ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ  

(Υπόθεση αρ. 1520/2019)

 

 13 Μαρτίου 2024

                              [ΚΕΛΕΠΕΣΙΗ, Δ.Δ.Δ.]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ AΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

            K. T. E. δια μέσου της μητέρας του και

            φυσικού κηδεμόνα του M. T.

 

                                                                                                 Αιτητής,

                                      και

 

          Κυπριακής  Δημοκρατίας, μέσω

1.Υπουργείου Εσωτερικών

2. Αν. Διευθυντή Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης

Καθ’ ων η αίτηση

––––––––––––––––––––––––––––––––

Ν.Χαραλαμπίδου (κα), για Νικολέττα Χαραλαμπίδου Δ.Ε.Π.Ε, δικηγόροι για τον αιτητή.

Ν. Νικολάου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, δικηγόρος για τους καθ’ ων η αίτηση.

                              Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΚΕΛΕΠΕΣΙΗ, Δ.Δ.Δ.: Με την υπό κρίση Προσφυγή επιζητείται δικαστική απόφαση, ως ακολούθως:

 

«Δήλωση ή/και απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση παρέλειψαν να προβούν σε οφειλόμενη νόμιμη ενέργεια καθότι παραλείπουν να εξετάσουν την αίτηση έγγραφης του Αιτητή για απόκτηση της κυπριακής υπηκοότητας, η οποία υποβλήθηκε μέσω της μητέρας του με επιστολή της ημερ. 2/12/2014 (ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1), παραλείποντας έτσι  να εκδώσουν απόφαση επί της αίτησης, και, όπως οι Καθ΄ων η αίτηση εκτελέσουν την οφειλόμενη ενέργεια, εξετάσουν την αίτηση του Αιτητή και εκδώσουν απόφαση επί αυτής».

 

Τα γεγονότα της υπό κρίση υπόθεσης είναι απλά, δεν αμφισβητούνται και έχουν ως ακολούθως:

 

Στις 2.12.2014 η μητέρα του αιτητή υπέβαλε αίτημα για να παραχωρηθεί στο ανήλικο τέκνο της, ήτοι τον αιτητή, ο οποίος είχε γεννηθεί στις 3.9.2013 στις κατεχόμενες περιοχές, η κυπριακή ιθαγένεια. Με το εν λόγω αίτημα, η μητέρα του αιτητή M. T. επεξηγούσε ότι η ίδια κατάγεται από Κύπριους γονείς καθώς και ότι ο σύζυγος και πατέρας του αιτητή, τουρκικής καταγωγής, εισήλθε στην Δημοκρατία από το 2007 με σκοπό να εργαστεί ως λέκτορας στο Near East University.

 

Ως προκύπτει από τα γεγονότα της ένστασης και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου το Υπουργικό Συμβούλιο σε συνεδρία του ημερομηνίας 14.2.2007 θέσπισε συγκεκριμένα κριτήρια, με την πλήρωση των οποίων, θα ενεργοποιείται η διακριτική ευχέρεια που αποδίδεται στο Υπουργικό Συμβούλιο δυνάμει του άρθρου 109 του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου του 2002, Ν. 141(Ι)/2002, για έγκριση τέτοιων αιτήσεων, ως και η υπό κρίση περίπτωση.

 

Δεδομένου ότι για τέσσερα και πλέον χρόνια, δεν είχε ληφθεί οποιαδήποτε απάντηση επί του αιτήματος για εγγραφή του αιτητή ως Κύπριου πολίτη, η μητέρα του αιτητή απέστειλε μέσω του δικηγόρου της επιστολή ημερομηνίας 19.12.2018 με την οποία αιτείτο να ενημερωθεί για την απόφαση της διοίκησης.

 

Στις 24.5.2022 με επιστολή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης γνωστοποιείτο στη μητέρα του αιτητή ότι παρόλο που τα περιστατικά της αίτησης της εμπίπτουν στο τέταρτο από τα κριτήρια που θέσπισε το Υπουργικό Συμβούλιο προς διευκόλυνση της εγγραφής προσώπου ως κύπριου πολίτη δυνάμει του άρθρου 109 του Ν. 141(Ι)/2002, η αίτηση της «θα τεθεί σε λίστα η οποία θα προωθηθεί ενώπιον του Υπουργικού Συμβουλίου, μόλις ο Υπουργός Εσωτερικών το διατάξει.»

 

Ως είναι δε καθόλα παραδεκτό δεν έχει μέχρι σήμερα ληφθεί οποιαδήποτε τέτοια απόφαση και η εξέταση του αιτήματος για απόκτηση κυπριακής υπηκοότητας εκ μέρους του αιτητή στη βάση των προνοιών του άρθρου 109 του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου του 2002, Ν. 141(Ι)/2002  εκκρεμεί από την ημέρα υποβολής του.

 

Προτού υπεισέλθω στην παράθεση των εκατέρωθεν θέσεων των ευπαίδευτων συνηγόρων, οφείλει να επισημανθεί ότι η πλευρά του αιτητή απέσυρε κατά το στάδιο των διευκρινήσεων την αιτούμενη θεραπεία υπό παράγραφο (Β) της Προσφυγής καθώς και τη συναφή επιχειρηματολογία που ερείδετο επί αυτής. Έπεται ότι η αντίστοιχη προδικαστική ένσταση που προβλήθηκε από την πλευρά των καθ΄ων η αίτηση στη γραπτή της αγόρευση αναφορικά με το δεύτερο αυτό αιτητικό της Προσφυγής, παρέμεινε χωρίς αντικείμενο και απορρίπτεται. Από την πλευρά της, η συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση προέβηκε και εκείνη κατά το στάδιο των διευκρινήσεων στην απόσυρση της έτερης προδικαστικής ένστασης που ήγειρε δια της γραπτής της αγόρευσης με την οποία προέβαλε ότι η καταχώρηση της παρούσας προσφυγής είναι πρόωρη.

 

Προς ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης η πλευρά του αιτητή με συναφή παραπομπή σε νομολογία, υποβάλλει ότι αποτελεί υποχρέωση του διοικητικού οργάνου να δράσει εντός εύλογου χρόνου, κάτι που δεν επισυμβαίνει στην παρούσα περίπτωση όπου εδώ και 10 χρόνια ο αιτητής δεν εγγράφεται ως κύπριος πολίτης καθότι αναμένεται από τον Υπουργό Εσωτερικών να διατάξει όπως η λίστα με όσους  δικαιούνται να εγγραφούν τεθεί ενώπιον του αρμόδιου Υπουργικού Συμβουλίου. Επισημαίνει δε η ευπαίδευτη συνήγορος του αιτητή ότι από το διοικητικό φάκελο της υπόθεσης προκύπτει ότι δεν έχει καν τεθεί υπόψη του Υπουργού Εσωτερικών αλλά ούτε και του αρμόδιου Υπουργικού Συμβουλίου η επίμαχη αίτηση, η οποία υποβλήθηκε το 2014. Συναφώς ισχυρίζεται ο αιτητής ότι η επίδικη παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας παραβιάζει τις αρχές της καλής πίστης και συνιστά κατάχρηση εξουσίας αφού εξυπηρετεί αλλότριους σκοπούς. Περαιτέρω η πλευρά του αιτητή εισηγείται ότι οι διατάξεις του άρθρου 109 του Ν. 141(Ι)/2002 και τα συναφή κριτήρια που τέθηκαν από το Υπουργικό Συμβούλιο για την εφαρμογή του «εισάγουν έμμεση διάκριση λόγω εθνοτικής καταγωγής κατά παράβαση του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ». Είναι για αυτό το λόγο καταλήγει, η εισήγηση, που είναι παράνομη και η παράλειψη των καθ΄ων η αίτηση, αφού χωρίς αυτές τις διατάξεις ο αιτητής θα είχε αυτοδικαίως λάβει την κυπριακή υπηκοότητα, δεδομένου ότι η μητέρα του είναι Κύπρια πολίτιδα. Πρόσθετα ο αιτητής υποβάλει ότι η επίδικη παράλειψη συνιστά και προϊόν έμμεσης διάκρισης λόγω της κοινότητας στην οποία ανήκει ο αιτητής ήτοι την Τουρκοκυπριακή. Πρόσθετος ισχυρισμός προβάλλεται αναφορικά με το ότι η προσβαλλόμενη παράλειψη παραβιάζει τα δικαιώματα του αιτητή υπό την ΕΣΔΑ, το ενωσιακό δίκαιο και τη Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού, υπό τη πτυχή επέμβασης στην ιδιωτική, οικογενειακή ζωή και της εξυπηρέτησης του συμφέροντος του παιδιού.  

 

Αντίθετα η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση, απορρίπτοντας όλους τους πιο πάνω ισχυρισμούς, υποστηρίζει ότι το σύνολο της διοικητικής ενέργειας δεν καταδεικνύει ολιγωρία στην εξέταση της υπό αναφορά αίτησης καθότι, ως εισηγείται, έλαβαν χώρα διάφορες ενέργειες και γεγονότα αναφορικά με την εξέταση της υπόθεσης του αιτητή και ως εκ τούτου δεν δικαιολογείται ο ισχυρισμός ότι δεν λήφθηκε εντός εύλογου χρόνου απόφαση επί της επίμαχης αίτησης.  Εισηγείται δε η πλευρά των καθ΄ων η αίτηση ότι δεδομένου ότι το νομοθετικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά την υποβολή της αίτησης εξακολουθεί να ισχύει μέχρι σήμερα, η παρέλευση του χρόνου δεν έθεσε σε δυσμενέστερη θέση τον αιτητή και ως εκ τούτου ο ισχυρισμός περί μη εξέτασης της αίτησης του εντός ευλόγου χρόνου δεν θα τον ωφελήσει και προβάλλεται αλυσιτελώς. Αναφορικά με τον ισχυρισμό του αιτητή ότι η προσβαλλόμενη παράλειψη παραβιάζει την αρχή της καλής πίστης και συνιστά κατάχρηση εξουσίας, η πλευρά των καθ΄ων η αίτηση αντιτείνει ότι ουδεμία παράλειψη έχει συντελεστεί αφού η αίτηση του αιτητή, ως επεξηγείται και στην ενημερωτική επιστολή του Τμήματος ημερομηνίας 24.5.2022 δεν έχει απορριφθεί αλλά αντιθέτως έχει τεθεί σε λίστα, η οποία θα προωθηθεί στο Υπουργικό Συμβούλιο μόλις ο Υπουργός Εσωτερικών διατάξει σχετικά. Σε σχέση με τους ισχυρισμούς του αιτητή ότι η επίδικη παράλειψη διενεργείται στη βάση νομοθετικών διατάξεων και/ή πρακτικής εφαρμογής που εισάγουν έμμεσες διακρίσεις κατά παράβαση του Συντάγματος και του διεθνούς δικαίου, οι καθ’ ων η αίτηση υποβάλλουν ότι τέτοιοι ισχυρισμοί, περί αντισυνταγματικότητας των διατάξεων του άρθρου 109 του Ν. 141(Ι)/2002  πέραν του ότι ουδόλως ευσταθούν,  δεν  δικογραφούνται στην αίτηση ακυρώσεως κατά τον τρόπο που η  πάγια νομολογία απαιτεί. Τέλος η πλευρά των καθ΄ων η αίτηση απορρίπτει και τον ισχυρισμό ότι δια της επίδικης παράλειψης παραβιάζονται τα δικαιώματα του αιτητή υπό την ΕΣΔΑ, το ενωσιακό δίκαιο και τη Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού, τονίζοντας ότι το διοικητικό όργανο έχει διακριτική ευχέρεια και όχι υποχρέωση για πολιτογράφηση, αίτημα το οποίο ως υποδεικνύει στην περίπτωση του αιτητή δεν απορρίφθηκε αλλά παραμένει σε εκκρεμότητα μέχρι να τεθεί η λίστα αναμονής ενώπιον του Υπουργικού Συμβουλίου.

 

Έχω εξετάσει με προσοχή τις εκατέρωθεν θέσεις των ευπαίδευτων συνηγόρων σε συνάρτηση με το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης.

 

Ως είναι παγίως νομολογημένο παράλειψη αρμόδιας δημόσιας αρχής να δώσει απάντηση, στοιχειοθετεί δικαίωμα προσφυγής, νοούμενου ότι το αντικείμενο της αίτησης ή του παραπόνου, αφορά ζήτημα υποκείμενο στην έκδοση εκτελεστής διοικητικής απόφασης ή πράξης (Δήμος Λεμέσου v Συνεργατικού Ταμιευτήριου Λεμεσού (1993) 3 Α.Α.Δ 610) Κυπριακής Δημοκρατίας v. Σωτήρη Γιωργαλλή κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 590). Ενόσω δε διαρκεί η εκκρεμότητα λήψης απόφασης επί τέτοιου  αιτήματος και η διοίκηση παραλείπει να απαντήσει, αυτό συνιστά συνεχής παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας εναντίον της οποίας χωρεί προσφυγή οποτεδήποτε (Έλλη Ευαγγέλου Τσιησσιού ν. Δήμου Παραλιμνίου (Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 107/2016, ημερομηνίας 3/10/23) Γεωργίου ν. Δήμου Λεμεσού (1991) 4 Α.Α.Δ. 2508).

 

Στην προκειμένη περίπτωση ο αιτητής δια μέσου της μητέρας του, υπέβαλε αίτημα για έκδοση εκτελεστής διοικητικής πράξης εν τη εννοία του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος, ήτοι της εγγραφής του ως κύπριου πολίτη, επί του οποίου, ως είναι καθόλα παραδεκτό, δεν υπήρξε οποιαδήποτε απόφαση. Είναι κατά αυτής της παράλειψης για λήψη απόφασης που βάλλει ο αιτητής επιζητώντας δια της παρούσης Προσφυγής την κήρυξη της ως παράνομης.

 

Υπενθυμίζεται δε ότι κατά πάγια νομολογία η μόνη υποχρέωση που υπέχει η διοίκηση, ως οφειλόμενη ενέργεια, συνίσταται στο να ασκήσει την αρμοδιότητα της προς έκδοση απόφασης και μάλιστα εντός εύλογου χρόνου (βλ. MEHMET MAHER CEMAL EDDIN v Δημοκρατίας (Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 97/2019, ημερομηνίας 14/11/23) Πίτσιλλος ν. Υπουργού Συγκοινωνιών και Έργων (2000) 3 Α.Α.Δ. 777) Galal v Δημοκρατίας (Υπόθεση αρ. 943/18, ημερομηνίας 31/1/22).

 

Επομένως το καθοριστικό ζήτημα που αναδύεται προς εξέταση είναι κατά πόσον έχει παρέλθει ο εύλογος χρόνος για τη λήψη απόφασης επί του αιτήματος του αιτητή- ο οποίος άλλωστε συνιστά και τον πρώτο λόγο ακύρωσης που προβάλλει ο αιτητής- και εάν συνεπώς υφίσταται παράλειψη απάντησης.

 

Εν πρώτοις δεν θα συμφωνήσω με τη γενική και αόριστη θέση της πλευράς των καθ΄ ων η αίτηση ότι ο αιτητής δεν νομιμοποιείται να προβάλλει τον εν λόγω ισχυρισμό περί πάροδο εύλογου χρόνου επειδή το πραγματικό και νομοθετικό καθεστώς που ίσχυε κατά την υποβολή της αίτησης εξακολουθεί να ισχύει μέχρι σήμερα και επομένως, κατά την εισήγηση, ο αιτητής δεν τίθεται σε δυσμενέστερη θέση. Με όλο το σεβασμό, η θέση αυτή παραβλέπει ότι εκ μέρους του αιτητή έχει υποβληθεί ένα συγκεκριμένο αίτημα για εγγραφή του ως κύπριου πολίτη δυνάμει συγκεκριμένης νομοθετικής  διάταξης, για το οποίο μέχρι σήμερα δεν έχει ληφθεί καμία απόφαση. Με δεδομένη την υποχρέωση της διοίκησης να ασκεί την αρμοδιότητα της για λήψη απόφασης, είτε θετικής είτε αρνητικής εντός ευλόγου χρόνου, είναι αδιαμφισβήτητο ότι ο αιτητής νομιμοποιείται να προβάλει τον εν λόγω ισχυρισμό με τον οποίο αυτό που ισχυρίζεται είναι ότι οι καθ΄ων η αίτηση παρέλειψαν να ασκήσουν τη αρμοδιότητα τους σε σχέση με το υποβληθέν αίτημα του εντός εύλογου χρόνου.

 

Ούτε όμως η έτερη θέση των καθ΄ων η αίτηση ήτοι ότι «το σύνολο της διοικητικής ενέργειας δεν καταδεικνύει ολιγωρία στην εξέταση της υπό αναφορά αίτησης καθότι έλαβαν χώρα διάφορες ενέργειες και γεγονότα αναφορικά με την εξέταση της υπόθεσης του αιτητή που δεν δικαιολογούν ο ισχυρισμός ότι δεν λήφθηκε εντός εύλογου χρόνου απόφαση» ευσταθεί.

 

Έχω μελετήσει επιστάμενα το διοικητικό φάκελο, από το περιεχόμενο του οποίου δεν αποκαλύπτεται οτιδήποτε που να υποστηρίζει, πόσο πάλλον να αποδεικνύει ως ορθή τη θέση των καθ΄ων η αίτηση. Τουναντίον-και σε αντίθεση με τα όσα οι καθ’ ων η αίτηση υποστηρίζουν- το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου επιβεβαιώνει με τρόπο αναντίλεκτο ότι ουδεμία ενέργεια έχει λάβει χώρα και ουδέν γεγονός επισυνέβηκε που να δικαιολογεί την υπέρμετρη μακρά περίοδο που έχει παρέλθει παντελώς άπρακτη (Α.Μ.K v Δημοκρατίας (Υπόθεση αρ. 161/16, ημερομηνίας 26/6/20). Άλλωστε ούτε και η ίδια η πλευρά των καθ΄ων η αίτηση -και πέραν της συνεχούς αναφοράς τους ότι η αίτηση δεν έχει απορριφθεί- δεν υποδεικνύει οτιδήποτε συγκεκριμένο από το οποίο να καταφαίνεται η έμπρακτη ενασχόληση των καθ΄ων η αίτηση με την εξέταση της αίτησης του αιτητή(Zenad, ως φυσικός κηδεμόνας της ανήλικης θυγατέρας του Zenad και Δημοκρατίας (Υπόθεση αρ. 34/2017, ημερομηνίας 19/5/22).

 

Το μόνο δε που εντοπίζεται στο διοικητικό φάκελο, σε σχέση με την εξέταση της εν λόγω αίτησης, είναι η επιστολή ημερομηνίας 24.5.2022 η οποία αποστάληκε προς τη δικηγόρο της μητέρας του αιτητή και δια της οποίας γνωστοποιείται στην ενδιαφερόμενη ότι παρόλο που τα περιστατικά της αίτησης της εμπίπτουν στο τέταρτο από τα κριτήρια που έθεσε το Υπουργικό Συμβούλιο, η εγγραφή της θα τεθεί σε λίστα αναμονής, η οποία θα προωθηθεί στο Υπουργικό Συμβούλιο, όταν ο Υπουργός Εσωτερικών το διατάξει σχετικώς.

 

Καθίσταται εν προκειμένω σαφές και σύμφωνα πάντοτε με το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, ο οποίος συνιστά τον μόνο οδηγό πληροφόρησης ως προς την ύπαρξη δεδομένων και γεγονότων Δημοκρατία ν. Δ. Αυλωνίτης και Υιοί Λτδ (2000) 3 Α.Α.Δ. 137) ότι από την υποβολή του εν λόγω αιτήματος  για απόκτηση κυπριακής υπηκοότητας του αιτητή, μέχρι και την καταχώρηση της προσφυγής αλλά και μεταγενέστερα, ήτοι μέχρι σήμερα δεν φαίνεται, να υπήρξε οποιαδήποτε εξέλιξη και βεβαίως δεν φαίνεται να έλαβε χώρα οποιαδήποτε ενέργεια για να τεθεί το ζήτημα από τον Υπουργό Εσωτερικών προς το αρμόδιο Υπουργικό Συμβούλιο για λήψη απόφασης.

 

Είναι παγίως νομολογημένο ότι ο εύλογος χρόνος εντός του οποίου η διοίκηση υποχρεούται να αποφασίσει εξαρτάται από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Το δε κριτήριο του ευλόγου χρόνου είναι αντικειμενικό και αποφασίζεται από το Δικαστήριο. (Δημοτική Επιτροπή Αγίου Δομετίου και Χριστοφόρου (1994) 3 Α.Α.Δ. 434).

 

Στην προκειμένη περίπτωση και στη βάση των όσων έχουν τεθεί ανωτέρω, καθίσταται αναντίλεκτο ότι από την ημέρα υποβολής της αίτησης ήτοι κατά το έτος 2014 μέχρι και την ημέρα καταχώρησης της προσφυγής του αιτητή, παρήλθαν 5 σχεδόν χρόνια (μέχρι δε και σήμερα, όπου συνεχίζει να εκκρεμεί η εξέταση του αιτήματος, 10 χρόνια) με αποτέλεσμα να προκύπτει η ύπαρξη παράλειψης λήψης απόφασης εντός ευλόγου χρόνου.

 

Αντίστοιχα ζήτημα εξετάστηκαν από το Εφετείο στην πρόσφατη απόφαση  MEHMET MAHER CEMAL EDDINv Δημοκρατίας (Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 97/2019, ημερομηνίας 14/11/23), στην οποία ο διαρρεύσας χρόνος είναι κατά πολύ μικρότερος, από αυτόν που αφορούν τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης.

 

Κρίνω σκόπιμό να παραθέσω το ακόλουθο απόσπασμα, αν και εκτενές, από την απόφαση του Εφετείου καθότι τα όσα λέχθηκαν, τυγχάνουν πλήρους εφαρμογής και στην παρούσα υπόθεση:

 

 «εφεσείων κατάγεται από τη Συρία και είναι κάτοχος τουρκοκυπριακού «διαβατηρίου» και «ταυτότητας». […] ο εφεσείων υπέβαλε, στις 10.11.2015, αίτηση (εφεξής η «αίτηση») για απόκτηση της ιδιότητας του πολίτη της Κυπριακής Δημοκρατίας, στη βάση των προνοιών του Άρθρου 109(3) του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου του 2002, Ν. 141(Ι)/2002, ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο (εφεξής ο «Νόμος»). Στην αίτηση δεν υπήρξε οποιαδήποτε ανταπόκριση εκ μέρους της εφεσίβλητης μέχρι τις 22.2.2017, ημερομηνία κατά την οποία ο εφεσείων καταχώρησε την Προσφυγή Αρ. 302/2017, με την οποία ισχυρίστηκε παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας της εφεσίβλητης, όπως εξετάσει και απαντήσει στην αίτηση του, ζητώντας σχετική απόφαση από το δικαστήριο, στα πλαίσια του Άρθρου 146 του Συντάγματος[…].

 

Καταρχάς, ο διοικητικός φάκελος της υπόθεσης, ο οποίος κατατέθηκε, δεν αποκαλύπτει οποιαδήποτε ενέργεια, έστω εσωτερικής φύσεως ή οποιαδήποτε ενασχόληση της εφεσίβλητης προς διεκπεραίωση της υποβληθείσας αίτησης του εφεσείοντα μέχρι και την καταχώρηση της προσφυγής εκ μέρους του, αλλά και μεταγενέστερα, ήτοι μέχρι τις 22.1.2018, ημερομηνία που φέρει η σχετική επιστολή, η οποία εστάλη στον εφεσείοντα από την εφεσίβλητη, με την οποία, μετά την καταχώρηση της προσφυγής του εφεσείοντα, του ζητήθηκαν επιπρόσθετα στοιχεία και διευκρινήσεις (βλ. ανωτέρω στα γεγονότα) και είναι με αυτή που πρώτη φορά αποκαλύπτεται από το διοικητικό φάκελο της υπόθεσης ενασχόληση της εφεσίβλητης με το συγκεκριμένο αίτημα. Έπεται ότι, το συμπέρασμα που αναδύεται μέσα από το ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρικό υλικό, το οποίο είναι ο διοικητικός φάκελος της υπόθεσης, είναι ότι, η εφεσίβλητη έμεινε, αδικαιολόγητα και ανεπίτρεπτα, εντελώς άπρακτη στο χρονικό διάστημα της λήψης απόφασης επί του αιτήματος του αιτητή μέχρι την ημέρα καταχώρησης της προσφυγής του (περίπου 14 μήνες, ως προαναφέρθηκε), το οποίο εδώ μας ενδιαφέρει. Είναι γεγονός ότι, εντοπίζεται στο φάκελο, τον οποίο καταχώρισε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου η εφεσίβλητη, επιστολή λειτουργού της εφεσίβλητης προς τη Νομική Υπηρεσία ημερομηνίας 16.2.2018, ήτοι έντεκα (11) περίπου μήνες μετά την καταχώρηση της προσφυγής, με επισυναπτόμενη αυτής έκθεση γεγονότων, βάσει των οποίων συντάχθηκε και η ένσταση της εφεσίβλητης και, ιδίως, τα γεγονότα αυτής. Σ’ αυτή γίνεται αναφορά και επίκληση διάφορων «γεγονότων», τα οποία, κατά την εφεσίβλητη (και το πρωτόδικο δικαστήριο) δικαιολογούν, ως εύλογο, τον διαρρεύσαντα χρόνο για λήψη απόφασης σε σχέση με την αίτηση του εφεσείοντα. Η ένσταση, όμως και δη, οι εκεί αναφορές στα όποια γεγονότα δεν συνιστούν per se τεκμηρίωση αυτών, όπως κατ’ ουσία ισχυρίζεται η εφεσίβλητη, αλλά ισχυρισμούς, οι οποίοι οφείλουν να αντανακλούν το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης, από το οποίο και πρέπει να αποδεικνύονται.[…] 

Σημειώνουμε, εν τέλει, εμφαντικά και ότι, το γεγονός ότι δεν λήφθηκε ακόμη απόφαση επί της αίτησης του εφεσείοντα, είτε θετική είτε αρνητική, μέχρι σήμερα, ήτοι οκτώ (8) σχεδόν χρόνια μετά την υποβολή της αίτησης του εφεσείοντα, οφείλει να προβληματίσει σοβαρά την εφεσίβλητη, η οποία υποχρεούται πάντοτε και ανεξαιρέτως, στα πλαίσια των κανόνων χρηστής διοίκησης, να επιλαμβάνεται και να αποφασίζει το ταχύτερο δυνατό (βλΔημοτική Επιτροπή Αγίου Δομετίου, ανωτέρω)».

(η έμφαση προστέθηκε)

 

Συνεπώς και στη βάση των ανωτέρω αναντίλεκτα, προκύπτει ότι τίποτα δεν δικαιολογεί ως εύλογο, το διαρρεύσαντα χρόνο για λήψη απόφασης σε σχέση με την αίτηση που υποβλήθηκε για εγγραφή του αιτητή ως κύπριου πολίτη, δυνάμει καταγωγής. Έχοντας υπόψη ότι η εν λόγω αίτηση υποβλήθηκε το 2014, κρίνω ότι υφίσταται παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας να δοθεί απάντηση, στην αίτηση του αιτητή, παράλειψη η οποία συνεχίζει να υφίσταται μέχρι και σήμερα, στο χρόνο στον οποίο εκδίδεται η απόφαση, ήτοι 10 χρόνια μετά την υποβολή της εν λόγω αίτησης.

 

Η ανωτέρω διαπίστωση επισφραγίζει και την τύχη της παρούσας Προσφυγής.

 

Για τους πιο πάνω λόγους, η προσφυγή επιτυγχάνει. Η παράλειψη  των καθ’ ων η αίτηση να απαντήσουν, κηρύσσεται άκυρη και παν το παραληφθέν έδει να είχεν εκτελεσθεί.

 

Επιδικάζονται έξοδα €1700 πλέον Φ.Π.Α  υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθ’ ων η αίτηση.

 

Κελεπέσιη, Δ.Δ.Δ.

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο