ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

Υπόθεση Αρ. 1199/2017

21 Μαρτίου, 2024 

[Φ. ΚΑΜΕΝΟΣ, ΔΔΔ.] 

Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

Ά. Α.

Αιτήτριας, 

-ΚΑΙ-

1. ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΦΟΙΤΗΤΙΚΗΣ ΜΕΡΙΜΝΑΣ

2. ΥΠΟΥΡΓΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

3. ΓΕΝΙΚΟ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Καθ' ων η αίτηση.

......... 

 

Θ. Αναστασιάδης, για Ανδρέας Θ. Μαθηκολώνης και Σία ΔΕΠΕ για Αιτήτρια

Δένα Μαρία Εργατούδη, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους καθ' ων η αίτηση

ΑΠΟΦΑΣΗ

Φ. Καμένος, ΔΔΔ.:   Με την προσφυγή της η Αιτήτρια αιτείται από το Δικαστήριο την ακύρωση της απόφασης των Καθ’ ων η αίτηση ημερομηνίας 31.05.2017 με την οποία απερρίφθη το αίτημα της για λήψη κρατικής φοιτητικής μέριμνας.

 

H Αιτήτρια γεννήθηκε το έτος 1980, είναι Κύπρια υπήκοος, η οποία γεννήθηκε στην Κυπριακή Δημοκρατία από ελληνοκύπριους γονείς και είναι τέκνο πολύτεκνης οικογένειας (πέντε αδέρφια).

 

Ως προκύπτει από αναφορές της ίδιας προς τη διοίκηση, το έτος 2005 μετέβη στην Ελλάδα, όπου και διέμεινε μέχρι τις αρχές του 2012. Κατά το χρόνο της εκεί παραμονής της γνώρισε τον μετέπειτα σύζυγό της, με τον οποίο έκαναν ένα τέκνο. Στις 05.01.2012 επανήλθε στην Κυπριακή Δημοκρατία και παντρεύτηκε στη Δημοκρατία με τον πατέρα του τέκνου της. Έκτοτε, παρέμεινε με το ανήλικο τέκνο της σε μόνιμη βάση στη Δημοκρατία, ο δε σύζυγός της κατόπιν κάποιων προβλημάτων με την εργασία και υγεία του απεχώρησε επιστρέφοντας στην Ελλάδα. Εν τέλει ο γάμος τους οδηγήθηκε σε διαζύγιο, το οποίο εξεδόθη από το Οικογενειακό Δικαστήριο Λάρνακας στις 04.11.2015.

 

Η Αιτήτρια ξεκίνησε τις σπουδές (μερικής φοίτησης) της σε ιδιωτικό πανεπιστήμιο στην Κυπριακή Δημοκρατία το εαρινό εξάμηνο του ακαδημαϊκού έτους 2015-2016 και συγκεκριμένα στις 08.02.2016. Στις 31.03.2016, υπέβαλε αίτηση για παροχή κρατικής φοιτητικής μέριμνας και οι Καθ’ ων η αίτηση της με επιστολή τους ημερ. 04.10.2016 απάντησαν ότι η φοιτητική χορηγία καταβάλλεται αφού συμπληρωθεί περίοδος σπουδών που αντιστοιχεί σε ένα τουλάχιστον εξάμηνο πλήρους φοίτησης.

 

Κατά το ακαδημαϊκό έτος 2016-2017,  η Αιτήτρια υπέβαλε αίτηση στις 14.03.2017 για παραχώρηση κρατικής φοιτητικής μέριμνας για την ίδια. Οι Καθ’ ων η αίτηση με επιστολή τους ημερομηνίας 04.05.2017 και με αναφορά στα ακαδημαϊκά έτη 2015/2016 και 2016/2017, της ζήτησαν όπως προσκομίσει περαιτέρω έγγραφα που αποδεικνύουν τη μόνιμη διαμονή της στη Δημοκρατία από τον Σεπτέμβριο 2010 μέχρι τον Σεπτέμβριο 2015.

 

Η Αιτήτρια τους απέστειλε επιστολή ημερομηνίας 11.05.2017, με την οποία αφού τους ανέφερε ότι επανήλθε για μόνιμη εγκατάσταση στη Δημοκρατία στις 05.01.2012, τους εξέθετε τις προσωπικές και οικονομικές της περιστάσεις καθώς και πληροφορίες ως προς τη διαμονή και εργασία της. 

 

Στις 31.05.2017, οι Καθ’ ων η αίτηση απέρριψαν την αίτηση της Αιτήτριας αναφέροντας της τα ακόλουθα:

 

«Έχω οδηγίες ν’ αναφερθώ στην αίτηση που υποβάλατε στην Υπηρεσία Φοιτητικής Μέριμνας του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, για κρατική φοιτητική μεριμνά για το ακαδημαϊκό έτος 2016/2017.

 

2. Σύμφωνα με τον περί Φοιτητικής Μέριμνας Νόμο του 2015, η κρατική φοιτητική μέριμνα παραχωρείται σε οικογένεια που είναι μόνιμος κάτοικος στις περιοχές που ελέγχονται από την Δημοκρατία και έχει τέκνο φοιτητή.  Μόνιμος κάτοικος σημαίνει άτομο ή οικογένεια το οποίο κατά τη διάρκεια των πέντε ετών πριν από την έναρξη των σπουδών για τις οποίες ζητεί φοιτητική χορηγία διέμενε μόνιμα στις περιοχές που ελέγχονται από τη Δημοκρατία, για περίοδο πενήντα τουλάχιστον μηνών.

 

3. Το αίτημά σας σχετικά με την φοιτήτρια Αχχχ Αχχχχχχχ εξετάστηκε προσεκτικά, δυστυχώς όμως δεν μπορεί να  εγκριθεί γιατί η οικογένειά σας σύμφωνα με στοιχεία που έχετε προσκομίσει, δε διέμενε στην Κύπρο κατά την διάρκεια των πέντε ετών πριν την έναρξη των σπουδών  του/της φοιτητή/τριας για τουλάχιστον πενήντα μήνες, με αποτέλεσμα να μη μπορείτε να θεωρηθείτε καθόλη τη χρονική διάρκεια του παρόντα κλάδου σπουδών της, μόνιμος/η κάτοικος Κύπρου.

 

(…)»

 

Στις 11.08.2017, η Αιτήτρια καταχώρησε την παρούσα προσφυγή. Μέσω των αγορεύσεων των ευπαίδευτων δικηγόρων της εγείρει αριθμό λόγων ακύρωσης. Σημειώνω ότι, είχε ζητήσει προσθήκη νέων λόγων ακύρωσης με αίτηση της ημερομηνίας 07.10.2022, η οποία απερρίφθη με την ενδιάμεση απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου ημερομηνίας 31.10.2023.

 

Κατά τις διευκρινίσεις ημερομηνίας 04.12.2023, ο ευπαίδευτος συνήγορος της Αιτήτριας ανέπτυξε τους πιο πάνω λόγους ακύρωσης και περαιτέρω υπέδειξε ότι, ανεξάρτητα της απόρριψης της αίτησης για την προσθήκη των νέων νομικών σημείων, εφόσον τα σημεία αυτά αφορούν ισχυριζόμενη παράβαση προνοιών κοινοτικών νομοθεσιών, το Δικαστήριο μπορεί και αυτεπαγγέλτως να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση εάν διαπιστώσει παράβαση τέτοιων προνοιών.

 

Ξεκινώντας από το τελευταίο αυτό σημείο, οφείλω εξ αρχής να σημειώσω τη διαφωνία μου στον ισχυρισμό του ευπαίδευτου συνηγόρου. Πάγια νομολογία υποστηρίζει, αξιωματικά θα έλεγα, ότι οι λόγοι ακύρωσης πρέπει να είναι δεόντως δικογραφημένοι επί της αίτησης ακύρωσης και αυτό δεν αφίσταται αναφορικά με λόγους, οι οποίοι άπτονται κοινοτικής νομοθεσίας.

 

Αυτό προκύπτει ευθέως από την απόφαση στην Έπαυλις Kομήτης Λτδ ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2009) 3 ΑΑΔ 342, στην οποία το Ανώτατο Δικαστήριο ρητώς ανέφερε ότι η μη τήρηση Ευρωπαϊκής Οδηγίας (εν προκειμένω Ευρωπαϊκής Οδηγίας Αρ. 1774/2002), «αναμφιβόλως δεν αποτελεί θέμα δημόσιας τάξης για να εξεταστεί αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο», όπως εισηγούνταν οι εφεσείοντες.

 

Παρομοίως και στην Αναθ. Έφ. 156/2012 Mustafa Haghilo v. Δημοκρατίας ημερομηνίας 27.02.2018, αναφέρθηκε ότι ο τρόπος σύνταξης των νομικών σημείων «χωρίς επίκληση της συγκεκριμένης πρόνοιας του Νόμου ή των αρχών του Διοικητικού ή Ευρωπαϊκού  Δικαίου που κατ' ισχυρισμόν παραβιάζει η προσβαλλόμενη πράξη μαζί με τα γεγονότα που συνιστούν την αιτιολογία, καθιστά το νομικό πλαίσιο ανεπαρκές προς εξέταση».

 

Συνεπώς, δεν τίθεται ζήτημα αυτεπάγγελτης εξέτασης οποιουδήποτε λόγου ακύρωσης και προχωρώ να εξετάσω τους λόγους ακύρωσης, οι οποίοι αναπτύσσονται (κατόπιν δέουσας δικογράφησής τους) στις αγορεύσεις της Αιτήτριας.

 

Εγείρονται οι ισχυρισμοί ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι αναιτιολόγητη, προϊόν πλημμελούς έρευνας και πλάνης περί τα πράγματα και τον Νόμο καθώς και ότι λήφθηκε κατά παράβαση της Αρχής της Χρηστής Διοίκησης.

 

Κεντρικό σημείο της όλης διαφοράς ως αναπτύχθηκε στις αγορεύσεις των διαδίκων, είναι η διαφορετική αντίληψη των μερών ως προς τη γέννηση ή μη του δικαιώματος λήψης της επίδικης φοιτητικής χορηγίας αναφορικά με την Αιτήτρια αλλά και ειδικότερα αναφορικά με τον χρόνο για τον οποίο η χορηγία αξιώθηκε και αντίστοιχα απερρίφθη από τη Διοίκηση.

 

Όπως προκύπτει από την ανωτέρω εκτεθείσα αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης, η οποία περιέχεται στην επιστολή των Καθ’ ων η αίτηση ημερομηνίας 31.05.2017, οι Καθ’ ων η αίτηση θεώρησαν ότι η Αιτήτρια δεν ήταν μόνιμη κάτοικος Κύπρου για πενήντα τουλάχιστον μήνες κατά την διάρκεια των πέντε ετών πριν την έναρξη των σπουδών για τις οποίες ζητήθηκε η χορηγία με αποτέλεσμα να μη μπορεί να θεωρηθεί καθόλη τη χρονική διάρκεια του κλάδου σπουδών της, μόνιμη κάτοικος Κύπρου.

 

Η Αιτήτρια θεωρεί ότι, η προσβαλλόμενη πράξη είναι καταρχάς αναιτιολόγητη καθότι οι Καθ΄ ων η αίτηση δεν αιτιολογούν πως μετρούν τους μήνες διαμονής της Αιτήτριας ώστε να γίνει κατανοητή η απόφασή τους.

 

Επιπλέον, και πιο σημαντικά, θέτει ότι οι Καθ’ ων η αίτηση ερμήνευσαν εσφαλμένα τον περί Φοιτητικής Μέριμνας Νόμο του 2015 ως είχε κατά τους επίδικους χρόνους (εφεξής ο «Νόμος») καθότι το αίτημα της Αιτήτριας αφορούσε το ακαδημαϊκό έτος 2016/2017, στο οποίο ενεγράφη τον Σεπτέμβριο 2016 και για το οποίο εμφανώς πληρούσε την απαίτηση της κατ’ ελάχιστον 50 μηνών διαμονής εντός των προηγούμενων πέντε ετών.

 

Συναφώς η Αιτήτρια θεωρεί ότι οι Καθ’ ων η αίτηση δεν ερεύνησαν ορθώς την αίτησή της δεδομένου ότι η Αιτήτρια αιτήθηκε της επίδικης χορηγίας για το ακαδημαϊκό εξάμηνο 2016/2017 που πληρούσε τις πρόνοιες του Νόμου και όχι για το ακαδημαϊκό εξάμηνο 2015/2016, για το οποίο οι Καθ΄ων η αίτηση με την επιστολή τους ημερ. 04.05.2017 εσφαλμένα ζητούσαν στοιχεία και φαίνεται ότι τελικά έλαβαν υπόψη για απόρριψη της αίτησης της.

 

Τέλος η Αιτήτρια παραπονείται ότι με την επίδικη απόφαση παραβιάζεται η αρχή της χρηστής διοίκησης καθότι ενώ στην πρώτη αίτησή της, της είχε αναφερθεί ότι ως φοιτήτρια μερικής φοίτησης, δεν είναι δικαιούχος της χορηγίας λόγω μη συμπλήρωσης του εξαμήνου που απαιτείται πριν την υποβολή της αίτησης, τελικά απέρριψαν την υπό κρίση νεώτερη αίτησή της μόνο με την αναφορά ότι δεν θεωρείται μόνιμη κάτοικος Κύπρου. Αυτό μάλιστα παρά το ότι προφορικώς, ως ο ισχυρισμός, το μόνο που οι Καθ’ ων η αίτηση της ζητούσαν ήταν να αποστείλει τις πιστωτικές της μονάδες έτσι ώστε όταν συμπληρωθούν οι απαιτούμενες, να καταστεί δικαιούχος της σχετικής φοιτητικής χορηγίας.

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση από τη πλευρά της, με αναφορά στις πρόνοιες του Νόμου και δη των ορισμών «μόνιμος κάτοικος» του άρθρου 2 και «οικογένεια» του άρθρου 3 του Νόμου θέτει πρωτίστως ότι αυτό που λαμβάνεται υπόψη για την χορηγία, είναι ο χρόνος έναρξης του συνόλου των σπουδών και όχι το εκάστοτε ακαδημαϊκό έτος και άρα ότι η Αιτήτρια δεν μπορούσε να ήταν δικαιούχος της επίδικης χορηγίας καθότι από τα στοιχεία που η ίδια έφερε υπόψη στους Καθ’ ων η αίτηση, η ημερομηνία έναρξης του συνόλου των σπουδών της τοποθετείται στους 49 μήνες (και ολίγες ημέρες) μετά την επιστροφή της στην Κύπρο και άρα δεν πληροί την προϋπόθεση για 50 μήνες διαμονή που, κατά την ερμηνεία που δίδει, θέτει ο σχετικός ορισμός «μόνιμος κάτοικος» του άρθρου 2 του Νόμου. Παράλληλα αναφέρει ότι σε κάθε περίπτωση, από τα προσκομισθέντα  στοιχεία και πιστοποιητικά, ούτε οι 49 μήνες αποδεικνύονται επαρκώς.

 

Περαιτέρω, με παραπομπή στην απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου στην Προσφυγή 208/2017 Μιχαηλίδη ν. Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού ημερομηνίας 30.09.2019 και σε νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου (βλ. Προσφ. Αρ. 2146/2006 Ανδρούλλα Ανθίμου ν. Υπουργικού Συμβουλίου ημερ. 05.06.2008 κ.α) απαντά ότι οι Καθ’ ων η αίτηση εφάρμοσαν τις πρόνοιες του Νόμου και άρα σε καμία περίπτωση τίθεται ζήτημα πλημμελούς έρευνας, πλάνης ή παράβασης της αρχής της Χρηστής Διοίκησης.

Έχω μελετήσει με ιδιαίτερο ενδιαφέρον την επιχειρηματολογία των μερών. Ξεκινώ με τον ισχυρισμό περί πλημμελούς αιτιολογίας.

 

Με την επιστολή τους ημερομηνίας 04.05.2017 οι Καθ’ ων η αίτηση με αναφορά στα ακαδημαϊκά έτη 2015/2016 και 2016/2017, ζήτησαν από την Αιτήτρια όπως προσκομίσει περαιτέρω έγγραφα που αποδεικνύουν τη μόνιμη διαμονή της στη Δημοκρατία από τον Σεπτέμβριο 2010 μέχρι τον Σεπτέμβριο 2015. Ακολούθως, στην προσβαλλόμενη απόφασή τους αναφέρουν ότι η αίτηση της Αιτήτριας δεν μπορεί να  εγκριθεί γιατί «η οικογένειά σας σύμφωνα με στοιχεία που έχετε προσκομίσει, δε διέμενε στην Κύπρο κατά την διάρκεια των πέντε ετών πριν την έναρξη των σπουδών  του/της φοιτητή/τριας για τουλάχιστον πενήντα μήνες, με αποτέλεσμα να μη μπορείτε να θεωρηθείτε καθόλη τη χρονική διάρκεια του παρόντα κλάδου σπουδών της, μόνιμος/η κάτοικος Κύπρου».

 

Παράλληλα, σε σχετικό τυποποιημένο έγγραφο το οποίο φέρει ημερομηνία 26.05.2017 και στο οποίο καταγράφεται το ετήσιο  ακαθάριστο εισόδημα της Αιτήτριας  (αναφέρεται το ποσό των 6.716,31 ευρώ), αναφέρεται η ακόλουθη παρατήρηση προς το σκοπό απόρριψης της αίτησης της Αιτήτριας:  «Μη μόνιμος κάτοικος Κύπρου 5 χρόνια πριν. Απορρίπτεται κατόπιν εντολής του κ. Μχχχχχχχ».

 

Η επιστολή ημερομηνίας 04.05.2017, η οποία προηγήθηκε της προσβαλλόμενης πράξης ουσιαστικά φανερώνει ότι οι Καθ’ ων η αίτηση διερεύνησαν και έλαβαν υπόψη το διάστημα πέντε ετών από Σεπτέμβριο 2010 έως Σεπτέμβριο 2015, χρονικό όμως διάστημα το οποίο δε συνδέεται με την Αιτήτρια, δεδομένου ότι δεν είχε καν εγγραφεί τον Σεπτέμβριο 2015 στο Πανεπιστήμιο, στη δε προσβαλλόμενη αλλά και στο έγγραφο ημερομηνίας 26.05.2017 ουδέν αναφέρεται ως προς τον χρόνο που ελήφθη υπόψη. Αυτό άρα δημιουργεί κενό αιτιολογίας, το οποίο δεν δύναται να αναπληρωθεί/συμπληρωθεί με αναδρομή στα στοιχεία του διοικητικού φακέλου.

 

Ως ανέφερα πιο πάνω, η ευπαίδευτη συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση, στην ανάλυσή της, ανέπτυξε την ερμηνεία των Καθ’ ων η αίτηση ως προς τις πρόνοιες του Νόμου, των ορισμών «μόνιμος κάτοικος» και «οικογένεια» και τον (κατά την εισήγηση των Καθ’ ων η αίτηση) ορθό τρόπο υπολογισμού των πέντε ετών και των πενήντα μηνών που προβλέπει ο ορισμός «μόνιμος κάτοικος». Επιπλέον, αναφέρθηκε και στο ότι από τα στοιχεία που η Αιτήτρια προσκόμισε δεν αποδεικνύονταν ούτε οι 49 μήνες μόνιμής της διαμονής. Οι αναφορές όμως αυτές, οι οποίες διαπιστώνω ότι επαναλαμβάνουν τα όσα αναφέρονται στο έγγραφο «έκθεση γεγονότων», που ετοιμάστηκε από τους Καθ΄ ων η αίτηση και εστάλη στη νομική υπηρεσία με την επιστολή των Καθ’ ων η αίτηση ημερ. 30.10.2017 για σκοπούς ετοιμασίας της ένστασης στα πλαίσια της παρούσας προσφυγής, ασφαλώς και δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη προς συμπλήρωση ή αναπλήρωση της αιτιολογίας.

 

Εκτός του ότι είναι σταθερά νομολογημένο ότι αναφορές δικηγόρων σε αγορεύσεις δεν αναπληρώνουν αιτιολογία [Φράγκου Στέφανος ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 270], ως προς την αξία του εγγράφου «έκθεση γεγονότων», στην πρόσφατη απόφαση του Εφετείου στην Ε.Δ.Δ. 97/2019 Eddin ν. Δημοκρατίας, ημερ. 14.11.2023, αναφέρθηκε:

 

«Είναι γεγονός ότι, εντοπίζεται στο φάκελο, τον οποίο καταχώρισε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου η εφεσίβλητη, επιστολή λειτουργού της εφεσίβλητης προς τη Νομική Υπηρεσία ημερομηνίας 16.2.2018, ήτοι έντεκα (11) περίπου μήνες μετά την καταχώρηση της προσφυγής, με επισυναπτόμενη αυτής έκθεση γεγονότων, βάσει των οποίων συντάχθηκε και η ένσταση της εφεσίβλητης και, ιδίως, τα γεγονότα αυτής. Σ' αυτή γίνεται αναφορά και επίκληση διάφορων «γεγονότων», τα οποία, κατά την εφεσίβλητη (και το πρωτόδικο δικαστήριο) δικαιολογούν, ως εύλογο, τον διαρρεύσαντα χρόνο για λήψη απόφασης σε σχέση με την αίτηση του εφεσείοντα. Η ένσταση, όμως και δη, οι εκεί αναφορές στα όποια γεγονότα δεν συνιστούν per se τεκμηρίωση αυτών, όπως κατ' ουσία ισχυρίζεται η εφεσίβλητη, αλλά ισχυρισμούς, οι οποίοι οφείλουν να αντανακλούν το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης, από το οποίο και πρέπει να αποδεικνύονται. 

 

Όφειλαν, εν προκειμένω οι Καθ’ ων η αίτηση να είχαν αιτιολογήσει την απόφασή τους κατά τον χρόνο λήψης της και δη κατά τον χρόνο που προηγήθηκε αυτής. Δεν μπορεί η αιτιολογία να αναπληρωθεί, συμπληρωθεί ή διευκρινιστεί πόσο μάλλον να διορθωθεί εκ των υστέρων κατόπιν της δικαστικής προσβολής της διοικητικής απόφασης.

 

Με τα ως άνω δεδομένα, η προσβαλλόμενη πράξη είναι πράγματι αναιτιολόγητη και δεν μπορεί να αποκλειστεί πλάνη της διοίκησης και άρα ακυρωτέα για τους λόγους αυτούς.

 

Παρά τη πιο πάνω διαπίστωσή μου, θεωρώ για σκοπούς πληρότητας της παρούσας ότι ορθό είναι να καταγράψω και τη θεώρησή μου επί των ισχυρισμών των μερών ως προς την ερμηνεία των σχετικών και αμφισβητούμενων προνοιών του Νόμου, δεδομένου ότι και οι δύο πλευρές επικεντρώθηκαν στις αγορεύσεις τους στις πρόνοιες αυτές. 

 

Το άρθρο 2 του Νόμου προνοεί, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα (η έμφαση είναι του Δικαστηρίου):

 

«κρατική φοιτητική μέριμνα» σημαίνει τη φοιτητική χορηγία και τα φοιτητικά επιδόματα που καταβάλλονται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου

 

«κύκλος σπουδών» σημαίνει προπτυχιακό ή μεταπτυχιακό κύκλο σπουδών

 

«μερική φοίτηση» σημαίνει τη φοίτηση που ισοδυναμεί με μικρότερο αριθμό πιστωτικών μονάδων ή άλλων μονάδων μέτρησης σπουδών από τον αριθμό που καθορίζεται ως πλήρης φοίτηση από το εκάστοτε εκπαιδευτικό ίδρυμα∙

 

«μεταπτυχιακός κύκλος σπουδών» περιλαμβάνει προγράμματα σπουδών δεύτερου κύκλου για τα οποία βασικό προσόν πρόσβασης αποτελεί τίτλος σπουδών σε προπτυχιακό κύκλο σπουδών ή ισοδύναμο προσόν∙

 

«μόνιμος κάτοικος» σημαίνει οικογένεια της οποίας τα μέλη κατά τη διάρκεια των πέντε (5) ετών πριν από την έναρξη των σπουδών για τις οποίες ζητείται κρατική φοιτητική μέριμνα διέμεναν μόνιμα και νόμιμα στις περιοχές που ελέγχονται από τη Δημοκρατία, για περίοδο πενήντα (50) τουλάχιστον μηνών

 

«οικογένεια» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 3

 

«οικογενειακό εισόδημα» σημαίνει το συνολικό ετήσιο ακαθάριστο εισόδημα που αποκτήθηκε από οικογένεια εντός του έτους, το οποίο προηγείται κατά ένα (1) έτος από την 1η Ιανουαρίου του ακαδημαϊκού έτους για το οποίο καταβάλλεται η κρατική φοιτητική μέριμνα και το οποίο προέρχεται από–

 

(…)

 

«προπτυχιακός κύκλος σπουδών» περιλαμβάνει προγράμματα σπουδών πρώτου κύκλου για τα οποία βασικό προσόν πρόσβασης αποτελεί το απολυτήριο λυκείου ή ισοδύναμο προσόν∙

 

«φοιτητής» σημαίνει Κύπριο πολίτη ή πολίτη της Ένωσης, ο οποίος είναι μόνιμος κάτοικος της Δημοκρατίας και ο οποίος φοιτά τακτικά σε πρόγραμμα σπουδών για την απόκτηση τίτλου σπουδών που απονέμεται από –

 

(α) δημόσιο πανεπιστήμιο της Δημοκρατίας, ή

 

(β) δημόσια σχολή τριτοβάθμιας εκπαίδευσης της Δημοκρατίας, ή

 

(γ) ιδιωτικό πανεπιστήμιο της Δημοκρατίας, ή

 

(…)

 

όπως τα αναφερόμενα στις πιο πάνω παραγράφους (α) έως (στ) βεβαιώνονται από τους αρμόδιους φορείς της Δημοκρατίας και ο όρος «φοιτητής» περιλαμβάνει και φοιτητή που δεν είναι Κύπριος πολίτης ή πολίτης της Ένωσης, του οποίου ο ένας (1) από τους δύο (2) γονείς είναι Κύπριος πολίτης ή πολίτης της Ένωσης, και εφόσον ο φοιτητής έχει αποφοιτήσει από σχολή µέσης εκπαίδευσης της Δημοκρατίας∙

 

«φοιτητικά επιδόματα» σημαίνει τα επιδόματα που καταβάλλονται, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 5∙

 

«φοιτητική χορηγία» σημαίνει τη χορηγία που καταβάλλεται, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 4, αναφορικά µε την κανονική διάρκεια σπουδών, που απαιτείται για την απόκτηση ενός (1) µόνο τίτλου σπουδών εκάστου κύκλου σπουδών

 

Το άρθρο 3 του Νόμου προβλέπει:

 

«3. Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, οικογένεια αποτελούν–

 

«(…)

(στ) φοιτητής/τρια χήρος/α, διαζευγμένος/η και τα τέκνα αυτού/ης που ζουν κάτω από την ίδια στέγη:

 

Νοείται ότι, στις περιπτώσεις που αναφέρονται στις παραγράφους (β), (γ) και (στ), όταν ο πατέρας ή η μητέρα ή ο/η φοιτητής/τρια, ανάλογα με την περίπτωση, έχει συνάψει νέο γάμο, η/ο νυν σύζυγος και τα τέκνα αυτής/ού που ζουν κάτω από την ίδια στέγη, συνυπολογίζονται στην έννοια της οικογένειας».

 

Το άρθρο 4 του Νόμου προβλέπει (η έμφαση είναι του Δικαστηρίου):

 

«4.-(1) Η φοιτητική χορηγία παραχωρείται σε οικογένεια της οποίας τα μέλη είναι μόνιμοι κάτοικοι στις περιοχές που ελέγχονται από τη Δημοκρατία εφόσον-

 

(α) Έχει τέκνο φοιτητή, για τις περιπτώσεις που ορίζονται στις παραγράφους (α) έως (γ) του άρθρου 3, ή

 

(β) περιλαμβάνει φοιτητή, προκειμένου για τις περιπτώσεις που ορίζονται στις παραγράφους (δ) έως (στ) του άρθρου 3, για την απόκτηση ενός μόνο τίτλου σπουδών, στον κάθε κύκλο σπουδών, εφόσον η οικογένεια πληροί τα εισοδηματικά και περιουσιακά κριτήρια που καθορίζονται στο Παράρτημα.

 

(2) (…)

 

(3) Το ύψος της φοιτητικής χορηγίας που παραχωρείται δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1), προβλέπεται στο Παράρτημα.

 

(4) Το μέγιστο ποσό φοιτητικής χορηγίας που μπορεί να παραχωρηθεί ανά ακαδημαϊκό έτος είναι αυτό που αντιστοιχεί σε πλήρη φοίτηση ενός ακαδημαϊκού έτους.

 

(5) Στις περιπτώσεις μερικής φοίτησης -

 

(α) Το ύψος της φοιτητικής χορηγίας είναι ανάλογο με τον αριθμό των πιστωτικών μονάδων ή άλλων μονάδων μέτρησης σπουδών, που αντιστοιχούν στα μαθήματα, στα οποία έχει εγγραφεί ο φοιτητής στο εκάστοτε ακαδημαϊκό έτος, και

 

(β) η φοιτητική χορηγία καταβάλλεται αφού συμπληρωθεί περίοδος σπουδών που αντιστοιχεί σε ένα (1) τουλάχιστον εξάμηνο πλήρους φοίτησης.

 

(6) (…).

 

Το δε άρθρο 12 του Νόμου προβλέπει (έμφαση και υπογράμμιση του Δικαστηρίου):

 

«12.-(1) Απαραίτητη προϋπόθεση για την καταβολή της κρατικής φοιτητικής μέριμνας που παραχωρείται, δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 4 και 5 είναι η υποβολή αίτησης στον τύπο που εγκρίνει για το σκοπό αυτό ο Διευθυντής, η οποία πρέπει να συνοδεύεται από τα δικαιολογητικά και τις βεβαιώσεις που ο Διευθυντής θεωρεί αναγκαία για την εξέτασή της και τα οποία αναφέρονται στην αίτηση.

 

(2) Κάθε αίτηση για την παραχώρηση της κρατικής φοιτητικής μέριμνας, που καταβάλλεται δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 4 και 5, υποβάλλεται το αργότερο μέχρι την 31η Μαρτίου του τρέχοντος ακαδημαϊκού έτους.

 

(3) Παράλειψη υποβολής αίτησης στην προθεσμία που καθορίζεται στο εδάφιο (2) συνεπάγεται απώλεια του δικαιώματος για κρατική φοιτητική μέριμνα.

 

(4)(α) Όταν η φοίτηση παρέχεται κατά ακαδημαϊκό έτος, η αίτηση συνοδεύεται από πιστοποιητικό που να επιβεβαιώνει ότι ο φοιτητής παρακολούθησε τακτικά τα μαθήματα του πρώτου τριμήνου/εξαμήνου φοίτησης του εκπαιδευτικού ιδρύµατος (β) Όταν η φοίτηση είναι κατά τρίμηνα ή εξάμηνα, προσκομίζεται επιπρόσθετα και εγγραφή για το δεύτερο-τρίτο τρίμηνο ή εξάμηνο».

 

Στους ορισμούς του άρθρου 2 του Νόμου καταγράφεται ότι «μόνιμος κάτοικος» σημαίνει οικογένεια, της οποίας τα μέλη κατά τη διάρκεια των πέντε (5) ετών πριν από την έναρξη των σπουδών για τις οποίες ζητείται κρατική φοιτητική μέριμνα διέμεναν μόνιμα και νόμιμα στις περιοχές που ελέγχονται από τη Δημοκρατία, για περίοδο πενήντα (50) τουλάχιστον μηνών.

 

Είναι αντιληπτό ότι η πιο πάνω πρόνοια αποτελεί το αιτιολογικό έρεισμα της προσβαλλόμενης πράξης. Η Διοίκηση, ως τουλάχιστον ισχυρίζεται στις αγορεύσεις της στα πλαίσια της παρούσας (αναφέρθηκα ήδη στο ελλειμματικό της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης) υποβάλλει ότι η Αιτήτρια, ως διαζευγμένη μητέρα ανήλικου τέκνου, είναι η αιτούσα τη χορηγία «οικογένεια» και ως «έναρξη των σπουδών για τις οποίες ζητείται κρατική φοιτητική μέριμνα» πρέπει να εκλαμβάνεται η έναρξη του συνόλου των σπουδών και όχι του εκάστοτε ακαδημαϊκού έτους. Την αντίθετη θεώρηση της Αιτήτριας την κατέγραψα ήδη.

 

Από το πλέγμα των προνοιών, στις οποίες παρέπεμψα πιο πάνω εν εκτάσει, διαπιστώνω καταρχάς ότι ο Νόμος προβλέπει διαδικασία αίτησης για παροχή της κρατικής φοιτητικής χορηγίας ανά ακαδημαϊκό έτος και όχι εφάπαξ για το σύνολο  των σπουδών. Περαιτέρω, το άρθρο 4(4) του Νόμου, στο οποίο ρητώς παραπέμπει ο ορισμός «φοιτητική χορηγία» του άρθρου 2 του Νόμου, προνοεί περί μέγιστου ποσού φοιτητικής χορηγίας που μπορεί να παραχωρηθεί ανά ακαδημαϊκό έτος και όχι για το σύνολο του χρόνου σπουδών. Κατ’ ανάλογο τρόπο, το εδάφιο (5) του άρθρου 4, το οποίο ρυθμίζει τις περιπτώσεις μερικής φοίτησης, ως η Αιτήτρια, ομιλεί περί υποχρεωτικής συμπλήρωσης περιόδου σπουδών τουλάχιστον ενός εξαμήνου πλήρους φοίτησης προκειμένου ο φοιτητής να μπορεί να του καταβληθεί για το εκάστοτε ακαδημαϊκό έτος η σχετική φοιτητική χορηγία.

 

Το εδάφιο (3) του άρθρου 4 του Νόμου προνοεί ότι το ύψος της φοιτητικής χορηγίας που παραχωρείται δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) του ιδίου άρθρου, προβλέπεται στο Παράρτημα του Νόμου, το οποίο προνοεί περί κλιμάκων του ετήσιου ακαθάριστου οικογενειακού εισοδήματος της δικαιούχου οικογένειας αλλά και περί ετήσιου δικαιώματος στη λήψη  της χορηγίας αυτής.

 

Παράλληλα βέβαια και ο ορισμός «οικογενειακό εισόδημα» του άρθρου 2 προβλέπει ότι αυτό είναι το συνολικό ετήσιο ακαθάριστο εισόδημα που αποκτήθηκε από οικογένεια εντός του έτους, το οποίο προηγείται κατά ένα (1) έτος από την 1η Ιανουαρίου του ακαδημαϊκού έτους για το οποίο καταβάλλεται η κρατική φοιτητική μέριμνα.

 

Από τις ανωτέρω άρα νομοθετικές πρόνοιες, θεωρώ ότι η φοιτητική χορηγία, ως έχει προβλεφθεί στον Νόμο, δεν είναι ένα πάγιο ποσό εφάπαξ καθορισθέν αλλά είναι μεταβλητή, η οποία παραχωρείται και καταβάλλεται ανά ακαδημαϊκό έτος κατόπιν αίτησης, η οποία επίσης υποβάλλεται ενιαύσια και δεδομένων των κριτηρίων που τίθενται, μπορεί για ένα ακαδημαϊκό έτος σε έναν κύκλο σπουδών να εγκριθεί ενώ για άλλο ακαδημαϊκό έτος του ιδίου κύκλου σπουδών, εφόσον η αίτηση δεν πληροί της προϋποθέσεις και διατυπώσεις του Νόμου, να απορριφθεί. Νοείται βέβαια ότι στον Νόμο τίθενται κι άλλοι περιορισμοί όπως η παροχή της χορηγίας για συγκεκριμένη και κανονική διάρκεια κύκλου σπουδών, εξαιρέσεις από την παροχή φοιτητικής χορηγίας, κ.α.

 

Περαιτέρω, ενώ ο Νομοθέτης καθόρισε ρητώς και αναλυτικά τους ορισμούς του άρθρου 2 του Νόμου και εκεί εισήγαγε τον ορισμό «κύκλος σπουδών» (και «προπτυχιακός τίτλος σπουδών»), ορισμός περιγραφικός μιας ενιαίας ενότητας του συνόλου των σπουδών που οδηγεί στη λήψη ενός συγκεκριμένου τίτλου σπουδών, εντούτοις στον ορισμό «μόνιμος κάτοικος» προέβλεψε ως χρονικό σημείο (αναδρομικής) εκκίνησης των πέντε ετών την έναρξη αορίστως των «σπουδών» για τις οποίες ζητείται η χορηγία και όχι πχ την έναρξη του «κύκλου σπουδών», η οποία θα περιέγραφε επακριβώς και στα πλαίσια του συγκεκριμένου Νόμου ότι τα 5 έτη (και οι 50 μήνες) προηγούνται της έναρξης του συνόλου των σπουδών δηλαδή αυτές που αφορούν τον όλο κύκλο σπουδών και όχι τις σπουδές που αφορούν το χρονικό διάστημα, για το οποίο ζητείται η χορηγία που κατά ρητή νομοθετική πρόβλεψη (βλ. τις πρόνοιες στις οποίες αναφέρθηκα πιο πάνω) είναι η αιτούμενη ετησίως για κάθε ακαδημαϊκό έτος και όχι για το σύνολο του κύκλου σπουδών.

 

Ο Νόμος εξάρτησε ρητά την ετήσια υποβολή αίτησής για παραχώρηση της χορηγίας συνδέοντάς τη με σπουδές συγκεκριμένης χρονικής διάρκειας ανά ακαδημαϊκό έτος, γι’ αυτόν άλλωστε το λόγο, πέραν των λοιπών προνοιών, στις οποίες αναφέρθηκα, οι Καθ’ ων η αίτηση οφείλουν να ελέγχουν (άρθρο 12.4) εάν ο φοιτητής παρακολούθησε τακτικά τα μαθήματα του πρώτου τριμήνου ή εξαμήνου φοίτησης του ακαδημαϊκού έτους το οποίο αφορά ή όταν η φοίτηση είναι κατά τρίμηνα ή εξάμηνα, προσκομίζεται επιπρόσθετα και εγγραφή για το δεύτερο-τρίτο τρίμηνο ή εξάμηνο.

 

Ο αντίλογος ότι ο νομοθέτης στο άρθρο 2 προέβλεψε και ορισμό «ακαδημαϊκό έτος» άρα θα μπορούσε ενδεχόμενα να προβλέψει ρητώς ότι τα 5 έτη (και οι 50 μήνες) προηγούνται της έναρξης των σπουδών του ακαδημαϊκού έτους δε στερείται λογικής όμως δεν μπορεί και να λειτουργήσει σε αντίθεση με τις υπόλοιπες νομοθετικές πρόνοιες, οι οποίες ρητώς εξαρτούν τη χορηγία με κατ΄ έτος αξίωση της, κατ’ έτος έγκρισή της και κατ’ έτος παραχώρηση και εν τέλει καταβολή της ανά ακαδημαϊκό έτος οδηγώντας άρα στο συμπέρασμα της δυνατότητας παραχώρησης της στην υπό κρίση περίπτωση που οι πενήντα μήνες μόνιμης και νόμιμης διαμονής εντός των προηγούμενων πέντε ετών συμπληρώθηκαν μετά την 08.02.2016 αλλά σίγουρα πολύ πριν την έναρξη των σπουδών του ακαδημαϊκού έτους 2016/2017, για το οποίο η Αιτήτρια αιτήθηκε τη χορηγία.

 

Οι πρόνοιες του Νόμου άλλωστε δέον να ερμηνεύονται με τρόπο λειτουργικό [Στέλιος Κιτρομηλίδης ν. Αστυνομίας (2009) 2 ΑΑΔ 162] και ως ενιαίο σύνολο και δεν πρέπει να οδηγούν σε παράλογα αποτελέσματα [Τρύφωνος Ανδρέας ν. Γενικού Εισαγγελέα (2017) 3 ΑΑΔ 21]. Στην Υπόθεση Αρ. 1157/2011 Pafilia Property Developers Ltd ν. Υπουργείου Οικονομικών κ.α ημερ. 23.09.2014, το Ανώτατο Δικαστήριο ανέφερε:

 

«Οι λέξεις σ' ένα νομοθέτημα γενικά ερμηνεύονται με τη συνήθη τους σημασία, αλλά και με βάση τα συμφραζόμενα, έχοντας δε υπόψη το αντικείμενο και το σκοπό του νόμου. (Βλ. Δημοκρατία ν. Ματθαίου (1990) 3 ΑΑΔ.  Επίσης Halsbury's Laws of England, Τετάρτη Έκδοση, Τόμος 44, παραγρ. 863 - 873).   Η ερμηνεία πρέπει να είναι τέτοια που να μην οδηγεί σε παράλογα αποτελέσματα, αλλά στη λειτουργικότητα των νόμων».

 

Έχοντας λοιπόν υπόψη τις ανωτέρω νομοθετικές πρόνοιες τις οποίες εξέθεσα, δεν μπορώ να δεκτώ ότι η ορθή ερμηνεία του Νόμου είναι η προτεινόμενη από τους Καθ’ ων η αίτηση και άρα θεωρώ ότι ο ισχυρισμός της Αιτήτριας για πλάνη περί αυτού ευσταθεί.  

 

Παρά βέβαια την ερμηνεία στον Νόμο που δίδω πιο πάνω, οφείλω να αναγνωρίσω προς πίστη της διοίκησης, ότι στο κείμενο του, εντοπίζεται μια σχετική αοριστία, η οποία προφανώς επέδρασε και στην όλη εκ μέρους της αντιμετώπιση. Στη Cyprus International Roads Limited ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2009) 4 ΑΑΔ 877, καθορίστηκε ότι σε περίπτωση αοριστίας, το ζήτημα δέον να επιλύεται υπέρ του διοικούμενου. Μάλιστα η εν λόγω νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου αφορούσε φορολογικό νόμο. Ο (παρών) Νόμος δεν είναι μεν φορολογικός, όμως, όπως θα εξηγήσω πιο κάτω, θεσπίστηκε υπέρ των Κυπρίων πολιτών ως αντιστάθμισμα λόγω άρσης φορολογικών ελαφρύνσεων. Συνεπώς θεωρώ ότι παρέχει και εδώ καθοδήγηση προς όφελος του διοικούμενου.

 

Παράλληλα, στις περιπτώσεις που το νόημα των λέξεων ενός νομοθετήματος δεν είναι ξεκάθαρο, δεν επιλέγεται ούτως ή άλλως η αυστηρή γραμματική ερμηνεία αλλά μπορεί να εφαρμοστεί ο τελεολογικός κανόνας ερμηνείας, ώστε να εξακριβωθεί ο σκοπός του νομοθέτη. Προκειμένου να γίνει αντιληπτή η πρόθεση του Νομοθέτη απαιτείται η αναδρομή στην εισηγητική αυτού έκθεση, στη συζήτηση στη βουλή καθώς και στο κείμενο (και ιδίως στο προοίμιο) του υπό συζήτηση νόμου (Ιωαννίδου-Κουτσελίνη Μαρία και Άλλοι ν. Κυπριακής Δημοκρατίας και Άλλων (2014) 3 ΑΑΔ 361). Επ’ αυτού σημειώνω:

 

Ο Νόμος δεν ήταν ο πρώτος που ρύθμιζε τα περί παροχής φοιτητικής χορηγίας. Αντικατέστησε τον περί Παροχής Φοιτητικής Χορηγίας Νόμο του 2011 ως είχε τροποποιηθεί, ο οποίος είχε, με τη σειρά του, αντικαταστήσει τον περί Παροχής Ειδικών Χορηγιών Νόμο του 1996 (Ν. 77(I)/1996) ως είχε τροποποιηθεί.

 

Ως σημειώνει ο Έντιμος Δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου κ. Κραμβής στην απόφαση Birinci v. Δημοκρατίας (2006) 4 Α.Α.Δ. 117, και επιβεβαιώνεται και από τη συζήτηση στην ολομέλεια της βουλής προ της ψήφισής του (ΣΤ΄ Βουλευτική Περίοδος - Έκτακτη Σύνοδος 06.06.1996 - 15.07.1996, σελ 152), ο περί Παροχής Ειδικών Χορηγιών Νόμος του 1996 θεσπίσθηκε σε αντικατάσταση φορολογικών ελαφρύνσεων στα πλαίσια της κοινωνικής πολιτικής του κράτους προς τους φορολογούμενους πολίτες του. Για τον λόγο αυτό στη Birinci κρίθηκε ότι δεν μπορούσε να εφαρμοστεί σε τουρκοκυπρίους κατοίκους των κατεχομένων, οι οποίοι ως εκ των πραγμάτων μη φορολογούμενοι, δεν συμμετείχαν στα δημόσια βάρη άρα και δεν ήταν δικαιούχοι των σχετικών χορηγιών.

 

Συμπληρώνω μάλιστα ότι, τότε, η χορηγία εδίδετο ανά ακαδημαϊκό έτος (βλ. ανωτέρω συζήτηση στην ολομέλεια της βουλής) σε κύπριους μόνιμους κατοίκους της Δημοκρατίας φοιτητές πανεπιστημίων της αλλοδαπής, η δε πρώτη φορά που ετέθη στον νόμο εκείνον, ο ορισμός «μόνιμος κάτοικος», αυτό έγινε με τον περί Παροχής Ειδικών Χορηγιών (Τροποποιητικό) Νόμο του 1999 Ν. 116(I)/1999, και τότε σήμαινε το «άτομο το οποίο κατά τη διάρκεια των τριών ετών πριν από την έναρξη των σπουδών του διέμενε στη Δημοκρατία για περίοδο τουλάχιστο τριάντα μηνών». Ο εν λόγω τροποποιητικός νόμος επεξέτεινε την παροχή της χορηγίας και σε φοιτητές στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και σε τριτοβάθμιες σχολές της Κύπρου. Ουδέν όμως αναφέρθηκε κατά τη συζήτηση στην Ολομέλεια της Βουλής (Ζ΄ Βουλευτική Περίοδος - Σύνοδος Γ΄ -08.10.1998 - 19.07.1999, συνεδρίαση 14.07.1999, σελ. 52-57) για τους λόγους που οδήγησαν στην εισαγωγή του ορισμού «μόνιμος κάτοικος» στο νόμο εκείνον.

 

Ακολούθως, με τον  περί Παροχής Φοιτητικής Χορηγίας Νόμο του 2011 (βασικό νόμο) ο ορισμός «μόνιμος κάτοικος» τροποποιήθηκε και πλέον σήμαινε άτομο ή οικογένεια που κατά τη διάρκεια των 3 ετών πριν από την έναρξη των σπουδών για τις οποίες ζητείται φοιτητική χορηγία, διέμενε μόνιμα στις περιοχές που ελέγχονται από τη Δημοκρατία, για περίοδο τουλάχιστον 30 μηνών. Ο εν λόγω ορισμός παρέμεινε έτσι μέχρι που ο Νόμος (βασικός νόμος) επαύξησε τα 3 έτη σε 5 έτη τη δε περίοδο μόνιμης διαμονής από 30 μήνες σε 50 μήνες. Και στις δύο περιπτώσεις, από τη σχετική συζήτηση των νομοσχεδίων στην ολομέλεια της Βουλής (βλ. σχετικά Ι΄ Βουλευτική Περίοδος-Σύνοδος Α΄ -14.08.2011-27.07.2012, συνεδρίαση 14.12.2011 (σελ. 970 και επομ. και Η΄ Βουλευτική Περίοδος - Σύνοδος Ε΄-06.09.2005-13.04.2006 συνεδρίαση ημερ. 13.04.2006 σελ. 21-24) δεν προέκυψαν οι λόγοι που οδήγησαν στην τροποποίηση του ορισμού ή την επαύξηση του εν λόγω χρόνου.

 

Η ουσία όμως του θέματος, την οποία διαπιστώνω από την αναδρομή στο ιστορικό της εν λόγω νομοθεσίας, είναι ότι η όλη περί φοιτητικής χορηγίας νομοθεσία (η οποία μετεξελίχθηκε στο σημερινό Νόμο), είχε έρθει να καλύψει αρχικά αντισταθμιστικά μέτρα λόγω άρσης φορολογικών ελαφρύνσεων απευθυνόμενων στους Κύπριους φοιτητές των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων της αλλοδαπής που τότε ήταν και ο βασικός κορμός ημεδαπών φοιτητών και ακολούθως, το μέτρο επεκτάθηκε σε πανεπιστήμια/ ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης της ημεδαπής και σε ευρωπαίους υπηκόους. Κύριο δε μέλημα του νομοθέτη ήταν η ορθολογιστική κατανομή των σχετικών χορηγιών σε πρόσωπα που τα είχαν ανάγκη κυρίως στη βάση των οικογενειακών και εισοδηματικών τους δεδομένων (βλ. σχετικά Ι΄ Βουλευτική Περίοδος-Σύνοδος Α΄ -14.08.2011-27.07.2012, συνεδρίαση 14.12.2011 (σελ. 970 και επομ., στην οποία καταγράφεται ως σκοπός του εν λόγω νόμου «είναι η κατάργηση της υφιστάμενης νομοθεσίας για την παροχή ειδικών χορηγιών και η θέσπιση νέας νομοθεσίας κατά τρόπο που η φοιτητική χορηγία να παραχωρείται από το ακαδημαϊκό έτος 2011-2012 στοχευμένα, ανάλογα με τη σύνθεση της κάθε οικογένειας και σύμφωνα με εισοδηματικά και περιουσιακά κριτήρια»).

 

Ανατρέχοντας λοιπόν στην πιο πάνω εξέλιξη της νομοθεσίας, και πέραν και επιπρόσθετα των όσων ανέφερα ως προς την γραμματική ερμηνεία του Νόμου, σε καμία περίπτωση μπορώ να εντοπίσω ότι πρόθεση του Νομοθέτη είναι περιπτώσεις ως αυτή της Αιτήτριας, Κύπριας υπηκόου γεννηθείσας  στην Κύπρο, στην οποία έζησε μέχρι την ηλικία των 25 ετών όπου και επανήλθε σε ηλικία 31 ετών, κατά τους χρόνους που προηγήθηκαν της αίτησης της ελάμβανε ετήσια εισοδήματα το μέγιστον τις 11.000 ευρώ πλέον περί τα 285 ευρώ επίδομα τέκνου (6.716,31 ευρώ, δηλαδή ακόμα ολιγότερα κατά το έντυπο ημερομηνίας 26.05.2017 των Καθ΄ων η αίτηση) και ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, έχει υπάρξει τέκνο πολύτεκνης οικογένειας ελληνοκυπρίων και είναι πλέον η ίδια μονογονιός, καταβάλλει δίδακτρα για τις σπουδές της σε ιδιωτικό πανεπιστήμιο, να μην είναι δικαιούχος της αξιούμενης φοιτητικής χορηγίας επειδή ο όλος κύκλος σπουδών της εκκίνησε για μερικές ημέρες πριν την συμπλήρωση του πενηντάμηνου από την επάνοδό της στη Δημοκρατία.

 

Τουναντίον, βάσει των ως άνω ειδικών, ιδίως προσωπικών και οικονομικών, δεδομένων της Αιτήτριας, έχω την άποψη ότι μάλλον τέτοιες περιπτώσεις ο Νομοθέτης είχε κατά νουν ως κατ’ εξοχήν δικαιούχους της επίδικης χορηγίας.

 

Ανακεφαλαιώνοντας, θεωρώ ότι η ερμηνεία που δίδουν οι Καθ΄ ων η αίτηση, ως προκύπτει από την πιο πάνω αναφερόμενη έκθεση γεγονότων και την ανάλυση της ευπαίδευτης συνηγόρου τους, δεν εναρμονίζεται με το γράμμα αλλά ούτε και με το πνεύμα και σκοπό του Νόμου. Το τελευταίο το εντοπίζω ειδικά αναφορικά με την Αιτήτρια.

 

Συνεπώς ακόμα και εάν έκρινα ως αιτιολογημένη την απόφασή τους θεωρώντας ότι, ως χρονικό σημείο έναρξης αναδρομικώς των πέντε ετών, εξέλαβαν την 08.02.2016, και πάλι θα έκρινα και εν προκειμένω κρίνω ως ακυρωτέα την προσβαλλόμενη απόφαση αποδεχόμενος τον λόγο ακύρωσης περί πλάνης περί τον Νόμο, θεωρώντας ότι οι Καθ’ ων η αίτηση δεν ερμήνευσαν ορθά τις πρόνοιες του, ως αυτές τίθενται με τη συνήθη γραμματική τους έννοια αλλά και ως σύνολο και ιδίως σε λειτουργική ενότητα με τους υπόλοιπους ορισμούς του άρθρου 2 αλλά και τις υπόλοιπες πρόνοιες των άρθρων 4, 12 και Παραρτήματος του Νόμου, στις οποίες αναφέρθηκα πιο πάνω.

 

Δεδομένων των πιο πάνω ευρημάτων μου, παρέλκει η εξέταση του εγειρόμενου λόγου ακυρότητας περί παράβασης της αρχής χρηστής διοίκησης.

 

Η παρούσα προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται με έξοδα υπέρ της Αιτήτριας και εναντίον των Καθ’ ων η αίτηση.  Έχοντας υπόψη την έκβαση της ενδιάμεσης αίτησης κρίνω εύλογο όπως επιδικάσω τα υπέρ της Αιτήτριας έξοδα στο ποσό των 1.400 πλέον Φ.Π.Α. 

 

Φ. Καμένος, ΔΔΔ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο