ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ 

                                                                Υπόθεση Αρ. 139/2024 (Κ)

 

                                                  7 Μαρτίου, 2024

 

                                             [Λ.Ν. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ.]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

S. Μ. S. R.

                                                                                                                      Αιτητής,

                             v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

1.   ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, 2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ

 

                                                                                 Καθ' ων η Αίτηση

 

 

Α. Ιωαννίδου για Γ. Στυλιανού & Συνεργάτες ΔΕΠΕ δικηγόροι για τον Αιτητή.

Α. Κίτσιου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, δικηγόρο για τους Καθ' ων η αίτηση.

 

 ___________________

 

                                                

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Λ. Ν. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ :

Ο αιτητής με την παρούσα προσφυγή στρέφεται κατά της απόφαση των Καθ’ ων η Αίτηση ημερομηνίας 14/12/2023, με την οποία ο Αιτητής κηρύχθηκε ως απαγορευμένος μετανάστης δυνάμει του άρθρου 6(κ)(1) των περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου (Κεφ. 105), καθώς και των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης του με ημερομηνία 14/12/2023 βάσει του άρθρου 14 του ίδιου νόμου, ενέργειες της διοίκησης οι οποίες του κοινοποιήθηκαν στις 14/12/2023.  

 

Ως καταγράφεται στην Ένσταση των Καθ' ων η Αίτηση και προκύπτει από τα έγγραφα του διοικητικού φακέλου, τα σχετικά με την παρούσα υπόθεση γεγονότα έχουν ως ακολούθως:

 

Ο αιτητής, υπήκοος Μπαγκλαντές με ημερομηνία γέννησης 17/09/1991, αφίχθηκε στη Κύπρο μέσω του Αεροδρομίου Λάρνακας στις 29/01/2015 με θεώρηση εισόδου ως φοιτητής σε Κολλέγιο. Στις 18/02/2015 ενεγράφη ως αλλοδαπός και η άδεια παραμονής και φοίτησής του ανανεωνόταν μέχρι 31/01/2018.

 

Στις 09/02/2018 ο αιτητής υπέβαλε αίτημα ασύλου, το οποίο απορρίφθηκε Πρωτοβάθμια στις 28/09/2018 και η σχετική απόφαση επιδόθηκε στον αλλοδαπό στις 22/11/2018. Στις 28/11/2018 υπέβαλε προσφυγή στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, η οποία απορρίφθηκε στις 07/10/2019. Στις 12/12/2019 ο αιτητής, υπέβαλε προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο με αρ. 518/19, η οποία παραπέμφθηκε στο Δ.Δ.Δ.Π. όπου απορρίφθηκε στις 15/12/2020.

Ο αιτητής υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση η οποία κρίθηκε ως απαράδεκτη στις 14/05/2021 και η σχετική απόφαση του επιδόθηκε στις 23/06/2021. Στις 08/07/2021 υπέβαλε νέα προσφυγή στο Δ.Δ.Δ.Π. με αρ. 4176/21, η οποία και απορρίφθηκε στις 30/05/2022.

 

Ακολούθως, ο αιτητής υπέβαλε νέα μεταγενέστερη αίτηση η οποία κρίθηκε ως απαράδεκτη στις 04/07/2023 και σχετική επιστολή του στάλθηκε την ίδια μέρα. Στις 06/07/2023 ο αιτητής υπέβαλε νέα προσφυγή στο Δ.Δ.Δ.Π. με αρ. Τ2033/23, η οποία κατά τον ουσιώδη χρόνο εκκρεμεί.  

 

Ο αιτητής, ως ο ισχυρισμός του, είναι πατέρας ενός ανήλικου παιδιού και διέμενε με τη μητέρα του παιδιού του υπήκοο Βουλγαρίας, καθώς και το επτάχρονο παιδί της από άλλη σχέση, σε ενοικιαζόμενο δωμάτιο στην Αγλαντζιά. Όπως φαίνεται από Επιστολή των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας ημερ. 4/01/2024 μετά από σχετική έρευνα που πραγματοποιήθηκε από Λειτουργούς στις 13/12/2023, παρά το ότι οι συνθήκες διαβίωσης της οικογένειας ήταν ακατάλληλες διαπιστώθηκε ότι η μητέρα ανταποκρίνεται στις ανάγκες φροντίδας των παιδιών της, ενώ ο αιτητής φαίνεται να ασκεί βία τόσο στη συμβία του όσο και τα δύο παιδιά. Καταγράφεται δε η θέση της μητέρας ότι η ίδια επιθυμεί να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής της, αλλά για τούτο εμποδίζεται από τον αιτητή. Στις 13/12/2023 ο αιτητής εντοπίστηκε από το Κλιμάκιο για τη Βία στην Οικογένεια και συνελήφθη για το αδίκημα της παράνομης παραμονής.

 

Όπως διαπιστώθηκε από τους Καθ’ ων η αίτηση και καθίσταται ξεκάθαρο από το διοικητικό φάκελο, η εν λόγω υπήκοος κράτους μέλους της Ένωσης και τα τέκνα της, δεν κατέχουν οποιαδήποτε βεβαίωση εγγραφής στη Κ.Δ., ενώ ο αιτητής ο οποίος ισχυρίζεται ότι είναι πατέρας ανήλικου τέκνου, το οποίο έχει αποκτήσει στις 23/05/2023 με υπήκοο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και έχει εκουσίως αναγνωρίσει με Ένορκη του Δήλωση ημερομηνίας 28/11/2023, δεν έχει προβεί σε οποιανδήποτε ενέργεια ώστε να αναγνωριστεί ως μέλος οικογένειας υπηκόου της Ένωσης και συνεπώς παραμένει υπήκοος τρίτης χώρας.

 

Εναντίον του αιτητή εκδόθηκαν διατάγματα κράτησης και απέλασης δυνάμει του άρθρου 14 του Περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου (Κεφ. 105) στις 14/12/2023, καθότι παρέμενε παράνομα στη Δημοκρατία από τις 07/10/2019, όταν απορρίφθηκε η προσφυγή του, κατά της πρώτης απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, από την Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων.

 

Ακολούθησε η καταχώρηση της υπόθεσης ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου.

 

Με την εδώ υπό κρίση υπόθεση, ο αιτητής στρέφεται εναντίον της απόφασης κήρυξης του ως απαγορευμένου μετανάστη και, ως συνέπεια αυτής της απόφασης, εναντίον των προαναφερθέντων διαταγμάτων κράτησης και απέλασης του. Ισχυρίζεται ότι, μέχρι και την έκδοση των προσβαλλόμενων πράξεων και/ή αποφάσεων, δεν γνώριζε πως είναι απαγορευμένος μετανάστης, ως το άρθρο 6 (1)(κ) του ΚΕΦ 105 ορίζει, τονίζοντας τις μεταγενέστερες, της αρχικής απόρριψης της αίτησης του για εξασφάλιση καθεστώτος διεθνούς προστασίας, ενέργειες.

 

Κυρίως όμως, έχοντας ως προμετωπίδα τη θέση ότι είναι ο πατέρας ενός ανήλικου τέκνου, προβάλει ισχυρισμό για παράβαση των δικαιωμάτων του δυνάμει του άρθρου 32 Α(6) του Νόμου 7(1)/2007, ως απορρέουν από το ευρωπαϊκό δίκαιο ως μέλος της οικογένειας πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ειδικότερα τα δικαιώματα του σε ελεύθερη κυκλοφορία και διαμονή στη Δημοκρατία, που κατοχυρώνονται από την Οδηγία 2004/38/ΕΚ σχετικά με τα δικαιώματα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στο έδαφος των κρατών μελών και ότι, όπως ισχυρίζεται, οποιαδήποτε απόφαση απομάκρυνσης του από την Κυπριακή Δημοκρατία παραβιάζει τον Ν. 7(Ι)/2007 και την Οδηγία 2004/38/ΕΚ, παραβιάζοντας τις διαδικαστικές εγγυήσεις που προβλέπονται.

 

Ακολούθως δε, ισχυρίζεται ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση προέβησαν στη λήψη των προσβαλλόμενων με την παρούσα προσφυγή αποφάσεων χωρίς να διεξάγουν την δέουσα έρευνα και χωρίς αυτές να είναι επαρκώς αιτιολογημένες, ενώ καταγράφει ότι παραβιάζονται κατάφωρα τα άρθρα 26, 43, 45, 46, 48, 50, 51 και 52 του Ν. 158(Ι)/1999, δίνοντας έμφαση στην αρχή της χρηστής διοίκησης.

 

Αντίθετα, η πλευρά των Καθ΄ων η Αίτηση υποστηρίζει τη νομιμότητα αμφότερων των προσβαλλόμενων διαταγμάτων, παραθέτοντας στην γραπτή της αγόρευση ότι, ο αλλοδαπός διέμενε παράνομα στο έδαφος της Δημοκρατίας από τις 07/10/2019, όταν απορρίφθηκε η προσφυγή του από την Αναθεωρητική Αρχή Προσφυγών, απόφαση η οποία επιβεβαιώθηκε με την απόφαση του Δ.Δ.Δ.Πρ. στις 15/12/2020. Ο αιτητής ήταν αρνητικός στον επαναπατρισμό του και αρμοδίως διαπιστώθηκε ότι υπάρχει κίνδυνος διαφυγής του. Συνεπώς, προβάλει, δεν υπήρχε περιθώριο εναλλακτικών μέτρων πέραν της κράτησης του, καθότι υπήρχε δυνατότητα διαφυγής του, ως επίσης δεν παραβιάζεται η αρχή της μη επαναπροώθησης.

 

Αναφορικά με την επίκληση του αιτητή ότι είναι πατέρας ανήλικου παιδιού το οποίο απέκτησε με ευρωπαία υπήκοο, τονίζει η δικηγόρος των Καθ΄ων η Αίτηση ότι οι υπηρεσίες του κράτους εξέτασαν δεόντως τη συγκεκριμένη περίπτωση. Αναφέρεται ότι ως συνέπεια της έρευνας που διεξήχθη, και επειδή οι Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας διαπίστωσαν ότι οι συνθήκες διαβίωσης της εν λόγω μητέρας και των τέκνων της ήταν εντελώς ακατάλληλες, η εν λόγω υπήκοος Βουλγαρίας, μετακινήθηκε μαζί με τα παιδία της σε κατάλυμα του οποίου του κόστους καταβάλλεται από τις ΥΚΕ. Αναφέρεται επίσης ότι υπάρχει εισήγηση από τις ΥΚΕ όπως προωθηθεί το διάταγμα απέλασης του αιτητή. 

 

Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων και γεγονότων τα οποία περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση και τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, αφού αποτέλεσαν το υπόβαθρο για προώθηση των εκατέρωθεν θέσεων, είτε υπέρ είτε κατά της νομιμότητας της προσβαλλόμενης πράξης.

 

Κύριο ζήτημα προς εξέταση στη παρούσα υπόθεση, όπως προβάλλεται από την πλευρά του αιτητή, έγκειται στο κατά πόσο θα έπρεπε να διατηρηθούν σε ισχύ τα εν λόγω διατάγματα ημερομηνίας 14/12/2023, εκκρεμούσης της μεταγενέστερης (τρίτης) αίτησης του στο Δ.Δ.Δ.Π.. Είναι η θέση του αιτητή ότι, τα εν λόγω διατάγματα αποτελούν προϊόν πλάνης περί το νόμο και λήφθηκαν κατά παράβαση της αρχής της καλής πίστης και με κακή άσκηση της διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης, αγνοώντας ότι αυτός, κατά τους δικηγόρους του, παραμένει αιτητής ασύλου, αφού μεσολάβησε μεταγενέστερη αίτηση του στην Υπηρεσία Ασύλου για χορήγηση σ’ αυτόν καθεστώτος διεθνούς προστασίας.

 

Το ζήτημα έχει απασχολήσει κατ’ επανάληψη το Δικαστήριο σε σειρά αποφάσεων. Παραθέτω απόσπασμα από την Υπόθεση Αρ. 1145/2023(Κ), ημερ. 18/08/2023, M.S.R. v. Κ.Δ. μέσω 1.ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, 2.ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ, όπου έχω αναφέρει τα ακόλουθα:

 

«Με σχετική, δεσμευτική για το παρόν Δικαστήριο, απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου έχει κριθεί ότι, το Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας να εξετάσει κατά πόσο όφειλαν να διατηρηθούν ή μη ήδη εκδοθέντα διατάγματα κράτησης και απέλασης, μετά από καταχώρηση μεταγενέστερης αίτησης του αιτητή για χορήγηση ασύλου (βλ. απόφαση ημερομηνίας 20.4.2022 στην Αναθεωρητική Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 126/2021 M S A LIMON v. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, μέσω ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ). Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν το Δικαστήριο εδικαιούτο να ασκήσει τέτοιο έλεγχο, η νομιμότητα των επίδικων αποφάσεων και/ή διαταγμάτων  δεν αναιρείται απλά και μόνο λόγω της καταχώρησης νέου μεταγενέστερου αιτήματος επανανοίγματος του φακέλου του αιτητή για παραχώρηση διεθνούς προστασίας, αφού αυτός δεν καθίσταται, με αυτό τον τρόπο, αιτητής ασύλου.

 

Στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Αίτηση Νομικής Αρωγής Αρ. 59/2021, ημερομηνίας 5/7/2021 λέχθηκαν, χαρακτηριστικά και τα εξής:

«Δυνάμει του άρθρου 6Β(1)(β), ο όρος «αιτητής διεθνούς προστασίας» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο «αιτητής», σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Προσφύγων Νόμου. Το άρθρο 2 του εν λόγω Νόμου ορίζει ότι «αιτητής» σημαίνει υπήκοο τρίτης χώρας ή ανιθαγενή, ο οποίος έχει υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας και η ιδιότητα αυτή ισχύει για την περίοδο από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης μέχρι τη λήψη τελικής απόφασης σε σχέση με την αίτηση αυτή. Στο ίδιο άρθρο δίδεται και η ερμηνεία της «τελικής απόφασης.

 

Στην παρούσα περίπτωση ο αιτητής με βάση τα γεγονότα που έχουν αναφερθεί πιο πάνω, δεν εμπίπτει στην κατηγορία αιτητή διεθνούς προστασίας, εφόσον η αίτησή του απορρίφθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου, όπως επίσης απορρίφθηκε και η προσφυγή που καταχώρησε εναντίον της εν λόγω απόφασης στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας. Το γεγονός ότι εξετάζεται το αίτημα του για επανάνοιγμα του φακέλου του, δεν τον καθιστά αιτητή διεθνούς προστασίας, δυνάμει των προνοιών του πιο πάνω Νόμου».

 

Περαιτέρω, παραπέμπω στο περιεχόμενο της γνωστής απόφασης της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου Sohel Madber v. Δημοκρατίας, Έφεση Κατά Απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 8/2022, ημερ. 17.11.2022. Στην εν λόγω περίπτωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη προσφυγή κατά των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης του αιτητή, ο οποίος είχε υποβάλει μεταγενέστερη αίτηση, η οποία είχε απορριφθεί ως απαράδεκτη πριν από την έκδοση των διαταγμάτων. Έκρινε ότι, αυτά ήσαν έγκυρα και νόμιμα, εφόσον ο αιτητής, με την απόρριψη της αίτησής του ως απαράδεκτης, έστω και αν είχε ακολούθως καταχωρήσει κατ' αυτής της απόφασης προσφυγή στο ΔΔΔΠ, δεν διατηρούσε πλέον το καθεστώς αιτητή διεθνούς προστασίας και συνακόλουθα, η εν λόγω προσφυγή απορρίφθηκε.»

 

Με αναφορά πάντα στα γεγονότα που φαίνονται στην Ένσταση και περιλαμβάνονται στον διοικητικό φάκελο διαπιστώνω ότι, οι ισχυρισμοί του δικηγόρου του αιτητή ως ανωτέρω, ουδόλως επηρεάζουν τη νομιμότητα των επίδικων διαταγμάτων. Ως εκ της προαναφερθείσας νομολογίας, δεν γίνονται αποδεκτοί οι ισχυρισμοί του αιτητή και δεδομένου του ότι απορρίφθηκε η πρώτη αίτηση ασύλου του όσο και η επόμενη, ενώ η τύχη της τρίτης διαδοχικής φαίνεται να εκκρεμεί ενώπιον του Δ.Δ.Δ.Π., το παρόν διάταγμα κρίνεται καθόλα ορθό και νόμιμο, ενώ δεν εντοπίζεται κενό αιτιολογίας στην έκδοση των προσβαλλόμενων πράξεων. Εν προκειμένω, υπάρχει καταγραμμένη στο διοικητικό φάκελο η εκφρασθείσα άρνηση του αιτητή να αναχωρήσει για τη χώρα του, θέση η οποία συνηγορεί στη θέση της διοίκηση ότι υπήρχε κίνδυνος διαφυγής από το συγκεκριμένο πρόσωπο και παρεμπόδιση της διαδικασίας επαναπατρισμού του. Συνεπώς, συμφωνώ με τη θέση των Καθ’ ων η Αίτηση ότι η συμπεριφορά της διοίκησης είναι καθόλα νόμιμη και ορθή και τεκμηριώνεται πλήρως από τον διοικητικό φάκελο.

 

Ομοίως δεν θα αποδεχθώ και τη θέση της πλευράς του αιτητή ότι αυτός δεν γνώριζε ότι διέμενε παρανόμως, δεδομένου ότι μετά την πρώτη απόρριψη της προσφυγής του από το Δ.Δ.Δ.Π. συνεπεία της οποίας αυτός κατέστη παράνομος μετανάστης και την οποία απόρριψη προφανώς γνώριζε, αφού είχε προχωρήσει σε ακόμη δύο διαδοχικές αιτήσεις, οι οποίες δεδομένου ότι δεν έχουν ευδοκιμήσει, δεν θεωρώ ότι διαφοροποιούν το καθεστώς του ως παράνομου μετανάστη και το υπόβαθρο έκδοσης των σχετικών διαταγμάτων.

 

Τέλος, δεν θα ενστερνιστώ ούτε τις θέσεις του αιτητή σε σχέση με εφαρμογή στη παρούσα περίπτωση του περί του Δικαιώματος των Πολιτών της Ένωσης και Ορισµένων Υπηκόων του Ηνωµένου Βασιλείου και των Μελών των Οικογενειών τους να Κυκλοφορούν και να Διαµένουν Ελεύθερα στη Δηµοκρατία Νόμου (Ν. 7(Ι)/2007), αλλά και ούτε της Οδηγίας 2004/38/ΕΚ σχετικά µε το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των µελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών µελών, ούτως ώστε να δύναται να εκδοθεί προς τον αιτητή δελτίο διαμονής στη Δημοκρατία ως μέλος οικογένειας πολίτη της Ένωσης και εν πάση περιπτώσει ότι, υπό τις προσωπικές του περιστάσεις, εμποδίζεται η έκδοση των προσβαλλόμενων πράξεων.

 

Αντίθετα, θα υιοθετήσω τη θέση των Καθ’ ων η Αίτηση ότι, η έρευνα επί της περίπτωσης του αιτητή, υπήρξε πλήρης και/ή κάλυψε όλα τα σχετικά με την περίπτωση γεγονότα. Η αρμόδιες υπηρεσίες κοινωνικής ευημερίας της κυπριακής πολιτείας φαίνεται να έχουν παρέμβει αρμοδίως στη παρούσα περίπτωση, παρέχοντας μάλιστα προστασία και φροντίδα στη μητέρα και τα ανήλικα τέκνα της.

 

Επί του εν λόγω ισχυρισμού τον οποίο ο αιτητής προβάλλει ότι, διατηρεί δικαίωμα διαμονής δυνάμει του άρθρου 32 Α(6) του Νόμου 7(1)/2007 ως μέλος οικογένειας ευρωπαίου πολίτη, αφού όπως διαπιστώνεται έχει αναγνωρίσει τέκνο ευρωπαίας υπηκόου, με την οποία φαίνεται να συζούσε υπό τις συνθήκες οι οποίες έχουν καταγραφεί ανωτέρω, εντούτοις, διαπιστώνεται από το φάκελο ότι ο αιτητής δεν έχει προβεί σε οιανδήποτε ενέργεια προς τούτο. Εντοπίζω στο διοικητικό φάκελο (Ερυθρούν 142 και 152) τη δήλωση του αρμόδιου Λειτουργού των Καθ΄ ων η Αίτηση ότι, «οι υπό αναφορά Πολίτες της Ένωσης (αναφέρεται στη μητέρα του τέκνου το οποίο είχε αναγνωρίσει ο αλλοδαπός και τα ανήλικα τέκνα της) δεν κατέχουν οποιαδήποτε βεβαίωση εγγραφής και ο Υπήκοος Τρίτης Χώρας ο οποίος ισχυρίζεται ότι είναι πατέρας ανηλίκου δεν έχει αιτηθεί ποτέ ως μέλος οικογένειας υπηκόου της Ένωσης. Επιπρόσθετα, το γεγονός ότι η υπήκοος της Ένωσης δεν εργάζεται και δεν διαθέτει επαρκείς πόρους συντήρησης δεν τη καθιστά δικαιούχο βεβαίωσης εγγραφής. Ως εκ τούτου θεωρώ ότι θα πρέπει να προωθηθούν οι διαδικασίες απέλασης του εν λόγω αλλοδαπού ως Υπήκοος Τρίτης Χώρας και όχι ως μέλος οικογένειας ευρωπαίου πολίτη».

 

Σύμφωνα με τον περί του Δικαιώματος των Πολιτών της Ένωσης και των Μελών των Οικογενειών τους να Κυκλοφορούν και να Διαμένουν Ελεύθερα στη Δημοκρατία Νόμο του 2007 (Ν.7(Ι)/2007), εκ του οποίου απορρέουν και ρυθμίζονται τα δικαιώματα των πολιτών της Ένωσης και των μελών της οικογένειάς τους στη Δημοκρατία, το δικαίωμα διαμονής που απορρέει από την ιδιότητα του μέλους της οικογένειας πολίτη της Ε.Ε., δεν παρέχει αυτοτελή δικαιώματα στους υπηκόους τρίτων χωρών. Τα εν λόγω δικαιώματα είναι παράγωγα και απορρέουν από την ενάσκηση του δικαιώματος κυκλοφορίας του ιδίου του πολίτη της Ένωσης. Στο άρθρο 14 παρ. 2 της Οδηγίας 2004/38/ΕΚ, η οποία ενσωματώνεται στην ημεδαπή έννομη τάξη με τον πιο πάνω Νόμο, προβλέπεται ότι «Οι πολίτες της Ένωσης και τα μέλη των οικογενειών τους έχουν το δικαίωμα διαμονής που προβλέπεται στα άρθρα 7, 12 και 13, εφόσον πληρούν τις προϋποθέσεις που ορίζονται σε αυτά»: εφόσον ο πολίτης της Ένωσης δεν ασκεί το δικαίωμα κυκλοφορίας, διαμένοντας εντός του κράτους υποδοχής». Ο παρεπόμενος χαρακτήρας του δικαιώματος διαμονής σε μέλη των οικογενειών ευρωπαίων πολιτών, αναγνωρίστηκε από το Δ.Ε.Ε. και στην απόφαση Subdelegacion del Gobierno en Ciudad Real κατά RH, Υπόθεση C-836/18, ημερ. 27/02/2020.

 

Ο αιτητής δεν νομιμοποιείται να αξιώνει αναγνώριση δικαιώματος διαμονής μόνος του στο κράτος μέλος υποδοχής της ευρωπαίας, ως ισχυρίζεται, μητέρας του τέκνου του, δεδομένου ότι η εν λόγω υπήκοος κράτους μέλους της Ένωσης έχει εκφράσει στις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας την πρόθεση της να επιστρέψει με τα δύο ανήλικα τέκνα της στη Βουλγαρία (Ερυθρούν 147, 148 και 157, 158 στο διοικητικό φάκελο), πράξη στην οποία ο αιτητής φαίνεται να την εμποδίζει. Τονίζω ότι η εν λόγω υπήκοος κράτους μέλους της Ένωσης και τα τέκνα της, δεν κατέχουν οποιαδήποτε βεβαίωση εγγραφής, ενώ ο αιτητής ο οποίος ισχυρίζεται ότι είναι πατέρας ανηλίκου δεν έχει αιτηθεί ποτέ να αναγνωριστεί από τις αρχές της Δημοκρατίας ως μέλος οικογένειας υπηκόου της Ένωσης και συνεπώς ορθώς αντιμετωπίζεται από τους Καθ’ ων η Αίτηση ως υπήκοος τρίτης χώρας, με ότι αυτό συνεπάγεται.

 

Καταλήγοντας τονίζω, και σε αυτήν την υπόθεση ότι, οι Καθ΄ων η αίτηση ως η αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας αποφασίζουν επί θεμάτων εισόδου και παραμονής αλλοδαπών στην επικράτεια της χώρας, εξετάζοντας την κάθε περίπτωση με καλή πίστη και σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, ενώ το τεκμήριο υπέρ της καλόπιστης άσκησης της διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης παραμένει ακλόνητο μέχρι απόδειξης του αντιθέτου (βλ. Maria Nicky Reyes ν. Δημοκρατίας (1996) 4 ΑΑΔ 401, Amanda Marga Ltd. ν. Δημοκρατίας (1985) 1 ΑΑΔ 2583, Abtul Rashim Souleiman ν. Δημοκρατίας (1987) 3 ΑΑΔ 224, Usman Ibne Mushtaq ν. Δημοκρατίας (1995) 4 ΑΑΔ 1479, Reza Mohammedi κ.α. ν. Δημοκρατίας (2001) 4 ΑΑΔ 559).

 

Υπό το φως των ανωτέρω, καταλήγω ότι δεν στοιχειοθετείται λόγος ακύρωσης και δε χωρεί επέμβαση του Δικαστηρίου.

 

Κατά συνέπεια, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα ύψους 1500 ευρώ υπέρ των Καθ’ ων η Αίτηση και εναντίον του αιτητή.

 

Λ. Ν. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο