ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                         

  Υπόθεση Αρ. 1284/2018

                                              20 Μαρτίου, 2024

 

                                             [ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ.]

 

                        ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

       Α. Α.,

Αιτητή

ν.

ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΥ ΤΕΧΝΙΚΟΥ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ

Καθ' ου η αίτηση

 

 

 

____________________________________________________________

 

Κ. Κυριακίδης για Σάββας Κυριακίδης Δικηγόρος, δικηγόρος του Αιτητή.

Σ. Μαξιούτη (κα) για Τάσσος Παπαδόπουλος & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε, δικηγόροι για τον Καθ' ου η αίτηση.

___________________

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ : Με την επίδικη αίτηση ο Αιτητής προσβάλλει τη νομιμότητα της απόφασης του Πειθαρχικού Συμβουλίου του Καθ' ου η Αίτηση στην Πειθαρχική Υπόθεση ΑΡ ΠΣ 2012.027 ημερ. 18/5/2018, σύμφωνα με την οποία «ο Αιτητής κρίθηκε ένοχος στην 2η, 3η και 4η κατηγορία και επιβλήθηκε σε αυτόν στη 2η και 3η κατηγορία ποινή χρηματικού προστίμου ύψους €200, η οποία ποινή συντρέχει και για τις δύο κατηγορίες, στην 4η κατηγορία η ποινή της επίπληξης, ως επίσης επιβλήθηκε στον Αιτητή η καταβολή του 65% των εξόδων της πειθαρχικής διαδικασίας, ήτοι €5630,30 πλέον ΦΠΑ».  

 

Τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, καταγράφονται σε 60 παραγράφους της Ένστασης των Καθ΄ων η Αίτηση και επιβεβαιώνονται από τον διοικητικό φάκελο ο οποίος έχει κατατεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου. Τα ουσιώδη εξ αυτών, για τους σκοπούς της παρούσας υπόθεσης, καταγράφονται ως ακολούθως:

1.   Το Καθ΄ου η Αίτηση όργανο αποτελεί νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου που εγκαθιδρύθηκε με τον περί Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου Νόμο του 1990, Ν. 224/1990 και σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 5(ε) του Νόμου, έχει την αρμοδιότητα να ασκεί πειθαρχική εξουσία πάνω στα μέλη του σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου.

2.   Στις 26/08/2012, το Επιμελητήριο παρέλαβε καταγγελία εναντίον του Αιτητή ως Ηλεκτρολόγου Μηχανικού μέλους του ΕΤΕΚ για κατ΄ισχυρισμό «παράνομη συμμετοχή σε προσφορά και αποδοχή της εργοληψίας ηλεκτρολογικών εγκαταστάσεων από ηλεκτρολόγο εγκαταστάτη που εμπίπτει στη μηχανική επιστήμη». Στη συνεδρία του 10/09/2012, το Πειθαρχικό Συμβούλιο του ΕΤΕΚ (Π.Σ.) αποφάσισε όπως διορίσει ως Εισηγητή / Ερευνώντα Λειτουργό το μέλος του Γ. Α., προς διερεύνηση της καταγγελίας.

3.   Στη συνεδρία του ημερομηνίας 12/11/2012, το Π.Σ. επιλήφθηκε σχετικής επιστολής του Εισηγητή ημερομηνίας 06/11/2012 και ενημερώθηκε από τον Εισηγητή για την πορεία διερεύνησης της καταγγελίας καθώς επίσης και ότι η έρευνα της καταγγελίας δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί.

4.   Στη συνεδρία του ημερομηνίας 7/01/2013, το Π.Σ. αποφάσισε, κατόπιν σχετικού προφορικού αιτήματος, όπως χορηγήσει παράταση δύο (2) εβδομάδων στον Εισηγητή για την ολοκλήρωση των διαδικασιών διερεύνησης της καταγγελίας και την υποβολή της Εισηγητικής Έκθεσης, μέχρι και τις 31/01/2013.  Ακολούθως σε συνεδρία του στις 11/02/2013, το Π.Σ. αποφάσισε όπως χορηγήσει νέα παράταση τριών (3) εβδομάδων για την ολοκλήρωση και υποβολή της Εισηγητικής Έκθεσης, ενώ στις 8/04/2013, χορήγησε άλλη μια παράταση χρόνου προς τον Εισηγητή μέχρι και το τέλος Μαΐου για την ολοκλήρωση των διαδικασιών εκ μέρους του. Στη συνεδρία του ημερομηνίας 27/05/2013, το Π.Σ. όρισε ως τελική προθεσμία ολοκλήρωσης της διαδικασίας και υποβολής της Εισηγητικής Έκθεσης τη 10/06/2013, χωρίς αυτό να υλοποιηθεί.

5.   Στις 8/08/2013, ο καταγγέλλων με επιστολή του προς το Π.Σ., ζήτησε λεπτομερή αναφορά ως προς την καθυστέρηση των αποτελεσμάτων της έρευνας, της οποίας επιλήφθηκε το Π.Σ. στη συνεδρία του ημερομηνίας 2/09/2013.  

6.   Στις 7/10/2013, το Π.Σ. αποφάσισε όπως χορηγηθεί άλλη μια παράταση μέχρι τις 21/10/2013 για την ολοκλήρωση των διαδικασιών εκ μέρους του Εισηγητή, η οποία παρήλθε χωρίς αποτέλεσμα. Με επιστολή του Προέδρου του Π.Σ. στις 31/10/2013 ήρθη η ανάθεση σε αυτόν της συγκεκριμένης έρευνας, ενώ κλήθηκε να ενημερώσει μέχρι και τις 04/11/2013 για τις ενέργειες στις οποίες έχει προβεί σχετικά και να παραδώσει τυχόν υλικό, μαρτυρίες ή έγγραφα τα οποία συγκέντρωσε. Επειδή και αυτή η ημερομηνία παρήλθε ατελεσφόρως, ακολούθησε νέα επιστολή με νέα ημερομηνία συμμόρφωσης του Εισηγητή.

7.   Στη συνεδρία του 10/04/2014, το Π.Σ. αποφάσισε όπως διορίσει νέο Εισηγητή στην επίδικη υπόθεση, τον Σ. Β., ο οποίος και αυτός μετά από παράταση χρόνου, υπέβαλε την Εισηγητική του Έκθεση ημερομηνίας 22/08/2014 με ρητή εισήγηση για απόρριψη των καταγγελιών εναντίον του Αιτητή, την 1/09/2014.

8.   Στις 06/10/2014 ο νέος Εισηγητής παρέστη σε συνεδρία του Π.Σ. προκειμένου να παράσχει διευκρινίσεις αναφορικά με την Εισηγητική Έκθεση που υπέβαλε.

9.   Στις 8/12/2014, το Πειθαρχικό Συμβούλιο αποφάσισε να μην αποδεχθεί την εισήγηση του Εισηγητή για απόρριψη των καταγγελιών και ανέθεσε την εκδίκαση της υπόθεσης στο Κλιμάκιο 1 του Πειθαρχικού Συμβουλίου (Κ1). Στις 30/03/2015 το Κ1 αποφάσισε τον διορισμό της Ε.Κ. ως Κατήγορου. Το εν λόγω πρόσωπο αφού ενημερώθηκε, αρνήθηκε να αναλάβει την υπόθεση.  Ακολούθως το Κ1 αποφάσισε στις 30/06/2015 όπως διορίσει την Μ. Σ. ως Κατήγορο και στις 27/1/2016 ενέκρινε το Κατηγορητήριο που αυτή υπέβαλε.

10.        Με επιστολή του Προέδρου του Κ1 ημερ. 21/03/2016, κλήθηκε ο Αιτητής για την εκδίκαση της καταγγελίας εναντίον του ενώπιον του Π.Σ.. Στις 22/03/2016, ο Αιτητής ζήτησε όπως του αποσταλούν όλα τα σχετικά πρακτικά των συνεδριών του Π.Σ., ενώ ακολούθως μέσω του δικηγόρου του, ζήτησε όπως λάβει το σύνολο των καταθέσεων, το εν γένει μαρτυρικό υλικό που λήφθηκε στο πλαίσιο της πειθαρχικής υπόθεσης εναντίον του πελάτη του, καθώς επίσης και τα ονόματα των μαρτύρων κατηγορίας που θα έδιδαν μαρτυρία κατά την ακρόαση.  

11.        Στις 9/06/2016 ο Αιτητής αφού του απαγγέλθηκαν οι κατηγορίες απάντησε αρνητικά και η υπόθεση ορίστηκε 27/09/2016 για την ακρόαση της υπόθεσης. Κατά την ορισθείσα συνεδρία 27/09/2016 άρχισε η ακροαματική διαδικασία της υπόθεσης και, αφού ακούστηκε μέρος της σχετικής μαρτυρίας, η υπόθεση επανορίστηκε στις 18/10/2016 και ακολούθως στις 19/10/2016. Η ακρόαση της υπόθεσης συνεχίστηκε την 1/11/2016, τις 3/11/2016 και στις 11/11/2016 και στις 18/11/2016, διεξήχθη η 8η κατά σειρά συνεδρία της ακροαματικής διαδικασίας κατά την οποία η Υπεράσπιση αγόρευσε προφορικά ως προς την εισήγησή της για μη ύπαρξη εκ πρώτης όψεως υπόθεσης.

12.         Στις 15/02/2017 το Κ1 του Π.Σ. κάλεσε την Κατηγορούσα Αρχή να αποφανθεί ως προς το αίτημα για μη απόδειξη εκ πρώτης όψεως υπόθεσης. Με επιστολή 9/03/2017 ενημέρωσε τις δύο πλευρές σχετικά και κάλεσε την Κατήγορο όπως θέσει ενώπιον του τις θέσεις της μέχρι τις 20/03/2017, όπως και έγινε.

13.         Στις 23/03/2017 η απόφαση, ως προς το κατά πόσο έχει αποδειχθεί ή όχι εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του Αιτητή, επιφυλάχθηκε. Το Κ1 συνεδρίασε στις 27/03/2017 και στις 3/04/2017 αποφάσισε όπως απορρίψει την εισήγηση της Υπεράσπισης ότι δεν υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του Αιτητή.

14.         Το κείμενο της Ενδιάμεσης Απόφασης το οποίο ετοιμάστηκε από τον Πρόεδρο εγκρίθηκε από το Κ1 σε συνεδρίαση ημερομηνίας 5/07/2017 και απεστάλη στις δύο πλευρές, ενώ τις κάλεσε προς συνέχιση της ακροαματικής διαδικασίας στις  26/07/2017. Για τη συγκεκριμένη ημερομηνία ο δικηγόρος του Αιτητή ένεκα προσωπικού κωλύματος υπέβαλε γραπτό αίτημα αναβολής της ακρόασης. Το Καθ΄ου η αίτηση όργανο ανέβαλε την υπόθεση για μετά τις καλοκαιρινές διακοπές και η ακροαματική διαδικασία ορίστηκε εκ νέου για τις 08/09/2017 και τις 11/09/2017.

15.        Στις 8/09/2017 παρουσιάστηκε μέρος μαρτυρίας εκ μέρους της Υπεράσπισης αλλά στις 11/09/2017 ο δικηγόρος του Αιτητή  αιτήθηκε αναβολής λόγω του ότι ο επόμενος μάρτυρας υπεράσπισης αδυνατούσε να εμφανιστεί. Η συνέχιση της ακροαματικής διαδικασίας επαναορίστηκε στις 4/10/2017 οπότε συνεχίστηκε, όπως και στις 20/10/2017 και στις 31/10/2017 οπότε ο συνήγορος υπεράσπισης έκλεισε την υπόθεσή του. Στις 24/11/2017 έγινε η προφορική αγόρευση εκ μέρους του Συνηγόρου Υπεράσπισης, ενώ στις 28/11/2017 αγόρευσε η Κατήγορος ημέρα όπου η απόφαση της πειθαρχικής υπόθεσης επιφυλάχθηκε.

16.        Σε συνεδρία του στις 4/12/2017, το Κλιμάκιο του Πειθαρχικού Συμβουλίου, αφού εξέτασε όλα τα ενώπιον του στοιχεία αποφάσισε ομόφωνα όπως απορρίψει την Κατηγορία 1 και όπως κρίνει τον Αιτητή ένοχο ως προς τις Κατηγορίες 2, 3 και 4. Σε συνεδρία του στις 5/03/2018, ενέκρινε το προσχέδιο της Απόφασης ημερομηνίας 08/02/2018 και την κοινοποίησε στα Μέρη με επιστολή ημερομηνίας 13/03/2018.

17.         Στις 27/03/2018, αφού ακούστηκαν και οι δύο πλευρές για σκοπούς επιμέτρησης της ποινής, το Κ1 επιφύλαξε την απόφασή του. Ακολούθως εξέδωσε σχετική απόφαση επί της ποινής με ημερομηνία 18/05/2018, η οποία απεστάλη στον Αιτητή στις 20/06/2018. Στις 28/08/2018 καταχωρήθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου η παρούσα υπόθεση.

 

Ο δικηγόρος του αιτητή προώθησε τους εξής λόγους ακύρωσης:

1.Το άρθρο 22 του περί Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου Νόμου του 1990 και η ακολουθητέα διαδικασία στο Πειθαρχικό Συμβούλιο ως αυτή ορίζεται στους περί Δεοντολογίας των Μελών του Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου Κανονισμούς του 2012 τυγχάνει αντισυνταγματική και παράνομη.

2.      Παραβιάστηκαν οι αρχές της φυσικής δικαιοσύνης και συγκεκριμένα η αρχή της δικαίας δίκης τόσο κατά τη διεξαγωγή της πειθαρχικής έρευνας όσο και της πειθαρχικής διαδικασίας εναντίον του Αιτητή καθότι υπήρξε υπέρμετρη χρονική καθυστέρηση για τη διεξαγωγή και περαίωση τους.

3.      Η επίδικη απόφαση βασίστηκε σε προπαρασκευαστικές πράξεις οι οποίες πάσχουν νομικά και η λήψη των οποίων καθιστούν παράνομη και έκθετη προς ακύρωση την επίδικη απόφαση.

4.      Παραβιάστηκε η αρχή της αναλογικότητας καθότι τα επιβληθέντα στον Αιτητή, δια της αποφάσεως του Καθ’ ου, έξοδα της διαδικασίας, συνολικού ύψους €5630,30 πλέον ΦΠΑ, συνιστούν πρόδηλα δυσανάλογο οικονομικό βάρος ή/και ποινή έναντι των ποινών προστίμου που επιβλήθηκαν στον Αιτητή, ενώ είναι αποτέλεσμα κακής χρήσης της διακριτικής εξουσίας και συνιστά κατάχρηση εξουσίας.

5.      Τα επιδικασθέντα εις βάρος του Αιτητή έξοδα της πειθαρχικής διαδικασίας επιβλήθηκαν απολύτως άνευ αιτιολογίας και δεν έχουν κανένα πραγματικό και νομικό έρεισμα.

 

Η πλευρά του Καθ΄ου η Αίτηση υποβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση και/ή πράξη είναι ορθή και νόμιμη, σύμφωνη με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος, την ισχύουσα εθνική και κοινοτική Νομοθεσία και τις γενικές και παγίως νομολογημένες Αρχές του Δημόσιου Δικαίου, αποτελεί δε προϊόν δέουσας έρευνας και ορθής και νόμιμης άσκησης της εξουσίας του Επιμελητηρίου. Αναφορικά δε με τους λόγους αγόρευσης τους οποίους προωθεί ο Αιτητής, ως ανωτέρω, απαντά εκτενώς με τη γραπτή της αγόρευση, παραπέμποντας και σε σχετική νομολογία. 

 

Ο Αιτητής προσδίδει ιδιαίτερη έμφαση στο ζήτημα της υπέρμετρης χρονικής καθυστέρησης για τη διεξαγωγή και περαίωση της πειθαρχικής έρευνας και της πειθαρχικής διαδικασίας, προβάλλοντας παραβίαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης και συγκεκριμένα της αρχής της δικαίας δίκης κατά παράβαση του άρθρου 30 (2) του Συντάγματος και του άρθρου 6(1) της ΕΣΔΑ, θέση η οποία αναλύθηκε εκτενώς, στο στάδιο των Διευκρινήσεων.

 

Σε αυτή τη θέση του Αιτητή ότι, το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ της ημερομηνίας υποβολής της καταγγελίας και της ημερομηνίας έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης αποτελεί επαρκή λόγο για την ακύρωσή αυτής, η δικηγόρος του Καθ΄ου η Αίτηση προβάλει σειρά επιχειρημάτων προς αντίκρουση της εν λόγω θέσης.

 

Προβάλει ότι ο χρόνος που διήρκησε η όλη διαδικασία ήταν απαραίτητος και ότι η όποια καθυστέρηση και αν υπήρξε δεν ήταν αδικαιολόγητη και δεν προκάλεσε οποιαδήποτε βλάβη ή ζημιά στον αιτητή. Υπό τις περιστάσεις, ισχυρίζεται, δεν υπήρξε οποιαδήποτε υπαίτια και/ή επιτηδευμένη καθυστέρηση από πλευράς του Επιμελητηρίου στη διεξαγωγή της πειθαρχικής διαδικασίας, η οποία μάλιστα να προκάλεσε οποιοδήποτε δυσμενές αποτέλεσμα για τον ίδιο. Σχετικά, επικαλέστηκε η πλευρά του Καθ΄ου η Αίτηση ότι η καθυστέρηση στη διεκπεραίωση της υπόθεσης δεν οφειλόταν αποκλειστικά σε κωλυσιεργία του Επιμελητηρίου, αφού και ο ίδιος ο Αιτητής «υπέβαλε δύο φορές αίτημα για αναβολή της ακρόασης της πειθαρχικής δίκης (βλ. σχετικά Παραρτήματα ΜΣτ και ΜΗ στην Ένσταση)». Ισχυρίζεται μάλιστα ότι, ενώ η πλήρης εικόνα και η αιτιολόγηση του διαρρεύσαντος χρονικού διαστήματος προκύπτει ξεκάθαρα και χωρίς να αμφισβητηθεί από τον Αιτητή μέσα από τα Παραρτήματα της Ένστασης και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου και δεν είχε διαρρεύσει σημαντικό χρονικό διάστημα άπρακτο, όπως υποστηρίζει ο Αιτητής. Καταλήγει δε στη γραπτή της αγόρευση ότι, ο σχετικός λόγος ακύρωσης θα πρέπει να απορριφθεί καθότι, «η διάρκεια εκδίκασης της υπόθεσης» ενήργησε προς όφελος του Αιτητή, αποτελώντας μετριαστικό παράγοντα κατά την επιμέτρηση της ποινής.

 

Εξετάζοντας τον συγκεκριμένο λόγος ακύρωσης, αρχικά σημειώνω ότι αυτός στηρίζεται τόσο στο σχετικό άρθρο του Συντάγματος όσο και το αντίστοιχο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου για το δικαίωμα σε «δίκαιη δίκη» (fair trial).

 

Το άρθρο 30 (2) του Συντάγματος διαλαμβάνει τα εξής:

«Έκαστος, κατά την διάγνωσιν των αστικών αυτού δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ή οιασδήποτε κατ' αυτού ποινικής κατηγορίας, δικαιούται ανεπηρεάστου, δημοσίας ακροαματικής διαδικασίας εντός ευλόγου χρόνου, ενώπιον ανεξαρτήτου, αμερολήπτου και αρμοδίου δικαστηρίου ιδρυομένου διά νόμου. (...)»

 

Αντίστοιχα, το άρθρο 6(1) της ΕΣΔΑ προνοεί τα ακόλουθα:

« Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως, δημοσία και εντός λογικής προθεσμίας υπό ανεξαρτήτου και αμερολήπτου δικαστηρίου, νομίμως λειτουργούντος, το οποίον θα αποφασίση είτε επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως, είτε επί του βάσιμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως. (…).»

 

Η εξέταση του πραγματικού υπόβαθρου για την επιτυχία του συγκεκριμένου λόγου ακύρωσης, σε σχέση με την αιτιολόγηση του διαρρεύσαντος χρονικού διαστήματος, εναπόκειται αποκλειστικά στο Δικαστήριο για την μελέτη των γεγονότων της παρούσας υπόθεσης, ως καταγράφονται στην Ένσταση του Καθ΄ου η Αίτηση και επιβεβαιώνονται από τον διοικητικό φάκελο.

 

Ανατρέχοντας στα γεγονότα της υπόθεσης, σημειώνω ότι το Πειθαρχικό Συμβούλιο του ΕΤΕΚ (Π.Σ.) αποφάσισε όπως διορίσει ως Εισηγητή προς διερεύνηση της καταγγελίας την οποία παρέλαβε στις 26/08/2012, στη συνεδρία του στις 10/09/2012.  Ακολούθως, στις 9/06/2016 απαγγέλθηκαν κατηγορίες στον Αιτητή, ενώ η έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας της υπόθεσης ορίστηκε στις 27/09/2016, δηλαδή τέσσερα (4) χρόνια μετά τη γραπτή καταγγελία.

 

Αποφεύγοντας να επαναλάβω τα γεγονότα της υπόθεσης όπως καταγράφονται στην Ένσταση και υιοθετούνται από το Δικαστήριο, διαπιστώνω ότι η εκδίκαση της πειθαρχικής διαδικασίας με σειρά διακοπών μεγάλων χρονικών διαστημάτων είχε ως αποτέλεσμα αυτή να ολοκληρωθεί, με την αποστολή της προσβαλλόμενης απόφασης από τον Πρόεδρο του Κλιμακίου του Πειθαρχικού Συμβουλίου στον Αιτητή στις 20/06/2018, σχεδόν άλλα δύο (2) έτη μεταγενέστερα.

 

Σημειώνω ενδεικτικά ότι, το Καθ΄ου η  Αίτηση όργανο είχε αποφασίσει όπως κρίνει ένοχο τον Αιτητή, στις Κατηγορίες 2, 3 και 4 που αντιμετώπιζε, ήδη από τις 4/12/2017, ωστόσο άκουσε τις δύο πλευρές για σκοπούς επιμέτρησης της ποινής στις 27/03/2018, δηλαδή σχεδόν τέσσερις μήνες μετά, χωρίς να φαίνεται ο λόγος που το Καθ΄ου η αίτηση όργανο άφησε να μεσολαβήσει όλο αυτό το διάστημα. Αδικαιολόγητα μεγάλα χρονικά διαστήματα, τα οποία αθροιστικά απέβησαν επιβαρυντικά στη διάρκεια ολοκλήρωσης της διαδικασίας, παρατηρώ να μεσολαβούσαν μεταξύ των διαδοχικών ενεργειών του Κλιμακίου του Πειθαρχικού Συμβουλίου καθ’ όλο το χρονικό διάστημα των δύο ετών από την απάντηση στις κατηγορίες μέχρι και την αποστολή της απόφασης στον Αιτητή. Ακόμα και η απόφαση για την επιβληθείσα ποινή, ενώ φέρει ημερομηνία 18/05/2018, στον άμεσα επηρεαζόμενο απεστάλη ένα μήνα αργότερα, στις 20/06/2018.

 

Λέγοντας τούτα, διαπιστώνω ολιγωρία του διοικητικού οργάνου στην προώθηση της διαδικασίας η οποία ήταν στην αποκλειστική του δυνατότητα και ευθύνη. Όπως φαίνεται από τη διαδικασία που ακολουθήθηκε, οι καθυστερήσεις αφορούσαν τόσο το στάδιο πριν την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας η οποία διήρκησε τέσσερα έτη, όσο και την ακροαματική διαδικασία η οποία διήρκησε σχεδόν άλλα δύο έτη.

 

Ως προς δε τις μεμονωμένες περιπτώσεις όπου καταγράφεται στα γεγονότα της Ένστασης ότι ο δικηγόρος του Αιτητή αιτήθηκε αναβολή, δεν θεωρώ ότι αυτές του οι ενέργειες επέδρασαν ουσιαστικά στη μεγάλη χρονική επιμήκυνση της πειθαρχικής διαδικασία η οποία διαπιστώνεται. Σε κάθε περίπτωση και στις συγκεκριμένες αυτές περιπτώσεις, όπως και σε όλες τις άλλες, θα μπορούσαν να δοθούν συντομότερες προθεσμίες, συμπεριλαμβανομένου του χρόνου που απασχολείτο το ίδιο το πειθαρχικό όργανο επί ζητημάτων διαρκούσης της ακροαματικής διαδικασίας. Δεν προκύπτει από τα ενώπιον μου στοιχεία και ούτε έχει καταδειχθεί από τον Καθ' ου η αίτηση ο λόγος, για τον οποίο το πειθαρχικό όργανο σε αρκετές εκ των περιπτώσεων απέφυγε τον επαναορισμό της υπόθεσης σε σύντομο χρονικό διάστημα, ώστε να προωθηθεί η ταχεία διεκπεραίωση της.

 

Κατ΄αναλογία των ισχυόντων στη παρούσα περίπτωση εντοπίζω την αναφορά στο σύγγραμμα του Κώστα Παρασκευά, «Κυπριακό Συνταγματικό Δίκαιο, Θεμελιώδη Δικαιώματα & Ελευθερίες», Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, Α΄ έκδοση, 2015, ότι: «Ταυτόχρονα το ΕΔΑΔ έχει υπογραμμίσει, ότι η συμπεριφορά των διαδίκων, δεν απαλλάσσει τα δικαστήρια των Συμβαλλομένων κρατών από την ευθύνη που φέρουν να εξασφαλίσουν την ταχεία διεκπεραίωση της δικαστικής διαδικασίας όπως προβλέπεται από το άρθρο 6.1 (ECHR, Guincho v. Portugal, No.8990/80, 10/07/1984, para.34, Buchholz v. Germany, No.7759/77, 06/05/1981, para.50). Οι δικαστικές αρχές έχουν την ευχέρεια ανάμεσα σε άλλα να απορρίπτουν αιτήσεις για αδικαιολόγητες αναβολές κα παράταση χρόνου όπως και τη δυνατότητα να επισπεύσουν τη διαδικασία (ECHR, H. v. France, No.10073/82, 24/10/1989, para. 48, Allenet de Ribemont v. France, No.15175/89, 10/01/1995, para. 60.).»

 

Πάντα για το ίδιο ζήτημα, στη πρόσφατη αναθεωρημένη έκδοση του ίδιου συγγράμματος του Κώστα Παρασκευά, «Κυπριακό Συνταγματικό Δίκαιο, Θεμελιώδη Δικαιώματα & Ελευθερίες», Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, Β΄ έκδοση, 2024, εντοπίζω στη σελ. 775 το ακόλουθο σχετικό απόσπασμα: «Το ΕΔΑΔ σε μεγάλο αριθμό καταδικαστικών αποφάσεων για παραβίαση δίκης σε εύλογο χρόνο έκρινε ότι την ευθύνη φέρουν οι δικαστικές αρχές για αδράνεια (inactivity) και στασιμότητα (stagnation) διότι επέτρεψαν την παρέλευση μεγάλων και αδικαιολόγητων χρονικών περιόδων χωρίς καμία απολύτως πρόοδο (Zimmerman and Steigner v. Switzerland, No.8737/79, 13/07/1983, paras. 27, 32)

 

Ο Αιτητής, ως πειθαρχικά κατηγορούμενος θα έπρεπε να προστατευθεί από το Καθ ου η Αίτηση από υπερβολικές καθυστερήσεις, εφόσον, μεταξύ άλλων, δεν είναι δυνατόν ένας κατηγορούμενος να τελεί σε μακροχρόνια κατάσταση αβεβαιότητας για τη διάγνωση της ευθύνης του.

 

Σχετική με τα ανωτέρω είναι η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 47/14 (Υπ. Αρ. 1226/12, 1260/12 και 1299/12), 25/02/2021 [ΛΙΑΤΣΟΥ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/ΣΤΩΝ], 1. ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΕΦΕΣΕΩΝ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΗΣ κ.α. ν. 1. xxx ΠΑΝΑΓΗ (Υπ. Αρ. 1226/12) κ.α., στην οποία το Δικαστήριο εξέτασε το ζήτημα της καθυστέρησης του χρόνου διάρκειας πειθαρχικής υπόθεσης και ανέφερε τα ακόλουθα:

«Η ευρύτερη αυτή διάσταση του χρόνου προκύπτει από τις αυθεντίες στις οποίες μας παρέπεμψαν οι ευπαίδευτοι δικηγόροι του εφεσίβλητου 2 αγορεύοντας για το ζήτημα της καθυστέρησης. 

Το πειθαρχικά διωκόμενο άτομο έχει τα ίδια δικαιώματα που κατοχυρώνει το Σύνταγμα σε άτομα που διώκονται ποινικά (Φιλίππου ν. Πειθαρχικό Συμβούλιο (2000) 1 ΑΑΔ 1839, Μ.Χ. Δικηγόρος (2003) 1 ΑΑΔ 442).  Πέραν τούτου, η πειθαρχική διαδικασία εξομοιούται εν πολλοίς με την ποινική δίκη και σε ό,τι αφορά στις επιπτώσεις της εκκρεμοδικίας της επί της ζωής των κατηγορουμένων. 

Το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος, ταυτόσημο με το άρθρο 6.1 της ΕΣΔΑ, διασφαλίζει το δικαίωμα ενός κατηγορούμενου για διάγνωση της ποινικής ευθύνης εντός ευλόγου χρόνου.  Η παραβίαση του δικαιώματος μπορεί να οδηγήσει, ανάλογα πάντα με τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης και με βάση τα κριτήρια που νομολογιακά έχουν διαμορφωθεί (Γενικός Εισαγγελέας ν. Καψού (2004) 2 ΑΑΔ 127), ακόμα και σε ακυρότητα της δίκης, εάν ως εκ της καθυστέρησης προκύπτει επηρεασμός του δικαιώματος της δίκαιης δίκης (Ευσταθίου ν. Αστυνομίας (1990) 2 ΑΑΔ 294, Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευσταθίου (2009) 2 ΑΑΔ 376).  

Ο προφανής σκοπός του Άρθρου 30.2 είναι η προστασία του κατηγορούμενου από υπερβολικές καθυστερήσεις, εφόσον, μεταξύ άλλων, δεν είναι δυνατόν ένας κατηγορούμενος να τελεί σε μακροχρόνια κατάσταση αβεβαιότητας για τη διάγνωση της ποινικής του ευθύνης, όπως υποδείχθηκε στην Καψού (ανωτέρω).  Στην υπόθεση Α.Η. Δικηγόρος (2004) 1 ΑΑΔ 254, με αναφορά σε νομολογία του ΕΔΔΑ τονίστηκε η σημασία της απονομής της δικαιοσύνης χωρίς καθυστέρηση τέτοια που να θέτει σε κίνδυνο την αποτελεσματικότητα και την αξιοπιστία της. 

Εν προκειμένω, στο τελικό αυτό στάδιο, δεν υπεισέρχονται βέβαια άλλοι αρνητικοί παράγοντες που συνήθως ακολουθούν την καθυστέρηση σε μια ποινική δίκη, όπως η απώλεια ή ο επηρεασμός της ποιότητας της μαρτυρίας, όμως παραμένει ως αντικειμενικό γεγονός η ιδιαιτέρως μακρά καθυστέρηση και η συνεπακόλουθη ιδιαιτέρως μακροχρόνια κατάσταση αβεβαιότητας ως στοιχείο που οδηγεί τελικά σε καταπιεστική (oppressive) μεταχείριση του κατηγορούμενου (Καυκαρής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 ΑΑΔ 203) και ανατροπή της έννοιας της δίκαιης δίκης.  Όπως υποδείχθηκε στην Χαραλαμπίδη ν. Αστυνομίας (2004) 2 ΑΑΔ 330:

 «Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων δεν περιορίζεται στην πολυπλοκότητα της υπόθεσης και στη συμπεριφορά του κατηγορουμένου.  Έχει αναφερθεί και σε άλλους παράγοντες.   Ένας τέτοιος παράγοντας είναι το τι διακυβεύεται για τον κατηγορούμενο.  Ως εκ τούτου χρειάζεται ειδική επιμέλεια σε υποθέσεις που αφορούν την απασχόληση του κατηγορουμένου ...».»

 

Σύμφωνα και με το άρθρο 10 του Νόμου 158(Ι)/1999, «Το διοικητικό όργανο πρέπει να ασκεί την αρμοδιότητά του µέσα σε εύλογο χρόνο, ώστε η απόφασή του να είναι επίκαιρη σε σχέση µε τα πραγματικά ή νομικά γεγονότα στα οποία αναφέρεται. Ο καθορισμός του εύλογου χρόνου εξαρτάται από τις εκάστοτε ειδικές συνθήκες». Εν προκειμένω, επαναλαμβάνω ότι υπό τις περιστάσεις, το πειθαρχικό όργανο δεν άσκησε τις αρμοδιότητές του εντός ευλόγου χρόνου ως όφειλε, με αποτέλεσμα η υπό αναφορά διάταξη του περί των γενικών αρχών του διοικητικού δικαίου νόμου να έχει παραβιαστεί.

 

Σχολιάζοντας τέλος τη θέση του Καθ’ ου η Αίτηση ότι, δεν υπήρξε οποιαδήποτε επιβλαβής εξέλιξη για τα συμφέροντά του Αιτητή λόγω της όποιας καθυστέρησης, ενώ αντιθέτως, το εν λόγω ζήτημα λήφθηκε δεόντως υπόψη προς όφελος του για σκοπούς μετριασμού της ποινής του, οφείλω να επισημάνω τα εξής. Η συνεχιζόμενη εκκρεμότητα της πειθαρχικής έρευνας και διαδικασίας εναντίον του Αιτητή ως επαγγελματία Ηλεκτρολόγου Μηχανικού μέλους του ΕΤΕΚ για έξι περίπου έτη, δηλαδή ένα αδικαιολόγητα μεγάλο χρονικό διάστημα όπως διακρίβωσε το παρόν Δικαστήριο, από μόνη της συνεπάγεται αβεβαιότητα στη διάγνωση τυχόν ευθύνης του και συνακόλουθα προσωπικές, οικογενειακές, οικονομικές και επαγγελματικές επιπτώσεις εις βάρος του Αιτητή. Επιπρόσθετα, ως προς τη δεύτερη πτυχή της θέσης που προβάλλεται, ανατρέχοντας στο διοικητικό φάκελο και το κείμενο της απόφασης με την οποία επιβλήθηκαν οι ποινές, δεν διαπιστώνω με ποιο τρόπο όντως η διάρκεια εκδίκασης προσμέτρησε υπέρ του Αιτητή στην επιμέτρηση των ποινών που του επιβλήθηκαν, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων της πειθαρχικής διαδικασίας, τα οποία υπολόγισε το Πειθαρχικό Συμβούλιο σε €5630,30 πλέον ΦΠΑ, όπως ισχυρίζεται  η ευπαίδευτη δικηγόρος του Καθ’ ου η Αίτηση. 

 

Τέλος, σημειώνω και την επισήμανση του δικηγόρου του Αιτητή, προς επίρρωση του ανωτέρω λόγου ακύρωσης, ότι στο Παράρτημα ΛΖ της Ένστασης του Καθ’ ου η αίτηση παρατίθεται επιστολή του νομικού συμβούλου του ΕΤΕΚ ημερ. 23/12/2016, προς τον Πρόεδρο του Πειθαρχικού Συμβουλίου του Καθ’ ου η αίτηση, όπου στη παράγραφο 4 της επιστολής αναφέρονται τα εξής: «Δραττόμενοι της ευκαιρίας, υπενθυμίζουμε ότι η πειθαρχική διαδικασία θα πρέπει να διεξάγεται σε όσο το δυνατό σύντομο χρονικό διάστημα. Στην προκειμένη, το χρονικό διάστημα των τεσσάρων (4) και πλέον ετών που διαρκεί η πειθαρχική διαδικασία από την καταγγελία μέχρι σήμερα θα μπορούσε ενδεχομένως να θεωρηθεί μεγαλύτερο του αναμενόμενου και θα ήταν ορθότερο, κατά την άποψη μας, να αιτιολογηθεί ειδικά». Επί τούτου, θα συμφωνήσω με τη θέση του Αιτητή ότι, εκ του παρατεθέντος αποσπάσματος της επιστολής του νομικού συμβούλου και δικηγόρου του Καθ’ ου η αίτηση στην παρούσα διαδικασία, προκύπτει η διαπίστωση ήδη μεσούσης της πειθαρχικής διαδικασίας και εκ μέρους του δικηγόρου του ΕΤΕΚ ότι υφίσταται υπερβολική καθυστέρηση στην εκδίκαση της παρούσας πειθαρχικής υπόθεσης. Θα συμφωνήσω επίσης και με την υπόδειξη του ότι, παρά την εισήγηση του νομικού του συμβούλου, το Καθ’ ου η αίτηση όργανο ουδόλως αιτιολογεί, ως όφειλε, την υπερμέτρως μεγάλη χρονική διάρκεια της πειθαρχικής υπόθεσης αλλά απλά περιορίσθηκε στη σελίδα 9 της απόφασης καταδίκης με ημερομηνίας 8/02/2018, να αποφανθεί «...ότι δεν αποδείχθηκε κανείς δυσμενής επηρεασμός στον Κατηγορούμενο λόγω “εύλογου χρόνου”» και ότι ο παράγοντας του χρόνου αφορά την επιμέτρηση της ποινής.

 

Καταλήγω, υπό το φως των πιο πάνω γεγονότων ως προκύπτουν από τα γεγονότα  της Ένστασης, ότι εν προκειμένω παραβιάστηκε η αρχή της Δίκαιη Δίκης δεδομένου του χρόνου των έξι περίπου ετών που διήρκησε η επίδικη διαδικασία. Η υπέρμετρη καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της πειθαρχικής διαδικασίας ως την έχω επισημάνει ανωτέρω, καθότι ο διαρρεύσας χρόνος από την διάπραξη των αποδιδόμενων εις αυτόν πειθαρχικών παραπτωμάτων έως την τελική κρίση του Πειθαρχικού Συμβουλίου επ’ αυτών, ουδόλως δύναται να χαρακτηριστεί ως εύλογος αλλά αντ’ αυτού τυγχάνει αδικαιολογήτως υπέρμετρος σε βαθμό που πλήττει το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα του Αιτητή στη δίκαιη δίκη και συνεπώς καθιστά παράνομη και άκυρη την επίδικη απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου του Καθ' ου η αίτηση.

 

Η κατάληξη και διαπίστωση μου ότι παραβιάστηκαν οι αρχές της φυσικής δικαιοσύνης και συγκεκριμένα η αρχή της δικαίας δίκης τόσο κατά τη διεξαγωγή της πειθαρχικής έρευνας όσο και της πειθαρχικής διαδικασίας εναντίον του Αιτητή καθότι υπήρξε υπέρμετρη χρονική καθυστέρηση για τη διεξαγωγή και περαίωση τους, καθιστά μη αναγκαία την ενασχόλησή μου με τους υπόλοιπους λόγους ακύρωσης που εγέρθηκαν.

 

Η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται. Επιδικάζονται έξοδα €1.700 πλέον Φ.Π.Α. υπέρ του Αιτητή και εναντίον του Καθ' ου η αίτηση.

                                       

 Λ. Ν. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ.                               


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο