ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ  

(Υπόθεση αρ. 1576/2019)

 

 29 Μαρτίου 2024

                              [ΚΕΛΕΠΕΣΙΗ, Δ.Δ.Δ.]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ AΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

                                         Π. Π.

 

                                                                                                 Αιτητής,

                                         και

 

                       Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

1.Υπουργείου Εργασίας, Προνοίας και Κοινωνικών   Ασφαλίσεων

2. Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων

 

Καθ’ ων η αίτηση

––––––––––––––––––––––––––––––––

Θ. Αναστασιάδης, για Ανδρέα Θ. Μαθηκολώνης Δ.Ε.Π.Ε,  δικηγόρος για τον αιτητή.

Γ. Χατζηπροδρόμου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, δικηγόρος για τους καθ’ ων η αίτηση.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΚΕΛΕΠΕΣΙΗ, Δ.Δ.Δ.: Αντικείμενο της παρούσας προσφυγής, συνιστά η νομιμότητα της απόφασης των καθ' ων η αίτηση, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα του αιτητή για παροχή σύνταξης ανικανότητας, η οποία του κοινοποιήθηκε με επιστολή ημερομηνίας 14.8.2019.

 

Ως προκύπτει από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, ο αιτητής είχε υποβάλει αρχικά στις 11.4.2011 αίτηση για παροχή σύνταξης ανικανότητας λόγω προβλημάτων υγείας που είχε, η οποία απορρίφθηκε λόγω του ότι ο αιτητής κρίθηκε ικανός για εργασία. Κατά της πιο πάνω απορριπτικής απόφασης ο αιτητής άσκησε ιεραρχική προσφυγή, η οποία και πάλι απορρίφθηκε καθότι ο αιτητής κρίθηκε ικανός για εκτέλεση της εργασίας του.

 

Ακολούθως ο αιτητής υπέβαλε στις 29.5.2019 νέα αίτηση για παροχή σύνταξης ανικανότητας, λόγω των προβλημάτων υγείας που αντιμετώπιζε καθώς και των πρόσθετων προβλημάτων που προέκυψαν μετά από ατύχημα που υπέστη. Με σχετική επιστολή ημερομηνίας 14.8.2019, γνωστοποιήθηκε στον αιτητή ότι η Αναπληρώτρια Διευθύντρια Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων απέρριψε την αίτηση του, ένεκα του ότι δεν πληρούντο οι απαιτούμενες ασφαλιστικές προϋποθέσεις, ως απαιτείται στο άρθρο 40 (1) (δ) του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου Ν.59(Ι)/2010.Συγκεκριμένα διαπιστώθηκε ότι ο αιτητής δεν ικανοποιούσε τις προϋποθέσεις εισφοράς (γ) και (δ) της παραγράφου 4 του Τρίτου Πίνακα του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου καθώς οι εισφορές που είχε καταβάλει στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων για την περίοδο 2017 - 2018, δεν ήταν οι απαιτούμενες, ώστε ο αιτητής να καταστεί δικαιούχος σύνταξης ανικανότητας.

 

 Η νομιμότητα της απορριπτικής αυτής απόφασης αποτελεί και  το αντικείμενο της παρούσας Προσφυγής. 

 

Προς ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης προβάλλεται από την πλευρά του αιτητή ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι προϊόν μη δέουσας έρευνας και ελλιπούς αιτιολογίας καθότι δεν διερευνήθηκε, ως οφείλετο, κατά προτεραιότητα κατά πόσο ο αιτητής ήταν ανίκανος για εργασία. Περαιτέρω ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε κατόπιν εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των προνοιών του Νόμου και συγκεκριμένα της παραγράφου 4 (γ) και (δ) του Τρίτου Πίνακα. Συναφώς υποβάλλεται ότι ένεκα της ερμηνείας που προσδόθηκε από τους καθ΄ων η αίτηση στις πιο πάνω νομοθετικές πρόνοιες, η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει και την συνταγματική αρχή της ισότητας και της ίσης μεταχείρισης.

 

Η πλευρά των καθ’ ων η αίτηση, απορρίπτοντας όλους τους πιο πάνω ισχυρισμούς, υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καθόλα νόμιμη, δεόντως αιτιολογημένη καθώς και ότι λήφθηκε μετά από δέουσα έρευνα. Επί της ουσίας του ζητήματος, η πλευρά των καθ’ ων η αίτηση υποδεικνύει ότι η διοίκηση εφάρμοσε καθόλα ορθά τις διατάξεις του Ν.59(Ι)/2010, τονίζοντας ότι ο αιτητής δεν πληρούσε τις απαιτούμενες εκ του Νόμου ασφαλιστικές προϋποθέσεις για να κριθεί ως δικαιούχος σύνταξης ανικανότητας. Ο αιτητής, υποβάλλει ο ευπαίδευτος συνήγορος, δεν είχε καμία συνεισφορά στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων μετά το έτος 2010 αλλά ούτε και ο μέσος όρος ασφάλισης του κατά τα δυο τελευταία συμπληρωμένα έτη εισφορών πριν από το έτος παροχών ήταν μεγαλύτερος του 0,39 της ασφαλιστικής μονάδας, ως προνοείται στις τιθέμενες προϋποθέσεις της παραγράφου 4(γ) και (δ) του Τρίτου Πίνακα.

 

Έχω εξετάσει με προσοχή τις εκατέρωθεν θέσεις των συνηγόρων σε συνάρτηση με όλα τα τιθέμενα ενώπιον μου στοιχεία και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης.

 

Επιβάλλεται η παράθεση των σχετικών νομοθετικών διατάξεων, οι οποίες διέπουν το υπό εξέταση ζήτημα και οι οποίες ενέχουν καθοριστική σημασία για την εξέταση του υπό κρίση ζητήματος. Στο άρθρο 40 (1) των περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμων του 2010, Ν. 59(Ι)/2010, ως αυτοί ίσχυαν κατά τον ουσιώδη χρόνο (στο εξής ο «Νόμος») προβλέπονται τα ακολούθα:

 

«40.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, ασφαλισμένος δικαιούται σύνταξη ανικανότητας, εάν –

 

(α) ήταν ανίκανος προς εργασία για εκατόν πενήντα έξι (156) ημέρες, σε οποιαδήποτε περίοδο διακοπής της απασχόλησής του·

(β) σ’ αυτήν την περίοδο της διακοπής της απασχόλησής του αποδείξει ότι προβλέπεται να παραμείνει μόνιμα ανίκανος προς εργασία·

(γ) δεν έχει συμπληρώσει την ηλικία των εξήντα τριών (63) ετών ή εάν πρόκειται για μεταλλωρύχο, την ηλικία από την οποία δικαιούται σύνταξη  γήρατος δυνάμει του άρθρου 36, εάν η ηλικία αυτή είναι μικρότερη των εξήντα τριών (63) ετών· και

(δ) ικανοποιεί τις σχετικές ασφαλιστικές προϋποθέσεις».

 

Οι ασφαλιστικές προϋποθέσεις, σύμφωνα με το άρθρο 23, καθορίζονται στον Τρίτο Πίνακα του Νόμου. Ειδικότερα οι ασφαλιστικές προϋποθέσεις για τη χορήγηση σύνταξης ανικανότητας προβλέπονται στην παράγραφο 4 και είναι οι ακόλουθες:

 

«(α) Ο ασφαλισµένος να έχει συμπληρώσει πραγματική βασική ασφάλιση τριών (3) τουλάχιστον ασφαλιστικών μονάδων και να έχουν παρέλθει εκατόν πενήντα έξι (156) εβδομάδες από την εβδομάδα έναρξης της ασφάλισής του, και

 (β) o ολικός αριθµός των ασφαλιστικών µονάδων πραγµατικής και εξοµοιούµενης βασικής ασφάλισης του ασφαλισµένου να µην είναι κατώτερος του 25% των ετών που εµπίπτουν στη σχετική περίοδο αναφοράς, και

(γ) να έχει πραγµατική ή εξοµοιούµενη ασφάλιση µέσα στο σχετικό έτος εισφορών ίση τουλάχιστον µε το 0,39 της ασφαλιστικής µονάδας, ή

(δ) ο µέσος όρος τέτοιας ασφάλισης, κατά τα δύο (2) τελευταία συµπληρωµένα έτη εισφορών πριν από το έτος παροχών πρέπει να µην είναι κατώτερος του 0,39 της ασφαλιστικής µονάδας.»

 

Ως υποδείχθηκε και ανωτέρω, η απορριπτική απόφαση της Αναπληρώτριας Διευθύντριας Κοινωνικών Ασφαλίσεων κοινοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή ημερομηνίας 14.8.2019 το περιεχόμενο της οποίας κρίνεται σκόπιμο να παρατεθεί αυτούσιο:

 

                   «Θέμα: Αίτηση για σύνταξη ανικανότητας

Αναφέρομαι στο πιο πάνω θέμα και σας πληροφορώ ότι η αίτηση σας ημερομηνίας  29/05/2019 απορρίπτεται, καθότι δεν ικανοποιούνται οι απαιτούμενες ασφαλιστικές προϋποθέσεις σύμφωνα με τον Περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Ν.59(Ι)/2010).

 

2. Σύμφωνα με το άρθρο 40(1)(δ) του εν λόγω Νόμου, ασφαλισμένος δικαιούται σύνταξη ανικανότητας εάν πληροί τις σχετικές προϋποθέσεις, οι οποίες είναι:

 

(α) να έχει συμπληρώσει πραγματική βασική ασφάλιση 3 τουλάχιστον ασφαλιστικών μονάδων και να έχουν περάσει 156 βδομάδες από την ημέρα έναρξης της ασφάλισης του,

 

(β) να έχει εβδομαδιαίο μέσο όρο πραγματικής και εξομοιούμενης βασικής ασφάλισης ίσο τουλάχιστον με το 1/των ετών που εμπίπτουν στη σχετική περίοδο αναφοράς, και

 

(γ) να έχει πραγματική ή εξομοιωμένη ασφάλιση μέσα στο σχετικό έτος εισφορών (2018) ίσο τουλάχιστον με το 0.39 της ασφαλιστικής μονάδας

                                                   ή

(δ) ο μέσος όρος τέτοιας ασφάλισης κατά τα 2 τελευταία συμπληρωμένα έτη εισφορών πριν από το έτος παροχών (2017-2018) να μην είναι κατώτερος του 0.39 της ασφαλιστικής μονάδας.

 

3. Από την εξέταση της αίτησης σας διαπιστώθηκε ότι δεν ικανοποιείται η προϋπόθεση (γ) και (δ) δηλαδή οι εισφορές που έχετε καταβάλει στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων την περίοδο 2017 - 2018 δεν είναι οι απαιτούμενες για παροχή σύνταξη ανικανότητας.

 

4. Οι πρόνοιες της νομοθεσίας σε ότι αφορά τις προϋποθέσεις που πρέπει να ικανοποιηθούν για την καταβολή παροχών από το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων είναι ρητές και δεν αφήνουν περιθώρια σε κανένα να ενεργήσει αντίθετα με αυτές.

 

5. Σύμφωνα με το άρθρο 83(1) του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου του 2010 (Ν.59(Ι)/2010) η πιο πάνω διοικητική πράξη μπορεί να προσβληθεί με ιεραρχική προσφυγή προς την Υπουργό Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων εντός δεκαπέντε ημερών ή με προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο εντός εβδομήντα πέντε ημερών από την ημέρα κοινοποίησης της σύμφωνα με το άρθρο 146 του Συντάγματος».

 

Κρίνεται σκόπιμο να υπομνησθεί ότι ο αιτητής ουδόλως αμφισβητεί τα προκύπτοντα στοιχεία του ασφαλιστικού του λογαριασμού ή ότι οι καταβληθείσες εισφορές του πληρούν καθ΄ οιονδήποτε τρόπο τις ασφαλιστικές προϋποθέσεις που τάσσει ο Νόμος. Τουναντίον είναι καθόλα παραδεκτό από την πλευρά του αιτητή- και ορθά βεβαίως, αφού κάτι τέτοιο επιμαρτυρείται και από τον ασφαλιστικό λογαριασμό του αιτητή (ερυθρά 55-54 του Τεκμηρίου 1)-ότι ο αιτητής δεν είχε καταβάλει ασφαλιστικές εισφορές στο Ταμείο από το 2010 και έπειτα.

 

Εν πρώτοις, ο αιτητής ισχυρίζεται ότι οι καθ’ ων η αίτηση οφείλαν και προτού εξετάσουν κατά πόσο ο αιτητής πληρεί τις ασφαλιστικές προϋποθέσεις του άρθρου 40 (1) (δ) του Νόμου να διερευνήσουν πρώτα εάν ο αιτητής ικανοποίει τις προηγούμενες τιθέμενες εκ του Νόμου προϋποθέσεις και συγκεκριμένα κατά ποσό ο αιτητής είναι ανίκανος για εργασία. Είναι επί της πιο πάνω θέσης που ο αιτητής εδράζει τους ισχυρισμούς του περί έλλειψης δέουσας έρευνας και μη επαρκούς αιτιολογίας καθότι ως διατείνεται δεν παρέχονται προς το Δικαστήριο όλα τα δεδομένα της περίπτωσης του αιτητή ώστε να καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος.

 

Ο ισχυρισμός του αιτητή είναι προδήλως αβάσιμος και απορρίπτεται στην ολότητα του. Το ζήτημα έχει εξεταστεί στη δεσμευτική για το παρόν Δικαστήριο απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κυπριακής Δημοκρατίας v. Α. Α., (Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ. 64/2021, ημερομηνίας 16/11/2022), όπου κρίθηκε ότι από το ρητό λεκτικό του άρθρου 40 (1) του Νόμου εξάγεται με σαφήνεια ότι για να δύναται ένα πρόσωπο να καταστεί δικαιούχο σύνταξης ανικανότητας θα πρέπει να πληρεί σωρευτικώς τις προϋποθέσεις που διαλαμβάνονται στο επίμαχο άρθρο. Κρίνω σκόπιμο να παραθέσω το ακόλουθο απόσπασμα:

 

«Οι Εφεσείοντες αντιτίθενται στην Πρωτόδικη Απόφαση με τρεις αλληλένδετους κατ’ ουσίαν λόγους έφεσης. Προτάσσουν, ότι η Πρωτόδικη Απόφαση είναι λανθασμένη καθότι δεν ερμηνεύθηκαν ορθώς οι σχετικές διατάξεις του Άρθρου 40, Ν.59(Ι)/10, αφού πεπλανημένα κρίθηκε πως από τις αφορώσες νομοθετικές πρόνοιες προκύπτει ότι η παροχή σύνταξης ανικανότητας  συναρτάται απόλυτα προς τη διαπίστωση τού κατά πόσον ο ασφαλισμένος είναι «ανίκανος για εργασία» (λόγος έφεσης 1), πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο, το ίδιο λαθεμένα και πλανεμένα, έκρινε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει εξαιτίας παράλειψης των Εφεσειόντων να διαπιστώσουν αν ο Εφεσίβλητος «... είναι ανίκανος για εργασία, από ποιο έτος, αν θα παραμείνει μόνιμα ανίκανος, διαπίστωση απαραίτητη για τη χορήγηση της σύνταξης ανικανότητας » (λόγος έφεσης 2) [..]

 

Αναφορικώς προς τον λόγο έφεσης 1, κρίνουμε, με κάθε σεβασμό προς το Πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι η ερμηνευτική που ασπάστηκε εν σχέσει προς τα διαλαμβανόμενα στο Άρθρο 40(1), Ν.59(Ι)/10, δεν ήταν ορθή. Αυτό, διότι, ως σαφώς εξάγεται από το αφορών νομοθετικό λεκτικό, για να μπορεί ένα πρόσωπο να τύχει σύνταξης ανικανότητας πρέπει να πληροί σωρευτικώς και τις τέσσερεις προϋποθέσεις που διαλαμβάνονται στο Άρθρο 40(1), Ν.59(Ι)/10 (Μαυρίδης ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1357/10, ημ. 25.7.14), ECLI:CY:AD:2014:D567[..]

 

Εξάγεται, πως, εάν μία εκ των τεσσάρων προϋποθέσεων που τίθενται στο Άρθρο 40(1), Ν.59(Ι)/10 δεν ικανοποιείται, το σχετικό αίτημα θα πρέπει, κατά τα αναμενόμενα, να απορρίπτεται. Αυτή, ακριβώς, ήταν και η μεθοδολογία που ακολούθησαν οι Εφεσείοντες - και σωστά - αφού το κριτήριο για ελάχιστη περίοδο ασφάλισης, κατά τη θέση τους, δεν πληρούνταν στην προκειμένη περίπτωση. Κατ’ ακολουθίαν, οι Εφεσείοντες δεν υποχρεούνταν να εξετάσουν οποιαδήποτε άλλη προϋπόθεση από τις εναπομείνασες στο Άρθρο 40(1), Ν.59(Ι)/10 μια και - ακόμα και αν εξεταζόταν σε πρώτο στάδιο εκείνη που αφορά στην ανικανότητα προς εργασία (που θεωρήθηκε από το Πρωτόδικο Δικαστήριο ως πρωταρχικής σημασίας) και διαπιστωνόταν ότι ο Εφεσίβλητος ήταν μονίμως ανίκανος για εργασία- πάλι o Εφεσίβλητος δεν θα μπορούσε να καταστεί δικαιούχος σύνταξης ανικανότητας   αφού δεν φέρεται να είχε συμπληρώσει τις ελαχίστως απαιτούμενες ασφαλιστικές προϋποθέσεις.  »

 

(η έμφαση προστέθηκε)

 

Τα πιο πάνω τυγχάνουν πλήρους εφαρμογής και στη υπό κρίση υπόθεση, όπου αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός, ότι οι ασφαλιστικές αποδοχές για το έτος 2018 και ο μέσος όρος των ασφαλιστικών αποδοχών του αιτητή για τα έτη 2017-2018 ήταν λιγότερες από €3502.20 και ως εκ τούτου ο αιτητής δεν πληρούσε τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για καταβολή εισφορών των παραγράφων 4(γ) και (δ) του Τρίτου Πίνακα του Νόμου. Συνεπώς και με δεδομένο ότι οι εκ του Νόμου τασσόμενες για παροχή σύνταξη ανικανότητας απαιτούμενες προϋποθέσεις είναι σωρευτικές, η διαπίστωση ότι η αίτηση του αιτητή, δεν πληρούσε μια εξ αυτών, καθιστά έκθετο σε απόρριψη τον ισχυρισμό του αιτητή ότι δεν διερευνήθηκε κατά πόσο ο αιτητής ήταν ανίκανος για εργασία, ως η έτερη προϋπόθεση του άρθρου 40(1) του Νόμου. Συνεπακόλουθα απορριπτέος κρίνεται και οι ισχυρισμός του αιτητή περί ανεπαρκούς αιτιολογίας, ο οποίος στηρίζεται αποκλειστικά επί της εσφαλμένης αυτής θεώρησης.

 

Ο αιτητής δια της γραπτής του αγόρευσης, αποδέχεται ότι δεν πληρεί την προϋπόθεση του άρθρου 4 (γ) του Τρίτου Πίνακα, ήτοι ότι δεν έχει πραγματική ή εξομοιωμένη ασφάλιση μέσα στο σχετικό έτος εισφορών (2018) ίσο τουλάχιστον με το 0.39 της ασφαλιστικής μονάδας. Αμφισβητεί όμως ως εσφαλμένη την ερμηνεία που δόθηκε από τους καθ’ ων η αίτηση στο άρθρο 4 (δ) του Τρίτου Πίνακα του Ν. 59(Ι)/2010 και κατ’ επέκταση ως εσφαλμένη την εφαρμογή του. Ειδικότερα ισχυρίζεται η πλευρά η αιτητή ότι οι καθ΄ων η αίτηση αγνόησαν παντελώς τη λέξη «συμπληρωμένα», η οποία μάλιστα δεν περιλαμβάνετο στον προηγούμενο καταργηθέντα Νόμο. Εισηγείται δε ο αιτητής, ότι αυτό που πραγματικά ήθελε να πράξει ο Νομοθέτης με την εν λόγω προσθήκη και οι καθ΄ων η αίτηση παραγνώρισαν, είναι να λαμβάνονται υπόψη ως έτη εισφορών για σκοπούς της παραγράφου (δ) τα τελευταία 2 έτη κατά τα οποία ο αιτητής ήταν ικανός προς εργασία και εργαζόταν και είχε συμπληρωμένες εισφορές και όχι ως εσφαλμένα ερμήνευσαν οι καθ΄ων η αίτηση τα τελευταία 2 έτη εισφορών πριν το έτος παροχών, ήτοι κατά τον αιτητή πριν  την  καταχώρηση της αίτησης για παροχή σύνταξης ανικανότητας.

 

Ο ισχυρισμός του αιτητή είναι αβάσιμος και απορρίπτεται. Η ερμηνεία της παραγράφου 4 (δ) του Τρίτου Πίνακα του Νόμου αποτέλεσε αντικείμενο εξέτασης κατά ενδελεχή και δεσμευτικό μάλιστα τρόπο για το παρόν Δικαστήριο στην πολύ πρόσφατη απόφαση του Εφετείου Ανδρέας Αναστάση v Δημοκρατίας (Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ.83/23, ημερομηνίας 29/2/24) όπου το Εφετείο εξέτασε αντίστοιχη επιχειρηματολογία. Περιορίζομαι να παραθέσω το ακόλουθο απόσπασμα, αν και εκτενές, από την απόφαση του Εφετείου καθότι τα όσα λέχθηκαν τυγχάνουν πλήρους εφαρμογής και στην παρούσα υπόθεση και απαντούν στην όλη επιχειρηματολογία του αιτητή:

 

«Η πεμπτουσία της διαφοράς μεταξύ των μερών έγκειται στην ορθή ερμηνεία της παραγράφου 4 (δ) του Τρίτου Πίνακα του Νόμου, το οποίο απαιτεί, όπως ο αιτών σύνταξης αναπηρίας πληροί, επιπροσθέτως των σωρευτικών προϋποθέσεων των παραγράφων (α) και (β) του Τρίτου Πίνακα του Νόμου, και τα ακόλουθα:

 

«(γ) να έχει πραγματική ή εξομοιούμενη ασφάλιση μέσα στο σχετικό έτος εισφορών ίση τουλάχιστον με το 0,39 της ασφαλιστικής μονάδας, ή

(δ) ο μέσος όρος τέτοιας ασφάλισης, κατά τα δύο (2) τελευταία συμπληρωμένα έτη εισφορών πριν από το έτος παροχών πρέπει να μην είναι κατώτερος του 0,39 της ασφαλιστικής μονάδας:»[..]

 

Η πλευρά του εφεσείοντα προκρίνει και εισηγείται διαφορετική ανάγνωση της παραγράφου 4 (δ) του Τρίτου Πίνακα του Νόμου. Συγκεκριμένα ότι, τα έτη εισφορών που επιμετρούνται στο πλαίσιο της παραγράφου (δ) του Τρίτου Πίνακα του Νόμου δεν είναι, κατά την θέση του εφεσείοντα, απαραίτητα πάντοτε τα δύο τελευταία πριν το έτος παροχών (στην παρούσα περίπτωση τα έτη 2016 και 2017), αλλά τα τελευταία που είναι συμπληρωμένα (στην παρούσα περίπτωση, κατ’ εφαρμογή της ερμηνείας που υιοθετεί ο εφεσείων, τα έτη 2013 και 2014). Σημειώνεται ότι, δεν υπάρχει οποιαδήποτε αμφισβήτηση μεταξύ των διαδίκων στο ότι, η επιμέτρηση της ασφάλισης του αιτητή για τα έτη 2016 και 2017, η οποία έλαβε χώρα στο πλαίσιο εξέτασης της αίτησης του υπό το πρίσμα των διαζευκτικών παραγράφων (γ) και (δ) του Άρθρου 4 (δ) του Τρίτου Πίνακα του Νόμου, δεν ικανοποιεί τον απαιτούμενο νομοθετικά «μέσο(ς) όρο(ς) τέτοιας ασφάλισης».

 

Είναι, κατά τη γνώμη μας, σαφές ότι, εφαρμόζοντας μόνο τον -προκρινόμενο νομολογικά ως βασικό- κανόνα της γραμματικής ερμηνείας[.], δεν οδηγούμαστε, στην παρούσα περίπτωση, σε ασφαλή συμπεράσματα, αφού το λεκτικό της παραγράφου 4 (δ) του Τρίτου Πίνακα του Νόμου επιδέχεται, ομολογουμένως, διαφορετικών αναγνώσεων, συμπεριλαμβανομένων και των εδώ προτιμητέων από τους διάδικους (βλ. ανωτέρω). Συνεπώς, εάν η σημασία του κειμένου είναι διφορούμενη, καθοδήγηση στην ερμηνεία του μπορεί να αντληθεί από το σκοπό που ο νομοθέτης ήθελε να προαγάγει. Στην Pretorian, supra έγινε και παραπομπή στη Δήμος Γαλατάκης Λτδ ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 78, προς υπόδειξη ότι ο σκοπός του νομοθέτη, σε περίπτωση που η γραμματική ερμηνεία δεν επιλύει το ζήτημα, δύναται να εξεταστεί και σε συνάρτηση με ολόκληρο ή το σχετικό μέρος του νόμου. [..]

 

 

Δύναται, συνεπώς, σε τέτοια περίπτωση, να επιστρατευθεί στην αναζήτηση της ορθούς ερμηνείας της επίδικης παραγράφου, η συστηματική ερμηνεία, η οποία, κατά Δ.Θ. Τσάτσο «Συνταγματικό Δίκαιο», τόμος Α, 1994, σελ. 260 «…τοποθετεί τον ερμηνευόμενο κανόνα μέσα στο όλο σύστημα του δικαίου, τον αντιμετωπίζει ως τμήμα της ενότητας αυτής και συναρτά το νόημά του με το νόημα του συστήματος…» (βλ. και Α.Ι. Τάχου «ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ», 8η έκδοση, §33 1. δ), σελ. 186).

 

Κατ’ εφαρμογή των ανωτέρω, βρίσκουμε ότι, ορθώς, κατ’ αρχάς, το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμήνευσε (βλ. ανωτέρω στην πρωτόδικη απόφαση), ότι, με την αναφορά στην παράγραφο 4 (γ) του Τρίτου Πίνακα του Νόμου σε «σχετικό έτος εισφορών» εννοείται το τελευταίο «έτος εισφορών» (αμέσως) πριν από το «έτος παροχών» (κατ’ εφαρμογή των όρων, οι οποίοι ερμηνεύονται με σαφήνεια στο Άρθρο 2 του Νόμου), δηλαδή στην περίπτωση που εξετάζεται, το έτος 2017. Κατ’ αντιδιαστολή  (ex contrario),για σκοπούς της   παραγράφου  4(γ)  του  Τρίτου Πίνακα  του  Νόμου αποκλείεται σαφώς η χρήση οποιουδήποτε άλλου παρελθοντικού έτους εισφορών, πλην του αμέσως προηγούμενου του έτους παροχών. Με βάση την πιο πάνω διαπίστωση και το γεγονός ότι, αν δεν πληρείται η προϋπόθεση  της   παραγράφου  4(γ)  του  Τρίτου Πίνακα του Νόμου δίδεται διαζευκτικά («ή») η δυνατότητα στον αιτητή να πληροί τις ασφαλιστικές προϋποθέσεις δυνάμει του παραγράφου 4(δ) του Τρίτου Πίνακα του Νόμου η ερμηνεία, την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο πρόκρινε ως ορθή, δηλαδή ότι τα δύο (2) τελευταία έτη εισφορών είναι αυτά (αμέσως) πριν από το έτος παροχών (στην περίπτωση τα έτη 2016-2017, ως έλαβε υπόψη η εφεσίβλητη) και ότι αυτά πρέπει (και τα δύο) να είναι συμπληρωμένα, είναι, βρίσκουμε, ορθή και η μόνη εύλογη. Δεν συνάδει, κατά την κρίση μας, με τον σκοπό του νομοθέτη, η δυνατότητα τέτοιας επέκτασης, δια της σαφώς ανεπίτρεπτα διασταλτικής ερμηνείας που προτείνει ο εφεσείων στην επίμαχη παράγραφο 4(γ) του Τρίτου Πίνακα  του  Νόμου,  στον  υπολογισμό  παρελθοντικών  ετών εισφορών, ενίοτε και πολύ μακρινών. Κάτι τέτοιο ουσιαστικά θα εξοβέλιζε τον σκοπό της πρόνοιας της παραγράφου 4(γ) του Τρίτου Πίνακα του Νόμου, η οποία περιορίζει αυστηρά τον υπολογισμό στο αμέσως πριν το έτος εισφορών έτος παροχών και η οποία οριοθετεί και υποδεικνύει με σαφήνεια την επιτρεπόμενη εμβέλεια ερμηνείας της (διαζευκτικά αυτής)  τιθέμενης προϋπόθεσης  της  παραγράφου  4(γ)  του  Τρίτου Πίνακα του Νόμου ».

(η έμφαση προστέθηκε)

 

Κατά το στάδιο των διευκρινήσεων της υπόθεσης η πλευρά του αιτητή ισχυρίστηκε ότι η παρούσα υπόθεση πρέπει να διαφοροποιηθεί από τα όσα αποφασίστηκαν στην απόφαση του Εφετείου Ανάσταση (ανωτέρω). Συγκεκριμένα εισηγήθηκε ότι στην παρούσα υπόθεση προωθείται και επιπρόσθετος λόγος ακύρωσης ότι δηλαδή η ερμηνεία των καθ΄ων η αίτηση παραβιάζει τη συνταγματική αρχή της ισότητας. Υπέβαλε δε ότι το Εφετείο διαπίστωσε ότι ο Νόμος ήταν αόριστος εισηγούμενος ότι αυτό που δεν τέθηκε ενώπιον του Εφετείου ήταν ότι σε περίπτωση τέτοιας αοριστίας αυτή  επιλύεται υπέρ του αιτητή.

 

Δεν διαβλέπω πως οι εισηγήσεις του αιτητή, μπορούν να διαφοροποιήσουν και να εκτρέψουν τα δεδομένα της παρούσας υπόθεσης από το δεσμευτικό λόγο της απόφασης Ανδρέας Αναστάση (ανωτέρω).

 

Η δε γενική θέση του αιτητή επί της οποίας στηρίζει τον ισχυρισμό του ότι «βάσει της ερμηνείας των καθ΄ων η αίτηση κάποιος ο οποίος εργάζεται κανονικά και έχει σταθερά κάθε έτος μέσο όρο 0,39 ασφαλιστικές μονάδες, αν σταματήσει να εργάζεται και ταλαιπωρείται από μια ασθένεια  για 1 χρόνο πριν καταστεί ανίκανος  δικαιούται να λάβει σύνταξη ανικανότητας ενώ σε περίπτωση που κάποιος ταλαιπωρείται και δεν εργάζεται για 2 χρόνια μέχρι να καταστεί ανίκανος δεν θα δικαιούται να λάβει σύνταξη ανικανότητας», παραβλέπει εμφανώς ότι με την απόφαση Αναστάση (ανωτέρω) διακηρύχθηκε τελεσίδικα η ορθή και εύλογη ερμηνεία των προνοιών (γ) και (δ) της παραγράφου 4 του Τρίτου Πίνακα, η οποία ουδόλως δύναται να διαφοροποιείται ανάλογα με τα δεδομένα του εκάστοτε αιτητή και τους επί μέρους ισχυρισμούς που εκάστοτε αυτός προβάλλει. Εν προκειμένω, το Εφετείο και αναφορικά με την τιθέμενη προϋπόθεση της παραγράφου 4(δ) του Τρίτου Πίνακα ερμήνευσε κατά σαφή τρόπο ότι τα δύο τελευταία έτη εισφορών είναι αυτά τα οποία αμέσως προηγούνται του έτους παροχών  και ότι αυτά πρέπει να είναι συμπληρωμένα. Αυτό, ως κρίθηκε συνάδει με τον σκοπό της πρόνοιας της  παραγράφου 4(γ) του Τρίτου Πίνακα του Νόμου, η οποία ως λέχθηκε, περιορίζει αυστηρά τον υπολογισμό στο αμέσως πριν το έτος εισφορών έτος παροχών.

 

Το κρίσιμο χρονικό σημείο εξέτασης των ασφαλιστικών μονάδων, που ο νομοθέτης επέλεξε εν τη σοφία του να θέσει δια των προνοιών της παραγράφου 4(γ) και 4δ του Τρίτου Πίνακα του Νόμου δεν μπορεί να διαφοροποιηθεί δικαστικώς ώστε να περιλάβει και περιπτώσεις που δεν εμπίπτουν στα όσα  νομοθετικώς καθορίζονται. Ως είναι δε παγίως νομολογημένο το Δικαστήριο δεν έχει αρμοδιότητα να διαφοροποιήσει ή να επεκτείνει ρητές πρόνοιες σε νομοθετική ρύθμιση αλλά ούτε και να υπεισέλθει ή να εξετάζει τη σκοπιμότητα ή τη σοφία του νομοθετήματος (Πρόεδρος της Δημοκρατίας v. Βουλής (Αρ.1) (1989) 3Α.Α.Δ.1490) Dias United  Publishing  Co  Ltd  v. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 55) Βρούντου v. Δημοκρατίας (2006) 3 A.A.Δ) Αντώνιος Χατζησάββα v. Δημοκρατίας (2006) 4B A.A.Δ 677).

 

Είναι δε επίσης παγίως νομολογημένο ότι επιτρέπεται τόσο στο νομοθέτη όσο και στη Διοίκηση η δημιουργία λογικών και μη αυθαίρετων διακρίσεων όταν η φύση των πραγμάτων το επιτρέπει ( Μικρομμάτης ν. Δημοκρατίας, 2 R.S.C.C. 125)».

 

Εν πάση περιπτώσει ο αιτητής δεν έχει υποδείξει  οποιαδήποτε άλλη περίπτωση που να τελεί υπό τις ίδιες συνθήκες με τον αιτητή και η οποία να αντιμετωπίστηκε διαφορετικά από τους καθ΄ων η αίτηση ούτως ώστε να προκύπτει, έστω στοιχειώδες, έρεισμα που να δικαιολογεί την προώθηση  του ισχυρισμού περί παραβίασης της αρχής της ισότητας. Τουναντίον το γενικό και θεωρητικό  παράδειγμα που θέτει προς υποστήριξη του ισχυρισμού του  ουδόλως  συνταυτίζεται με τα δεδομένα του αιτητή, αφού ο ίδιος έχει να εργαστεί και να καταβάλει εισφορές από το 2010. Άλλωστε τα όσα ο αιτητής αναφέρει σε καμία περίπτωση δεν επαρκούν για να αποσείσουν το βάρος απόδειξης που ο ίδιος φέρει και σε καμία περίπτωση δεν τεκμηριώνουν παραβίαση της αρχής της ισότητας.

 

Με δεδομένο ότι ουδέν ζήτημα αντισυνταγματικότητας τέθηκε από τον αιτητή αναφορικά με την παράγραφο 4(γ) και/ή (δ) του Τρίτου Πίνακα του Νόμου και με δεδομένο ότι το τεκμήριο συνταγματικότητας των εν λόγω διατάξεων παρέμεινε αλώβητο, έπεται ότι οι καθ΄ων η αίτηση ενήργησαν καθόλα σύννομα και σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην οικεία νομοθεσία και ορθώς εξέδωσαν την προσβαλλόμενη απόφαση.

 

Έπεται ότι τα όσα με τρόπο γενικό εισηγείται ο αιτητής  περί εσφαλμένης ερμηνείας των καθ΄ων η αίτηση, δεν μπορούν να διαφοροποιήσουν το σαφές λεκτικό του Νόμου. Αποδοχή του λόγου ακύρωσης περί εσφαλμένης ερμηνείας  κατ΄ επίκληση της αρχής της ισότητας θα συνιστούσε δίχως άλλο παραβίαση των ρητών προνοιών του Νόμου και της ερμηνείας που δόθηκε σ΄αυτόν  από το ίδιο το Εφετείο.

 

Συνεπακόλουθα ούτε η αναφορά της πλευράς του αιτητή ότι δεν τέθηκε ενώπιον του Εφετείου η θέση ότι σε περίπτωση αοριστίας του Νόμου αυτή επιλύεται υπέρ του αιτητή επιδρά με οιονδήποτε τρόπο στις πιο πάνω διαπιστώσεις αλλά ούτε και μπορεί να διαφοροποιήσει την ερμηνεία που το Εφετείο προσέδωσε στην επίμαχη διάταξη. Υπενθυμίζεται ότι το Εφετείο  και αφού προέβηκε για την αναζήτηση της ορθής ερμηνείας της επίδικης παραγράφου, στη συστηματική ερμηνεία, ακολουθώντας το ερμηνευτικό αξίωμα πως ο Νόμος για σκοπούς ερμηνείας πρέπει να διαβάζεται στο σύνολο του, κατέληξε, ως το ίδιο υπέδειξε, στην μόνη ορθή και εύλογη ερμηνεία, η οποία δεν επιδέχεται οποιασδήποτε άλλης εκτίμησης. Η κρίση του Εφετείου στην Ανάσταση (ανωτέρω) απολήγει δεσμευτική για τον παρόν Δικαστήριο, επισφραγίζοντας τις οποίες αιτιάσεις του αιτητη για αναθεώρηση του ζητήματος.

 

Καταληκτικά διαπιστώνω ότι η απόφαση των καθ’ ων η αίτηση για απόρριψη του αιτήματος του αιτητή ήταν καθόλα σύννομη καθότι αυτή εκδόθηκε σε συνάρτηση με τις απαιτήσεις της σχετικής νομοθεσίας και των στοιχείων που προέκυπταν από τις καταβληθείσες εισφορές του αιτητή στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων (βλ. Χ.Π και Υπουργού Εργασίας Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Υπόθεση αρ. 331/20, ημερομηνίας 26/4/23)  Καλογήρου και Δημοκρατίας (Υπόθεση αρ. 1540/99, ημερομηνίας 14/11/2000) Στελλάκης Μιχαήλ και Δημοκρατίας (Υπόθεση Αρ. 1086/2015), ημερομηνίας 11/5/17) Παναγιώτου και Δημοκρατίας (Υπόθεση αρ. 652/2014, ημερομηνίας 21/3/19) και Γιώργος Καούλας ν. Δημοκρατίας, (Υπόθεση Αρ. 407/2009, ημερομηνίας  18/3/2011).

 

Συνεπώς και με βάση τα προαναφερθέντα, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Λόγω των ειδικών προσωπικών συνθηκών του αιτητή, περιορίζω το ύψος των επιδικασθέντων εξόδων στα €400 εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ’ ων η αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

 

Κελεπέσιη, Δ.Δ.Δ.

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο