηση της ιδιότητας του πολίτη της Δημοκρατίας, δυνάμει γέννησης ή καταγωγής, παρέχεται εκ των διατάξεων του άρθρου 109 του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου, Ν. 141(Ι)/2002, ως έχει τροποποιηθεί, όπου αναφέρονται τα εξής:-

«109.-(1) Πρόσωπο που γεννήθηκε στην Κύπρο κατά ή μετά τη 16η Αυγούστου 1960, είναι πολίτης της Δημοκρατίας αν κατά το χρόνο της γέννησης του ήταν πολίτης της Δημοκρατίας οποιοσδήποτε γονέας αυτού ή, σε περίπτωση κατά την οποία δεν ζούσε ο γονέας αυτός κατά το χρόνο της γέννησης του εν λόγω προσώπου, ο γονέας αυτός θα εδικαιούτο, αν δεν είχε αποβιώσει, να καταστεί πολίτης της Δημοκρατίας:

Νοείται ότι οι διατάξεις του εδαφίου αυτού δεν εφαρμόζονται, εκτός αν το Υπουργικό Συμβούλιο διαφορετικά ήθελε διατάξει, σε περιπτώσεις όπου η είσοδος ή η παραμονή στην Κύπρο οποιουδήποτε των γονέων του εν λόγω προσώπου ήταν παράνομη.»

 

  Παράλληλα, το Υπουργικό Συμβούλιο, με την Απόφαση του με αρ. 65.067, ημερομηνίας 14.2.2007, αποφάσισε και κάποια κριτήρια, βάσει των οποίων είναι δυνατή η απόκτηση από πρόσωπο, της ιδιότητας πολίτη της Δημοκρατίας, ως ακολούθως:-

«(α) Παιδιά τα οποία γεννήθηκαν κατά ή πριν τις 20.07.1974

(β) Παιδιά των οποίων ο αλλοδαπός γονέας δεν είναι Τούρκος υπήκοος αλλά υπήκοος άλλης χώρας (ευρωπαίος υπήκοος ή άλλων χωρών με τις οποίες ισχύει το καθεστώς της αμοιβαιότητας)

(γ) Παιδιά που ο γάμος τους τελέστηκε στο εξωτερικό οποτεδήποτε ή στην Κύπρο πριν από τις 20.7.1974

(δ) Παιδιά των οποίων ο/η Τ/Κ πατέρας/μητέρα είχαν σχέσεις με Τούρκο υπήκοο ανεξάρτητα από τα γεγονότα του 1974 (λόγω σπουδών ή απασχόλησης εκτός Κύπρου)

(ε) Παιδιά που οι γονείς του κατοικούν στο μικτό χωριό Πύλα»

 

  Το αίτημα του αιτητή, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, δεν έτυχε έγκρισης, κατ’ εφαρμογή της επιφύλαξης του άρθρου 109(1) του Ν. 141(Ι)/2002, λόγω του ότι «η είσοδος ή η παραμονή στην Κύπρο οποιουδήποτε των γονέων του ήταν παράνομη». Από τον αιτητή, γίνεται αναφορά μόνο στο πρόσωπο της μητέρας του, η οποία είναι τουρκοκυπριακής καταγωγής και κάτοχος Κυπριακής υπηκοότητας, ενώ βάσει των νομοθετικών διατάξεων, θα πρέπει να εξετάζεται το καθεστώς και των δύο γονέων.

 

  Στον διοικητικό φάκελο που κατατέθηκε στη διαδικασία και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 1, περιέχεται αίτημα που υπεβλήθη εκ μέρους του αιτητή στις 14.3.2018 (σελιδώσεις 9-1), στο οποίο αίτημα είχε επισυναφθεί και υποβληθεί εκ μέρους του, το πιστοποιητικό γάμου των γονέων του, ο οποίος τελέστηκε στα κατεχόμενα στις 17.8.1990 (σελίδωση 7), η κυπριακή ταυτότητα της Τουρκοκύπριας μητέρας του (σελίδωση 6-3) και η Τουρκική ταυτότητα του πατέρα του (σελιδώσεις 2-1).

 

  Ανατρέχοντας στις διατάξεις του άρθρου 109(1), σε συνάρτηση με το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης, αλλά και του ίδιου του διοικητικού φακέλου, διαπιστώνω πως η προσβαλλόμενη απόφαση, καίτοι λακωνική, ως προς το λόγο απόρριψης της αιτήσεως, εντούτοις, διαφαίνεται πως το έρεισμα έκδοσής της, υπήρξε το καθεστώς του πατέρα του αιτητή, ο οποίος είναι Τούρκος υπήκοος και διαμένει στα κατεχόμενα παράνομα και συγκεκριμένα στην Κερύνεια.

 

  Στη βάση, επομένως, των εγγράφων που είχαν προσκομιστεί από τον αιτητή προς τους καθ’ ων η αίτηση, σε ανύποπτο χρόνο, καταλήγω πως ορθά η διοίκηση ενέταξε την περίπτωση του αιτητή, στην επιφύλαξη του άρθρου 109(1) του Νόμου.

  Δεν συμφωνώ με τις εισηγήσεις του αιτητή πως το υποβληθέν αίτημα θα έπρεπε να τεθεί ενώπιον του Υπουργικού Συμβουλίου για να αποφασίσει. Στην επιφύλαξη του άρθρου 109(1) του Νόμου, δεν τίθεται τέτοια δυνατότητα, δηλαδή, να εξετάζεται ad hoc κάθε περίπτωση ξεχωριστά. Αντιθέτως, το Υπουργικό Συμβούλιο, με την Απόφασή του με αρ. 65.067, ημερομηνίας 14.2.2007, έχει θέσει κάποια κριτήρια, στη βάση των οποίων είναι δυνατή η έγκριση αιτήσεων που τα πληρούν. Που δεν ήταν η περίπτωση του αιτητή.

 

  Λαμβανομένων υπόψη πως, από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου που ο ίδιος ο αιτητής είχε προσκομίσει προς τους καθ’ ων η αίτηση σε ανύποπτο προγενέστερο χρόνο, προέκυπτε πως ο πατέρας του αιτητή παραμένει παράνομα στην Κύπρο. Τούτο, ανεξαρτήτως του κατά πόσον η μητέρα του αιτητή εξακολουθεί να διαμένει μαζί του, ως υπήρξε εισήγηση εκ μέρους του αιτητή, αποδίδοντας στη διοίκηση παράλειψη προς διερεύνηση. Αφετέρου, κρίνεται ως νόμιμη κι η κατάληξη της διοίκησης, πως η περίπτωση του αιτητή δεν ενέπιπτε στα κριτήρια που έθεσε το Υπουργικό Συμβούλιο.

  Απορριπτέος, επίσης, τυγχάνει κι ο ισχυρισμός περί αντισυνταγματικότητας των διατάξεων του άρθρου 109 του Ν. 141(Ι)/2002 και των κριτηρίων που έθεσε το Υπουργικό Συμβούλιο κατά τη συνεδρία του ημερομηνίας 14.2.2007. Στα νομικά σημεία της αίτησης ακυρώσεως, γίνεται αριθμητική μόνον αναφορά σε διατάξεις Άρθρων του Συντάγματος που ο αιτητής διατείνεται πως οι πρόνοιες του άρθρου 109 του Ν. 141(Ι)/2002 αντίκεινται. Εντούτοις, καμία εξειδίκευση και ευκρίνεια εντοπίζεται, για έγερση τέτοιων ζητημάτων.

 

  Είναι πάγια κι αυστηρή η νομολογία ως προς την απαίτηση έγερσης λόγων αντισυνταγματικότητας με την δέουσα ευκρίνεια και λεπτομέρεια, λόγοι που θα πρέπει να προωθούνται και να αποδεικνύονται με πειστικά στοιχεία και κυρίως, να εγείρονται ευκρινώς στο σώμα της ίδιας της αιτήσεως ακυρώσεως (Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Δημοκρατία ν. Σπύρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 533, Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2009) 3 Α.Α.Δ. 655 και Χαραλάμπους ν. Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου (2012) 3 Α.Α.Δ 59, Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισμού v. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (2017) 3 Α.Α.Δ. 174).

 

  Στην Κουκκουρή (ανωτέρω), αποφασίστηκε ότι η δικογραφία αποτελεί το μέσο προσδιορισμού των επίδικων θεμάτων και ότι οι τελικές αγορεύσεις που καταχωρούνται, εξειδικεύουν τους λόγους της προσφυγής, που το Δικαστήριο καλείται να εξετάσει. Η αντισυνταγματικότητα νόμου, συνιστά νομικό θέμα ιδιάζουσας σπουδαιότητας και θα μπορούσε να εξεταστεί μόνον μετά τον επακριβή προσδιορισμό άρθρου του Νόμου και του Συντάγματος τα οποία συγκρούονταν μεταξύ τους (Α.Ε. 156/12 Haghilo ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 27.2.2018) και αφού προηγηθεί επακριβής προσδιορισμός του στα νομικά σημεία της αίτησης ακυρώσεως, με την απαιτούμενη σαφήνεια. Απλή και μόνον γενική και αόριστη επίκληση, δεν αρκεί (Περικλέους v Δήμου Κάτω Πολεμιδιών (2009) 3 Α.Α.Δ. 37).

 

  Βάσει όλων των ανωτέρω, η προσβαλλόμενη διοικητική απόφαση, κρίνεται ως ορθή και νόμιμη.

  Για τους λόγους που έχουν αναφερθεί, η προσφυγή απορρίπτεται. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, δυνάμει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος. 

 

  Εναντίον του αιτητή και υπέρ του καθ’ ου η αίτηση, επιδικάζονται €2.000 ως έξοδα.

                         

                       

 

  Γαβριήλ, Δ.Δ.Δ.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο